ἀλλ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον
ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν
525 τὴν σὴν στόμαργον, ὦ γύναι, γλωσσαλγίαν.
ἐγὼ δ᾽, ἐπειδὴ καὶ λίαν πυργοῖς χάριν,
Κύπριν νομίζω τῆς ἐμῆς ναυκληρίας
σώτειραν εἶναι θεῶν τε κἀνθρώπων μόνην.
σοὶ δ᾽ ἔστι μὲν νοῦς λεπτός· ἀλλ᾽ ἐπίφθονος
530 λόγος διελθεῖν ὡς Ἔρως σ᾽ ἠνάγκασεν
τόξοις ἀφύκτοις τοὐμὸν ἐκσῶσαι δέμας.
ἀλλ᾽ οὐκ ἀκριβῶς αὐτὸ θήσομαι λίαν·
ὅπῃ γὰρ οὖν ὤνησας οὐ κακῶς ἔχει.
μείζω γε μέντοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας
535 εἴληφας ἢ δέδωκας, ὡς ἐγὼ φράσω.
πρῶτον μὲν Ἑλλάδ᾽ ἀντὶ βαρβάρου χθονὸς
γαῖαν κατοικεῖς καὶ δίκην ἐπίστασαι
νόμοις τε χρῆσθαι μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν·
πάντες δέ σ᾽ ᾔσθοντ᾽ οὖσαν Ἕλληνες σοφὴν
540 καὶ δόξαν ἔσχες· εἰ δὲ γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις
ὅροισιν ᾤκεις, οὐκ ἂν ἦν λόγος σέθεν.
εἴη δ᾽ ἔμοιγε μήτε χρυσὸς ἐν δόμοις
μήτ᾽ Ὀρφέως κάλλιον ὑμνῆσαι μέλος,
εἰ μὴ ᾽πίσημος ἡ τύχη γένοιτό μοι.
545 τοσαῦτα μέν σοι τῶν ἐμῶν πόνων πέρι
ἔλεξ᾽· ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων.
ἃ δ᾽ ἐς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας,
ἐν τῷδε δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς,
ἔπειτα σώφρων, εἶτά σοι μέγας φίλος
550 καὶ παισὶ τοῖς ἐμοῖσιν· ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος.
ἐπεὶ μετέστην δεῦρ᾽ Ἰωλκίας χθονὸς
πολλὰς ἐφέλκων συμφορὰς ἀμηχάνους,
τί τοῦδ᾽ ἂν εὕρημ᾽ ηὗρον εὐτυχέστερον
ἢ παῖδα γῆμαι βασιλέως φυγὰς γεγώς;
555 οὐχ, ᾗ σὺ κνίζῃ, σὸν μὲν ἐχθαίρων λέχος
καινῆς δὲ νύμφης ἱμέρῳ πεπληγμένος
οὐδ᾽ εἰς ἅμιλλαν πολύτεκνον σπουδὴν ἔχων·
ἅλις γὰρ οἱ γεγῶτες οὐδὲ μέμφομαι·
ἀλλ᾽ ὡς, τὸ μὲν μέγιστον, οἰκοῖμεν καλῶς
560 καὶ μὴ σπανιζοίμεσθα, γιγνώσκων ὅτι
πένητα φεύγει πᾶς τις ἐκποδὼν φίλον,
παῖδας δὲ θρέψαιμ᾽ ἀξίως δόμων ἐμῶν
σπείρας τ᾽ ἀδελφοὺς τοῖσιν ἐκ σέθεν τέκνοις
ἐς ταὐτὸ θείην καὶ ξυναρτήσας γένος
565 εὐδαιμονοίην· σοί τε γὰρ παίδων τί δεῖ;
ἐμοί τε λύει τοῖσι μέλλουσιν τέκνοις
τὰ ζῶντ᾽ ὀνῆσαι. μῶν βεβούλευμαι κακῶς;
οὐδ᾽ ἂν σὺ φαίης, εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος.
ἀλλ᾽ ἐς τοσοῦτον ἥκεθ᾽ ὥστ᾽ ὀρθουμένης
570 εὐνῆς γυναῖκες πάντ᾽ ἔχειν νομίζετε,
ἢν δ᾽ αὖ γένηται ξυμφορά τις ἐς λέχος,
τὰ λῷστα καὶ κάλλιστα πολεμιώτατα
τίθεσθε. χρῆν γὰρ ἄλλοθέν ποθεν βροτοὺς
παῖδας τεκνοῦσθαι, θῆλυ δ᾽ οὐκ εἶναι γένος·
575 χοὔτως ἂν οὐκ ἦν οὐδὲν ἀνθρώποις κακόν.
ΧΟ. Ἰᾶσον, εὖ μὲν τούσδ᾽ ἐκόσμησας λόγους·
ὅμως δ᾽ ἔμοιγε, κεἰ παρὰ γνώμην ἐρῶ,
δοκεῖ προδοὺς σὴν ἄλοχον οὐ δίκαια δρᾶν.
***
ΙΑ. Πρέπει, όπως βλέπω, να φανώ αγορητής όχι αδέξιοςκαι όπως ο καλός ο τιμονιέρης του καραβιού,
ξεδιπλώνοντας μόνο άκρη άκρη τα πανιά,
525 να ξεφύγω, γυναίκα, από τη λαίλαπα
της αφόρητής σου φλυαρίας.
Εγώ λοιπόν, επειδή επύργωσες τόσο
την ευγνωμοσύνη που σου οφείλω,
λέω πως ο μόνος από τους θεούς και τους ανθρώπους
που μ᾽ έσωσε σ᾽ εκείνο το ταξίδι ήταν η Κύπρις.
Εσύ είσαι ασφαλώς οξυδερκής,
530 όμως θα έφερνε ίσως φθόνο, αν άρχιζα να λέω
πώς ο Έρωτας με τα αλάθευτά του βέλη
σε ανάγκασε να σώσεις το κορμί μου.
Ωστόσο δεν θα επιμείνω σε αυτό.
Όπου λοιπόν με ωφέλησες, καλώς εγένετο.
535 Όμως, σώζοντάς με, πιο πολλά πήρες παρά έδωσες,
όπως θα καταδείξω εγώ. Το πρώτο:
ζεις σε γη ελληνική και όχι βάρβαρη·
γνώρισες τί εστί δικαιοσύνη και τί θα πει
να ισχύουν οι νόμοι, και όχι η αυθαιρεσία της βίας.
Η Ελλάδα ολόκληρη έμαθε για τη σοφία σου
540 και απόχτησες όνομα. Αν ζούσες στα πέρατα της γης,
κανείς δεν θα μιλούσε για σένα. Εγώ πάντως
ούτε χρυσάφι να έχω στο σπίτι μου θα ᾽θελα
ούτε να τραγουδήσω πιο ηδονικά και από τον Ορφέα,
αν είναι να μην ακουστεί η ευτυχία μου.
545 Αυτά είχα να σου πω για τους μόχθους μου
— την αναμέτρηση την προκάλεσες βέβαια εσύ.
Για όσα τώρα μου καταμαρτυρείς για τον βασιλικό μου γάμο,
εδώ θα σου αποδείξω πρώτον ότι φάνηκα σοφός,
έπειτα σώφρων και, τέλος, για σένα
550 και για τα παιδιά μου μέγας φίλος — ηρέμησε!
Όταν έφθασα εδώ από τη γη της Ιωλκού
σέρνοντας μαζί μου πολλές συμφορές ακαταμάχητες,
θα μπορούσε να βρεθεί για μένα εύρημα ωραιότερο απ᾽ αυτό,
να παντρευτώ —ένας εξόριστος!— την κόρη του βασιλιά;
555 Όχι βεβαίως γι᾽ αυτό που πονάει εσένα,
επειδή δεν με έθελγε το κρεβάτι σου
και με είχε συνεπάρει ο πόθος για τη νέα νύφη,
ούτε γιατί το είχα καημό
να αναμετρηθώ με άλλους στην πολυτεκνία
— μου φτάνουν τα παιδιά που αποχτήσαμε, παράπονο δεν έχω.
Ο πρώτιστος λόγος ήταν για να έχουμε καλή ζωή
560 και να μη στερούμαστε, επειδή έχω μάθει πια
ότι τον φτωχό φίλο τον αποφεύγουν οι πάντες.
Έπειτα, ήθελα να μεγαλώσω τα παιδιά μου
όπως άξιζε στο σπίτι μου,
να χαρίσω αδελφούς στα παιδιά που έχω από σένα,
να τα έχω όλα το ίδιο, να τα ενώσω σε ένα γένος
565 και να ζήσω ευτυχισμένος. Εσύ τί τα θες τα παιδιά;
Για μένα θα είναι κέρδος με τα παιδιά που θα έρθουν
να βοηθήσω αυτά που βρίσκονται ήδη στη ζωή.
Ήτανε μήπως κακό αυτό που σκέφτηκα;
Δεν θα το έλεγες ούτε εσύ, εάν δεν σε πονούσε το κρεβάτι.
Έχετε ωστόσο φτάσει σε τέτοιο σημείο οι γυναίκες
570 ώστε, αν πηγαίνει πρύμα το πλάγιασμα,
αισθάνεσθε πανευτυχείς, αν όμως
συμβεί και ατυχήσετε κάπως στο κρεβάτι,
ό,τι πιο ωραίο και γοητευτικό
γίνεται για σας το πιο μισητό.
Έπρεπε οι άνθρωποι να αποχτούν παιδιά με άλλο τρόπο
και το γένος των γυναικών να μην υπάρχει. Και τότε
575 δεν θα υπήρχε στον κόσμο κανένα κακό.
ΧΟ. Ιάσονα, εστόλισες θαυμάσια τον λόγο σου,
όμως για μένα, όσο και αν εκπλαγείς,
έχεις άδικο όταν προδίδεις τη γυναίκα σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου