Οι στρεφόμενοι προς εμένα χαρακτηρισμοί, και η ομολογία μου ότι είμαι ένας ορθολογιστής και υποστηρικτής του Διαφωτισμού, θα είχαν μικρή σημασία αν δεν εξηγούσα τι εννοώ όταν αναφέρομαι στον ορθολογισμό και το Διαφωτισμό.
Όταν επικαλούμαι τον ορθολογισμό, δεν έχω προ οφθαλμών μια φιλοσοφική θεωρία, όπως για παράδειγμα εκείνη του Ντεκάρτ. Και πολύ περισσότερο δεν εμφορούμαι από την ιδιαίτερα παράλογη πίστη ότι ο άνθρωπος είναι ένα αποκλειστικά λογικό ον. Αυτό που εννοώ όταν μιλάω για λόγο και ορθολογισμό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πεποίθηση ότι, μέσω της κριτικής, μαθαίνουμε τα λάθη και τα ατοπήματά μας- και, ιδιαιτέρως, μέσω της κριτικής που ασκούν οι άλλοι σε μας και, εν τέλει, εμείς στον εαυτό μας. Ο ορθολογιστής είναι απλά κάποιος που περισσότερο θέλει να μαθαίνει, παρά να έχει δίκιο- που είναι πρόθυμος να μαθαίνει από τους άλλους. Όχι με την τακτική της απλής αποδοχής των αλλότριων γνωμών, αλλά αποδεχόμενος ευχαρίστως την κριτική στις ιδέες του από άλλους και κάνοντας κι ο ίδιος κριτική στις ιδέες των άλλων. Η έμφαση που δίνεται εδώ, είναι στην ιδέα της κριτικής – ή, ακριβέστερα, στην ιδέα του κριτικού διαλόγου.
Ο πραγματικός ορθολογιστής δεν πιστεύει ότι μόνος αυτός, και ουδείς άλλος, είναι ο κάτοχος της σοφίας. Δεν πιστεύει, επίσης, ότι η απλή κριτική συντελεί αυτομάτως στην επινόηση νέων ιδεών. Αυτό που πιστεύει είναι ότι μόνο ο κριτικός διάλογος μας βοηθάει να ξεχωρίζουμε, στο πεδίο των ιδεών, την ήρα από το σιτάρι. Γνωρίζει καλά ότι η αποδοχή ή η απόρριψη μιας ιδέας δεν είναι ποτέ μια καθαρά ορθολογική υπόθεση, αλλά φρονεί πως μόνο ο κριτικός διάλογος μπορεί να μας δώσει την απαιτούμενη ωριμότητα να δούμε μια ιδέα από όσες περισσότερες πλευρές γίνεται, ώστε να την κρίνουμε δίκαια.
Αυτή η εκτίμηση του κριτικού διαλόγου έχει επίσης και την ανθρώπινη πλευρά της. Προφανώς, ο ορθολογιστής γνωρίζει πολύ καλά ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν εξαντλούνται σε έναν κριτικό διάλογο. Αντίθετα, γνωρίζει ότι ένας ορθολογικός, κριτικός διάλογος ανήκει στις σπανιότητες της ζωής μας. Παρά ταύτα πιστεύει ότι η αντίληψη του δούναι και λαβείν, η στάση δηλαδή που υπόκειται στον κριτικό διάλογο, είναι από ανθρώπινη πλευρά μεγίστης σημασίας. Γιατί ο ορθολογιστής γνωρίζει ότι χρωστάει τη λογική του στους άλλους ανθρώπους. Γνωρίζει ότι η έλλογη, η ορθολογική, η κριτική στάση μπορεί να είναι μόνο το αποτέλεσμα της κριτικής που ασκούν οι άλλοι και ότι μόνο μέσω της κριτικής των άλλων μπορεί να επιτευχθεί η αυτοκριτική.
Θα μπορούσε, ίσως, κανείς να εκφράσει την ορθολογική στάση ως εξής: Ισως εγώ έχω άδικο κι εσύ έχεις δίκιο, σε κάθε περίπτωση, όμως, μπορούμε να ελπίζουμε ότι μετά τη συζήτησή μας θα αποκτήσουμε μια καθαρότερη οπτική από αυτήν που είχαμε πριν. Όπως επίσης, μπορούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλο, όσο όμως δεν ξεχνάμε πως το σημαντικό δεν είναι ποιος τελικά θα έχει δίκιο, αλλά το να προσεγγίσουμε την αλήθεια. Μόνο έχοντας αυτόν το στόχο στο μυαλό, εντάσσουμε τον εαυτό μας σε ένα διάλογο όσο καλύτερα μπορούμε.
Αυτά είναι, εν ολίγοις, όσα εννοώ μιλώντας για τον ορθολογισμό. Αλλά όταν μιλάω για τον Διαφωτισμό, εννοώ κάτι παραπάνω. Προπαντός, σκέπτομαι την ιδέα της αυτο-απελευθέρωσης μέσω της γνώσης· την ιδέα εκείνη που ενέπνευσε τον Καντ και τον Πεσταλότσι. Και σκέπτομαι, επιπροσθέτως, το καθήκον κάθε διανοούμενου, να βοηθά τους άλλους να απελευθερωθούν πνευματικά και να κατανοήσουν την κριτική στάση – ένα καθήκον που οι περισσότεροι εκ των διανοουμένων έχουν ξεχάσει, ήδη από την εποχή του Φίχτε, του Σέλινγκ και του Χέγκελ. Γιατί δυστυχώς, μεταξύ των διανοουμένων, ανέκαθεν ήταν βαθιά η επιθυμία του εντυπωσιασμού των άλλων, καθώς και, όπως το θέτει ο Σόπενχαουερ, η διάθεσή τους να μη διδάσκουν, αλλά να σαγηνεύουν. Εμφανίζονται σαν ηγήτορες, σαν προφήτες. Εν μέρει γιατί ίσως αναμένεται από αυτούς να εμφανίζονται σαν προφήτες- σαν εξάγγελοι σκοτεινών μυστικών της ζωής, του κόσμου και των ανθρώπων, της Ιστορίας και της ύπαρξης. Όπως συμβαίνει τόσο συχνά, έτσι κι εδώ η αδιάκοπη ζήτηση γεννά, δυστυχώς, την πρόσφορα. Ηγέτες και προφήτες αποζητούνται κι έτσι δεν είναι να απορεί κανείς, που στο τέλος βρίσκονται.
Αλλά «οι ώριμοι άνθρωποι δεν χρειάζονται ηγέτες», όπως είχε πει κάποτε ο Ε.Τ. Ουέλς . Και οι ώριμοι άνθρωποι οφείλουν να γνωρίζουν ότι δεν χρειάζονται ηγέτες. Κι όσο για τους προφήτες, πιστεύω στο καθήκον κάθε διανοούμενου να διαχωριστεί από αυτούς με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο.
Αυτό που διακρίνει εξωτερικά το πνεύμα του Διαφωτισμού από εκείνο των αυτοαποκαλούμενων προφητών, είναι η γλώσσα. Ο στοχαστής που είναι εμβαπτισμένος στην ιδέα του Διαφωτισμού, μιλάει όσο το δυνατόν πιο απλά. Θέλει να γίνει κατανοητός. Υπ’ αυτή την έννοια, ανάμεσα στους φιλοσόφους, ο Μπέρτραντ Ράσελ είναι σίγουρα το αξεπέραστο πρότυπό μας. Ακόμη κι όταν δεν συμφωνείς μαζί του, οφείλεις να τον θαυμάζεις. Μιλάει πάντα ξεκάθαρα, απλά και ευθέως.
Γιατί όσοι ασπαζόμαστε το πνεύμα του Διαφωτισμού δίνουμε τόση σημασία στην απλότητα της γλώσσας; Γιατί ο αληθινός θιασώτης του Διαφωτισμού, ο πραγματικός ορθολογιστής δεν θέλει να καταφέρει, αλλά ούτε καν να πείσει κανέναν για τίποτε. Διατηρεί συνεχώς την επίγνωση ότι μπορεί να σφάλλει. Πάνω απ’ όλα, όμως, εκτιμά την πνευματική ανεξαρτησία των άλλων πάρα πολύ, για να θελήσει να τους πείσει σε σημαντικά ζητήματα. Πολύ περισσότερο, θέλει να προκαλέσει τον αντίλογο, κατά προτίμηση με το χαρακτήρα ορθολογικής και πειθαρχημένης κριτικής. Δεν κοιτάει να πείσει, αλλά να αφυπνίσει – να προκαλέσει την ελεύθερη διαμόρφωση γνώμης. Η ελεύθερη διαμόρφωση γνώμης είναι για κείνον πολύτιμη. Τη θεωρεί πολύτιμη, όχι μόνο γιατί μέσω αυτής μπορούμε να προσεγγίζουμε καλύτερα την αλήθεια, αλλά και γιατί σέβεται την ανάπτυξη της ελεύθερης γνώμης. Τη σέβεται ακόμη και όταν θεωρεί την εκφρασμένη γνώμη λανθασμένη.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους κάποιος που εμφορείται από το πνεύμα του Διαφωτισμού δεν θέλει να καταφέρει τίποτα ή να πείσει κανέναν, είναι ότι γνωρίζει πως πέρα από τα στενά πλαίσια της Λογικής και ίσως και των Μαθηματικών δεν μπορεί κανείς να αποδείξει τίποτα. Σίγουρα, μπορεί να προβάλει επιχειρήματα, καθώς και να εξετάσει κριτικά απόψεις, αλλά εκτός από τα στοιχειώδη Μαθηματικά, τα επιχειρήματά μας δεν είναι ποτέ αδιάψευστα και στερούμενα κενών. Πρέπει πάντα να σταθμίζουμε τους λόγους, πρέπει πάντα να αποφασίζουμε ποιοι λόγοι βαραίνουν περισσότερο: οι λόγοι που υπερασπίζονται μια άποψη ή εκείνοι που την καταρρίπτουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η διαμόρφωση γνώμης περιέχει, σε τελευταία ανάλυση, ένα στοιχείο ελεύθερης απόφασης. Και είναι η ελεύθερη απόφαση που κάνει μια γνώμη αντάξια ενός ανθρώπου.
Αυτή την υψηλή εκτίμηση για την ελεύθερη, προσωπική γνώμη την έλαβε και την ανέπτυξε ο Διαφωτισμός από τον Τζον Λοκ. Είναι αναμφισβήτητα το άμεσο αποτέλεσμα των αγγλικών και των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών θρησκευτικών αγώνων, οι οποίοι παρήγαγαν, τελικά, την ιδέα της θρησκευτικής ανεκτικότητας. Και αυτή η ιδέα της θρησκευτικής ανεκτικότητας δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια αποφατική ιδέα, όπως πολύ συχνά παρουσιάζεται, π.χ. από τον Άρνολντ Τόινμπι.
Δεν είναι μόνο η έκφραση μιας πολεμικής κόπωσης και της αντίληψης ότι είναι μάταιο να επιβάλλονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις με την τρομοκρατία της συμμόρφωσης, αλλά, εντελώς αντιθέτως, η θρησκευτική ανεκτικότητα προκύπτει από τη θετική γνώση ότι μια βιαίως αποσπασθείσα θρησκευτική ομοφροσύνη είναι ανώφελη· ότι μόνο η θρησκευτική πίστη που είναι βασισμένη στην ελευθερία έχει αξία. Και αυτή η αντίληψη επεκτείνεται περαιτέρω· επεκτείνεται στο σεβασμό προς κάθε τίμια πίστη και συνεπώς στο σεβασμό του ατόμου και της γνώμης του. Επεκτείνεται στα λόγια του Ιμάνουελ Καντ, του τελευταίου φιλοσόφου του Διαφωτισμού, περί της αναγνώρισης της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Με την αναφορά στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο Καντ εννοούσε ότι κάθε ανθρώπινο πλάσμα και οι πεποιθήσεις του πρέπει να γίνονται αντικείμενα σεβασμού. Ο Καντ συνδύασε αυτή την αντίληψη με την αρχή του Χιλέλ, που οι Άγγλοι ορθά ονομάζουν «χρυσό κανόνα», και που ηχεί κάπως κοινότοπα:
«Μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις να κάνουν οι άλλοι σε σένα!»
Ο Καντ συνέδεσε πολύ στενά αυτή την αρχή με την ιδέα της ελευθερίας, η οποία ταυτίζεται με την ελευθερία της σκέψης που αξίωνε ο μαρκήσιος Posa από τον βασιλιά Φίλιππο στο έργο του Σίλερ Don Carlos, και που ομοίως απηχεί την ελευθερία της σκέψης που ο Σπινόζα προσπαθούσε να εδραιώσει, ώστε να αποτελεί μια αναπαλλοτρίωτη ελευθερία. Μια ελευθερία που, όσο κι αν προσπαθήσουν οι τύραννοι να μας την αποσπάσουν, δεν πρόκειται να τα καταφέρουν.
Πιστεύω πως δεν μπορούμε πια να συμφωνούμε με τον Σπινόζα σε αυτό το σημείο. Ίσως είναι σωστό το ότι η ελευθερία της σκέψης δεν μπορεί ποτέ να καταπιεστεί ολοκληρωτικά, αλλά όμως μπορεί να καταπιεστεί σε έναν σημαντικό βαθμό. Γιατί χωρίς την ελεύθερη ανταλλαγή σκέψεων δεν μπορεί να υπάρξει καμιά πραγματική ελευθερία σκέψης. Χρειαζόμαστε τους άλλους για να δοκιμάσουμε σε αυτούς τις σκέψεις μας, ώστε να εξακριβώσουμε αν είναι έγκυρες. Ο κριτικός διάλογος είναι η βάση της ελεύθερης σκέψης του ατόμου. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι η ελευθερία σκέψης είναι αδύνατη χωρίς την πολιτική ελευθερία. Και σημαίνει, επιπλέον, ότι η πολιτική ελευθερία είναι μια προϋπόθεση της ελεύθερης χρήσης του λόγου του κάθε ατόμου.
Προσπάθησα να εξηγήσω, εν ολίγοις, τι θεωρώ ορθολογισμό και τι Διαφωτισμό. Ταυτόχρονα, προσπάθησα επίσης να περιγράφω αδρομερώς, γιατί ο ορθολογισμός, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, καθώς επίσης και ο Διαφωτισμός, επιζητούν την ελευθερία σκέψης, τη θρησκευτική ελευθερία, το σεβασμό της ειλικρινούς γνώμης του άλλου και τελικά την πολιτική ελευθερία.
Αλλά δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να ισχυριστώ πως μόνο ο ορθολογισμός αγαπάει την ελευθερία ή ότι μόνο αυτός μπορεί να θεμελιώσει την απαίτηση για ελευθερία. Τουναντίον, είμαι πεπεισμένος πως υπάρχουν αντιλήψεις εντελώς διαφορετικές και, ιδιαιτέρως, θρησκευτικές αντιλήψεις, που προωθούν την ελευθερία συνείδησης, προαπαιτούν ωσαύτως το σεβασμό της γνώμης του άλλου και θεμελιώνουν αυτή την προϋπόθεση στην πολιτική ελευθερία.
Και όταν προηγουμένως, ίσως λίγο ειρωνικά, προειδοποίησα για τον πεπαλαιωμένο ορθολογισμό μου, θα ήθελα τώρα να επαναλάβω αυτή την προειδοποίηση με κάθε σοβαρότητα: Ακριβώς επειδή είμαι ορθολογιστής, δεν θέλω να προσηλυτίσω κανέναν. Δεν θέλω επίσης να καταχραστώ το όνομα της ελευθερίας για να μετατρέψω οποιονδήποτε σε ορθολογιστή. Αυτό που θα ήθελα είναι να προκαλέσω τον αντίλογο των άλλων. Θα ήθελα, αν ήταν δυνατόν, να παρακινήσω τους άλλους να δουν τα πράγματα υπό ένα νέο φως, ώστε ο καθένας, με όσο περισσότερο ελεύθερα διαμορφωμένη γνώμη, να φτάσει στη δική τον απόφαση.
Κάθε ορθολογιστής πρέπει, συνταυτιζόμενος με τον Καντ, να πει: Η Φιλοσοφία δεν μπορεί να διδαχθεί- το πολύ πολύ να μπορεί να διδαχθεί το φιλοσοφείν – δηλαδή, η κριτική στάση.
Καρλ Πόπερ, Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου