Γοργίας ο Λεοντίνος: Η γλώσσα του Είναι και το παίγνιο του Λόγου
§1
I. Μαζί με τον Πρωταγόρα και σχεδόν σύγχρονός του ο Γοργίας υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς διανοητές της αρχαίας σοφιστικής και της ελληνικής σκέψης. Έζησε πάνω από εκατό χρόνια, με βάση τα όσα λέγονται, και έμεινε στην ιστορία ως δεινός ρήτορας και λαμπρός ρητοροδιδάσκαλος. Επίσης ήταν αυθεντικός σοφιστής με την έννοια ότι χωρίς να προβάλλεται ως δάσκαλος της αρετής ‒κάτι για το οποίο μιλάει ο Πλάτων στους διαλόγους του: Γοργίας και Μένων‒ επιζητούσε να διαμορφώσει επιδέξιους ομιλητές και προς τούτο αναγνώριζε την απόκρυφη δύναμη του Λόγου και της γλώσσας. Διέκρινε στη γλώσσα ως έκφραση και στον λόγο αντίστοιχα την ακαταμάχητη εκείνη δύναμη, η οποία μπορεί να είναι είτε δημιουργική είτε καταστροφική: πότε οδηγεί στη ανοικτότητα και πότε στη συγκάλυψη. Και τούτο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν δεινός χειριστής του λόγου και συναφώς μπορούσε να παρουσιάσει έναν αστραφτερό, χυμώδη και πλούσιο σε ρητορικά σχήματα λόγο, που εξακολουθεί να γοητεύει, ως συγχρονικό λέγειν, και να καταδεικνύει τι σημαίνει πραγματική μαγεία των λέξεων. Καθώς ήταν ένας αληθινά πνευματώδης και ευφυής άνθρωπος, έλεγε συνεχώς πως ήταν σε θέση να αυτοσχεδιάζει και να αναλύει στη στιγμή οποιοδήποτε ζήτημα.
ΙΙ. Στο κείμενό του Ελένης Εγκώμιον επιχειρεί να δείξει πώς η γλώσσα, μέσα από έναν κατάλληλο χειρισμό, μπορεί να αναστατώνει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, να ενισχύει τη δύναμη του λογισμού ή να παραπλανά το νου και να κατευθύνει το πεπερασμένο Είναι μας κατά τρόπο μοιραίο. Ό,τι μπορεί να λέγεται και να εκφράζεται δεν είναι άλλο από την ίδια τη γνώση και σκέψη κατά την αυτόνομη παρ-ουσία της στο Είναι μας. Απ’ αυτή την άποψη, παίζει αποφασιστικό ρόλο η αποδεικτική διαδικασία και το επιχείρημα. Αυτά εδώ είναι στοιχεία που μπορούν να καταστήσουν προσιτά βαθιά νοήματα του πραγματικού και να λυτρώνουν τον άνθρωπο από την αδυναμία του να ερμηνεύει το ανερμήνευτο. Οποιαδήποτε ωστόσο πειστική ή παραπειστική λειτουργία του λόγου από διάφορους επιστήμονες, πολιτικούς, νομικούς και παρόμοιες κατηγορίες σχετικών με την τέχνη του λόγου ανθρώπινων ομάδων συσσωρεύει ψεύδη στην κοινότητα και παραπλανά συνειδητά ή μη. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που συμβαίνει στο κέντρο της αγοραίας πολιτικής του σήμερα, όπου με τη μέγιστη ελαφρότητα του Είναι καθιδρύεται ως υπεράσπιση της αλήθειας η πιο ωμή διαστρέβλωσή της.
§2 Ἑλένης Ἐγκώμιο
Ι. Στο εν λόγω έργο ο Γοργίας μετα-στοχάζεται τον γνωστό μύθο με την Ελένη που εγκατέλειψε τη συζυγική εστία και αποτέλεσε έτσι την αφορμή για την έκρηξη του Τρωικού πολέμου. Ασκώντας τη δύναμη του λόγου αντιτίθεται στην καθιερωμένη αντίληψη που ενοχοποιεί την Ελένη. Κατ’ αυτό τον τρόπο αφήνει να εκτυλίσσεται ένας υπερασπιστικός λόγος απολογίας, ο οποίος συνθέτει εν τέλει ένα άκρως φιλοσοφικό-στοχαστικό εγχείρημα για το πόσο ρευστή και σχετική είναι η περατή συνθήκη του ανθρώπου. Θεμελιακές ιδέες:
ΙΙ. Η Ελένη, το ενεργούν υποκείμενο ως τέτοιο, είναι αθώα/ο, επειδή ό,τι έπραξε ήταν αποτέλεσμα βίας που ασκήθηκε πάνω της από τον λόγο. Ο λόγος χαρακτηρίζεται ως μέγας δυνάστης. Αποφαίνεται δεόντως ο Γοργίας:
«Αν είναι ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την ψυχή της, τότε δεν είναι δύσκολο να την υπερασπιστούμε και να την απαλλάξουμε από την κατηγορία, λέγοντας πως ο λόγος είναι μέγας δυνάστης που με το πιο μικρό και αφανές σώμα επιτελεί τα πιο θεϊκά έργα· γιατί μπορεί και τον φόβο να καταπαύει και τη λύπη να διώχνει και χαρά να προκαλεί και τη συμπόνια να γεννά μέσα μας περίσσεια».
ΙΙΙ. Ο λόγος, ακριβώς επειδή είναι παντοδύναμος, μπορεί να γεμίσει την ψυχή του ανθρώπου με ψέματα και να τον καταστήσει έρμαιο κάθε εσφαλμένης δοξασίας. Και τούτο συμβαίνει συχνά-πυκνά, γιατί οι άνθρωποι αφήνουν να τους διαφεύγει το παρελθόν, δεν διαθέτουν την απαραίτητη μνήμη· για το παρόν δεν διαθέτουν γνώση και καμιά πρόγνωση για το μέλλον. Όλα τούτα συνοψίζονται στο γεγονός ότι το Είναι του ανθρώπου δεν είναι διαφορετικό από τη σκέψη και τη γνώση του. Η απουσία γνώσης και σκέψης μετατρέπει τον λόγο σε δύναμη εξαπάτησης και το ανθρώπινο Είναι σε ναυαγισμένη ύπαρξη. Ακριβώς μια τέτοια απουσία επιτρέπει σε ανυπόληπτους πολιτικούς να χρησιμοποιούν άκριτα και αυθαίρετα τον λόγο και να εξαπατούν ασύστολα ανθρώπινες μάζες που τους εμπιστεύονται. Γράφει σχετικά ο Γοργίας:
«Πόσοι και πόσοι δεν έπειθαν και δεν πείθουν τόσους για τόσα πράγματα, πλάθοντας κάποιον ψευδή λόγο. Πράγματι, αν όλοι είχαν για όλα, μνήμη του παρελθόντος, γνώση του παρόντος και πρόγνωση –πρόνοια του μέλλοντος, δεν θα διέθετε τη δύναμη να εξαπατά ο λόγος· τώρα όμως δεν είναι εύκολο ούτε να θυμόμαστε τα περασμένα, ούτε να γνωρίζουμε το παρόν ούτε να προβλέπουμε το μέλλον. Έτσι, οι περισσότεροι για τα περισσότερα σύμβουλο της ψυχής έχουν τη δοξασία, τη γνώμη. Η δοξασία όμως, καθώς είναι σφαλερή και αβέβαιη, σε σφαλερές και αβέβαιες επιτυχίες οδηγεί όσους την ακολουθούν... Ο λόγος λοιπόν είναι που πείθει την ψυχή και, αφού την έπεισε, την αναγκάζει να πιστεύει στα λόγια και να συναινεί στις πράξεις [των άλλων: κοσμολόγων, πολιτικών, δικαστικών, φιλοσόφων …]».
§3 Λόγος και γλώσσα
Ο Γοργίας καλλιεργεί τον λόγο της πειθούς και προς τούτο εδραιώνει την αντίληψη ότι ο λόγος είναι κατ’ εξοχήν ρητορικός και έχει «μαγική» δύναμη: μπορεί να αποκωδικοποιεί πραγματικότητες όχι απλώς του παρελθόντος, αλλά πρωτίστως του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι ένας λόγος που μπορεί να παραπλανά, ενώ η γλώσσα μπορεί να λειτουργεί κυρίως ως εργαλείο ψυχολογικής συμπεριφοράς παρά ως φορέας μιας αντικειμενικής γνώσης. Καταδεικνύει πως ο βιασμός της γλώσσας, που συνήθως στηρίζεται στη δοξασία, στη γνώμη, εγκαθιστά μέσα στον βίο του ανθρώπου την πιο βάρβαρη εξ-ουσία σε επίπεδο πολιτικής, επιστήμης, επικοινωνίας, συμπεριφοράς, πολιτισμού. Κλονίζει έτσι τα οντολογικά θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης και μετατρέπει τη βούλησή της σε θεραπαινίδα του επικυρίαρχου δεσποτικού, ηγεμονικού παίγνιου ανάμεσα σε κενά σύνολα λόγου και πράξης. Τότε συμβαίνει να ανατρέπεται η ανα-λογία πραγματικού και λογικού και ο άνθρωπος να αναμένει ολομόναχος το μοιραίο. Στο έργο του Περί του μη όντος ή φύσεως διατυπώνει τις παρακάτω τρεις θέσεις, τη μια ως διάδοχη της άλλης:
«Πρώτον, δεν υπάρχει τίποτα﮲ δεύτερον, κι αν υπάρχει, δεν μπορεί ο άνθρωπος να το αντιληφθεί﮲ τρίτον, κι αν ακόμα μπορεί να το αντιληφθεί, δεν μπορεί να το εκφράσει, να το μεταδώσει και να το εξηγήσει στον διπλανό του».
Εδώ ο Γοργίας μοιάζει, ως προς τη λειτουργία της γλώσσας, να είναι μακρινός προπάτορας του Νίτσε. Η γλώσσα δεν μπορεί να κοινοποιήσει αντικειμενικές πληροφορίες και να μεταβιβάσει τη γνώση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου