[371c] Ἂν οὖν κομίσας ὁ γεωργὸς εἰς τὴν ἀγοράν τι ὧν ποιεῖ, ἤ τις ἄλλος τῶν δημιουργῶν, μὴ εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον ἥκῃ τοῖς δεομένοις τὰ παρ᾽ αὐτοῦ ἀλλάξασθαι, ἀργήσει τῆς αὑτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ;
Οὐδαμῶς, ἦ δ᾽ ὅς, ἀλλὰ εἰσὶν οἳ τοῦτο ὁρῶντες ἑαυτοὺς ἐπὶ τὴν διακονίαν τάττουσιν ταύτην, ἐν μὲν ταῖς ὀρθῶς οἰκουμέναις πόλεσι σχεδόν τι οἱ ἀσθενέστατοι τὰ σώματα καὶ ἀχρεῖοί τι ἄλλο ἔργον πράττειν. αὐτοῦ γὰρ δεῖ μένοντας [371d] αὐτοὺς περὶ τὴν ἀγορὰν τὰ μὲν ἀντ᾽ ἀργυρίου ἀλλάξασθαι τοῖς τι δεομένοις ἀποδόσθαι, τοῖς δὲ ἀντὶ αὖ ἀργυρίου διαλλάττειν ὅσοι τι δέονται πρίασθαι.
Αὕτη ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ χρεία καπήλων ἡμῖν γένεσιν ἐμποιεῖ τῇ πόλει. ἢ οὐ καπήλους καλοῦμεν τοὺς πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν διακονοῦντας ἱδρυμένους ἐν ἀγορᾷ, τοὺς δὲ πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους;
Πάνυ μὲν οὖν.
[371e] Ἔτι δή τινες, ὡς ἐγᾦμαι, εἰσὶ καὶ ἄλλοι διάκονοι, οἳ ἂν τὰ μὲν τῆς διανοίας μὴ πάνυ ἀξιοκοινώνητοι ὦσιν, τὴν δὲ τοῦ σώματος ἰσχὺν ἱκανὴν ἐπὶ τοὺς πόνους ἔχωσιν· οἳ δὴ πωλοῦντες τὴν τῆς ἰσχύος χρείαν, τὴν τιμὴν ταύτην μισθὸν καλοῦντες, κέκληνται, ὡς ἐγᾦμαι, μισθωτοί· ἦ γάρ;
Πάνυ μὲν οὖν.
Πλήρωμα δὴ πόλεώς εἰσιν, ὡς ἔοικε, καὶ μισθωτοί.
Δοκεῖ μοι.
Ἆρ᾽ οὖν, ὦ Ἀδείμαντε, ἤδη ἡμῖν ηὔξηται ἡ πόλις, ὥστ᾽ εἶναι τελέα;
Ἴσως.
Ποῦ οὖν ἄν ποτε ἐν αὐτῇ εἴη ἥ τε δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀδικία; καὶ τίνι ἅμα ἐγγενομένη ὧν ἐσκέμμεθα;
[372a] Ἐγὼ μέν, ἔφη, οὐκ ἐννοῶ, ὦ Σώκρατες, εἰ μή που ἐν αὐτῶν τούτων χρείᾳ τινὶ τῇ πρὸς ἀλλήλους.
Ἀλλ᾽ ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, καλῶς λέγεις· καὶ σκεπτέον γε καὶ οὐκ ἀποκνητέον.
Πρῶτον οὖν σκεψώμεθα τίνα τρόπον διαιτήσονται οἱ οὕτω παρεσκευασμένοι. ἄλλο τι ἢ σῖτόν τε ποιοῦντες καὶ οἶνον καὶ ἱμάτια καὶ ὑποδήματα; καὶ οἰκοδομησάμενοι οἰκίας, θέρους μὲν τὰ πολλὰ γυμνοί τε καὶ ἀνυπόδητοι ἐργάσονται, τοῦ δὲ [372b] χειμῶνος ἠμφιεσμένοι τε καὶ ὑποδεδεμένοι ἱκανῶς· θρέψονται δὲ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ μάξαντες, μάζας γενναίας καὶ ἄρτους ἐπὶ κάλαμόν τινα παραβαλλόμενοι ἢ φύλλα καθαρά, κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμένων μίλακί τε καὶ μυρρίναις, εὐωχήσονται αὐτοί τε καὶ τὰ παιδία, ἐπιπίνοντες τοῦ οἴνου, ἐστεφανωμένοι καὶ ὑμνοῦντες τοὺς θεούς, ἡδέως συνόντες ἀλλήλοις, οὐχ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν [372c] ποιούμενοι τοὺς παῖδας, εὐλαβούμενοι πενίαν ἢ πόλεμον.
Καὶ ὁ Γλαύκων ὑπολαβών, Ἄνευ ὄψου, ἔφη, ὡς ἔοικας, ποιεῖς τοὺς ἄνδρας ἑστιωμένους.
Ἀληθῆ, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις. ἐπελαθόμην ὅτι καὶ ὄψον ἕξουσιν, ἅλας τε δῆλον ὅτι καὶ ἐλάας καὶ τυρόν, καὶ βολβοὺς καὶ λάχανά γε, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα, ἑψήσονται. καὶ τραγήματά που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων, καὶ μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσιν [372d] πρὸς τὸ πῦρ, μετρίως ὑποπίνοντες· καὶ οὕτω διάγοντες τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας, ὡς εἰκός, γηραιοὶ τελευτῶντες ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσιν.
Καὶ ὅς, Εἰ δὲ ὑῶν πόλιν, ὦ Σώκρατες, ἔφη, κατεσκεύαζες, τί ἂν αὐτὰς ἄλλο ἢ ταῦτα ἐχόρταζες;
Ἀλλὰ πῶς χρή, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων;
Ἅπερ νομίζεται, ἔφη· ἐπί τε κλινῶν κατακεῖσθαι οἶμαι τοὺς μέλλοντας μὴ ταλαιπωρεῖσθαι, καὶ ἀπὸ τραπεζῶν [372e] δειπνεῖν, καὶ ὄψα ἅπερ καὶ οἱ νῦν ἔχουσι καὶ τραγήματα.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· μανθάνω. οὐ πόλιν, ὡς ἔοικε, σκοποῦμεν μόνον ὅπως γίγνεται, ἀλλὰ καὶ τρυφῶσαν πόλιν. ἴσως οὖν οὐδὲ κακῶς ἔχει· σκοποῦντες γὰρ καὶ τοιαύτην τάχ᾽ ἂν κατίδοιμεν τήν τε δικαιοσύνην καὶ ἀδικίαν ὅπῃ ποτὲ ταῖς πόλεσιν ἐμφύονται. ἡ μὲν οὖν ἀληθινὴ πόλις δοκεῖ μοι εἶναι ἣν διεληλύθαμεν, ὥσπερ ὑγιής τις· εἰ δ᾽ αὖ βούλεσθε, καὶ φλεγμαίνουσαν πόλιν θεωρήσωμεν· οὐδὲν ἀποκωλύει. [373a] ταῦτα γὰρ δή τισιν, ὡς δοκεῖ, οὐκ ἐξαρκέσει, οὐδὲ αὕτη ἡ δίαιτα, ἀλλὰ κλῖναί τε προσέσονται καὶ τράπεζαι καὶ τἆλλα σκεύη, καὶ ὄψα δὴ καὶ μύρα καὶ θυμιάματα καὶ ἑταῖραι καὶ πέμματα, καὶ ἕκαστα τούτων παντοδαπά. καὶ δὴ καὶ ἃ τὸ πρῶτον ἐλέγομεν οὐκέτι τἀναγκαῖα θετέον, οἰκίας τε καὶ ἱμάτια καὶ ὑποδήματα, ἀλλὰ τήν τε ζωγραφίαν κινητέον καὶ τὴν ποικιλίαν, καὶ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα κτητέον. ἦ γάρ;
[373b] Ναί, ἔφη.
Οὐκοῦν μείζονά τε αὖ τὴν πόλιν δεῖ ποιεῖν· ἐκείνη γὰρ ἡ ὑγιεινὴ οὐκέτι ἱκανή, ἀλλ᾽ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους, ἃ οὐκέτι τοῦ ἀναγκαίου ἕνεκά ἐστιν ἐν ταῖς πόλεσιν, οἷον οἵ τε θηρευταὶ πάντες οἵ τε μιμηταί, πολλοὶ μὲν οἱ περὶ τὰ σχήματά τε καὶ χρώματα, πολλοὶ δὲ οἱ περὶ μουσικήν, ποιηταί τε καὶ τούτων ὑπηρέται, ῥαψῳδοί, ὑποκριταί, χορευταί, ἐργολάβοι, σκευῶν τε παντοδαπῶν δημιουργοί, τῶν τε ἄλλων [373c] καὶ τῶν περὶ τὸν γυναικεῖον κόσμον. καὶ δὴ καὶ διακόνων πλειόνων δεησόμεθα· ἢ οὐ δοκεῖ δεήσειν παιδαγωγῶν, τιτθῶν, τροφῶν, κομμωτριῶν, κουρέων, καὶ αὖ ὀψοποιῶν τε καὶ μαγείρων; ἔτι δὲ καὶ συβωτῶν προσδεησόμεθα· τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐν τῇ προτέρᾳ πόλει οὐκ ἐνῆν —ἔδει γὰρ οὐδέν— ἐν δὲ ταύτῃ καὶ τούτου προσδεήσει. δεήσει δὲ καὶ τῶν ἄλλων βοσκημάτων παμπόλλων, εἴ τις αὐτὰ ἔδεται· ἦ γάρ;
Πῶς γὰρ οὔ;
***
[371c] Αλλ᾽ αν ο γεωργός, ή κανείς από τους άλλους τεχνίτες, φέρει στην αγορά τα προϊόντα της εργασίας του όχι τον κατάλληλο καιρό που τα χρειάζονται όσοι θέλουν να τ᾽ ανταλλάξουν με τα δικά τους, θα διακόψει τάχα την εργασία του και θα κάθεται έτσι αργός στην αγορά;
Καθόλου, γιατί βρέθηκαν άλλοι, που το παρατήρησαν αυτό και ανέλαβαν να εξυπηρετήσουν κι αυτήν την ανάγκη, στις καλοδιοργανωμένες πόλεις σχεδόν πάντα οι πιο αδύνατοι σωματικώς και ανίκανοι να κάνουν άλλη εργασία. Η δουλειά των λοιπόν αυτών είναι να μένουν [371d] στην αγορά, και από άλλους ν᾽ αγοράζουν με χρήματα ό,τι έχουν για πούλημα και να τα πουλούν πάλι σ᾽ αυτούς που τους χρειάζονται.
Αυτός πραγματικώς ο λόγος, είπα εγώ, εδημιούργησε την ανάγκη των μεταπωλητών στις πόλεις. Ή μη δεν είναι αυτό το όνομα που δίνομε σε κείνους που εξυπηρετούν έτσι τις αγοραπωλησίες εγκαταστημένοι μόνιμα στην αγορά, ενώ αντιθέτως εκείνους που ταξιδεύουν από πολιτεία σε πολιτεία τους ονομάζουμε εμπόρους;
Μάλιστα.
[371e] Ακόμη όμως μου φαίνεται πως υπάρχουν κι άλλοι που προσφέρουν τις υπηρεσίες των, άνθρωποι όχι πολύ χρήσιμοι διανοητικώς στην κοινωνία, μα που με τη σωματική τους δύναμη είναι ικανοί για τους βαρύτερους κόπους· πουλούν λοιπόν σε άλλους που τη χρειάζονται τη δύναμή τους και παίρνουν απέναντι μισθό, καθώς τον ονομάζουν, κι απ᾽ αυτό τους λένε κι αυτούς μισθωτούς· δεν είναι έτσι;
Έτσι είναι.
Ένα λοιπόν συμπλήρωμα της πόλεως είναι και οι μισθωτοί.
Μου φαίνεται.
Τώρα λοιπόν, Αδείμαντε, μεγάλωσε αρκετά η πόλη μας, ώστε να θεωρηθεί τελεία;
Ίσως.
Και πού τάχα να βρίσκεται μέσα στην πόλη η δικαιοσύνη κι η αδικία; και με τί άραγε απ᾽ αυτά που αναφέραμε να γεννήθηκε μαζί;
[372a] Εγώ αλήθεια δεν το βλέπω, Σωκράτη, εκτός αν ίσως με καμιά απ᾽ αυτές τις αμοιβαίες ανάγκες και σχέσεις, που έχουν οι πολίτες μεταξύ των.
Πιθανόν να έχεις δίκιο και πρέπει να μη βαρεθούμε να το εξετάσομε δίχως άλλο.
Κι ας δούμε πρώτα με ποιό τρόπο θα ζουν αυτοί που τους πήραμε για την πολιτεία μας. Τί άλλο βέβαια θα έχουν να κάνουν, παρά να φροντίζουν για την τροφή τους, το κρασί τους, τα φορέματά τους, τα υποδήματα και την κατοικία τους; Το καλοκαίρι θα εργάζουνται γυμνοί το περισσότερο και ξυπόλητοι, [372b] το χειμώνα πάλι καλά φορεμένοι και ποδεμένοι· θα τρέφουνται με αλεύρια από κριθάρι και σιτάρι, που απ᾽ αυτά θα ζυμώνουν και θα πλάθουν της καρδιάς των ψωμιά και πίτες, θα τ᾽ απλώνουν εμπρός των πάνω σε κάτι ψάθες ή καθαρά φύλλα και ξαπλωμένοι σε στρωμένες με σμιλακιές και μερσίνες στοίβες θα καλοχορταίνουν κι αυτοί και τα παιδιά των, θα πίνουν από πάνω και το κρασάκι τους και με στεφάνια στην κεφαλή τους θα ψάλλουν ύμνους στους θεούς και θα περνούν ευχάριστα μεταξύ των· παιδιά θ᾽ αποκτούν όχι παραπάνω απ᾽ ό,τι τους επιτρέπει [372c] η περιουσία τους από φόβο της φτώχειας ή του πολέμου.
Ναι, μα μου φαίνεται, διέκοψε ο Γλαύκων, πως τους έκαμες να τρώγουν το ψωμί των χωρίς προσφάγι.
Αλήθεια, είπα εγώ, λησμόνησα πως θα ᾽χουν και προσφάγι· άλας δηλαδή κι ελιές και τυρί και βολβούς και λάχανα και ό,τι άλλα από τους αγρούς που τρώγουνται μαγερεμένα. Θα τους σερβίρομε βέβαια ακόμη και τα επιδόρπιά τους, σύκα και ρεβίθια και κουκιά και σμερτοκούκια και βαλανίδια, να τα σιγοψήνουν [372d] στη χόβολη για να τραβούν κι από καμιά πότε πότε· κι έτσι αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο περάσουν τη ζωή τους με ειρήνη και υγεία και πεθάνουν, φυσικά, σε βαθιά γερατειά, θ᾽ αφήσουν κληρονομιά στα παιδιά των μια παρόμοια ζωή.
Κι αν κατασκεύαζες, Σωκράτη, καμιά πόλη χοίρων, με τί άλλο απ᾽ αυτά που είπες θα τους χόρταζες;
Αλλά πώς λοιπόν έπρεπε, Γλαύκων;
Όπως τώρα συνηθίζεται· αν ήθελες να μην ταλαιπωρούνται, έπρεπε να τους κάμεις να δειπνούν [372e] επάνω σε τραπέζια ξαπλωμένοι σε κλίνες και να τους σερβίρεις όσα προσφάγια κι επιδόρπια μεταχειριζόμαστε σήμερα.
Α, καλά, είπα, τώρα εννόησα. Δεν εξετάζομε, φαίνεται, απλώς πώς γεννάται μια πολιτεία, μα τη θέλομε να πλέει και μέσα στην καλοπέραση. Ίσως να μην είναι άσχημα κι έτσι· γιατί μπορεί, ενώ θα εξετάζομε και μια τέτοια πόλη, να βρούμε πώς κι από πού ξεφυτρώνει μέσα στις πόλεις η δικαιοσύνη και η αδικία. Όπως κι αν είναι η αληθινή πολιτεία, η υγιής πολιτεία, μου φαίνεται πως είναι αυτή που περιγράψαμε πριν· μ᾽ αν θέλετε πάλι να περιγράψομε μια πόλη που την καίει ο πυρετός, δε μας εμποδίζει τίποτα· [373a] γιατί πραγματικώς εκείνος ο τρόπος ζωής δεν είναι για να ευχαριστεί όλους, αλλά θα χρειαστούμε γι᾽ αυτούς και κλίνες και τραπέζια και άλλα έπιπλα και ορεκτικά, ακόμη και αρώματα και γυναίκες και λιχουδιές κάθε λογής και σε αφθονία. Και λοιπόν δε θα βάλομε πια για πράγματα πρώτης ανάγκης εκείνα που λέγαμε εξαρχής, σπίτια και φορέματα και υποδήματα, αλλά θα βάλομε σε ενέργεια και τη ζωγραφική και το χρυσάφι και το ελεφαντόδοντο κι όλα τα τέτοια που πρέπει να τ᾽ αποκτήσομε. Αλήθεια λέγω;
[373b] Μάλιστα.
Δεν πρέπει λοιπόν συγχρόνως να κατασκευάσομε και μεγαλύτερη την πόλη; γιατί εκείνη η πρώτη μας, η υγιεινή, δε θα είναι πια αρκετή, αλλά πρέπει να της δώσομε τώρα όγκο και να τη γεμίσομε μ᾽ ένα πλήθος ανθρώπους, που δεν είναι και της πρώτης ανάγκης για τις πόλεις· καθώς οι διάφοροι κυνηγοί, όλοι όσοι εξασκούν τις τέχνες που μιμούνται με τα χρώματα και τα σχήματα, όσοι καταγίνονται με τη μουσική, επίσης οι ποιηταί με όλη την ακολουθία των, ραψωδοί, υποκριταί, χορευταί, εργολάβοι, κατασκευασταί κάθε λογής ειδών [373c] και προπάντων του γυναικείου στολισμού. Θα χρειαστούμε ακόμη και περισσότερους υπηρέτες ή νομίζεις πως δε θα χρειαστούν και παιδαγωγοί και παραμάνες και βυζάστρες και κομμώτριες και κουρείς και μάγεροι και παραμάγεροι; Μα μέσα σ᾽ όλα θα χρειαστούμε ακόμη και χοιροβοσκούς, γιατί δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα στην πρώτη μας εκείνη την πόλη, ήταν ολωσδιόλου αχρείαστο· μα σ᾽ αυτή τώρα, πώς μπορούμε να κάμομε χωρίς αυτούς, αφού και άλλα πάμπολλα ζώα ακόμα θα χρειαστούμε για όσους θα τα τραβά η όρεξή των· δεν είναι έτσι;
Πώς όχι;
Οὐδαμῶς, ἦ δ᾽ ὅς, ἀλλὰ εἰσὶν οἳ τοῦτο ὁρῶντες ἑαυτοὺς ἐπὶ τὴν διακονίαν τάττουσιν ταύτην, ἐν μὲν ταῖς ὀρθῶς οἰκουμέναις πόλεσι σχεδόν τι οἱ ἀσθενέστατοι τὰ σώματα καὶ ἀχρεῖοί τι ἄλλο ἔργον πράττειν. αὐτοῦ γὰρ δεῖ μένοντας [371d] αὐτοὺς περὶ τὴν ἀγορὰν τὰ μὲν ἀντ᾽ ἀργυρίου ἀλλάξασθαι τοῖς τι δεομένοις ἀποδόσθαι, τοῖς δὲ ἀντὶ αὖ ἀργυρίου διαλλάττειν ὅσοι τι δέονται πρίασθαι.
Αὕτη ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ χρεία καπήλων ἡμῖν γένεσιν ἐμποιεῖ τῇ πόλει. ἢ οὐ καπήλους καλοῦμεν τοὺς πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν διακονοῦντας ἱδρυμένους ἐν ἀγορᾷ, τοὺς δὲ πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους;
Πάνυ μὲν οὖν.
[371e] Ἔτι δή τινες, ὡς ἐγᾦμαι, εἰσὶ καὶ ἄλλοι διάκονοι, οἳ ἂν τὰ μὲν τῆς διανοίας μὴ πάνυ ἀξιοκοινώνητοι ὦσιν, τὴν δὲ τοῦ σώματος ἰσχὺν ἱκανὴν ἐπὶ τοὺς πόνους ἔχωσιν· οἳ δὴ πωλοῦντες τὴν τῆς ἰσχύος χρείαν, τὴν τιμὴν ταύτην μισθὸν καλοῦντες, κέκληνται, ὡς ἐγᾦμαι, μισθωτοί· ἦ γάρ;
Πάνυ μὲν οὖν.
Πλήρωμα δὴ πόλεώς εἰσιν, ὡς ἔοικε, καὶ μισθωτοί.
Δοκεῖ μοι.
Ἆρ᾽ οὖν, ὦ Ἀδείμαντε, ἤδη ἡμῖν ηὔξηται ἡ πόλις, ὥστ᾽ εἶναι τελέα;
Ἴσως.
Ποῦ οὖν ἄν ποτε ἐν αὐτῇ εἴη ἥ τε δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀδικία; καὶ τίνι ἅμα ἐγγενομένη ὧν ἐσκέμμεθα;
[372a] Ἐγὼ μέν, ἔφη, οὐκ ἐννοῶ, ὦ Σώκρατες, εἰ μή που ἐν αὐτῶν τούτων χρείᾳ τινὶ τῇ πρὸς ἀλλήλους.
Ἀλλ᾽ ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, καλῶς λέγεις· καὶ σκεπτέον γε καὶ οὐκ ἀποκνητέον.
Πρῶτον οὖν σκεψώμεθα τίνα τρόπον διαιτήσονται οἱ οὕτω παρεσκευασμένοι. ἄλλο τι ἢ σῖτόν τε ποιοῦντες καὶ οἶνον καὶ ἱμάτια καὶ ὑποδήματα; καὶ οἰκοδομησάμενοι οἰκίας, θέρους μὲν τὰ πολλὰ γυμνοί τε καὶ ἀνυπόδητοι ἐργάσονται, τοῦ δὲ [372b] χειμῶνος ἠμφιεσμένοι τε καὶ ὑποδεδεμένοι ἱκανῶς· θρέψονται δὲ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ μάξαντες, μάζας γενναίας καὶ ἄρτους ἐπὶ κάλαμόν τινα παραβαλλόμενοι ἢ φύλλα καθαρά, κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμένων μίλακί τε καὶ μυρρίναις, εὐωχήσονται αὐτοί τε καὶ τὰ παιδία, ἐπιπίνοντες τοῦ οἴνου, ἐστεφανωμένοι καὶ ὑμνοῦντες τοὺς θεούς, ἡδέως συνόντες ἀλλήλοις, οὐχ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν [372c] ποιούμενοι τοὺς παῖδας, εὐλαβούμενοι πενίαν ἢ πόλεμον.
Καὶ ὁ Γλαύκων ὑπολαβών, Ἄνευ ὄψου, ἔφη, ὡς ἔοικας, ποιεῖς τοὺς ἄνδρας ἑστιωμένους.
Ἀληθῆ, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις. ἐπελαθόμην ὅτι καὶ ὄψον ἕξουσιν, ἅλας τε δῆλον ὅτι καὶ ἐλάας καὶ τυρόν, καὶ βολβοὺς καὶ λάχανά γε, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα, ἑψήσονται. καὶ τραγήματά που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων, καὶ μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσιν [372d] πρὸς τὸ πῦρ, μετρίως ὑποπίνοντες· καὶ οὕτω διάγοντες τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας, ὡς εἰκός, γηραιοὶ τελευτῶντες ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσιν.
Καὶ ὅς, Εἰ δὲ ὑῶν πόλιν, ὦ Σώκρατες, ἔφη, κατεσκεύαζες, τί ἂν αὐτὰς ἄλλο ἢ ταῦτα ἐχόρταζες;
Ἀλλὰ πῶς χρή, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων;
Ἅπερ νομίζεται, ἔφη· ἐπί τε κλινῶν κατακεῖσθαι οἶμαι τοὺς μέλλοντας μὴ ταλαιπωρεῖσθαι, καὶ ἀπὸ τραπεζῶν [372e] δειπνεῖν, καὶ ὄψα ἅπερ καὶ οἱ νῦν ἔχουσι καὶ τραγήματα.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· μανθάνω. οὐ πόλιν, ὡς ἔοικε, σκοποῦμεν μόνον ὅπως γίγνεται, ἀλλὰ καὶ τρυφῶσαν πόλιν. ἴσως οὖν οὐδὲ κακῶς ἔχει· σκοποῦντες γὰρ καὶ τοιαύτην τάχ᾽ ἂν κατίδοιμεν τήν τε δικαιοσύνην καὶ ἀδικίαν ὅπῃ ποτὲ ταῖς πόλεσιν ἐμφύονται. ἡ μὲν οὖν ἀληθινὴ πόλις δοκεῖ μοι εἶναι ἣν διεληλύθαμεν, ὥσπερ ὑγιής τις· εἰ δ᾽ αὖ βούλεσθε, καὶ φλεγμαίνουσαν πόλιν θεωρήσωμεν· οὐδὲν ἀποκωλύει. [373a] ταῦτα γὰρ δή τισιν, ὡς δοκεῖ, οὐκ ἐξαρκέσει, οὐδὲ αὕτη ἡ δίαιτα, ἀλλὰ κλῖναί τε προσέσονται καὶ τράπεζαι καὶ τἆλλα σκεύη, καὶ ὄψα δὴ καὶ μύρα καὶ θυμιάματα καὶ ἑταῖραι καὶ πέμματα, καὶ ἕκαστα τούτων παντοδαπά. καὶ δὴ καὶ ἃ τὸ πρῶτον ἐλέγομεν οὐκέτι τἀναγκαῖα θετέον, οἰκίας τε καὶ ἱμάτια καὶ ὑποδήματα, ἀλλὰ τήν τε ζωγραφίαν κινητέον καὶ τὴν ποικιλίαν, καὶ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα κτητέον. ἦ γάρ;
[373b] Ναί, ἔφη.
Οὐκοῦν μείζονά τε αὖ τὴν πόλιν δεῖ ποιεῖν· ἐκείνη γὰρ ἡ ὑγιεινὴ οὐκέτι ἱκανή, ἀλλ᾽ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους, ἃ οὐκέτι τοῦ ἀναγκαίου ἕνεκά ἐστιν ἐν ταῖς πόλεσιν, οἷον οἵ τε θηρευταὶ πάντες οἵ τε μιμηταί, πολλοὶ μὲν οἱ περὶ τὰ σχήματά τε καὶ χρώματα, πολλοὶ δὲ οἱ περὶ μουσικήν, ποιηταί τε καὶ τούτων ὑπηρέται, ῥαψῳδοί, ὑποκριταί, χορευταί, ἐργολάβοι, σκευῶν τε παντοδαπῶν δημιουργοί, τῶν τε ἄλλων [373c] καὶ τῶν περὶ τὸν γυναικεῖον κόσμον. καὶ δὴ καὶ διακόνων πλειόνων δεησόμεθα· ἢ οὐ δοκεῖ δεήσειν παιδαγωγῶν, τιτθῶν, τροφῶν, κομμωτριῶν, κουρέων, καὶ αὖ ὀψοποιῶν τε καὶ μαγείρων; ἔτι δὲ καὶ συβωτῶν προσδεησόμεθα· τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐν τῇ προτέρᾳ πόλει οὐκ ἐνῆν —ἔδει γὰρ οὐδέν— ἐν δὲ ταύτῃ καὶ τούτου προσδεήσει. δεήσει δὲ καὶ τῶν ἄλλων βοσκημάτων παμπόλλων, εἴ τις αὐτὰ ἔδεται· ἦ γάρ;
Πῶς γὰρ οὔ;
***
[371c] Αλλ᾽ αν ο γεωργός, ή κανείς από τους άλλους τεχνίτες, φέρει στην αγορά τα προϊόντα της εργασίας του όχι τον κατάλληλο καιρό που τα χρειάζονται όσοι θέλουν να τ᾽ ανταλλάξουν με τα δικά τους, θα διακόψει τάχα την εργασία του και θα κάθεται έτσι αργός στην αγορά;
Καθόλου, γιατί βρέθηκαν άλλοι, που το παρατήρησαν αυτό και ανέλαβαν να εξυπηρετήσουν κι αυτήν την ανάγκη, στις καλοδιοργανωμένες πόλεις σχεδόν πάντα οι πιο αδύνατοι σωματικώς και ανίκανοι να κάνουν άλλη εργασία. Η δουλειά των λοιπόν αυτών είναι να μένουν [371d] στην αγορά, και από άλλους ν᾽ αγοράζουν με χρήματα ό,τι έχουν για πούλημα και να τα πουλούν πάλι σ᾽ αυτούς που τους χρειάζονται.
Αυτός πραγματικώς ο λόγος, είπα εγώ, εδημιούργησε την ανάγκη των μεταπωλητών στις πόλεις. Ή μη δεν είναι αυτό το όνομα που δίνομε σε κείνους που εξυπηρετούν έτσι τις αγοραπωλησίες εγκαταστημένοι μόνιμα στην αγορά, ενώ αντιθέτως εκείνους που ταξιδεύουν από πολιτεία σε πολιτεία τους ονομάζουμε εμπόρους;
Μάλιστα.
[371e] Ακόμη όμως μου φαίνεται πως υπάρχουν κι άλλοι που προσφέρουν τις υπηρεσίες των, άνθρωποι όχι πολύ χρήσιμοι διανοητικώς στην κοινωνία, μα που με τη σωματική τους δύναμη είναι ικανοί για τους βαρύτερους κόπους· πουλούν λοιπόν σε άλλους που τη χρειάζονται τη δύναμή τους και παίρνουν απέναντι μισθό, καθώς τον ονομάζουν, κι απ᾽ αυτό τους λένε κι αυτούς μισθωτούς· δεν είναι έτσι;
Έτσι είναι.
Ένα λοιπόν συμπλήρωμα της πόλεως είναι και οι μισθωτοί.
Μου φαίνεται.
Τώρα λοιπόν, Αδείμαντε, μεγάλωσε αρκετά η πόλη μας, ώστε να θεωρηθεί τελεία;
Ίσως.
Και πού τάχα να βρίσκεται μέσα στην πόλη η δικαιοσύνη κι η αδικία; και με τί άραγε απ᾽ αυτά που αναφέραμε να γεννήθηκε μαζί;
[372a] Εγώ αλήθεια δεν το βλέπω, Σωκράτη, εκτός αν ίσως με καμιά απ᾽ αυτές τις αμοιβαίες ανάγκες και σχέσεις, που έχουν οι πολίτες μεταξύ των.
Πιθανόν να έχεις δίκιο και πρέπει να μη βαρεθούμε να το εξετάσομε δίχως άλλο.
Κι ας δούμε πρώτα με ποιό τρόπο θα ζουν αυτοί που τους πήραμε για την πολιτεία μας. Τί άλλο βέβαια θα έχουν να κάνουν, παρά να φροντίζουν για την τροφή τους, το κρασί τους, τα φορέματά τους, τα υποδήματα και την κατοικία τους; Το καλοκαίρι θα εργάζουνται γυμνοί το περισσότερο και ξυπόλητοι, [372b] το χειμώνα πάλι καλά φορεμένοι και ποδεμένοι· θα τρέφουνται με αλεύρια από κριθάρι και σιτάρι, που απ᾽ αυτά θα ζυμώνουν και θα πλάθουν της καρδιάς των ψωμιά και πίτες, θα τ᾽ απλώνουν εμπρός των πάνω σε κάτι ψάθες ή καθαρά φύλλα και ξαπλωμένοι σε στρωμένες με σμιλακιές και μερσίνες στοίβες θα καλοχορταίνουν κι αυτοί και τα παιδιά των, θα πίνουν από πάνω και το κρασάκι τους και με στεφάνια στην κεφαλή τους θα ψάλλουν ύμνους στους θεούς και θα περνούν ευχάριστα μεταξύ των· παιδιά θ᾽ αποκτούν όχι παραπάνω απ᾽ ό,τι τους επιτρέπει [372c] η περιουσία τους από φόβο της φτώχειας ή του πολέμου.
Ναι, μα μου φαίνεται, διέκοψε ο Γλαύκων, πως τους έκαμες να τρώγουν το ψωμί των χωρίς προσφάγι.
Αλήθεια, είπα εγώ, λησμόνησα πως θα ᾽χουν και προσφάγι· άλας δηλαδή κι ελιές και τυρί και βολβούς και λάχανα και ό,τι άλλα από τους αγρούς που τρώγουνται μαγερεμένα. Θα τους σερβίρομε βέβαια ακόμη και τα επιδόρπιά τους, σύκα και ρεβίθια και κουκιά και σμερτοκούκια και βαλανίδια, να τα σιγοψήνουν [372d] στη χόβολη για να τραβούν κι από καμιά πότε πότε· κι έτσι αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο περάσουν τη ζωή τους με ειρήνη και υγεία και πεθάνουν, φυσικά, σε βαθιά γερατειά, θ᾽ αφήσουν κληρονομιά στα παιδιά των μια παρόμοια ζωή.
Κι αν κατασκεύαζες, Σωκράτη, καμιά πόλη χοίρων, με τί άλλο απ᾽ αυτά που είπες θα τους χόρταζες;
Αλλά πώς λοιπόν έπρεπε, Γλαύκων;
Όπως τώρα συνηθίζεται· αν ήθελες να μην ταλαιπωρούνται, έπρεπε να τους κάμεις να δειπνούν [372e] επάνω σε τραπέζια ξαπλωμένοι σε κλίνες και να τους σερβίρεις όσα προσφάγια κι επιδόρπια μεταχειριζόμαστε σήμερα.
Α, καλά, είπα, τώρα εννόησα. Δεν εξετάζομε, φαίνεται, απλώς πώς γεννάται μια πολιτεία, μα τη θέλομε να πλέει και μέσα στην καλοπέραση. Ίσως να μην είναι άσχημα κι έτσι· γιατί μπορεί, ενώ θα εξετάζομε και μια τέτοια πόλη, να βρούμε πώς κι από πού ξεφυτρώνει μέσα στις πόλεις η δικαιοσύνη και η αδικία. Όπως κι αν είναι η αληθινή πολιτεία, η υγιής πολιτεία, μου φαίνεται πως είναι αυτή που περιγράψαμε πριν· μ᾽ αν θέλετε πάλι να περιγράψομε μια πόλη που την καίει ο πυρετός, δε μας εμποδίζει τίποτα· [373a] γιατί πραγματικώς εκείνος ο τρόπος ζωής δεν είναι για να ευχαριστεί όλους, αλλά θα χρειαστούμε γι᾽ αυτούς και κλίνες και τραπέζια και άλλα έπιπλα και ορεκτικά, ακόμη και αρώματα και γυναίκες και λιχουδιές κάθε λογής και σε αφθονία. Και λοιπόν δε θα βάλομε πια για πράγματα πρώτης ανάγκης εκείνα που λέγαμε εξαρχής, σπίτια και φορέματα και υποδήματα, αλλά θα βάλομε σε ενέργεια και τη ζωγραφική και το χρυσάφι και το ελεφαντόδοντο κι όλα τα τέτοια που πρέπει να τ᾽ αποκτήσομε. Αλήθεια λέγω;
[373b] Μάλιστα.
Δεν πρέπει λοιπόν συγχρόνως να κατασκευάσομε και μεγαλύτερη την πόλη; γιατί εκείνη η πρώτη μας, η υγιεινή, δε θα είναι πια αρκετή, αλλά πρέπει να της δώσομε τώρα όγκο και να τη γεμίσομε μ᾽ ένα πλήθος ανθρώπους, που δεν είναι και της πρώτης ανάγκης για τις πόλεις· καθώς οι διάφοροι κυνηγοί, όλοι όσοι εξασκούν τις τέχνες που μιμούνται με τα χρώματα και τα σχήματα, όσοι καταγίνονται με τη μουσική, επίσης οι ποιηταί με όλη την ακολουθία των, ραψωδοί, υποκριταί, χορευταί, εργολάβοι, κατασκευασταί κάθε λογής ειδών [373c] και προπάντων του γυναικείου στολισμού. Θα χρειαστούμε ακόμη και περισσότερους υπηρέτες ή νομίζεις πως δε θα χρειαστούν και παιδαγωγοί και παραμάνες και βυζάστρες και κομμώτριες και κουρείς και μάγεροι και παραμάγεροι; Μα μέσα σ᾽ όλα θα χρειαστούμε ακόμη και χοιροβοσκούς, γιατί δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα στην πρώτη μας εκείνη την πόλη, ήταν ολωσδιόλου αχρείαστο· μα σ᾽ αυτή τώρα, πώς μπορούμε να κάμομε χωρίς αυτούς, αφού και άλλα πάμπολλα ζώα ακόμα θα χρειαστούμε για όσους θα τα τραβά η όρεξή των· δεν είναι έτσι;
Πώς όχι;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου