115 ΑΓΑ. πέμπω σοι πρὸς ταῖς πρόσθεν
δέλτους, ὦ Λήδας ἔρνος …
ΠΡ. λέγε καὶ σήμαιν᾽, ἵνα καὶ γλώσσῃ
σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν αὐδῶ.
μὴ στέλλειν τὰν σὰν ἶνιν πρὸς
120 τὰν κολπώδη πτέρυγ᾽ Εὐβοίας
Αὖλιν ἀκλύσταν.
εἰς ἄλλας ὥρας γὰρ δὴ
παιδὸς δαίσομεν ὑμεναίους.
ΠΡ. καὶ πῶς Ἀχιλεὺς λέκτρων ἀπλακὼν
125 οὐ μέγα φυσῶν θυμὸν ἐπαρεῖ
σοὶ σῇ τ᾽ ἀλόχῳ;
τόδε καὶ δεινόν· σήμαιν᾽ ὅ τι φής.
ΑΓΑ. ὄνομ᾽, οὐκ ἔργον παρέχων Ἀχιλεὺς
οὐκ οἶδε γάμους, οὐδ᾽ ὅ τι πράσσομεν,
130 οὐδ᾽ ὅτι κείνῳ παῖδ᾽ ἐπεφήμισα
νυμφείους εἰς ἀγκώνων
εὐνὰς ἐκδώσειν λέκτροις.
ΠΡ. δεινά γ᾽ ἐτόλμας, Ἀγάμεμνον ἄναξ,
ὃς τῷ τῆς θεᾶς σὴν παῖδ᾽ ἄλοχον
135 φατίσας ἦγες σφάγιον Δαναοῖς.
ΑΓΑ. οἴμοι, γνώμας ἐξέσταν,
αἰαῖ, πίπτω δ᾽ εἰς ἄταν.
ἀλλ᾽ ἴθ᾽ ἐρέσσων σὸν πόδα, γήρᾳ
140 μηδὲν ὑπείκων. ΠΡ. σπεύδω, βασιλεῦ.
ΑΓΑ. μή νυν μήτ᾽ ἀλσώδεις ἵζου
κρήνας, μήθ᾽ ὕπνῳ θελχθῇς.
ΠΡ. εὔφημα θρόει.
ΑΓΑ. πάντῃ δὲ πόρον σχιστὸν ἀμείβων
145 λεῦσσε, φυλάσσων μή τίς σε λάθῃ
τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη
παῖδα κομίζουσ᾽ ἐνθάδ᾽ ἀπήνη
Δαναῶν πρὸς ναῦς.
ΠΡ. ἔσται τάδε. ΑΓΑ. κλῄθρων δ᾽ ἐξόρμοις.
150 ἢν νιν πομπαῖς ἀντήσῃς,
πάλιν εἰσόρμα, σεῖε χαλινούς,
ἐπὶ Κυκλώπων ἱεὶς θυμέλας.
ΠΡ. πιστὸς δὲ φράσας τάδε πῶς ἔσομαι,
λέγε, παιδὶ σέθεν τῇ σῇ τ᾽ ἀλόχῳ;
155 ΑΓΑ. σφραγῖδα φύλασσ᾽ ἣν ἐπὶ δέλτῳ
τήνδε κομίζεις. ἴθι. λευκαίνει
τόδε φῶς ἤδη λάμπουσ᾽ ἠὼς
πῦρ τε τεθρίππων τῶν Ἀελίου·
160 σύλλαβε μόχθων.
θνητῶν δ᾽ ὄλβιος ἐς τέλος οὐδεὶς
οὐδ᾽ εὐδαίμων·
οὔπω γὰρ ἔφυ τις ἄλυπος.
***
ΑΓΑ., διαβάζοντας.
115 «Με άλλο γράμμα, κοντά στο παλιό,
παραγγέλνω σ᾽ εσένα, της Λήδας βλαστέ, …
ΓΕΡ., βλέποντας τον Αγαμέμνονα να σταματά συγκινημένος.
Λέγε, εξήγα μου· αυτά που θα πω
να ᾽ναι σύμφωνα με όσα έχεις γράψει.
ΑΓΑ. «να μην στείλεις την κόρη
120 στη γαλήνια βαθύκολπη Αυλίδα, σ᾽ αυτή
τη φτερούγα της Εύβοιας· αργότερα
της κοπέλας ο γάμος θα γίνει.»
ΓΕΡ. Κι ο Αχιλλέας, σα θα χάσει τη νύφη,
δε θ᾽ ανάψει και δε θα κορώσει μ᾽ εσέ και μ᾽ εκείνη,
τη γυναίκα σου; Αυτό
πρέπει, λέω, να φοβάται κανείς.
ΑΓΑ. Του Αχιλλέα μόνο τ᾽ όνομα πήραμε· εκείνος δεν ξέρει
130 ούτε γάμο ούτε τί μελετούμε
ούτε ακόμα ότι τάχα σ᾽ αυτόν έχω τάξει
το κορίτσι να δώσω.
ΓΕΡ. Φοβερή αποκοτιά, βασιλιά μου Αγαμέμνονα, αυτή·
την κοπέλα ονομάτισες νύφη του γιου της θεάς,
και της μήνυσες νά ᾽ρθει, σφαχτό
Δαναών για να γένει.
ΑΓΑ. Παραστράτησε, αλίμονο, ο νους μου
και σε τύφλωσης όλεθρο πέφτω.
Αλλά κίνησε, κάμε γοργά,
τα γεράματα ας μη σε δαμάσουν.
140 ΓΕΡ. Τρέχω ευθύς, βασιλιά.
ΑΓΑ. Σε ισκιωμένες μην κάθεσαι βρύσες,
ύπνου γλύκα να μη σε μαγέψει.
ΓΕΡ. Θεός φυλάξει.
ΑΓΑ. Κι όπου τρίστρατο, πρόσεξε μήπως κανένα
προσπεράσει σε αμάξι γοργά και χωρίς να το νιώσεις
που να φέρνει την κόρη μου εδώ
στων Αργείων τα καράβια.
ΓΕΡ. Θα προσέχω. ΑΓΑ. Αν τη βρεις
150 να ᾽χει πια ξεκινήσει απ᾽ το σπίτι,
πιάσ᾽ τα γκέμια και πες
να γυρίσουν αμέσως στο κάστρο
το ιερό των Κυκλώπων.
ΓΕΡ. Αλλά πώς στην κυρά και στην κόρη σου εγώ
θα γινώ πιστευτός,
σα θα φέρω το μήνυμ᾽ αυτό;
ΑΓΑ. Στη γραφή που κρατάς
κοίτα απείραχτη πάνω να μείνει η σφραγίδα
Έλα σύρε. Η αυγή, λαμπερή,
και του ήλιου το πύρινο τέθριππο φως.
κοίτα, απλώνουνε τώρα λευκό·
160 βόηθησέ με στα βάσανα τούτα.
Ο γέρος φεύγει.
Πέρα ως πέρα μακάριο θνητό
και καλότυχο ο κόσμος δεν έχει·
δε γεννήθηκε ως τώρα κανείς
δίχως λύπες.
δέλτους, ὦ Λήδας ἔρνος …
ΠΡ. λέγε καὶ σήμαιν᾽, ἵνα καὶ γλώσσῃ
σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν αὐδῶ.
μὴ στέλλειν τὰν σὰν ἶνιν πρὸς
120 τὰν κολπώδη πτέρυγ᾽ Εὐβοίας
Αὖλιν ἀκλύσταν.
εἰς ἄλλας ὥρας γὰρ δὴ
παιδὸς δαίσομεν ὑμεναίους.
ΠΡ. καὶ πῶς Ἀχιλεὺς λέκτρων ἀπλακὼν
125 οὐ μέγα φυσῶν θυμὸν ἐπαρεῖ
σοὶ σῇ τ᾽ ἀλόχῳ;
τόδε καὶ δεινόν· σήμαιν᾽ ὅ τι φής.
ΑΓΑ. ὄνομ᾽, οὐκ ἔργον παρέχων Ἀχιλεὺς
οὐκ οἶδε γάμους, οὐδ᾽ ὅ τι πράσσομεν,
130 οὐδ᾽ ὅτι κείνῳ παῖδ᾽ ἐπεφήμισα
νυμφείους εἰς ἀγκώνων
εὐνὰς ἐκδώσειν λέκτροις.
ΠΡ. δεινά γ᾽ ἐτόλμας, Ἀγάμεμνον ἄναξ,
ὃς τῷ τῆς θεᾶς σὴν παῖδ᾽ ἄλοχον
135 φατίσας ἦγες σφάγιον Δαναοῖς.
ΑΓΑ. οἴμοι, γνώμας ἐξέσταν,
αἰαῖ, πίπτω δ᾽ εἰς ἄταν.
ἀλλ᾽ ἴθ᾽ ἐρέσσων σὸν πόδα, γήρᾳ
140 μηδὲν ὑπείκων. ΠΡ. σπεύδω, βασιλεῦ.
ΑΓΑ. μή νυν μήτ᾽ ἀλσώδεις ἵζου
κρήνας, μήθ᾽ ὕπνῳ θελχθῇς.
ΠΡ. εὔφημα θρόει.
ΑΓΑ. πάντῃ δὲ πόρον σχιστὸν ἀμείβων
145 λεῦσσε, φυλάσσων μή τίς σε λάθῃ
τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη
παῖδα κομίζουσ᾽ ἐνθάδ᾽ ἀπήνη
Δαναῶν πρὸς ναῦς.
ΠΡ. ἔσται τάδε. ΑΓΑ. κλῄθρων δ᾽ ἐξόρμοις.
150 ἢν νιν πομπαῖς ἀντήσῃς,
πάλιν εἰσόρμα, σεῖε χαλινούς,
ἐπὶ Κυκλώπων ἱεὶς θυμέλας.
ΠΡ. πιστὸς δὲ φράσας τάδε πῶς ἔσομαι,
λέγε, παιδὶ σέθεν τῇ σῇ τ᾽ ἀλόχῳ;
155 ΑΓΑ. σφραγῖδα φύλασσ᾽ ἣν ἐπὶ δέλτῳ
τήνδε κομίζεις. ἴθι. λευκαίνει
τόδε φῶς ἤδη λάμπουσ᾽ ἠὼς
πῦρ τε τεθρίππων τῶν Ἀελίου·
160 σύλλαβε μόχθων.
θνητῶν δ᾽ ὄλβιος ἐς τέλος οὐδεὶς
οὐδ᾽ εὐδαίμων·
οὔπω γὰρ ἔφυ τις ἄλυπος.
***
ΑΓΑ., διαβάζοντας.
115 «Με άλλο γράμμα, κοντά στο παλιό,
παραγγέλνω σ᾽ εσένα, της Λήδας βλαστέ, …
ΓΕΡ., βλέποντας τον Αγαμέμνονα να σταματά συγκινημένος.
Λέγε, εξήγα μου· αυτά που θα πω
να ᾽ναι σύμφωνα με όσα έχεις γράψει.
ΑΓΑ. «να μην στείλεις την κόρη
120 στη γαλήνια βαθύκολπη Αυλίδα, σ᾽ αυτή
τη φτερούγα της Εύβοιας· αργότερα
της κοπέλας ο γάμος θα γίνει.»
ΓΕΡ. Κι ο Αχιλλέας, σα θα χάσει τη νύφη,
δε θ᾽ ανάψει και δε θα κορώσει μ᾽ εσέ και μ᾽ εκείνη,
τη γυναίκα σου; Αυτό
πρέπει, λέω, να φοβάται κανείς.
ΑΓΑ. Του Αχιλλέα μόνο τ᾽ όνομα πήραμε· εκείνος δεν ξέρει
130 ούτε γάμο ούτε τί μελετούμε
ούτε ακόμα ότι τάχα σ᾽ αυτόν έχω τάξει
το κορίτσι να δώσω.
ΓΕΡ. Φοβερή αποκοτιά, βασιλιά μου Αγαμέμνονα, αυτή·
την κοπέλα ονομάτισες νύφη του γιου της θεάς,
και της μήνυσες νά ᾽ρθει, σφαχτό
Δαναών για να γένει.
ΑΓΑ. Παραστράτησε, αλίμονο, ο νους μου
και σε τύφλωσης όλεθρο πέφτω.
Αλλά κίνησε, κάμε γοργά,
τα γεράματα ας μη σε δαμάσουν.
140 ΓΕΡ. Τρέχω ευθύς, βασιλιά.
ΑΓΑ. Σε ισκιωμένες μην κάθεσαι βρύσες,
ύπνου γλύκα να μη σε μαγέψει.
ΓΕΡ. Θεός φυλάξει.
ΑΓΑ. Κι όπου τρίστρατο, πρόσεξε μήπως κανένα
προσπεράσει σε αμάξι γοργά και χωρίς να το νιώσεις
που να φέρνει την κόρη μου εδώ
στων Αργείων τα καράβια.
ΓΕΡ. Θα προσέχω. ΑΓΑ. Αν τη βρεις
150 να ᾽χει πια ξεκινήσει απ᾽ το σπίτι,
πιάσ᾽ τα γκέμια και πες
να γυρίσουν αμέσως στο κάστρο
το ιερό των Κυκλώπων.
ΓΕΡ. Αλλά πώς στην κυρά και στην κόρη σου εγώ
θα γινώ πιστευτός,
σα θα φέρω το μήνυμ᾽ αυτό;
ΑΓΑ. Στη γραφή που κρατάς
κοίτα απείραχτη πάνω να μείνει η σφραγίδα
Έλα σύρε. Η αυγή, λαμπερή,
και του ήλιου το πύρινο τέθριππο φως.
κοίτα, απλώνουνε τώρα λευκό·
160 βόηθησέ με στα βάσανα τούτα.
Ο γέρος φεύγει.
Πέρα ως πέρα μακάριο θνητό
και καλότυχο ο κόσμος δεν έχει·
δε γεννήθηκε ως τώρα κανείς
δίχως λύπες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου