ΒΙΒΛΙΟ Α
[327a] Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ μετὰ Γλαύκωνος τοῦ Ἀρίστωνος προσευξόμενός τε τῇ θεῷ καὶ ἅμα τὴν ἑορτὴν βουλόμενος θεάσασθαι τίνα τρόπον ποιήσουσιν ἅτε νῦν πρῶτον ἄγοντες. καλὴ μὲν οὖν μοι καὶ ἡ τῶν ἐπιχωρίων πομπὴ ἔδοξεν εἶναι, οὐ μέντοι ἧττον ἐφαίνετο πρέπειν ἣν οἱ Θρᾷκες ἔπεμπον. [327b] προσευξάμενοι δὲ καὶ θεωρήσαντες ἀπῇμεν πρὸς τὸ ἄστυ. κατιδὼν οὖν πόρρωθεν ἡμᾶς οἴκαδε ὡρμημένους Πολέμαρχος ὁ Κεφάλου ἐκέλευσε δραμόντα τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι. καί μου ὄπισθεν ὁ παῖς λαβόμενος τοῦ ἱματίου, Κελεύει ὑμᾶς, ἔφη, Πολέμαρχος περιμεῖναι. Καὶ ἐγὼ μετεστράφην τε καὶ ἠρόμην ὅπου αὐτὸς εἴη. Οὗτος, ἔφη, ὄπισθεν προσέρχεται· ἀλλὰ περιμένετε. Ἀλλὰ περιμενοῦμεν, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Γλαύκων.
[327c] Καὶ ὀλίγῳ ὕστερον ὅ τε Πολέμαρχος ἧκε καὶ Ἀδείμαντος ὁ τοῦ Γλαύκωνος ἀδελφὸς καὶ Νικήρατος ὁ Νικίου καὶ ἄλλοι τινὲς ὡς ἀπὸ τῆς πομπῆς.
Ὁ οὖν Πολέμαρχος ἔφη· Ὦ Σώκρατες, δοκεῖτέ μοι πρὸς ἄστυ ὡρμῆσθαι ὡς ἀπιόντες.
Οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Ὁρᾷς οὖν ἡμᾶς, ἔφη, ὅσοι ἐσμέν;
Πῶς γὰρ οὔ;
Ἢ τοίνυν τούτων, ἔφη, κρείττους γένεσθε ἢ μένετ᾽ αὐτοῦ.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔτι ἓν λείπεται, τὸ ἢν πείσωμεν ὑμᾶς ὡς χρὴ ἡμᾶς ἀφεῖναι;
Ἦ καὶ δύναισθ᾽ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς, πεῖσαι μὴ ἀκούοντας;
Οὐδαμῶς, ἔφη ὁ Γλαύκων.
Ὡς τοίνυν μὴ ἀκουσομένων, οὕτω διανοεῖσθε.
[328a] Καὶ ὁ Ἀδείμαντος, Ἆρά γε, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδ᾽ ἴστε ὅτι λαμπὰς ἔσται πρὸς ἑσπέραν ἀφ᾽ ἵππων τῇ θεῷ;
Ἀφ᾽ ἵππων; ἦν δ᾽ ἐγώ· καινόν γε τοῦτο. λαμπάδια ἔχοντες διαδώσουσιν ἀλλήλοις ἁμιλλώμενοι τοῖς ἵπποις; ἢ πῶς λέγεις;
Οὕτως, ἔφη ὁ Πολέμαρχος. καὶ πρός γε παννυχίδα ποιήσουσιν, ἣν ἄξιον θεάσασθαι· ἐξαναστησόμεθα γὰρ μετὰ τὸ δεῖπνον καὶ τὴν παννυχίδα θεασόμεθα. καὶ συνεσόμεθά τε πολλοῖς τῶν νέων αὐτόθι καὶ διαλεξόμεθα. ἀλλὰ μένετε [328b] καὶ μὴ ἄλλως ποιεῖτε.
Καὶ ὁ Γλαύκων, Ἔοικεν, ἔφη, μενετέον εἶναι.
Ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὕτω χρὴ ποιεῖν.
Ἦιμεν οὖν οἴκαδε εἰς τοῦ Πολεμάρχου, καὶ Λυσίαν τε αὐτόθι κατελάβομεν καὶ Εὐθύδημον, τοὺς τοῦ Πολεμάρχου ἀδελφούς, καὶ δὴ καὶ Θρασύμαχον τὸν Καλχηδόνιον καὶ Χαρμαντίδην τὸν Παιανιᾶ καὶ Κλειτοφῶντα τὸν Ἀριστωνύμου· ἦν δ᾽ ἔνδον καὶ ὁ πατὴρ ὁ τοῦ Πολεμάρχου Κέφαλος. καὶ μάλα πρεσβύτης μοι ἔδοξεν εἶναι· διὰ χρόνου γὰρ καὶ [328c] ἑωράκη αὐτόν. καθῆστο δὲ ἐστεφανωμένος ἐπί τινος προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου· τεθυκὼς γὰρ ἐτύγχανεν ἐν τῇ αὐλῇ. ἐκαθεζόμεθα οὖν παρ᾽ αὐτόν· ἔκειντο γὰρ δίφροι τινὲς αὐτόθι κύκλῳ.
Εὐθὺς οὖν με ἰδὼν ὁ Κέφαλος ἠσπάζετό τε καὶ εἶπεν· Ὦ Σώκρατες, οὐ δὲ θαμίζεις ἡμῖν καταβαίνων εἰς τὸν Πειραιᾶ. χρῆν μέντοι. εἰ μὲν γὰρ ἐγὼ ἔτι ἐν δυνάμει ἦ τοῦ ῥᾳδίως πορεύεσθαι πρὸς τὸ ἄστυ, οὐδὲν ἂν σὲ ἔδει δεῦρο [328d] ἰέναι, ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἂν παρὰ σὲ ᾖμεν· νῦν δέ σε χρὴ πυκνότερον δεῦρο ἰέναι. ὡς εὖ ἴσθι ὅτι ἔμοιγε ὅσον αἱ ἄλλαι αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἀπομαραίνονται, τοσοῦτον αὔξονται αἱ περὶ τοὺς λόγους ἐπιθυμίαι τε καὶ ἡδοναί. μὴ οὖν ἄλλως ποίει, ἀλλὰ τοῖσδέ τε τοῖς νεανίσκοις σύνισθι καὶ δεῦρο παρ᾽ ἡμᾶς φοίτα ὡς παρὰ φίλους τε καὶ πάνυ οἰκείους.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Κέφαλε, χαίρω γε διαλεγόμενος [328e] τοῖς σφόδρα πρεσβύταις· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι παρ᾽ αὐτῶν πυνθάνεσθαι, ὥσπερ τινὰ ὁδὸν προεληλυθότων ἣν καὶ ἡμᾶς ἴσως δεήσει πορεύεσθαι, ποία τίς ἐστιν, τραχεῖα καὶ χαλεπή, ἢ ῥᾳδία καὶ εὔπορος. καὶ δὴ καὶ σοῦ ἡδέως ἂν πυθοίμην ὅτι σοι φαίνεται τοῦτο, ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἤδη εἶ τῆς ἡλικίας ὃ δὴ «ἐπὶ γήραος οὐδῷ» φασιν εἶναι οἱ ποιηταί, πότερον χαλεπὸν τοῦ βίου, ἢ πῶς σὺ αὐτὸ ἐξαγγέλλεις.
***
Προοίμιο. Ο Σωκράτης συζητεί με τον Κέφαλο
[327a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κατέβηκα χθες στον Πειραιά μαζί με τον Γλαύκωνα του Αρίστωνος, για να προσευχηθώ στη θεά και συγχρόνως γιατί θέλησα να δω πώς θα διεξαχθεί η γιορτή, που για πρώτη φορά επρόκειτο να πανηγυρίσουν. Και πραγματικώς πολύ ωραία μου φάνηκε και η πομπή των εντοπίων, καθόλου όμως πίσω δεν έμεινε, κατά τη γνώμη μου, σε μεγαλοπρέπεια και η πομπή των Θρακών.
[327b] Αφού λοιπόν κάμαμε και 'μεις την προσευχή μας και είδαμε την τελετή, γυρίζαμε για την πόλη. Μόλις όμως μας είδε από μακριά να ξεκινούμε ο Πολέμαρχος, ο γιος του Κεφάλου, πρόσταξε το δούλο του να τρέξει και να μας παρακαλέσει να τον περιμένομε.
Πλησίασε λοιπόν από πίσω ο δούλος, με τράβηξε από το ιμάτιο και μου είπε: Σας παρακαλεί ο Πολέμαρχος να περιμένετε. Και γω γύρισα και τον ρώτησα πού ήταν. Νάτον, μου είπε, έρχεται από πίσω. Θα τον περιμένομε, αποκρίθηκε ο Γλαύκων.
[327c] Και σε λίγο έφτασαν πραγματικώς ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος, ο αδερφός του Γλαύκωνος, και ο Νικήρατος, ο γιος του Νικίου, και μερικοί άλλοι, που γύριζαν από την τελετή.
Μας λέγει λοιπόν ο Πολέμαρχος: Μου φαίνεται, Σωκράτη, πως ξεκινήσατε για να γυρίσετε στην πόλη.
Δε γελάστηκες, του αποκρίθηκα εγώ.
Μας βλέπεις καλά πόσοι είμαστε;
Ε και τί; είπα εγώ.
Ή θα δειχτείτε πιο δυνατοί απ᾽ αυτούς, ή τελείωσε, θα μείνετε εδώ.
Μας αποκλείετε ακόμη και να ελπίζομε, του είπα, πως θα μας αφήσετε, αν κατορθώσομε να σας πείσομε;
Και πώς τάχα, αποκρίθηκε εκείνος, θα μπορέσετε να πείσετε ανθρώπους που δεν ακούουν;
Καθόλου βέβαια, είπε ο Γλαύκων.
Πάρετέ το λοιπόν απόφαση πως δε θα σας ακούσομε.
[328a] Άραγε, πήρε το λόγο ο Αδείμαντος, μήπως και δεν γνωρίζετε πως κατά το βράδυ θα γίνει έφιππος λαμπαδηδρομία προς τιμήν της θεάς;
Έφιππος; ρώτησα εγώ· αλήθεια πρωτοφανές θέαμα αυτό· θα κρατούν λαμπάδες και θα τις περνούν από χέρι σε χέρι, ενώ θα παρατρέχουν με τ᾽ άλογα; ή πώς αλλιώς λέγεις;
Έτσι καθώς είπες, απάντησε ο Πολέμαρχος· κι ακόμα θα έχουν και ολονυχτία, που αξίζει τον κόπο να τη δούμε. Θα βγούμε μετά το δείπνο και θα συναντήσομε έξω και πολλούς από τους νέους, που θ᾽ ανοίξομε ομιλία μαζί των. Μείνετε λοιπόν και [328b] μη ζητάτε άλλα.
Καθώς φαίνεται, ανάγκη πάσα να μείνομε, είπε ο Γλαύκων.
Αλλ᾽ αφού το αποφασίζεις, επρόσθεσα κι εγώ, ας γίνει κι έτσι.
Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι του Πολεμάρχου, όπου βρίσκομε τον Λυσία και τον Ευθύδημο, τους αδερφούς του, και μάλιστα τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο και τον Χαρμαντίδη τον Παιανιέα και τον Κλειτοφώντα του Αριστωνύμου. Μέσα ήταν ακόμα και ο πατέρας του Πολεμάρχου, ο Κέφαλος· μου φάνηκε πως είχε πάρα πολύ γεράσει, καθώς είχα να [328c] τον δω πολύ καιρό. Κάθονταν σ᾽ ένα δίφρο στηριγμένος σε προσκέφαλο και με στεφάνι στην κεφαλή· γιατί είχε κάμει θυσία στην αυλή.
Πήραμε λοιπόν θέση κοντά του, γιατί ήταν τοποθετημένα εκεί γύρω του μερικά καθίσματα.
Με χαιρέτησε πολύ εγκάρδια ευθύς καθώς με είδε και είπε: Πολύ σπανίως κατεβαίνεις να μας επισκέπτεσαι στον Πειραιά, Σωκράτη· κι όμως έπρεπε· αν βέβαια ήμουν εγώ ακόμα σε θέση ν᾽ ανεβαίνω εύκολα στην πόλη, δε θα σε υποβάλλαμε στον κόπο να έρχεσαι εσύ εδώ, [328d] αλλά εμείς θα ᾽ρχόμαστε να σε βρίσκαμε· τώρα όμως πρέπει να μας θυμάσαι συχνότερα· γιατί πρέπει να γνωρίζεις πως για μένα, όσο μαραίνουνται οι διάφορες σωματικές απολαύσεις, τόσο μεγαλώνουν η επιθυμία και η ευχαρίστηση των λόγων. Κάνε λοιπόν όπως σου λέγω· δεν εννοώ να μη συναναστρέφεσαι και μ᾽ αυτούς τους νεαρούς· αλλά έρχου κάποτε κι εδώ να μας επισκέπτεσαι και μας σαν φίλοι σου και πολύ στενοί σου που είμαστε.
Και να ιδείς, είπα εγώ, Κέφαλε, που αιστάνομαι μεγάλη χαρά να συναναστρέφομαι και να μιλώ [328e] με τους πολύ ηλικιωμένους· γιατί μου φαίνεται πως χρειάζεται να ζητώ από αυτούς διάφορες πληροφορίες, σαν να έχουν διατρέξει ως τώρα ένα δρόμο, που θα γίνει ίσως ανάγκη να τον βαδίσομε και μεις, για να ξέρω τί λογής είναι τάχα αυτός, δύσκολος και τραχύς, ή εύκολος και καλοδιάβατος. Κι έτσι τώρα θα μου έκανες μεγάλη ευχαρίστηση να μου μάθεις, αφού δα βρίσκεσαι σ᾽ αυτό το σημείο της ηλικίας, που κατώφλι του γήρατος ονομάζουν οι ποιηταί, αν είναι δύσκολη αυτή η περίοδος της ζωής — ή πώς εσύ την κηρύττεις;
μέσα τους παραδείγματα από τα όμοια πάθη των πονηρών.
Και πραγματικώς συχνά το παθαίνουν αυτό.
Και γι᾽ αυτό το λόγο δεν πρέπει να είναι νέος ο καλός ο δικαστής αλλά γέρος, αφού επιτέλους μάθει αργά, στα γεράματα, τί είναι η αδικία· και να την αισθάνεται όχι σαν κάτι δικό του πράγμα που κατοικεί στη δική του ψυχή αλλά σαν ξένη, μέσα σε ξένες ψυχές να την έχει μελετήσει πολλά χρόνια και να τη διαισθάνεται, όχι να γίνουν· σαν τους γέρους εκείνους στα γυμναστήρια, που αν και καταζαρωμένοι και μια αηδία να τους βλέπει κανείς, βρίσκουν ακόμη ευχαρίστηση να γυμνάζουνται;
Ναι, μά την αλήθεια· γελοίο θα φαίνουνταν, όσο για τις τωρινές μας τουλάχιστο συνήθειες.
Αλλά αφού μια φορά έτσι ξεκινήσαμε, δεν πρέπει να μας τρομάζουν των αστείων οι κοροϊδίες, όσες και όποιες κι αν μας λένε γι᾽ αυτή τη μεταβολή σχετικά με τη γυμναστική πράγμα;
Κάθε άλλο.
Μια λοιπόν δειλή και ταπεινή φύση δε θα μπορεί να᾽ χει καμιά σχέση με την αληθινή φιλοσοφία.
Δε μου φαίνεται.
Αλλά πώς; Ένας άνθρωπος κόσμιος και αφιλοχρήματος, όχι ανελεύθερος ούτε αλαζονικός ούτε δειλός, είναι ποτέ δυνατόν να γίνει έξαφνα δυσκολοσυμβίβαστος και άδικος;
Δεν είναι δυνατό.
Όταν λοιπόν έχεις να εξετάσεις αν είναι πραγματικά μια ψυχή φιλοσόφου ψυχή ή όχι, και σ᾽ αυτό ακόμη θα προσέξεις, αν από μικρή ηλικία φαίνεται δίκαιη και ήμερη ή ακοινώνητη και άγρια.
Βεβαιότατα.
εξαιτίας της κακής ανατροφής που πήρε από τον πατέρα του.
[327a] Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ μετὰ Γλαύκωνος τοῦ Ἀρίστωνος προσευξόμενός τε τῇ θεῷ καὶ ἅμα τὴν ἑορτὴν βουλόμενος θεάσασθαι τίνα τρόπον ποιήσουσιν ἅτε νῦν πρῶτον ἄγοντες. καλὴ μὲν οὖν μοι καὶ ἡ τῶν ἐπιχωρίων πομπὴ ἔδοξεν εἶναι, οὐ μέντοι ἧττον ἐφαίνετο πρέπειν ἣν οἱ Θρᾷκες ἔπεμπον. [327b] προσευξάμενοι δὲ καὶ θεωρήσαντες ἀπῇμεν πρὸς τὸ ἄστυ. κατιδὼν οὖν πόρρωθεν ἡμᾶς οἴκαδε ὡρμημένους Πολέμαρχος ὁ Κεφάλου ἐκέλευσε δραμόντα τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι. καί μου ὄπισθεν ὁ παῖς λαβόμενος τοῦ ἱματίου, Κελεύει ὑμᾶς, ἔφη, Πολέμαρχος περιμεῖναι. Καὶ ἐγὼ μετεστράφην τε καὶ ἠρόμην ὅπου αὐτὸς εἴη. Οὗτος, ἔφη, ὄπισθεν προσέρχεται· ἀλλὰ περιμένετε. Ἀλλὰ περιμενοῦμεν, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Γλαύκων.
[327c] Καὶ ὀλίγῳ ὕστερον ὅ τε Πολέμαρχος ἧκε καὶ Ἀδείμαντος ὁ τοῦ Γλαύκωνος ἀδελφὸς καὶ Νικήρατος ὁ Νικίου καὶ ἄλλοι τινὲς ὡς ἀπὸ τῆς πομπῆς.
Ὁ οὖν Πολέμαρχος ἔφη· Ὦ Σώκρατες, δοκεῖτέ μοι πρὸς ἄστυ ὡρμῆσθαι ὡς ἀπιόντες.
Οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Ὁρᾷς οὖν ἡμᾶς, ἔφη, ὅσοι ἐσμέν;
Πῶς γὰρ οὔ;
Ἢ τοίνυν τούτων, ἔφη, κρείττους γένεσθε ἢ μένετ᾽ αὐτοῦ.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔτι ἓν λείπεται, τὸ ἢν πείσωμεν ὑμᾶς ὡς χρὴ ἡμᾶς ἀφεῖναι;
Ἦ καὶ δύναισθ᾽ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς, πεῖσαι μὴ ἀκούοντας;
Οὐδαμῶς, ἔφη ὁ Γλαύκων.
Ὡς τοίνυν μὴ ἀκουσομένων, οὕτω διανοεῖσθε.
[328a] Καὶ ὁ Ἀδείμαντος, Ἆρά γε, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδ᾽ ἴστε ὅτι λαμπὰς ἔσται πρὸς ἑσπέραν ἀφ᾽ ἵππων τῇ θεῷ;
Ἀφ᾽ ἵππων; ἦν δ᾽ ἐγώ· καινόν γε τοῦτο. λαμπάδια ἔχοντες διαδώσουσιν ἀλλήλοις ἁμιλλώμενοι τοῖς ἵπποις; ἢ πῶς λέγεις;
Οὕτως, ἔφη ὁ Πολέμαρχος. καὶ πρός γε παννυχίδα ποιήσουσιν, ἣν ἄξιον θεάσασθαι· ἐξαναστησόμεθα γὰρ μετὰ τὸ δεῖπνον καὶ τὴν παννυχίδα θεασόμεθα. καὶ συνεσόμεθά τε πολλοῖς τῶν νέων αὐτόθι καὶ διαλεξόμεθα. ἀλλὰ μένετε [328b] καὶ μὴ ἄλλως ποιεῖτε.
Καὶ ὁ Γλαύκων, Ἔοικεν, ἔφη, μενετέον εἶναι.
Ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὕτω χρὴ ποιεῖν.
Ἦιμεν οὖν οἴκαδε εἰς τοῦ Πολεμάρχου, καὶ Λυσίαν τε αὐτόθι κατελάβομεν καὶ Εὐθύδημον, τοὺς τοῦ Πολεμάρχου ἀδελφούς, καὶ δὴ καὶ Θρασύμαχον τὸν Καλχηδόνιον καὶ Χαρμαντίδην τὸν Παιανιᾶ καὶ Κλειτοφῶντα τὸν Ἀριστωνύμου· ἦν δ᾽ ἔνδον καὶ ὁ πατὴρ ὁ τοῦ Πολεμάρχου Κέφαλος. καὶ μάλα πρεσβύτης μοι ἔδοξεν εἶναι· διὰ χρόνου γὰρ καὶ [328c] ἑωράκη αὐτόν. καθῆστο δὲ ἐστεφανωμένος ἐπί τινος προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου· τεθυκὼς γὰρ ἐτύγχανεν ἐν τῇ αὐλῇ. ἐκαθεζόμεθα οὖν παρ᾽ αὐτόν· ἔκειντο γὰρ δίφροι τινὲς αὐτόθι κύκλῳ.
Εὐθὺς οὖν με ἰδὼν ὁ Κέφαλος ἠσπάζετό τε καὶ εἶπεν· Ὦ Σώκρατες, οὐ δὲ θαμίζεις ἡμῖν καταβαίνων εἰς τὸν Πειραιᾶ. χρῆν μέντοι. εἰ μὲν γὰρ ἐγὼ ἔτι ἐν δυνάμει ἦ τοῦ ῥᾳδίως πορεύεσθαι πρὸς τὸ ἄστυ, οὐδὲν ἂν σὲ ἔδει δεῦρο [328d] ἰέναι, ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἂν παρὰ σὲ ᾖμεν· νῦν δέ σε χρὴ πυκνότερον δεῦρο ἰέναι. ὡς εὖ ἴσθι ὅτι ἔμοιγε ὅσον αἱ ἄλλαι αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἀπομαραίνονται, τοσοῦτον αὔξονται αἱ περὶ τοὺς λόγους ἐπιθυμίαι τε καὶ ἡδοναί. μὴ οὖν ἄλλως ποίει, ἀλλὰ τοῖσδέ τε τοῖς νεανίσκοις σύνισθι καὶ δεῦρο παρ᾽ ἡμᾶς φοίτα ὡς παρὰ φίλους τε καὶ πάνυ οἰκείους.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Κέφαλε, χαίρω γε διαλεγόμενος [328e] τοῖς σφόδρα πρεσβύταις· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι παρ᾽ αὐτῶν πυνθάνεσθαι, ὥσπερ τινὰ ὁδὸν προεληλυθότων ἣν καὶ ἡμᾶς ἴσως δεήσει πορεύεσθαι, ποία τίς ἐστιν, τραχεῖα καὶ χαλεπή, ἢ ῥᾳδία καὶ εὔπορος. καὶ δὴ καὶ σοῦ ἡδέως ἂν πυθοίμην ὅτι σοι φαίνεται τοῦτο, ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἤδη εἶ τῆς ἡλικίας ὃ δὴ «ἐπὶ γήραος οὐδῷ» φασιν εἶναι οἱ ποιηταί, πότερον χαλεπὸν τοῦ βίου, ἢ πῶς σὺ αὐτὸ ἐξαγγέλλεις.
***
Προοίμιο. Ο Σωκράτης συζητεί με τον Κέφαλο
[327a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κατέβηκα χθες στον Πειραιά μαζί με τον Γλαύκωνα του Αρίστωνος, για να προσευχηθώ στη θεά και συγχρόνως γιατί θέλησα να δω πώς θα διεξαχθεί η γιορτή, που για πρώτη φορά επρόκειτο να πανηγυρίσουν. Και πραγματικώς πολύ ωραία μου φάνηκε και η πομπή των εντοπίων, καθόλου όμως πίσω δεν έμεινε, κατά τη γνώμη μου, σε μεγαλοπρέπεια και η πομπή των Θρακών.
[327b] Αφού λοιπόν κάμαμε και 'μεις την προσευχή μας και είδαμε την τελετή, γυρίζαμε για την πόλη. Μόλις όμως μας είδε από μακριά να ξεκινούμε ο Πολέμαρχος, ο γιος του Κεφάλου, πρόσταξε το δούλο του να τρέξει και να μας παρακαλέσει να τον περιμένομε.
Πλησίασε λοιπόν από πίσω ο δούλος, με τράβηξε από το ιμάτιο και μου είπε: Σας παρακαλεί ο Πολέμαρχος να περιμένετε. Και γω γύρισα και τον ρώτησα πού ήταν. Νάτον, μου είπε, έρχεται από πίσω. Θα τον περιμένομε, αποκρίθηκε ο Γλαύκων.
[327c] Και σε λίγο έφτασαν πραγματικώς ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος, ο αδερφός του Γλαύκωνος, και ο Νικήρατος, ο γιος του Νικίου, και μερικοί άλλοι, που γύριζαν από την τελετή.
Μας λέγει λοιπόν ο Πολέμαρχος: Μου φαίνεται, Σωκράτη, πως ξεκινήσατε για να γυρίσετε στην πόλη.
Δε γελάστηκες, του αποκρίθηκα εγώ.
Μας βλέπεις καλά πόσοι είμαστε;
Ε και τί; είπα εγώ.
Ή θα δειχτείτε πιο δυνατοί απ᾽ αυτούς, ή τελείωσε, θα μείνετε εδώ.
Μας αποκλείετε ακόμη και να ελπίζομε, του είπα, πως θα μας αφήσετε, αν κατορθώσομε να σας πείσομε;
Και πώς τάχα, αποκρίθηκε εκείνος, θα μπορέσετε να πείσετε ανθρώπους που δεν ακούουν;
Καθόλου βέβαια, είπε ο Γλαύκων.
Πάρετέ το λοιπόν απόφαση πως δε θα σας ακούσομε.
[328a] Άραγε, πήρε το λόγο ο Αδείμαντος, μήπως και δεν γνωρίζετε πως κατά το βράδυ θα γίνει έφιππος λαμπαδηδρομία προς τιμήν της θεάς;
Έφιππος; ρώτησα εγώ· αλήθεια πρωτοφανές θέαμα αυτό· θα κρατούν λαμπάδες και θα τις περνούν από χέρι σε χέρι, ενώ θα παρατρέχουν με τ᾽ άλογα; ή πώς αλλιώς λέγεις;
Έτσι καθώς είπες, απάντησε ο Πολέμαρχος· κι ακόμα θα έχουν και ολονυχτία, που αξίζει τον κόπο να τη δούμε. Θα βγούμε μετά το δείπνο και θα συναντήσομε έξω και πολλούς από τους νέους, που θ᾽ ανοίξομε ομιλία μαζί των. Μείνετε λοιπόν και [328b] μη ζητάτε άλλα.
Καθώς φαίνεται, ανάγκη πάσα να μείνομε, είπε ο Γλαύκων.
Αλλ᾽ αφού το αποφασίζεις, επρόσθεσα κι εγώ, ας γίνει κι έτσι.
Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι του Πολεμάρχου, όπου βρίσκομε τον Λυσία και τον Ευθύδημο, τους αδερφούς του, και μάλιστα τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο και τον Χαρμαντίδη τον Παιανιέα και τον Κλειτοφώντα του Αριστωνύμου. Μέσα ήταν ακόμα και ο πατέρας του Πολεμάρχου, ο Κέφαλος· μου φάνηκε πως είχε πάρα πολύ γεράσει, καθώς είχα να [328c] τον δω πολύ καιρό. Κάθονταν σ᾽ ένα δίφρο στηριγμένος σε προσκέφαλο και με στεφάνι στην κεφαλή· γιατί είχε κάμει θυσία στην αυλή.
Πήραμε λοιπόν θέση κοντά του, γιατί ήταν τοποθετημένα εκεί γύρω του μερικά καθίσματα.
Με χαιρέτησε πολύ εγκάρδια ευθύς καθώς με είδε και είπε: Πολύ σπανίως κατεβαίνεις να μας επισκέπτεσαι στον Πειραιά, Σωκράτη· κι όμως έπρεπε· αν βέβαια ήμουν εγώ ακόμα σε θέση ν᾽ ανεβαίνω εύκολα στην πόλη, δε θα σε υποβάλλαμε στον κόπο να έρχεσαι εσύ εδώ, [328d] αλλά εμείς θα ᾽ρχόμαστε να σε βρίσκαμε· τώρα όμως πρέπει να μας θυμάσαι συχνότερα· γιατί πρέπει να γνωρίζεις πως για μένα, όσο μαραίνουνται οι διάφορες σωματικές απολαύσεις, τόσο μεγαλώνουν η επιθυμία και η ευχαρίστηση των λόγων. Κάνε λοιπόν όπως σου λέγω· δεν εννοώ να μη συναναστρέφεσαι και μ᾽ αυτούς τους νεαρούς· αλλά έρχου κάποτε κι εδώ να μας επισκέπτεσαι και μας σαν φίλοι σου και πολύ στενοί σου που είμαστε.
Και να ιδείς, είπα εγώ, Κέφαλε, που αιστάνομαι μεγάλη χαρά να συναναστρέφομαι και να μιλώ [328e] με τους πολύ ηλικιωμένους· γιατί μου φαίνεται πως χρειάζεται να ζητώ από αυτούς διάφορες πληροφορίες, σαν να έχουν διατρέξει ως τώρα ένα δρόμο, που θα γίνει ίσως ανάγκη να τον βαδίσομε και μεις, για να ξέρω τί λογής είναι τάχα αυτός, δύσκολος και τραχύς, ή εύκολος και καλοδιάβατος. Κι έτσι τώρα θα μου έκανες μεγάλη ευχαρίστηση να μου μάθεις, αφού δα βρίσκεσαι σ᾽ αυτό το σημείο της ηλικίας, που κατώφλι του γήρατος ονομάζουν οι ποιηταί, αν είναι δύσκολη αυτή η περίοδος της ζωής — ή πώς εσύ την κηρύττεις;
μέσα τους παραδείγματα από τα όμοια πάθη των πονηρών.
Και πραγματικώς συχνά το παθαίνουν αυτό.
Και γι᾽ αυτό το λόγο δεν πρέπει να είναι νέος ο καλός ο δικαστής αλλά γέρος, αφού επιτέλους μάθει αργά, στα γεράματα, τί είναι η αδικία· και να την αισθάνεται όχι σαν κάτι δικό του πράγμα που κατοικεί στη δική του ψυχή αλλά σαν ξένη, μέσα σε ξένες ψυχές να την έχει μελετήσει πολλά χρόνια και να τη διαισθάνεται, όχι να γίνουν· σαν τους γέρους εκείνους στα γυμναστήρια, που αν και καταζαρωμένοι και μια αηδία να τους βλέπει κανείς, βρίσκουν ακόμη ευχαρίστηση να γυμνάζουνται;
Ναι, μά την αλήθεια· γελοίο θα φαίνουνταν, όσο για τις τωρινές μας τουλάχιστο συνήθειες.
Αλλά αφού μια φορά έτσι ξεκινήσαμε, δεν πρέπει να μας τρομάζουν των αστείων οι κοροϊδίες, όσες και όποιες κι αν μας λένε γι᾽ αυτή τη μεταβολή σχετικά με τη γυμναστική πράγμα;
Κάθε άλλο.
Μια λοιπόν δειλή και ταπεινή φύση δε θα μπορεί να᾽ χει καμιά σχέση με την αληθινή φιλοσοφία.
Δε μου φαίνεται.
Αλλά πώς; Ένας άνθρωπος κόσμιος και αφιλοχρήματος, όχι ανελεύθερος ούτε αλαζονικός ούτε δειλός, είναι ποτέ δυνατόν να γίνει έξαφνα δυσκολοσυμβίβαστος και άδικος;
Δεν είναι δυνατό.
Όταν λοιπόν έχεις να εξετάσεις αν είναι πραγματικά μια ψυχή φιλοσόφου ψυχή ή όχι, και σ᾽ αυτό ακόμη θα προσέξεις, αν από μικρή ηλικία φαίνεται δίκαιη και ήμερη ή ακοινώνητη και άγρια.
Βεβαιότατα.
εξαιτίας της κακής ανατροφής που πήρε από τον πατέρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου