Μετά τον ορισμό της ποινής του θανάτου ο Σωκράτης απευθύνεται στους δικαστές
[38c] Οὐ πολλοῦ γ᾽ ἕνεκα χρόνου, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὄνομα ἕξετε καὶ αἰτίαν ὑπὸ τῶν βουλομένων τὴν πόλιν λοιδορεῖν ὡς Σωκράτη ἀπεκτόνατε, ἄνδρα σοφόν —φήσουσι γὰρ δὴ σοφὸν εἶναι, εἰ καὶ μή εἰμι, οἱ βουλόμενοι ὑμῖν ὀνειδίζειν— εἰ γοῦν περιεμείνατε ὀλίγον χρόνον, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ἂν ὑμῖν τοῦτο ἐγένετο· ὁρᾶτε γὰρ δὴ τὴν ἡλικίαν ὅτι πόρρω ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου θανάτου δὲ ἐγγύς. λέγω δὲ τοῦτο οὐ
[38d] πρὸς πάντας ὑμᾶς, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἐμοῦ καταψηφισαμένους θάνατον. λέγω δὲ καὶ τόδε πρὸς τοὺς αὐτοὺς τούτους. ἴσως με οἴεσθε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀπορίᾳ λόγων ἑαλωκέναι τοιούτων οἷς ἂν ὑμᾶς ἔπεισα, εἰ ᾤμην δεῖν ἅπαντα ποιεῖν καὶ λέγειν ὥστε ἀποφυγεῖν τὴν δίκην. πολλοῦ γε δεῖ. ἀλλ᾽ ἀπορίᾳ μὲν ἑάλωκα, οὐ μέντοι λόγων, ἀλλὰ τόλμης καὶ ἀναισχυντίας καὶ τοῦ μὴ ἐθέλειν λέγειν πρὸς ὑμᾶς τοιαῦτα οἷ᾽ ἂν ὑμῖν μὲν ἥδιστα ἦν ἀκούειν — θρηνοῦντός τέ μου καὶ ὀδυρομένου καὶ ἄλλα ποιοῦντος καὶ
[38e] λέγοντος πολλὰ καὶ ἀνάξια ἐμοῦ, ὡς ἐγώ φημι, οἷα δὴ καὶ εἴθισθε ὑμεῖς τῶν ἄλλων ἀκούειν. ἀλλ᾽ οὔτε τότε ᾠήθην δεῖν ἕνεκα τοῦ κινδύνου πρᾶξαι οὐδὲν ἀνελεύθερον, οὔτε νῦν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον αἱροῦμαι ὧδε ἀπολογησάμενος τεθνάναι ἢ ἐκείνως ζῆν. οὔτε γὰρ ἐν δίκῃ οὔτ᾽ ἐν πολέμῳ οὔτ᾽ ἐμὲ οὔτ᾽ ἄλλον οὐδένα δεῖ
[39a] τοῦτο μηχανᾶσθαι, ὅπως ἀποφεύξεται πᾶν ποιῶν θάνατον. καὶ γὰρ ἐν ταῖς μάχαις πολλάκις δῆλον γίγνεται ὅτι τό γε ἀποθανεῖν ἄν τις ἐκφύγοι καὶ ὅπλα ἀφεὶς καὶ ἐφ᾽ ἱκετείαν τραπόμενος τῶν διωκόντων· καὶ ἄλλαι μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ἐν ἑκάστοις τοῖς κινδύνοις ὥστε διαφεύγειν θάνατον, ἐάν τις τολμᾷ πᾶν ποιεῖν καὶ λέγειν. ἀλλὰ μὴ οὐ τοῦτ᾽ ᾖ χαλεπόν, ὦ ἄνδρες, θάνατον ἐκφυγεῖν, ἀλλὰ πολὺ χαλεπώτερον
[39b] πονηρίαν· θᾶττον γὰρ θανάτου θεῖ. καὶ νῦν ἐγὼ μὲν ἅτε βραδὺς ὢν καὶ πρεσβύτης ὑπὸ τοῦ βραδυτέρου ἑάλων, οἱ δ᾽ ἐμοὶ κατήγοροι ἅτε δεινοὶ καὶ ὀξεῖς ὄντες ὑπὸ τοῦ θάττονος, τῆς κακίας. καὶ νῦν ἐγὼ μὲν ἄπειμι ὑφ᾽ ὑμῶν θανάτου δίκην ὀφλών, οὗτοι δ᾽ ὑπὸ τῆς ἀληθείας ὠφληκότες μοχθηρίαν καὶ ἀδικίαν. καὶ ἐγώ τε τῷ τιμήματι ἐμμένω καὶ οὗτοι. ταῦτα μέν που ἴσως οὕτως καὶ ἔδει σχεῖν, καὶ οἶμαι αὐτὰ μετρίως ἔχειν.
[39c] Τὸ δὲ δὴ μετὰ τοῦτο ἐπιθυμῶ ὑμῖν χρησμῳδῆσαι, ὦ καταψηφισάμενοί μου· καὶ γάρ εἰμι ἤδη ἐνταῦθα ἐν ᾧ μάλιστα ἄνθρωποι χρησμῳδοῦσιν, ὅταν μέλλωσιν ἀποθανεῖσθαι. φημὶ γάρ, ὦ ἄνδρες οἳ ἐμὲ ἀπεκτόνατε, τιμωρίαν ὑμῖν ἥξειν εὐθὺς μετὰ τὸν ἐμὸν θάνατον πολὺ χαλεπωτέραν νὴ Δία ἢ οἵαν ἐμὲ ἀπεκτόνατε· νῦν γὰρ τοῦτο εἴργασθε οἰόμενοι μὲν ἀπαλλάξεσθαι τοῦ διδόναι ἔλεγχον τοῦ βίου, τὸ δὲ ὑμῖν πολὺ ἐναντίον ἀποβήσεται, ὡς ἐγώ φημι. πλείους ἔσονται ὑμᾶς
[39d] οἱ ἐλέγχοντες, οὓς νῦν ἐγὼ κατεῖχον, ὑμεῖς δὲ οὐκ ᾐσθάνεσθε· καὶ χαλεπώτεροι ἔσονται ὅσῳ νεώτεροί εἰσιν, καὶ ὑμεῖς μᾶλλον ἀγανακτήσετε. εἰ γὰρ οἴεσθε ἀποκτείνοντες ἀνθρώπους ἐπισχήσειν τοῦ ὀνειδίζειν τινὰ ὑμῖν ὅτι οὐκ ὀρθῶς ζῆτε, οὐ καλῶς διανοεῖσθε· οὐ γάρ ἐσθ᾽ αὕτη ἡ ἀπαλλαγὴ οὔτε πάνυ δυνατὴ οὔτε καλή, ἀλλ᾽ ἐκείνη καὶ καλλίστη καὶ ῥᾴστη, μὴ τοὺς ἄλλους κολούειν ἀλλ᾽ ἑαυτὸν παρασκευάζειν ὅπως ἔσται ὡς βέλτιστος. ταῦτα μὲν οὖν ὑμῖν τοῖς
[39e] καταψηφισαμένοις μαντευσάμενος ἀπαλλάττομαι.
***
[38c] Για να μην περιμένετε λίγον καιρόν, ω άνδρες Αθηναίοι, εκείνοι που θέλουν και καλά να κατηγορούν την πόλη θα σας βγάλουν το όνομα και την κατηγορία πως θανατώσατε τον Σωκράτη, έναν σοφόν άνθρωπο· γιατί θα με πουν σοφό, και ας μην είμαι, όσοι θέλουν να σας κακολογήσουν. Αν περιμένατε όμως λίγο ακόμα, μόνο του θα σας ερχότανε το πράγμα· γιατί βλέπετε δα την ηλικία μου, πως είναι πια μακριά από τη ζωή και κοντά στον θάνατο. Και τα λέω, όχι
[38d] σε όλους εσάς, αλλά σ᾽ εκείνους που με καταδίκασαν σε θάνατο. Και λέω και αυτά ακόμα στους ίδιους τούτους. Ίσως θα φαντάζεσθε, ω άνθρωποι, πως εγώ την έπαθα, γιατί μου λείπανε τα λόγια με τα οποία θα σας έπειθα, αν νόμιζα πως έπρεπε να πω και να κάνω το καθετί, για να ξεφύγω την καταδίκη. Κάθε άλλο. Την έπαθα γιατί μου λείψανε όχι τα λόγια αλλά η τόλμη και η αναισχυντία, και γιατί δεν θέλησα να σας πω τέτοια πράγματα που θα σας ευχαριστούσαν να τ᾽ ακούσετε, και να θρηνώ και να δέρνομαι και
[38e] άλλα τέτοια να λέω και να κάνω πολλά και ανάξια για μένα, όπως σας είπα· πράγματα δηλαδή που είσθε συνηθισμένοι ν᾽ ακούτε από τους άλλους. Ούτε τότε όμως νόμισα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω τίποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μεταμελούμαι, που έτσι απολογήθηκα, αλλά πολύ περισσότερο προτιμώ να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με τον άλλο τρόπο· γιατί ούτε σε δίκη, ούτε σε πόλεμο, ούτ᾽ εγώ, ούτε κανείς άλλος πρέπει
[39a] τούτο να μηχανάται, πώς ν᾽ αποφύγει με κάθε τρόπο τον θάνατο· γιατί και στις μάχες πολλές φορές είναι φανερό πως μπορεί να ξεφύγει κανένας τον θάνατο πετώντας κάτω τα όπλα του και πέφτοντας στα γόνατα εκεινών που τον κυνηγούν· και άλλοι τρόποι είναι σε κάθε κίνδυνο να ξεφύγει κανένας τον θάνατο, αν έχει αποφασίσει να κάνει και να λέει το καθετί. Αλλά προσέξατε μήπως δεν είναι τούτο το δύσκολο, ω άνδρες Αθηναίοι, να ξεφύγει δηλαδή κανένας τον θάνατο· το δυσκολότερο είναι να ξεφύγει
[39b] την κακή πράξη· γιατί αυτή τρέχει πιο γρήγορα από τον θάνατο. Κι εγώ τώρα, σαν αργοκίνητος και γέρος που είμαι, πιάσθηκα από το πιο αργοκίνητο· οι κατήγοροί μου όμως, σαν πιο δυνατοί κι ευκολοκίνητοι, θα πιασθούν από το πιο γρήγορο, από την κακία. Και τώρα εγώ φεύγω για να ξεπληρώσω την ποινή του θανάτου που μου βάλατε, κι αυτοί εδώ για να ξεπληρώσουν την ποινή της μοχθηρίας και της αδικίας που τους έβαλε η αλήθεια. Κι εγώ μένω σταθερός στην ποινή μου και αυτοί. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα και φαντάζομαι πως σωστά έγιναν.
[39c] Έχω όμως επιθυμία να σας προφητεύσω τί θα γίνει ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, ω σεις που με καταψηφίσατε· γιατί βρίσκομαι τώρα εδώ, στη στιγμή που οι άνθρωποι καλύτερα προφητεύουν, στη στιγμή που τους μέλλεται να πεθάνουν. Σας λέω λοιπόν, ω άνθρωποι που με θανατώσατε εμένα, πως ευθύς ύστερ᾽ από τον θάνατό μου, θα σας βρει τιμωρία, πολύ φοβερότερη, μά τον Δία, από εκείνη που μου δώσατε με τον θάνατό μου. Γιατί τώρα κάνετε αυτό που κάνετε, με την ιδέα πως θα γλιτώσετε να δίνετε λόγο για τη ζωή σας· σας λέω όμως πως αυτό θα σας βγει πολύ ενάντιο. Περισσότεροι τώρα θα βγουν να σας
[39d] τα ψάλουν, αυτοί που εγώ τους κρατούσα κι εσείς δεν το καταλαβαίνατε· και θα είναι φοβερότεροι, σαν πιο νέοι που είναι, και σεις τότε ακόμα περισσότερο θ᾽ αγανακτήσετε. Γιατί, αν νομίζετε πως με το να θανατώσετε ανθρώπους θα εμποδίσετε κανέναν να σας κακολογεί πως δεν ζείτε όπως πρέπει, δεν το συλλογίζεσθε καλά· γιατί αυτό το γλίτωμα ούτε πολύ δυνατό ούτε όμορφο είναι, αλλά ευκολότατο και ομορφότατο είναι όχι να εμποδίζει κανένας τους άλλους, μα ο ίδιος να κοιτάξει πώς να γίνει καλύτερος. Αφού σας προφήτευσα λοιπόν αυτά, εσάς που
[39e] με καταψηφίσατε, σας αφήνω.
[38c] Οὐ πολλοῦ γ᾽ ἕνεκα χρόνου, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὄνομα ἕξετε καὶ αἰτίαν ὑπὸ τῶν βουλομένων τὴν πόλιν λοιδορεῖν ὡς Σωκράτη ἀπεκτόνατε, ἄνδρα σοφόν —φήσουσι γὰρ δὴ σοφὸν εἶναι, εἰ καὶ μή εἰμι, οἱ βουλόμενοι ὑμῖν ὀνειδίζειν— εἰ γοῦν περιεμείνατε ὀλίγον χρόνον, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ἂν ὑμῖν τοῦτο ἐγένετο· ὁρᾶτε γὰρ δὴ τὴν ἡλικίαν ὅτι πόρρω ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου θανάτου δὲ ἐγγύς. λέγω δὲ τοῦτο οὐ
[38d] πρὸς πάντας ὑμᾶς, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἐμοῦ καταψηφισαμένους θάνατον. λέγω δὲ καὶ τόδε πρὸς τοὺς αὐτοὺς τούτους. ἴσως με οἴεσθε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀπορίᾳ λόγων ἑαλωκέναι τοιούτων οἷς ἂν ὑμᾶς ἔπεισα, εἰ ᾤμην δεῖν ἅπαντα ποιεῖν καὶ λέγειν ὥστε ἀποφυγεῖν τὴν δίκην. πολλοῦ γε δεῖ. ἀλλ᾽ ἀπορίᾳ μὲν ἑάλωκα, οὐ μέντοι λόγων, ἀλλὰ τόλμης καὶ ἀναισχυντίας καὶ τοῦ μὴ ἐθέλειν λέγειν πρὸς ὑμᾶς τοιαῦτα οἷ᾽ ἂν ὑμῖν μὲν ἥδιστα ἦν ἀκούειν — θρηνοῦντός τέ μου καὶ ὀδυρομένου καὶ ἄλλα ποιοῦντος καὶ
[38e] λέγοντος πολλὰ καὶ ἀνάξια ἐμοῦ, ὡς ἐγώ φημι, οἷα δὴ καὶ εἴθισθε ὑμεῖς τῶν ἄλλων ἀκούειν. ἀλλ᾽ οὔτε τότε ᾠήθην δεῖν ἕνεκα τοῦ κινδύνου πρᾶξαι οὐδὲν ἀνελεύθερον, οὔτε νῦν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον αἱροῦμαι ὧδε ἀπολογησάμενος τεθνάναι ἢ ἐκείνως ζῆν. οὔτε γὰρ ἐν δίκῃ οὔτ᾽ ἐν πολέμῳ οὔτ᾽ ἐμὲ οὔτ᾽ ἄλλον οὐδένα δεῖ
[39a] τοῦτο μηχανᾶσθαι, ὅπως ἀποφεύξεται πᾶν ποιῶν θάνατον. καὶ γὰρ ἐν ταῖς μάχαις πολλάκις δῆλον γίγνεται ὅτι τό γε ἀποθανεῖν ἄν τις ἐκφύγοι καὶ ὅπλα ἀφεὶς καὶ ἐφ᾽ ἱκετείαν τραπόμενος τῶν διωκόντων· καὶ ἄλλαι μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ἐν ἑκάστοις τοῖς κινδύνοις ὥστε διαφεύγειν θάνατον, ἐάν τις τολμᾷ πᾶν ποιεῖν καὶ λέγειν. ἀλλὰ μὴ οὐ τοῦτ᾽ ᾖ χαλεπόν, ὦ ἄνδρες, θάνατον ἐκφυγεῖν, ἀλλὰ πολὺ χαλεπώτερον
[39b] πονηρίαν· θᾶττον γὰρ θανάτου θεῖ. καὶ νῦν ἐγὼ μὲν ἅτε βραδὺς ὢν καὶ πρεσβύτης ὑπὸ τοῦ βραδυτέρου ἑάλων, οἱ δ᾽ ἐμοὶ κατήγοροι ἅτε δεινοὶ καὶ ὀξεῖς ὄντες ὑπὸ τοῦ θάττονος, τῆς κακίας. καὶ νῦν ἐγὼ μὲν ἄπειμι ὑφ᾽ ὑμῶν θανάτου δίκην ὀφλών, οὗτοι δ᾽ ὑπὸ τῆς ἀληθείας ὠφληκότες μοχθηρίαν καὶ ἀδικίαν. καὶ ἐγώ τε τῷ τιμήματι ἐμμένω καὶ οὗτοι. ταῦτα μέν που ἴσως οὕτως καὶ ἔδει σχεῖν, καὶ οἶμαι αὐτὰ μετρίως ἔχειν.
[39c] Τὸ δὲ δὴ μετὰ τοῦτο ἐπιθυμῶ ὑμῖν χρησμῳδῆσαι, ὦ καταψηφισάμενοί μου· καὶ γάρ εἰμι ἤδη ἐνταῦθα ἐν ᾧ μάλιστα ἄνθρωποι χρησμῳδοῦσιν, ὅταν μέλλωσιν ἀποθανεῖσθαι. φημὶ γάρ, ὦ ἄνδρες οἳ ἐμὲ ἀπεκτόνατε, τιμωρίαν ὑμῖν ἥξειν εὐθὺς μετὰ τὸν ἐμὸν θάνατον πολὺ χαλεπωτέραν νὴ Δία ἢ οἵαν ἐμὲ ἀπεκτόνατε· νῦν γὰρ τοῦτο εἴργασθε οἰόμενοι μὲν ἀπαλλάξεσθαι τοῦ διδόναι ἔλεγχον τοῦ βίου, τὸ δὲ ὑμῖν πολὺ ἐναντίον ἀποβήσεται, ὡς ἐγώ φημι. πλείους ἔσονται ὑμᾶς
[39d] οἱ ἐλέγχοντες, οὓς νῦν ἐγὼ κατεῖχον, ὑμεῖς δὲ οὐκ ᾐσθάνεσθε· καὶ χαλεπώτεροι ἔσονται ὅσῳ νεώτεροί εἰσιν, καὶ ὑμεῖς μᾶλλον ἀγανακτήσετε. εἰ γὰρ οἴεσθε ἀποκτείνοντες ἀνθρώπους ἐπισχήσειν τοῦ ὀνειδίζειν τινὰ ὑμῖν ὅτι οὐκ ὀρθῶς ζῆτε, οὐ καλῶς διανοεῖσθε· οὐ γάρ ἐσθ᾽ αὕτη ἡ ἀπαλλαγὴ οὔτε πάνυ δυνατὴ οὔτε καλή, ἀλλ᾽ ἐκείνη καὶ καλλίστη καὶ ῥᾴστη, μὴ τοὺς ἄλλους κολούειν ἀλλ᾽ ἑαυτὸν παρασκευάζειν ὅπως ἔσται ὡς βέλτιστος. ταῦτα μὲν οὖν ὑμῖν τοῖς
[39e] καταψηφισαμένοις μαντευσάμενος ἀπαλλάττομαι.
***
[38c] Για να μην περιμένετε λίγον καιρόν, ω άνδρες Αθηναίοι, εκείνοι που θέλουν και καλά να κατηγορούν την πόλη θα σας βγάλουν το όνομα και την κατηγορία πως θανατώσατε τον Σωκράτη, έναν σοφόν άνθρωπο· γιατί θα με πουν σοφό, και ας μην είμαι, όσοι θέλουν να σας κακολογήσουν. Αν περιμένατε όμως λίγο ακόμα, μόνο του θα σας ερχότανε το πράγμα· γιατί βλέπετε δα την ηλικία μου, πως είναι πια μακριά από τη ζωή και κοντά στον θάνατο. Και τα λέω, όχι
[38d] σε όλους εσάς, αλλά σ᾽ εκείνους που με καταδίκασαν σε θάνατο. Και λέω και αυτά ακόμα στους ίδιους τούτους. Ίσως θα φαντάζεσθε, ω άνθρωποι, πως εγώ την έπαθα, γιατί μου λείπανε τα λόγια με τα οποία θα σας έπειθα, αν νόμιζα πως έπρεπε να πω και να κάνω το καθετί, για να ξεφύγω την καταδίκη. Κάθε άλλο. Την έπαθα γιατί μου λείψανε όχι τα λόγια αλλά η τόλμη και η αναισχυντία, και γιατί δεν θέλησα να σας πω τέτοια πράγματα που θα σας ευχαριστούσαν να τ᾽ ακούσετε, και να θρηνώ και να δέρνομαι και
[38e] άλλα τέτοια να λέω και να κάνω πολλά και ανάξια για μένα, όπως σας είπα· πράγματα δηλαδή που είσθε συνηθισμένοι ν᾽ ακούτε από τους άλλους. Ούτε τότε όμως νόμισα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω τίποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μεταμελούμαι, που έτσι απολογήθηκα, αλλά πολύ περισσότερο προτιμώ να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με τον άλλο τρόπο· γιατί ούτε σε δίκη, ούτε σε πόλεμο, ούτ᾽ εγώ, ούτε κανείς άλλος πρέπει
[39a] τούτο να μηχανάται, πώς ν᾽ αποφύγει με κάθε τρόπο τον θάνατο· γιατί και στις μάχες πολλές φορές είναι φανερό πως μπορεί να ξεφύγει κανένας τον θάνατο πετώντας κάτω τα όπλα του και πέφτοντας στα γόνατα εκεινών που τον κυνηγούν· και άλλοι τρόποι είναι σε κάθε κίνδυνο να ξεφύγει κανένας τον θάνατο, αν έχει αποφασίσει να κάνει και να λέει το καθετί. Αλλά προσέξατε μήπως δεν είναι τούτο το δύσκολο, ω άνδρες Αθηναίοι, να ξεφύγει δηλαδή κανένας τον θάνατο· το δυσκολότερο είναι να ξεφύγει
[39b] την κακή πράξη· γιατί αυτή τρέχει πιο γρήγορα από τον θάνατο. Κι εγώ τώρα, σαν αργοκίνητος και γέρος που είμαι, πιάσθηκα από το πιο αργοκίνητο· οι κατήγοροί μου όμως, σαν πιο δυνατοί κι ευκολοκίνητοι, θα πιασθούν από το πιο γρήγορο, από την κακία. Και τώρα εγώ φεύγω για να ξεπληρώσω την ποινή του θανάτου που μου βάλατε, κι αυτοί εδώ για να ξεπληρώσουν την ποινή της μοχθηρίας και της αδικίας που τους έβαλε η αλήθεια. Κι εγώ μένω σταθερός στην ποινή μου και αυτοί. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα και φαντάζομαι πως σωστά έγιναν.
[39c] Έχω όμως επιθυμία να σας προφητεύσω τί θα γίνει ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, ω σεις που με καταψηφίσατε· γιατί βρίσκομαι τώρα εδώ, στη στιγμή που οι άνθρωποι καλύτερα προφητεύουν, στη στιγμή που τους μέλλεται να πεθάνουν. Σας λέω λοιπόν, ω άνθρωποι που με θανατώσατε εμένα, πως ευθύς ύστερ᾽ από τον θάνατό μου, θα σας βρει τιμωρία, πολύ φοβερότερη, μά τον Δία, από εκείνη που μου δώσατε με τον θάνατό μου. Γιατί τώρα κάνετε αυτό που κάνετε, με την ιδέα πως θα γλιτώσετε να δίνετε λόγο για τη ζωή σας· σας λέω όμως πως αυτό θα σας βγει πολύ ενάντιο. Περισσότεροι τώρα θα βγουν να σας
[39d] τα ψάλουν, αυτοί που εγώ τους κρατούσα κι εσείς δεν το καταλαβαίνατε· και θα είναι φοβερότεροι, σαν πιο νέοι που είναι, και σεις τότε ακόμα περισσότερο θ᾽ αγανακτήσετε. Γιατί, αν νομίζετε πως με το να θανατώσετε ανθρώπους θα εμποδίσετε κανέναν να σας κακολογεί πως δεν ζείτε όπως πρέπει, δεν το συλλογίζεσθε καλά· γιατί αυτό το γλίτωμα ούτε πολύ δυνατό ούτε όμορφο είναι, αλλά ευκολότατο και ομορφότατο είναι όχι να εμποδίζει κανένας τους άλλους, μα ο ίδιος να κοιτάξει πώς να γίνει καλύτερος. Αφού σας προφήτευσα λοιπόν αυτά, εσάς που
[39e] με καταψηφίσατε, σας αφήνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου