ΑΓΓΕΛΟΣ
Μενέλαε, μαστεύων σε κιγχάνω μόλις,
πᾶσαν πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα,
πεμφθεὶς ἑταίρων τῶν λελειμμένων ὕπο.
600 Ε. τί δ᾽ ἔστιν; οὔ που βαρβάρων συλᾶσθ᾽ ὕπο;
ΑΓ. θαυμάστ᾽, ἔλασσον τοὔνομ᾽ ἢ τὸ πρᾶγμ᾽ ἔχον.
ΜΕ. λέγ᾽· ὡς φέρεις τι τῆιδε τῆι σπουδῆι νέον.
ΑΓ. λέγω πόνους σε μυρίους τλῆναι μάτην.
ΜΕ. παλαιὰ θρηνεῖς πήματ᾽· ἀγγέλλεις δὲ τί;
605 Γ. βέβηκεν ἄλοχος σὴ πρὸς αἰθέρος πτυχὰς
ἀρθεῖσ᾽ ἄφαντος· οὐρανῶι δὲ κρύπτεται
λιποῦσα σεμνὸν ἄντρον οὗ σφ᾽ ἐσώιζομεν,
τοσόνδε λέξασ᾽· Ὦ ταλαίπωροι Φρύγες
πάντες τ᾽ Ἀχαιοί, δι᾽ ἔμ᾽ ἐπὶ Σκαμανδρίοις
610 κταῖσιν Ἥρας μηχαναῖς ἐθνήισκετε,
δοκοῦντες Ἑλένην οὐκ ἔχοντ᾽ ἔχειν Πάριν.
ἐγὼ δ᾽, ἐπειδὴ χρόνον ἔμειν᾽ ὅσον μ᾽ ἐχρῆν,
τὸ μόρσιμον σώσασα πατέρ᾽ ἐς οὐρανὸν
ἄπειμι· φήμας δ᾽ ἡ τάλαινα Τυνδαρὶς
615 λλως κακὰς ἤκουσεν οὐδὲν αἰτία.
ὦ χαῖρε, Λήδας θύγατερ· ἐνθάδ᾽ ἦσθ᾽ ἄρα.
ἐγὼ δέ σ᾽ ἄστρων ὡς βεβηκυῖαν μυχοὺς
ἤγγελλον εἰδὼς οὐδὲν ὡς ὑπόπτερον
δέμας φοροίης. οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν
620 μᾶς τόδ᾽ αὖθις, ὡς ἅδην ἐν Ἰλίωι
πόνους παρεῖχες σῶι πόσει καὶ συμμάχοις.
ΜΕ. τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖνο· ξυμβεβᾶσί μοι λόγοι
οἱ τῆσδ᾽ ἀληθεῖς. ὦ ποθεινὸς ἡμέρα,
ἥ σ᾽ εἰς ἐμὰς ἔδωκεν ὠλένας λαβεῖν.
***
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α’
Σε γύρευα, Μενέλαε, και σε βρίσκω,
παντού στον ξένο τόπο τριγυρνώντας·
με στείλαν οι συντρόφοι μας να ψάξω.
600ΜΕΝ. Τί τρέχει; Οι ντόπιοι μήπως σας ριχτήκαν;
ΑΓΓ. Θαύμα τρανό· τα λόγια δεν το φτάνουν.
ΜΕΝ. Λέγε· κάτι σπουδαίο, με τόση βιάση, θα ᾽χεις.
ΑΓΓ. Οι κόποι σου όλοι πήγανε χαμένοι.
ΜΕΝ. Κλαις συμφορές παλιές· ποιό το μαντάτο;
ΑΓΓ. Εχάθηκε η γυναίκα σου πετώντας
μες στον αιθέρα· ανέβηκε στα ουράνια
κι άφησε τη σπηλιά αδειανή που μέσα
την είχαμε· είπε τούτα: «Τρωαδίτες
δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθαίνατε στου Σκάμαντρου τις όχθες,
610ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στον γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει
φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες».
Χαίρε της Λήδας κόρη, εδώ βρισκόσουν;
Τους έλεγα πως πήγες ψηλά στ᾽ άστρα·
φτερά δεν ήξερα πως έχεις. Όμως πάλι
δεν θα σ᾽ αφήσω να μας περιπαίξεις
620ξανά, φτάνουν τα πάθη που υποφέραν
ο άντρας σου στην Τροία κι οι σύμμαχοί του.
ΜΕΝ. Αυτά με κείνα σμίγουν· συμφωνούνε
τα λόγια· μου είπε αλήθεια. Ω! λαμπρή μέρα,
που μες στην αγκαλιά μου σ᾽ έχει φέρει!
Μενέλαε, μαστεύων σε κιγχάνω μόλις,
πᾶσαν πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα,
πεμφθεὶς ἑταίρων τῶν λελειμμένων ὕπο.
600 Ε. τί δ᾽ ἔστιν; οὔ που βαρβάρων συλᾶσθ᾽ ὕπο;
ΑΓ. θαυμάστ᾽, ἔλασσον τοὔνομ᾽ ἢ τὸ πρᾶγμ᾽ ἔχον.
ΜΕ. λέγ᾽· ὡς φέρεις τι τῆιδε τῆι σπουδῆι νέον.
ΑΓ. λέγω πόνους σε μυρίους τλῆναι μάτην.
ΜΕ. παλαιὰ θρηνεῖς πήματ᾽· ἀγγέλλεις δὲ τί;
605 Γ. βέβηκεν ἄλοχος σὴ πρὸς αἰθέρος πτυχὰς
ἀρθεῖσ᾽ ἄφαντος· οὐρανῶι δὲ κρύπτεται
λιποῦσα σεμνὸν ἄντρον οὗ σφ᾽ ἐσώιζομεν,
τοσόνδε λέξασ᾽· Ὦ ταλαίπωροι Φρύγες
πάντες τ᾽ Ἀχαιοί, δι᾽ ἔμ᾽ ἐπὶ Σκαμανδρίοις
610 κταῖσιν Ἥρας μηχαναῖς ἐθνήισκετε,
δοκοῦντες Ἑλένην οὐκ ἔχοντ᾽ ἔχειν Πάριν.
ἐγὼ δ᾽, ἐπειδὴ χρόνον ἔμειν᾽ ὅσον μ᾽ ἐχρῆν,
τὸ μόρσιμον σώσασα πατέρ᾽ ἐς οὐρανὸν
ἄπειμι· φήμας δ᾽ ἡ τάλαινα Τυνδαρὶς
615 λλως κακὰς ἤκουσεν οὐδὲν αἰτία.
ὦ χαῖρε, Λήδας θύγατερ· ἐνθάδ᾽ ἦσθ᾽ ἄρα.
ἐγὼ δέ σ᾽ ἄστρων ὡς βεβηκυῖαν μυχοὺς
ἤγγελλον εἰδὼς οὐδὲν ὡς ὑπόπτερον
δέμας φοροίης. οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν
620 μᾶς τόδ᾽ αὖθις, ὡς ἅδην ἐν Ἰλίωι
πόνους παρεῖχες σῶι πόσει καὶ συμμάχοις.
ΜΕ. τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖνο· ξυμβεβᾶσί μοι λόγοι
οἱ τῆσδ᾽ ἀληθεῖς. ὦ ποθεινὸς ἡμέρα,
ἥ σ᾽ εἰς ἐμὰς ἔδωκεν ὠλένας λαβεῖν.
***
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α’
Σε γύρευα, Μενέλαε, και σε βρίσκω,
παντού στον ξένο τόπο τριγυρνώντας·
με στείλαν οι συντρόφοι μας να ψάξω.
600ΜΕΝ. Τί τρέχει; Οι ντόπιοι μήπως σας ριχτήκαν;
ΑΓΓ. Θαύμα τρανό· τα λόγια δεν το φτάνουν.
ΜΕΝ. Λέγε· κάτι σπουδαίο, με τόση βιάση, θα ᾽χεις.
ΑΓΓ. Οι κόποι σου όλοι πήγανε χαμένοι.
ΜΕΝ. Κλαις συμφορές παλιές· ποιό το μαντάτο;
ΑΓΓ. Εχάθηκε η γυναίκα σου πετώντας
μες στον αιθέρα· ανέβηκε στα ουράνια
κι άφησε τη σπηλιά αδειανή που μέσα
την είχαμε· είπε τούτα: «Τρωαδίτες
δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθαίνατε στου Σκάμαντρου τις όχθες,
610ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στον γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει
φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες».
Χαίρε της Λήδας κόρη, εδώ βρισκόσουν;
Τους έλεγα πως πήγες ψηλά στ᾽ άστρα·
φτερά δεν ήξερα πως έχεις. Όμως πάλι
δεν θα σ᾽ αφήσω να μας περιπαίξεις
620ξανά, φτάνουν τα πάθη που υποφέραν
ο άντρας σου στην Τροία κι οι σύμμαχοί του.
ΜΕΝ. Αυτά με κείνα σμίγουν· συμφωνούνε
τα λόγια· μου είπε αλήθεια. Ω! λαμπρή μέρα,
που μες στην αγκαλιά μου σ᾽ έχει φέρει!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου