[XI] Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀστεῖα ἐκ μεταφορᾶς τε τῆς ἀνάλογον λέγεται καὶ τῷ πρὸ ὀμμάτων ποιεῖν, εἴρηται· λεκτέον δὲ τί λέγομεν πρὸ ὀμμάτων, καὶ τί ποιοῦσι γίγνεται τοῦτο. λέγω δὴ πρὸ ὀμμάτων ταῦτα ποιεῖν ὅσα ἐνεργοῦντα σημαίνει, οἷον τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα φάναι εἶναι τετράγωνον μεταφορά, (ἄμφω γὰρ τέλεια), ἀλλ᾽ οὐ σημαίνει ἐνέργειαν· ἀλλὰ τὸ «ἀνθοῦσαν ἔχοντος τὴν ἀκμήν» ἐνέργεια, καὶ τὸ «σὲ δ᾽ ὥσπερ ἄφετον» [ἐλεύθερον] ἐνέργεια, καὶ
‹τοὐντεῦθεν οὖν› Ἕλληνες ᾄξαντες ποσίν·
τὸ ᾄξαντες ἐνέργεια καὶ μεταφορά· ταχὺ γὰρ λέγει. καὶ ὡς κέχρηται πολλαχοῦ Ὅμηρος, τὸ τὰ ἄψυχα ἔμψυχα ποιεῖν διὰ τῆς μεταφορᾶς. ἐν πᾶσι δὲ τῷ ἐνέργειαν ποιεῖν εὐδοκιμεῖ, οἷον ἐν τοῖσδε, «αὖτις ἐπὶ δάπεδόνδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής», καὶ
[1412a] «ἔπτατ᾽ ὀιστός», καὶ «ἐπιπτέσθαι μενεαίνων», καὶ «ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι», καὶ «αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα». ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις διὰ τὸ ἔμψυχα εἶναι ἐνεργοῦντα φαίνεται· τὸ ἀναισχυντεῖν γὰρ καὶ μαιμᾶν καὶ τὰ ἄλλα ἐνέργεια. ταῦτα δὲ προσῆψε διὰ τῆς κατ᾽ ἀναλογίαν μεταφορᾶς· ὡς γὰρ ὁ λίθος πρὸς τὸν Σίσυφον, ὁ ἀναισχυντῶν πρὸς τὸν ἀναισχυντούμενον. ποιεῖ δὲ καὶ ἐν ταῖς εὐδοκιμούσαις εἰκόσιν ἐπὶ τῶν ἀψύχων ταὐτά·
«κυρτά, φαληριόωντα· πρὸ μέν τ᾽ ἄλλ᾽, αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄλλα»·
κινούμενα γὰρ καὶ ζῶντα ποιεῖ πάντα, ἡ δ᾽ ἐνέργεια κίνησις.
Δεῖ δὲ μεταφέρειν, καθάπερ εἴρηται πρότερον, ἀπὸ οἰκείων καὶ μὴ φανερῶν, οἷον καὶ ἐν φιλοσοφίᾳ τὸ ὅμοιον καὶ ἐν πολὺ διέχουσι θεωρεῖν εὐστόχου, ὥσπερ Ἀρχύτας ἔφη ταὐτὸν εἶναι διαιτητὴν καὶ βωμόν· ἐπ᾽ ἄμφω γὰρ τὸν ἀδικούμενον καταφεύγειν. ἢ εἴ τις φαίη ἄγκυραν καὶ κρεμάθραν τὸ αὐτὸ εἶναι· ἄμφω γὰρ ταὐτό τι, ἀλλὰ διαφέρει τῷ ἄνωθεν καὶ κάτωθεν. καὶ τὸ ἀνωμαλίσθαι τὰς πόλεις ἐν πολὺ διέχουσιν ταὐτό, ἐν ἐπιφανείᾳ καὶ δυνάμεσι τὸ ἴσον.
Ἔστιν δὲ καὶ τὰ ἀστεῖα τὰ πλεῖστα διὰ μεταφορᾶς καὶ ἐκ τοῦ προσεξαπατᾶν· μᾶλλον γὰρ γίγνεται δῆλον ὅ τι ἔμαθε παρὰ τὸ ἐναντίως ἔχειν, καὶ ἔοικεν λέγειν ἡ ψυχὴ «ὡς ἀληθῶς, ἐγὼ δὲ ἥμαρτον». καὶ τῶν ἀποφθεγμάτων δὲ τὰ ἀστεῖά ἐστιν ἐκ τοῦ μὴ ὅ φησι λέγειν, οἷον τὸ Στησιχόρου, ὅτι οἱ τέττιγες ἑαυτοῖς χαμόθεν ᾄσονται. καὶ τὰ εὖ ᾐνιγμένα διὰ τὸ αὐτὸ ἡδέα· μάθησις γάρ, καὶ λέγεται μεταφορά.
***
[11] Είπαμε λοιπόν ό,τι είχαμε να πούμε για το ότι οι ευφυείς και κομψές εκφράσεις έχουν την αρχή τους από τη μια στη χρήση της μεταφοράς που βασίζεται στην αναλογία και από την άλλη στην παρουσίαση του πράγματος ολοζώντανου μπροστά στα μάτια του ακροατή. Μας μένει τώρα να πούμε τί εννοούμε λέγοντας «παρουσίαση του πράγματος ολοζώντανου μπροστά στα μάτια του ακροατή» και τί πρέπει να κάνουμε για να συμβαίνει αυτό. Λέω λοιπόν ότι ολοζώντανο παρουσιάζουν το πράγμα μπροστά στα μάτια του ακροατή οι λέξεις (ή οι εκφράσεις) που δηλώνουν ότι το πράγμα βρίσκεται σε κατάσταση ενέργειας. Παράδειγμα: Αν ονομάσω τον ενάρετο άνθρωπο «τετράγωνο», κάνω μεταφορά (αφού και στις δύο περιπτώσεις μιλούμε για κάτι το τέλειο), η φράση όμως αυτή δεν δηλώνει καμιά ενέργεια· αντίθετα, η φράση «άνθρωπο που έχει την ακμή της ηλικίας του σε πλήρη άνθηση» δηλώνει ενέργεια, όπως δηλώνει, επίσης, ενέργεια και η φράση «εσύ όμως, ελεύθερος καθώς είσαι από κάθε δέσμευση»· έτσι και στη φράση
Όρμησαν τότε με τα πόδια τους οι Έλληνες
το όρμησαν δηλώνει ενέργεια και είναι μεταφορά· γιατί θέλει να πει «γρήγορα». Και αυτό επίσης που κάνει συχνά ο Όμηρος, που δίνει δηλαδή ζωή στα άψυχα πράγματα μέσω της μεταφοράς: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τη φήμη του τη χρωστάει στο ότι εκφράζει ενέργεια, όπως επί παραδείγματι στους ακόλουθους στίχους:
και πάλι ο βράχος ο ανελέητος κυλούσε ως κάτω κάτω·
[1412a] πέταξε το βέλος·
λαχταρώντας (το βέλος) να πετάξει ως εκεί·
στο χώμα σταματούσαν (τα κοντάρια),...
κι ας λαχταρούσαν να χορτάσουνε με σάρκα·
όλη λαχτάρα του κονταριού η αιχμή τού τρύπησε το στέρνο:
σε όλα αυτά τα παραδείγματα τα πράγματα εμφανίζονται σε κατάσταση ενέργειας, επειδή παρουσιάζονται ως έμψυχα· πραγματικά, το να είναι «ανελέητος» ο βράχος ή να «λαχταράει» το κοντάρι (μαζί και όλα τα άλλα) είναι ενέργεια. Όλα αυτά ο ποιητής τα απέδωσε στα πράγματα χρησιμοποιώντας τη μεταφορά που βασίζεται στην αναλογία: ό,τι είναι ο βράχος για τον Σίσυφο, είναι και ο αναισχυντών γι᾽ αυτόν που υφίσταται την αναίσχυντη συμπεριφορά. Το ίδιο κάνει —ενσχέσει με τα άψυχα πράγματα— και στις πασίγνωστες και δημοφιλείς παρομοιώσεις του:
κύματα κυρτά, ασπρισμένα, άλλα μπροστά και άλλα πίσω:
όλα εδώ τα παρουσιάζει να κινούνται και να είναι ζωντανά, και η ενέργεια είναι κίνηση.
Η μεταφορά, όπως το είπαμε και πρωτύτερα, πρέπει να γίνεται από πράγματα σχετικά, που η σχέση όμως δεν είναι αμέσως φανερή στον καθένα, κάτι που και στη φιλοσοφία είναι γνώρισμα του εύστοχου μυαλού να βλέπει ομοιότητες και σε πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο· έτσι π.χ. είπε ο Αρχύτας ότι είναι το ίδιο πράγμα ο διαιτητής και ο βωμός, αφού ο αδικούμενος καταφεύγει και στον ένα και στον άλλο. Ή, επίσης, αν λέγαμε ότι η άγκυρα και το κρεμαστό τσιγκέλι είναι το ίδιο πράγμα· και τα δύο, πράγματι, είναι από κάποια άποψη ίδιο πράγμα, μόνο που το ένα πιάνει από πάνω και το άλλο από κάτω. Επίσης, όταν μιλούμε για «επανομάλυνση» των πόλεων, χρησιμοποιούμε μία και την αυτή λέξη για πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα: η ισότητα έχει να κάνει με τη γη και με την πολιτική δύναμη.
Οι περισσότερες από τις ευφυείς και κομψές εκφράσεις γίνονται μέσω της μεταφοράς, αλλά —επιπλέον— και με κάποια εξαπάτηση του ακροατή· γίνεται, πράγματι, πιο φανερό στον ακροατή ότι απέκτησε μια καινούργια γνώση, όταν ακούει κάτι που είναι αντίθετο με αυτό που περίμενε· είναι τότε σαν να λέει μέσα του: «Πράγματι, έτσι είναι· εγώ είχα κάνει λάθος». Αλλά και από τα αποφθέγματα, ευφυή και κομψά είναι όταν δεν λέει κανείς αυτό που πραγματικά εννοεί, όπως π.χ. το απόφθεγμα του Στησίχορου, ότι τα τζιτζίκια θα λένε για τον εαυτό τους το τραγούδι τους από κάτω, από το χώμα. Για τον ίδιο λόγο είναι ευχάριστα και τα έξυπνα και καλοδιατυπωμένα αινίγματα· γιατί μεταδίδουν γνώση και είναι λόγος μεταφορικός.
‹τοὐντεῦθεν οὖν› Ἕλληνες ᾄξαντες ποσίν·
τὸ ᾄξαντες ἐνέργεια καὶ μεταφορά· ταχὺ γὰρ λέγει. καὶ ὡς κέχρηται πολλαχοῦ Ὅμηρος, τὸ τὰ ἄψυχα ἔμψυχα ποιεῖν διὰ τῆς μεταφορᾶς. ἐν πᾶσι δὲ τῷ ἐνέργειαν ποιεῖν εὐδοκιμεῖ, οἷον ἐν τοῖσδε, «αὖτις ἐπὶ δάπεδόνδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής», καὶ
[1412a] «ἔπτατ᾽ ὀιστός», καὶ «ἐπιπτέσθαι μενεαίνων», καὶ «ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι», καὶ «αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα». ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις διὰ τὸ ἔμψυχα εἶναι ἐνεργοῦντα φαίνεται· τὸ ἀναισχυντεῖν γὰρ καὶ μαιμᾶν καὶ τὰ ἄλλα ἐνέργεια. ταῦτα δὲ προσῆψε διὰ τῆς κατ᾽ ἀναλογίαν μεταφορᾶς· ὡς γὰρ ὁ λίθος πρὸς τὸν Σίσυφον, ὁ ἀναισχυντῶν πρὸς τὸν ἀναισχυντούμενον. ποιεῖ δὲ καὶ ἐν ταῖς εὐδοκιμούσαις εἰκόσιν ἐπὶ τῶν ἀψύχων ταὐτά·
«κυρτά, φαληριόωντα· πρὸ μέν τ᾽ ἄλλ᾽, αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄλλα»·
κινούμενα γὰρ καὶ ζῶντα ποιεῖ πάντα, ἡ δ᾽ ἐνέργεια κίνησις.
Δεῖ δὲ μεταφέρειν, καθάπερ εἴρηται πρότερον, ἀπὸ οἰκείων καὶ μὴ φανερῶν, οἷον καὶ ἐν φιλοσοφίᾳ τὸ ὅμοιον καὶ ἐν πολὺ διέχουσι θεωρεῖν εὐστόχου, ὥσπερ Ἀρχύτας ἔφη ταὐτὸν εἶναι διαιτητὴν καὶ βωμόν· ἐπ᾽ ἄμφω γὰρ τὸν ἀδικούμενον καταφεύγειν. ἢ εἴ τις φαίη ἄγκυραν καὶ κρεμάθραν τὸ αὐτὸ εἶναι· ἄμφω γὰρ ταὐτό τι, ἀλλὰ διαφέρει τῷ ἄνωθεν καὶ κάτωθεν. καὶ τὸ ἀνωμαλίσθαι τὰς πόλεις ἐν πολὺ διέχουσιν ταὐτό, ἐν ἐπιφανείᾳ καὶ δυνάμεσι τὸ ἴσον.
Ἔστιν δὲ καὶ τὰ ἀστεῖα τὰ πλεῖστα διὰ μεταφορᾶς καὶ ἐκ τοῦ προσεξαπατᾶν· μᾶλλον γὰρ γίγνεται δῆλον ὅ τι ἔμαθε παρὰ τὸ ἐναντίως ἔχειν, καὶ ἔοικεν λέγειν ἡ ψυχὴ «ὡς ἀληθῶς, ἐγὼ δὲ ἥμαρτον». καὶ τῶν ἀποφθεγμάτων δὲ τὰ ἀστεῖά ἐστιν ἐκ τοῦ μὴ ὅ φησι λέγειν, οἷον τὸ Στησιχόρου, ὅτι οἱ τέττιγες ἑαυτοῖς χαμόθεν ᾄσονται. καὶ τὰ εὖ ᾐνιγμένα διὰ τὸ αὐτὸ ἡδέα· μάθησις γάρ, καὶ λέγεται μεταφορά.
***
[11] Είπαμε λοιπόν ό,τι είχαμε να πούμε για το ότι οι ευφυείς και κομψές εκφράσεις έχουν την αρχή τους από τη μια στη χρήση της μεταφοράς που βασίζεται στην αναλογία και από την άλλη στην παρουσίαση του πράγματος ολοζώντανου μπροστά στα μάτια του ακροατή. Μας μένει τώρα να πούμε τί εννοούμε λέγοντας «παρουσίαση του πράγματος ολοζώντανου μπροστά στα μάτια του ακροατή» και τί πρέπει να κάνουμε για να συμβαίνει αυτό. Λέω λοιπόν ότι ολοζώντανο παρουσιάζουν το πράγμα μπροστά στα μάτια του ακροατή οι λέξεις (ή οι εκφράσεις) που δηλώνουν ότι το πράγμα βρίσκεται σε κατάσταση ενέργειας. Παράδειγμα: Αν ονομάσω τον ενάρετο άνθρωπο «τετράγωνο», κάνω μεταφορά (αφού και στις δύο περιπτώσεις μιλούμε για κάτι το τέλειο), η φράση όμως αυτή δεν δηλώνει καμιά ενέργεια· αντίθετα, η φράση «άνθρωπο που έχει την ακμή της ηλικίας του σε πλήρη άνθηση» δηλώνει ενέργεια, όπως δηλώνει, επίσης, ενέργεια και η φράση «εσύ όμως, ελεύθερος καθώς είσαι από κάθε δέσμευση»· έτσι και στη φράση
Όρμησαν τότε με τα πόδια τους οι Έλληνες
το όρμησαν δηλώνει ενέργεια και είναι μεταφορά· γιατί θέλει να πει «γρήγορα». Και αυτό επίσης που κάνει συχνά ο Όμηρος, που δίνει δηλαδή ζωή στα άψυχα πράγματα μέσω της μεταφοράς: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τη φήμη του τη χρωστάει στο ότι εκφράζει ενέργεια, όπως επί παραδείγματι στους ακόλουθους στίχους:
και πάλι ο βράχος ο ανελέητος κυλούσε ως κάτω κάτω·
[1412a] πέταξε το βέλος·
λαχταρώντας (το βέλος) να πετάξει ως εκεί·
στο χώμα σταματούσαν (τα κοντάρια),...
κι ας λαχταρούσαν να χορτάσουνε με σάρκα·
όλη λαχτάρα του κονταριού η αιχμή τού τρύπησε το στέρνο:
σε όλα αυτά τα παραδείγματα τα πράγματα εμφανίζονται σε κατάσταση ενέργειας, επειδή παρουσιάζονται ως έμψυχα· πραγματικά, το να είναι «ανελέητος» ο βράχος ή να «λαχταράει» το κοντάρι (μαζί και όλα τα άλλα) είναι ενέργεια. Όλα αυτά ο ποιητής τα απέδωσε στα πράγματα χρησιμοποιώντας τη μεταφορά που βασίζεται στην αναλογία: ό,τι είναι ο βράχος για τον Σίσυφο, είναι και ο αναισχυντών γι᾽ αυτόν που υφίσταται την αναίσχυντη συμπεριφορά. Το ίδιο κάνει —ενσχέσει με τα άψυχα πράγματα— και στις πασίγνωστες και δημοφιλείς παρομοιώσεις του:
κύματα κυρτά, ασπρισμένα, άλλα μπροστά και άλλα πίσω:
όλα εδώ τα παρουσιάζει να κινούνται και να είναι ζωντανά, και η ενέργεια είναι κίνηση.
Η μεταφορά, όπως το είπαμε και πρωτύτερα, πρέπει να γίνεται από πράγματα σχετικά, που η σχέση όμως δεν είναι αμέσως φανερή στον καθένα, κάτι που και στη φιλοσοφία είναι γνώρισμα του εύστοχου μυαλού να βλέπει ομοιότητες και σε πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο· έτσι π.χ. είπε ο Αρχύτας ότι είναι το ίδιο πράγμα ο διαιτητής και ο βωμός, αφού ο αδικούμενος καταφεύγει και στον ένα και στον άλλο. Ή, επίσης, αν λέγαμε ότι η άγκυρα και το κρεμαστό τσιγκέλι είναι το ίδιο πράγμα· και τα δύο, πράγματι, είναι από κάποια άποψη ίδιο πράγμα, μόνο που το ένα πιάνει από πάνω και το άλλο από κάτω. Επίσης, όταν μιλούμε για «επανομάλυνση» των πόλεων, χρησιμοποιούμε μία και την αυτή λέξη για πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα: η ισότητα έχει να κάνει με τη γη και με την πολιτική δύναμη.
Οι περισσότερες από τις ευφυείς και κομψές εκφράσεις γίνονται μέσω της μεταφοράς, αλλά —επιπλέον— και με κάποια εξαπάτηση του ακροατή· γίνεται, πράγματι, πιο φανερό στον ακροατή ότι απέκτησε μια καινούργια γνώση, όταν ακούει κάτι που είναι αντίθετο με αυτό που περίμενε· είναι τότε σαν να λέει μέσα του: «Πράγματι, έτσι είναι· εγώ είχα κάνει λάθος». Αλλά και από τα αποφθέγματα, ευφυή και κομψά είναι όταν δεν λέει κανείς αυτό που πραγματικά εννοεί, όπως π.χ. το απόφθεγμα του Στησίχορου, ότι τα τζιτζίκια θα λένε για τον εαυτό τους το τραγούδι τους από κάτω, από το χώμα. Για τον ίδιο λόγο είναι ευχάριστα και τα έξυπνα και καλοδιατυπωμένα αινίγματα· γιατί μεταδίδουν γνώση και είναι λόγος μεταφορικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου