[XII] Δεῖ δὲ μὴ λεληθέναι ὅτι ἄλλη ἑκάστῳ γένει ἁρμόττει λέξις. οὐ γὰρ ἡ αὐτὴ γραφικὴ καὶ ἀγωνιστική, οὐδὲ δημηγορικὴ καὶ δικανική. ἄμφω δὲ ἀνάγκη εἰδέναι· τὸ μὲν γάρ ἐστιν ἑλληνίζειν ἐπίστασθαι, τὸ δὲ μὴ ἀναγκάζεσθαι κατασιωπᾶν ἄν τι βούληται μεταδοῦναι τοῖς ἄλλοις, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μὴ ἐπιστάμενοι γράφειν. ἔστι δὲ λέξις γραφικὴ μὲν ἡ ἀκριβεστάτη, ἀγωνιστικὴ δὲ ἡ ὑποκριτικωτάτη.
Ταύτης δὲ δύο εἴδη· ἡ μὲν γὰρ ἠθικὴ ἡ δὲ παθητική· διὸ καὶ οἱ ὑποκριταὶ τὰ τοιαῦτα τῶν δραμάτων διώκουσι, καὶ οἱ ποιηταὶ τοὺς τοιούτους. βαστάζονται δὲ οἱ ἀναγνωστικοί, οἷον Χαιρήμων (ἀκριβὴς γὰρ ὥσπερ λογογράφος), καὶ Λικύμνιος τῶν διθυραμβοποιῶν. καὶ παραβαλλόμενοι οἱ μὲν τῶν γραφικῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι στενοὶ φαίνονται, οἱ δὲ τῶν ῥητόρων, εὖ λεχθέντες, ἰδιωτικοὶ ἐν ταῖς χερσίν. αἴτιον δ᾽ ὅτι ἐν τῷ ἀγῶνι ἁρμόττει τὰ ὑποκριτικά· διὸ καὶ ἀφῃρημένης τῆς ὑποκρίσεως οὐ ποιοῦντα τὸ αὑτῶν ἔργον φαίνεται εὐήθη, οἷον τά τε ἀσύνδετα καὶ τὸ πολλάκις τὸ αὐτὸ εἰπεῖν ἐν τῇ γραφικῇ ὀρθῶς ἀποδοκιμάζεται, ἐν δὲ ἀγωνιστικῇ οὔ, καὶ οἱ ῥήτορες χρῶνται· ἔστι γὰρ ὑποκριτική. ἀνάγκη δὲ μεταβάλλειν τὸ αὐτὸ λέγοντας, ὅπερ ὥσπερ ὁδοποιεῖ τῷ ὑποκρίνεσθαι· «οὗτός ἐστιν ὁ κλέψας ὑμῶν, οὗτός ἐστιν ὁ ἐξαπατήσας, οὗτος ὁ τὸ ἔσχατον προδοῦναι ἐπιχειρήσας», οἷον καὶ Φιλήμων ὁ ὑποκριτὴς ἐποίει ἔν τε τῇ Ἀναξανδρίδου Γεροντομαχίᾳ, ὅτε λέγοι «Ῥαδάμανθυς καὶ Παλαμήδης», καὶ ἐν τῷ προλόγῳ τῶν Εὐσεβῶν τὸ «ἐγώ»· ἐὰν γάρ τις τὰ τοιαῦτα μὴ ὑποκρίνηται, γίγνεται «ὁ τὴν δοκὸν φέρων». καὶ τὰ ἀσύνδετα ὡσαύτως· «ἦλθον, ἀπήντησα, ἐδεόμην·» ἀνάγκη γὰρ ὑποκρίνεσθαι καὶ μὴ ὡς ἓν λέγοντα τῷ αὐτῷ ἤθει καὶ τόνῳ εἰπεῖν. ἔτι ἔχει ἴδιόν τι τὰ ἀσύνδετα· ἐν ἴσῳ γὰρ χρόνῳ πολλὰ δοκεῖ εἰρῆσθαι· ὁ γὰρ σύνδεσμος ἓν ποιεῖ τὰ πολλά, ὥστε ἐὰν ἐξαιρεθῇ, δῆλον ὅτι τοὐναντίον ἔσται τὸ ἓν πολλά. ἔχει οὖν αὔξησιν· «ἦλθον,
[1414a] διελέχθην, ἱκέτευσα» (πολλὰ δοκεῖ), «ὑπερεῖδεν ὅσα εἶπον». τοῦτο δὲ βούλεται ποιεῖν καὶ Ὅμηρος ἐν τῷ
«Νιρεὺς αὖ Σύμηθεν»,
«Νιρεὺς Ἀγλαΐης»,
«Νιρεὺς ὃς κάλλιστος».
περὶ οὗ γὰρ πολλὰ λέγεται, ἀνάγκη καὶ πολλάκις εἰρῆσθαι· εἰ οὖν καὶ πολλάκις, καὶ πολλὰ δοκεῖ, ὥστε ηὔξηκεν, ἅπαξ μνησθείς, διὰ τὸν παραλογισμόν, καὶ μνήμην πεποίηκεν, οὐδαμοῦ ὕστερον αὐτοῦ λόγον ποιησάμενος.
Ἡ μὲν οὖν δημηγορικὴ λέξις καὶ παντελῶς ἔοικεν τῇ σκιαγραφίᾳ· ὅσῳ γὰρ ἂν πλείων ᾖ ὁ ὄχλος, πορρώτερον ἡ θέα, διὸ τὰ ἀκριβῆ περίεργα καὶ χείρω φαίνεται ἐν ἀμφοτέροις· ἡ δὲ δικανικὴ ἀκριβεστέρα. ἔτι δὲ μᾶλλον ἡ ‹ἐν› ἑνὶ κριτῇ· ἐλάχιστον γὰρ ἔνεστι ῥητορικῆς· εὐσύνοπτον γὰρ μᾶλλον τὸ οἰκεῖον τοῦ πράγματος καὶ τὸ ἀλλότριον, καὶ ὁ ἀγὼν ἄπεστιν, ὥστε καθαρὰ ἡ κρίσις. διὸ οὐχ οἱ αὐτοὶ ἐν πᾶσιν τούτοις εὐδοκιμοῦσιν ῥήτορες· ἀλλ᾽ ὅπου μάλιστα ὑπόκρισις, ἐνταῦθα ἥκιστα ἀκρίβεια ἔνι. τοῦτο δὲ ὅπου φωνῆς, καὶ μάλιστα ὅπου μεγάλης. ἡ μὲν οὖν ἐπιδεικτικὴ λέξις γραφικωτάτη· τὸ γὰρ ἔργον αὐτῆς ἀνάγνωσις· δευτέρα δὲ ἡ δικανική.
Τὸ δὲ προσδιαιρεῖσθαι τὴν λέξιν, ὅτι ἡδεῖαν δεῖ εἶναι καὶ μεγαλοπρεπῆ, περίεργον· τί γὰρ μᾶλλον ἢ σώφρονα καὶ ἐλευθέριον καὶ εἴ τις ἄλλη ἤθους ἀρετή; τὸ δὲ ἡδεῖαν εἶναι ποιήσει δηλονότι τὰ εἰρημένα, εἴπερ ὀρθῶς ὥρισται ἡ ἀρετὴ τῆς λέξεως· τίνος γὰρ ἕνεκα δεῖ σαφῆ καὶ μὴ ταπεινὴν εἶναι ἀλλὰ πρέπουσαν; ἄν τε γὰρ ἀδολεσχῇ, οὐ σαφής, οὐδὲ ἂν σύντομος, ἀλλὰ δῆλον ὅτι τὸ μέσον ἁρμόττει. καὶ τὸ ἡδεῖαν τὰ εἰρημένα ποιήσει, ἂν εὖ μιχθῇ, τὸ εἰωθὸς καὶ ξενικόν, καὶ ὁ ῥυθμός, καὶ τὸ πιθανὸν ἐκ τοῦ πρέποντος.
Περὶ μὲν οὖν τῆς λέξεως εἴρηται, καὶ κοινῇ περὶ ἁπάντων καὶ ἰδίᾳ περὶ ἑκάστου γένους· λοιπὸν δὲ περὶ τάξεως εἰπεῖν.
***
[12] Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σε κάθε είδος ρητορικού λόγου ταιριάζει και διαφορετικό ύφος. Το ύφος του γραπτού πεζού λόγου δεν είναι το ίδιο με το ύφος που χρησιμοποιείται στους (προφορικούς) αγώνες λόγου, όπως δεν είναι ίδιο και το ύφος των συμβουλευτικών και δικανικών λόγων. Είναι, πάντως, ανάγκη να τα κατέχει κανείς και τα δύο: το ένα προϋποθέτει την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ενώ στην άλλη περίπτωση γλιτώνει κανείς από την υποχρέωση να μείνει σιωπηλός στην περίπτωση που θέλει να μεταδώσει κάτι στους άλλους — αυτό δεν παθαίνουν όσοι δεν ξέρουν να γράφουν; Το γραπτό ύφος είναι το ύφος με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, ενώ αυτό που χρησιμοποιείται στους αγώνες λόγου είναι ό,τι πιο ταιριαστό για απαγγελία.
Από αυτό το τελευταίο υπάρχουν δύο είδη: αυτό που εκφράζει χαρακτήρες και αυτό που εκφράζει πάθη. Αυτός είναι ο λόγος που οι ηθοποιοί κυνηγούν αυτού του είδους τα θεατρικά έργα, και οι ποιητές αυτού του είδους τους ηθοποιούς. Μεγάλη διάδοση έχουν οι ποιητές που τα έργα τους είναι κατάλληλα για ανάγνωση, όπως είναι π.χ. ο Χαιρήμων (που έχει την ακρίβεια ενός πεζογράφου) και από τους διθυραμβοποιούς ο Λικύμνιος. Αν τους συγκρίνουμε μεταξύ τους, οι γραπτοί λόγοι φαίνονται στους αγώνες λόγου αδύναμοι και ανεπαρκείς, ενώ οι λόγοι των ρητόρων που είχαν επιτυχία όταν απαγγέλθηκαν, όταν τους πάρει κανείς στα χέρια του φαίνονται άτεχνοι. Αιτία αυτού του πράγματος είναι ότι το ύφος αυτό ταιριάζει στους αγώνες λόγου· γι᾽ αυτό και όλα τα υποκριτικά στοιχεία της απαγγελίας, όταν αυτή λείπει, μοιάζουν ανοησίες, αφού δεν εκπληρώνουν τον σκοπό τους. Έτσι, επί παραδείγματι, τα ασύνδετα και η συχνή επανάληψη του ίδιου εκφραστικού στοιχείου αποδοκιμάζονται —σωστά— στον γραπτό λόγο, όχι όμως και στον λόγο που προορίζεται για απαγγελία· και οι ρήτορες τα χρησιμοποιούν όλα αυτά, ακριβώς γιατί είναι στοιχεία της υποκριτικής απαγγελίας. Είναι, πάντως, ανάγκη οι λέγοντες, όταν επαναλαμβάνουν το ίδιο πράγμα, να κάνουν κάποιες αλλαγές στην έκφραση, πράγμα που ανοίγει, κατά κάποιον τρόπο, τον δρόμο για την υποκριτική απαγγελία: «αυτός είναι που σας έκλεψε, αυτός είναι που σας εξαπάτησε, αυτός είναι που, στο τέλος, επιχείρησε να σας προδώσει». Άλλο παράδειγμα είναι αυτό που έκαμνε ο ηθοποιός Φιλήμων στην Γεροντομανία του Αναξανδρίδη, όταν έλεγε το «ο Ραδάμανθυς και ο Παλαμήδης», και όταν έλεγε το «εγώ» στον πρόλογο των Ευσεβών· γιατί αν τέτοιου είδους πράγματα δεν τα «παριστάνει» κανείς, γίνεται «ο άνθρωπος που κουβαλάει ένα δοκάρι». Το ίδιο και με τα ασύνδετα: «ήρθα, τον συνάντησα, τον παρακάλεσα». Πρέπει δηλαδή κανείς να χρησιμοποιήσει την υποκριτική απαγγελία και να μην τα πει όλα —σαν να πρόκειται για ένα ενιαίο πράγμα— με την ίδια ποιότητα και τον ίδιο τόνο φωνής. Εξάλλου, οι ασύνδετες εκφράσεις παρουσιάζουν ένα ξεχωριστό δικό τους χαρακτηριστικό: πολλά πράγματα μοιάζουν να λέγονται στον ίδιο χρόνο· γιατί η συνδετική λέξη κάνει τα πολλά ένα, και, επομένως, αν λείψει, θα συμβεί το αντίθετο: το ένα πολλά. Η έλλειψη, επομένως, σύνδεσης προσδίδει μέγεθος: «ήρθα,
[1414a] μίλησα μαζί του, τον παρακάλεσα» (αυτά μοιάζουν πολλά), «αδιαφόρησε για όσα του είπα». Αυτό το αποτέλεσμα επιθυμεί να επιτύχει και ο Όμηρος στο
Ο Νιρέας απ᾽ τη Σύμη...,
Ο Νιρέας, της Αγλαΐας ο γιος...,
Ο Νιρέας, που ήταν ο πιο όμορφος...
Πραγματικά, αυτός για τον οποίο λέγονται πολλά, δεν μπορεί παρά και το όνομά του να μνημονεύεται πολλές φορές. Αν λοιπόν το όνομα κάποιου μνημονεύθηκε πράγματι πολλές φορές, δημιουργείται στον κόσμο η εντύπωση ότι είναι πολλά, επίσης, αυτά που έχει κανείς να πει γι᾽ αυτόν. Έτσι, με το τέχνασμα αυτό, ο ποιητής μεγάλωσε τη σημασία του συγκεκριμένου προσώπου, και ας μη τον μνημόνευσε παρά μόνο αυτή τη μία φορά, και διαφύλαξε τη μνήμη του, μολονότι δεν μίλησε γι᾽ αυτόν πουθενά αλλού αργότερα.
Το ύφος λοιπόν του συμβουλευτικού λόγου είναι απολύτως όμοιο με τις σκηνογραφίες του θεάτρου: όσο μεγαλύτερο το πλήθος, από τόσο μακρύτερα η θέαση, οπότε η μεγάλη επιμονή στη λεπτομέρεια καταντάει να φαίνεται περιττή και μικρότερης αποτελεσματικότητας — και στις δύο περιπτώσεις. Αντίθετα, το ύφος του δικανικού λόγου απαιτεί μεγαλύτερη επιμονή στη λεπτομέρεια. Αυτό μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, όταν ο λόγος απευθύνεται σε έναν μόνο δικαστή: στην περίπτωση αυτή υπάρχουν ελάχιστες δυνατότητες για χρήση ρητορικών τεχνασμάτων, αφού ο δικαστής εύκολα μπορεί να διακρίνει τί είναι σχετικό με την υπόθεση και τί δεν έχει σχέση με αυτήν· λείπει, εξάλλου, τότε και η ρητορική αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα να είναι σωστότερη η κρίση του. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν διακρίνονται σε όλα αυτά τα είδη του λόγου οι ίδιοι ρήτορες. Όπου η υποκριτική απαγγελία είναι πολύ απαραίτητη, εκεί η απαίτηση για επιμονή στη λεπτομέρεια είναι ελάχιστη: είναι η περίπτωση όπου είναι απαραίτητη η φωνή, και μάλιστα η δυνατή. Οι επιδεικτικοί λόγοι είναι, από την άποψη του ύφους τους, οι καταλληλότεροι να είναι γραπτοί, αφού ο κύριος προορισμός τους είναι να διαβάζονται. Αμέσως μετά έρχονται —από την άποψη του ύφους— οι δικανικοί λόγοι.
Άλλες παραπέρα διαιρέσεις ενσχέσει με το ύφος, ότι πρέπει να είναι ευχάριστο και υψηλό, περιττεύουν. Αλήθεια, γιατί τάχα το ύφος πρέπει να έχει αυτές τις ιδιότητες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τις ιδιότητες της μετριοπάθειας, της ελευθεριότητας ή όποιας άλλης αρετής του χαρακτήρα; Είναι ολοφάνερο ότι το ύφος θα το κάνουν ευχάριστο όλα αυτά που έχουμε ήδη πει, αν ήταν σωστός ο ορισμός που δώσαμε για την αρετή του ύφους. Για ποιόν, πράγματι, λόγο το ύφος θα πρέπει να είναι σαφές και να μην είναι φτηνό, αλλά το πρέπον; Γιατί αν είναι φλύαρο, δεν θα είναι σαφές, όπως δεν θα είναι επίσης σαφές, αν είναι πολύ σύντομο: είναι φανερό ότι το αρμόζον είναι το μέσον. Ευχάριστο θα κάνουν το ύφος αυτά που είπαμε — με τη σωστή, βέβαια, ανάμειξή τους: οι συνηθισμένες και οι ασυνήθιστες λέξεις, ο ρυθμός, η πειστικότητα που πηγάζει από το πρέπον.
Είπαμε λοιπόν ό,τι είχαμε να πούμε για το ύφος: α) γενικά σε όλα τα είδη του ρητορικού λόγου, β) ξεχωριστά στο καθένα από αυτά. Μένει να μιλήσουμε για τη διάταξη των μερών ενός ρητορικού λόγου.
Ταύτης δὲ δύο εἴδη· ἡ μὲν γὰρ ἠθικὴ ἡ δὲ παθητική· διὸ καὶ οἱ ὑποκριταὶ τὰ τοιαῦτα τῶν δραμάτων διώκουσι, καὶ οἱ ποιηταὶ τοὺς τοιούτους. βαστάζονται δὲ οἱ ἀναγνωστικοί, οἷον Χαιρήμων (ἀκριβὴς γὰρ ὥσπερ λογογράφος), καὶ Λικύμνιος τῶν διθυραμβοποιῶν. καὶ παραβαλλόμενοι οἱ μὲν τῶν γραφικῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι στενοὶ φαίνονται, οἱ δὲ τῶν ῥητόρων, εὖ λεχθέντες, ἰδιωτικοὶ ἐν ταῖς χερσίν. αἴτιον δ᾽ ὅτι ἐν τῷ ἀγῶνι ἁρμόττει τὰ ὑποκριτικά· διὸ καὶ ἀφῃρημένης τῆς ὑποκρίσεως οὐ ποιοῦντα τὸ αὑτῶν ἔργον φαίνεται εὐήθη, οἷον τά τε ἀσύνδετα καὶ τὸ πολλάκις τὸ αὐτὸ εἰπεῖν ἐν τῇ γραφικῇ ὀρθῶς ἀποδοκιμάζεται, ἐν δὲ ἀγωνιστικῇ οὔ, καὶ οἱ ῥήτορες χρῶνται· ἔστι γὰρ ὑποκριτική. ἀνάγκη δὲ μεταβάλλειν τὸ αὐτὸ λέγοντας, ὅπερ ὥσπερ ὁδοποιεῖ τῷ ὑποκρίνεσθαι· «οὗτός ἐστιν ὁ κλέψας ὑμῶν, οὗτός ἐστιν ὁ ἐξαπατήσας, οὗτος ὁ τὸ ἔσχατον προδοῦναι ἐπιχειρήσας», οἷον καὶ Φιλήμων ὁ ὑποκριτὴς ἐποίει ἔν τε τῇ Ἀναξανδρίδου Γεροντομαχίᾳ, ὅτε λέγοι «Ῥαδάμανθυς καὶ Παλαμήδης», καὶ ἐν τῷ προλόγῳ τῶν Εὐσεβῶν τὸ «ἐγώ»· ἐὰν γάρ τις τὰ τοιαῦτα μὴ ὑποκρίνηται, γίγνεται «ὁ τὴν δοκὸν φέρων». καὶ τὰ ἀσύνδετα ὡσαύτως· «ἦλθον, ἀπήντησα, ἐδεόμην·» ἀνάγκη γὰρ ὑποκρίνεσθαι καὶ μὴ ὡς ἓν λέγοντα τῷ αὐτῷ ἤθει καὶ τόνῳ εἰπεῖν. ἔτι ἔχει ἴδιόν τι τὰ ἀσύνδετα· ἐν ἴσῳ γὰρ χρόνῳ πολλὰ δοκεῖ εἰρῆσθαι· ὁ γὰρ σύνδεσμος ἓν ποιεῖ τὰ πολλά, ὥστε ἐὰν ἐξαιρεθῇ, δῆλον ὅτι τοὐναντίον ἔσται τὸ ἓν πολλά. ἔχει οὖν αὔξησιν· «ἦλθον,
[1414a] διελέχθην, ἱκέτευσα» (πολλὰ δοκεῖ), «ὑπερεῖδεν ὅσα εἶπον». τοῦτο δὲ βούλεται ποιεῖν καὶ Ὅμηρος ἐν τῷ
«Νιρεὺς αὖ Σύμηθεν»,
«Νιρεὺς Ἀγλαΐης»,
«Νιρεὺς ὃς κάλλιστος».
περὶ οὗ γὰρ πολλὰ λέγεται, ἀνάγκη καὶ πολλάκις εἰρῆσθαι· εἰ οὖν καὶ πολλάκις, καὶ πολλὰ δοκεῖ, ὥστε ηὔξηκεν, ἅπαξ μνησθείς, διὰ τὸν παραλογισμόν, καὶ μνήμην πεποίηκεν, οὐδαμοῦ ὕστερον αὐτοῦ λόγον ποιησάμενος.
Ἡ μὲν οὖν δημηγορικὴ λέξις καὶ παντελῶς ἔοικεν τῇ σκιαγραφίᾳ· ὅσῳ γὰρ ἂν πλείων ᾖ ὁ ὄχλος, πορρώτερον ἡ θέα, διὸ τὰ ἀκριβῆ περίεργα καὶ χείρω φαίνεται ἐν ἀμφοτέροις· ἡ δὲ δικανικὴ ἀκριβεστέρα. ἔτι δὲ μᾶλλον ἡ ‹ἐν› ἑνὶ κριτῇ· ἐλάχιστον γὰρ ἔνεστι ῥητορικῆς· εὐσύνοπτον γὰρ μᾶλλον τὸ οἰκεῖον τοῦ πράγματος καὶ τὸ ἀλλότριον, καὶ ὁ ἀγὼν ἄπεστιν, ὥστε καθαρὰ ἡ κρίσις. διὸ οὐχ οἱ αὐτοὶ ἐν πᾶσιν τούτοις εὐδοκιμοῦσιν ῥήτορες· ἀλλ᾽ ὅπου μάλιστα ὑπόκρισις, ἐνταῦθα ἥκιστα ἀκρίβεια ἔνι. τοῦτο δὲ ὅπου φωνῆς, καὶ μάλιστα ὅπου μεγάλης. ἡ μὲν οὖν ἐπιδεικτικὴ λέξις γραφικωτάτη· τὸ γὰρ ἔργον αὐτῆς ἀνάγνωσις· δευτέρα δὲ ἡ δικανική.
Τὸ δὲ προσδιαιρεῖσθαι τὴν λέξιν, ὅτι ἡδεῖαν δεῖ εἶναι καὶ μεγαλοπρεπῆ, περίεργον· τί γὰρ μᾶλλον ἢ σώφρονα καὶ ἐλευθέριον καὶ εἴ τις ἄλλη ἤθους ἀρετή; τὸ δὲ ἡδεῖαν εἶναι ποιήσει δηλονότι τὰ εἰρημένα, εἴπερ ὀρθῶς ὥρισται ἡ ἀρετὴ τῆς λέξεως· τίνος γὰρ ἕνεκα δεῖ σαφῆ καὶ μὴ ταπεινὴν εἶναι ἀλλὰ πρέπουσαν; ἄν τε γὰρ ἀδολεσχῇ, οὐ σαφής, οὐδὲ ἂν σύντομος, ἀλλὰ δῆλον ὅτι τὸ μέσον ἁρμόττει. καὶ τὸ ἡδεῖαν τὰ εἰρημένα ποιήσει, ἂν εὖ μιχθῇ, τὸ εἰωθὸς καὶ ξενικόν, καὶ ὁ ῥυθμός, καὶ τὸ πιθανὸν ἐκ τοῦ πρέποντος.
Περὶ μὲν οὖν τῆς λέξεως εἴρηται, καὶ κοινῇ περὶ ἁπάντων καὶ ἰδίᾳ περὶ ἑκάστου γένους· λοιπὸν δὲ περὶ τάξεως εἰπεῖν.
***
[12] Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σε κάθε είδος ρητορικού λόγου ταιριάζει και διαφορετικό ύφος. Το ύφος του γραπτού πεζού λόγου δεν είναι το ίδιο με το ύφος που χρησιμοποιείται στους (προφορικούς) αγώνες λόγου, όπως δεν είναι ίδιο και το ύφος των συμβουλευτικών και δικανικών λόγων. Είναι, πάντως, ανάγκη να τα κατέχει κανείς και τα δύο: το ένα προϋποθέτει την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ενώ στην άλλη περίπτωση γλιτώνει κανείς από την υποχρέωση να μείνει σιωπηλός στην περίπτωση που θέλει να μεταδώσει κάτι στους άλλους — αυτό δεν παθαίνουν όσοι δεν ξέρουν να γράφουν; Το γραπτό ύφος είναι το ύφος με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, ενώ αυτό που χρησιμοποιείται στους αγώνες λόγου είναι ό,τι πιο ταιριαστό για απαγγελία.
Από αυτό το τελευταίο υπάρχουν δύο είδη: αυτό που εκφράζει χαρακτήρες και αυτό που εκφράζει πάθη. Αυτός είναι ο λόγος που οι ηθοποιοί κυνηγούν αυτού του είδους τα θεατρικά έργα, και οι ποιητές αυτού του είδους τους ηθοποιούς. Μεγάλη διάδοση έχουν οι ποιητές που τα έργα τους είναι κατάλληλα για ανάγνωση, όπως είναι π.χ. ο Χαιρήμων (που έχει την ακρίβεια ενός πεζογράφου) και από τους διθυραμβοποιούς ο Λικύμνιος. Αν τους συγκρίνουμε μεταξύ τους, οι γραπτοί λόγοι φαίνονται στους αγώνες λόγου αδύναμοι και ανεπαρκείς, ενώ οι λόγοι των ρητόρων που είχαν επιτυχία όταν απαγγέλθηκαν, όταν τους πάρει κανείς στα χέρια του φαίνονται άτεχνοι. Αιτία αυτού του πράγματος είναι ότι το ύφος αυτό ταιριάζει στους αγώνες λόγου· γι᾽ αυτό και όλα τα υποκριτικά στοιχεία της απαγγελίας, όταν αυτή λείπει, μοιάζουν ανοησίες, αφού δεν εκπληρώνουν τον σκοπό τους. Έτσι, επί παραδείγματι, τα ασύνδετα και η συχνή επανάληψη του ίδιου εκφραστικού στοιχείου αποδοκιμάζονται —σωστά— στον γραπτό λόγο, όχι όμως και στον λόγο που προορίζεται για απαγγελία· και οι ρήτορες τα χρησιμοποιούν όλα αυτά, ακριβώς γιατί είναι στοιχεία της υποκριτικής απαγγελίας. Είναι, πάντως, ανάγκη οι λέγοντες, όταν επαναλαμβάνουν το ίδιο πράγμα, να κάνουν κάποιες αλλαγές στην έκφραση, πράγμα που ανοίγει, κατά κάποιον τρόπο, τον δρόμο για την υποκριτική απαγγελία: «αυτός είναι που σας έκλεψε, αυτός είναι που σας εξαπάτησε, αυτός είναι που, στο τέλος, επιχείρησε να σας προδώσει». Άλλο παράδειγμα είναι αυτό που έκαμνε ο ηθοποιός Φιλήμων στην Γεροντομανία του Αναξανδρίδη, όταν έλεγε το «ο Ραδάμανθυς και ο Παλαμήδης», και όταν έλεγε το «εγώ» στον πρόλογο των Ευσεβών· γιατί αν τέτοιου είδους πράγματα δεν τα «παριστάνει» κανείς, γίνεται «ο άνθρωπος που κουβαλάει ένα δοκάρι». Το ίδιο και με τα ασύνδετα: «ήρθα, τον συνάντησα, τον παρακάλεσα». Πρέπει δηλαδή κανείς να χρησιμοποιήσει την υποκριτική απαγγελία και να μην τα πει όλα —σαν να πρόκειται για ένα ενιαίο πράγμα— με την ίδια ποιότητα και τον ίδιο τόνο φωνής. Εξάλλου, οι ασύνδετες εκφράσεις παρουσιάζουν ένα ξεχωριστό δικό τους χαρακτηριστικό: πολλά πράγματα μοιάζουν να λέγονται στον ίδιο χρόνο· γιατί η συνδετική λέξη κάνει τα πολλά ένα, και, επομένως, αν λείψει, θα συμβεί το αντίθετο: το ένα πολλά. Η έλλειψη, επομένως, σύνδεσης προσδίδει μέγεθος: «ήρθα,
[1414a] μίλησα μαζί του, τον παρακάλεσα» (αυτά μοιάζουν πολλά), «αδιαφόρησε για όσα του είπα». Αυτό το αποτέλεσμα επιθυμεί να επιτύχει και ο Όμηρος στο
Ο Νιρέας απ᾽ τη Σύμη...,
Ο Νιρέας, της Αγλαΐας ο γιος...,
Ο Νιρέας, που ήταν ο πιο όμορφος...
Πραγματικά, αυτός για τον οποίο λέγονται πολλά, δεν μπορεί παρά και το όνομά του να μνημονεύεται πολλές φορές. Αν λοιπόν το όνομα κάποιου μνημονεύθηκε πράγματι πολλές φορές, δημιουργείται στον κόσμο η εντύπωση ότι είναι πολλά, επίσης, αυτά που έχει κανείς να πει γι᾽ αυτόν. Έτσι, με το τέχνασμα αυτό, ο ποιητής μεγάλωσε τη σημασία του συγκεκριμένου προσώπου, και ας μη τον μνημόνευσε παρά μόνο αυτή τη μία φορά, και διαφύλαξε τη μνήμη του, μολονότι δεν μίλησε γι᾽ αυτόν πουθενά αλλού αργότερα.
Το ύφος λοιπόν του συμβουλευτικού λόγου είναι απολύτως όμοιο με τις σκηνογραφίες του θεάτρου: όσο μεγαλύτερο το πλήθος, από τόσο μακρύτερα η θέαση, οπότε η μεγάλη επιμονή στη λεπτομέρεια καταντάει να φαίνεται περιττή και μικρότερης αποτελεσματικότητας — και στις δύο περιπτώσεις. Αντίθετα, το ύφος του δικανικού λόγου απαιτεί μεγαλύτερη επιμονή στη λεπτομέρεια. Αυτό μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, όταν ο λόγος απευθύνεται σε έναν μόνο δικαστή: στην περίπτωση αυτή υπάρχουν ελάχιστες δυνατότητες για χρήση ρητορικών τεχνασμάτων, αφού ο δικαστής εύκολα μπορεί να διακρίνει τί είναι σχετικό με την υπόθεση και τί δεν έχει σχέση με αυτήν· λείπει, εξάλλου, τότε και η ρητορική αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα να είναι σωστότερη η κρίση του. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν διακρίνονται σε όλα αυτά τα είδη του λόγου οι ίδιοι ρήτορες. Όπου η υποκριτική απαγγελία είναι πολύ απαραίτητη, εκεί η απαίτηση για επιμονή στη λεπτομέρεια είναι ελάχιστη: είναι η περίπτωση όπου είναι απαραίτητη η φωνή, και μάλιστα η δυνατή. Οι επιδεικτικοί λόγοι είναι, από την άποψη του ύφους τους, οι καταλληλότεροι να είναι γραπτοί, αφού ο κύριος προορισμός τους είναι να διαβάζονται. Αμέσως μετά έρχονται —από την άποψη του ύφους— οι δικανικοί λόγοι.
Άλλες παραπέρα διαιρέσεις ενσχέσει με το ύφος, ότι πρέπει να είναι ευχάριστο και υψηλό, περιττεύουν. Αλήθεια, γιατί τάχα το ύφος πρέπει να έχει αυτές τις ιδιότητες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τις ιδιότητες της μετριοπάθειας, της ελευθεριότητας ή όποιας άλλης αρετής του χαρακτήρα; Είναι ολοφάνερο ότι το ύφος θα το κάνουν ευχάριστο όλα αυτά που έχουμε ήδη πει, αν ήταν σωστός ο ορισμός που δώσαμε για την αρετή του ύφους. Για ποιόν, πράγματι, λόγο το ύφος θα πρέπει να είναι σαφές και να μην είναι φτηνό, αλλά το πρέπον; Γιατί αν είναι φλύαρο, δεν θα είναι σαφές, όπως δεν θα είναι επίσης σαφές, αν είναι πολύ σύντομο: είναι φανερό ότι το αρμόζον είναι το μέσον. Ευχάριστο θα κάνουν το ύφος αυτά που είπαμε — με τη σωστή, βέβαια, ανάμειξή τους: οι συνηθισμένες και οι ασυνήθιστες λέξεις, ο ρυθμός, η πειστικότητα που πηγάζει από το πρέπον.
Είπαμε λοιπόν ό,τι είχαμε να πούμε για το ύφος: α) γενικά σε όλα τα είδη του ρητορικού λόγου, β) ξεχωριστά στο καθένα από αυτά. Μένει να μιλήσουμε για τη διάταξη των μερών ενός ρητορικού λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου