Η συνάντηση με το περιβάλλον, μεταξύ του ''εγώ' και του ''όχι εγώ'', δεν είναι μια διαδικασία παθητική. Παίρνουμε και διαλέγουμε και, συγχρόνως, και το περιβάλλον παίρνει και διαλέγει. Αυτή η διάδραση ως βίωμα από μόνο του είναι πολύπλοκο, ενίοτε δύσκολο και συγχρόνως έχει ρoή. Βέβαια, πολλές φορές οι άνθρωποι - θεωρώντας το έξυπνο τρόπο επιβίωσης - μεταβάλλουμε το βίωμα αυτό, χειριζόμενοι το όριο επαφής του, ώστε να αντέξουμε αυτό που μας ζητείται από τη διάδραση.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, διαταράσσεται και η ροή. Αυτό, όπως θα δούμε σε λίγο , γίνεται με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, το σημείο συνάντησης μπορεί να μετακινηθεί, οπότε η επαφή να λάβει χώρα αλλού από εκεί που εμφανίζεται. Η ίδια η φύση του ορίου μπορεί να αλλάξει, τα χαρακτηριστικά του μπορεί να αλλάξουν και, κατ' επέκταση, το όριο να αγνοηθεί ή να διαλυθεί. Παρακάτω παραθέτω κάποιους τρόπους διαταραχής της επαφής και μετατόπισης του ορίου της.
Υπάρχει συμβολή στη φάση της προ-επαφής, όπου το πεδίο είναι αδιαφοροποίητo, ενώ τα μέρη του είναι παρόντα, κανένα δεν βγαίνει έξω από το πεδίο. Μορφή και φόντο είναι ένα . Δεν υπάρχει επαφή, ούτε μορφή, ούτε όριο. Όταν δεν υπάρχει όριο λοιπόν, το μέρη συγχωνεύονται.
Υπάρχει συμβολή και στη φάση της τελικής επαφής. Εκεί, το εγώ είναι απορροφημένο από το όχι εγώ, με διαφορετικό τρόπο όμως από την προ-επαφή, αφού έχει ήδη υπάρξει επαφή. Σε αυτήν τη συμβολή, δηλαδή, βιώνεται το μη διαφορετικό, συνεπώς δεν βιώνεται η αίσθηση της συνάντησης και της επαφής. Είναι βεβαίως ένα βίωμα. Και είναι σημαντικό βίωμα, όπως η αίσθηση που έχουμε στον διαλογισμό ή όταν γινόμαστε ένα με το σύμπαν, τον Θεό, την ανώτερη δύναμη ή τον λατρεμένο μας.
Ενώ δηλαδή υπάρχει το διαφορετικό, το όριο διαλύεται. Στην προ-επαφή το διαφορετικό δεν υπάρχει. Συμβαίνει στο μωρό που θηλάζει, όταν συμπάσχουμε στον πόνο του άλλου ή σε στιγμές ιδιαίτερες, όπως στον έρωτα. Κατά τη διάλυση του ορίου δημιουργείται μια συνθήκη όπου μπερδεύουμε κάποιον με εμάς. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα συναισθήματά μας ή τη στάση μας από τον άλλον. Αυτό συμβαίνει συχνά στις σχέσεις, ή όταν βρισκόμαστε σε μια μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων. Νομίζουμε ότι είμαστε σε επαφή. Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε σε αυθεντική υγιή επαφή, αφού δεν διαφοροποιούμαστε από τον άλλον. Ο θεραπευτής, όταν χρειάζεται, ωφέλιμο είναι να παράσχει κάποιου είδους πρόκληση, ώστε να μετατοπιστεί από τη θέση της συμβολής και να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του, τη διαφορετικότητά του και, συνεπώς, να ξαναδημιουργήσει το διαλυμένο όριο...
Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν βλέπουμε ένα άδειο χωράφι και αρχίζουμε να φαντασιωνόμαστε βλέποντας πάνω του το σπίτι των ονείρων μας, το σπίτι αυτό που βλέπουμε ανήκει στο μάτια του μυαλού μας και προβάλλεται στο τοπίο. Στο όριο λοιπόν, βλέπουμε τις επιθυμίες μας, τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα μας ή οτιδήποτε έρχεται από μέσα μας. Όταν γίνεται με επίγνωση, όπως για παράδειγμα στην τέχνη (πχ ζωγραφική ),τότε έχουμε υγιή επαφή. Όταν γίνεται χωρίς επίγνωση, τότε έχουμε μη υγιή επαφή καθώς δεν συνειδητοποιούμε ότι εμείς φτιάχνουμε το όριο κατασκευαστικά (δεν το συναντάμε στην αλήθεια του, το χωράφι είναι άδειο) ούτε βέβαια συνειδητοποιούμε ότι το χειριζόμαστε (το όριο).
Προβολή μπορεί να έχουμε στη φάση της επαφής, αλλά και της μετα-επαφής. Είναι η στιγμή όπου δεν διαλύουμε το όριο, αλλά του αλλάζουμε θέση. Για παράδειγμα, όταν κρυώνουμε και ρωτάμε τον διπλανό μας αν κρυώνει. Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν βλέπουμε ένα άδειο χωράφι και αρχίζουμε να φαντασιωνόμαστε βλέποντας πάνω του το σπίτι των ονείρων μας, το σπίτι αυτό που βλέπουμε ανήκει στο μάτια του μυαλού μας και προβάλλεται στο τοπίο. Στο όριο, λοιπόν, βλέπουμε τις επιθυμίες μας, τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα μας ή οτιδήποτε έρχεται από μέσα μας. Όταν γίνεται με επίγνωση, όπως για παράδειγμα στην τέχνη (πχ ζωγραφική) ,τότε έχουμε υγιή επαφή. Όταν γίνεται χωρίς επίγνωση, τότε έχουμε μη υγιή επαφή καθώς δεν συνειδητοποιούμε ότι εμείς φτιάχνουμε το όριο κατασκευαστικά (δεν το συναντάμε στην αλήθεια του, το χωράφι είναι άδειο) ούτε βέβαια συνειδητοποιούμε ότι το χειριζόμαστε (το όριο).
Ενώ λοιπόν στη συμβολή δεν υπάρχει το όριο, στην προβολή βρισκόμαστε και στις δύο πλευρές του ορίου που εμείς δημιουργήσαμε, για να καλύψουμε την ανάγκη μας. Το παραπάνω συμβαίνει όταν φτιάχνουμε ένα περιβάλλον με στοιχεία του Εαυτού μας, όταν δηλαδή το εγώ φτιάχνει ένα όχι εγώ και μετά το συναντά. Για παράδειγμα, να με ενοχλήσει η συμπεριφορά του διευθυντή μου, να μην πατήσω σ ' αυτό το συναίσθημα της ενόχλησης εκείνη τη στιγμή, και μετά από ώρες να τον δω και να έχω αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα, ότι ο διευθυντής είναι ενοχλημένος μαζί μου.
Στην ουσία, μετατοπίζω το όριο, προβάλλοντας στο περιβάλλον τον εαυτό μου και έτσι βλέπω το θυμό μου. Εδώ, το όριο δεν με συνδέει με το όχι εγώ, αλλά με τον εαυτό μου. Το συγκεκριμένο παράδειγμα αφορά τον δημιουργικό τρόπο προσαρμογής με διαταραχή ορίου, σε σχέση με την αντίδραση στον συγκεκριμένο θυμό ως μορφή. Σε άλλη περίπτωση, η μορφή του θυμού μπορεί να σχηματιστεί αλλιώς και να πάρει και άλλες μορφές.
Ενδοβολή μπορεί να έχουμε στη φάση της επαφής, της τελικής επαφής και της μετα-επαφής. Και εδώ, όπως και στην Προβολή, το όριο υπάρχει ως σημείο συνάντησης διαφορετικότητας. Επίσης, όμως, το τοποθετούμε αλλού από εκεί που πραγματικά είναι. Ό,τι υπάρχει στο περιβάλλον -απόψεις, ιδέες, εκφράσεις, ηθικές αξίες-το βιώνουμε σαν να είναι μέσα μας. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουμε την επιθετική διαδικασία της πέψης για αφομοίωση (θυμηθείτε πως διογκώνετε τα φαγητά: ουσιαστικά, τα δόντια επιτίθενται στο φαΐ) και αποφεύγουμε τη διάσπαση την καταστροφή, όλη αυτή τη διαδικασία που χρειάζεται για να γίνει κάτι δικό μας. Δεν πλησιάζουμε καν δηλαδή το ''oχι εγώ''. Το καταπίνουμε αμάσητο.
Οπότε το όριο δεν είναι μεταξύ του εγώ και του όχι εγώ, αλλά ανάμεσα σε ένα μέρος του εαυτού μας και σε ένα άλλο μέρος του εαυτού μας. Έτσι, το περιβάλλον μπαίνει μέσα μας αμάσητο, παραμένοντας στην αρχική του μορφή. Απλώς τοποθετείται σε ένα νέο πεδίο.
Ενδοβολή είναι και η μίμηση. Όταν γίνεται με επίγνωση, είναι υγιής. Διαφορετικά, δεν είναι υγιής επαφή. Ενδοβολή είναι να συμφωνείς, χωρίς να το έχεις επεξεργαστεί, με τις προτάσεις του διευθυντή σου. Και εδώ η επίγνωση θέσης κάνει τη διαφορά. Αν η ζωή ενός οργανισμού στηρίζεται σε οτιδήποτε έχει ενδοβάλει, τότε η μορφή της αποκτά ασάφεια, γίνεται άχρωμη και μη διαυγής. Στην ουσία, δεν είναι ο καπετάνιος στο καράβι του. Δεν χαράζει αυτός την πορεία, δεν κρατά το τιμόνι. Χάνεται η αυθεντικότητα του Εαυτού τόσο προς τον εαυτό όσο και προς το περιβάλλον. Θα μιλάει αλλά η φωνή του δεν θα ακούγεται καθαρά και δυνατά.
Στην αναστροφή, τα όρια παραμένουν, δεν διαλύονται, αλλά διαταράσσονται και αλλάζουν θέση μέχρι να μετασχηματιστεί αυτό που το ''εγώ συναντά στο ''όχι εγώ''. Το όριο μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος τοποθετείται εκεί, ώστε το ''εγώ'' να είναι το ''περιβάλλον''. Το εγώ ασκεί μια δράση στο εγώ και όχι στο περιβάλλον. Το εγώ είναι και στις δυο πλευρές του ορίου. Για παράδειγμα, κακοποιώ τον αυτό μου χτυπώντας το πόδι μου με το χέρι μου, για να μη χτυπήσω κάποιον που με προσέβαλε. Όταν γίνεται με επίγνωση, είναι υγιής επαφή, όπως για παράδειγμα το να δαγκώνεις τα χείλη σου από τα νεύρα σου και όχι το παιδί σου.
Σε αυτό το σημείο, πριν μιλήσω για τον εγωτισμό, θεωρώ σημαντικό να ξεχωρίσουμε και να αποκτήσουμε διάκριση μεταξύ του εγωτισμού και του αυτισμού ή ανθρώπων που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, όπως ΔΑΔ (Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή) ή Άσπεργκερ. (Είναι η διαφορά μεταξύ του εγώ και του εαυτού.) Το αναφέρω αυτό γιατί είναι ωφέλιμο ως θεραπευτές, και όχι μόνο, να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τη διαφορά, καθώς στις μέρες μας όλο και περισσότερο πλέον γίνεται σωστή διάγνωση αυτών των ανθρώπων, και συνεπώς αυξάνεται και ο καταγεγραμμένος αριθμός τους.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν παρατηρείται αύξηση στον πυρηνικό αυτισμό, αλλά στο φάσμα του αυτισμού. Είναι άνθρωποι που έχουν στοιχεία αυτισμού αλλά, σε αντίθεση με τον αυτισμό, όπου υπάρχει παντελής άρνηση της κοινωνικής επαφής λόγω ολικής ανικανότητας, στο φάσμα υπάρχει μεγάλη επιθυμία κοινωνικής διάδρασης, η οποία συγχρόνως συνοδεύεται από έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων. Και δυστυχώς, πολλές φορές, λόγω μη διάκρισης μεταξύ εγωτισμού και αυτισμού, οι άνθρωποι αυτοί δεν λαμβάνουν πραγματική θεραπεία. Η διάκριση είναι δύσκολη, καθώς τόσο οι εγωτιστές όσο και οι του φάσματος παρουσιάζουν όμοια στάση και συμπεριφορά, όσον αφορά τη διάδραση, δηλαδή έλλειψή της. Δεν είναι όμως αδύνατη.
Η κύρια διαφορά είναι ότι οι εγωτιστές διαθέτουν την εγκεφαλική δομή να έχουν ικανότητα διάδρασης, η οποία όμως μπλοκάρεται ίσως από ψυχολογικούς λόγους, σοκ παιδικής ηλικίας ή γονικές αστοχίες. Γι' αυτό και λείπει. Αντιθέτως, όσοι βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού δεν έχουν τη συγκεκριμένη εγκεφαλική δομή ικονότητας κοινωνικής διάδρασης. Χρειάζεται να τη χτίσουν. Υπάρχει νευροφυτική διαταραχή, η οποία ευτυχώς, με ανάλογες θεραπείες, σε μεγάλο βαθμό υποκαθίσταται, κυρίως, αν η διάγνωση γίνει έγκαιρα. Γι' αυτό, οι θεραπευτές χρειάζεται να ενημερώνονται διαρκώς όσον αφορά τις νέες επιστημονικές καταστάσεις, ώστε να παρέχουν σωστή θεραπεία.
Η διαφορά μεταξύ εγωτισμού και ΔΑΔ μπορεί να γίνει αντιληπτή από μικροδιαφορές στις αντιδράσεις τους. Για παράδειγμα, υπάρχει τεράστια διαφορά αντίδρασης όταν τους αναφέρεις το "τι" συνέπεια έχει η στάση τους στο περιβάλλον και "πως" το διαταράσσουν. Συνήθως, οι εγωτιστές απαντούν με έντονα επιχειρήματα, αναφερόμενοι ξανά στο εγώ τους. Ενώ οι του φάσματος (οι οποίοι δεν έχουν "εγώ" αλλά "εαυτό", ούτε εγωτισμό, αφού αυτός αναπτύσσεται σε όσους έχουν κοινωνική δεξιότητα, αλλά "εαυτισμό"), σε κοιτούν με μάτια απλανή (είναι δύσκολο να βγουν από τον εαυτό τους και τις ανάγκες τους, να συνειδητοποιησουν ότι κάτι υπάρχει εκεί έξω και έχει και αυτό ανάγκες) και συνεχίζουν να μην καταλαβαίνουν τι τους λες. Σε κοιτούν έκπληκτοι, σαν να τους μιλάς κινέζικα. Και όντως γ'ι αυτούς Κινέζικα είναι. (Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να έχουμε έναν άνθρωπο που να έχει ΔΑΔ Και συγχρόνως και εγωτισμό).
διάκριση αυτή είναι σημαντική, καθώς υποδηλώνει τελείως διαφορετικές θεραπευτικές διαδράσεις. Στην περίπτωση του εγωτισμού, ξέρουν ότι υπάρχει περιβάλλον και το χρησιμοποιούν προς όφελός τους. Αντίθετα, αυτοί πoυ κινούνται στο Φάσμα του αυτισμού αγνοούν την ύπαρξη του περιβάλλοντος και είναι συνεχώς επικεντρωμένοι στις ανάγκες του εαυτού τους.
Στον εγωτισμό εστιάζουμε στη μορφή της εκτίμησης του άλλου. Στην περίπτωση του φάσματος εστιάζουμε στην ανάδειξη της μορφής της ύπαρξης και παρουσίας του άλλου. Στον εγωτισμό, λοιπόν, κάποιος μιλάει για να ακούσει τον εαυτό του ή για να επιδείξει την εξυπνάδα του. Ή κάποιος δεν ακούει τον άλλον, αλλά σκέφτεται τι θα πει. Ή κάποιος επιδεικνύει πόσο ενδιαφέρεται για τους άλλους και, στην πραγματικότητα, προβάλλει τον εαυτό του. Αυτό διαφέρει με το τι έχουμε πει ως τώρα. Το όριο δεν αλλάζει σημείο. Ούτε διαλύεται.
Στον εγωτισμό υπάρχει μόνο ένα όριο επαφής. Το άτομο φτιάχνει τη μορφή που θέλει μόνο με τη δική του συνεισφορά στη συνάντηση. Η διάδραση είναι απούσα. Το όριο αφορά μόνο τη μία πλευρά και, συγκεκριμένα, ή να έχουν την αίσθηση του ενός για τον εαυτό του. Δεν υπάρχει διάδραση και πάρε-δώσε. Στον εγωτισμό το εγώ ούτε που ενδιαφέρεται για το ποιος ή τι είναι το όχι εγώ. Αν γίνει με επίγνωση, για παράδειγμα να πω δέκα φορές κάτι, μπας και ακουστώ, είναι υγιής επαφή. Χωρίς επίγνωση, χάνεται η επαφή, καθώς οι μορφές είναι στείρες, αυστηρές, επιδεικτικές, ανελαστικές. Ο εγωτισμός, λοιπόν, είναι διαταραχή ορίου ως τρόπος δημιουργικής προσαρμογής, ενώ το ΔΑΔ είναι δομική κατάσταση.
Εδώ, ο άνθρωπος μετατοπίζει το όριο σε κάτι άλλο ή σε κάποιο άλλο σημείο στο πεδίο. Για παράδειγμα, θυμώνεις με τον φίλο σου και κλωτσάς τον σκύλο σου. Ή, σε μια κηδεία όπου κορυφώνεται το δράμα, αναφέρεσαι σε ένα αστείο και στρέφεται αλλού το ενδιαφέρον. Όταν γίνεται με επίγνωση, είναι υγιής επαφή. Είναι ωφέλιμο δηλαδή να βαρέσεις την πόρτα και όχι έναν άνθρωπο. Όταν γίνεται χωρίς επίγνωση, δεν είναι υγιής επαφή, καθώς δεν φταίει ο σκύλος επειδή την ώρα που κάποιος ήταν θυμωμένος πέρναγε από μπροστά του κι έφαγε την κλωτσιά.
Προβολική αναστροφή έχουμε όταν κάνεις στον εαυτό σου ό,τι επιθυμείς για τον εαυτό σου, π.χ. χαϊδεύεις το χέρι σου. Εδώ, το όριο μετατοπίζεται μέσα στο εγώ. Στην αναστροφή, θες να χαϊδέψεις τον άλλον και χαϊδεύεις εσένα. Στην προβολική αναστροφή το επιθυμείς για σένα.
Τρόποι διαταραχής επαφής και μετατόπισης του ορίου της
Κατ' αυτόν τον τρόπο, διαταράσσεται και η ροή. Αυτό, όπως θα δούμε σε λίγο , γίνεται με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, το σημείο συνάντησης μπορεί να μετακινηθεί, οπότε η επαφή να λάβει χώρα αλλού από εκεί που εμφανίζεται. Η ίδια η φύση του ορίου μπορεί να αλλάξει, τα χαρακτηριστικά του μπορεί να αλλάξουν και, κατ' επέκταση, το όριο να αγνοηθεί ή να διαλυθεί. Παρακάτω παραθέτω κάποιους τρόπους διαταραχής της επαφής και μετατόπισης του ορίου της.
Συμβολή
Υπάρχει συμβολή στη φάση της προ-επαφής, όπου το πεδίο είναι αδιαφοροποίητo, ενώ τα μέρη του είναι παρόντα, κανένα δεν βγαίνει έξω από το πεδίο. Μορφή και φόντο είναι ένα . Δεν υπάρχει επαφή, ούτε μορφή, ούτε όριο. Όταν δεν υπάρχει όριο λοιπόν, το μέρη συγχωνεύονται.
Υπάρχει συμβολή και στη φάση της τελικής επαφής. Εκεί, το εγώ είναι απορροφημένο από το όχι εγώ, με διαφορετικό τρόπο όμως από την προ-επαφή, αφού έχει ήδη υπάρξει επαφή. Σε αυτήν τη συμβολή, δηλαδή, βιώνεται το μη διαφορετικό, συνεπώς δεν βιώνεται η αίσθηση της συνάντησης και της επαφής. Είναι βεβαίως ένα βίωμα. Και είναι σημαντικό βίωμα, όπως η αίσθηση που έχουμε στον διαλογισμό ή όταν γινόμαστε ένα με το σύμπαν, τον Θεό, την ανώτερη δύναμη ή τον λατρεμένο μας.
Ενώ δηλαδή υπάρχει το διαφορετικό, το όριο διαλύεται. Στην προ-επαφή το διαφορετικό δεν υπάρχει. Συμβαίνει στο μωρό που θηλάζει, όταν συμπάσχουμε στον πόνο του άλλου ή σε στιγμές ιδιαίτερες, όπως στον έρωτα. Κατά τη διάλυση του ορίου δημιουργείται μια συνθήκη όπου μπερδεύουμε κάποιον με εμάς. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα συναισθήματά μας ή τη στάση μας από τον άλλον. Αυτό συμβαίνει συχνά στις σχέσεις, ή όταν βρισκόμαστε σε μια μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων. Νομίζουμε ότι είμαστε σε επαφή. Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε σε αυθεντική υγιή επαφή, αφού δεν διαφοροποιούμαστε από τον άλλον. Ο θεραπευτής, όταν χρειάζεται, ωφέλιμο είναι να παράσχει κάποιου είδους πρόκληση, ώστε να μετατοπιστεί από τη θέση της συμβολής και να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του, τη διαφορετικότητά του και, συνεπώς, να ξαναδημιουργήσει το διαλυμένο όριο...
Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν βλέπουμε ένα άδειο χωράφι και αρχίζουμε να φαντασιωνόμαστε βλέποντας πάνω του το σπίτι των ονείρων μας, το σπίτι αυτό που βλέπουμε ανήκει στο μάτια του μυαλού μας και προβάλλεται στο τοπίο. Στο όριο λοιπόν, βλέπουμε τις επιθυμίες μας, τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα μας ή οτιδήποτε έρχεται από μέσα μας. Όταν γίνεται με επίγνωση, όπως για παράδειγμα στην τέχνη (πχ ζωγραφική ),τότε έχουμε υγιή επαφή. Όταν γίνεται χωρίς επίγνωση, τότε έχουμε μη υγιή επαφή καθώς δεν συνειδητοποιούμε ότι εμείς φτιάχνουμε το όριο κατασκευαστικά (δεν το συναντάμε στην αλήθεια του, το χωράφι είναι άδειο) ούτε βέβαια συνειδητοποιούμε ότι το χειριζόμαστε (το όριο).
Προβολή
Προβολή μπορεί να έχουμε στη φάση της επαφής, αλλά και της μετα-επαφής. Είναι η στιγμή όπου δεν διαλύουμε το όριο, αλλά του αλλάζουμε θέση. Για παράδειγμα, όταν κρυώνουμε και ρωτάμε τον διπλανό μας αν κρυώνει. Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν βλέπουμε ένα άδειο χωράφι και αρχίζουμε να φαντασιωνόμαστε βλέποντας πάνω του το σπίτι των ονείρων μας, το σπίτι αυτό που βλέπουμε ανήκει στο μάτια του μυαλού μας και προβάλλεται στο τοπίο. Στο όριο, λοιπόν, βλέπουμε τις επιθυμίες μας, τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα μας ή οτιδήποτε έρχεται από μέσα μας. Όταν γίνεται με επίγνωση, όπως για παράδειγμα στην τέχνη (πχ ζωγραφική) ,τότε έχουμε υγιή επαφή. Όταν γίνεται χωρίς επίγνωση, τότε έχουμε μη υγιή επαφή καθώς δεν συνειδητοποιούμε ότι εμείς φτιάχνουμε το όριο κατασκευαστικά (δεν το συναντάμε στην αλήθεια του, το χωράφι είναι άδειο) ούτε βέβαια συνειδητοποιούμε ότι το χειριζόμαστε (το όριο).
Ενώ λοιπόν στη συμβολή δεν υπάρχει το όριο, στην προβολή βρισκόμαστε και στις δύο πλευρές του ορίου που εμείς δημιουργήσαμε, για να καλύψουμε την ανάγκη μας. Το παραπάνω συμβαίνει όταν φτιάχνουμε ένα περιβάλλον με στοιχεία του Εαυτού μας, όταν δηλαδή το εγώ φτιάχνει ένα όχι εγώ και μετά το συναντά. Για παράδειγμα, να με ενοχλήσει η συμπεριφορά του διευθυντή μου, να μην πατήσω σ ' αυτό το συναίσθημα της ενόχλησης εκείνη τη στιγμή, και μετά από ώρες να τον δω και να έχω αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα, ότι ο διευθυντής είναι ενοχλημένος μαζί μου.
Στην ουσία, μετατοπίζω το όριο, προβάλλοντας στο περιβάλλον τον εαυτό μου και έτσι βλέπω το θυμό μου. Εδώ, το όριο δεν με συνδέει με το όχι εγώ, αλλά με τον εαυτό μου. Το συγκεκριμένο παράδειγμα αφορά τον δημιουργικό τρόπο προσαρμογής με διαταραχή ορίου, σε σχέση με την αντίδραση στον συγκεκριμένο θυμό ως μορφή. Σε άλλη περίπτωση, η μορφή του θυμού μπορεί να σχηματιστεί αλλιώς και να πάρει και άλλες μορφές.
Ενδοβολή
Ενδοβολή μπορεί να έχουμε στη φάση της επαφής, της τελικής επαφής και της μετα-επαφής. Και εδώ, όπως και στην Προβολή, το όριο υπάρχει ως σημείο συνάντησης διαφορετικότητας. Επίσης, όμως, το τοποθετούμε αλλού από εκεί που πραγματικά είναι. Ό,τι υπάρχει στο περιβάλλον -απόψεις, ιδέες, εκφράσεις, ηθικές αξίες-το βιώνουμε σαν να είναι μέσα μας. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουμε την επιθετική διαδικασία της πέψης για αφομοίωση (θυμηθείτε πως διογκώνετε τα φαγητά: ουσιαστικά, τα δόντια επιτίθενται στο φαΐ) και αποφεύγουμε τη διάσπαση την καταστροφή, όλη αυτή τη διαδικασία που χρειάζεται για να γίνει κάτι δικό μας. Δεν πλησιάζουμε καν δηλαδή το ''oχι εγώ''. Το καταπίνουμε αμάσητο.
Οπότε το όριο δεν είναι μεταξύ του εγώ και του όχι εγώ, αλλά ανάμεσα σε ένα μέρος του εαυτού μας και σε ένα άλλο μέρος του εαυτού μας. Έτσι, το περιβάλλον μπαίνει μέσα μας αμάσητο, παραμένοντας στην αρχική του μορφή. Απλώς τοποθετείται σε ένα νέο πεδίο.
Ενδοβολή είναι και η μίμηση. Όταν γίνεται με επίγνωση, είναι υγιής. Διαφορετικά, δεν είναι υγιής επαφή. Ενδοβολή είναι να συμφωνείς, χωρίς να το έχεις επεξεργαστεί, με τις προτάσεις του διευθυντή σου. Και εδώ η επίγνωση θέσης κάνει τη διαφορά. Αν η ζωή ενός οργανισμού στηρίζεται σε οτιδήποτε έχει ενδοβάλει, τότε η μορφή της αποκτά ασάφεια, γίνεται άχρωμη και μη διαυγής. Στην ουσία, δεν είναι ο καπετάνιος στο καράβι του. Δεν χαράζει αυτός την πορεία, δεν κρατά το τιμόνι. Χάνεται η αυθεντικότητα του Εαυτού τόσο προς τον εαυτό όσο και προς το περιβάλλον. Θα μιλάει αλλά η φωνή του δεν θα ακούγεται καθαρά και δυνατά.
Αναστροφή
Στην αναστροφή, τα όρια παραμένουν, δεν διαλύονται, αλλά διαταράσσονται και αλλάζουν θέση μέχρι να μετασχηματιστεί αυτό που το ''εγώ συναντά στο ''όχι εγώ''. Το όριο μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος τοποθετείται εκεί, ώστε το ''εγώ'' να είναι το ''περιβάλλον''. Το εγώ ασκεί μια δράση στο εγώ και όχι στο περιβάλλον. Το εγώ είναι και στις δυο πλευρές του ορίου. Για παράδειγμα, κακοποιώ τον αυτό μου χτυπώντας το πόδι μου με το χέρι μου, για να μη χτυπήσω κάποιον που με προσέβαλε. Όταν γίνεται με επίγνωση, είναι υγιής επαφή, όπως για παράδειγμα το να δαγκώνεις τα χείλη σου από τα νεύρα σου και όχι το παιδί σου.
Εγωτισμός
Σε αυτό το σημείο, πριν μιλήσω για τον εγωτισμό, θεωρώ σημαντικό να ξεχωρίσουμε και να αποκτήσουμε διάκριση μεταξύ του εγωτισμού και του αυτισμού ή ανθρώπων που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, όπως ΔΑΔ (Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή) ή Άσπεργκερ. (Είναι η διαφορά μεταξύ του εγώ και του εαυτού.) Το αναφέρω αυτό γιατί είναι ωφέλιμο ως θεραπευτές, και όχι μόνο, να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τη διαφορά, καθώς στις μέρες μας όλο και περισσότερο πλέον γίνεται σωστή διάγνωση αυτών των ανθρώπων, και συνεπώς αυξάνεται και ο καταγεγραμμένος αριθμός τους.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν παρατηρείται αύξηση στον πυρηνικό αυτισμό, αλλά στο φάσμα του αυτισμού. Είναι άνθρωποι που έχουν στοιχεία αυτισμού αλλά, σε αντίθεση με τον αυτισμό, όπου υπάρχει παντελής άρνηση της κοινωνικής επαφής λόγω ολικής ανικανότητας, στο φάσμα υπάρχει μεγάλη επιθυμία κοινωνικής διάδρασης, η οποία συγχρόνως συνοδεύεται από έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων. Και δυστυχώς, πολλές φορές, λόγω μη διάκρισης μεταξύ εγωτισμού και αυτισμού, οι άνθρωποι αυτοί δεν λαμβάνουν πραγματική θεραπεία. Η διάκριση είναι δύσκολη, καθώς τόσο οι εγωτιστές όσο και οι του φάσματος παρουσιάζουν όμοια στάση και συμπεριφορά, όσον αφορά τη διάδραση, δηλαδή έλλειψή της. Δεν είναι όμως αδύνατη.
Η κύρια διαφορά είναι ότι οι εγωτιστές διαθέτουν την εγκεφαλική δομή να έχουν ικανότητα διάδρασης, η οποία όμως μπλοκάρεται ίσως από ψυχολογικούς λόγους, σοκ παιδικής ηλικίας ή γονικές αστοχίες. Γι' αυτό και λείπει. Αντιθέτως, όσοι βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού δεν έχουν τη συγκεκριμένη εγκεφαλική δομή ικονότητας κοινωνικής διάδρασης. Χρειάζεται να τη χτίσουν. Υπάρχει νευροφυτική διαταραχή, η οποία ευτυχώς, με ανάλογες θεραπείες, σε μεγάλο βαθμό υποκαθίσταται, κυρίως, αν η διάγνωση γίνει έγκαιρα. Γι' αυτό, οι θεραπευτές χρειάζεται να ενημερώνονται διαρκώς όσον αφορά τις νέες επιστημονικές καταστάσεις, ώστε να παρέχουν σωστή θεραπεία.
Η διαφορά μεταξύ εγωτισμού και ΔΑΔ
Η διαφορά μεταξύ εγωτισμού και ΔΑΔ μπορεί να γίνει αντιληπτή από μικροδιαφορές στις αντιδράσεις τους. Για παράδειγμα, υπάρχει τεράστια διαφορά αντίδρασης όταν τους αναφέρεις το "τι" συνέπεια έχει η στάση τους στο περιβάλλον και "πως" το διαταράσσουν. Συνήθως, οι εγωτιστές απαντούν με έντονα επιχειρήματα, αναφερόμενοι ξανά στο εγώ τους. Ενώ οι του φάσματος (οι οποίοι δεν έχουν "εγώ" αλλά "εαυτό", ούτε εγωτισμό, αφού αυτός αναπτύσσεται σε όσους έχουν κοινωνική δεξιότητα, αλλά "εαυτισμό"), σε κοιτούν με μάτια απλανή (είναι δύσκολο να βγουν από τον εαυτό τους και τις ανάγκες τους, να συνειδητοποιησουν ότι κάτι υπάρχει εκεί έξω και έχει και αυτό ανάγκες) και συνεχίζουν να μην καταλαβαίνουν τι τους λες. Σε κοιτούν έκπληκτοι, σαν να τους μιλάς κινέζικα. Και όντως γ'ι αυτούς Κινέζικα είναι. (Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να έχουμε έναν άνθρωπο που να έχει ΔΑΔ Και συγχρόνως και εγωτισμό).
διάκριση αυτή είναι σημαντική, καθώς υποδηλώνει τελείως διαφορετικές θεραπευτικές διαδράσεις. Στην περίπτωση του εγωτισμού, ξέρουν ότι υπάρχει περιβάλλον και το χρησιμοποιούν προς όφελός τους. Αντίθετα, αυτοί πoυ κινούνται στο Φάσμα του αυτισμού αγνοούν την ύπαρξη του περιβάλλοντος και είναι συνεχώς επικεντρωμένοι στις ανάγκες του εαυτού τους.
Στον εγωτισμό εστιάζουμε στη μορφή της εκτίμησης του άλλου. Στην περίπτωση του φάσματος εστιάζουμε στην ανάδειξη της μορφής της ύπαρξης και παρουσίας του άλλου. Στον εγωτισμό, λοιπόν, κάποιος μιλάει για να ακούσει τον εαυτό του ή για να επιδείξει την εξυπνάδα του. Ή κάποιος δεν ακούει τον άλλον, αλλά σκέφτεται τι θα πει. Ή κάποιος επιδεικνύει πόσο ενδιαφέρεται για τους άλλους και, στην πραγματικότητα, προβάλλει τον εαυτό του. Αυτό διαφέρει με το τι έχουμε πει ως τώρα. Το όριο δεν αλλάζει σημείο. Ούτε διαλύεται.
Στον εγωτισμό υπάρχει μόνο ένα όριο επαφής. Το άτομο φτιάχνει τη μορφή που θέλει μόνο με τη δική του συνεισφορά στη συνάντηση. Η διάδραση είναι απούσα. Το όριο αφορά μόνο τη μία πλευρά και, συγκεκριμένα, ή να έχουν την αίσθηση του ενός για τον εαυτό του. Δεν υπάρχει διάδραση και πάρε-δώσε. Στον εγωτισμό το εγώ ούτε που ενδιαφέρεται για το ποιος ή τι είναι το όχι εγώ. Αν γίνει με επίγνωση, για παράδειγμα να πω δέκα φορές κάτι, μπας και ακουστώ, είναι υγιής επαφή. Χωρίς επίγνωση, χάνεται η επαφή, καθώς οι μορφές είναι στείρες, αυστηρές, επιδεικτικές, ανελαστικές. Ο εγωτισμός, λοιπόν, είναι διαταραχή ορίου ως τρόπος δημιουργικής προσαρμογής, ενώ το ΔΑΔ είναι δομική κατάσταση.
Ανάκλαση
Εδώ, ο άνθρωπος μετατοπίζει το όριο σε κάτι άλλο ή σε κάποιο άλλο σημείο στο πεδίο. Για παράδειγμα, θυμώνεις με τον φίλο σου και κλωτσάς τον σκύλο σου. Ή, σε μια κηδεία όπου κορυφώνεται το δράμα, αναφέρεσαι σε ένα αστείο και στρέφεται αλλού το ενδιαφέρον. Όταν γίνεται με επίγνωση, είναι υγιής επαφή. Είναι ωφέλιμο δηλαδή να βαρέσεις την πόρτα και όχι έναν άνθρωπο. Όταν γίνεται χωρίς επίγνωση, δεν είναι υγιής επαφή, καθώς δεν φταίει ο σκύλος επειδή την ώρα που κάποιος ήταν θυμωμένος πέρναγε από μπροστά του κι έφαγε την κλωτσιά.
Προβολική αναστροφή
Προβολική αναστροφή έχουμε όταν κάνεις στον εαυτό σου ό,τι επιθυμείς για τον εαυτό σου, π.χ. χαϊδεύεις το χέρι σου. Εδώ, το όριο μετατοπίζεται μέσα στο εγώ. Στην αναστροφή, θες να χαϊδέψεις τον άλλον και χαϊδεύεις εσένα. Στην προβολική αναστροφή το επιθυμείς για σένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου