Από την αυγή της ιστοριογραφίας ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος έκαμαν λόγο για τον τρόπο διαπραγματεύσεως του υλικού των. Είπαν (ως εις παράβασιν) πως θα εργασθούν ή πως επραγματεύθηκαν το θέμα των άνοιξαν έτσι το μεγάλο κεφάλαιο της μεθοδολογίας της ιστορίας.
Ο Θουκυδίδης είναι και σ’ αυτό το θέμα densus et brevis1. Το κεφάλαιο της μεθόδου (A' 22) και ιδιαίτερα το χωρίο που αφορά στις δημηγορίες (22, 1) κατέχει ίσως την πρώτη θέση στις θουκυδιδικές έρευνες. Ο Ο. Luschnat ομιλεί για Geschichte der Interpretation του κεφαλαίου, που την παρακολουθεί με κριτικό βλέμμα από την αρχή της, το 18282.
Η ενασχόληση με το χωρίο αυτό (που εξετάζεται είτε αυτοτελώς είτε με κάθε σχεδόν δημηγορία) υπήρξε τόσο πυκνή και διεξοδική από εκατοντάδες μελετητών κατά τα τελευταία 150 έτη ώστε σήμερα πια η σχετική έρευνα θεωρείται ολοκληρωμένη από κάθε πλευρά. Και κορυφαία μέλη του Συμποσίου μας3 θεωρούν μάταιη κάθε νέα σχετική προσπάθεια. Επομένως οι προϋποθέσεις ενός νέου πλησιάσματος του χωρίου αυτού δεν είναι ενθαρρυντικές.
Δεν ωθεί όμως στην σημερινή προσέγγιση ο πειρασμός να ασχοληθεί κανείς με ένα πελώριο ιστοριογραφικό πρόβλημα που επεσήμανε ο Θουκυδίδης και έδωσε σ’ αυτό λύση που φέρει πρόδηλα την σφραγίδα του. Ούτε η ανάγκη να παρουσιασθεί απλώς το obscurum per explicitum. Ωθεί σ’ αυτό η πεποίθηση ότι μία νέα ερμηνεία, που θα προταθεί, εξηγεί το θέμα, πιστεύω, πιστότερα και δίδει νόημα καθολικώτερο και υπερχρονικώτερο. Ύστερα από την εξέταση που θα επιχειρηθεί στο χωρίο, θα γίνει φευγαλέα αναφορά στις συνέπειες που έχει η νέα θεώρηση όχι μόνο στο θέμα των λόγων, αλλά και στο σύνολο του έργου.
Το χωρίο (Α' 22, 1), 7 στίχων στην έκδοση Οξφόρδης (των Η. S. Jones και J. Ε. Powell, 1900, ανατ. 1970), είναι μπροστά μας:
Καί ὅσα μέν λόγῳ εἶπον ἕκαστοι ἤ μέλλοντες πολεμήσειν ἤ ἐν αὐτῷ ἤδη ὄντες, χαλεπόν τήν ἀκρίβειαν αὐτήν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί τε ὧν αὐτός ἤκουσα καί τοῖς ἄλλοθέν πόθεν ἐμοί ἀπαγγέλλουσιν· ὡς δ’ ἄν ἐδόκουν ἐμοί ἕκαστοι περί τῶν αἰεί παρόντων τά δέοντα μάλιστ’ εἰπεῖν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατά ταῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, ὄντως εἴρηται.
Και σε μια αγγλική (την πιο γνωστή ίσως) μετάφραση του Rex Warner (1954, ανατ. 1972).
In this history I have made use of set speeches some of which were delivered just before and others during the war. I have found it difficult to remember the precise words used in the speeches which I listened to myself and my various informants have experienced the same difficulty; so my method has been, while keeping as closely as possible to the general sense of the words that were actually used, to make the speakers say what, in my opinion, was called for by each situation.
Μεταφράσεις και παραφράσεις έχουν γίνει πολλές και ποικίλες. Οι διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στα πιο φορτισμένα σημεία του χωρίου (αυτά που είναι σε πλάγια), σ’ αυτά ίσως που κατά την παρατήρηση του Grosskinsky κάθε Obersetzen ή Paraphrasieren είναι ανέφικτα4. Είναι εξ άλλου δύσκολο να εκτεθούν εδώ και να συζητηθούν ορισμένες αποδόσεις και να δειχθεί σε ποιό βαθμό μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Από την ανάλυση που θα ακολουθήσει και από ό,τι θα προταθεί θα φανεί ο βαθμός αποκλίσεως από το ανωτέρω και από άλλες σχετικές θέσεις.
Ὅσα λόγῳ εἶπον: τά λεχθέντα
Στους 4 πρώτους στίχους (από τους 7) ο Θουκυδίδης διατυπώνει το θέμα των λόγῳ ρηθέντων και το πρόβλημα που του εδημιούργησαν. Στους υπολοίπους στίχους αναφέρει τον τρόπο, την μέθοδο που ακολούθησε για να μας παραδώσει αυτούς τους λόγους, όχι μόνο τους ευθείς αλλά ίσως και τους πλαγίους.
Δεν θα επιμείνω σε διεξοδική ανάλυση του χωρίου που πράγματι έγινε από τον Aug. Grosskinsky (κυρίως απ’ αυτόν) και μάλιστα bis in die letzten Einzelheiten5. Θα επιμείνω μόνο στα σημεία που πιστεύω ότι έχουν ερμηνευθεί λανθασμένα. Και νομίζω ότι είναι καλή αφετηρία αυτά τά λεχθέντα. Από την πελώρια βιβλιογραφία που υπάρχει φαίνεται ότι οι διάφοροι μελετητές σχεδόν ταυτίζουν αυτά τά λεχθέντα με τους λόγους που βρίσκομε στο θουκυδίδειο κείμενο. Η όλη συζήτηση γίνεται για το αν ο Θουκυδίδης τους απέδωσε πιστά ή όχι. Το ερώτημα που θέτουν είναι αν έχομε τα ipsissima verba ή όχι. Οι μελετητές κυμαίνονται, όπως διατυπώνει ο Kagan, from one extreme, that they are fictions completely invented by Thucydides, to the other that they are close to verbatim reports of what the speakers said. Ο ίδιος δέχεται ότι the truth is clearly between, αλλά αποκλίνει προς την δεύτερη άποψη6.
Είναι ως να δεχόμεθα ότι σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεκαετιών και σε πλήθος ελληνικών πόλεων που έλαβαν μέρος στον πόλεμο εκφωνήθηκαν τόσοι μόνον λόγοι, ώστε θα μπορούσαν να ακουσθούν (στην μορφή που παραδόθηκαν) σε μία μόνο μέρα. Αλλά είτε ήσαν οι λόγοι αυτοί 41 (ή 141 με τους πλαγίους) θα μπορούσαν να είχαν εκφωνηθεί σε μία μόνον εκκλησία του αθηναϊκού δήμου.
Οι μελετητές λοιπόν ξεκινούν από λανθασμένη αφετηρία, θα λέγαμε, εξισώσεως των εκφωνηθέντων λόγων και εκείνων που μας παρέδωσε ο Θουκυδίδης. Μόνο κάποιοι ομιλούν αόριστα και φευγαλέα για επιλογή (Auswahl) εκ μέρους του ιστορικού. Και όμως είναι τόσο θεμελιακό το πρόβλημα που από την αντιμετώπισή του θα εξαρτηθούν και τα άλλα ασαφή σημεία του χωρίου.
Το χωρίο που εξετάζομε θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί: τά λεχθέντα (ὅσα λόγῳ εἶπον). Τί ελέχθη σ’ αυτόν τον μεγάλο και αξιολογώτατο πόλεμο (και ήταν αυτός ο πόλεμος άραγε αξιολογώτατος τοις λεχθείσι ή τοις πραχθείσι;). Σ’ αυτόν τον πόλεμο (προ της εκρήξεως ή εντός αυτού) ελέχθηκαν πολλά στην Αθήνα, την Σπάρτη, την Κόρινθο, τις Συρακούσες και άλλες πόλεις από πολιτικούς (ολιγαρχικούς και δημοκρατικούς), από στρατιωτικούς και άλλα πρόσωπα. Πώς τώρα όλα αυτά τα λεχθέντα να γίνουν γραφέντα; Είναι επιτρεπτό το ερώτημα για τις συνθήκες του αρχαίου κόσμου; Και είναι αναγκαία αυτή η καταγραφή ή επωφελής για την ιστορική σύνθεση σε περίπτωση που θα ήταν εφικτή; Η απάντηση που θα έδιδε ο Θουκυδίδης συμφωνεί άραγε με την απαίτηση της σύγχρονής μας ιστοριογραφίας; Θα δούμε παρακάτω.
Ἡ ἀκρίβεια τῶν λεχθέντων
Αφού αντικειμενικοί λόγοι, όπως είδαμε, δεν επέτρεπαν να έχει κανείς όλους τους λόγους που εκφωνήθηκαν στον πόλεμο (ο Θουκυδίδης σημειωτέον δεν ομιλεί για λόγους που εκφωνήθηκαν μετά το τέλος του πολέμου, όπως γίνεται συνήθως σε διασκέψεις ειρηνικού διακανονισμού), θα δούμε τί τουλάχιστον ήταν δυνατό να αναζητήσει ο ιστορικός. Ήταν δυνατό και φυσικό να αναζητήσει από την πληθώρα των λόγων εκείνους που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Στην περίπτωση αυτή θα αναζητήσει το πού και το πότε, την χωροχρονική δηλ. τοποθέτηση των λόγων στο πλαίσιο του όλου πολέμου. Θα μπορούσε όμως ακόμη να αναζητήσει από όλα όσα ελέγονταν εδώ και εκεί, από όσα άκουε ο ίδιος ή από όσα του έλεγαν, μόνο τα κύρια σημεία, την ουσία των λεχθέντων. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο ιστορικός θα έκανε επιλογή· θα περιοριζότανε σε ένα ορισμένο αριθμό λόγων και θα κρατούσε τα κύρια και ουσιώδη σημεία των λεγομένων.
Αλλά δεν επιθυμεί ο ιστορικός την ἀκρίβειαν; Όλοι οι μελετητές αποδίδουν την λέξη με την πιστότητα. Έτσι με το να θεωρείται δύσκολο να θυμάται κανείς τα όσα ελέχθηκαν ο Θουκυδίδης παρουσιάζεται να καταφεύγει μπροστά στις αντικειμενικές δυσκολίες απομνημονεύσεως των λεχθέντων (ή του πραγματολογικού περιεχομένου των ρηθέντων) στο ὥς δ’ ἄν ἐδόκουν ἐμοί... εἰπεῖν…
Μερικές προκαταρκτικές ενστάσεις στα ανωτέρω: δεν θα υπήρχαν και λόγοι που ούτε άκουσε ο Θουκυδίδης ούτε του είπαν άλλοι κάτι γι’ αυτούς; δυσκολία, εξ άλλου, δεν υπάρχει μόνο στο να μάθει κανείς κάτι αλλά και να το συγκροτήσει, θα λέγαμε και να το δώσει κατά τρόπο που να είναι ευμνημόνευτο. Στην όλη φράση χαλεπόν τήν ἀκρίβειαν αὐτήν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί νομίζω ότι ο Θουκυδίδης δηλώνει μεν πράγματι κάτι δύσκολο, αλλά το χαλεπόν σημαίνει όχι μόνο αυτό το δύσκολο, αλλά ό,τι παρέχει δυσκολίες, ό,τι δημιουργεί προβλήματα. Η χαλεπή πενίη του Θεόγνιδος7 είναι όχι η δύσκολη στην απόκτησή της φτώχεια (κάθε άλλο) αλλά η ανέχεια που σε κάνει να ζαρώνεις και να μην έχεις πρόσωπο. Για να γυρίσομε στον Θουκυδίδη χαλεπόν διαμνημονεῦσαι σημαίνει αυτό που του παρείχε δυσκολίες στην απομνημόνευση κατά κύριο λόγο. Τί είναι όμως αυτή η ακρίβεια που δημιουργούσε στον ιστορικό αυτό το πρόβλημα; Δεν είναι το πρωταρχικό, θεμελιακό αίτημα της ιστορίας;
Θα ήταν, νομίζω, αφελές να δηλώσει ο Θουκυδίδης σε ένα μάλιστα χωρίο ιδιαίτερα πυκνό ότι η ἀκρίβεια αὐτή ταῶν λεχθέντων ήταν κάτι το δύσκολο και ανέφικτο. Ο Θουκυδίδης δεν μπορούσε να πει κάτι αυτονόητο και πασίδηλο.
Οι ερευνητές ερμηνεύουν γενικώς την λέξη ως εξής: den genauen Wortlaut, the precise words, accurately everything, αυτολεξεί. O Grosskinsky έχοντας προφανώς επίγνωση των δυσκολιών ή αδιεξόδων που παρουσιάζει κάθε απόδοση αφήνει την λέξη αμετάφραστη: die άκρίβεια αύτή des gesagten ή την δίδει εκγερμανισμένη die Akribie8.
Είπαμε παραπάνω ότι ο Θουκυδίδης δεν μπορεί να είπε κάτι το τελείως αυτονόητο και άρα περιττό, πώς μπορούσε ο ιστορικός να πληροφορηθεί για λόγους που εκφώνησαν όχι μόνο οι μεγάλοι αντίπαλοι αλλά και όλοι οι εμπόλεμοι; Αξιοπαρατήρητο είναι, πιστεύω, ότι δεν ομιλεί ο Θουκυδίδης δι’ όσα είπαν αμφότεροι ή εκάτεροι (οπότε θα εννοούσε τους δύο κορυφαίους αντιπάλους), αλλά δι’ όσα είπαν έκαστοι. Τι είπαν όμως (και σε ποιά διάλεκτο και γλώσσα) ο Νικίας της Γόρτυνος, οι Εγεσταίοι και οι Θεσσαλοί αντίπαλοι του Βρασίδα;
Η ετυμολογία του ἀκριβής (ἀκρίβεια) δεν είναι ασφαλής. Αλλά έχει προταθεί ότι από το άκρος, κρίνω ακροκριβής γίνεται καθ’ απλολογίαν το ἀκριβής (και ἀκρίβεια). Αυτό διαφωτίζει, πιστεύω, τα πράγματα. Το δεύτερο συνθετικό είναι το κρίνω (λατ. cemo) και σημαίνει ξεχωρίζω, αποφασίζω, διαλέγω. Άκρον εξ άλλου είναι το κορυφαίο, το πιο επιφανές σημείο. Ακρίβεια λοιπόν είναι το ξεχώρισμα των μερών και των πιο επιφανών σημείων, των πιο σημαντικών.
Ο Θουκυδίδης λοιπόν με την ἀκρίβειαν αυτήν των λεχθέν- των εννοεί το ξεχώρισμα, την επιλογή των πιο σημαντικών στοιχείων, επιχειρημάτων, απόψεων και θέσεων που διατυπώθηκαν στον πόλεμο και είχαν επίδραση στην εξέλιξή του. Εννοεί τα κεφαλαιώδη, αυτά που επιπλέουν και μένουν ανεξίτηλα στην μνήμη· είναι, ως θα έλεγε ο ίδιος ο Θουκυδίδης (Α' 21, 1), τά ἐπιφανέστατα σημεῖα.
Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρεται στην λεκτική ακρίβεια κάθε μεμονωμένου λόγου, αλλά στο σύνολο των λεχθέντων, στο όλο πλέγμα των δημηγοριών ο ιστορικός ζητούσε να έχει εποπτικότητα και να βρει τους αρμούς που θα επέτρεπαν διάκριση του όλου σε επιμέρους και ιεράρχηση· ζητούσε να βρει τί λεγότανε σε κάθε (κρίσιμη κυρίως) φάση του πολέμου, πώς έβλεπαν τα πράγματα οι εμπόλεμοι· ζητούσε να έχει σαφήνεια, θα λέγαμε, της λεκτικής αποδόσεως του πολέμου, ως αντιστοίχως επεδίωκε ανάλογη σαφήνεια (τό σαφές) της πολεμικής εξελίξεως· τους δύο μάλιστα αυτούς χωριστούς τομείς (λόγους και έργα) τους έβλεπε να έχουν ιδιαίτερο εσωτερικό δεσμό.
Η πλησιέστερη σε σημασία λέξη του ἀκριβόω (ῶ) είναι το κεφαλαιῶ και ο ίδιος ο Θουκυδίδης μας επιτρέπει, πιστεύω, με την χρήση αυτού του ρήματος να δούμε τον τρόπο εργασίας του. Στο Η' 53, 1 αναφέρει λόγους ἐποιοῦντο ἐν τῷ δήμῳ κεφαλαιοῦντες ἐκ πολλῶν. Αν έκρινε σκόπιμο θα μας έδιδε μερικούς τέτοιους λόγους ως κεφαλαίωσιν, θα λέγαμε, των λεχθέντων. Για άλλους όμως λόγους κρίθηκαν ίσως απρόσφορες οι δημηγορίες στο τελευταίο τμήμα του έργου του.
Ἀκρίβεια και κεφαλαίωσις (ἀκριβῶ και κεφαλαιῶ) είναι συνώνυμα. Η ακρίβεια (ή κεφαλαίωση), η ανεύρεση των κορυφαίων σημείων ή η συμπύκνωση, η συνοπτική θεώρηση, η σταχυολόγηση, δεν ήταν εύκολο έργο. Και η δυσκολία, όπως θα δούμε, δεν εντοπιζότανε μόνο στην σύλληψη Kat κατανόηση. Αν ο Θουκυδίδης είχε επιτύχει να βρει τα άκρα, τα κεφάλαια των λόγων, ετελείωνε το έργο του;
Όλα αυτά δεν ήταν μόνο δυσχερή στην απόκτηση αλλά και στη διαμνημόνευσή των. Όλα αυτά έπρεπε να συγκροτηθούν στην μνήμη, να δοθούν κατά τρόπο ευσύνοπτο και ευμνημόνευτο. Το χαλεπόν... διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί φανερώνει τον πονοκέφαλο του ιστορικού να βάλει σε τάξη αυτά τα κεφαλαιώδη. Οι δυσκολίες λοιπόν δεν έληξαν με το να παραιτηθεί ο ιστορικός από τα ipsissima verba. Αυτά θα ήταν χίμαιρα να τα ζητήσει και θα έπρεπε να έχει γιγάντια μνήμη να τα συγκρατήσει. Ο ιστορικός δηλώνει ότι δυσκολεύθηκε να βολέψει αυτά που μένουν, λόγω της σημασίας των, στην μνήμη· αυτά που δεν μπορεί να ξεχασθούν. Και σε οποιοδήποτε σημείο του πολέμου (ή μετά τον πόλεμο) θα επεχείρησε αυτό το κοσκίνισμα, για να βρει τα καίρια (και μη ξεχνάμε την ετυμολογική συγγένεια των λέξεων καιρός και κρίνω), θα αναγκαζότανε (ας μη αμφιβάλλομε) να κάνει πολλές ανακεφαλαιώσεις, αναθεωρήσεις και ανακατατάξεις. Δεν είναι μόνο να βρεις τα καίρια αλλά και να τα ιεραρχήσεις. Το πρόβλημα που προβάλλει τώρα (το πιο κρίσιμο) είναι πώς αυτά θα δοθούν σε ένα ιστορικό έργο.
Τά δέοντα περί τῶν αἰεί παρόντων
Από το ευρύτερο σύνολο των λόγων, από αυτό τον μεγάλο αρχικό κύκλο, περιήλθαμε σε ένα στενώτερο που περιέχει μόνο τα κεφαλαιώδη σημεία των όσων ελέγοντο. Λόγω όμως του ότι και αυτά τα σημεία του πολέμου ήσαν δυσοικονόμητα, ο Θουκυδίδης θα μας πει τον τρόπο που εργάσθηκε για να τακτοποιήσει αυτά τα κεφαλαιώδη. Μας λέγει αμέσως πώς ενήργησε και τί μας έχει παραδώσει: Οὕτως εἴρηται. Ο συντελικός χρόνος φανερώνει, πιστεύω, ότι το σχετικό θέμα είναι ολοκληρωμένο και κείται μπροστά μας. Το εἴρηται αυτό που θα μας βοηθήσει και σε άλλο συλλογισμό φωτίζει και το πελώριο θέμα περί του χρόνου που έγραψε ο Θουκυδίδης τους λόγους αλλά και το κεφάλαιο περί της μεθόδου. Σημειώνομε μόνο εδώ ότι είναι πειστικώτερο να έχουν γραφεί τα ανωτέρω μετά το 404. Εδώ λοιπόν δηλώνεται ότι κάτι είναι τετελεσμένο και ευρίσκεται μπροστά μας.
Τί όμως πράγματι υπόκειται εδώ; τί είναι γεγραμμένο (ακριβέστερα τί είναι ειρημένο); απλούστερα· ποιό είναι το υποκείμενο του είρηται; Είναι τά δέοντα. Τά δέοντα αυτά λέγονται όχι αυτοτελώς και ανεξάρτητα αλλά περί τῶν αἰεί παρόντων.
Το περί τῶν αἰεί παρόντων ερμηνεύεται συνήθως by each situation ή about the various situations, όλοι όμως εννοούν κατάσταση του ιδίου του Πελοποννησιακού πολέμου. Το νόημα, πιστεύω, είναι βαθύτερο και καθολικώτερο. Το περί τῶν αἰεί παρόντων σημαίνει σε κάθε μια από τις καταστάσεις που παρουσιάζονται σε κάθε πόλεμο, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό σε ένα μεγάλο και αξιολογώτατο πόλεμο, όπως τον Πελοποννησιακό, που θα τα έδωσε εντονώτερα και εναργέστερα.
Τα αίεΐ παρόντα είναι τα απαραίτητα σε κάθε πόλεμο ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Ο Θουκυδίδης θηρεύει το καθολικό και αιώνιο και θα ήταν πράγματι παράδοξο και ανακόλουθο να μη φαίνεται αυτή η ζήτησις σ' αυτό ακριβώς το κεφάλαιο, όπου ο ίδιος ο ιστορικός δηλώνει την μεγαλόπνοη πρόθεσή του: ὅσοι βουλήσονται τό σαφές σκοπεῖν.. κτῆμά τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται. Η σαφήνεια των πολεμικών γεγονότων (τῶν γενομένων τό σαφές) πιστεύω ότι επιτυγχάνεται και με τις δημηγορίες που πράγματι φωτίζουν τα έργα αλλά έχουν και αυτοτελή αξία. Οι λόγοι είναι πράγματι σπουδαίο κτήμα που εκληροδότησε ο Θουκυδίδης στους ομοτέχνους του. Και οι λόγοι αυτοί είναι το απόσταγμα της σοφίας ενός βαθύτατα πικραμένου ανθρώπου που στην κατανόηση της ιστορικής ροής δοκιμάζει την χαρά της ευρέσεως του ιστορικού ρυθμού και των δυνάμεων που τον ορίζουν. Εξ αιτίας του Θουκυδίδη ίσως χάθηκε μέγα κτήμα των Αθηναίων, η Αμφίπολις, αλλά δόθηκε στην ιστοριογραφία μεγαλύτερο και διαρκέστερο κτήμα, το δικό του geistiges Eigentum10.
Ο ιστορικός μας από τα κρίσιμα που ελέχθηκαν σε καίριες στιγμές του πολέμου κρατεί σε νέα επιλογή του μόνο όσα συμβαίνουν αἰεί, όσα δίδουν το παρόν σε κάθε πόλεμο. Ο Θουκυδίδης έγραψε ως να ήθελε μια και έξω, άπαξ διά παντός, να καταλάβουν όλοι και για πάντα το φαινόμενο των δυνάμεων που συγκρούονται, το φαινόμενο του πολέμου.
Τά δέοντα
Επειδή με την πτήση του ιστορικού από τον συγκεκριμένο πόλεμο, στα γενικώτερα, στα αἰεί παρόντα, εκείνα άνευ των οποίων δεν λογίζεται πόλεμος, έγινε απομάκρυνση από το βατό ιστορικό πεδίο, με κίνδυνο να αποβεί το έργο πραγματεία περί πολέμου, ο Θουκυδίδης προσγειώνεται στον συγκεκριμένο πόλεμο, που τον ζούσε, με την δήλωσή του ότι όλα αυτά τα αιώνιας σημασίας που συμπυκνώνονται στα δέοντα γράφονται από τον ίδιο με την σκέψη κολλημένη στην ξύμπασαν γνώμην τῶν ἀληθῶς λεχθέντων. Αυτή η γνώμη θα εξετασθεί παρακάτω. Ας σημειωθεί όμως εδώ ότι τα άληθώς λεχθέντα, από τα οποία βγαίνει η ξύμπασα γνώμη, ισοδυναμούν με την αλήθεια των λεχθέντων. Αυτό θυμίζει την ἀκρίβειαν τῶν λεχθέντων. Τα αφηρημένα εξ άλλου ουσιαστικά ἀκρίβεια και ἀλήθεια ισοδυναμούν αντίστοιχα με τα: ακριβή και αληθή.
Μεταξύ ἀκριβείας και ἀληθῶς λεχθέντων υπάρχει σε καίρια θέση του χωρίου η λέξη: τά δέοντα. Από την βαθειά κατανόηση των λεχθέντων ο Θουκυδίδης σε τελευταία ανάλυση και κοσκίνισμα παρεμβαίνει και ηγεμονικά πλέον τοποθετεί τους ρήτορες να λένε τά δέοντα. Το εγώ του Θουκυδίδη παρεμβάλλεται εδώ εντυπωσιακά και σε ένα τρίστιχο βρίσκομε το έμοι τρεις φορές (χαλεπόν... ἦν ἐμοί... ἐμοί ἀπαγγέλλουσιν· ὡς δ’ ἄν ἐδόκουν ἐμοί). Όλα αρχίζουν από το εἴρηται που έχει ποιητικό αίτιο αυτό το ἐμοί. Ἐμοί εἴρηται τά δέοντα = ἐγώ εἴρηκα τά δέοντα.
Είναι λοιπόν πέρα για πέρα οι λόγοι δημιούργημα του Θουκυδίδη αφού δηλώνει ο ίδιος όχι απλώς ότι έχουν γραφεί από αυτόν (αυτό θα συνέβαινε, αν είχε στο κείμενο όχι το εἴρηται αλλά το γέγραπται) αλλά ότι τους έχει πει, ότι είναι ο αγορητής των. Ο ίδιος ο ιστορικός μετριάζει αυτήν την εντύπωση με το ώς δ’ ἄν ἐδόκουν ἐμοί ἕκαστοι... τά δέοντα μάλιστ ’ εἰπεῖν. Παρεμβάλλεται το δοκεῖν, η δόξα του ιστορικού. Οι ρήτορες είπαν τά δέοντα κατ’ εξοχήν, όπως καθένας χωριστά παρείχαν την εντύπωση στον ιστορικό ότι μπορούσαν να τα πουν.
Ποιοί ρήτορες όμως κρύβονται κάτω από το ἕκαστοι; Ενθυμούμεθα ότι ο ακριβολογών Θουκυδίδης επεσήμανε στην αφαιρετική του προσπάθεια ποιά από τα λεγόμενα γενικά του Πελοποννησιακού πολέμου είχαν καίρια σημασία για την εξέλιξή του και ακόμη τον τόπο και τον χρόνο που βρήκαν την πληρέστερη και ανηπροσωπευτικώτερή των έκφραση. Ύστερα από αυτή την χωροχρονική του τοποθέτηση έβαλε στο στόμα διαλεγμένων πάλι ρητόρων να πουν αυτά τά δέοντα.
Με την διασάφηση αυτής της τελευταίας εννοίας, όπως μάλιστα θα πλουτισθεί από την ξύμπασαν γνώμην, θα έχομε πλήρη και με σαφήνεια την πρόθεση του ιστορικού: θα μας αποκαλυφθεί η μέθοδός του.
Με τά δέοντα, που τα θεωρούμε συμβατικά ως μία λέξη, ενώ με το άρθρο (που συγκεκριμενοποιεί την λέξη) είναι δύο, έχομε στα χέρια μας το κλειδί του όλου χωρίου. Με τα δέοντα νοούνται όχι μόνο αυτά που πρέπει, όπως ερμηνεύεται γενικά, αλλά οι απόψεις του ιστορικού. Στην λέξη αυτή είναι κατά τον John Finley the crux of the passage since this is what the speeches chiefly contain11.
Οι αποδόσεις του τά δέοντα μπορούν να καταταχθούν σε 4 κατηγορίες. Δίδομε τις κυριώτερες αποδόσεις σε διάφορες γλώσσες που προέρχονται από δεκάδες θουκυδιδιστών ή άλλων ερευνητών του αρχαίου κόσμου χωρίς παραπομπές και οποιοδήποτε σχολιασμό. Όλα αυτά προ βλέπονταν σε μια ευρύτερη μελέτη του αυτού χωρίου και όλων των δημηγοριών υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο: Θουκυδίδης δεοντολογών.
Οι αποδόσεις που έγιναν διακρίνονται:
1. Σε εκείνες που τά δέοντα μένουν αμετάφραστα: τά δέοντα, ta deonta.
2. Σε εκείνες (θα λέγαμε τις στενώτερες) που αποδίδονται απλώς με το «ό,τι έπρεπε». Ως παραδείγματα: τα αρμοδιώτατα, τα συμφωνότατα, προσφορώτερον, ό,τι απαιτούσαν οι πολιτικές συνθήκες, quae maxime consentanea erant, le langage qui parai- sait convenir, qui repondit le mieux, what was called for, what was required, most appropriate, most necessary, what was demanded, most agreely to the matter, quello che avrebbero dovuto dire, das Erforderliche, am ehesten das Erforderliche, das Wahr- scheinlichste, das Notwendige, das Passendste, Sachgemasse, Ri- chtige, das Gehorige, was am angemmessendsten war.
3. Σ’ αυτές που αποκλίνουν λίγο ή πολύ από τις αμέσως προηγούμενες και καλύπτουν ευρύτερο και πιο συγκεκριμένο νοηματικό χώρο ως αισθήματα, ιδέες, ουσιώδη ή κρίσιμα σημεία, υποχρεώσεις, συμφέροντα: what was nearest to the sum of the truth, the sentiments, the essentials, the objective political or military requirements, what a given speaker may actually have said, the ideal arguments, what to the best of Thucydides’ own judgment (was) called for, what we might call philosophical truths, moral duties..., the decisive elements, the broad considerations justifying any given stand, ideale Wirklichkeit.
4. Σε διφορούμενες και αόριστες: most to the purpose on any matter under determination, that they would severally have spoken to the purpose, what they have to express, etwa, das.
Είναι ευνόητο ότι οι ανωτέρω ποικίλες αποδόσεις θα μπορούσαν να διεκδικήσουν διαφορετική θέση, ίσως και περισσότερες της μιας. Από τις αποδόσεις αυτές εξ άλλου φαίνεται ότι πολλοί ερμηνεύουν τά δέοντα ως επίρρημα (ως να ήτο τά δέοντα δεόντως), ενώ είναι μετοχή αναφορική με το τά προ αυτής και έτσι πρέπει η απόδοση να είναι κάπως: εκείνα τα οποία... Ή να είναι κάποιο ουσιαστικό ή πρόταση ολόκληρη που να επέχει θέση ουσιαστικού. Στην απαίτηση αυτή ανταποκρίνονται πολλές αποδόσεις. Αλλά μερικές ξεφεύγουν από το νοηματικό πεδίο (meaning field) του δέω = έχω ανάγκη.
Υπάρχει όμως άλλη ερμηνευτική δυνατότητα; έχω την εντύπωση ότι οι διάφοροι μελετητές από την ανάγκη των πραγμάτων προχώρησαν σε διάφορες ερμηνείες, ιδίως αυτές της τρίτης κατηγορίας (και της τετάρτης στον βαθμό που διαφαίνεται το νόημα), χωρίς να υποψιασθούν ότι δεν υπσκειται στα δέοντα (ή δεν επαρκεί) το δέω - έχω ανάγκη.
Το ευρύτερο και προσφορώτερο στην περίσταση νόημα αποδίδεται, πιστεύω, από το συγγενικό και ομότυπο ρήμα δέω που απαντάται σε συνηρημένη (συνηθέστερα) αλλά και ασυναίρετη μορφή και σημαίνει: δένω. Δέω (δώ) ή δίδημι σημαίνει συσφίγγω, συνθλίβω, πιέζω. Το ρήμα αυτό απαντάται όχι μόνο στον Όμηρο12 αλλά και στον Θέογνι13, τον Πίνδαρο14 και τον Ευριπίδη15, όπου αντιστοίχως παρουσιάζεται να έχει δεθεί η γλώσσα, η σοφία και η ψυχή.
Τα δύο δέω είναι συγγενή. Είναι μεγάλη η διαφορά σημασίας των; Στην μια περίπτωση το δέω = έχω ανάγκη σημαίνει ότι υφίσταμαι την φυσική ή άλλη νομοτέλεια, στην άλλη το δέω = δένω σημαίνει ότι εγώ ή αυτή η κατάσταση πιέζει. Η απόσταση μεταξύ των δεν φαίνεται να είναι μεγάλη. Σε μεγάλο βαθμό αλληλοκαλύπτονται. Ο ιστορικός πάντως πρέπει να δεχθούμε ότι καταπιάνεται με κάτι συγκεκριμένο και αυτό αναπτύσσει στνς δημηγορίες του. Τα δέοντα είναι εκείνα τα σημεία, τα θέματα, οι συμπτώσεις του κάθε πολέμου που ταλανίζουν και αυτό ακριβώς έρχεται να φωτίσει ο φιλόπονος ιστορικός. Γι’ αυτό είναι μεγάλη η προσφορά του. Θα ήταν μικρότερη βεβαίως αν απλώς αφηγείτο ή εξηγούσε τα ευερμήνευτα.
Τα δέοντα είναι τα σημεία του πολέμου που συσφίγγουν, είναι αυτά που πνίγουν. Οι ρήτορες του Θουκυδίδη έρχονται να εκφράσουν ακριβώς αυτό το κρίσιμο, αυτό που πιέζει και φέρνει τους ίδιους και τους συμπολίτες ή συστρατιώτες των σε απόγνωση, σε απορία. Ομιλούν, ως θα έλεγε ο ίδιος ο Θουκυδίδης (Δ' 20, 2), των πραγμάτων ἔτι ὄντων ἀκρίτων, σε καταστάσεις που προκαλούν αφασία. Οι λόγοι (δημηγορίες) εμφανίζονται εκεί όπου πρόκειται να ληφθούν μεγάλες αποφάσεις, εκεί που επιβάλλεται επιστράτευση όλων των πνευματικών δυνάμεων για να γίνει ορθή εκτίμηση και να ληφθεί απόφαση. Οι λόγοι είναι πολλοί εκεί που συζητείται αν πρέπει να γίνει ο πόλεμος ή όχι, αν πρέπει να αναληφθεί η εκστρατεία στην Σικελία ή όχι. Γίνονται ἐν καιρῷ (on momentous issues) και εκφράζουν τα ἀναγκαῖα.
Οι ρήτορες ομιλούν σε κρίσιμες καταστάσεις με υπευθυνότητα. Η κρισιμότητα των καταστάσεων φαίνεται εναργέστερα στα ζεύγη λόγων, στις αντιλογίες.
Όλο αυτό το νοηματικό πλαίσιο που βγαίνει από την αδήριτη πολεμική πραγματικότητα που δεν είναι ευθύγραμμη αλλά παρουσιάζει εντάσεις και υφέσεις, στιγμές, όπου είναι απαραίτητες οι αποφάσεις, εκφράζεται αβίαστα με το δέω (δῶ). Δέοντα λοιπόν είναι οι κρίσιμες καταστάσεις που συσφίγγουν και ζητούν απάντηση. Σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές ακριβώς συνυπάρχει το συναίσθημα του δέους που προκαλεί η συναίσθηση του κινδύνου. Εδώ που είναι αναγκαίο να υπολογισθούν οι συνέπειες της μιας ή της άλλης αποφάσεως, μπροστά στην επιθυμία να μειωθεί ο ιδικός μας φόβος και να μεγαλώσει ο φόβος του αντιπάλου, εδώ τοποθετούνται οι δημηγορίες που εκφράζουν με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο αυτά τά δέοντα. Ο λόγος του ιστορικού έρχεται αρωγός στην απόγνωση και την ταλάντευση. Διαφωτίζει την κατάσταση και δείχνει την οδό που πρέπει να ακολουθηθεί. Οι ρήτορες δεν ομιλούν σε καταστάσεις ευφορίας. Δεν ομιλούν αδεώς. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την ετυμολογική συγγένεια των λέξεων που υπόκεινται εδώ, των δύο δέω και του δίω - φοβούμαι, τρέπομαι εις φυγήν.
Με μία ομηρική λέξη μήστωρ (μήδομαι), που συχνά συνεκφέρεται με το φόβοιο, διασαφηνίζεται το όλο νόημα. Μήστωρ είναι ο προνοητής, ο μηχανώμενος κάτι. Μήστωρ φόβοιο είναι ο τεχνίτης της φυγής, δηλ. αυτός που ξέρει να προκαλεί δέος και να τρέπει σε φυγή (Ε 272, Ζ 97, Μ 39, Ψ 16). Μήστωρ κατά την ευρύτερη ερμηνεία του Πλάτωνος (Λάχ. 191b) είναι αυτός που κατέχει τήν τον φόβου επιστήμην, εκείνος που ξέρει να διώκει αλλά και να τρέπεται επιδέξια σε φυγή. Είναι μεγάλη τέχνη εξ άλλου να ξέρεις να προκαλείς φόβο (καταλλήλως ίσως κινδυνολογών) και να ελαττώνεις τον δικό σου. Οι δεδιότες των Συρακουσών που κατά τον Αθηναγόρα (Θουκ. ΣΤ' 36, 2) βούλονται... ἐπηλυγόζωνται είναι πιστεύω μήστωρες δέους αλλά και ο Θεμιστοκλής, ο κράτιστος αὐτοσχεδιάζειν τά δέοντα (Α' 138, 3), ως και, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, όλοι οι ρήτορες του Θουκυδίδη. Οι ρήτορες αυτοί εκφράζουν τά δέοντα με όλες τις ανωτέρω σημασίες, αλλά με την μία να επικρατεί στον ένα λόγο και την άλλη στον άλλο.
Είναι δε επιτρεπτό να δούμε στο τά δέοντα τις σημασίες όλων των ετυμολογικώς συγγενών λέξεων, γιατί αυτό απαιτεί η πυκνότητα του νοήματος που έχει φορτωθεί σ’ αυτά. Γιατί αλλιώς θα ήταν άτοπο να έχει συχνά μια θουκυδίδεια λέξη δύο και τρεις σημασίες (δίσημες ή τρίσημες λέξεις) και να μη επιτρέπεται εδώ, σε λέξη που όλοι συμφωνούν για την βαρύτητά της (την μεγαλύτερη ίσως στον όλο Θουκυδίδη), να καρπωθούμε το νόημα ομοτύπων και συγγενών λέξεων. Για την πολυσημία λέξεων στον Θουκυδίδη έχει ομιλήσει ο Κ. J. Dover16 και προσφάτως η June W. Alison17. Η Alison18 παρατηρεί σχετικώς με την δύναμη ότι ο Θουκυδίδης is unique among Greek writers in his awareness of these several functions of the word και ότι ο ιστορικός παρουσιάζει elaborate claims for the word’s significance. Δεν θα μπορούσε να λεχθεί το ίδιο για εξ ίσου (ή και περισσότερο) φορτισμένη από τον ιστορικό λέξη, όπως είναι τα δέοντα-,
Τα δέοντα (ή δοῦντα) με την κύρια σημασία από το δέω (δῶ = δένω) και με τις σημασίες των άλλων συγγενών λέξεων (μεταξύ των οποίων και το κοινώς παραδεκτό και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα δέω = έχω ανάγκη) σημαίνουν τα κρίσιμα, τα καίρια σημεία του πολέμου, αυτά που προκαλούν το δέος και φέρνουν σε απόγνωση, αλλά και τον τρόπο που θα μπορούσε να αντιμετωπισθούν, να γίνουν κατανοητά και να εκφρασθούν. Με αυτή την ερμηνεία φαίνεται καθαρώτερα γιατί ο Θουκυδίδης εκλέγει εκάστοτε για τις δημηγορίες του die entscheidende Situation κατά τον Grosskinsky19 και γιατί οι λόγοι αυτοί κατά τον John Finley20 είναι the instruments of conveying the tendencies of society and human nature on which alone foresight can be based.
Θα διερωτηθεί όμως κανείς γιατί να εκληφθεί ως πρωταρχική η σημασία του δέω: δῶ = δένω και όχι του άλλου δέω ή του δίω. Το ερώτημα είναι εύλογο. Το δέω – δῶ όμως (από όπου η δέσις) εκφράζει εναργέστερα αυτά τα σημεία του πολέμου που προκαλούν σύνθλιψη, οδηγούν στην έκρηξη, την επέκταση και κορύφωση του πολέμου. Είναι οι κορυφαίες στιγμές, οι κορωνίδες του. Ο Θουκυδίδης που γράφει έργο λογοτεχνικό, παρουσιάζει έργο τέχνης, διαλέγει από τα κρίσιμα σημεία του πολέμου εκείνα που βρίσκονται σε κάθε πόλεμο (ως αναφαίρετα στοιχεία του) αλλά είναι επίσης κατάλληλα για την διάρθρωση και λογοτεχνική, ως θα δούμε, σύνθεση του έργου του. Με τον τρόπο αυτό και με αφετηρία ένα μεγάλο πόλεμο, στον οποίον ο ίδιος εμπλέχθηκε επώδυνα, ο Θουκυδίδης διατυπώνει ο ίδιος με το στόμα διαφόρων ρητόρων τις δυνάμεις της ἀνθρωπείας φύσεως που ωθούν σε δράση. Οι δυνάμεις αυτές είναι σκοτεινές και δυσκαθόριστες, επικαλύπτονται στην καθημερινή πρακτική από υψηλές διακηρύξεις περί δικαίου και κοινού συμφέροντος, αλλά ο Θουκυδίδης τις ξεγυμνώνει και τις ονομάζει με το πραγματικό των όνομα. Ότι όμως δεν χάνει την επαφή του με το συγκεκριμένο πόλεμο δείχνει η δήλωσή του ότι έβαλα μεν τους ρήτορες να πουν τά δέοντα αλλά βεβαίως εχόμενος τῆς ξυμπάσης γνώμης των αληθῶς λεχθέντων.
Ἡ ξύμπασα γνώμη τῶν ἀληθῶς, λεχθέντων
Ο Θουκυδίδης, όπως είπαμε, δεν ζήτησε αυτά τά λεχθέντα. Πιστεύω μάλιστα ότι και αν είχε αυτούσιους τους κυριωτέρους λόγους του πολέμου δεν θα ετρέπετο ἐπί τά ἑτοῖμα. Ζητεί τα αληθώς λεχθέντα, τις μύχιες σκέψεις και βαθύτερες προθέσεις. Και ο ιστορικός προσπάθησε από αυτές τις βαθύτερες ροπές και τάσεις που εκρύπτοντο πίσω από τα λεγάμενα να βρει και να εκφράσει την συνισταμένη των, την γενική ροπή, να βρει ποιός άνεμος φυσούσε, τι οδηγούσε τα πράγματα να δρομολογηθούν στην κατεύθυνση που έπαιρναν.
Έτσι με το ξύμπασα γνώμη δεν μένομε στον ένα λόγο ή σε σειρά λόγων του ενός ρήτορος συμπυκνώνονται σε μια δημηγορία, αλλά δεχόμεθα οι; ο Θουκυδίδης εύρισκε τον τρόπο με την όλη διαρρύθμιση που έδωσε στο έργο του να μη εκφράζει μόνο ό,τι προσιδίαζε στον Γύλιππο αλλά και το όλο πνεύμα της συγκεκριμένης στιγμής και της πολιτικής που επεδιώκετο. Ξεφεύγομε έτσι πάλι από το μεμονωμένο πρόσωπο που αγορεύει και παρακολουθούμε το όλο πλαίσιο με την φόρτισή του, όπου έρχεται ο λόγος, ο άρχων της ανάγκης, να υπερνικήσει. Ο λόγος αυτός, όταν εγγίζει την αλήθεια, δεν είναι πολύπλοκος και μακρός, αλλά σύντομος, όπως ακριβώς οι δημηγορίες, διότι και ο Ευριπίδης21 μας δίδαξε ότι ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ, κοὐ ποικίλων δεῖ τἄνδιχ’ ἑρμηνευμάτων.
Αν λάβει κανείς υπ’ όψη αυτό το ευρύτατο πλαίσιο του όλου μεγάλου πολέμου, αν επισημάνει τις δυνάμεις που ωθούν στην εξέλιξή του και δεχθεί ότι αυτή η γενική ροπή (ή ξύμπασα γνώμη) εκφράζεται στους λόγους του ιστορικού έργου, τότε θα διαπιστώσει πόσον εγγίζει την αλήθεια η απόδοση που έδωσε στον 17 αι. ο γνωστός φιλόσοφος Thomas Hobbes γράφοντας: what was nearest to the sum of the truth of all that had been uttered22.
Με την φράση του the sum of the truth o Thomas Hobbes έδωσε όλα όσα ελέγοντο γενικώς (και λέγονται σε κάθε πόλεμο) και που ο πραγματικός συντάκτης των λόγων ετοποθέτησε στο έργο του κατά τον τρόπο που έκρινε αρμόζοντα, ξεχωρίζοντας από αυτούς το ουσιώδες, το παραμόνιμο.
Ἐμοί εἴρηται
Στην εξέταση του θουκυδιδείου έργου δεν πρέπει να λησμονούμε ότι έχομε μπροστά μας ένα λογοτέχνημα και ο δημιουργός του είχε συνείδηση ότι γράφει έργο τέχνης και πρέπει να πειθαρχήσει στο τῇ τέχνῃ δοκοῦν. Ο ποιητής συμμορφώνεται προς ορισμένους κανόνες και μπαίνει στο μέτρον αλλά και ο πεζογράφος υποτάσσεται σε κάποιο σχέδιο.
Έχει υποστηριχθεί βασίμως ότι το έργο του Θουκυδίδη ομοιάζει με τραγωδία. Ο Αριστοτέλης εξ άλλου μας έμαθε να διαχωρίζομε την τραγωδία σε δέσιν και λύσιν. Στην περίπτωση του έργου του Θουκυδίδη ποιά είναι η δέσις και ποιά η λύσις; Πού είναι το όριο;
Κατά τον Αριστοτέλη στην τραγωδία η δέσις απλώνεται ἀπ ’ ἀρχῆς μέχρι τούτου τοῦ μέρους ὅ ἔσχατόν ἐστι. Από αυτό το ἔσχατον αρχίζει η λύσις του δράματος. Έχει υποστηριχθεί εξ άλλου (και αυτή είναι η πιο αποδεκτή άποψη) ότι η καταστροφή των Αθηναίων στις Συρακούσες (το 413 π.Χ.) αποτελεί την κορύφωση του όλου πολέμου. Ύστερα από την καταστροφή στις Συρακούσες η Αθήνα απλώς αγωνιζότανε να επιβραδύνει την πτώση της. Εξ άλλου στην Cambridge History of Iran (II, 1985, σ. 343) παρατηρείται (από την σκοπιά της Περσίας τώρα) ότι a new epoch opened after Athens lost an army and fleet before Syracuse in Sicily. Οι Συρακούσες είναι λοιπόν το ἔσχατον της τραγωδίας. Τα προ του πολέμου και ο πόλεμος μέχρι της καταστροφής των Συρακουσών αποτελούν την δέσιν του δράματος. Από εκεί αρχίζει η λύσις.
Δεν είναι αξιοπαρατήρητο ότι μόνο σ’ αυτό το μέρος της τραγωδίας που αποτελεί την δέσιν της βρίσκονται δημηγορίες και όχι στο Η΄ βιβλίο που ανήκει στην λύσιν; Στην δέσιν του έργου ευρίσκονται τά δέοντα. Η ετυμολογική συγγένεια επιτρέπει κατά τρόπο εντυπωσιακό να φανεί η άρτια αρχιτεκτονική δομή του έργου. Ο Θουκυδίδης πράγματι κατά τον Μαρκελλίνο (57) σώζει κάν τούτοις τό προσήκον καί τῇ τέχνῃ δοκοῦν.
Ότι δε πράγματι οι δημηγορίες έχουν ενταχθεί και ταξινομηθεί σε καίρια σημεία του έργου και αποτελούν ενότητα (ίσως μάλιστα και το κύριο μέρος του έργου), είναι αληθινό και προκύπτει από την όλη εξέταση του έργου. Πιστεύω όμως ότι η σχετική άποψη, ότι δηλ. οι λόγοι αποτελούν ένα σύνολο με επιμέλεια διαρθρωμένο και συνηρμοσμένο, δεν είναι εικασία αλλά βγαίνει από το ίδιο το χωρίο, το μεθοδολογικό, που εξετάζομε. Βγαίνει, όπως πιστεύω, από την λέξη εἴρηται και έτσι παρέχεται μία δεύτερη (εσωτερική μάλιστα) επιβεβαίωση στα ανωτέρω. Το κείμενο αρχίζει με το ὅσα λόγῳ εἶπον και τελειώνει με το εἴρηται. Στο έργο όμως που μας άφησε ο Θουκυδίδης δεν ευρίσκονται αυτά τα ὅσα λόγῳ εἶπον γραμμένα απαράλλακτα αλλά κάτι άλλο που βγήκε από μεγάλη διανοητική προσπάθεια, κατανόηση του φαινομένου του πολέμου και αποκρυπτογράφηση (θα λέγαμε) των δυνάμεων και ροπών της ανθρωπείας φύσεως. Ό,τι λοιπόν υπάρχει εδώ στο κείμενο που κείται μπροστά μας είναι κάτι άλλο και αυτό είναι θουκυδίδειο. Το λέει ο ίδιος εἴρηται ἐμοί. Το γέγραπται ἐμοί δεν θα είχε τόση δύναμη. Τί σημαίνει όμως το εἴρηται ἐμοί που ισοδυναμεί με το εγώ εἴρηκα; Ότι εγώ τους έχω πει τους λόγους; ότι εγώ τους έχω εκφωνήσει; Είναι δυνατόν ο σύννους και humorless Θουκυδίδης23 να πει ότι εγώ τους έχω εκφωνήσει όλους αυτούς τους λόγους; Τι συμβαίνει εδώ. Το εἴρηκα χρησιμεύει ως παρακείμενος του λέγω αλλά προέρχεται από το ρήμα εϊρω (συνειρμός), ή τα τρία ομότυπα και ομόρριζα εἴρω, που σημαίνουν συνείρω, λέγω, ερωτώ. Εδώ έχομε δίσημο (ambiguitas) ή και τρίσημο του ιδίου τύπου, κάτι όχι ασύνηθες στον λόγο, συνειδητά ή όχι γινόμενο. Από το εἴρω προέρχεται η ειρήνη που σημαίνει την διά του λόγου (και όχι των όπλων) διαρρύθμιση της καταστάσεως. Το εἴρηται μάλλον σημαίνει: έχουν συναρμολογηθεί. Το νοηματικό πλάτος όμως είναι ευρύτερο και περιλαμβάνει την όλη διαδικασία συλλήψεως, συντάξεως και κατατάξεως. Ο Θουκυδίδης λοιπόν λέγει εδώ απλούστατα ότι μας έχει παραδώσει τους λόγους, που κατά την δική του θεώρηση ταιριάζουν και εκφράζουν τα καίρια σημεία του πολέμου και τις δυνάμεις που δρουν σε κάθε πόλεμο.
Σε μια παράφραση (ή ελεύθερη απόδοση) του εξεταζομένου χωρίου δεν θα μπορούσαμε να δώσομε τίποτε διαφορετικό από μια συμπύκνωση των παραπάνω:
«Σχετικά τώρα με τα όσα ελέχθηκαν στον πόλεμο, προ ή κατά την διάρκειά του, σε επισήμους ή μη λόγους, μου δημιουργούσε δυσκολίες να μαθαίνω, να κρατώ στην μνήμη μου και να παραδίδω στους άλλους τα πιο σημαντικά και κρίσιμα από όσα άκουσα ο ίδιος ή άλλοι μου ανακοίνωσαν. Τους λόγους όμως τους έγραψα ο ίδιος και τους έχω ταξινομήσει έτσι ώστε να αποτελούν στο λογοτεχνικό μου έργο (μαζί με τα γεγονότα του πολέμου) ενότητα και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδίδονται από τους ρήτορες κατά τον καλύτερο τρόπο τα καίρια σημεία και δυνάμεις κάθε πολέμου προσπαθώντας όμως να μένω προσκολλημένος και να αποδίδω το γενικό πνεύμα και ροπή που κρυβότανε σε όλα αυτά που ελέγοντο εδώ και εκεί.»
Στην απόδοση αυτή δόθηκε ιδιαιτέρα βαρύτητα στο πολύσημο της λέξεως τά δέοντα (που ευρίσκεται και αλλού στον Θουκυδίδη24 και θα εξετασθεί στην ευρύτερη μελέτη κατ ’ ανάλογο τρόπο), στο πολύσημο επίσης του εἴρηται και στην τάση του ιστορικού να διεισδύσει στα μυστήρια του πολέμου και να τα αποκαλύψει σε δημηγορίες που αποτελούν κατά τον Ed. Meyer25 το αποκορύφωμα της όλης ιστοριογραφίας, σε συλλήψεις αιωνίας αξίας και σε λογοτεχνικό έργο άρτιο που δεν είναι, πιστεύω, τόσο ανολοκλήρωτο (unvollkommen), όπως λέγεται. Η ιδιαιτέρα σημασία που αποδίδει ο Θουκυδίδης στην έκφραση των δεόντων (στους λόγους του) μας επιτρέπει να δεχθούμε ότι με τον τρόπο που ο Δημόκριτος κοσμολογεί και ο Πλάτων αγαθολογεί με ανάλογο και ο Θουκυδίδης δεοντολογεί.
----------------------
Σημειώσεις
1. Quint. 10.1.73.
2. Ο. Luschnat, RE, Suppl. XII (1970), στ. 1167-1179.
3. Η μελέτη ανακοινώθηκε το Ιεπτ. 1985 στο Α' Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο για το Θουκυδίδη. Τα πρακτικά του Συμποσίου δεν κατέστη δυνατό να δημοσιευθούν από το δήμο του Αλίμου. Στην τωρινή δημοσίευση έγιναν ελάχιστες αλλαγές.
4. Aug. Grosskinsky, Das Programm des Thukydides, Berlin 1936, σ. 17. Πβ. σ. 62.
5. Grosskinsky, ένθ’ ανωτ. σ. 11.
6. D. Kagan, The Outbreak of the PW, Ithaca and London 1969, σ.IX.
7. Θεόγνιδος στ. 178.
8. Grosskinsky, ένθ’ ανωτ. σ. 16, 32, 37-39, 57. πβ. 52, 59, 78, 97.
9. Θουκ. Α' 22, 4.
10. Grosskinsky, ένθ’ ανωτ. σ. 36, 41.
11. John Finley, Thucydides, Cambridge Mass. 1942, σ. 95. Εδώ επίσης (σ. 97) λέγεται ότι ο Γοργίας (και ο Σωκράτης) χρησιμοποιούν το δέον to describe a speaker’s reasoning.
12. Ομ. μ.54. Εδώ οι σύντροφοι του Οδυσσέως έχουν την εντολή εν όψει των Σειρήνων ἔτι πλεόνεσσι τότ’ ἐν δεσμοῖσι διδέντων.
13. Θεόγν. 178 γλῶσσα δέ οἱ δέδεται.
14. Πινδ. Πυθ. 3,54 κέρδει καί σοφία δέδεται.
15. Ευρ. Ιππ. 160 ψυχά δέδεται λύπη.
16. Κ. J. Dover, Thucydides, Greece and Rome, New Surveys in the Classics, Nr. 7, Oxford 1973, σ. 21.
17. June W. Alison, Power and Preparedness in Thucydides, Baltimore and London 1989, a. 3.
18. June W. Alison, ένθ’ ανωτ. σ. 5.
19. Aug. Grosskinsky, ένθ. ανωτ. σ. 38.
20. John Finley, Thucydides, Cambridge Mass. 1942, σ. 96 (πβ.σ.32).
21. Ευρ. Φοίν. 469-470.
22. Thomas Hobbes, Thucydides (R. Schlatter 1975) ad 1.
23. Βλ. A. M. Parry, Logos and ergon in Thucydides, N. York 1981, σ. 106.
24. Θουκ. A' 70,8 Τό τά δέοντα πρᾶξαι: A' 138,3 αὐτοσχεδιάζειν τά δέοντα, Β' 43, 1 γιγνώσκοντες τά δέοντα, Β' 60,5 γνῶαί τε τά δέοντα καί ἑρμηνεῦσαι ταῦτα.
25. Ed. Meyer, Forschungen zur alten Geschichte, II 1899, σ. 380.
Summary
The method chapter (I, 22) is perhaps the most celebrated passage of Thucydides’ Work; particularly the point concerning the set speeches is considered to have been thoroughly examined. The meaning is focused on the words τά δέοντα which are thought to be the key concept to understand not only the passage but the set speeches to some extent as well. However, in spite of the weight the term obviously carries, it has been generally interpreted in an indefinite, weak and colourless way. The researchers accept that the word is derived from δέω which means need and they use the corresponding words or phrases: appropriate, what was called for, what was necessary or demanded, the essentials, the decisive elements, the sentiments. Some of these interpretations —for example the three last ones— stand off the meaning field of δέω = need.
I think that the word δέοντα derives from δέω or its usual contracted form δώ which means bind/fetter/enchain. Δέοντα or δοῦντα are the binding or compelling circumstances. I also accept the connotations coming from the meaning field of etymological- ly related words such as δίω = flight; chase; hunt, and that very δέω interpreted as need. Δέοντα when meaning “those that bind or drive to στενοχωρίαν —as in corresponding passages of Theognis, Pindar, Euripides and Thucydides himself— along with all its possible connotations mean: critical, depressing moments; extreme and formidable.
Concerning τήν ἀκρίβειαν αὐτήν των λεχθέντων commentators emphasize that the historian accepts that it was practically impossible for him to know and remember in every detail whatever was said. Wouldn’t it be too naive for Thucydides to declare something self-understood? Are the speeches delivered by έκαστοι in perhaps three decades so few in number that could be read in a single day?
I believe that by saying τήν ἀκρίβειαν αὐτήν Thucydides suggests a carefull sorting; selection; τήν φυλοκρίνησιν of that was said here and there so that only was associated with the most eminent moments of the great war would be kept. In those critical moments Thucydides sets the speakers and makes them say all that bind the drama. They are the moments which mostly cause άπορίαν, despair and fear, moments that strike you dumb. In this case, the historian offers his word. Thucydides does not pick the easy circumstances when the orators speak ἀδεῶς, he illuminates the critical moments, he is our guide out of despair. Speakers express briefly seriousness, deadlock and dilemma. Word is consistent with the key concept of the moment; and it is aimed straight at the target.
Thucydides’ work is said to be a tragedy. Then which is the δέσις of the drama? It is just this, τα δέοντα and the narrative accompanying them.
Now, something quite remarkable which is related to the structure of the whole work and the absence of set speeches from book VIII: It has been well empasized that, after the disaster of the Athenean army at Syracuse in 413 B.C., Athens was already going to her doom and only struggled to retard her downfall.
In such a case, which part of the war consists the δέσις? That according to Aristotle spread ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τούτου τοῦ μέρους ὅ ἔσχατόν ἐστι.
It is the war until the end of Σικελικά.
Syracuse is the ἔσχατον. From this point λύσις starts off. The connection of δέοντα to δέσις clearly expresses why the set speeches are placed in the δέσις of this drama.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου