ΕΚ. οἲ ᾽γὼ μελέα, τί ποτ᾽ ἀπύσω; [στρ.]
155 ποίαν ἀχώ, ποῖον ὀδυρμόν,
δειλαία δειλαίου γήρως
δουλείας [τᾶς] οὐ τλατᾶς,
[τᾶς] οὐ φερτᾶς; οἴμοι.
τίς ἀμύνει μοι; ποία γέννα,
160 ποία δὲ πόλις; φροῦδος πρέσβυς,
φροῦδοι παῖδες.
ποίαν ἢ ταύταν ἢ κείναν
στείχω; ποῖ δὴ σωθῶ; ποῦ τις
θεῶν ἢ δαίμων ἐπαρωγός;
165 ὦ κάκ᾽ ἐνεγκοῦσαι
Τρῳάδες, ὦ κάκ᾽ ἐνεγκοῦσαι
πήματ᾽, ἀπωλέσατ᾽ ὠλέσατ᾽· οὐκέτι μοι βίος
ἀγαστὸς ἐν φάει.
170 ὦ τλάμων ἅγησαί μοι πούς,
ἅγησαι τᾷ γηραιᾷ
πρὸς τάνδ᾽ αὐλάν. ὦ τέκνον, ὦ παῖ
δυστανοτάτας [ματέρος], ἔξελθ᾽ ἔξελθ᾽
οἴκων, ἄιε ματέρος αὐδάν.
175 [ὦ τέκνον, ὡς εἰδῇς οἵαν οἵαν
ἀίω φάμαν περὶ σᾶς ψυχᾶς].
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ἰώ·
μᾶτερ μᾶτερ, τί βοᾶις; τί νέον
καρύξασ᾽ οἴκων μ᾽ ὥστ᾽ ὄρνιν
θάμβει τῷδ᾽ ἐξέπταξας;
180 ΕΚ. οἴμοι τέκνον.
ΠΟ. τί με δυσφημεῖς; φροίμιά μοι κακά.
ΕΚ. αἰαῖ σᾶς ψυχᾶς.
ΠΟ. ἐξαύδα· μὴ κρύψῃς δαρόν.
δειμαίνω δειμαίνω, μᾶτερ,
185 τί ποτ᾽ ἀναστένεις.
ΕΚ. [ὦ] τέκνον τέκνον μελέας ματρός.
ΠΟ. τί τόδ᾽ ἀγγέλλεις;
ΕΚ. σφάξαι σ᾽ Ἀργείων κοινὰ
συντείνει πρὸς τύμβον γνώμα
190 Πηλείᾳ γέννᾳ.
ΠΟ. οἴμοι, μᾶτερ, πῶς φθέγγῃ
ἀμέγαρτα κακῶν; μάνυσόν μοι,
μάνυσον, μᾶτερ.
ΕΚ. αὐδῶ, παῖ, δυσφήμους φήμας·
195 ἀγγέλλουσ᾽ Ἀργείων δόξαι
ψήφῳ τᾶς σᾶς περί μοι ψυχᾶς.
ΠΟ. ὦ δεινὰ παθοῦσ᾽, ὦ παντλάμων, [ἀντ.]
ὦ δυστάνου μᾶτερ βιοτᾶς,
οἵαν οἵαν αὖ σοι λώβαν
200 ἐχθίσταν ἀρρήταν τ᾽
ὦρσέν τις δαίμων.
οὐκέτι σοι παῖς ἅδ᾽ οὐκέτι δὴ
γήρᾳ δειλαίῳ δειλαία
συνδουλεύσω.
205 σκύμνον γάρ μ᾽, ὥστ᾽ οὐριθρέπταν
μόσχον, δειλαία δειλαίαν
‹. . .› ἐσόψῃ
χειρὸς ἀναρπαστὰν
σᾶς ἄπο λαιμότομόν τ᾽ Ἀίδᾳ
γᾶς ὑποπεμπομέναν σκότον, ἔνθα νεκρῶν μέτα
210 τάλαινα κείσομαι.
καὶ σοῦ μέν, μᾶτερ, δυστάνου
κλαίω πανδύρτοις θρήνοις,
τὸν ἐμὸν δὲ βίον, λώβαν λύμαν τ᾽,
οὐ μετακλαίομαι, ἀλλὰ θανεῖν μοι
215 ξυντυχία κρείσσων ἐκύρησεν.
***
ΕΚΑΒΗ
Αλίμονο, η δύστυχη, τί να βογκήξω;
ποιό ξεφωνητό και ποιό κλάμα
η έρμη εγώ, στα τρισάθλια γεράματα στη σκλαβιά
την αβάσταχτη,
την ανυπόφερτη, οϊμένα.
Ποιός για με θα νοιαστεί,
ποιά γενιά και ποιά χώρα;
160 Ο γέροντας χάθηκε, χάθηκαν
και τα παιδιά μου.
Κατά πού να στραφώ
και ποιό δρόμο να πάρω;
Ποιός θεός ή ποιός δαίμονας
θα μου απλώσει το χέρι;
Τρωαδίτισσες, του κακού
μαντατοφόρες,
φριχτές συμφορές μού μηνύσατε,
σας λέω, μ᾽ αφανίσατε,
με σκοτώσατε, η ζωή μου δεν είναι,
τώρα πια, να τη ζήσω
στου ήλιου το φως.
170 Ω βήμα ταλαίπωρο, οδήγα με,
οδήγα τη δόλια γερόντισσα σ᾽ αυτή την αυλή.
Κόρη μου εσύ, τέκνο
της πιο δυστυχισμένης, πρόβαλε
από την κατοικιά σου ν᾽ ακούσεις
της μάνας τη φωνή,
ω παιδί μου, για να μάθεις ποιό μήνυμα
μου ᾽χουν φέρει για σένα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Οϊμέ,
μάνα, μανούλα, τί κράζεις;
Τί ξαφνικό διαλαλάς κι η τρομάρα
με ξεπέταξε καθώς ξεπετιέται
το πουλί απ᾽ τη φωλιά του;
ΕΚΑΒΗ
180 Αλίμονό σου, παιδί μου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Γιατί με κλαις; Κακό για μένα προμήνυμα.
ΕΚΑΒΗ
Ω, αλί στη ζωή σου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Μίλησέ μου, λοιπόν, μη μου το κρύβεις πια.
Φοβάμαι, φοβάμαι, μητέρα,
σαν δεν ξέρω γιατί αναστενάζεις.
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη, ω κακότυχης μάνας παιδί.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Τί ᾽ναι, λοιπόν, το μαντάτο που φέρνεις;
ΕΚΑΒΗ
Οι Αργίτες επήραν απόφαση
να σε σφάξουν απάνω στον τάφο
190 του γιου του Πηλέα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Αλίμονο, μάνα μου, πώς το μπορείς
να ξεστομίζεις τα φριχτά τούτα λόγια;
Μίλησέ μου, λοιπόν, μίλησέ μου, μητέρα.
ΕΚΑΒΗ
Λέω αυτά που δεν λέγονται, κόρη μου.
Ήρθε μήνυμα πως με ψήφο οι Αργίτες
τη μοίρα σου κρίνανε.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ω πολύπαθη μάνα, τρισάθλια,
ποιά ζωή δυστυχισμένη σου δόθηκε,
ποιά κατάρατη, ανείπωτη
200 συμφορά
έριξε πάλι απάνω σου
κάποιος δαίμονας; Δεν θα ᾽χεις λοιπόν
την πικραμένη σου κόρη
συντροφιά της σκλαβιάς σου
στα ολόπικρά σου γεράματα.
Γιατί σαν τη βουνίσια μοσχίδα,
το φτωχούλι σου, φτωχή μου εσύ, θα με δεις
από την αγκαλιά σου αρπαγμένη,
με θερισμένο λαιμό, να με πέμπουνε
στου Άδη τα υποχθόνια σκότη,
όπου η δόλια θα κείτομαι
210 συντροφιά με τους άλλους νεκρούς.
Όμως για σένα, μητέρα, για τη δύστυχη εσένα,
πιο πολύ, με ολοδάκρυτους θρήνους οδύρομαι.
Κι όσο για τη δική μου ζωή,
που είναι πια ένας χαμός κι ένα ντρόπιασμα,
ας μην την κλαίω· προτιμότερη τύχη
είναι για με να πεθάνω.
155 ποίαν ἀχώ, ποῖον ὀδυρμόν,
δειλαία δειλαίου γήρως
δουλείας [τᾶς] οὐ τλατᾶς,
[τᾶς] οὐ φερτᾶς; οἴμοι.
τίς ἀμύνει μοι; ποία γέννα,
160 ποία δὲ πόλις; φροῦδος πρέσβυς,
φροῦδοι παῖδες.
ποίαν ἢ ταύταν ἢ κείναν
στείχω; ποῖ δὴ σωθῶ; ποῦ τις
θεῶν ἢ δαίμων ἐπαρωγός;
165 ὦ κάκ᾽ ἐνεγκοῦσαι
Τρῳάδες, ὦ κάκ᾽ ἐνεγκοῦσαι
πήματ᾽, ἀπωλέσατ᾽ ὠλέσατ᾽· οὐκέτι μοι βίος
ἀγαστὸς ἐν φάει.
170 ὦ τλάμων ἅγησαί μοι πούς,
ἅγησαι τᾷ γηραιᾷ
πρὸς τάνδ᾽ αὐλάν. ὦ τέκνον, ὦ παῖ
δυστανοτάτας [ματέρος], ἔξελθ᾽ ἔξελθ᾽
οἴκων, ἄιε ματέρος αὐδάν.
175 [ὦ τέκνον, ὡς εἰδῇς οἵαν οἵαν
ἀίω φάμαν περὶ σᾶς ψυχᾶς].
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ἰώ·
μᾶτερ μᾶτερ, τί βοᾶις; τί νέον
καρύξασ᾽ οἴκων μ᾽ ὥστ᾽ ὄρνιν
θάμβει τῷδ᾽ ἐξέπταξας;
180 ΕΚ. οἴμοι τέκνον.
ΠΟ. τί με δυσφημεῖς; φροίμιά μοι κακά.
ΕΚ. αἰαῖ σᾶς ψυχᾶς.
ΠΟ. ἐξαύδα· μὴ κρύψῃς δαρόν.
δειμαίνω δειμαίνω, μᾶτερ,
185 τί ποτ᾽ ἀναστένεις.
ΕΚ. [ὦ] τέκνον τέκνον μελέας ματρός.
ΠΟ. τί τόδ᾽ ἀγγέλλεις;
ΕΚ. σφάξαι σ᾽ Ἀργείων κοινὰ
συντείνει πρὸς τύμβον γνώμα
190 Πηλείᾳ γέννᾳ.
ΠΟ. οἴμοι, μᾶτερ, πῶς φθέγγῃ
ἀμέγαρτα κακῶν; μάνυσόν μοι,
μάνυσον, μᾶτερ.
ΕΚ. αὐδῶ, παῖ, δυσφήμους φήμας·
195 ἀγγέλλουσ᾽ Ἀργείων δόξαι
ψήφῳ τᾶς σᾶς περί μοι ψυχᾶς.
ΠΟ. ὦ δεινὰ παθοῦσ᾽, ὦ παντλάμων, [ἀντ.]
ὦ δυστάνου μᾶτερ βιοτᾶς,
οἵαν οἵαν αὖ σοι λώβαν
200 ἐχθίσταν ἀρρήταν τ᾽
ὦρσέν τις δαίμων.
οὐκέτι σοι παῖς ἅδ᾽ οὐκέτι δὴ
γήρᾳ δειλαίῳ δειλαία
συνδουλεύσω.
205 σκύμνον γάρ μ᾽, ὥστ᾽ οὐριθρέπταν
μόσχον, δειλαία δειλαίαν
‹. . .› ἐσόψῃ
χειρὸς ἀναρπαστὰν
σᾶς ἄπο λαιμότομόν τ᾽ Ἀίδᾳ
γᾶς ὑποπεμπομέναν σκότον, ἔνθα νεκρῶν μέτα
210 τάλαινα κείσομαι.
καὶ σοῦ μέν, μᾶτερ, δυστάνου
κλαίω πανδύρτοις θρήνοις,
τὸν ἐμὸν δὲ βίον, λώβαν λύμαν τ᾽,
οὐ μετακλαίομαι, ἀλλὰ θανεῖν μοι
215 ξυντυχία κρείσσων ἐκύρησεν.
***
ΕΚΑΒΗ
Αλίμονο, η δύστυχη, τί να βογκήξω;
ποιό ξεφωνητό και ποιό κλάμα
η έρμη εγώ, στα τρισάθλια γεράματα στη σκλαβιά
την αβάσταχτη,
την ανυπόφερτη, οϊμένα.
Ποιός για με θα νοιαστεί,
ποιά γενιά και ποιά χώρα;
160 Ο γέροντας χάθηκε, χάθηκαν
και τα παιδιά μου.
Κατά πού να στραφώ
και ποιό δρόμο να πάρω;
Ποιός θεός ή ποιός δαίμονας
θα μου απλώσει το χέρι;
Τρωαδίτισσες, του κακού
μαντατοφόρες,
φριχτές συμφορές μού μηνύσατε,
σας λέω, μ᾽ αφανίσατε,
με σκοτώσατε, η ζωή μου δεν είναι,
τώρα πια, να τη ζήσω
στου ήλιου το φως.
170 Ω βήμα ταλαίπωρο, οδήγα με,
οδήγα τη δόλια γερόντισσα σ᾽ αυτή την αυλή.
Κόρη μου εσύ, τέκνο
της πιο δυστυχισμένης, πρόβαλε
από την κατοικιά σου ν᾽ ακούσεις
της μάνας τη φωνή,
ω παιδί μου, για να μάθεις ποιό μήνυμα
μου ᾽χουν φέρει για σένα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Οϊμέ,
μάνα, μανούλα, τί κράζεις;
Τί ξαφνικό διαλαλάς κι η τρομάρα
με ξεπέταξε καθώς ξεπετιέται
το πουλί απ᾽ τη φωλιά του;
ΕΚΑΒΗ
180 Αλίμονό σου, παιδί μου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Γιατί με κλαις; Κακό για μένα προμήνυμα.
ΕΚΑΒΗ
Ω, αλί στη ζωή σου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Μίλησέ μου, λοιπόν, μη μου το κρύβεις πια.
Φοβάμαι, φοβάμαι, μητέρα,
σαν δεν ξέρω γιατί αναστενάζεις.
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη, ω κακότυχης μάνας παιδί.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Τί ᾽ναι, λοιπόν, το μαντάτο που φέρνεις;
ΕΚΑΒΗ
Οι Αργίτες επήραν απόφαση
να σε σφάξουν απάνω στον τάφο
190 του γιου του Πηλέα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Αλίμονο, μάνα μου, πώς το μπορείς
να ξεστομίζεις τα φριχτά τούτα λόγια;
Μίλησέ μου, λοιπόν, μίλησέ μου, μητέρα.
ΕΚΑΒΗ
Λέω αυτά που δεν λέγονται, κόρη μου.
Ήρθε μήνυμα πως με ψήφο οι Αργίτες
τη μοίρα σου κρίνανε.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ω πολύπαθη μάνα, τρισάθλια,
ποιά ζωή δυστυχισμένη σου δόθηκε,
ποιά κατάρατη, ανείπωτη
200 συμφορά
έριξε πάλι απάνω σου
κάποιος δαίμονας; Δεν θα ᾽χεις λοιπόν
την πικραμένη σου κόρη
συντροφιά της σκλαβιάς σου
στα ολόπικρά σου γεράματα.
Γιατί σαν τη βουνίσια μοσχίδα,
το φτωχούλι σου, φτωχή μου εσύ, θα με δεις
από την αγκαλιά σου αρπαγμένη,
με θερισμένο λαιμό, να με πέμπουνε
στου Άδη τα υποχθόνια σκότη,
όπου η δόλια θα κείτομαι
210 συντροφιά με τους άλλους νεκρούς.
Όμως για σένα, μητέρα, για τη δύστυχη εσένα,
πιο πολύ, με ολοδάκρυτους θρήνους οδύρομαι.
Κι όσο για τη δική μου ζωή,
που είναι πια ένας χαμός κι ένα ντρόπιασμα,
ας μην την κλαίω· προτιμότερη τύχη
είναι για με να πεθάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου