645 ΜΕ. τί δῆτ᾽ ἂν εἴποις τοὺς γέροντας ὡς σοφοί,
καὶ τοὺς φρονεῖν δοκοῦντας Ἕλλησίν ποτε;
ὅτ᾽ ὢν σὺ Πηλεὺς καὶ πατρὸς κλεινοῦ γεγώς,
κῆδος συνάψας, αἰσχρὰ μὲν σαυτῷ λέγεις
ἡμῖν δ᾽ ὀνείδη διὰ γυναῖκα βάρβαρον
650 ἣν χρῆν σ᾽ ἐλαύνειν τήνδ᾽ ὑπὲρ Νείλου ῥοὰς
ὑπέρ τε Φᾶσιν, κἀμὲ παρακαλεῖν ἀεί,
οὖσαν μὲν ἠπειρῶτιν, οὗ πεσήματα
πλεῖσθ᾽ Ἑλλάδος πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν,
τοῦ σοῦ τε παιδὸς αἵματος κοινουμένην.
655 Πάρις γάρ, ὃς σὸν παῖδ᾽ ἔπεφν᾽ Ἀχιλλέα,
Ἕκτορος ἀδελφὸς ἦν, δάμαρ δ᾽ ἥδ᾽ Ἕκτορος.
καὶ τῇδέ γ᾽ εἰσέρχῃ σὺ ταὐτὸν ἐς στέγος
καὶ ξυντράπεζον ἀξιοῖς ἔχειν βίον,
τίκτειν δ᾽ ἐν οἴκοις παῖδας ἐχθίστους ἐᾷς.
660 ἁγὼ προνοίᾳ τῇ τε σῇ κἀμῇ, γέρον,
κτανεῖν θέλων τήνδ᾽ ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι.
καίτοι φέρ᾽· ἅψασθαι γὰρ οὐκ αἰσχρὸν λόγου·
ἢν παῖς μὲν ἡμὴ μὴ τέκῃ, ταύτης δ᾽ ἄπο
βλάστωσι παῖδες, τῆσδε γῆς Φθιώτιδος
665 στήσεις τυράννους, βάρβαροι δ᾽ ὄντες γένος
Ἕλλησιν ἄρξουσ᾽; εἶτ᾽ ἐγὼ μὲν οὐ φρονῶ
μισῶν τὰ μὴ δίκαια, σοὶ δ᾽ ἔνεστι νοῦς;
κἀκεῖνο νῦν ἄθρησον· εἰ σὺ παῖδα σὴν
δούς τῳ πολιτῶν, εἶτ᾽ ἔπασχε τοιάδε,
670 σιγῇ καθῆσ᾽ ἄν; οὐ δοκῶ· ξένης δ᾽ ὕπερ
τοιαῦτα λάσκεις τοὺς ἀναγκαίους φίλους;
καὶ μὴν ἴσον γ᾽ ἀνήρ τε καὶ γυνὴ στένει
ἀδικουμένη πρὸς ἀνδρός· ὡς δ᾽ αὔτως ἀνὴρ
γυναῖκα μωραίνουσαν ἐν δόμοις ἔχων.
675 καὶ τῷ μὲν ἔστιν ἐν χεροῖν μέγα σθένος,
τῇ δ᾽ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα.
οὔκουν δίκαιον τοῖς γ᾽ ἐμοῖς ἐπωφελεῖν;
γέρων γέρων εἶ. τὴν δ᾽ ἐμὴν στρατηγίαν
λέγων ἔμ᾽ ὠφελοῖς ἂν ἢ σιγῶν πλέον.
680 Ἑλένη δ᾽ ἐμόχθησ᾽ οὐχ ἑκοῦσ᾽, ἀλλ᾽ ἐκ θεῶν,
καὶ τοῦτο πλεῖστον ὠφέλησεν Ἑλλάδα·
ὅπλων γὰρ ὄντες καὶ μάχης ἀίστορες
ἔβησαν ἐς τἀνδρεῖον· ἡ δ᾽ ὁμιλία
πάντων βροτοῖσι γίγνεται διδάσκαλος.
685 εἰ δ᾽ ἐς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ
γυναικὸς ἔσχον μὴ κτανεῖν, ἐσωφρόνουν.
οὐδ᾽ ἂν σὲ Φῶκον ἤθελον κατακτανεῖν.
ταῦτ᾽ εὖ φρονῶν σ᾽ ἐπῆλθον, οὐκ ὀργῆς χάριν·
ἢν δ᾽ ὀξυθυμῇς, σοὶ μὲν ἡ γλωσσαλγία
690 μείζων, ἐμοὶ δὲ κέρδος ἡ προμηθία.
ΧΟ. παύσασθον ἤδη —λῷστα γὰρ μακρῷ τάδε—
λόγων ματαίων, μὴ δύο σφαλῆσθ᾽ ἅμα.
***
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πώς να τους πει κανείς μυαλωμένους τους γέροντες;
κι εκείνους που οι Έλληνες ξεχώριζαν
κάποτε για τη φρόνησή τους;
Όταν εσύ,
ένας Πηλέας, ο γιος δοξασμένου πατέρα,
που μαζί μου συγγένεψες, ξεστομίζεις κουβέντες
που κι εσένα ντροπιάζουν κι εμένα προσβάλλουνε;
Κι αυτό για χάρη μιας βάρβαρης γυναίκας,
που έπρεπε να την είχες διώξει πέρα
650 από τα ρέματα του Νείλου και του Φάση
και να με συμβουλεύεις, πάντοτε, κι εμένα,
απέναντί της να κρατώ την ίδια στάση,
αφού έρχεται απ᾽ τις χώρες της Ασίας, όπου
τόσοι Έλληνες επέσανε κονταροχτυπημένοι
κι έχει μερίδιο στον φόνο του παιδιού σου.
Γιατί ο Πάρις, που σκότωσε τον γιο σου,
τον Αχιλλέα, ήταν αδέρφι του Έκτορα. Κι όμως εσύ,
μένεις μαζί της κάτω από την ίδια στέγη
και την κρίνεις
άξια να τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα
και την αφήνεις να γεννά μέσα στο σπίτι σου
παιδιά που είναι οι εχθροί μας οι χειρότεροι.
660 Για το καλό και των δυο μας, γέροντα,
θέλω να τη σκοτώσω, κι εσύ θέλεις
να την αρπάξεις μέσα από τα χέρια μου.
Γιά κοίταξε όμως —και ντροπή δεν είναι να το πούμε—
αν τύχει και η δική μου κόρη δεν γεννήσει
παιδιά, γεννήσει όμως αυτή, θα επιτρέψεις
να γίνουν βασιλιάδες της Φθιώτιδας
και βάρβαροι να κυβερνούν το γένος των Ελλήνων;
Εγώ, λοιπόν, είμαι άμυαλος, που δεν δέχομαι το άδικο,
και γνωστικός εσύ; Σκέψου τώρα κι αυτό:
αν έδινες την κόρη σου σε κάποιον πατριώτη σου
και πάθαινε τα ίδια, θα το υπόμενες
670 σωπαίνοντας; Δεν το νομίζω· κι όμως,
για το χατίρι κάποιας ξένης, βρίζεις
αγαπημένους συγγενείς. Και κάτι ακόμα:
γυναίκα κι άντρας έχουν ίδια δικαιώματα,
αν η γυναίκα προσβληθεί απ᾽ τον άντρα
κι ο άντρας αν έχει παλαβή γυναίκα·
κι όσο γι᾽ αυτόν, έχει τη δύναμη στα χέρια του,
για κείνη όμως φροντίζουν οι γονείς και οι φίλοι.
Δεν έχω δίκιο λοιπόν να βοηθώ τους δικούς μου;
Γέρασες, κακομοίρη, γέρασες.
Κι όσο πια για τη στρατηγία μου,
πιο πολύ με ωφελείς όταν μιλάς,
παρά όταν σωπαίνεις. Κι ακόμα
να ξέρεις πως η Ελένη αν έσφαλε,
δεν ήταν με τη θέλησή της, ήτανε γιατί
680 το αποφασίσανε οι θεοί, και το σφάλμα της
εβγήκε σε καλό για την Ελλάδα.
Άπραγοι ως τότε σε όπλα και πολέμους οι Έλληνες,
έγιναν αντρειωμένοι. Γιατί σε όλα,
δάσκαλος των ανθρώπων είναι η πείρα.
Φέρθηκα φρόνιμα λοιπόν που δεν εσκότωσα
τη γυναίκα μου μόλις την αντίκρισα.
Και πολύ θα ᾽θελα και συ να μην εσκότωνες
τον αδερφό σου τον Φώκο. Με καλή
διάθεση σου μίλησα έτσι, κι όχι από θυμό,
κι όταν εσύ παραφέρνεσαι, η γλώσσα σου
δεν έχει κρατημό· μα όσο για μένα,
690 κέρδος θαρρώ τη φρονιμάδα.
ΧΟΡΟΣ
Σταματήστε
επιτέλους τ᾽ ανώφελα λόγια·
αυτό θα ᾽ταν πολύ προτιμότερο
για να μην έρθετε
σε δυσάρεστη θέση κι οι δυο σας.
καὶ τοὺς φρονεῖν δοκοῦντας Ἕλλησίν ποτε;
ὅτ᾽ ὢν σὺ Πηλεὺς καὶ πατρὸς κλεινοῦ γεγώς,
κῆδος συνάψας, αἰσχρὰ μὲν σαυτῷ λέγεις
ἡμῖν δ᾽ ὀνείδη διὰ γυναῖκα βάρβαρον
650 ἣν χρῆν σ᾽ ἐλαύνειν τήνδ᾽ ὑπὲρ Νείλου ῥοὰς
ὑπέρ τε Φᾶσιν, κἀμὲ παρακαλεῖν ἀεί,
οὖσαν μὲν ἠπειρῶτιν, οὗ πεσήματα
πλεῖσθ᾽ Ἑλλάδος πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν,
τοῦ σοῦ τε παιδὸς αἵματος κοινουμένην.
655 Πάρις γάρ, ὃς σὸν παῖδ᾽ ἔπεφν᾽ Ἀχιλλέα,
Ἕκτορος ἀδελφὸς ἦν, δάμαρ δ᾽ ἥδ᾽ Ἕκτορος.
καὶ τῇδέ γ᾽ εἰσέρχῃ σὺ ταὐτὸν ἐς στέγος
καὶ ξυντράπεζον ἀξιοῖς ἔχειν βίον,
τίκτειν δ᾽ ἐν οἴκοις παῖδας ἐχθίστους ἐᾷς.
660 ἁγὼ προνοίᾳ τῇ τε σῇ κἀμῇ, γέρον,
κτανεῖν θέλων τήνδ᾽ ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι.
καίτοι φέρ᾽· ἅψασθαι γὰρ οὐκ αἰσχρὸν λόγου·
ἢν παῖς μὲν ἡμὴ μὴ τέκῃ, ταύτης δ᾽ ἄπο
βλάστωσι παῖδες, τῆσδε γῆς Φθιώτιδος
665 στήσεις τυράννους, βάρβαροι δ᾽ ὄντες γένος
Ἕλλησιν ἄρξουσ᾽; εἶτ᾽ ἐγὼ μὲν οὐ φρονῶ
μισῶν τὰ μὴ δίκαια, σοὶ δ᾽ ἔνεστι νοῦς;
κἀκεῖνο νῦν ἄθρησον· εἰ σὺ παῖδα σὴν
δούς τῳ πολιτῶν, εἶτ᾽ ἔπασχε τοιάδε,
670 σιγῇ καθῆσ᾽ ἄν; οὐ δοκῶ· ξένης δ᾽ ὕπερ
τοιαῦτα λάσκεις τοὺς ἀναγκαίους φίλους;
καὶ μὴν ἴσον γ᾽ ἀνήρ τε καὶ γυνὴ στένει
ἀδικουμένη πρὸς ἀνδρός· ὡς δ᾽ αὔτως ἀνὴρ
γυναῖκα μωραίνουσαν ἐν δόμοις ἔχων.
675 καὶ τῷ μὲν ἔστιν ἐν χεροῖν μέγα σθένος,
τῇ δ᾽ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα.
οὔκουν δίκαιον τοῖς γ᾽ ἐμοῖς ἐπωφελεῖν;
γέρων γέρων εἶ. τὴν δ᾽ ἐμὴν στρατηγίαν
λέγων ἔμ᾽ ὠφελοῖς ἂν ἢ σιγῶν πλέον.
680 Ἑλένη δ᾽ ἐμόχθησ᾽ οὐχ ἑκοῦσ᾽, ἀλλ᾽ ἐκ θεῶν,
καὶ τοῦτο πλεῖστον ὠφέλησεν Ἑλλάδα·
ὅπλων γὰρ ὄντες καὶ μάχης ἀίστορες
ἔβησαν ἐς τἀνδρεῖον· ἡ δ᾽ ὁμιλία
πάντων βροτοῖσι γίγνεται διδάσκαλος.
685 εἰ δ᾽ ἐς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ
γυναικὸς ἔσχον μὴ κτανεῖν, ἐσωφρόνουν.
οὐδ᾽ ἂν σὲ Φῶκον ἤθελον κατακτανεῖν.
ταῦτ᾽ εὖ φρονῶν σ᾽ ἐπῆλθον, οὐκ ὀργῆς χάριν·
ἢν δ᾽ ὀξυθυμῇς, σοὶ μὲν ἡ γλωσσαλγία
690 μείζων, ἐμοὶ δὲ κέρδος ἡ προμηθία.
ΧΟ. παύσασθον ἤδη —λῷστα γὰρ μακρῷ τάδε—
λόγων ματαίων, μὴ δύο σφαλῆσθ᾽ ἅμα.
***
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πώς να τους πει κανείς μυαλωμένους τους γέροντες;
κι εκείνους που οι Έλληνες ξεχώριζαν
κάποτε για τη φρόνησή τους;
Όταν εσύ,
ένας Πηλέας, ο γιος δοξασμένου πατέρα,
που μαζί μου συγγένεψες, ξεστομίζεις κουβέντες
που κι εσένα ντροπιάζουν κι εμένα προσβάλλουνε;
Κι αυτό για χάρη μιας βάρβαρης γυναίκας,
που έπρεπε να την είχες διώξει πέρα
650 από τα ρέματα του Νείλου και του Φάση
και να με συμβουλεύεις, πάντοτε, κι εμένα,
απέναντί της να κρατώ την ίδια στάση,
αφού έρχεται απ᾽ τις χώρες της Ασίας, όπου
τόσοι Έλληνες επέσανε κονταροχτυπημένοι
κι έχει μερίδιο στον φόνο του παιδιού σου.
Γιατί ο Πάρις, που σκότωσε τον γιο σου,
τον Αχιλλέα, ήταν αδέρφι του Έκτορα. Κι όμως εσύ,
μένεις μαζί της κάτω από την ίδια στέγη
και την κρίνεις
άξια να τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα
και την αφήνεις να γεννά μέσα στο σπίτι σου
παιδιά που είναι οι εχθροί μας οι χειρότεροι.
660 Για το καλό και των δυο μας, γέροντα,
θέλω να τη σκοτώσω, κι εσύ θέλεις
να την αρπάξεις μέσα από τα χέρια μου.
Γιά κοίταξε όμως —και ντροπή δεν είναι να το πούμε—
αν τύχει και η δική μου κόρη δεν γεννήσει
παιδιά, γεννήσει όμως αυτή, θα επιτρέψεις
να γίνουν βασιλιάδες της Φθιώτιδας
και βάρβαροι να κυβερνούν το γένος των Ελλήνων;
Εγώ, λοιπόν, είμαι άμυαλος, που δεν δέχομαι το άδικο,
και γνωστικός εσύ; Σκέψου τώρα κι αυτό:
αν έδινες την κόρη σου σε κάποιον πατριώτη σου
και πάθαινε τα ίδια, θα το υπόμενες
670 σωπαίνοντας; Δεν το νομίζω· κι όμως,
για το χατίρι κάποιας ξένης, βρίζεις
αγαπημένους συγγενείς. Και κάτι ακόμα:
γυναίκα κι άντρας έχουν ίδια δικαιώματα,
αν η γυναίκα προσβληθεί απ᾽ τον άντρα
κι ο άντρας αν έχει παλαβή γυναίκα·
κι όσο γι᾽ αυτόν, έχει τη δύναμη στα χέρια του,
για κείνη όμως φροντίζουν οι γονείς και οι φίλοι.
Δεν έχω δίκιο λοιπόν να βοηθώ τους δικούς μου;
Γέρασες, κακομοίρη, γέρασες.
Κι όσο πια για τη στρατηγία μου,
πιο πολύ με ωφελείς όταν μιλάς,
παρά όταν σωπαίνεις. Κι ακόμα
να ξέρεις πως η Ελένη αν έσφαλε,
δεν ήταν με τη θέλησή της, ήτανε γιατί
680 το αποφασίσανε οι θεοί, και το σφάλμα της
εβγήκε σε καλό για την Ελλάδα.
Άπραγοι ως τότε σε όπλα και πολέμους οι Έλληνες,
έγιναν αντρειωμένοι. Γιατί σε όλα,
δάσκαλος των ανθρώπων είναι η πείρα.
Φέρθηκα φρόνιμα λοιπόν που δεν εσκότωσα
τη γυναίκα μου μόλις την αντίκρισα.
Και πολύ θα ᾽θελα και συ να μην εσκότωνες
τον αδερφό σου τον Φώκο. Με καλή
διάθεση σου μίλησα έτσι, κι όχι από θυμό,
κι όταν εσύ παραφέρνεσαι, η γλώσσα σου
δεν έχει κρατημό· μα όσο για μένα,
690 κέρδος θαρρώ τη φρονιμάδα.
ΧΟΡΟΣ
Σταματήστε
επιτέλους τ᾽ ανώφελα λόγια·
αυτό θα ᾽ταν πολύ προτιμότερο
για να μην έρθετε
σε δυσάρεστη θέση κι οι δυο σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου