ΧΟ. τάχα δὴ πολυάνορα τάνδε πόλιν [στρ.]
καλεῖ τις ἀνθρώπων·
1315 τύχη μόνον προσείη.
κατέχουσι δ᾽ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως.
ΠΙ. θᾶττον φέρειν κελεύω.
ΧΟ. τί γὰρ οὐκ ἔνι ταύτῃ
καλὸν ἀνδρὶ μετοικεῖν;
1320 Σοφία, Πόθος, ἀμβρόσιαι Χάριτες
τό τε τῆς ἀγανόφρονος Ἡσυχίας
εὐήμερον πρόσωπον.
ΠΙ. ὡς βλακικῶς διακονεῖς. οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις;
1325 ΧΟ. φερέτω κάλαθον ταχύ τις πτερῶν. [ἀντ.]
σὺ δ᾽ αὖθις ἐξόρμα
τύπτων γε τοῦτον ὡδί.
πάνυ γὰρ βραδύς ἐστί τις ὥσπερ ὄνος.
ΠΙ. μανῆς γάρ ἐστι δειλός.
1330 ΧΟ. σὺ δὲ τὰ πτερὰ πρῶτον
διάθες τάδε κόσμῳ·
τά τε μουσίχ᾽ ὁμοῦ τά τε μαντικὰ καὶ
τὰ θαλάττι᾽. ἔπειτα δ᾽ ὅπως φρονίμως
πρὸς ἄνδρ᾽ ὁρῶν πτερώσεις.
1335 ΠΙ. οὔ τοι μὰ τὰς κερχνῇδας ἔτι σου σχήσομαι,
οὕτως ὁρῶν σε δειλὸν ὄντα καὶ βραδύν.
***
ΧΟΡ. Σε λιγάκι οι άνθρωποι όλοι
μεγαλούπολη θα λεν αυτή την πόλη·
τυχερή μονάχα να ᾽ναι.
Πώς την πόλη μου θαμάζουν κι αγαπάνε!
ΠΙΣ., στο δούλο που έφερε ένα καλάθι φτερά.
Πιο σβέλτα· φέρνε γρήγορα.
ΧΟΡ. Μετανάστης όποιος τώρα εδώ θά ᾽ρθει
θά ᾽βρει ό,τι καλό ποθεί·
1320 Έρωτα, Σοφία
και την Ησυχία
θά ᾽βρει την ειρηνική,
που χαμόγελα σκορπά η γλυκιά θωριά της·
θα ᾽ναι οι Χάριτες οι αθάνατες κοντά της.
ΠΙΣ., στο δούλο που φέρνει κι άλλα φτερά.
Τί τεμπελιά είν᾽ αυτή; Κουνήσου λίγο.
ΧΟΡ., δείχνοντας το δούλο.
Μα με τούτον τί θα γίνει;
Μπρος! Φτερά! Γεμίστε, φέρτε ένα κοφίνι.
Στον Πισθέταιρο.
Καλέ, δώσ᾽ του μια στην πλάτη
Τί γαϊδούρι! Κοίτα κει τον ακαμάτη.
ΠΙΣ. Τεμπέλης που ᾽ναι ο άτιμος.
ΧΟΡ., στον Πισθέταιρο.
1330 Εσύ βάλε πρώτα πρώτα τα φτερά
τούτα δω με τη σειρά·
όσα κελαηδούνε
ή μαντολογούνε,
χώρια τα θαλασσινά,
κι εξετάζοντας αυτούς που εδώ θ᾽ αράζουν
να τους δίνεις τα φτερά που τους ταιριάζουν.
ΠΙΣ., βλέποντας το δούλο που έρχεται αργά.
Μά τα γεράκια, δεν κρατιέμαι πια άλλο·
αρχιτεμπέλη, γιά άρπα τη, να μάθεις.
καλεῖ τις ἀνθρώπων·
1315 τύχη μόνον προσείη.
κατέχουσι δ᾽ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως.
ΠΙ. θᾶττον φέρειν κελεύω.
ΧΟ. τί γὰρ οὐκ ἔνι ταύτῃ
καλὸν ἀνδρὶ μετοικεῖν;
1320 Σοφία, Πόθος, ἀμβρόσιαι Χάριτες
τό τε τῆς ἀγανόφρονος Ἡσυχίας
εὐήμερον πρόσωπον.
ΠΙ. ὡς βλακικῶς διακονεῖς. οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις;
1325 ΧΟ. φερέτω κάλαθον ταχύ τις πτερῶν. [ἀντ.]
σὺ δ᾽ αὖθις ἐξόρμα
τύπτων γε τοῦτον ὡδί.
πάνυ γὰρ βραδύς ἐστί τις ὥσπερ ὄνος.
ΠΙ. μανῆς γάρ ἐστι δειλός.
1330 ΧΟ. σὺ δὲ τὰ πτερὰ πρῶτον
διάθες τάδε κόσμῳ·
τά τε μουσίχ᾽ ὁμοῦ τά τε μαντικὰ καὶ
τὰ θαλάττι᾽. ἔπειτα δ᾽ ὅπως φρονίμως
πρὸς ἄνδρ᾽ ὁρῶν πτερώσεις.
1335 ΠΙ. οὔ τοι μὰ τὰς κερχνῇδας ἔτι σου σχήσομαι,
οὕτως ὁρῶν σε δειλὸν ὄντα καὶ βραδύν.
***
ΧΟΡ. Σε λιγάκι οι άνθρωποι όλοι
μεγαλούπολη θα λεν αυτή την πόλη·
τυχερή μονάχα να ᾽ναι.
Πώς την πόλη μου θαμάζουν κι αγαπάνε!
ΠΙΣ., στο δούλο που έφερε ένα καλάθι φτερά.
Πιο σβέλτα· φέρνε γρήγορα.
ΧΟΡ. Μετανάστης όποιος τώρα εδώ θά ᾽ρθει
θά ᾽βρει ό,τι καλό ποθεί·
1320 Έρωτα, Σοφία
και την Ησυχία
θά ᾽βρει την ειρηνική,
που χαμόγελα σκορπά η γλυκιά θωριά της·
θα ᾽ναι οι Χάριτες οι αθάνατες κοντά της.
ΠΙΣ., στο δούλο που φέρνει κι άλλα φτερά.
Τί τεμπελιά είν᾽ αυτή; Κουνήσου λίγο.
ΧΟΡ., δείχνοντας το δούλο.
Μα με τούτον τί θα γίνει;
Μπρος! Φτερά! Γεμίστε, φέρτε ένα κοφίνι.
Στον Πισθέταιρο.
Καλέ, δώσ᾽ του μια στην πλάτη
Τί γαϊδούρι! Κοίτα κει τον ακαμάτη.
ΠΙΣ. Τεμπέλης που ᾽ναι ο άτιμος.
ΧΟΡ., στον Πισθέταιρο.
1330 Εσύ βάλε πρώτα πρώτα τα φτερά
τούτα δω με τη σειρά·
όσα κελαηδούνε
ή μαντολογούνε,
χώρια τα θαλασσινά,
κι εξετάζοντας αυτούς που εδώ θ᾽ αράζουν
να τους δίνεις τα φτερά που τους ταιριάζουν.
ΠΙΣ., βλέποντας το δούλο που έρχεται αργά.
Μά τα γεράκια, δεν κρατιέμαι πια άλλο·
αρχιτεμπέλη, γιά άρπα τη, να μάθεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου