ΧΟ. Ἴακχ᾽, ὦ πολυτίμητ᾽ ἐν ἕδραις ἐνθάδε ναίων, [στρ.]
325 Ἴακχ᾽, ὦ Ἴακχε,
ἐλθὲ τόνδ᾽ ἀνὰ λειμῶνα χορεύσων
ὁσίους εἰς θιασώτας,
πολύκαρπον μὲν τινάσσων
περὶ κρατὶ σῷ βρύοντα
330 στέφανον μύρτων, θρασεῖ δ᾽ ἐγκατακρούων
ποδὶ τὰν ἀκόλαστον
φιλοπαίγμονα τιμάν,
335 χαρίτων πλεῖστον ἔχουσαν μέρος, ἁγνήν, ἱερὰν
ὁσίοις μύσταις χορείαν.
ΞΑ. ὦ πότνια πολυτίμητε Δήμητρος κόρη,
ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν.
ΔΙ. οὔκουν ἀτρέμ᾽ ἕξεις, ἤν τι καὶ χορδῆς λάβῃς;
340 ΧΟ. ἔγειρε· φλογέας ἐν χερσὶ γὰρ ἥκει τινάσσων, [ἀντ.]
Ἴακχ᾽, ὦ Ἴακχε,
νυκτέρου τελετῆς φωσφόρος ἀστήρ.
φλογὶ φέγγεται δὲ λειμών·
345 γόνυ πάλλεται γερόντων·
ἀποσείονται δὲ λύπας
χρονίους τ᾽ ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτοὺς
350 ἱερᾶς ὑπὸ τιμῆς.
σὺ δὲ λαμπάδι φέγγων
προβάδην ἔξαγ᾽ ἐπ᾽ ἀνθηρὸν ἕλειον δάπεδον
χοροποιόν, μάκαρ, ἥβαν.
εὐφημεῖν χρὴ κἀξίστασθαι τοῖς ἡμετέροισι χοροῖσιν,
355 ὅστις ἄπειρος τοιῶνδε λόγων ἢ γνώμην μὴ καθαρεύει,
ἢ γενναίων ὄργια Μουσῶν μήτ᾽ εἶδεν μήτ᾽ ἐχόρευσεν,
μηδὲ Κρατίνου τοῦ ταυροφάγου γλώττης Βακχεῖ᾽ ἐτελέσθη,
ἢ βωμολόχοις ἔπεσιν χαίρει μὴ ᾽ν καιρῷ τοῦτο ποιοῦσιν,
ἢ στάσιν ἐχθρὰν μὴ καταλύει μηδ᾽ εὔκολός ἐστι πολίταις,
360 ἀλλ᾽ ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει κερδῶν ἰδίων ἐπιθυμῶν,
ἢ τῆς πόλεως χειμαζομένης ἄρχων καταδωροδοκεῖται,
ἢ προδίδωσιν φρούριον ἢ ναῦς, ἢ τἀπόρρητ᾽ ἀποπέμπει
ἐξ Αἰγίνης Θωρυκίων ὢν εἰκοστολόγος κακοδαίμων,
ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων εἰς Ἐπίδαυρον,
365 ἢ χρήματα ταῖς τῶν ἀντιπάλων ναυσὶν παρέχειν τινὰ πείθει,
ἢ κατατιλᾷ τῶν Ἑκατείων κυκλίοισι χοροῖσιν ὑπᾴδων,
ἢ τοὺς μισθοὺς τῶν ποιητῶν ῥήτωρ ὢν εἶτ᾽ ἀποτρώγει,
κωμῳδηθεὶς ἐν ταῖς πατρίοις τελεταῖς ταῖς τοῦ Διονύσου.
τούτοις αὐδῶ καὖθις ἐπαυδῶ καὖθις τὸ τρίτον μάλ᾽ ἐπαυδῶ
370 ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς· ὑμεῖς δ᾽ ἀνεγείρετε μολπὴν
καὶ παννυχίδας τὰς ἡμετέρας αἳ τῇδε πρέπουσιν ἑορτῇ.
***
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΩΝ
Ίακχε εσύ πολυδόξαστε, που έχεις εδώ το λημέρι σου,
Ίακχε, ω Ίακχε,
έλα σ᾽ αυτό το λιβάδι,
έλα να μπεις στο Χορό
του ευλαβικού σου θιάσου·
στην κεφαλή σου ολοτρόγυρα
330 πλούσιο από μύρτα στεφάνι πολύκαρπο ανέμισε
και το χορό για τους όσιους
μύστες με χτύπους εσύ του ποδιού σου
ξέθαρρους, ω Ίακχε, ρύθμισε·
είναι χορός ασυγκράτητος,
είναι χορός παιχνιδιάρης,
όλος ιερότητα, αγνότητα, χάρη.
ΞΑΝ. Σεβάσμια δοξασμένη Περσεφόνη,
γλυκιά ευωδιά από χοίρειο μου ᾽ρθε κρέας.
ΔΙΟ. Λίγο άντερο ίσως πιάσεις, αν σωπάσεις.
340 ΧΟΡ. Ξύπνα· γιατί τους δαυλούς τους φλογόβολους σειώντας στο χέρι του,
Ίακχε, ω Ίακχε,
νά που τ᾽ ολόφωτο αστέρι,
ήρθε της νύχτιας γιορτής.
Φεγγοβολά το λιβάδι·
τώρα σαλεύουν τα γόνατα
ως και των γέρων· τις έγνοιες πετούν από πάνω τους
350 μέσα στην άγια αυτή μέρα
και των μακρόσυρτων χρόνων τους γύρους.
Με τη λαμπάδα εσύ φέγγοντας
βγάλε, ω μακάριε, κι οδήγησε
τη νεολαία τη χορεύτρα
στο νοτερό λουλουδόσπαρτο κάμπο.
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Όλοι πρέπει ιερή να κρατήσουν σιωπή·
και μακριά απ᾽ τους Χορούς μας να φύγει
όποιος άπειρος είναι από λόγους ιερούς,
όποιος γνώμη δεν έχει καθάρια,
των τρισεύγενων όποιος Μουσών τελετές
ούτε γιόρτασε κι ούτε τις είδε,
όποιος έμεινε ξένος στους βάκχιους ρυθμούς
του Κρατίνου, ποιητή ταυροφάγου,
τους χυδαίους όποιος στίχους ν᾽ ακούει αγαπά,
που τους λένε σε αταίριαστες ώρες,
όποιος είναι στους άλλους πολίτες στρυφνός,
κι, όταν πέσει διχόνοια στη χώρα,
δεν κοιτά να τη σβήσει, παρά τη φωτιά
360 συδαυλίζει για κέρδος δικό του,
όποιος, όταν την πόλη αγριοκαίρια χτυπούν,
κυβερνήτης αυτός, παίρνει δώρα,
όποιος κάστρο ή καράβια προδίνει, ή κρυφά
— Θωρυκίωνας εισπράχτορας φόρων —
απ᾽ την Αίγινα στέλνει στους έξω αγαθά
που απαγόρεψε η πόλη να βγαίνουν,
στην Επίδαυρο πέρα περνώντας πανιά,
τροπωτήρες δερμάτινες, πίσσα,
ή ενεργεί και φροντίζει να δώσει λεφτά
στων εχθρών μας το στόλο ένας ξένος,
όποιος, παίρνοντας μέρος σε κύκλιους χορούς,
τα ιερά της Εκάτης βρομίζει,
όποιος ρήτορας λέει να κοπεί η αμοιβή
των ποιητών, επειδή τον αφέντη
τον πειράξαν στου Διόνυσου κάποια γιορτή,
που τις έχουμε πάππου προς πάππου.
Τους το λέω μια φορά, τους το λέω κι άλλη μια,
και για τρίτη φορά τους το λέω
370 να τραβήξουν μακριά απ᾽ τους Χορούς των μυστών·
εσείς οι άλλοι τους ύμνους αρχίστε,
οι ολονύχτιες να γίνουνε τώρ᾽ αγρυπνιές
που ταιριάζουν σ᾽ αυτή τη γιορτή μας.
325 Ἴακχ᾽, ὦ Ἴακχε,
ἐλθὲ τόνδ᾽ ἀνὰ λειμῶνα χορεύσων
ὁσίους εἰς θιασώτας,
πολύκαρπον μὲν τινάσσων
περὶ κρατὶ σῷ βρύοντα
330 στέφανον μύρτων, θρασεῖ δ᾽ ἐγκατακρούων
ποδὶ τὰν ἀκόλαστον
φιλοπαίγμονα τιμάν,
335 χαρίτων πλεῖστον ἔχουσαν μέρος, ἁγνήν, ἱερὰν
ὁσίοις μύσταις χορείαν.
ΞΑ. ὦ πότνια πολυτίμητε Δήμητρος κόρη,
ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν.
ΔΙ. οὔκουν ἀτρέμ᾽ ἕξεις, ἤν τι καὶ χορδῆς λάβῃς;
340 ΧΟ. ἔγειρε· φλογέας ἐν χερσὶ γὰρ ἥκει τινάσσων, [ἀντ.]
Ἴακχ᾽, ὦ Ἴακχε,
νυκτέρου τελετῆς φωσφόρος ἀστήρ.
φλογὶ φέγγεται δὲ λειμών·
345 γόνυ πάλλεται γερόντων·
ἀποσείονται δὲ λύπας
χρονίους τ᾽ ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτοὺς
350 ἱερᾶς ὑπὸ τιμῆς.
σὺ δὲ λαμπάδι φέγγων
προβάδην ἔξαγ᾽ ἐπ᾽ ἀνθηρὸν ἕλειον δάπεδον
χοροποιόν, μάκαρ, ἥβαν.
εὐφημεῖν χρὴ κἀξίστασθαι τοῖς ἡμετέροισι χοροῖσιν,
355 ὅστις ἄπειρος τοιῶνδε λόγων ἢ γνώμην μὴ καθαρεύει,
ἢ γενναίων ὄργια Μουσῶν μήτ᾽ εἶδεν μήτ᾽ ἐχόρευσεν,
μηδὲ Κρατίνου τοῦ ταυροφάγου γλώττης Βακχεῖ᾽ ἐτελέσθη,
ἢ βωμολόχοις ἔπεσιν χαίρει μὴ ᾽ν καιρῷ τοῦτο ποιοῦσιν,
ἢ στάσιν ἐχθρὰν μὴ καταλύει μηδ᾽ εὔκολός ἐστι πολίταις,
360 ἀλλ᾽ ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει κερδῶν ἰδίων ἐπιθυμῶν,
ἢ τῆς πόλεως χειμαζομένης ἄρχων καταδωροδοκεῖται,
ἢ προδίδωσιν φρούριον ἢ ναῦς, ἢ τἀπόρρητ᾽ ἀποπέμπει
ἐξ Αἰγίνης Θωρυκίων ὢν εἰκοστολόγος κακοδαίμων,
ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων εἰς Ἐπίδαυρον,
365 ἢ χρήματα ταῖς τῶν ἀντιπάλων ναυσὶν παρέχειν τινὰ πείθει,
ἢ κατατιλᾷ τῶν Ἑκατείων κυκλίοισι χοροῖσιν ὑπᾴδων,
ἢ τοὺς μισθοὺς τῶν ποιητῶν ῥήτωρ ὢν εἶτ᾽ ἀποτρώγει,
κωμῳδηθεὶς ἐν ταῖς πατρίοις τελεταῖς ταῖς τοῦ Διονύσου.
τούτοις αὐδῶ καὖθις ἐπαυδῶ καὖθις τὸ τρίτον μάλ᾽ ἐπαυδῶ
370 ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς· ὑμεῖς δ᾽ ἀνεγείρετε μολπὴν
καὶ παννυχίδας τὰς ἡμετέρας αἳ τῇδε πρέπουσιν ἑορτῇ.
***
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΩΝ
Ίακχε εσύ πολυδόξαστε, που έχεις εδώ το λημέρι σου,
Ίακχε, ω Ίακχε,
έλα σ᾽ αυτό το λιβάδι,
έλα να μπεις στο Χορό
του ευλαβικού σου θιάσου·
στην κεφαλή σου ολοτρόγυρα
330 πλούσιο από μύρτα στεφάνι πολύκαρπο ανέμισε
και το χορό για τους όσιους
μύστες με χτύπους εσύ του ποδιού σου
ξέθαρρους, ω Ίακχε, ρύθμισε·
είναι χορός ασυγκράτητος,
είναι χορός παιχνιδιάρης,
όλος ιερότητα, αγνότητα, χάρη.
ΞΑΝ. Σεβάσμια δοξασμένη Περσεφόνη,
γλυκιά ευωδιά από χοίρειο μου ᾽ρθε κρέας.
ΔΙΟ. Λίγο άντερο ίσως πιάσεις, αν σωπάσεις.
340 ΧΟΡ. Ξύπνα· γιατί τους δαυλούς τους φλογόβολους σειώντας στο χέρι του,
Ίακχε, ω Ίακχε,
νά που τ᾽ ολόφωτο αστέρι,
ήρθε της νύχτιας γιορτής.
Φεγγοβολά το λιβάδι·
τώρα σαλεύουν τα γόνατα
ως και των γέρων· τις έγνοιες πετούν από πάνω τους
350 μέσα στην άγια αυτή μέρα
και των μακρόσυρτων χρόνων τους γύρους.
Με τη λαμπάδα εσύ φέγγοντας
βγάλε, ω μακάριε, κι οδήγησε
τη νεολαία τη χορεύτρα
στο νοτερό λουλουδόσπαρτο κάμπο.
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Όλοι πρέπει ιερή να κρατήσουν σιωπή·
και μακριά απ᾽ τους Χορούς μας να φύγει
όποιος άπειρος είναι από λόγους ιερούς,
όποιος γνώμη δεν έχει καθάρια,
των τρισεύγενων όποιος Μουσών τελετές
ούτε γιόρτασε κι ούτε τις είδε,
όποιος έμεινε ξένος στους βάκχιους ρυθμούς
του Κρατίνου, ποιητή ταυροφάγου,
τους χυδαίους όποιος στίχους ν᾽ ακούει αγαπά,
που τους λένε σε αταίριαστες ώρες,
όποιος είναι στους άλλους πολίτες στρυφνός,
κι, όταν πέσει διχόνοια στη χώρα,
δεν κοιτά να τη σβήσει, παρά τη φωτιά
360 συδαυλίζει για κέρδος δικό του,
όποιος, όταν την πόλη αγριοκαίρια χτυπούν,
κυβερνήτης αυτός, παίρνει δώρα,
όποιος κάστρο ή καράβια προδίνει, ή κρυφά
— Θωρυκίωνας εισπράχτορας φόρων —
απ᾽ την Αίγινα στέλνει στους έξω αγαθά
που απαγόρεψε η πόλη να βγαίνουν,
στην Επίδαυρο πέρα περνώντας πανιά,
τροπωτήρες δερμάτινες, πίσσα,
ή ενεργεί και φροντίζει να δώσει λεφτά
στων εχθρών μας το στόλο ένας ξένος,
όποιος, παίρνοντας μέρος σε κύκλιους χορούς,
τα ιερά της Εκάτης βρομίζει,
όποιος ρήτορας λέει να κοπεί η αμοιβή
των ποιητών, επειδή τον αφέντη
τον πειράξαν στου Διόνυσου κάποια γιορτή,
που τις έχουμε πάππου προς πάππου.
Τους το λέω μια φορά, τους το λέω κι άλλη μια,
και για τρίτη φορά τους το λέω
370 να τραβήξουν μακριά απ᾽ τους Χορούς των μυστών·
εσείς οι άλλοι τους ύμνους αρχίστε,
οι ολονύχτιες να γίνουνε τώρ᾽ αγρυπνιές
που ταιριάζουν σ᾽ αυτή τη γιορτή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου