Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Ευθανασία

Οι δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη ιατρική τεχνολογία είναι σχεδόν απεριόριστες και θέτουν, ως εκ τούτου, το ερώτημα: Επειδή μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε, πρέπει και να το κάνουμε; Ποιο είναι το όριο των δυνατοτήτων της υψηλής ιατρικής τεχνολογίας; Και πού αρχίζει το «δέον» της ηθικής ιατρικής συνείδησης; Μπορούμε να παρατείνουμε με μηχανικά μέσα τη ζωή αρρώστων με διαπιστωμένο εγκεφαλικό θάνατο. Θα πρέπει και να το κάνουμε; Μπορούμε να διακόψουμε αυτήν την τεχνητή παράταση ζωής, με την ευθανασία. Θα πρέπει και να το κάνουμε; Και πότε και ποιος θα το αποφασίσει;

Ο Ιπποκράτης παραγγέλλει: «και να μην επεμβαίνει στις περιπτώσεις που οι άρρωστοι έχουν πια τελείως νικηθεί από την αρρώστια τους, γνωρίζοντας πως η ιατρική δεν έχει τη δύναμη να κάνει το πάν: Και το μη εγχειρείν τοίσι κεκρατημένοις υπό τον νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική:» (Ιπποκράτους, Περί Τέχνης). Η παθητική ευθανασία με τα λόγια του Ιπποκράτη. Ο ίδιος, όμως, απορρίπτει, ρητώς, την ενεργητική ευθανασία: «ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον: Και να μου το ζητήσουν φάρμακο θανατηφόρο σε κανέναν δεν θα δώσω» (Ιπποκράτους, Όρκος).

Η λέξη ευθανασία είναι αντιδάνειο από την αγγλική του όρου euthanasia, ο οποίος είναι δάνειο από την ελληνική της λέξης ευθανασία, που σημαίνει καλός, ήρεμος, ανώδυνος θάνατος, και αποτελεί κανονικό παράγωγο του επιθέτου ευθάνατος: αυτός που πεθαίνει εύκολα, καλά. 1 Είναι επιτακτική ανάγκη πολιτεία, γιατροί, δικαιοσύνη, εκκλησία, και πολίτες, με δημόσια συζήτηση και ουσιαστική αντιπαράθεση -τα προβλήματα δεν είναι μονοσήμαντα- να προσεγγίσουμε τη νέα πραγματικότητα με ανθρωπιά και ευαισθησία.

Οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συναίνεσης και τα κριτήρια σαφώς καθορισμένα. Σε κοινωνίες, όπου η φροντίδα υγείας βασίζεται, κυρίως, στην χρησιμοθηρική αρχή: «οικονομικό κόστος/όφελος», η φροντίδα υγείας θα προσδιορίζεται και από το «τι φέρνει η ζαριά» της γενετικής: καλό ή κακό γονίδιο, και από την ηλικία και την βαρύτητα, το ανίατο ή όχι της αρρώστιαςτων ανθρώπων.

Όμως, τότε θα έχουμε μια κοινωνία – «που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της». Γ. Σεφέρης

Στις κοινωνίες, όπου η φροντίδα υγείας των πολιτών αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας και θεωρείται κοινωνικό αγαθό, και στις οποίες υπάρχει πρόβλεψη για την αξιοποίηση και χειρισμό της επιστημονικής γνώσης και της καλπάζουσας ιατρικής τεχνολογίας, τα ανακύπτοντα ηθικά διλήμματα μπορεί να αντιμετωπισθούν με ευαισθησία, ανθρωπιά και κοινή συναίνεση. Και την παραδοχή από όλους, γιατρούς, κυρίως από τους γιατρούς, και κοινωνία, ότι αρκετές φορές η ιατρική αδυνατεί να θεραπεύσει. Ο γιατρός όμως πάντοτε μπορεί να ανακουφίσει και να δώσει ελπίδα. Κι αυτό δεν κοστίζει τίποτα. Αξίζει όμως πολλά.

«Και πρώτα ορίζω τι πιστεύω ότι είναι ιατρική. Να απαλλάσσει τους αρρώστους από τους πόνους και να αμβλύνει την σφοδρότητα της αρρώστιας. Και πρώτον μεν διοριεύμαι ο νομίζω ιητρικήν είναι το δη πάμπαν απαλλάσσειν των νοσεόντων τους καμάτους και των νοσημάτων τας σφοδρότητας αμβλύνει» Ορίζει ο Ιπποκράτης (Ιπποκράτους, Περί Τέχνης).

Με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα, διεθνώς, η ευθανασία, σημαίνει την ανώδυνη επίσπευση του θανάτου ατόμου πάσχοντος από ανίατη επώδυνη ασθένεια. Η συζήτηση των φιλοσοφικών, ιατρονομικών, ηθικών όψεων της «ευθανασίας» είναι σοβαρό, αμφιλεγόμενο και δύσκολο αν όχι και επικίνδυνο θέμα. Ο θάνατος, μόνον ως φυσική, αναπόδραστη απόληξη της ζωής από οποιαδήποτε φυσική αιτία (και η νόσος είναι φυσική αιτία) μπορεί να είναι δεκτός, αλλά, πάντοτε, όχι αποδεκτός, από τον άνθρωπο.

Ο Θάνατος, απλουστευτικά, οριζόμενος ως απουσία ζωής, μόνον αρνητικά μπορεί να ορισθεί. Τι καθ’ αυτό είναι θάνατος δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί από τον ζώντα άνθρωπο, ως βιωματική εμπειρία. Ο σκοπός της ευθανασίας, όπως αυτή γίνεται αποδεκτή σήμερα, είναι αγαθός. Η αυτονομία και η ατομική ελευθερία του πάσχοντος ανθρώπου, ζητούν την πραγματοποίηση και τη νομιμοποίησή της.

Ο θνήσκων άνθρωπος, που υποφέρει, πια, παρά ζει, και ο οποίος, «λογικά» και «εν ψυχρώ», αποφασίζει, ότι τέτοια ζωή δεν την θέλει, και προτιμά τον θάνατο, θα πρέπει να υποβοηθείται να διέλθει την Αχερουσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οδυνηρής και αποδεδειγμένα ανίατης πάθησης, η ζωή παύει να αποτελεί αγαθό και καθίσταται αβάσταχτο ψυχικό και σωματικό μαρτύριο, οπότε η ευθανασία είναι λύτρωση και πράξη ανθρωπιστική.

Είναι λογικό ή ανθρώπινο να αρνείται η κοινωνία και ο γιατρός, στον θνήσκοντα άνθρωπο, το αίτημά του για υποβοήθηση του θανάτου του, όταν ο πόνος και η απελπισία τον έχουν οδηγήσει στην διατύπωση αυτού του αιτήματος; Στην έννοια του θανάτου αναδύεται με καθαρότητα η μοναδικότητα του ανθρώπου, όχι με την αφηρημένη της έννοια, αλλά με την έννοια της μοναδικής και ανεπανάληπτης σωματο-ψυχο-νοητικής οντότητας-προσωπικότητας του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου, με το συγκεκριμένο παρελθόν παρόν και μέλλον του.

«Ο Ιβάν Ίλιτς έβλεπε πως πεθαίνει, μα όχι μόνο δε μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα αυτή, μα δεν την καταλάβαινε, δε μπορούσε να την καταλάβει. Το παράδειγμα του συλλογισμού που είχε μάθει στη λογική του Κιζεβέτερ: «Ο Κάιους είναι ένας άνθρωπος. Οι άνθρωποι είναι θνητοί. Αρα ο Κάιους είναι θνητός του φαινόταν σε όλη του ζωή σωστό μόνο για τον Κάιους και καθόλου για τον εαυτό του. Μα ο Ιβάν Ίλιτς δεν ήταν καθόλου ο Κάιους, ούτε ένας άνθρωπος γενικά. Ήταν πάντα σε όλη του τη ζωή μια ύπαρξη ξεχωριστή από όλες τις άλλες υπάρξεις. Ήταν ο Βάνια με τη μαμά, με το μπαμπά, με τα παιχνίδια, με την Κάτιενκα.

Είχε τάχα φιλήσει ο Κάιους το χέρι της μάνας του; είχε ακούσει το φρου-φρου από το μεταξωτό της φόρεμα; Είχε ερωτευτεί σαν αυτόν; Μπορούσε τάχα ο Κάιους να διευθύνει τόσο καλά μια δίκη; Πραγματικά ο Κάιους είναι θνητός και σωστό είναι να πεθάνει. Μα με μένα το Βάνια τον Ιβάν Ίλιτς, με όλα μου τα αισθήματα τις ιδέες, είναι αδύνατο να είμαι υποχρεωμένος να πεθάνω. Και ξαφνικά αυτός φάνηκε πίσω από το παραβάν. Πρόσωπο με πρόσωπο μ αυτόν. μόνο να τον κοιτάζει και να παγώνει»2

Αυτό το μοναδικό πρόσωπο αφορά ο θάνατος του, τον οποίον βέβαια δεν μπορεί να βιώσει, παρά μόνον να τον σκεφθεί και να τον φοβάται. Και αυτό το μοναδικό πρόσωπο αφανίζεται με την ευθανασία, σε οποιαδήποτε μορφή της.

Η διάγνωση του κλινικού θανάτου ταυτιζόμενη με το μη αντιστρεπτό κώμα στο οποίο διατηρούνται μόνον οι φυτικές λειτουργίες του οργανισμού, αλλά απουσιάζει, αποδεδειγμένα και μονίμως, οποιαδήποτε εγκεφαλική δραστηριότητα, επιτρέπει σήμερα την αφαίρεση οργάνων για μεταμόσχευση. Πράγμα που υποδηλώνει, ότι η οντότητα που εκφράζεται ως μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Εν τούτοις, είναι φανερό ότι άλλα όργανα του νεκρού εξακολουθούν να «ζουν», επιτρέποντας την μεταμόσχευσή τους.

Ενώ ο ορισμός του κλινικού θανάτου είναι αντικειμενικά σαφής, και επιστημονικά αποδεκτός, η έννοια του θανάτου, όπως αυτή υπεισέρχεται στον όρο ευθανασία, είναι παράλογη και αντιφατική. Εδώ δεν πρόκειται για τον φυσικό θάνατο, στον οποίο καταλήγει κάθε ζων όν, αλλά για συνειδητό τερματισμό της ζωής του αρρώστου, εν ζωή (εφ’ όσον δεν έχει επέλθει ο κλινικός θάνατος), με την αγαθή πρόθεση της απαλλαγής του από τα βάσανα και την αθλιότητα του πόνου της ανίατης αρρώστιας.

Δεν είναι, δηλαδή, ο θάνατος, στην περίπτωση της ευθανασίας, η τελική κατάληξη κάθε ζώντος, αλλά μέσον, ριζικό, αλλά και ακυρωτικό της ζωής, με σκοπό την απαλλαγή από τον αβάσταχτο πόνο και την έσχατη αίσθηση απελπισίας και εγκατάλειψης, που συνοδεύει το θνήσκοντα, αλλά, ακόμη εν ζωή,άνθρωπο. Εδώ αναδύεται η αντίφαση της ευθανασίας, ως εξ ορισμού καλός θάνατος. Δεν πρόκειται για καλό θάνατο, αλλά απλώς για θανάτωση του θνήσκοντος στην συγκεκριμένη στιγμή που επιλέγεται.

Καλός θα ήταν ο θάνατος ο αναπόφευκτος, επερχόμενος όποτε η φύση επιλέξει, χωρίς πόνους, με την αποδοχή του άφευκτου, με την ηρεμία της παρηγοριάς που δίνουν οι συγγενείς και ο γιατρός, με την απελευθέρωση από τον φόβο της οδύνης του θανάτου. Αυτό θα ήταν ευθανασία: «Ο θάνατός σου, λέω, θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα, ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θάρθει για να σε σβήσει: Θάνατος δε τοι εξ αλός αυτώ αβληχρός μάλα τοίος ελεύσετε, ος και σε πέφνη.»3 Έτσι προμαντεύει το θάνατο του Οδυσσέα στην Νέκυιά του ο Όμηρος.

Στη τεχνολογικά κυριαρχούμενη σύγχρονη κοινωνία ο θάνατος δεν αποτελεί πλέον την κατάληξη της ζωής, η οποία τελειώνει μέσα στην θαλπωρή της οικογένειας. Προσλαμβάνουμε την έννοια του θανάτου ως απουσία ζωής, μιας και ο θάνατος δεν μπορεί να ορισθεί θετικά, δεδομένου ότι ουδείς ζων άνθρωπος μπορεί να έχει εμπειρία και να περιγράψει τον θάνατο, αυτό το τελικό και οριστικό. Τι;

Πώς μπορεί να περιγραφεί, με όρους ζωής, ο θάνατος; Ό,τι γνωρίζουμε, ως ζώντα υποκείμενα, περί θανάτου, είναι θεωρητικό και η μόνη εμπειρία που έχουμε περί αυτού είναι η ψυχρότητα του νεκρού σώματος-πτώματος, του άλλου. Η έκπτωση του ζωντανού σώματος σε νεκρό πτώμα, παρ’ όλο που δεν είναι στιγμιαία κατάσταση, αποτελεί οριακό και αμετάτρεπτο γεγονός. Όσο πρόκειται για σώμα, έστω πάσχον, δεν μπορούμε να μιλάμε για θάνατο. Και όταν αντιμετωπίζουμε το νεκρό πτώμα, πώς, ζώντες όντες, να αισθανθούμε τον θάνατο;

«Ο θάνατος ουδέν προς ημάς. Το γαρ διαλυθέν αναισθητεί, το δε αναισθητούν ου προς ημάς» Επίκουρος4

Όσο ζούμε αυτός, ο θάνατος, δεν υπάρχει και όταν έλθει αυτός δεν υπάρχουμε εμείς.

Το χτύπημα της ανίατης αρρώστιας, με ότι αυτή συνεπάγεται, είναι εντελώς διαφορετικό από το χτύπημα του θανάτου, που οριστικά αναιρεί την αρρώστια και τα συνακόλουθά της, αλλά οριστικά, επίσης, αναιρεί και τη ζωή. Η πορεία του ζώντος προς τον θάνατο δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό, που να προσεγγίζει την φρίκη του οριστικού θανάτου. Δεν πρόκειται εδώ για οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση, καταθλιπτική αντίδραση, απελπισία ή αγανάκτηση που μπορεί να αισθανθεί κάποιος, βιώνοντας τον θάνατο, (πάντοτε) ενός άλλου.

Η μόνη δυνατότητα να «συναντηθεί» κανείς με τον θάνατο είναι να τον σκεφθεί, (να τον βιώσει είναι αδύνατο) ως αποκλειστικά δικό του θάνατο. Κι ενώ όλοι μας είμαστε βέβαιοι για τον ερχομό του θανάτου, πάντοτε είμαστε αβέβαιοι για τον χρόνο επέλευσής του. Αυτή η αβεβαιότητα είναι που επιτρέπει την συνέχιση της ζωής, ως επιβράδυνση της πορείας προς τον αμετακίνητο και αναπόφευκτο θάνατο.

Εν τούτοις, μέσα σε αυτήν την αναγκαστική και αναπόδραστη πορεία προς το τέλος, ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται μόνον από την αναγκαιότητα του τέλους, τον άφευκτο θάνατο, αλλά και από την απέραντη ελευθερία του, ως πρόσωπο μοναδικό. Βλέποντας τον εαυτό του, ο χτυπημένος από την ανίατη αρρώστια άνθρωπος, να σπαράσσεται όχι μόνον από τον πόνο, αλλά και από τον αφανισμό της ελευθερίας του και της αξιοπρέπειάς του, απελπίζεται.

Και είναι αυτή η απελπισία, η απώλεια και της έσχατης ελπίδας, που τον κάνει ν’ αναζητά τον λυτρωτικό θάνατο. Είναι τότε που, ο καταδικασμένος και σπαραγμένος από την αρρώστια, το μοναδικό «πρόσωπο-άνθρωπος» ζητά την λύτρωση του θανάτου.

Και εδώ προκύπτει το δίλημμα της ευθανασίας.

Πάντοτε μπορούμε να θανατώσουμε τον πόνο και την αγωνία του πάσχοντος.

Όχι τον πάσχοντα άνθρωπο.

Όλοι μας γνωρίζουμε, ότι θα πεθάνουμε. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε ως όντα διαθέτοντα λογικό. Αλλά το συνειδητοποιούμε, μόνον όταν βλέπουμε έναν άλλον να πεθαίνει. Και ο γιατρός, συναισθανόμενος και γνωρίζοντας, ότι είναι ο πόνος και η αγωνία του θανάτου, (όχι ο ανύπαρκτος ως εμπειρία θάνατος) τα οποία ο θνήσκων άρρωστος κυριολεκτικά και αντικειμενικά φοβάται και υφίσταται, θα πρέπει να προσπαθεί (και πάντοτε μπορεί) να ανακουφίσει τον πόνο, να απαλύνει τον φόβο και την απελπισία της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, με όλα τα μέσα.

Σκοτώστε τον πόνο, τον φόβο και την απελπισία, ΟΧΙ, τον άρρωστο.

Είναι, σήμερα, δυνατή η πραγματική, τύποις και ουσία ευθανασία (καλός θάνατος), χωρίς να θανατώσουμε τον άρρωστο. Είναι αναγκαίο να σέβεται ο γιατρός και η πολιτεία την προσωπική επιλογή των αρρώστων και να τους επιτρέπει, να επιλέγουν «να πεθαίνουν τον δικό τους θάνατο», στο μέτρο που μπορούν να το κάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο που επιλέγουν να ζουν «την δική τους ζωή».

Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάθε άρρωστος ότι πεθαίνει. Ούτε και είναι αποδοτική τακτική η συστηματική παραπλάνηση του αρρώστου. Για ορισμένους αρρώστους η αποκάλυψη της αλήθειας (ότι πεθαίνουν) είναι απλώς άσκοπη σκληρότητα, ενώ για άλλους η απόκρυψη της αλήθειας μπορεί να αποβεί καταστροφική, παρεμποδίζοντας την περεταίρω επικοινωνία με τον άρρωστο και την αντιμετώπισή του.

Εν τέλει, όλοι οι θνήσκοντες άρρωστοι συνειδητοποιούν (ασχέτως εάν το εκφράζουν) τι συμβαίνει, ακόμη και όταν γιατροί και οικείοι, επιδέξια, τους κρύβουν την αλήθεια. Και αυτό που ουσιαστικά χρειάζονται είναι η ηθική υποστήριξη, η κατανόηση και συμπαράσταση και τρυφερότητα των οικείων τους, των δικών τους ανθρώπων, που αμβλύνει την οδύνη τους.

«Ξέρετε, τις τελευταίες μέρες του υπόφερε τρομερά, είπε η χήρα. Τρομερά σας λέω! Έσκουζε αδιάκοπα τρία μερόνυχτα. Ήταν κάτι ανυπόφορο. Απορώ πως το βάσταξα. Αχ, τι τράβηξα η κακομοίρα, δε φαντάζεστε! Ο γιατρός έλεγε: αυτό και κείνο, το ένα και το άλλο. Αν σας προτείνουμε αυτό, τότε… Για τον Ιβάν Ίλιτς ένα μόνο πράγμα είχε σημασία: είναι τάχα επικίνδυνη η κατάστασή του ή όχι; Αυτό, το μήνα πήγε να συμβουλευτεί έναν άλλο ξακουστό γιατρό: και ο άλλος του είπε σχεδόν τα ίδια με τον πρώτο. Και η γνώμη του δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μεγαλώσει τις αμφιβολίες και το φόβο του Ιβάν Ίλιτς. Ένας ομοιοπαθής έκανε κι αυτός άλλη διάγνωση, του έδωσε ένα φάρμακο που ο Ιβάν Ίλιτς το έπαιρνε κρυφά μια φορά τη βδομάδα

Ο πόνος στο πλευρό τον βασάνιζε. Ήταν αδύνατο τώρα να ξεγελάσει τον εαυτό του, του συνέβαινε κάτι το τρομερό, καινούργιο, για πρώτη φορά τόσο σημαντικό στη ζωή του. Και το ήξερε μόνο αυτός. Στο σπίτι του, και πρώτα-πρώτα η γυναίκα του και η κόρη του έβλεπε πως δεν τον καταλαβαίνουν, αγαναχτούσαν με την μελαγχολία του, λες κι έφταιγε αυτός για το χάλι του.
Εξετάζοντας με το νου του τις λεπτομέρειες για κείνο που, σύμφωνα με την γνώμη του γιατρού του συνέβαινε, μπήκε στο νόημα. Έφαγε, είχε όρεξη για συζήτηση. Άρχισε να ζουλάει το πλευρό του. Ναι δε με πονάει καθόλου πιά, αισθάνομαι πιά πολύ καλύτερα, ξαφνικά …Θε μου Θε μου, ξανά, ξανά ο πόνος δε λέει να σταματήσει. Δεν είναι ζήτημα απόφυσης δεν είναι ζήτημα νεφρού είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αυτό άραγε είναι ο θάνατος; Όχι δε θέλω.

Μια μέρα που σηκώθηκε από την πάπια δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει το παντελόνι, σωριάστηκε σε μια καρέκλα και κοίταζε με φρίκη τα γυμνά αδύνατα μεριά του με τα στραγγισμένα μουσκούλια τους. Μπήκε στο δωμάτιο ο Γεράσιμος (ο υπηρέτης) Γεράσιμε είπε… σε παρακαλώ βοήθησέ με θα σου είναι δυσάρεστο αυτό, νομίζω. Να με συγχωρείς δε μπορώ. -Σας παρακαλώ κύριε. Γιατί να μην κουραστώ. Άρρωστος άνθρωπος είσαστε.

Το μεγαλύτερο μαρτύριο για τον Ιβάν ήταν το ψέμα που το παραδεχόντουσαν όλοι, ότι δηλαδή είναι μόνο άρρωστος και όχι του πεθαμού. Και ήθελαν και ανάγκαζαν τον ίδιο να παίρνει μέρος σ’ αυτό το ψέμα. Ένα ψέμα που κατεβάζει τη φοβερή αυτή επίσημη πράξη του θανάτου στο επίπεδο του ψαριού που σερβίρεται για φαγητό και σεις το ξέρετε κι εγώ το ξέρω πως πεθαίνω σταματάτε τουλάχιστο να λέτε ψέματα. Όλοι γύρω του είχαν κατεβάσει το τρομερό φαινόμενο του θανάτου στο επίπεδο μιας τυχαίας ενόχλησης ή ακόμη και απρέπειας (σα να είχαν να κάνουν με κάποιον που μπαίνοντας σε ένα σαλόνι μυρίζει άσχημα). Μόνο ο Γεράσιμος δεν έλεγε ψέματα. καταλάβαινε τι συμβαίνει και δεν το εύρισκε αναγκαίο να το κρύβει και συμπονούσε απλοϊκά τον κύριο του που έσβηνε μέρα με τη μέρα. Όλοι μας μια μέρα θα πεθάνουμε έτσι; Ήθελε να πει πως αυτό που έκανε για να βοηθήσει έναν ετοιμοθάνατο μια μέρα κάποιος άλλος θα το κάνει για κείνον τον ίδιο.»5

Κανείς, και πρωτίστως ο γιατρός, δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώσει την ελπίδα, έστω την ελπίδα του «να μην υποφέρω.» Είναι γεγονός, ότι η εφαρμογή των νέων τεχνολογικών επαναστάσεων στην ιατρική, δίνει την δυνατότητα μιας μάταιης και άχρηστης παράτασης της επιβίωσης ή, σωστότερα, παράταση της χωρίς επιστροφή πορείας, προς τον θάνατο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η παρότρυνση του Ιπποκράτη «και το μη εγχειρέειν τοίσι κεκρατημένοις υπό το νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική» δίνει την λύση.

Στο πλαίσιο της απόλυτης ελευθερίας του ατόμου, όσον αφορά στην δική του μοναδική, προσωπική ζωή, η ευθανασία είναι μια απολύτως προσωπική επιλογή, η οποία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απαξιωτικά, όταν το χτυπημένο από την αρρώστια σώμα και πνεύμα και η πάσχουσα ψυχή έχουν τόσο ευτελισθεί, ώστε ο πάσχων άνθρωπος είναι απόλυτα πεισμένος ότι δεν αξίζει να ζει πλέον και αρνείται να ζει τέτοια απάνθρωπη ζωή.

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι επιλέγουν την ευθανασία, παρότι αγαπούν την ζωή με το ίδιο πάθος, όπως ο καθένας μας. Και οι άνθρωποι αυτοί επιθυμούν, όταν η πορεία προς τον θάνατο είναι ανυπόφορη κι όχι μόνον επειδή υποφέρουν σωματικά, να φύγουν από την ζωή.

Φανταστείτε, τον άρρωστο άνθρωπο με ανίατη νόσο στα τελικά στάδια, που είναι καθηλωμένος σε ένα κρεββάτι νοσοκομείου, συνδεδεμένος με ποικίλες συσκευές υποστήριξης ζωτικών οργάνων: καθετήρας στην ουρήθρα, φλεβοκαθετήρες για χορήγηση υγρών και φαρμάκων, γαστροστομία για σίτιση, τραχειοσωλήνας που τον συνδέει με τον αναπνευστήρα, ρινογαστρικός καθετήρας, και για να μην μείνει αλώβητό κάθε δυνατό στόμιο εισβολής στο σώμα του, τοποθετείται και σωλήνας αερίων.

Ζητά, αυτός ο άνθρωπος, όταν δεν είναι κατεσταλμένος, να φύγει από το νοσοκομείο, για να πεθάνει, όποτε αυτό συμβεί, στο σπίτι του με αξιοπρέπεια. Όμως, οι γιατροί αρνούνται, διότι η διακοπή της λειτουργίας των μηχανήματων σημαίνει βέβαιο θάνατο και επισύρει ποινικές κυρώσεις.

Έχει ο άρρωστος, σε αυτές τις περιπτώσεις, το δικαίωμα να πάρει την απόφαση, να πεθάνει, ο ίδιος, να αυτοκτονήσει, με συμπαραστάτη τον γιατρό; ΝΑΙ, με τον γιατρό συμπαραστάτη του στο τέλος της ζωής του. Ένας θάνατος με αξιοπρέπεια είναι η τελική εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης του μοναδικού προσώπου με τις συγκεκριμένες προσωπικές αξίες ζωής. Είναι η κορύφωση και πραγματοποίηση της ατομικής ελευθερίας. Και πρέπει να γίνει σεβαστή.

Το έργο της ευθανασίας είναι υποχρέωση ευνομούμενης και δίκαιης πολιτείας. Εν τούτοις η νομιμοποίηση της ευθανασίας στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να εξεταστεί με πολλήν περίσκεψη και αιδώ. Η αποτίμηση της αξίας της ζωής, δεν είναι ιατρική ή κοινωνική αρμοδιότητα. Αποτελεί προσωπική, εκάστου ανθρώπου, ουσία ανεπανάληπτη και μοναδική. Και η επιχειρηματολογία ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι αποδεκτή η νομιμοποίηση της ευθανασίας, χωρίς εξονυχιστική εξέταση των ωφελημάτων και των συνεπειών της, ενέχει το κίνδυνο, η καθιέρωσή της, να επιτείνει την αγωνία των ανθρώπων, ως προς την ακριβοδίκαιη εφαρμογή της, με ανθρωπιστικά και επιστημονικά κριτήρια, και όχι κριτήρια κοινωνικοοικονομικά.

Κανείς δεν μπορεί να εμπιστευθεί σε τρίτους, την απόφαση για την ευθανασία του, σε μια κερδοσκοπική εποχή του ασύστολου κέρδους, σε μια κοινωνία ηθικώς αφερέγγυα, αδιάφορη, επιτρέπουσα και ελευθεριάζουσα. Η δημιουργία θεσμικού οργάνου από την Πολιτεία, το οποίο θα εφαρμόζει, νόμιμα, την ευθανασία, σε περιπτώσεις συγκεκριμένες και με απόλυτη συναίνεση και αίτηση, μετά από ανάλυση και όχι υπό το κράτος συναισθηματικής φόρτισης ή απελπισίας του πάσχοντος, μπορεί να αποτελεί, ακόμη, αμφιλεγόμενο θέμα, ως προς τα κριτήρια επιλογής των προσώπων και των μέσων, αλλά αποτελεί την μόνη λύση.

Όσο λάθος είναι, να αρνείται η πολιτεία την εκπλήρωση της επιθυμίας του ανίατου και πάσχοντος αρρώστου, για ευθανασία, εξ’ ίσου λάθος, και μεγαλύτερο ίσως, είναι να αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο προσωπικά ο γιατρός. Άλλη εικόνα και ρόλο έχει και πρέπει να έχει ο γιατρός στην κοινωνία. Την εικόνα και τον ρόλο του θεραπευτή και αυτού που μπορεί και ξέρει τον τρόπο να ανακουφίσει την πάσχουσα ζωή.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΕυθανασίαΟ γιατρός μπορεί να είναι συμπαραστάτης στο άρρωστο που θα πιεί, εθελουσίως, το θανατηφόρο κώνειο. Όχι ο χορηγός του κωνείου. «Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον»,έχει ορκιστεί. Άρρωστοι που, λόγω της ασθενείας των, είναι καταθλιπτικοί και απελπισμένοι και διατυπώνουν την επιθυμία να πεθάνουν, αισθάνονται άχρηστοι και ότι είναι βάρος για την οικογένειά τους και το περιβάλλον τους.

Η αποδοχή του αιτήματος αυτών των αρρώστων για ευθανασία, ανεξέταστα, και η υποβοήθησή της, από τον γιατρό, είναι σαν να τους λέει ο γιατρός: «Έχεις δίκιο. Είσαι άχρηστος, ανάπηρος, βάρος για την οικογένειά σου, σπαταλάς τον χρόνο τον γιατρών και ο κόσμος θα ήταν καλύτερο εάν έφευγες» Κάποιος ή κάποιοι αποφασίζουν ότι η ζωή κάποιου άλλου ανθρώπου δεν έχει αξία, και αποφασίζουν να την διακόψουν.

Ορισμένοι διατυπώνουν ευθέως την άποψη, ότι ένας τέτοιος άρρωστος άνθρωπος αποτελεί βάρος για την κοινωνία, σπαταλά τους πόρους της, δεν είναι παραγωγικός και εν πάση περιπτώσει δεν θα επιζήσει περισσότερος από μερικούς μήνες.

Με το κόστος της νοσηλείας σε τεράστια ύψη, θα ήταν καλύτερο, λέει η άποψη αυτή, να διαθέσουμε αυτά τα χρήματα για άλλες θεραπεύσιμες περιπτώσεις. Όπως διακηρύσσει ο Jack Kevorkian, ο «γιατρός θάνατος», «Εάν υπάρξει μια λογική πολιτική προγραμματισμένου θανάτου, το όφελος για την κοινωνία θα είναι ανυπολόγιστο»!

Ο κυβερνήτης του Colorado των ΗΠΑ, πριν από πολλά χρόνια, διατύπωνε την θέση ότι «οι άρρωστοι με τελικού σταδίου ανίατες ασθένειες έχουν το καθήκον να πεθάνουν και να φύγουν από την μέση» 6 (getoutoftheway) Έτσι, με την αναβίωση του Καιάδα, από το δ ι κ α ί ω μ α να πεθάνει κανείς -που μπορεί να το ασκήσει ή όχι- περάσαμε στο κ α θ ή κ ο ν να πεθάνει -που αποτελεί, υποχρέωση. Στην Ολλανδία, που από καιρό έχει νομιμοποιηθεί η ευθανασία, έχουν αναφερθεί 7 ανεκδοτολογικές περιπτώσεις ηλικιωμένων αρρώστων, οι οποίοι αρνούνται την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο, φοβούμενοι ότι θα υποστούν ευθανασία.

Και τι εικόνα σχηματίζει κανείς για μια κοινωνία, η οποία αποδέχεται την λογική, πως ορισμένα μέλη της επειδή δεν είναι πλέον παραγωγικά, πρέπει να φύγουν από την μέση; Για μια κοινωνία, που μετράει την αξία της ανθρώπινης ζωής, με την παραγωγικότητα ή την προσδοκία είσπραξης φόρων; Μια ανθρώπινη, δίκαιη, δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να αντισταθεί στην ξερή διαπίστωση, ότι κάποιος πρέπει να ζει μόνο για όσο διάστημα είναι παραγωγικός. Ευθανασία σημαίνει ανώδυνη μετάβαση στον θάνατο, με την παρουσία του γιατρού, ως συμπαραστάτη.

Ο γιατρός υποχρεούται και μπορεί, με τα μέσα που του παρέχει σήμερα η επιστήμη του, να απαλλάξει τον άρρωστο από τον πόνο και, με την ανθρωπιά του να αμβλύνει τον φόβο του θανάτου. Παράλληλα, δεν πρέπει να προβαίνει σε μάταιες ενέργειες πολυπραγμοσύνης και αμυντικής ιατρικής ή και (συχνά) για λόγους προσπορισμού κέρδους, με την πρόφαση της διαγνωστικής ή θεραπευτικής πληρότητας. Τέτοιες ενέργειες ευτελίζουν και τον γιατρό και τον άρρωστο και εκτός από ατελέσφορες, σε αρκετές περιπτώσεις είναι ύποπτες. Και η ιατρική έχει όρια.

«Αλλά ήρθε η ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, εσείς να ζήσετε. Ποιος από εμάς πάει στο καλύτερο είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον Θεό: Αλλά γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις• ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢτῷ θεῷ.» Σωκράτης

Εν τέλει, «Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;» Γ. Σεφέρης
-------------------
1 Κατάθεση κατά τη δίκη του Kevorkian στο δικαστήριο του Michigan (OaklandCircuitCourt, 9 June 1990).
1 Ερμηνευτικό και ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας. Παπυρος-Λαρους-Μπριτάννικα
2 Τολστόι Λέων. Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς. Μετάφραση Αντρέας Σαραντόπουλος. Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος. Αθήνα 1989
3 Ομήρου. Οδύσσεια. Ραψωδία λ. Μετάφραση Δ.Ν. Μαρωνίτης. σελ. 18
4 Επίκουρος. Ηθική. Εισαγωγή μετάφραση σχόλια Γιώργος Ζωγραφίδης. Εκδόσεις. Εξάντας. 1992
5 Τολστόι, Ο.π.
6 «Elderlys’ Duty to Die”, New York Times, 29 March 1984
7Johansen J. Euthanasia: A Case of Individual Liberty? Created 10 Nov 95. Updated 14 Nov 95. Copyright1995 by Ohio Right to Life

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου