Η φιλοσοφία αποτελεί ιστορικό φαινόμενο. Αναδύεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και γεννάται από την ανάγκη, που έγινε για πρώτη φορά αισθητή μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, να δοθεί ένας ορισμένος τύπος απάντησης σε ορισμένα ερωτήματα - για παράδειγμα, σχετικά με την προέλευση του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Θα ήταν προφανώς πολύ τρομακτικό να ζούμε σε έναν κόσμο όπου η συμπεριφορά των πραγμάτων -πολύ περισσότερο αν η συμπεριφορά αυτή επηρεάζει τη ζωή μας- μας φαίνεται τελείως ακατανόητη. Υπήρχαν παραδοσιακές απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, απαντήσεις που προέρχονται από διάφορες παραδόσεις. Αλλά αυτές οι απαντήσεις συγκρούονταν μεταξύ τους. Και έτσι, καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να συνειδητοποιούν τις διαφορετικές παραδόσεις και τις διαμάχες τους, οι απαντήσεις που έδιναν έπαψαν να ικανοποιούν την ανάγκη τους για ασφαλή κατανόηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαν, της φύσης, της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης υπό την οποία ζούσαν, αυτού που κάνει τις κοινότητες και τα άτομα να ενεργούν όπως ενεργούσαν. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν νέου τύπου απαντήσεις, τις οποίες θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί, να δείξει πως ήταν ανώτερες από άλλες εναλλακτικές απαντήσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να πείσει τους άλλους, έτσι ώστε, όπου ήταν δυνατό, να εξασφαλιστεί κάποια μορφή συναίνεσης.
Πήρε πολύ καιρό μέχρις ότου οι απόπειρες για τον πορισμό τέτοιων απαντήσεων να οδηγήσουν στην καθιέρωση μιας πρακτικής και ενός γενικού εγχειρήματος ή συστηματικής μάθησης που να τις παρέχει. Αλλά από τη στιγμή που καθιερώθηκε η μάθηση της φιλοσοφίας, κατέληξε με φυσικό τρόπο να ανταποκρίνεται σε δύο διαφορετικά είδη απαιτήσεων, στις εξωτερικές, που αρχικά οδήγησαν στη γέννηση της φιλοσοφικής πρακτικής, αλλά και σε εσωτερικές απαιτήσεις σύμφυτες προς αυτή την πρακτική και σχετικές με το τι συνιστά μια αποδεκτή ή καλή πρακτική σύμφωνα με τους όρους αυτής της μάθησης. Και τα δύο είδη απαιτήσεων ή αναγκών εγγυόνταν ότι η μάθηση της φιλοσοφίας θα μεταβαλλόταν μέσα στο χρόνο. Καθώς θα εξελισσόταν ο πολιτισμός, οι εξωτερικές απαιτήσεις θα άλλαζαν, και μαζί τους η μάθηση στο βαθμό που συνέχιζε να ανταποκρίνεται σ’ αυτές. Αλλά και οι εσωτερικές απαιτήσεις θα επέβαλλαν την αλλαγή. Νέες απαντήσεις θα έθεταν νέα ερωτήματα και οι απαντήσεις σ’ αυτά μπορεί να επέβαλλαν αναθεώρηση των απαντήσεων στα αρχικά ερωτήματα. Έτσι, η φιλοσοφική πρακτική θα μεταβληθεί μέσα στο χρόνο κατά περίπλοκο τρόπο, και μάλιστα εφόσον τα δύο είδη απαιτήσεων ή αναγκών μπορούν να βρεθούν σε διάσταση ή και σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Πράγματι, από τη στιγμή που η μάθηση ανέπτυξε μια δική της δυναμική ή και δική της ζωή και πέτυχε ένα βαθμό αυτονομίας, όσοι την ασκούσαν μπορούσαν να ξεχνούν λίγο πολύ τις εξωτερικές ανάγκες που τη γέννησαν.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η φιλοσοφία αλλάζει σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Δεν αλλάζουν απλώς τα ερωτήματα και οι απαντήσεις, αλλάζουν και οι απαιτήσεις που θέτουν σε δοκιμασία τις αποδεκτές απαντήσεις, οι οποίες αλλάζουν με τη σειρά τους. Μάλιστα, αλλάζει ανεπαίσθητα η όλη σύλληψη του εγχειρήματος, καθώς οι φιλόσοφοι προσπαθούν να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες εξωτερικές ανάγκες και τις μεταβαλλόμενες εσωτερικές απαιτήσεις. Και η μεταβαλλόμενη αυτή γενική σύλληψη, ασφαλώς, επιδρά στη φιλοσοφική τους πρακτική.
Τώρα, όταν μελετάμε την αρχαία φιλοσοφία, καθοδηγούμαστε στη μελέτη μας από τη σύγχρονη σύλληψη του φιλοσοφικού εγχειρήματος. Αυτό μας κάνει να παραβλέπουμε εύκολα το ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι που μελετάμε είχαν μια πολύ διαφορετική σύλληψη της φιλοσοφικής τους δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, οδηγούμαστε, ακόμη και στις ιστορίες της αρχαίας φιλοσοφίας, σε μια πολύ διαστρεβλωμένη εικόνα αυτού που έκαναν και αυτού που έλεγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Αν, για παράδειγμα, ανατρέξουμε σε σύγχρονες μελέτες προκειμένου να αντλήσουμε πληροφορίες για τον Ευφράτη, τον Απολλώνιο τον Τυανέα και τον Δίωνα της Προύσας, μόλις που θα βρούμε κάποιες αναφορές στα ονόματά τους, κι αυτό ίσως μόνο για να αμφισβητηθεί αν ήταν πράγματι φιλόσοφοι. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται διόλου ότι μπορεί να υποστηριχθεί πως ήταν οι πιο φημισμένοι και σεβαστοί φιλόσοφοι της εποχής τους, στα τέλη του 1ου και τις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα. Σκοπός των παρατηρήσεων που ακολουθούν είναι να σκιαγραφήσουν σε πολύ αδρές γραμμές τι ιδέα είχαν οι αρχαίοι για τη φιλοσοφία και τους θεράποντές της.
Το θέμα είναι τεράστιο. Έτσι, το μόνο που θα εξετάσω λεπτομερώς είναι πώς οι ίδιοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονταν τη φιλοσοφία. Και εδώ θα πρέπει κανείς να ξεκινήσει συζητώντας τη φυσική παρουσία των φιλοσόφων στον αρχαίο κόσμο για να δούμε πόσο πιθανό ήταν να συναντήσει κανείς φιλοσόφους και να έχει άποψη γι’ αυτούς από πρώτο χέρι. Αλλά επειδή οι αρχαίοι φιλόσοφοι στην αντίληψή τους για τη φιλοσοφία είχαν επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό και ανταποκρίνονταν στην αντίληψη και τις προσδοκίες που είχε το ευρύ κοινό για τους φιλοσόφους και τη φιλοσοφία, θέλω να ασχοληθώ λίγο με το τι ιδέα είχαν γενικά οι αρχαίοι για τους φιλοσόφους και τη φιλοσοφία. Για να είμαι πιο ακριβής, θέλω τουλάχιστον να σκιαγραφήσω τα θέματα με τα οποία θα έπρεπε κανείς να ασχοληθεί για να σχηματίσει μια λεπτομερή και ισορροπημένη περιγραφή της εικόνας που είχε η αρχαία κοινωνία για τους φιλοσόφους. Μια τέτοια περιγραφή θα πρέπει ίσως να ξεκινήσει με το ερώτημα πώς οι φιλόσοφοι κατά την αρχαιότητα εμφανίζονταν στο κοινό. Θα πρέπει κανείς να επισημάνει ότι περίπου έως το 100 π.Χ. οι φιλόσοφοι αποτελούσαν κατ’ ουσίαν αθηναϊκό φαινόμενο. Η Αθήνα ήταν ο τόπος όπου βρίσκονταν οι σπουδαιότεροι φιλόσοφοι, εδώ βρίσκονταν οι φιλοσοφικές σχολές, εδώ συνέρρεαν από όλη τη Μεσόγειο όσοι φιλοδοξούσαν να γίνουν φιλόσοφοι. Σχηματίζουμε μια ιδέα των σχετικών αριθμών όταν μαθαίνουμε ότι ο Θεόφραστος, για παράδειγμα, είχε περίπου 2.000 μαθητές (Διογ. Λαέρτ., Biol Φίλοσό- φωνΝ, 37). Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για τον αριθμό των μαθητών που χονδρικά είχε ο Θεόφραστος καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς διδακτικής του δραστηριότητας, και ότι ο Θεόφραστος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, βλέπουμε ότι στην αρχή του 3ου αιώνα Περιπατητικοί, Ακαδημεικοί, Επικούρειοι και Στωικοί μαζί με τους μαθητές τους στην Αθήνα πρέπει κάθε φορά να αριθμούνταν σε αρκετές εκατοντάδες. Μόνο μετά το 100 π.Χ. βρίσκουμε όλο και περισσότερους φιλοσόφους σε άλλες σημαντικές πόλεις, ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, μέχρις ότου τελικά, στα χρόνια της αυτοκρατορίας, θα τους συναντήσουμε σε όλες τις σημαντικές πόλεις, στη Σμύρνη, την Αντιόχεια ή το σημερινό Μιλάνο. Θα πρέπει επίσης να συζητήσουμε ποια ήταν η εξωτερική εμφάνιση των φιλοσόφων, πώς έβγαζαν το ψωμί τους και πώς ζούσαν, για παράδειγμα, αν και κατά πόσο συμμετείχαν ενεργά στη δημόσια ζωή. Ως προς αυτό θα πρέπει α παρατηρήσουμε ότι κυρίως κατά την ύστερη αρχαιότητα οι φιλόσοφοι μπορούσαν συχνά να αναγνωριστούν ως φιλόσοφοι από την εμφάνισή τους. Η ιδιότητά τους γινόταν διακριτή ή πιστευόταν ότι γίνεται διακριτή από τον τρόπο που χτένιζαν τα μαλλιά τους και κούρευαν τα γένια τους καθώς και από τα ρούχα που φορούσαν, τα οποία δήλωναν την αδιαφορία τους για την πολυτέλεια ή ακόμη και για οποιαδήποτε εξωτερικά αγαθά, την αδιαφορία τους για τις συμβάσεις ή το σεβασμό τους γι’ αυτές, τη μετρημένη ζωή τους ή και τον ασκητισμό τους. Ένα παράδειγμα αυτής της αντίληψης παρέχεται από μια ιστορία που διηγείται ο Αύλος Γέλλιος (Αττικές νύκτες IX, 1 κ.ε.) και διαδραματίζεται στην Αθήνα περί τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Σε έναν περίπατό του στην πόλη, ο Ηρώδης ο Αττικός συναντά κάποιον που φορούσε πανωφόρι (pallium), τον περιβόητο «φιλοσοφικό τρίβωνα»: είχε μακριά μαλλιά και γενειάδα που του έφτανε μέχρι τους βουβώνες. Ο άνθρωπος τον πλησιάζει και ζητά λίγα χρήματα για ψωμί. Όταν ο Ηρώδης τον ρωτάει τι δουλειά κάνει, αυτός απαντά με επιτιμητικό τόνο ότι ο καθένας μπο ρεί να δει πως είναι φιλόσοφος.
Το χωρίο υπαινίσσεται ότι το να φαίνεται κανείς σαν φιλόσοφος δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας φιλόσοφος. Αναμφίβολα, υπήρχαν πολλοί που απλώς παρίσταναν τους φιλοσόφους ζητιανεύοντας. Το γεγονός όμως ότι ο ζητιάνος της ιστορίας μας μπορεί να μην είχε περάσει με επιτυχία κάποια εξέταση στη φιλοσοφική θεωρία δεν θα συνιστούσε επαρκή τρόπο να ελέγξουμε αν ήταν απατεώνας. Μπορεί να ήταν φιλοσοφική του πεποίθηση ότι η καλή ζωή δεν απαιτεί κάποια περίπλοκη φιλοσοφική θεωρία, αλλά την ικανότητα να εμμένει κανείς σε λίγες σαφείς και απλές αλήθειες, για παράδειγμα, στην αλήθεια ότι μόνο το αγαθό έχει σημασία, στην αλήθεια ότι δεν θα ’πρεπε να νοιαζόμαστε για ό,τι δεν έχει σημασία, και στην αλήθεια ότι γι’ αυτόν το λόγο όλες σχεδόν οι συνήθεις μέριμνές μας έχουν λάθος στόχο. Και μπορεί να νόμιζε ότι η ζητιανιά ήταν ένας καλός τρόπος για να αποκτήσει την ικανότητα να εμμένει σε αυτές τις πεποιθήσεις, καθώς και ένας καλός τρόπος για να ζει σύμφωνα μ’ αυτές. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης είναι ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε ότι δεν πέρασε πολύς καιρός προτού πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη γεμίσουν από μοναχούς, που μπορεί να ήταν ή να μην ήταν αφοσιωμένοι στη μοναστική ζωή, που μπορεί να πίστευαν ή να μην πίστευαν πως αυτό που είχε σημασία ήταν η ικανότητα να εμμένει κανείς στην πίστη του σε λίγες σαφείς και απλές αλήθειες, και που μπορεί να νόμιζαν ότι η ζητιανιά και μερικές φορές η απίστευτα εκκεντρική συμπεριφορά - πράγματα που καθιστούσαν αδύνατο να τους σεβαστεί κανείς και να τους πάρει στα σοβαρά - αποτελούσαν εξαιρετικούς τρόπους για να θεραπευτεί η ψυχή από κάθε τάση έπαρσης.
Έτσι, θα ήταν επίσης σοβαρό λάθος να συμπεράνει κανείς από την επαιτεία του ότι ο ζητιάνος της ιστορίας μας ήταν φτωχός ή ότι προερχόταν από φτωχή οικογένεια ή πολύ περισσότερο ότι οι φιλόσοφοι ήταν γενικά φτωχοί. Φαίνεται, αντιθέτως, ότι οι φιλόσοφοι γενικά προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες. Αλλά επειδή ο Σωκράτης τόνιζε τόσο πολύ το γεγονός ότι οι σοφιστές εισέπρατταν χρήματα για τη διδασκαλία τους, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι φιλόσοφοι έβρισκαν τρόπο να παρακάμπτουν την αμηχανία που σχετίζεται με την είσπραξη χρημάτων, ερμηνεύοντας τη σχέση τους με τους οπαδούς τους ως φιλία όπου οι φίλοι έχουν κοινά τα υπάρχοντά τους, για παράδειγμα τα χρήματά τους. Οι φιλόσοφοι μπορεί επίσης να είναι αυτοί που ανακάλυψαν την έννοια της «τιμητικής χορηγίας» (honorarium), μικρού τιμήματος σε αναγνώριση μιας υπηρεσίας που δεν μπορεί να εκτιμηθεί σε χρήμα. Βέβαια, πολλοί φιλόσοφοι προφανώς δεν είχαν ενδοιασμούς να εισπράττουν δίδακτρα, ιδίως αν ήταν επίσης πρόθυμοι να διδάξουν δωρεάν όσους δεν είχαν να πληρώσουν. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι περισσότεροι φιλόσοφοι που ήταν αρκετά σημαντικοί ώστε να συγκεντρώνουν ακροατήριο φαίνεται πως είχαν σκεφτεί ότι το να είσαι φιλόσοφος συνιστούσε δημόσια δραστηριότητα, τουλάχιστον υπό τη μορφή της διδασκαλίας, εντελώς ανεξάρτητη από οποιαδήποτε χρηματική ανταμοιβή. Παρόλο που ένα μέρος της διδασκαλίας, κυρίως αργότερα, παρέμενε κλειστό στο ευρύτερο κοινό, από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα ήταν ανοιχτό, ή ακόμη, τουλάχιστον κατά την ύστερη αρχαιότητα, απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στο πλατύ κοινό. Ο Αριστόξενος, στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των Αρμονικών του, αφηγείται την ιστορία που, όπως λέει, συνήθιζε να αφηγείται ο Αριστοτέλης για τον Πλάτωνα, όταν δίδασκε για το Αγαθό. Πολλοί πήγαιναν να ακούσουν τον Πλάτωνα νομίζοντας ότι θα μιλούσε για πλούτη, υγεία, δύναμη ή για κάποια θαυμαστή ευδαιμονία, και απογοητεύονταν φοβερά όταν το μάθημα κατέληγε να αφορά τα μαθηματικά με αποκορύφωμα τον ισχυρισμό ότι το αγαθό είναι το εν. Το μάθημα εξακολουθεί να αποτελεί αίνιγμα και αντικείμενο διαμάχης των ειδικών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι το ακροατήριο του Πλάτωνα προφανώς δεν το αποτελούσε μια μικρή ομάδα φιλοσόφων και μαθητών που δεν θα εκπλήσσονταν από την εξέλιξη που έπαιρνε το μάθημά του, αλλά και ότι σ’ αυτό το σημείο υπάρχει ήδη μια διάσταση ανάμεσα στις εξωτερικές ανάγκες, όπως τις αντιλαμβανόταν το κοινό, το οποίο ήθελε να ακούσει τον Πλάτωνα να μιλάει για το αγαθό, και τις εσωτερικές απαιτήσεις που κάνουν τον Πλάτωνα να πει για το αγαθό εκείνο που θεωρεί ότι θα έπρεπε κανείς ως φιλόσοφος να πει γι’ αυτό, ανταποκρινόμενος έτσι σε μια εξωτερική ανάγκη που κατ’ αρχάς προκάλεσε και το διδακτικό του εγχείρημα, αλλά κατά τρόπο που είχε μικρή χρησιμότητα για την κοινότητα στο σύνολό της. Αυτό μας φαίνεται ελάττωμα, αν και καταλαβαίνουμε ότι οι φιλόσοφοι, για να τα καταφέρουν με τη δουλειά τους, δεν είναι πάντοτε ικανοί να μεταφράζουν τις απαντήσεις τους σε κάτι που το κοινό να μπορεί να αντιληφθεί ως εξωτερική ανάγκη, κυρίως επειδή η δουλειά τους συχνά δεν ανταποκρίνεται πια ευθέως, ίσως ούτε καν εμμέσως, σε μια τέτοια ανάγκη. Κατά την ύστερη αρχαιότητα όμως υπήρχε και η άποψη, τουλάχιστον μεταξύ των Πλατωνικών, ότι ο Πλάτων και τα μέλη της ύστερης Ακαδημίας όχι μόνο είχαν μια απόκρυφη διδασκαλία, αλλά και ότι ο φιλόσοφος δεν θα έπρεπε να αποκαλύπτει τα βαθύτερα μυστικά της πραγματικότητας, τα μυστήρια θα λέγαμε, παρά μόνο σε εκείνους που είναι έτοιμοι να τα δεχτούν και να τα κατανοήσουν. Ακόμη και ο Πλωτίνος, που δεν συμμεριζόταν ιδιαίτερα τις περισσότερες από τις λιγότερο ελκυστικές απόψεις των συγχρόνων του, λέγεται ότι είχε συμφωνήσει μυστικά με τον Ερέννιο και τον Ωριγένη να μην αποκαλύψουν τη διδασκαλία του δασκάλου τους Αμμώνιου στα γραπτά του. Η λεπτομέρεια του πυθαγόρειου θρύλου ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν πάρει όρκο να μην αποκαλύψουν πυθαγόρειες θεωρίες είναι μέρος του ίδιου γενικού φαινομένου. Αλλά, παρόλο που υπάρχουν μαρτυρίες ότι ήδη κατά τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα τα μαθήματα διαιρούνταν σε πιο τεχνικές διαλέξεις για φιλοσόφους ή για όσους ήθελαν να γίνουν φιλόσοφοι, και σε διαλέξεις για το ευρύ κοινό, η διαίρεση αυτή απλώς απηχούσε τις δυσκολίες να ανταποκριθεί κανείς στις ανάγκες ενός ακροατηρίου, δυσκολίες στις οποίες φαίνεται να αναφέρεται ο Θεόφραστος σε ένα απόσπασμα γράμματος που παραθέτει ο Διογένης ο Λαέρτιος (V, 37). Δημιουργείται η εντύπωση ότι ορισμένοι φιλόσοφοι όπως ο Θεόφραστος ή ο Στωικός Αρίστων (Διογ. Ααέρτ. VII, 182), ο επονομαζόμενος «Σειρήνα», προσέλκυαν μεγάλα λαϊκά ακροατήρια. Για να κατανοήσουμε τον στωικισμό των αυτοκρατορικών χρόνων και τη διαστρεβλωμένη εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν όταν του αποδίδουμε εξωθεωρητικό ή ακόμη και αντιθεωρητικό χαρακτήρα, πρέπει να προσέξουμε ότι πολλοί Στωικοί της ύστερης περιόδου, όπως ο Μουσώνιος και ο Ευφράτης, φαίνεται να έχουν καλλιεργήσει το είδος μαθήματος που απευθύνεται σε κυρίως μη φιλοσοφικό κοινό σε τέτοιο σημείο ώστε να προκαλούν την εσφαλμένη εντύπωση, βασιζόμενη στις μαρτυρίες σχετικά με αυτή τη μη τεχνική διδασκαλία, πως όσα έλεγαν σ’ αυτές τις διαλέξεις αντανακλούσαν το πλήρες εύρος των φιλοσοφικών τους ενασχολήσεων.
Σε ό,τι αφορούσε το αν θα έπρεπε κανείς να αναμειχθεί στη δημόσια ζωή, με την έννοια της συμμετοχής στην πολιτική ζωή της κοινότητας, οι φιλόσοφοι είχαν διιστάμενες απόψεις. Το ίδιο το επάγγελμά τους σε κάποιο βαθμό εμπόδιζε κάτι τέτοιο, εφόσον αναζητούσαν κέντρα πνευματικής ζωής και φιλοσοφικής δραστηριότητας, και σχεδόν ποτέ δεν ήταν πολίτες της κοινότητας στην οποία ζούσαν. Ακόμη όμως και όταν ήταν πολίτες, δίσταζαν πολύ να αναμειχθούν άμεσα στην ενεργό πολιτική, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε ήδη στην περίπτωση του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Από την άλλη πλευρά, ένας σημαντικός αριθμός φιλοσόφων, κατά την ελληνιστική όσο και τη ρωμαϊκή εποχή, ανέπτυσσαν σχέσεις με όσους είχαν πολιτική δύναμη, με το σκεπτικό προφανώς ότι θα τους ζητούσαν τη συμβουλή τους. Υπάρχει μια μακρά παράδοση όχι μόνο φιλοσόφων που δίνουν πολιτικές συμβουλές αλλά και φιλοσόφων ως συμβούλων ηγετών, μια παράδοση που υιοθετήθηκε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, αλλά και από τη Στοά. Και πολλοί φιλόσοφοι, από την εποχή του Σωκράτη (βλ. Ξενοφών, Απομνημονεύματα, I, 6, 15) και του Πλάτωνα και μετά, θεωρούσαν έργο τους να εκπαιδεύουν άλλους για τη δημόσια ζωή.
Για να σχηματίσουμε μια εικόνα του πώς το κοινό έβλεπε τους φιλοσόφους, θα πρέπει να σκεφτούμε τις προτομές και τους ανδριάντες φιλοσόφων που ανακαλύφθηκαν από αρχαιολόγους, και που τόσο διαφωτιστικά εξετάζει ο Paul Zanker στο πρόσφατο έργο του Die Maske des Socrates (αγγλική μετάφραση, Berkeley, 1995). Μας λένε πολλά για την αντίληψη που είχε το κοινό για τους φιλοσόφους, και καθώς πολλά από αυτά τα αγάλματα είχαν στηθεί σε δημόσιους χώρους ή και από δήμους αντανακλούν και ορισμένες προσδοκίες που είχε το κοινό από τους φιλοσόφους: για παράδειγμα, ότι η ζωή τους συνιστούσε πρότυπο χρηστότητας, ιδιαίτερα για τη νεολαία, και ότι θα προέτρεπαν τους νέους να ζήσουν ως καλοί πολίτες. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας οι κοινότητες συχνά μίσθωναν φιλοσόφους για να διδάξουν τους νέους, και περηφανεύονταν για το ότι είχαν διακεκριμένους φιλοσόφους ανάμεσά τους.
Θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε πώς η δημόσια εικόνα του φιλοσόφου αντανακλάται στη λογοτεχνία. Από αυτή την άποψη ο Λουκιανός αποτελεί αστείρευτη πηγή πληροφοριών. Από τον Λουκιανό μαθαίνουμε, για παράδειγμα, για την εκτίμηση την οποία έφτασε να απολαμβάνει στην Αθήνα ένας άλλος κυνικός, ο Δημώναξ (Δημώνακτος βίος 394-5). Αξιωματούχοι του παραχωρούσαν τη θέση τους για να καθίσει, κι ο λαός σιγούσε όταν εμφανιζόταν. Προς το τέλος της ζωής του μπορούσε να μπαίνει απρόσκλητος σε οποιοδήποτε σπίτι επιθυμούσε για να φάει ή να κοιμηθεί, και οι ένοικοι αισθάνονταν ευλογία σαν να τους είχε επισκε- φθεί κάποιος αγαθός δαίμων. Οι αρτοπώλες συναγωνίζονταν για το ποιος θα του πρωτοπροσφέρει δωρεάν φρέσκο ψωμί. Όταν πέθανε, όλοι οι Αθηναίοι πήγαν στην κηδεία του.
Αλλά ο Λουκιανός μπορούσε παράλληλα και να γελοιοποιεί την προσποίηση και τη ματαιοδοξία των φιλοσόφων, την εμμονή τους σε παράλογα ερωτήματα και επιχειρήματα, τις σοφιστείες τους (βλ., για παράδειγμα, το έργο του Βίων πράσις). Υπήρχε αρκετή δυσφορία για τις συνεχείς διαφωνίες των φιλοσόφων επί όλων σχεδόν των ερωτημάτων, όσο μακρινά και φαινομενικά άσχετα κι αν ήταν, και οπωσδήποτε για την αποτυχία τους να συμφωνήσουν σε ερωτήματα για τα οποία θα ήλπιζε κανείς πως θα μπορούσε να στραφεί σ’ αυτούς για να τον καθοδηγήσουν.
Θα πρέπει κανείς να προσέξει πως οι βασιλείς των ελληνιστικών χρόνων και κατοπινοί εξέχοντες Ρωμαίοι, ακόμη και αυτοκράτορες, ήθελαν να περιλαμβάνουν φιλοσόφους στην ακολουθία τους, ίσως ως μέλη του συμβουλίου τους. Αλλά θα πρέπει επίσης να προσέξει πως οι αυτοκράτορες επανειλημμένα εξόρισαν φιλοσόφους από τη Ρώμη. Πρέπει ακόμη να ληφθούν υπόψη αρκετές αυτοκρατορικές διατάξεις που αφορούσαν τους φιλοσόφους. Με λίγα λόγια, υπάρχει πληθώρα μαρτυριών που θα πρέπει να εξεταστούν, αν θέλουμε να μάθουμε ποιες ήταν γενικώς οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τη φιλοσοφία. Όμως, ακόμη κι αν κανείς ενδιαφέρεται απλώς για την αντίληψη που είχαν οι ίδιοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της δημόσιας εικόνας του φιλοσόφου με την οποία είχαν ανδρωθεί και με την οποία βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση. Και γι’ αυτόν το λόγο, το ιδεώδες θα ήταν να έχουμε σαφή αντίληψη της δημόσιας εικόνας του φιλοσόφου για να προσεγγίσουμε το ειδικότερο θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ.
Για να έρθουμε επιτέλους στην αντίληψη για τη φιλοσοφία που έχουν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι, είναι ίσως καλύτερο να ξεκινήσουμε με τον όρο «φιλόσοφος» και τα ομόρριζά του. Ο όρος ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια επιθέτων, που τότε χρησιμοποιούνταν και ως ουσιαστικά, και τα οποία σχηματίζονταν από το «φίλο» και κάποιο ουσιαστικό. Ο σχηματισμός αυτός ήταν πολύ συνηθισμένος κατά τα τέλη του 5ου προς τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τα επίθετα χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν κάποιο άτομο στη ζωή του οποίου η έννοια που δηλώνεται από το ουσιαστικό παίζει σημαντικό ρόλο ως αντικείμενο θετικής φροντίδας. Έτσι «φιλότιμος» είναι εκείνος που ενεργεί υποκινούμενος σε σημαντικό και εντελώς ασυνήθιστο βαθμό από τη φροντίδα για τιμή. Αντίστοιχα, φιλόσοφος θα ήταν εκείνος που σε ό,τι κάνει και στο πώς ζει επηρεάζεται σε ασυνήθιστο βαθμό από τη φροντίδα για τη σοφία. Αλλά προφανώς, μπορεί κανείς να νοιάζεται ιδιαίτερα για τη σοφία χωρίς να είναι φιλόσοφος, χωρίς να αποτελεί μέλος μιας διακριτής, αναγνωρίσιμης ομάδας ανθρώπων οι οποίοι αποκαλούνται «φιλόσοφοι» και ασχολούνται με μια διακριτή δραστηριότητα που καλείται «φιλοσοφία». Πράγματι, στις πρώτες μαρτυρημένες χρήσεις της η λέξη «φιλόσοφος» και οι ομόρριζές της δεν φαίνεται να αναφέρονται σε μια διακριτή ομάδα ανθρώπων και μια διακριτή ασχολία στην οποία συμμετείχαν. Αν ο Κλήμης (Στρωματείς V, 141, ΙΙορφύριος, Περί αποχής εμψύχων II, 49) αναφέρει σωστά τη ρήση του Ηράκλειτου (Β35 ΟΚ), ο Ηράκλειτος έλεγε πως όσοι, επιθυμούν να γίνουν σοφοί (φιλόσοφοι άνόρες) πρέπει να αναζητούν τη γνώση (Ίστορες) σε πολλά πράγματα. Είναι σαφές από τα αποσπάσματα 40 και 129 ότι ο Ηράκλειτος δεν πιστεύει πως το να ξέρει κανείς πολλά πράγματα (πολυμαθίη) από μόνο του κάνει κάποιον σοφό, οπωσδήποτε όμως, υποστηρίζει, δεν θα γίνει κανείς σοφός, αν δεν μπει στον κόπο -κάτι που δεν κάνουν συνήθως οι άνθρωποι- να φροντίσει να μάθει για πολλά πράγματα. Ούτε ο Ηρόδοτος (I, 30) έχει τη φιλοσοφία κατά νου όταν βάζει τον Κροίσο να λέει στον Σόλωνα ότι πρέπει να ταξιδεύει σε μακρινές χώρες φιλοσοφέων, από αγάπη για τη γνώση. Ο Σόλων δεν ταξιδεύει για δουλειές ή ως πρεσβευτής πολιτικών υποθέσεων. Επιδίδεται στην ιστορία του είδους που συνιστά ο Ηράκλειτος σε όσους θέλουν να γίνουν σοφοί, προσπαθώντας να μάθουν ποια είναι η αλήθεια για άλλα μέρη του κόσμου και άλλα έθνη, τα ήθη και τους θεσμούς τους και τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνουν τα πράγματα. Ούτε ο Θουκυδίδης έχει την πρόθεση να εμφανίσει τον Περικλή να λέει στον Επιτάφιό του (II, 40) ότι οι Αθηναίοι είναι φιλόσοφοι, όταν τον βάζει να λέει ότι οι Αθηναίοι διακρίνονται μεταξύ των Ελλήνων για τη φροντίδα τους για τη σοφία (φιλοσοφοῦμεν).
Συναντάμε τη λέξη φιλόσοφος με τη μεταγενέστερη γνωστή χρήση της, αναφερόμενη σε φιλοσόφους, για πρώτη φορά στους πλατωνικούς διαλόγους. Η λέξη και οι ετυμολογικά συγγενείς της απαντούν εκεί με τέτοια συχνότητα ώστε μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε πως ο όρος πρέπει να πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά τα τέλη του 5ου αιώνα και ίσως να είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Σωκράτη. Οπωσδήποτε, από τον Σωκράτη και μετά ο όρος φιλόσοφος αποκτά πολύ συγκεκριμένο νόημα που πηγαίνει πολύ πέρα από την αόριστη ιδέα ενός προσώπου που νοιάζεται ιδιαίτερα για τη σοφία. Τουλάχιστον από τον Σωκράτη και μετά οι φιλόσοφοι έχουν μια καθορισμένη αντίληψη της φιλοσοφίας, η οποία περιλαμβάνει τις παρακάτω προϋποθέσεις:
(α) Η σοφία είναι ένα είδος γνώσης που είναι τουλάχιστον η αποφασιστική αναγκαία, αν όχι επαρκής συνθήκη για την καλή ζωή. Έτσι, το να είναι κανείς φιλόσοφος δεν συνίσταται απλώς στο να επιδεικνύει ασυνήθιστη φροντίδα για τη σοφία· η σοφία για τον φιλόσοφο γίνεται φροντίδα που υπερνικά και πρέπει να υπερνικά κάθε άλλη φροντίδα, εφόσον η σοφία είναι το μόνο πράγμα χωρίς το οποίο δεν υφίσταται καλή ζωή. Ο Σωκράτης είναι και από αυτή, όπως και από άλλες απόψεις, ο παραδειγματικός φιλόσοφος. Ο Σωκράτης ήταν περιβόητος διότι άφηνε τη φροντίδα του για τη σοφία να υπερνικά τη φροντίδα του για το επάγγελμά του, για την οικογένεια του και τελικά για τη ζωή του. Αν σκεφτούμε πόσο δύσκολο είναι να είναι κανείς σοφός, η κυρίαρχη φροντίδα για τη σοφία αφήνει μικρά περιθώρια για άλλες ασχολίες. Σε ιδανικές περιπτώσεις όντως μετασχηματίζει τη ζωή στο σύνολό της. Δεν θα μπορούσε κανείς ως φιλόσοφος να επιδίδεται στη φιλοσοφία ως επάγγελμα ή ως ένα από τα πολλά ενδιαφέροντά του. Το να ακολουθεί κανείς τη φιλοσοφία ως επαγγελματική σταδιοδρομία θα σήμαινε ότι επιδίδεται σ’ αυτήν για να εξυπηρετήσει κάποιο απώτερο σκοπό, ενώ δεν υπάρχει απώτερος σκοπός πέρα από την καλή ζωή, και η φιλοσοφία είναι το μέσο για την επίτευξή της. Και η σοφία απαιτεί μια απόλυτα αφοσιωμένη προσπάθεια διά βίου. Αξίζει να επισημανθεί ότι αν ψάχνουμε να βρούμε φιλοσόφους στην αρχαιότητα που εμφανώς εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους και για άλλες ασχολίες, θα βρούμε λίγα παραδείγματα, και όλα τους μπορούν να αποδοθούν σε κάποιους ιδιαίτερους λόγους. Ίσως η πιο εντυπωσιακή περίπτωση είναι ο Θεμίστιος, που δεν ήταν μόνο ρήτορας αλλά και φιλόσοφος, επιφανές μέλος της συγκλήτου στην Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα ο πρώτος συγκλητικός που ανέλαβε πολιτικές αποστολές. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι αναγκάζεται σε διάφορους λόγους του να υπερασπιστεί τη δραστηριότητά του αυτή απέναντι στην κατηγορία ότι είναι ασύμβατη με την ιδιότητά του ως φιλοσόφου. Είναι προφανές ότι ο Θεμίστιος τουλάχιστον προσπαθεί να παρουσιάσει τον εξέχοντα δημόσιο ρόλο του ως κατεξοχήν φιλοσοφικό. Προσπαθεί να εφαρμόσει τη φιλοσοφία στις υποθέσεις της πόλης και της αυτοκρατορίας, υπενθυμίζοντας στους αυτοκράτορες, για παράδειγμα, το ρόλο του αυτοκράτορα ή υπερασπιζόμενος την ανεξιθρησκία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γαληνός. Αλλά και ο Γαληνός είχε περίπλοκες απόψεις για το πώς η ιατρική πείρα και η φιλοσοφική γνώση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες.
(β) Εκτός από το ότι η σοφία είναι κυρίαρχη φροντίδα για έναν φιλόσοφο, ο φιλόσοφος θα πιστεύει, μέχρι τα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας, οπότε η πίστη του θα αμφισβητηθεί από τους χριστιανούς και από άλλους, ότι ο μόνος τρόπος να φροντίζει κανείς για τη σοφία έτσι ώστε να γίνει σοφός είναι ο τρόπος του φιλοσόφου. Αυτές οι δύο υποθέσεις μαζί ισοδυναμούν με τον υπόρρητο ισχυρισμό ότι για να πετύχει κανείς το ευ ζην, για να γίνει καλός άνθρωπος, για να σωθεί, πρέπει να γίνει φιλόσοφος. Αυτό πίστευαν και οι φιλόσοφοι από τον Σωκράτη και μετά. Διέφεραν στο πώς όριζαν τη σοφία, στο κατά πόσο θεωρούσαν ότι η σοφία ήταν μόνο αναγκαία ή επίσης και επαρκής συνθήκη για την καλή ζωή και στο πώς κάποιος ως φιλόσοφος θα αγωνιζόταν να την κατακτήσει. Κατ’ αυτό τον τρόπο διέφεραν ως προς την αντίληψή τους για το φιλοσοφικό εγχείρημα. Για να είμαστε πιο ακριβείς, από τον Σωκράτη και μετά μπορούμε να ανιχνεύσουμε με κάθε λεπτομέρεια την εξέλιξη της αντίληψης για τη φιλοσοφία, καθώς οι φιλόσοφοι κατέληγαν να διαμορφώσουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη φύση της σοφίας για την οποία μιλάμε και τον τρόπο επίτευξής της. Αλλά προτού εξετάσουμε αυτό το ζήτημα, πρέπει να επιστρέψουμε, τουλάχιστον για λίγο, στους ΙΙροσωκρατικούς.
Τείνουμε, με κάποιο δισταγμό, να δεχτούμε ότι η φιλοσοφία ξεκινά με τον Θαλή και τους Μιλήσιους. Το ίδιο έκαναν ήδη ο Αριστοτέλης και η αρχαία δοξογραφία που ήταν εξαρτημένη από τον Αριστοτέλη. Δεν χρειάζεται όμως να πει κανείς ότι αυτός ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν αναδρομικής ανάγνωσης της ιστορίας· χάρη κυρίως στην εκ των υστέρων προσέγγιση μπορούμε να δούμε ότι ο Θαλής ξεκίνησε μια παράδοση η οποία στη συνέχεια συνετέλεσε στη διαμόρφωση της μάθησης που αργότερα έγινε γνωστή ως φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα, στον Αριστοτέλη και μόνο ανήκει η μάλλον προκατειλημμένη, μονόπλευρη και μη αντιπροσωπευτική άποψη που, για παράδειγμα, εκφράζεται στα Μετά τα φυσικά, σύμφωνα με την οποία ο Θαλής εμφανίζεται τόσο πειστικά ως υποψήφιος για τον τίτλο του πρώτου φιλοσόφου. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η σοφία είναι θεωρητική σοφία, η οποία είναι πρωτίστως υπόθεση σύλληψης των έσχατων αρχών της πραγματικότητας, και ο Θαλής και οι διάδοχοί του, σαν να οδηγούνταν από την ίδια την αλήθεια, κινούνταν αργά στην κατεύθυνση της αριστοτελικής θέσης για τις αρχές της πραγματικότητας. Θα ήταν όμως προφανώς αφελές να σκεφτεί κανείς ότι ο Θαλής ξεκίνησε να ιδρύσει μια νέα μάθηση, ή ότι έθεσε από την αρχή ως σκοπό του εγχειρήματος του να εντοπίσει τις έσχατες αρχές της πραγματικότητας, βάζοντας έτσι τα θεμέλια μιας νέας μάθησης. Μεταξύ πολλών άλλων, προσπάθησε και να αναπτύξει μια νέα εξήγηση, και ως κάποιο σημείο ένα νέο είδος εξήγησης για την προέλευση του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε. Αλλά αυτό το εννοεί κατά τρόπο ακόμη ασαφή και συγκεχυμένο, ως τμήμα μιας γενικότερης προσπάθειας, σαν συνέχεια κατά κάποιο τρόπο των άλλων του δραστηριοτήτων.
Πρέπει όντως να θέσουμε στον εαυτό μας το γενικό ερώτημα: ως ποιο σημείο αυτοί τους οποίους έχουμε καταλήξει να ονομάζουμε προσωκρατικούς φιλοσόφους θεωρούσαν οι ίδιοι και θεωρούνταν και από τους συγχρόνους τους ότι απαρτίζουν μια δια- κριτή ομάδα αφοσιωμένη σε μια διακριτή δραστηριότητα που αργότερα θα γίνει γνωστή ως «φιλοσοφία»; Αυτό που θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς είναι το ότι μέχρι και τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα δεν υπήρχε καν λέξη για τον «φιλόσοφο». Έχουμε ήδη δει ότι ο όρος «φιλόσοφος» άρχισε να χρησιμοποιείται ακριβώς για να προσδιορίσει τους φιλοσόφους πριν από τον Πλάτωνα. Είναι αλήθεια ότι οι αρχαίοι, αν συνέβαινε να μιλήσουν για την προέλευση των όρων φιλόσοφος και φιλοσοφία, τους απέδιδαν στον Πυθαγόρα (Διογ. Λαέρτ., Πρόλογος 12, Κικέρων, Tusculanae Disputationes V, 8-9). Αλλά ως προς αυτό βασίζονταν σαφώς σε ένα χωρίο από χαμένο έργο του Ηρακλείδη του Ποντικού, του οπαδού του Αριστοτέλη. Και ο Ηρακλείδης δεν στήριζε την αναφορά του σε κάτι περισσότερο από μια ιστορία για τον Πυθαγόρα, που ήταν φανερά τμήμα του ήδη διαδιδόμενου θρύλου του Πυθαγόρα. Ούτε όμως υπήρχε κάποιος άλλος όρος που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει τους φιλοσόφους. Ο Διογένης Λαέρτιος (Πρόλογος 12) δείχνει να κατανοεί κάπως το πρόβλημα που τίθεται, έστω και αν εσφαλμένα δεχτούμε ότι ο Πυθαγόρας εισήγαγε τον όρο «φιλόσοφος». Ο Διογένης λέει πως οι φιλόσοφοι ονομάζονταν «σοφοί» ή «σοφιστές». Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι από τους Προσωκρατικούς, όπως ο Θαλής, αποκαλούνταν «σοφοί», και μάλιστα συγκαταλέγονταν στον κανόνα των Επτά Σοφών. Όμως αυτό δεν συνέβαινε με όλους, αλλά και όσοι αποκαλούνταν έτσι μοιράζονταν την τιμητική τους επωνυμία με άλλους - ποιητές, ραψωδούς, νομοθέτες και πολιτικούς. Επιπλέον, οι φιλόσοφοι δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρήσουν τους εαυτούς τους σοφούς. Υπήρχε και η χρήση του όρου «σοφιστής», που αναφερόταν σε κάποιον ο οποίος με τις ατομικές του προσπάθειες είχε αποκτήσει το δικαίωμα να ισχυρίζεται πως κατέχει κάποιου είδους σοφία. Εφόσον η σοφία έτεινε να θεωρείται υπόθεση μακράς και συχνά επίπονης εμπειρίας, ως μια ιδιότητα που αποκτούσε κανείς χάρη στην ικανότητά του να μαθαίνει και να παρατηρεί, ο όρος αυτός μπορούσε να προσλάβει αρνητικό νόημα μεταξύ όσων υποστήριζαν ότι υπήρχε σύντομος δρόμος για τη σοφία, ίσως ακόμη και ότι η σοφία ήταν κάτι που μπορούσε να αποκτηθεί εύκολα χάρη στον κατάλληλο στοχασμό ή τη διδαχή από όποιον ήταν αρκετά έξυπνος, αν είχε τα χρήματα να πληρώσει για ένα τόσο χρήσιμο εμπόρευμα. Αλλά ο όρος είχε αρχικά θετικές υποδηλώσεις και συχνά συνέχιζε να έχει θετική σημασία ακόμη και στον Πλάτωνα και αργότερα. Ο Ηρόδοτος αποκαλεί τον Πυθαγόρα σοφιστή (I, 29, 1- IV, 95, 2). Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης αναφέρεται στους προγενέστερους στοχαστές ως σοφιστές (Α4 DK). Και ο συγγραφέας του Περί αρχαίης ιητρικής (κεφ. 20) φαίνεται να αναφέρεται δύο φορές στους φυσικούς φιλοσόφους ως «σοφιστές». Αλλά είναι επίσης αλήθεια, όπως ήδη τόνισε ο Διογένης Λαέρτιος (Πρόλογος 12), ότι και ο όρος σοφιστής δεν περιοριζόταν σε αυτούς που αποκαλούμε φιλοσόφους. Μπορούσε να χρησιμοποιείται εξίσου για ποιητές (Πίνδαρος, Ισθμιόνικος V, 28) ή για πολιτικούς όπως ο Σόλων (Ισοκρ. XV, 3, 13). Το γεγονός ότι πριν από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα δεν υπήρχε ειδική λέξη για τους φιλοσόφους δηλώνει κυρίως ότι μέχρι τότε οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν θεωρούσαν, και οι άλλοι δεν τους θεωρούσαν, πως αποτελούσαν διακριτή ομάδα. Η εντύπωση ενισχύεται αν κοιτάξουμε τα αποσπάσματα των Προσωκρατικών για να δούμε ποιους αναγνωρίζουν ως την κατάλληλη ομάδα με την οποία επιθυμούν να συγκρίνονται και με την οποία κατά κάποιο τρόπο βρίσκονται σε αντιπαλότητα. Ιδιαίτερα ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος επανειλημμένα αναφέρονται ονομαστικά σε άλλους. Έτσι ο Ξενοφάνης αναφέρεται στον Όμηρο και τον Ησίοδο, αλλά και στον Αρχίλοχο, τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, τον Βία τον Πριηνέα, τον Θαλή και τον Πυθαγόρα. Κάνει λόγο για άτομα φημισμένα για τη σοφία τους, ή τα οποία μπορούν τουλάχιστον να προβάλουν την αξίωση να ακουστούν ή να τους δοθεί προσοχή, αλλά συμπεριλαμβάνει, και πάλι χωρίς διάκριση, ποιητές, πολιτικούς, και αυτούς που αποκαλούμε φιλοσόφους.
Οι αναφορές αυτές δείχνουν ότι εκείνοι τους οποίους αποκαλούμε φιλοσόφους θεωρούσαν οι ίδιοι και θεωρούνταν από άλλους πως ενδιαφέρονται για τη σοφία κατά μια ασαφή και ευρεία έννοια, έτσι ώστε να μπορούν να συγκριθούν ή ακόμη και να ανταγωνιστούν τους ποιητές, τους πολιτικούς και τους νομοθέτες. Παίρνουμε κάποια ιδέα της σοφίας στην οποία απέβλεπαν και για την οποία τελικά απέκτησαν τη φήμη τους, αν εξετάσουμε την περίπτωση του Θαλή. Ο Θαλής κατέληξε να θεωρείται ένας από τους Επτά Σοφούς. Πράγματι, σύμφωνα με τον Δημήτριο τον Φαληρέα, ο Θαλής ήταν ο πρώτος που αποκλήθηκε «σοφός» (Διογ. Λαέρτ. I, 22). Ο Ηρόδοτος αφηγείται τρεις ιστορίες που μας δίνουν κάποια ιδέα για το πώς αντιλαμβανόταν κανείς τη σοφία του Θαλή.
(α) Υποτίθεται πως ο Θαλής κατάφερε να προβλέψει την έκλειψη ηλίου του Μαΐου του 585 π.Χ., η οποία συνέβη ακριβώς ενώ οι Μήδοι και οι Λυδοί θα ξεκινούσαν τη μάχη, και που γι’ αυτό θα έτεινε κανείς να θεωρήσει κακό οιωνό (Ηρόδ. 1,74).
(β) Ο Θαλής συμβούλεψε τους Ίωνες να σχηματίσουν μια πολιτική κοινότητα με τη βουλή της στην Τέω, λόγω της κεντρικής θέσης της Τέω, συμβουλή που, αν εισακουόταν, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την επιστροφή στην περσική κυριαρχία (I, 170).
(γ) Όταν ο Κροίσος αντιμετώπιζε δυσκολίες κατά τη διάβαση του ποταμού Αλυος με τα στρατεύματά του, ο Θαλής έλυσε κατά ιδιοφυή τρόπο το πρόβλημα εκτρέποντας το ρου του ποταμού (I, 75).
Η σοφία εδώ φαίνεται να γίνεται αντιληπτή ως ιδιότητα η αξία της οποίας καταδεικνύεται πρακτικά. Ενώ δίνεται έμφαση στην πολιτική έμπνευση του Θαλή, τονίζεται λίγο ή και καθόλου το θεωρητικό επίτευγμα το οποίο θα συνιστούσε η πρόβλεψη μιας έκλειψης. Αν υποθέσουμε ότι ο Θαλής δεν είχε κατορθώσει να προβλέψει την έκλειψη, και αν αυτή δεν είχε κατά δυσοίωνο τρόπο συμπέσει με την έναρξη της μάχης, ο Ηρόδοτος μάλλον δεν θα έβλεπε το λόγο να αναφερθεί, έστω έμμεσα, στις προσπάθειες του Θαλή να κατανοήσει θεωρητικά τον κόσμο. Και δεν χρειάζεται να υποθέσουμε ότι και ο ίδιος ο Θαλής θα αρνιόταν ότι η σοφία πρέπει να αποδειχτεί με πρακτικούς τρόπους. Ούτε βέβαια υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι ο Θαλής αντιλαμβανόταν τη σοφία στην οποία απέβλεπε ως ζήτημα καθαρά θεωρητικής έμπνευσης. Και παρόλο που οι επίγονοι του Θαλή μπορεί να εξέφραζαν μια σαφέστερη αντίληψη αυτής της σοφίας και του ενδιαφέροντος τους γι’ αυτήν (όπως προφανώς έκανε ο Ηράκλειτος), φαίνεται πως όλοι συνέχιζαν να σκέφτονται τη σοφία που τους απασχολούσε ως αρετή μεγάλης πρακτικής σημασίας, όπως βλέπουμε στην περίπτωση του Εμπεδοκλή ή του Δημόκριτου. Για παράδειγμα, είναι φανερό ότι ο Εμπεδοκλής, που νοιαζόταν ιδιαίτερα να βελτιώσει τη μοίρα των ανθρώπων, δεν επιδίωκε το στόχο του μονάχα με το να τους κάνει να αντιλαμβάνονται τη συγκεκριμένη θέση της ζωής και του θανάτου μέσα σε έναν μεγάλο φυσικό κύκλο. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω πως δεν θα έπρεπε να ερμηνεύουμε το ποίημα για τη φύση ως ένα εγχείρημα καθαρά θεωρητικό, αλλά σαν προσπάθεια να καταστεί δυνατή μια κατανόηση της πραγματικότητας που θα αλλάξει τη στάση μας απέναντι της. Ούτως ή άλλως, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Εμπεδοκλής ισχυρίζεται πως γνωρίζει φάρμακα για αρρώστιες κάθε λογής και για τη γεροντική ηλικία (Β 111, 112 9-12 DK), διαφημίζοντας έτσι όχι μόνο το βάθος και τις λεπτομέρειες της θεωρίας του για τον κόσμο τον οποίο πρότεινε, αλλά και τη μεγάλη πρακτική σημασία της. Οι Καθαρμοί του, όποια και να είναι η σχέση τους με το ποίημα για τη φύση, και πάλι μαρτυρούν το πρακτικό του ενδιαφέρον, αυτή τη φορά βέβαια για την υγεία της ψυχής. Και ο Δημόκριτος, φιλόσοφος πολύ μεταγενέστερος, ύστερης περιόδου, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήταν μέρος του επιλεγμένου ρόλου του, όχι μόνο να παραγάγει μια θεωρία για τα άτομα, αλλά και έναν μεγάλο αριθμό γνωμικών, «ηθικών» ρητών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο Δημόκριτος σαφώς δεν έχει μια συγκεκριμένη αντίληψη για το ποια είναι η σχέση της θεωρητικής και της πρακτικής διάστασης της φιλοσοφίας του, ή μια αντίληψη του φιλοσοφικού εγχειρήματος μέσω του οποίου θα προσπαθούσε κανείς να αναπτύξει τόσο μια θεωρία της πραγματικότητας όσο και μια ηθική θεωρία. Πράγματι, ο Δημιόκριτος δεν παράγει ηθική θεωρία, παράγει σοφούς ηθικούς στοχασμούς.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι οι Προσωκρατικοί από τον Θαλή μέχρι τον Δημόκριτο, στο πλαίσιο του γενικού τους ενδιαφέροντος για τη σοφία, προσπαθούσαν να παράσχουν μια γενική εξήγηση της πραγματικότητας ή μια θεωρία της φύσης. Και αυτή η προσπάθεια τελικά θα έπαιρνε τη μορφή ενός γενικά αναγνωρισμένου εγχειρήματος στο οποίο πίστευαν ότι συμμετείχαν. Έτσι κατέληξαν προοδευτικά να θεωρούνται διακριτή ομάδα. Η πρώτη σωζόμενη χρήση της λέξης «φιλοσοφία» φαίνεται να απαντά στο Περί αρχαίης ίητρικής (κεφ. 20), όπου αναφέρεται στο είδος της δραστηριότητας στην οποία επιδίδονταν ο Εμπεδοκλής και οι άλλοι μελετητές της φύσης. (Παρόλο που είναι ενδεικτικό ότι, στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, στο Περί αρχαίης ίητρικής, οι φιλόσοφοι που επιδίδονται σε αυτό το είδος δραστηριότητας αποκαλούνται ακόμη σοφιστές.) Πάντως, σε ένα πρώιμο στάδιο ιστορικής εξέλιξης δεν θα ήταν τόσο σαφές ότι γι’ αυτόν το λόγο οι φιλόσοφοι αποτελούσαν μια διακριτή ομάδα. Άλλωστε και ο Ησίοδος ή ο Φερεκύδης από τη Σύρο παρείχαν κάποια εξήγηση του κόσμου και της προέλευσής του. Ενώ φιλόσοφοι όπως ο Παρμενίδης ή ο Εμπεδοκλής παρουσιάζονταν στα κείμενά τους ως ποιητικά εμπνευσμένοι. Πρέπει ακόμη να θυμόμαστε ότι η σαφήνεια με την οποία διακρίνεται αυτή η παράδοση οφείλεται κατά πολύ στην αναδρομική ανάγνωση της ιστορίας και την επιλεκτική μετάδοση των μαρτυριών. Αλλά όσο καθαρά και να προβάλλει κατά τον 5ο αιώνα, φαίνεται επίσης σαφές ότι δεν συνιστά παράδοση επιδίωξης θεωρητικής σοφίας, αλλά παράδοση επιδίωξης μιας σοφίας νοούμενης πολύ ευρύτερα, μέρος μόνο της οποίας αποτελεί η απόπειρα να επιτευχθεί ένα είδος θεωρητικής κατανόησης - αν και βέβαια πρόκειται για μέρος καίριας σημασίας. Εδώ είναι αποκαλυπτική μια ρήση του Δημόκριτου (Β31 DK) κατά δύο τρόπους. Ο Δημόκριτος μοιάζει να διατυπώνει τη μεταγενέστερη κοινότοπη σκέψη ότι όπως η τέχνη της ιατρικής θεραπεύει τις ασθένειες του σώματος, η φιλοσοφία ιάται τα πάθη της ψυχής. Αλλά ο Δημόκριτος δεν χρησιμοποιεί ακόμη τη λέξη φιλοσοφία, μιλάει για σοφία. Όμως με δεδομένη την αναλογία με την τέχνη της ιατρικής μάλλον παρά με εκείνη του στοχασμού, κατά την αναφορά του στη σοφία πρέπει να αναφέρεται γενικά σε κάποιο είδος τέχνης ή τεχνογνωσίας, η οποία συνιστά γνώση θεραπειών των παθήσεων της ψυχής, και όχι σε μια συγκεκριμένη θεραπεία. Πρέπει λοιπόν να μιλά για ένα είδος μάθησης, παρόλο που ακόμη δεν το αποκαλεί καν φιλοσοφία. Είναι επίσης σαφές ότι ο Δημόκριτος ήδη θεωρεί πως εντάσσεται στην παράδοση μιας τέτοιας μάθησης. Γιατί σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (IX, 41, Β5 DK), στον Μικρό διάκοσμο τοποθετεί τη συγγραφή του έργου 730 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, και ειδικότερα ως σύγχρονος του Αναξαγόρα, σημαντικά νεότερος. Αλλά το ότι ο Δημόκριτος έχει την αντίληψη μιας φιλοσοφικής παράδοσης στην οποία εντάσσεται και το ότι μάλιστα επικαλείται μια τέτοια αντίληψη της φιλοσοφίας απευθυνόμενος προς τους αναγνώστες του δεν σημαίνει ακόμη ότι έχει σαφή αντίληψη της φιλοσοφίας, δηλαδή της δραστηριότητας στην οποία επιδίδεται αποβλέποντας στη σοφία. Αλλά η ρήση του Δημόκριτου για την ιατρική είναι επίσης αποκαλυπτική διότι δείχνει καθαρά ότι η φροντίδα του για τη σοφία είναι τουλάχιστον εν μέρει πρακτική· παρέχει θεραπείες για τις παθήσεις της ψυχής.
Θα πρέπει όμως επίσης να παρατηρηθεί πως, καθώς αναδυόταν μια φιλοσοφική παράδοση και κατέληγε να αναγνωρίζεται ως τέτοια, δεν θα ήταν πολύ σαφές, ακόμη και σε όσους ακολουθούσαν την παράδοση, πώς θα έπρεπε να αντιληφθούν τη φιλοσοφία - όπως είδαμε στην περίπτωση του Δημόκριτου. Από αυτή την άποψη, ο βαθμός της ασάφειας ακόμη και στα τέλη του 5ου αιώνα είναι προφανής, αν εξετάσουμε τη μορφή του πρεσβύτερου συγγενή του Πλάτωνα, του Κριτία. Παρουσιάζεται η εικόνα κάποιου που ήταν μεν αποφασισμένος να φτάσει στη σοφία και να αναγνωριστεί ως σοφός, με όλους τους διαφορετικούς τρόπους κατά τους οποίους θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί κανείς ότι αποκτά φήμη σοφού, αλλά που, ακριβώς σ’ αυτή του την επιδίωξη, αποδεικνύεται πως του λείπει η σαφής αντίληψη της σοφίας και ο φιλοσοφικός τρόπος να την πραγματώσει. Ήταν ποιητής. Ήταν διάσημος πολιτικός με συγκεκριμένες απόψεις για πολιτειακά ζητήματα και πήρε μέρος στην ατυχή ολιγαρχική εξουσία των Τριάκοντα. Έγραψε φυσική θεωρία. Ήταν γνωστός του Σωκράτη και φίλος των επιφανέστερων σοφιστών. Εκείνο όμως που δείχνουν όλα αυτά δεν είναι τόσο η σύγχυση του Κριτία όσο η έλλειψη μιας σαφούς αντίληψης της φιλοσοφίας στα τέλη του 5ου αιώνα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να σκεφτούμε και την αρχή του Σοφιστή του Πλάτωνα. Εκεί ο Σωκράτης παραπονείται για το πόσο δύσκολο είναι να διακρίνει κανείς μεταξύ φιλοσόφων, πολιτικών και σοφιστών, και για το βαθμό της σύγχυσης των ανθρώπων σχετικά με τη διαφοροποίησή τους. Βέβαια, τον Πλάτωνα τον απασχολεί και το γεγονός ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να θεωρήσουν εσφαλμένα τον Σωκράτη σοφιστή. Αλλά θα ήταν λάθος να εξαντλήσουμε τόσο εύκολα την ερμηνεία της εισαγωγής του Σοφιστή. Το κείμενο φέρνει στο φως μια βαθύτερη σύγχυση για το τι είναι η φιλοσοφία και κατά συνέπεια για το ερώτημα αν οι επιφανείς πολιτικοί μπορούν να διεκδικούν τη σοφία στην οποία αποβλέπουν οι φιλόσοφοι - με τη σωστή σημασία του όρου. Όταν ο Σωκράτης στην Απολογία (21b-d) αφηγείται πώς προσπάθησε να βρει άτομα σοφότερα από εκείνον, μας λέει ότι πρώτα πήγε να μιλήσει σε πολιτικούς, έπειτα σε ποιητές και, τέλος, σε τεχνίτες. Και προφανώς σ’ αυτή του την αφήγηση υποθέτει πως το ακροατήριό του θα καταλάβει ότι τη σοφία την αναζητεί κανείς ανάμεσα σε πολιτικούς και ποιητές. Μόνο στον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη συναντάμε μια σαφή αντίληψη της φιλοσοφίας, επειδή ο Σωκράτης θα επιμείνει σε μια δραστικά απλουστευμένη και αποσαφηνισμένη αντίληψη και ο Πλάτων θα την αναπτύξει με διαυγή τρόπο. Και παρόλο που η αντίληψη που θα έχει έτσι αναπτυχθεί θα γίνει αντικείμενο αμφισβητήσεων, για παράδειγμα από τον Ισοκράτη, αυτή θα είναι που θα αποτελέσει τον πρόγονο των διαφόρων αντιλήψεων της φιλοσοφίας ανά τους αιώνες και μέχρι τις μέρες μας.
Αν εστιάζοντας την προσοχή μας στην επιδίωξη της θεωρητικής κατανόησης του κόσμου δεν προσέξουμε ότι εκείνοι που αφοσιώνονταν σ’ αυτή την επιδίωξη αισθάνονταν πως ο στόχος τους ήταν μια πολύ ευρύτερα νοούμενη σοφία, με τουλάχιστον μια ισχυρή πρακτική συνιστώσα, θα μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς ο Σωκράτης μπορούσε να θεωρήσει ο ίδιος και να θεωρηθεί από τους άλλους ότι ανήκε σε μια παράδοση η οποία ανάγεται στους Μιλήσιους. Πράγματι, θα μας φανεί ιστορική σύμπτωση το γεγονός ότι η φιλοσοφία αναπτύχθηκε ως μάθηση με θεωρητική και πρακτική πλευρά μάλλον παρά ως δύο ανεξάρτητες μαθήσεις, η μια στην παράδοση του Θαλή με επιδίωξη μιας θεωρητικής κατανόησης του κόσμου, και η άλλη, προτεινόμενη για πρώτη φορά από τον Σωκράτη, με επιδίωξη μιας πρακτικής κατανόησης του ευ ζην.
Είναι γνωστή η δυσκολία προσδιορισμού της ιστορικής αλήθειας για τη θέση του Σωκράτη. Αλλά αν ακολουθήσουμε τις μαρτυρίες που παρέχονται από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης ταύτιζε τη σοφία με τη γνώση των πραγμάτων που χρειάζεται να ξέρουμε αν θέλουμε να ζήσουμε καλά, δηλαδή του καλού, του κακού και συναφών ζητημάτων. Για να μιλήσουμε ακριβέστερα, ο Σωκράτης φαίνεται πως θεωρούσε ότι αυτά τα ζητήματα αποτελούσαν, ακριβώς λόγω της διαπλοκής τους, το περιεχόμενο ενός συστηματικού σώματος αληθειών και κατ’ αυτό τον τρόπο το αντικείμενο μιας μάθησης ή τέχνης, που αργότερα αποκλήθηκε «ηθική» ή «τέχνη του βίου». Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι, αντί για μεμονωμένους ηθικούς στοχασμούς, του είδους που βρίσκουμε νωρίτερα στους Προσωκρατικούς, π.χ. στον Λημόκριτο ή στους ποιητές, ή αντί για τη μορφή τέχνης που αποδιδόταν, για παράδειγμα, από τον Πλάτωνα στο διάλογο Πρωταγόρας στον Αβδηρίτη σοφιστή (Πρωτ. 318b 5-319b 5), ο Σωκράτης προτείνει μια συστηματική μάθηση, βασισμένη σε κάποια ενόραση του αγαθού, του ωραίου, του οσίου, του ανδρείου και των μεταξύ τους σχέσεων. Είναι η γνώση και η κατανόηση αυτών των θεμάτων που συνιστά σοφία, ακριβώς επειδή αυτή η κατανόηση σχετίζεται με το είδος της ζωής που ζούμε. Αν κοιτάξουμε τους ποιητές, τον Τυρταίο, τον Αρχίλοχο ή τον Ευριπίδη, ή αν στραφούμε σε πολιτικούς όπως ο Σόλων, βρίσκουμε πολλά στοιχεία ηθικού στοχασμού. Ακριβώς σ’ αυτό το είδος στοχασμού βασιζόταν, τουλάχιστον εν μέρει, η δυνατότητα να τους αναγνωριστεί σοφία. Μέρος αυτού του στοχασμού είχε και εξακολουθεί να έχει φιλοσοφικό ενδιαφέρον και σημασία. Όμως, πριν απ’ όλα, δεν θα πρέπει να κάνουμε το λάθος να νομίσουμε ότι οποιοσδήποτε έχει να πει κάτι με φιλοσοφικό ενδιαφέρον πρέπει γι’ αυτό να είναι και φιλόσοφος. Κι έτσι δεν θα πρέπει να κάνουμε το σφάλμα, απλώς επειδή αργεί να συγκροτηθεί μια σαφώς περιγεγραμμένη παράδοση της φιλοσοφίας νοούμενης ως οργανωμένης μάθησης, και επειδή δεν συναντάμε ακόμη μια σαφή αντίληψη της φιλοσοφίας, να θεωρήσουμε αυτούς τους ποιητές και ως πολιτικούς φιλοσόφους. Σαφώς δεν ήταν φιλόσοφοι, και δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μέρος της παράδοσης που σχηματιζόταν σιγά σιγά, όσο ασαφώς προσδιορισμένη και να ήταν αρχικά. Ταυτόχρονα όμως, και αυτό είναι εδώ πιο σημαντικό, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η επαναστατική συμβολή του Σωκράτη έγκειται στην υπόθεση ότι όλοι αυτοί οι ηθικοί και πολιτικοί στοχασμοί πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο ενός συστηματικού εγχειρήματος για την ανακάλυψη ενός σώματος συστηματικά συνδεόμενων αληθειών, περίπου όπως η επιστήμη της γεωμετρίας κατά τα τέλη του 5ου αιώνα αρχίζει να αποκαλύπτει συστηματικά τις αλήθειες της γεωμετρίας. Με αυτή την έννοια, η ηθική ως φιλοσοφική μάθηση πρωτοεμφανίζεται με τον Σωκράτη. Πράγματι, ο Σωκράτης θεωρεί αυτή τη μάθηση ως το άπαν της φιλοσοφικής αναζήτησης της σοφίας. Και αντίθετα, τουλάχιστον αν πιστέψουμε τη χαρακτηριστική μαρτυρία του πλατωνικού Φαίδωνος και της Απολογίας, ο Σωκράτης αδιαφορεί για την παράδοση των προσπαθειών να παρασχεθεί μια θεωρητική εξήγηση της πραγματικότητας, εφόσον δεν συμβάλλει στη σοφία, επειδή αυτό το είδος εξήγησης είτε μας ξεπερνά είτε δεν συμβάλλει οπωσδήποτε στη σοφία όπως την αντιλαμβάνεται ο Σωκράτης, δηλαδή στην κατανόηση του αγαθού και συναφών ζητημάτων.
Έτσι, σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας της φιλοσοφίας, ενώ οι φιλόσοφοι επιτέλους καταλήγουν να θεωρήσουν τους εαυτούς τους διακριτή ομάδα επιδιδόμενη σε διακριτή δραστηριότητα, αφότου ο Σωκράτης προτείνει μια ορισμένη αντίληψη του εγχειρήματος που θα αποτελέσει και ιστορική αφετηρία μεταγενέστερων αντιλήψεων του φιλοσοφείν, η φιλοσοφία νοείται ως πρακτικό εγχείρημα. Και τούτο με διττή σημασία. Πρώτον, το ενδιαφέρον του Σωκράτη για τη γνώση που συνιστά σοφία δεν είναι θεωρητικό, αλλά γεννιέται από την πεποίθηση ότι αν θα έπρεπε κανείς να αφιερώσει σε κάτι τις διανοητικές του αναζητήσεις, αυτό είναι ο βίος του, ότι υπάρχει ένα ολόκληρο σώμα αληθειών προς γνώση σχετικά με το πώς οφείλει να ζει κανείς, αν θέλει να ζήσει καλά. Στο μέτρο που ο Σωκράτης μπορεί να υποθέσει ότι το ενδιαφέρον των Προσωκρατικών για τη σοφία υπήρξε πάντοτε πρακτικό, μπορεί να δει τον εαυτό του ως συνεχιστή μιας μακράς παράδοσης, αν και δίνει έμφαση σε διαφορετικά σημεία. Δεύτερον, παρ’ όλη την ακραία νοησιαρχία του, δηλαδή την άποψή του ότι ο τρόπος που ενεργούμε καθορίζεται εξολοκλήρου από τις πεποιθήσεις μας για το αγαθό και τα σχετικά ζητήματα, η ζωή του φαίνεται να χαρακτηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από ασκητισμό. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει πως κατά πάσα πιθανότητα ο Σωκράτης πίστευε ότι το ποιες πεποιθήσεις ασπαζόμαστε και το ποιες δεν κατορθώνουμε να ασπαστούμε δεν είναι υπόθεση καθαρά ορθολογικής επιχειρηματολογίας, αλλά ότι, ακριβώς επειδή ορισμένες από τις πεποιθήσεις μας είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένες στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά μας, είμαστε ανοιχτοί στην ορθολογική τους απόρριψη ή στην ορθολογική τους αποδοχή. Το να είμαστε ανοιχτοί στην επίδραση του ορθολογικού επιχειρήματος είναι επίσης υπόθεση του οργανωμένου τρόπου συμπεριφοράς μας και του ελέγχου που έχουμε πάνω σ’ αυτήν.
Από τον Σωκράτη και μετά, όλοι οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας θεωρούσαν τη φιλοσοφία πρακτική, υπό την έννοια ότι κίνητρο για να ασχοληθούμε μ’ αυτήν ήταν η φροντίδα για το ευ ζην και ότι συνεπαγόταν πρακτικό ενδιαφέρον για το πώς ζει κανείς πραγματικά και για το πώς αισθάνεται για διάφορα πράγματα. Αλλά διέφεραν κατά πολύ ως προς τον τρόπο που κατανοούσαν αυτή την αντίληψη της φιλοσοφίας. Το πιο σημαντικό είναι το ότι λίγοι φιλόσοφοι, όπως ο Στωικός Αρίστων και πολλοί Κυνικοί, δέχονταν τη στενή άποψη του Σωκράτη ότι η σοφία αφορούσε κάποια συγκεκριμένη ηθική γνωση.
Προτού περάσουμε στον Πλάτωνα, θα πρέπει να σταθούμε, για λίγο έστω, σε μια πλευρά της ηθικής όπως γινόταν αντιληπτή από τον Σωκράτη και οπωσδήποτε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Όταν οι αρχαίοι μιλούν για το ευ ζην, κυρίως πριν από την ελληνιστική εποχή, δεν έχουν κατά νου μόνο τον ιδιωτικό βίο του ατόμου μέσα στο σπίτι του, αλλά -κάτι που είναι πιο σημαντικό- και τον δημόσιο βίο του ως πολίτη, ο οποίος αλληλεπιδρά με τους συμπολίτες του μέσα στην πόλη, παίζει ορισμένο ρόλο στη ζωή της πόλης, συμβάλλοντας στην ευημερία της κοινότητας. Σε κάποιο σημείο του Πρωταγόρα (319a 4), ο πλατωνικός Σωκράτης μιλάει για την «πολιτική τέχνη». Αυτό μπορεί να παρανοηθεί εύκολα και να ερμηνευτεί με την έννοια της «πολιτικής επιστήμης» ή ακόμη και της «πολιτικής θεωρίας», ενώ στην πραγματικότητα είναι σαφές από τα συμφραζόμενα ότι ο Σωκράτης μιλάει για την τέχνη τού να είναι κανείς καλός πολίτης. Με δεδομένη την καίριας σημασίας αντίληψη του ευ ζην ως δημόσιας ζωής, ζωής μέσα στην πολιτική κοινότητα, η ηθική ή η τέχνη του βίου θα νοηθεί εύκολα ως η τέχνη τού να είναι κανείς καλός πολίτης. Στην Απολογία (20b 4-5), ο Σωκράτης κάνει λόγο για την επιστήμη της ανθρώπινης και πολιτικής αρετής, υποστηρίζοντας ότι η ανθρώπινη αρετή είναι η αρετή του καλού πολίτη, σε αντίθεση με την αρετή του αγρότη ή του εμπόρου. Μόλις χαρτογραφηθεί ο χώρος της πνευματικής αυτής αναζήτησης και χωριστεί σε διαφορετικούς τομείς μελέτης, για παράδειγμα στον Περίπατο του Αριστοτέλη, το πεδίο θα διαιρεθεί σε ηθική και πολιτική, ή ακόμη, σε οικονομική, ηθική και πολιτική, όπου η πολιτική θα παρέχει ειδικότερα την κατανόηση των πολιτικών κοινοτήτων που χρειάζεται κανείς, του πώς λειτουργούν, και της καλύτερης δυνατής οργάνωσής τους. Αλλά ακόμη και τότε διατηρείται μια καθολικότερη έννοια της «πολιτικής τέχνης» βάσει της οποίας ο Αριστοτέλης και οι πρώτοι μαθητές του μπορούν να υποστηρίζουν ότι η ηθική είναι μέρος της πολιτικής, όπως μπορούμε να δούμε στην Εισαγωγή των Ηθικών Νικομαχείων ή των Μεγάλων Ηθικών.
Με αναφορά σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοήσουμε τον ισχυρισμό που αποδιδόταν στον Σωκράτη, ότι είναι ο μόνος πραγματικός πολιτικός, και την κριτική των επιφανών πολιτικών της Αθήνας του παρελθόντος (Γοργίας 52 Id 16). Εδώ όμως υπάρχει προφανώς πρόβλημα συνοχής των υποστηριζόμενων θέσεων. Δεν είναι μόνο αμφίβολο αν το να είναι κανείς καλός άνθρωπος ισοδυναμεί με το να είναι και καλός πολίτης. Ο ίδιος ο τρόπος κατά τον οποίο ο Πλάτων και στη συνέχεια ο Αριστοτέλης προσπαθούν να χαρακτηρίσουν το ευ ζην φαίνεται να μην έχει τίποτα να κάνει με τη ζωή μιας πολιτικής κοινότητας. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό, όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι για πολλά χρόνια η ελληνική σκέψη έτεινε να θεωρεί το τέλειο ανθρώπινο ον όλο και περισσότερο ως αύταρκες, ή να εκλαμβάνει το ανθρώπινο αγαθό ή ακόμη και το ευ ζην ως ανεξάρτητα από τις μεταπτώσεις της τύχης και τις πολιτικές αναστατώσεις. Και οι αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη φαίνεται να σχετίζονται με την ιδιαίτερη αξία την οποία αναγνωρίζουν στη θέαση της αλήθειας για την επίτευξη του ευ ζην. Έτσι όμως, και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης έχουν δυσκολία να εξηγήσουν γιατί ένα σοφό άτομο θα μετείχε στη δημόσια ζωή, όπως καταλαβαίνουμε αν, για παράδειγμα, εξετάσουμε την ανάλυση του Πλάτωνα στην Πολιτεία, σχετικά με το πώς οι φύλακες που θα έχουν γίνει επιτυχημένοι φιλόσοφοι και θα έχουν δει την αλήθεια θα πειστούν να επιστρέψουν στο σπήλαιο της κοινής ζωής. Μόνο καθώς η πόλη θα χάνει προοδευτικά την πολιτική της σημασία, θα φαίνεται να εξαφανίζεται το πρόβλημα ή να παίρνει ριζικά διαφορετική μορφή σε κοσμοπολίτικες θεωρίες ή στη «θεωρία των δύο πόλεων».
Παραμερίζοντας αυτό το πρόβλημα, πρέπει τώρα να επιστρέφουμε στο πώς αντιδρά ο Πλάτων στην αντίληψη του Σωκράτη για τη φιλοσοφία ως τη σωστή, μεθοδική φροντίδα για το ευ ζην.
Ήδη ο Πλάτων απέρριπτε αυτή τη στενή αντίληψη της σοφίας και αντίστοιχα της φιλοσοφίας ως ηθικής φιλοσοφίας. Και εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει το γιατί:
(α) Ο Σωκράτης φαίνεται πως βασιζόταν σε μια ουσιώδη έννοια της ψυχής ως του στοιχείου που καθοδηγεί τη συμπεριφορά μας και που, κατά συνέπεια, η υγεία και η ευημερία του θα έπρεπε να αποτελούν πρωταρχική μας φροντίδα. Η ακραία νοησιαρχία του μοιάζει να στηρίζεται σε μια αντίληψη της ψυχής ως πνεύματος ή ως λόγου, τέτοια ώστε οι επιθυμίες μας να αποδεικνύεται πως συνιστούν πεποιθήσεις ενός ορισμένου είδους.
(β) Ο Σωκράτης βασιζόταν στην υπόθεση πως υπάρχουν αντικειμενικά οντότητες όπως το δίκαιο και το όσιο. Μιλούσε σαν να υπήρχε κάποιο πράγμα, το δίκαιο ή η δικαιοσύνη, το οποίο έχουμε στο νου μας κάθε φορά που αποκαλούμε κάτι «δίκαιο», όσο συγκεχυμένη και να είναι η σκέψη μας γι’ αυτό, και είναι ακριβώς αυτό το πράγμα (μάλλον παρά -ας πούμε- μια ομάδα πραγμάτων ή η χρήση μιας έκφρασης) που υποτίθεται πως δηλώνεται από τον σχετικό ορισμό.
(γ) Ο Σωκράτης βασίζεται επίσης στην υπόθεση πως το αγαθό αποτελεί μια οντότητα που υπάρχει αντικειμενικά και την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε με το στοχασμό πάνω στη συμπεριφορά και την κατάσταση των ανθρώπων. Αλλά για να υποστηριχθούν οι δύο πρώτες υποθέσεις, απαιτείται μια ανάλυση της πραγματικότητας μέσω της οποίας μας δίνεται η δυνατότητα να εξηγήσουμε τα ανθρώπινα όντα, τη φύση τους και το ρόλο που παίζει η ψυχή στην εξήγηση της συμπεριφοράς τους, αλλά και το τι είδους πράγματα θεωρείται ότι είναι το δίκαιο και το όσιο. Σε ό,τι αφορά την τρίτη υπόθεση, μπορούμε να διερωτηθούμε αν το αγαθό δεν αποτελεί ένα γενικό ή καθολικό χαρακτηριστικό, υπό την έννοια ότι τα πράγματα γενικά πρέπει να κατανοούνται μέσω του αγαθού, και ότι η χρήση του όρου «αγαθό» όταν αναφερόμαστε στον άνθρωπο πρέπει να νοηθεί μόνο ως μια ειδική περίπτωση μιας πολύ ευρύτερης χρήσης του όρου. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Πλάτων οδηγείται στη σκέψη πως η ηθική πρέπει να ενσωματώνεται σε μια θεωρητική εξήγηση της πραγματικότητας και να υποστηρίζεται από αυτήν. Κατ’ αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται μια ευρύτερη, αλλά πάντοτε ακριβής αντίληψη της σοφίας, που περιλαμβάνει και μια θεωρητική κατανόηση της πραγματικότητας και μια πρακτική γνώση του τι είναι σημαντικό στη ζωή. Έτσι η φιλοσοφία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, παρουσιάζεται ως διασάφηση και συγκεκριμενοποίηση του εγχειρήματος των Προ- σωκρατικών, και καθίσταται δυνατό να διακρίνουμε σαφώς μεταξύ φιλοσόφων, ποιητών και πολιτικών. Αυτό που έλειπε από τους ποιητές, ακόμη και όταν μέσα στον ενθουσιασμό ή την έμπνευσή τους εξέφραζαν κάποια αλήθεια για τον κόσμο ή για την ανθρώπινη συμπεριφορά, ήταν η ενορατική σύλληψη αρχών και το είδος της ορθολογικής κατανόησης που μόνο ένας φιλόσοφος μπορεί να αποκτήσει. Παρομοίως, αυτό που έλειπε εξίσου και από τους σεβάσμιους γεροντότερους πολιτικούς και από τους νεότερους ήταν μια ορθολογική κατανόηση του πρακτέου. Στο βαθμό που οι πολιτικοί ισχυρίζονται πως διαθέτουν μια τέτοια κατανόηση, παρόλο που τους λείπει, είναι σοφιστές. Στο μέτρο που την έχουν, πρέπει να είναι φιλόσοφοι.
Σύμφωνα με όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, η ανάγκη για μια θεωρητική κατανόηση του κόσμου θα μπορούσε να θεωρηθεί πως οφείλεται εξολοκλήρου στο γεγονός ότι η πρακτική μας γνώση για το πώς πρέπει να ζούμε χρειάζεται την υποστήριξη μιας τέτοιας θεωρίας. Αυτή θα είναι και η αντιμετώπιση του ζητήματος από τους Επικούρειους και τους Στωικούς. Αλλά η σχετική προτεραιότητα του θεωρητικού και του πρακτικού μέρους της σοφίας αντιστρέφεται στον Πλάτωνα και στους μεταγενέστερους οπαδούς του εξαιτίας μιας συγκεκριμένης αντίληψης της ψυχής. Η ψυχή νοείται ως προϋπάρχουσα και ως παροδικά συνδεδεμένη με κάποιο σώμα. Έτσι, έχει δύο ζωές και δύο ειδών φροντίδες. Η δική της φροντίδα είναι να ζει μια ζωή θεωρητικής ενατένισης της αλήθειας. Αλλά καθώς συνδέεται με το σώμα, πρέπει να νοιάζεται και για τις ανάγκες του σώματος. Έτσι, εύκολα ξεχνάει τον εαυτό της και τις ανάγκες της, εύκολα περιέρχεται σε σύγχυση και καθιστά τις ανάγκες του σώματος δικές της ανάγκες. Το να γνωρίζει κανείς πώς να ζει καλά συνίσταται στο να γνωρίζει πώς να ζει κατά τέτοιο τρόπο ώστε η ψυχή να είναι και πάλι ελεύθερη να βλέπει καθαρά και να πράττει «εαυτής», δηλαδή να ενδιαφέρεται για τη θεωρητική ενατένιση της αλήθειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο έχουμε μια εξαιρετικά περίπλοκη αντιστροφή του σχετικού βάρους της θεωρητικής κατανόησης της πραγματικότητας και της πρακτικής γνώσης για το πώς πρέπει να ζει κανείς. Η κατανόηση της πραγματικότητας και της θέσης της ψυχής μέσα σ’ αυτήν σώζει την ψυχή επαναφέροντάς τη, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό σε τούτη τη ζωή, στη φυσική κατάσταση, κατά την οποία ενοράται την αλήθεια. Κατά συνέπεια, το ευ ζην ως επιδίωξη του ακολουθούμενου τρόπου ζωής περιλαμβάνει ουσιωδώς τη θεωρητική ενατένιση της αλήθειας. Αλλά το να ζει κανείς με τον σωστό τρόπο θα αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση για να καταστεί δυνατό να απελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα, να δει την αλήθεια και να προσηλωθεί στην ενατένισή της.
Ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον ο Αριστοτέλης της ύστερης περιόδου, δεν συμμερίζεται τη δυϊστική αντίληψη της ψυχής του Πλάτωνα. Ωστόσο κατά την αντίληψή του για τον άνθρωπο, η ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ζωής έγκειται στο ότι χαρακτηρίζεται από ορθολογικότητα, και έτσι μια τέλεια ανθρώπινη ζωή διακρίνεται από την τελειότητα του λόγου. Αλλά η τελειότητα του λόγου, εκτός από την απόκτηση της πρακτικής σοφίας για το πώς πρέπει να ζει κανείς, προϋποθέτει και την απόκτηση της θεωρητικής κατανόησης του κόσμου, όχι μόνο επειδή η πρακτική σοφία απαιτεί μια τέτοια κατανόηση, αλλά επειδή η ίδια η ενατένιση της αλήθειας αποτελεί αυτοσκοπό και ως εκ τούτου βασικό συστατικό του ευ ζην. Μερικές φορές ο Αριστοτέλης μιλάει μάλιστα σαν να ήταν αυτή η θεωρητική ενατένιση που προσδίδει στη ζωή την καλή της ποιότητα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ειδικούς όρους για να διακρίνει μεταξύ θεωρητικής σοφίας (σοφίας) και πρακτικής σοφίας (φρονήσεως) επειδή πιστεύει ότι οι δύο αυτές μορφές σοφίας αντιστοιχούν σε διαφορετικά είδη ορθολογικότητας και ότι ένα τέλεια ορθολογικό άτομο θα είναι ορθολογικό και υπό τις δύο αυτές έννοιες. Αλλά η ορολογία που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για να κάνει τη διάκριση συνεπάγεται πως τώρα η αναζήτηση της σοφίας των Προσωκρατικών παρουσιάζεται σαν αναζήτηση θεωρητικής σοφίας, και μάλιστα επειδή ο Αριστοτέλης στα θεωρητικά του κείμενα αναφέρεται συχνά στα θεωρητικά εγχειρήματα των Προσωκρατικών, ενώ καταλαβαίνουμε καλά γιατί δεν λέει σχεδόν τίποτε γι’ αυτά στις ηθικές του πραγματείες.
Εδώ υπάρχει ένα ακόμη θέμα το οποίο θα έπρεπε να εξετάσουμε έστω και επί τροχάδην. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την άποψη ότι η πραγματικότητα διαιρείται σε χωριστές περιοχές, λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητες η μία από την άλλη, η καθεμιά από τις οποίες υπόκειται σε ορισμένες τουλάχιστον αρχές που τη χαρακτηρίζουν. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης αρνείται ότι υπάρχει ένα σύνολο αρχών με το οποίο μπορούν να εξηγηθούν τα πάντα, εκτός, βέβαια, από το σύνολο που προφανώς απαρτίζεται από τη σύζευξη των αρχών των διαφόρων επιμέρους περιοχών. Αυτό συνεπάγεται πως η θεωρητική επιστήμη ή φιλοσοφία θα διαιρείται σε ένα σύστημα επιμέρους μαθήσεων, όπως η αστρονομία, η οπτική ή η βοτανική που απαιτούν ειδική μελέτη. Ο Αριστοτέλης θα προσπαθήσει πολύ να δικαιολογήσει την υπόθεση ότι υπάρχει μια μάθηση, η πρώτη φιλοσοφία, η οποία μελετά τις αρχές του όντος. Αλλά ακόμη και αν η σοφία απαιτεί μόνο την κατανόηση όλων των αρχών της πραγματικότητας και όχι τη γνώση όλων των επιμέρους θεωρημάτων, αυτή θα περιλαμβάνει κάποια εξοικείωση με τις αυξανόμενες ως προς το πλήθος ειδικές μαθήσεις.
Η επίδραση αυτής της αντίληψης στη φιλοσοφία είναι προφανής. Η φιλοσοφική θεωρητική δραστηριότητα μπορεί εύκολα να χωριστεί σε ειδικές μελέτες, αυτής ή εκείνης της άποψης της πραγματικότητας, όπως πράγματι συμβαίνει στον Περίπατο. Θα ανακύψει το ζήτημα της οριοθέτησης της φιλοσοφίας, καθώς οι επιστήμες αρχίζουν να προβάλλουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ενώ το ερώτημα για τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης εγείρεται, αλλά δεν απαντάται πραγματικά φιλοσοφικά ή θεωρητικά, παρά μάλλον πρακτικά, και η φιλοσοφία στην πράξη, αν και όχι στη θεωρία, αποσύρεται στην ενασχόληση με αυτά που θεωρούνται καίρια ερωτήματα στον θεωρητικό χώρο, και με ηθικά και πολιτικά προβλήματα.
Ας επιστρέφουμε όμως στη σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης, όπως είπαμε, φτάνει μερικές φορές στο σημείο να εκφράσει την άποψη ότι η φιλοσοφική θεωρία δεν είναι απλώς μια αναγκαία συνθήκη του ευ ζην, αλλά αυτό που το καθιστά ευ ζην. Όμως, ακόμη και στον Αριστοτέλη το ενδιαφέρον του φιλοσόφου για τη θεωρητική σοφία είναι πρακτικό υπό την έννοια ότι είναι ενδιαφέρον για ένα ορισμένο είδος ζωής. Και εφόσον, κατά την άποψη του Αριστοτέλη, η θεωρητική ενατένιση η ίδια είναι πράξη, πράττειν του είδους που αποτελεί ουσιώδες συστατικό του βίου, το ενδιαφέρον για τη θεωρία και υπό αντί] την έννοια μπορεί να θεωρηθεί (ως πρωτίστως πρακτικό. Επιπλέον, ακόμη και ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει σοφία χωρίς φρόνηση, και ότι η απόκτηση της φρόνησης απαιτεί κυρίως μια πρακτική προσπάθεια από την πλευρά του φιλοσόφου να μάθει να ενεργεί και να αισθάνεται για τα πράγματα κατά έναν ορισμένο τρόπο. Το να μιλάμε για την «ηθική θεωρία» του Αριστοτέλη είναι κάπως παραπλανητικό εφόσον, σύμφωνα με την αντίληψή του, το νόημα ακριβώς της ηθικής δεν έγκειται στη γνώση και την κατανόηση γεγονότων ενός ορισμένου είδους, αλλά σε κάποιου είδους συμπεριφορά, και αυτή η ηθική γνώση και κατανόηση δεν μπορεί να αποκτηθεί χωρίς να επιδοθεί κανείς στην απόκτηση μιας διάθεσης για σταθερή ανταπόκριση σε καταστάσεις κατά τον σωστό τρόπο, που συνοδεύεται από κατάλληλα συναισθήματα και πράξεις.
Όταν φτάνουμε στους ελληνιστικούς χρόνους, η προτεραιότητα μεταξύ θεωρίας και πρακτικής αλλάζει και πάλι αποφασιστικά προς όφελος της πρακτικής. Οι Σκεπτικοί διερωτώνται αν υπάρχει κάποια αληθινή θεωρία, και, επιπλέον, ακόμα και στην περίπτωση που μια τέτοια θεωρία ήταν διαθέσιμη, αν θα μας βοηθούσε να ζήσουμε σύμφωνα με τις επιταγές της σοφίας. Οι Επικούρειοι και οι Στωικοί υποθέτουν πράγματι ότι και η ηθική γνώση και κάποια εξήγηση του κόσμου είναι εφικτές. Αλλά καθιστούν σαφές ότι ο φιλόσοφος που ενδιαφέρεται για ηθική γνώση ενδιαφέρεται για το ευ ζην, και επιμένουν επίσης πως η αληθής θεώρηση του κόσμου έχει καθαρά εργαλειακή χρησιμότητα για τη θεμελίωση και τη διασφάλιση της ηθικής μας γνώσης. Και οι μεν και οι δε αντιδρούν κατά της ατέρμονης θεωρητικής εικοτολογίας που συναντάμε μεταξύ των επιγόνων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, κατά της επιδίωξης οποιουδήποτε είδους θεωρητικής έρευνας που αποκαλείται φιλοσοφία, κυρίως μεταξύ των Περιπατητικών, περιορίζοντας τη θεωρία σε αυτό που χρειάζεται να υπάρχει στην πράξη, αλλά και που μπορεί να γίνει γνωστό με σιγουριά. Στην περίπτωση των Επικούρειων το ενδιαφέρον για μια θεωρία της φύσης είναι καθαρά αρνητικό. Οι Επικούρειοι υποθέτουν ότι οι άνθρωποι, αναγκασμένοι να ζουν σε έναν κόσμο τον οποίο δεν κατανοούν, έχουν την τάση να κυριεύονται από παράλογους φόβους τους οποίους δεν μπορούν να ελέγξουν και οι οποίοι δεν καθιστούν απλώς απρόσιτο το αληθινό ευ ζην, αλλά καταστρέφουν την ίδια τη ζωή τους. Έχουν την τάση να διακατέχονται ιδιαίτερα από το φόβο ότι οι θεοί θα τους τιμωρήσουν για τις άστοχες ενέργειές τους, αν όχι σ’ αυτή τη ζωή, σε μια ζωή μετά θάνατον. Έχουν την τάση να κατανοούν τα φυσικά φαινόμενα ως ενδείξεις θείας οργής, ως απειλές ή ως τιμωρίες. Η ηθική ζωή είναι αδύνατη για ένα άτομο παραδομένο σε τέτοιους φόβους. Ο σκοπός της επικούρειας φυσικής είναι να μας απαλλάξει από τους φόβους, έτσι ώστε να δημιουργήσει το ψυχολογικό πλαίσιο για την επικούρεια ηθική και για μια ζωή σύμφωνη μ’ αυτήν. Οι Στωικοί έχουν πολύ θετικότερη στάση απέναντι στη φυσική, και ιδιαίτερα το μέρος της φυσικής που καλείται «θεολογία», ακόμη κι αν θεωρούν αυτή τη γνώση καθαρά υποτελή στο στόχο της επίτευξης της πρακτικής σοφίας. Μαθαίνουμε από τη στωική φυσική ότι ο κόσμος κυβερνάται από μια ενυπάρχουσα σ’ αυτόν θεία, ορθολογική αρχή η οποία τον οργανώνει μέχρι τις μικρότερες λεπτομέρειές του, ώστε να είναι τέλειος. Γνωρίζουμε επίσης από τη στωική φυσική ότι είμαστε φτιαγμένοι έτσι ώστε να καθοδηγούμαστε φυσικά από το λόγο αρκείτε να προσεγγίζουμε το αγαθό, και ότι κατ’ αυτό τον τρόπο πρέπει κατά την εξέλιξή μας να αποκτήσουμε τις κατάλληλες πεποιθήσεις για το τι είναι αγαθό, κακό ή τίποτε από τα δύο. Στο φως αυτής της κατανόησης του κόσμου, η στωική ηθική θα μας πει τι είναι αγαθό, κακό ή τίποτε από τα δύο, τι αρμόζει να πράξουμε, αν μας κατευθύνει το ενδιαφέρον για το αγαθό, και πώς η καλή πράξη συνίσταται ακριβώς σε αυτό, δηλαδή στο να πράττουμε σωστά, επειδή νοιαζόμαστε για το αγαθό.
Αυτό που χαρακτηρίζει τον επικουρισμό και τον στωικισμό δεν είναι απλά η έμφαση στην ηθική, αλλά, εντός του χώρου της ηθικής, η φροντίδα για να παρασχεθεί πρακτική καθοδήγηση και η έμφαση στην ανάγκη να ασχοληθεί κανείς με πρακτικά ζητήματα. Θα προσπαθήσω να δώσω ορισμένα τουλάχιστον ενδεικτικά στοιχεία για τη φύση αυτής της φροντίδας και της έμφασης στην πράξη στην περίπτωση του στωικισμού. Οι Στωικοί επιστρέφουν στην ακραία νοησιαρχία του Σωκράτη. Αρνούνται την ύπαρξη άλογου τμήματος της ψυχής. Η ψυχή είναι πνεύμα ή λόγος. Τα περιεχόμενά της είναι εντυπώσεις ή σκέψεις, στις οποίες ο νους δίνει ή αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του. Δίνοντας τη συγκατάθεσή μας σε μια εντύπωση ασπαζόμαστε μια πεποίθηση. Οι επιθυμίες είναι απλώς πεποιθήσεις ενός ορισμένου είδους, το προϊόν της συγκατάθεσής μας στις αποκαλούμενες «αυθόρμητες εντυπώσεις» (ορμητικού φαντασίαι), εντυπώσεις όπως «αυτό είναι θαυμάσιο πράγμα για φαγητό». Η μεταγενέστερη έννοια του πειρασμού αναπτύσσεται ως έννοια ενός ιδιαίτερου είδους αυθόρμητης εντύπωσης. Επειδή ό,τι χάνουμε εξαρτάται από τις πεποιθήσεις μας, και ειδικότερα από τις επιθυμίες μας, ό,τι κάνουμε τελικά εξαρτάται από τις εντυπώσεις στις οποίες δίνουμε τη συγκατάθεσή μας. Υπάρχουν εντυπώσεις στις οποίες είναι δικαιολογημένο να δίνει κανείς τη συγκατάθεσή του. Έτσι, σε τελευταία ανάλυση υπάρχει μόνο ένας τρόπος κατά τον οποίο μπορούμε να σφάλλουμε ή να αμαρτάνουμε, δηλαδή με το να δίνουμε τη συγκατάθεσή μας σε μια εντύπωση χωρίς επαρκή δικαιολόγηση. Υπό αυτή την έννοια όλα τα αμαρτήματα είναι ίσης βαρύτητας. Αυτό που τα καθιστά τόσο καταστροφικά είναι πάντα το ίδιο: στηρίζονται στη συγκατάθεση σε μια εντύπωση που θα μπορούσε να είναι εσφαλμένη ή που συμβαίνει ακόμη και να είναι εσφαλμένη. Αλλά με δεδομένη τη λογική σχέση ανάμεσα σε όλες τις πεποιθήσεις, οποιαδήποτε εσφαλμένη πεποίθηση, όσο ασήμαντη και να φαίνεται, απειλεί να καταστρέψει τις αληθείς πεποιθήσεις που έχουμε ήδη διαμορφώσει και που είναι ασύμβατες με αυτήν, και κατά συνέπεια να μας στερήσει τη δυνατότητα να γίνουμε τέλεια ορθολογικοί ή σοφοί. Τώρα, ανάμεσα στις αυθόρμητες εντυπώσεις οι άνθρωποι έχουν την τάση να δίνουν αδικαιολόγητη συγκατάθεση σε εκείνες οι οποίες προκαλούν τα αποκαλούμενα πάθη ή παθήματα της ψυχής, όπως ο θυμός ή ο φόβος ή ο πόθος. Όλα τα πάθη προκύπτουν από την ψευδή πεποίθηση ότι κάτι είναι καλό ή κακό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε από τα δύο. Γιατί σύμφωνα με τη στωική άποψη, μόνο η σοφία ή η αρετή είναι κάτι αγαθό. Έτσι οποιοδήποτε πάθος συνυπάρχει με μια ψευδή πεποίθηση, ασύμβατη με μια θεμελιώδη αλήθεια της ηθικής, η κατοχή της οποίας συνιστά βασικό στοιχείο της σοφίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το φιλοσοφικό ενδιαφέρον για τη σοφία, έστω και μόνο στο βαθμό που αποτελεί απλά ένα γνωστικό ενδιαφέρον, συνεπάγεται την εκρίζωση κάθε πάθους, και προφανώς κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο υπόθεση ορθολογικής επιχειρηματολογίας. Η φιλοσοφική σοφία συνεπάγεται στην πράξη αδιαφορία για όλα τα πράγματα εκτός από τη σοφία και την αρετή. Αλλά το γεγονός αυτό και η άποψη για την ίση βαρύτητα όλων των αμαρτημάτων συνεπάγονται επίσης και το ότι όλα όσα κάνουμε απαιτούν το ίδιο είδος φροντίδας, για το πώς αρμόζει να πράττουμε, για το τι τρώμε, τι πίνουμε, πώς περπατάμε, πώς κοιμόμαστε, πώς ντυνόμαστε, πώς μιλάμε. Όλα όσα κάνουμε πρέπει να τα κάνουμε όπως επιτάσσει η σοφία. Υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο πρακτικής για έναν φιλόσοφο που νοιάζεται να αποκτήσει μια σταθερή και στέρεη γνώση των σημαντικών ζητημάτων του βίου. Για λόγους στους οποίους θα επανέλθουμε, αυτή η έμφαση στην πρακτική πλευρά της ταυτότητας του φιλοσόφου θα γίνει ακόμη ισχυρότερη στον ύστερο στωικισμό. Τείνουμε να πιστεύουμε πως αυτές οι φροντίδες αντανακλούν μια μη φιλοσοφική, καθόσον μη θεωρητική ή ακόμη και αντιθεωρητική στάση. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι, με δεδομένη τη στωική αντίληψη της φιλοσοφίας, έχουν κυρίως φιλοσοφικό χαρακτήρα, είναι, τελικά μεταξύ άλλων, φροντίδες για τη γνωστική κατάσταση του φιλοσόφου. Και οι Επικούρειοι και οι Στωικοί αναπτύσσουν τις απόψεις τους βασιζόμενοι στην υπόθεση ότι η ζωή μας εξαρτάται κατά καίριο τρόπο από την κατοχή των ορθών φιλοσοφικών πεποιθήσεων, των ορθών δογμάτων, σε ό,τι αφορά ορισμένα ζητήματα, όπως η ύπαρξη του Θεού, η θεία πρόνοια, η φύση της ψυχής, το αγαθό, τα πάθη της ψυχής. Υπό αυτή την έννοια, το να έχει κανείς ορθές πεποιθήσεις καταλήγει να αποτελεί φροντίδα, θέμα ανησυχίας, κατά τρόπο που δεν ήταν παλαιότερα. Αντίθετα, θα πρέπει να τονιστεί, έστω χωρίς εκτενή ανάλυση, ότι ο ακαδημεικός σκεπτικισμός του Αρκεσίλαου, του Καρνεάδη ή του Κλειτόμαχου υποδεικνύει μια ζωή που είναι σοφή, ακριβώς κατά το ότι είναι κτιστή, κατά το ότι μπορεί κανείς να τη ζήσει χωρίς δόγματα, χωρίς να τη συνδέει με πεποιθήσεις που έχουν γίνει δεκτές εκ των προτέρων, και κατά μείζονα λόγο με πεποιθήσεις άλλων ανθρώπων ή πεποιθήσεις κάποιας εξουσίας. Το να είναι κανείς δογματικός σημαίνει κατά κάποιο τρόπο να του λείπει η σκέψη. Το να είναι μη δογματικός, το να αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση προσπαθώντας να ανταποκριθεί σωστά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν σημαίνει διόλου έλλειψη σκέψης. Όπως και ο Σωκράτης, ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης δεν έγραψαν τίποτε. Δεν αναπτύσσουν καθόλου θεωρίες, δεν δεσμεύονται από καμιά φιλοσοφική θέση που θα έπρεπε μετά να υπερασπιστούν ή να υποστηρίξουν με επιχειρήματα. Και αυτοί λοιπόν, όπως και ο Σωκράτης, ανταποκρίνονται ελάχιστα στη συνηθισμένη μας αντίληψη του φιλοσόφου, και όμως θεωρούνταν από τους συγχρόνους τους φιλόσοφοι πρώτης τάξεως, κάτι που φαίνεται δίκαιο, ακόμη και με τα δικά μας κριτήρια φιλοσοφικής εκλέπτυνσης και ευρηματικότητας, για να μην αναφερθούμε στην ευφυΐα και τις επιχειρηματολογικές τους ικανότητες.
Ο σκεπτικισμός κλόνισε σοβαρά την αισιοδοξία με την οποία είχαν ξεκινήσει το εγχείρημά τους πολλοί φιλόσοφοι, με την ελπίδα ότι μια μέρα θα επιτύγχαναν να αποκτήσουν τη σοφία που είναι αναγκαία για το ευ ζην. Αλλά ακόμη και ανεξάρτητα από τις σκεπτικιστικές αμφιβολίες για τη δυνατότητα επίτευξης της σοφίας, όταν φτάνουμε στη μετάβαση από τον 2ο στον Ιο π.Χ. αιώνα, υπήρχαν αρκετοί λόγοι για να νιώθει κανείς απογοητευμένος από την τροπή που είχε πάρει η φιλοσοφία και από τα επιτεύγματα της. Δεν είχε οδηγήσει σε καμιά συναίνεση για την απάντηση όσων ερωτημάτων φαίνονταν να έχουν καίρια σημασία. Οι φιλόσοφοι, παρά τις προσπάθειές τους, δεν έδιναν την εντύπωση ότι προσέγγιζαν και οι ίδιοι την πραγμάτωση του ιδεώδους του ευ ζην περισσότερο από τους μη φιλοσόφους. Αντίθετα, συχνά έδειχναν να παίζουν με τις λέξεις, να χάνουν το χρόνο τους με άχρηστες λε- πτολογίες, να είναι υπερόπτες και φιλόδοξοι. Ο Οράτιος γράφει στον Λόλλιο (Επ. I, 2, 1-4) ότι διαβάζει τον Όμηρο, που είναι τόσο καλύτερος και σαφέστερος σε όσα μας λέει για το καλό και το κακό, για το ωφέλιμο και το βλαβερό, από ό,τι ο Χρύσιππος ή ο Κράντωρ. Ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς χλευάζει τις προσπάθειες των φιλοσόφων να μας πουν πώς θα πετύχουμε την αταραξία (Βελοποακά, σ. 5, εκδ. Diels-Schramm).
Υπάρχουν πολλές διαγνώσεις της κρίσης, οι οποίες υποδεικνύουν διαφορετικές η καθεμιά θεραπείες. Παρατηρείται πως η κρίση οφείλεται στην προσωπική ανεπάρκεια των φιλοσόφων, και αντίστοιχα πως απαιτείται προσωπική αναμόρφωση. Υποστηρίζεται ότι η ελληνιστική φιλοσοφία είναι ανεπαρκής, για παράδειγμα στην άρνησή της να αναγνωρίσει μια νοητή περιοχή που υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο και πως πρέπει να επιστρέψουμε στους αρχαίους φιλοσόφους. Εκφράζεται η άποψη ότι η φιλοσοφία της εποχής απλώς καθρεφτίζει τον διεφθαρμένο πολιτισμό και την κοινωνία της εποχής και πως πρέπει να επιστρέψουμε σε μια προγενέστερη, λιγότερο διεφθαρμένη περίοδο για την καθοδήγηση της θεώρησής μας του κόσμου και για μια ορθότερη αντίληψη για το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε, ίσως τόσο παλιά όσο ο Όμηρος και ο Ησίοδος.
Αυτές οι διαγνώσεις αποτελούν αφορμές διαμόρφωσης διαφορετικών τάσεων. Μια φανερή εξέλιξη, που επιδρά κατά πολύ στην αντίληψή μας της φιλοσοφίας και της πρακτικής της, είναι η επιστροφή σε αρχαίους φιλοσόφους, στον Πυθαγόρα, τον Εμπεδοκλή, τον Δημόκριτο, αλλά κυρίως στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και εδώ ειδικότερα στα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Αυτά έχουν μόλις εκδοθεί και αρχίζουν να σχολιάζονται. Η μελέτη της φιλοσοφίας, σε μεγάλο βαθμό και προοδευτικά όλο και περισσότερο, μετατρέπεται σε μελέτη ενός κανόνα φιλοσοφικών κειμένων. Προτείνονται και αναπτύσσονται νέες φιλοσοφικές ιδέες στο πλαίσιο του σχολιασμού κειμένων του κανόνα και των προβλημάτων που εγείρουν. Το γεγονός αυτό, όπως μπορούμε να δούμε από τις περιπτώσεις του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα, του Πορφύριου ή του Σιμπλίκιου, συχνά απαιτεί μεγάλο βαθμό λογιοσύνης η οποία εύκολα μετατρέπεται σε υποκατάστατο γνήσιας φιλοσοφικής σκέψης. Ήδη ο Σενέκας διαμαρτύρεται πως αυτό που κάποτε ήταν φιλοσοφία έχει μετατραπεί σε φιλολογία (Επ. 108, 23), διαμαρτυρία την οποία στη συνέχεια απαντάμε όλο και συχνότερα, όπως για παράδειγμα όταν ο Πλωτίνος αποκαλεί τον Λογγίνο φιλόλογο (Πορφ., Βίος Πλωτίνου 14, 19), παρόλο που, για να αποφύγουμε παρανοήσεις του όρου, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως, καθώς λέγεται, ο Ερατοσθένης ήταν ο πρώτος ο οποίος ήθελε να αποκαλείται φιλόλογος (Σουητώνιος, De grammaticis 10,4).
Μια άλλη σημαντική τάση ήταν εκείνη της προσωπικής αναμόρφωσης. Αυτή η τάση είναι εξαιρετικά περίπλοκη και τα ποικίλα κίνητρα στα οποία ανάγεται μπορούν εδώ να διακριθούν σε πολύ αδρές γραμμές. Ο Επίκτητος παραπονιόταν πως οι περισσότεροι από όσους αποκαλούνταν φιλόσοφοι ήταν φιλόσοφοι μόνο κατά το ότι έλεγαν πράγματα που περιμένουμε να λένε οι φιλόσοφοι, χωρίς να παίρνουν την πρακτική τους στα σοβαρά (Γέλλιος, Αττικές νύκτες, 17, 19, 1). Βέβαια, η άποψη του Επίκτητου σήμαινε εν μέρει πως από τη ζωή κάποιου έπρεπε να φαίνεται αν πίστευε και κατανοούσε πραγματικά αυτά που έλεγε ως φιλόσοφος, πως έπρεπε δηλαδή να υπάρχει συνέπεια μεταξύ φιλοσοφικής δοξασίας (και διδασκαλίας) και ζωής, κάτι που τονιζόταν επανειλημμένα εκείνη την εποχή. Αυτό στην πράξη ερμηνευόταν με δύο τρόπους: Οι Κυνικοί φαίνεται πως έτειναν να υποθέσουν ότι η φιλοσοφία στη θεωρία ισοδυναμούσε με λίγες απλές θέσεις, για παράδειγμα με τη θέση πως τίποτε δεν έχει σημασία εκτός από την αρετή. Η σύλληψη αυτών των θέσεων είναι εύκολη, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθούν στην πράξη, και η συμμόρφωση της ζωής με αυτές αποτελεί ηράκλειο έργο. Αντίθετα με ό,τι λέγεται συχνά, οι Στωικοί στα χρόνια που ακολούθησαν δεν πίστευαν διόλου ότι η φιλοσοφική θεωρία μπορούσε να αναχθεί σε λίγα θεωρήματα· ούτε αποθάρρυναν τη θεωρία· αποθάρρυναν το να χάνεται κανείς σε θεωρητικές λεπτομέρειες αντί να προσπαθεί να ζει ακολουθώντας μια πολύ περίπλοκη θεωρία στην πράξη. Σ’ αυτό επέμενε χαρακτηριστικά ο Επίκτητος και γι’ αυτό επαινούσαν τον Ευφράτη (Επίκτ. IV, 8, 17-20). Ο Ευφράτης σύμφωνα με την ίδια του την αφήγηση όπως την επαναλαμβάνει ο Επίκτητος (στο lSlo) θεωρούσε ότι είχε κάνει καλά όταν έκρυβε το ότι προσπαθούσε να γίνει φιλόσοφος, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί συναναστρεφόταν πάντα φιλοσόφους, ή ακόμη και συμβίωνε μαζί τους, αν δεν ήταν και ο ίδιος φιλόσοφος. Αλλά δεν ήθελε να αναγνωρίζεται ως φιλόσοφος από εξωτερικά σημάδια, όπως, για παράδειγμα, από την περιβολή του φιλοσόφου ή επειδή έλεγε πράγματα από εκείνα που λένε οι φιλόσοφοι, αλλά από τα έργα του. Και έτσι ασκούνταν στο να είναι φιλόσοφος, στο να σηκώνεται σωστά, να περπατάει σωστά, να τρώει και να πίνει σωστά. Αυτή η έμφαση στην πρακτική, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της ηθικής, σημάδεψε τη διαίρεση της στωικής ηθικής σε θεωρητικό και σε πρακτικό μέρος (Σενέκας, Επ. 89, 14) ιδιαίτερα αν δεχτούμε πως η μαρτυρία σχετικά με τον Εύδωρο (Στοβαίος, Εκ λ. II, 42, 13 κ.ε.) αντικατοπτρίζει τη στωική διδασκαλία. Αλλά το θέμα εδώ δεν είναι μόνο το να κάνει κανείς τη ζωή του να είναι συνεπής με τις αντιλήψεις του, κάτι φοβερά δύσκολο, αλλά και το να οργανώνει τη ζωή και τις διαθέσεις του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ανοιχτός στην αλήθεια και να μπορεί έτσι να φτάνει στη σωστή θεώρηση των πραγμάτων. Βρίσκουμε ασκητικές τάσεις ακόμη και στους Στωικούς του 1ου μ,Χ. αιώνα, για παράδειγμα στον Άτταλο ή τον Χαιρήμονα.
Ο ασκητισμός, όμως, ταίριαζε κατά φυσικότερο τρόπο με τις διάφορες μορφές πλατωνισμού. Εφόσον η ψυχή μπορεί να δει την αλήθεια μόνο όταν είναι ανεμπόδιστη, αν καταφέρει να απεμπλακεί από το σώμα και τις φροντίδες του, και δεδομένου ότι θα απαλλαγεί από τις συγχύσεις της μόνο αν πάψει να συγκεντρώνει την προσοχή της στο σώμα και τις ανάγκες του και δεν τις θεωρεί δικές της ανάγκες, αλλά στρέφει τη θέα της προς τα πάνω και συγκεντρώνεται στη σφαίρα του νοητού, ο ασκητισμός φαίνεται να είναι ακριβώς ο τρόπος να φέρει κανείς την ψυχή του σε θέση να δει την αλήθεια.
Οι φιλόσοφοι της ύστερης αρχαιότητας θεωρούσαν τους προγενέστερους φιλοσόφους, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αυθεντίες και τα έργα τους κλασικά. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τον Πλάτωνα, καθώς, κυρίως μετά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όλοι οι φιλόσοφοι σχεδόν χωρίς καμιά εξαίρεση ισχυρίζονταν πως ακολουθούσαν τον Πλάτωνα. Αλλά τι σήμαινε να ακολουθεί κανείς τον Πλάτωνα ως αυθεντία, και τι θεωρούσε κανείς πηγή αυτής της αυθεντίας; Το να ακολουθεί κανείς τον Πλάτωνα ως αυθεντία σήμαινε πως πίστευε ότι ο ίδιος ήταν αποκλεισμένος από κάθε άμεση πρόσβαση στην αλήθεια και τη σοφία, επειδή φαινόταν ότι ζούσε σε μια εποχή κατά την οποία οι προγενέστερες εμπνεύσεις και η σοφία των προηγούμενων χρόνων είχαν χαθεί από αμέλεια και εκφυλισμό- σήμαινε επίσης πως πίστευε ότι ο Πλάτων εξακολουθούσε να γνωρίζει την αλήθεια και έτσι ότι κανείς είχε τουλάχιστον έμμεση πρόσβαση σ’ αυτήν μέσα από την ανασυγκρότηση του στοχασμού του. Σε ό,τι αφορά την πηγή αυτής της αυθεντίας, δεν επικρατούσε η άποψη ότι ο Πλάτων είχε κατορθώσει να ανακαλύψει την αλήθεια επειδή ήταν τόσο εξαιρετικός φιλόσοφος· μάλλον γινόταν δεκτό, όπως βλέπουμε, για παράδειγμα, στον Νουμήνιο, ότι υπήρχε μια αρχαία σοφία, η οποία μπορούσε να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, στον Πυθαγόρα, και καθρεφτιζόταν στον Όμηρο, και στην οποία ο Πλάτων, ως άτομο με υγιή ψυχή και πνεύμα, έχοντας εργαστεί σκληρά για την τελείωση της διάνοιας του, εξακολουθούσε να έχει πρόσβαση. Μέσα από αυτή την προσέγγιση, τα έργα του Πλάτωνα κατέληξαν να έχουν το κύρος της Γραφής (πβ. Ωριγένης, Κατά Κέλσου VI, 17), και μάλιστα καθώς είναι προφανώς γραμμένα κατά τρόπο που απλώς υπαινίσσεται την αλήθεια και απαιτεί περίπλοκη ερμηνεία. Έτσι, η ανασυγκρότηση της σκέψης του Πλάτωνα δεν αντιμετωπιζόταν ως ανασυγκρότηση όσον είχε σκεφτεί ο ίδιος ο Πλάτων, αλλά μάλλον ως έργο ανασυγκρότησης -βασισμένης στα κείμενα του Πλάτωνα- της αληθινής φιλοσοφίας, που είχε υποστηριχθεί μεταξύ άλλων και από τον Πλάτωνα.
Εδώ πρέπει να κατανοήσουμε πως το να βασίζεται κανείς στην αυθεντία του Πλάτωνα κατά την ανασυγκρότηση της αληθινής φιλοσοφίας δεν σήμαινε πως έπαυε να πιστεύει ότι τα έργα του ήταν απλώς ένα μέσο για την επίτευξη της αλήθειας, η οποία στη συνέχεια θα καθιστούσε την αναφορά στον Πλάτωνα περιττή. Θα μπορούσε κανείς να πιστεύει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν κατά την ανασυγκρότηση της αληθινής φιλοσοφίας στηριζόταν, για παράδειγμα, στους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, θεωρώντας ότι έχουν θεϊκή έμπνευση. Έτσι, εξακολουθεί να γίνεται δεκτό πως η ανάπτυξη της κατάλληλης θεωρητικής κατανόησης της πραγματικότητας και η πρακτική αντιμετώπισή της, που βασίζεται σ’ αυτή την κατανόηση, συνιστούν καίρια στοιχεία του φιλοσοφικού εγχειρήματος, παρόλο που τα μέσα στα οποία μπορεί να προσφύγει κανείς για να επιτύχει την επιδιωκόμενη κατανόηση δεν αντιστοιχούν στην αντίληψή μας της φιλοσοφικής μεθόδου. Όμως η ίδια η άποψη την οποία διαμορφώνουν οι πλατωνιστές, ακολουθώντας τις παρατηρήσεις του Πλάτωνα στην Πολιτεία περί του Αγαθού ως ευρισκόμενου επέκεινα της ουσίας και της νοήσεως (Πολιτεία 509b), θέτει σε αμφισβήτηση το εγχείρημα της ορθολογικής κατανόησης της πραγματικότητας. Γιατί η πρώτη αρχή, μέσω της οποίας υποτίθεται ότι κατανοείται και εξηγείται το καθετί, τώρα φαίνεται να υπερβαίνει την κατανοησιμότητα. Και το γεγονός αυτό δεν επιδρά απλώς στην αντίληψη για τη φιλοσοφία, αλλά εγείρει το ερώτημα σε ποιο βαθμό η σοφία την οποία προσπαθούν να κατακτήσουν οι φιλόσοφοι μπορεί να επιτευχθεί χωρίς θεία συνεργασία, χάρη ή παρέμβαση, εφόσον η σύλληψη της πρώτης αρχής κείται πέραν της νοήσεώς μας.
Αυτό το ερώτημα ίσως τέθηκε για πρώτη φορά προς τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα από τον Απολλώνιο τον Τυανέα, τον πυθαγόρειο φιλόσοφο, ο οποίος επιδίωκε να αποκτήσει θεϊκά ή ιερά χαρακτηριστικά. Ο Φιλόστρατος στον Βίο Απολλώνιου (V, 37) παρουσιάζει τον Ευφράτη να συζητά με τον Απολλώνιο για την ίδια τη φύση της φιλοσοφίας. Ο Ευφράτης υποστηρίζει μια αντίληψη της φιλοσοφίας κατά φύσιν, δηλαδή μια φιλοσοφία που πηγάζει από τα μέσα που μας έχει διαθέσει η φύση για να επιτύχουμε την προσιτή σε εμάς σοφία, σε ιδανικές βέβαια περιπτώσεις. Και μας προειδοποιεί να φυλαγόμαστε από μια αντίληψη βασισμένη στην ιδέα της επίκλησης του Θεού (θεοκλντεΐν), η οποία επαφίεται σε μια λανθασμένη έννοια του θείου και οδηγεί όσους φιλοσόφους την υιοθετούν σε σοβαρές πλάνες. Φαίνεται, πράγματι, πως ο Απολλώνιος, όπως και ο οπαδός του ο Αλέξανδρος (πβ. Λουκιανός, Αλέξανδρος), είχε ενθαρρύνει την πίστη στις θαυματουργές του δυνάμεις και την ανάπτυξη μιας θρησκευτικής λατρείας (Ωριγένης, Κατά ΚέλσοννI, 41). Το γεγονός α\>τό τουλάχιστον υποδηλώνεται σε ποικίλες μαρτυρίες, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι ο Βίος Απολλώνιου του Φιλόστρατου, που γράφτηκε γύρω στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με αυτό το έργο, ο Απολλώνιος εξόρκιζε δαίμονες (VI, 29, 25, 27), ανάσταινε νεκρούς (VI, 10), γιάτρευε αρρώστους με θαυματουργό τρόπο (VI, 16), εμφανιζόταν κατά βούληση σε μακρινά μέρη (VI, 10, VIII, 10), είδε στην Έφεσο πως ο Δομιτιανός δολοφονούνταν στη Ρώμη (VIII, 26· πβ. Δίων Κάσσιος IX-VII, 18), και εμφανίστηκε μετά το θάνατό του σε έναν νέο που αμφέβαλλε για την αθανασία της ψυχής (VIII, 30-31). Ο Λουκιανός, ο ανώνυμος Επικούρειος του Ωριγένη, και ο Ευφράτης, υποθέτω (πβ. Ωριγένης, Κατά Κέλσου, VI, 41), πίστευαν πως ο Απολλώνιος ήταν αγύρτης, αλλά προφανώς αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία. Και βέβαια, φαίνεται να είναι ο πρώτος φιλόσοφος που γνωρίζουμε πως εισήγαγε στη φιλοσοφία τη θεουργία, δηλαδή την ιδέα ότι ορισμένες επικλήσεις, ίσως σε συνδυασμό με την κατάλληλη τελετουργική πρακτική, μπορούσαν να επιτύχουν να αποκαλυφθεί ο Θεός ή άλλα υποδεέστερα θεϊκά όντα ή ακόμη και δαίμονες, και να αποκαλύψουν και τη γνώση που κατείχαν. Η θεουργία, τουλάχιστον υπό μια ορισμένη έννοια, παίζει αποφασιστικό, θετικό ρόλο στην αντίληψη της φιλοσοφίας του Ιάμβλιχου και των οπαδών του. Εδώ όμως είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη κι αν κανείς αρνιόταν, ως φιλόσοφος, να καταφύγει στη θεουργία, ήταν πιθανό να πιστεύει πως αυτή παρείχε έναν μη φιλοσοφικό τρόπο επίτευξης της ίδιας σοφίας, της ίδιας γνώσης, η οποία απελευθερώνει και σώζει την ψυχή και μας παρέχει το ευ ζην. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό διότι υπονομεύει περαιτέρω τον ισχυρισμό των φιλοσόφων ότι δεν υπάρχει τρόπος να γίνει κανείς σοφός και αγαθός και να ζήσει μια καλή ζωή πέρα από τον φιλοσοφικό τρόπο απόκτησης της σοφίας. Αλλά βέβαια, αυτός ο ισχυρισμός είχε ήδη υπονομευτεί από καιρό από την υπόθεση μιας πρωταρχικής σοφίας, που ίσως αποτελούσε προϊόν έμπνευσης και την οποία οι φιλόσοφοι απλώς προσπαθούσαν να ανακτήσουν. Προξενεί εντύπωση το ότι οι παλαιοί ποιητές και οι μεγάλοι πολιτικοί και νομοθέτες, τουλάχιστον οι υποτιθέμενοι νομοθέτες της μυθικής εποχής, ξαναεμφανίζονταν μεταξύ των Στωικών, και μάλιστα, ακόμη και μεταξύ των πλατωνικών φιλοσόφων, για να διεκδικήσουν τίτλους σοφίας και έτσι να προ- καλέσουν σύγχυση για την έννοια της φιλοσοφίας, την οποία τόσο πολύ είχε προσπαθήσει να διασαφηνίσει ο Πλάτων, εν μέρει αρνούμενος τους ισχυρισμούς των ποιητών και των πολιτικών. Οι Στωικοί και οι Πλατωνικοί ερμήνευαν αλληγορικά τον Όμηρο και τον Ησίοδο και τους άλλους συγγραφείς. Υπήρχαν, ωστόσο, κι άλλοι τρόποι που υπονόμευαν την αξίωση της φιλοσοφίας να αποτελεί τη στενωπό που οδηγούσε στη σοφία, την αρετή και τη σωτηρία. Ο ισχυρισμός ότι μόνο ένας φιλόσοφος μπορούσε να είναι αγαθός μπορεί να γινόταν δεκτός αν προερχόταν από έναν Πλάτωνα, έναν Σωκράτη, έναν Ζήνωνα ή έναν Κλεάνθη στην Αθήνα, ιδίως αν δεν πρόβαλλαν τον ισχυρισμό πως ήσαν οι ίδιοι αγαθοί. Αλλά ένας Έλληνας φιλόσοφος από τις επαρχίες, από την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια ή την Πέργαμο, θα πρέπει να είχε πολύ θράσος για να πει σε έναν Ρωμαίο ύπατο, και πολύ περισσότερο στον αυτοκράτορα, ότι για να είναι κανείς αγαθός θα πρέπει να είναι φιλόσοφος. Το ότι μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο ότι «μόνο ο σοφός είναι βασιλιάς» είναι άλλο ζήτημα. Το θέμα είναι πως οι φιλόσοφοι έπρεπε να συμβιβαστούν και να προσαρμόσουν τις απόψεις τους στο γεγονός ότι αντιμετώπιζαν ανθρώπους με τεράστια εξουσία, συχνά με μεγάλη σοβαρότητα, ικανότητες και διαύγεια πνεύματος, κάποτε ακόμη και με μεγάλη μόρφωση, κάποτε και με φιλοσοφική μόρφωση, που δεν θα δέχονταν κατά κανένα τρόπο να τους πει ένας επαρχιώτης πως είχαν χάσει το δρόμο για την αγαθότητα, παρόλο βέβαια που μπορεί να ήταν έτοιμοι να επιδιώξουν τη συναναστροφή με τους φιλοσόφους οι ίδιοι ή για τα παιδιά τους.
Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε τουλάχιστον ότι, εξαιτίας πληθώρας παραγόντων, η θέση της φιλοσοφίας, ως επιτευγμάτων που μπορούσε να φτάσει όποιος ήταν πραγματικά μορφωμένος, έφτασε να αμφισβητείται σοβαρά, για παράδειγμα, στο όνομα της ρητορικής του είδους που καλλιεργούσαν οι αποκαλούμενοι «σοφιστές» της «Δεύτερης Σοφιστικής». Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες είναι οι εξής: ενώ σύμφωνα με την αριστοτελική αντίληψη της φιλοσοφίας, η φιλοσοφία περιλαμβάνει το σύνολο της θεωρητικής, αν όχι και το σύνολο της συστηματικής γνώσης, η επιμονή των μεταγενέστερων φιλοσόφων ότι θα πρέπει κανείς να δίνει έμφαση σε όσα χρειάζεται να γνωρίζει για να γνωρίζει πώς να ζει καλά δεν κάλυπτε μεγάλες περιοχές της γνώσης για τις οποίες θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως συμβάλλουν κατά κάποιο τρόπο στη μόρφωση και στην πνευματική καλλιέργεια. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τους κλασικούς, και συγκεκριμένα για την κλασική ποίηση, την ιστοριογραφία και τους ρήτορες, προερχόταν σε σημαντικό βαθμό από την ιδέα ότι αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο μάθαινε κανείς να εσωτερικεύει το πνεύμα των αρχαίων, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργούσε τον πολιτισμό, αναπτύσσοντας τις βασικές πεποιθήσεις και στάσεις των προγόνων του, όπως όφειλε να πράξει κάθε σωστός άνθρωπος. Επιπλέον, οι ίδιοι οι φιλόσοφοι είχαν στραφεί στη ρητορική. Ο Φίλων ο Λαρισσαίος, για παράδειγμα, είχε ενδιαφερθεί για τη ρητορική μέχρι του σημείου να τη διδάσκει. Αλλά και οι Στωικοί, όπως μεταξύ άλλων οι μαθητές του Μουσώνιου και οι μαθητές τους, έγιναν επιτυχημένοι ομιλητές, προφανώς επειδή επιθυμούσαν να γίνουν κατανοητοί από ένα μη φιλοσοφικό ακροατήριο. Έτσι ο Ευφράτης απέκτησε φήμη ως ρήτωρ. Ο Επίκτητος (Αιατρφαί, III, 15, 8) φαντάζεται ένα νεαρό άτομο που επιθυμεί να γίνει φιλόσοφος επειδή έχει ακούσει τον Ευφράτη να μιλάει. Αλλά, ρωτά ο Επίκτητος, ποιος μπορεί να μιλήσει σαν τον Ευφράτη; Τέτοιοι λόγοι, ή μάλλον κηρύγματα, θα μπορούσαμε να πούμε, φρόντιζαν να λάβουν υπόψη τους το ακροατήριο και τις ανάγκες του και έτσι απέφευγαν τα τεχνικά φιλοσοφικά σημεία, όπως επίσης απέφευγαν να βασίζονται σε υποθέσεις που δίχαζαν τις φιλοσοφικές σχολές. Τελικά, γινόταν δεκτό πως ένα ακροατήριο μπορούσε να πειστεί να πιστέψει κάτι με ασφάλεια χωρίς να χρειάζεται να περιμένει να συμφωνήσουν οι φιλόσοφοι πάνω σε κάποια τεχνικά ερωτήματα ή χωρίς να χρειάζεται να φοβάται πως η πεποίθηση την οποία ενστερνιζόταν μπορούσε να υποστηριχτεί μόνο αν κάποιος υιοθετούσε και άλλες πεποιθήσεις σχετικά με τις οποίες οι φιλόσοφοι διαφωνούσαν. Αλλά στο βαθμό που οι Στωικοί έκριναν ότι με αυτό το είδος ρητορικής παρείχαν πραγματική βοήθεια σε ένα ακροατήριο μη φιλοσόφων, θα μπορούσε να τους απαντηθεί ότι πλέον κάθε έξυπνο άτομο, εφόσον εκπαιδευόταν στη ρητορική, θα είχε την ικανότητα να φωτίσει ένα ευρύτερο ακροατήριο για ζητήματα πραγματικά σημαντικά γι’ αυτό, χωρίς να εμπλέκεται στην προσεκτική μελέτη ερωτημάτων για τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν οι φιλόσοφοι. Ακόμη, τα ερωτήματα με τα οποία ασχολούνταν οι φιλόσοφοι στα ρητορικά τους κείμενα είχαν σημαντική συνάφεια με ένα σύνολο ερωτημάτων για τα οποία μάθαινε κανείς να μιλά στις σχολές ρητορικής.
Αυτό όμως που πραγματικά άλλαξε το status της φιλοσοφίας ήταν η διάδοση του χριστιανισμού. Αλλά προτού φτάσουμε σε αυτό το θέμα, θα πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε ότι δεν ήταν διόλου προφανές εξαρχής ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Αυτό που μπορεί να έχει ήδη γίνει κατανοητό, για παράδειγμα από τη συζήτησή μας για τον Απολλώνιο τον Τυανέα, είναι ότι οι φιλόσοφοι, εκτός από τους Επικούρειους και τους Σκεπτικούς, και ιδιαίτερα οι Στωικοί και οι Πλατωνικοί, από τον Ιο π.Χ. αιώνα και μετά, ενδιαφέρονταν όλο και περισσότερο για ερωτήματα σχετικά με τον Θεό, τους θεούς, την ψυχή και τη μοίρα της ψυχής. Οι Πλατωνικοί τώρα, ξεκινώντας από μια παρατήρηση στον Θεαίτητο του Πλάτωνα (176b 1), θα υποστηρίξουν ότι ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής, ο στόχος στον οποίο αποβλέπουμε και προς τον οποίο κατευθύνουμε όλες τις δραστηριότητές μας, είναι η όμοίωσις θεω. Οι Περιπατητικοί και οι Στωικοί δεν χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα. Αλλά οι Περιπατητικοί συμμερίζονταν την άποψη ότι το ευ ζην ισοδυναμεί με θεϊκό βίο, στο μέτρο που συνίσταται σε ένα βίο θεωρητικής ενατένισης της αλήθειας και σε τελευταία ανάλυση ενατένισης του θεού, και ότι κατ’ αυτή την ενατένιση ταυτιζόμαστε με το αντικείμενο της σκέψης μας. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι Στωικοί κατέληξαν να αντιμετωπίζουν το τέλος του βίου και κατά συνέπεια και το βίο όλο και πιο πολύ με θρησκευτικούς όρους, το θάνατο ως την επιστροφή -σε ιδανικές περιπτώσεις- ενός καθαρμένου πνεύματος στη θεϊκή του πηγή. Όλα αυτά αντανακλούσαν μια νέα θρησκευτικότητα, που έγινε αισθητή σε μια αρχαία κοινωνία την οποία δεν ικανοποιούσαν πια οι παραδοσιακές δημόσιες λατρείες. Νέες λατρείες, «μυστηριακές θρησκείες», που προέρχονταν από την Ανατολή, σύντομα απέκτησαν πιστούς. Υπό αυτή την έννοια, η ανάπτυξη και η διάδοση του χριστιανισμού ήταν απλώς μέρος μιας ευρύτερης εξέλιξης, η οποία μετασχημάτισε την αρχαία κοινωνία. Όλες αυτές οι λατρείες προσπαθούσαν να αρθρώσουν μια άποψη της πραγματικότητας και της θέσης του ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν. Και για τη διαμόρφωση αυτής της άποψης βασίζονταν στη φιλοσοφία όλο και με μεγαλύτερη προθυμία, καθώς οι φιλόσοφοι από τον 1ο π.Χ. αιώνα και μετά φρόντιζαν να ανταποκριθούν στις νέες θρησκευτικές ανάγκες. Η θεολογία, από τα χρόνια του Αριστοτέλη, αποτελούσε ρητά αναγνωρισμένο τμήμα της φιλοσοφίας και τώρα, περισσότερο από ποτέ, γινόταν αντικείμενο μεγαλύτερης προσοχής από τους φιλοσόφους.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εύκολο να δούμε γιατί πολλοί από τους πρώτους χριστιανούς μπόρεσαν να θεωρήσουν τη χριστιανική διδασκαλία γενικά ως τη νέα αληθινή φιλοσοφία, και ιδιαίτερα τη χριστιανική θεολογία ως τη νέα αληθινή θεολογία που αντικαθιστούσε τη θεολογία των Στωικών, των Περιπατητικών και των Πλατωνικών. Στη Σούδα, ένα καθαρά ορθόδοξο βυζαντινό λεξικό, το λήμμα «φιλοσοφία» αρχίζει ως εξής: «η διόρθωση της ηθικής μας, συνοδευόμενη από ορθή πίστη, βασιζόμενη σε μια κατανόηση (γνώσει) που αναφέρεται στην πραγματικότητα. Ως προς αυτήν έσφαλαν οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι». Έτσι, υπήρχε η ελληνική φιλοσοφία, η ιουδαϊκή φιλοσοφία και η χριστιανική φιλοσοφία. Αυτό που διέκρινε τη χριστιανική φιλοσοφία ήταν ότι δεν βασιζόταν στην πίστη, αλλά στην αληθινή γνώση.
Ορισμένοι από τους πρώτους χριστιανούς φιλοσόφους ήταν φιλόσοφοι που είχαν μεταστραφεί στον χριστιανισμό ή άτομα που είχαν κάποια φιλοσοφική εκπαίδευση. Ο Πανταίνος, ο ελάχιστα γνωστός πρόδρομος του Κλήμη και του Ωριγένη στην Αλεξάνδρεια, ήταν στωικός φιλόσοφος. Ο Ιουστίνος ήταν Πλατωνικός. Μετά τη μεταστροφή του οδηγείται στην παρουσίαση του χριστιανισμού ως της αληθούς φιλοσοφίας (πβ. το Διάλογο II, I) και συνεχίζει να θεωρεί πως ασκεί τη φιλοσοφία εξηγώντας και αναπτύσσοντας τη χριστιανική διδασκαλία και στρέφοντας άλλους στον χριστιανισμό. Λέει.«Αληθινά, η φιλοσοφία είναι το σπουδαιότερο απόκτημα και εκτιμάται ως το πολυτιμότερο πράγμα από τον Θεό. Αυτή μόνη μάς οδηγεί στον Θεό και μας ενώνει μαζί Του, και αληθινά όσιοι είναι εκείνοι που προσηλώνουν το πνεύμα τους στη φιλοσοφία». Παρόμοια άποψη βρίσκουμε στον Κλήμη. Οι χριστιανοί Πατέρες θα μιλήσουν επανειλημμένα για τη χριστιανική διδασκαλία ως την αληθινή φιλοσοφία και για τους εκφραστές της ως φιλοσόφους.
Αν λάβουμε υπόψη την αντίληψη για τη φιλοσοφία κατά την ύστερη αρχαιότητα, δεν θα πρέπει να νομίσουμε πως αυτός ο ισχυρισμός δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά. Είναι βέβαια αλήθεια ότι οι χριστιανοί στηρίζονταν στην αυθεντία για τις πεποιθήσεις τους, ακόμη και στην αυθεντία της αποκεκαλυμμένης ή εμπνευσμένης αλήθειας. Όμως αυτό δεν τους διέκρινε από τους ειδωλολάτρες φιλοσόφους. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, οι Πλατωνικοί μπορούσαν να μεταχειρίζονται το κείμενο του Πλάτωνα σαν να επρόκειτο για τη Γραφή. Ήταν πρόθυμοι να βασιστούν σε αυτά που θεωρούσαν εμπνευσμένα κείμενα, τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, τα Ορφικά ποιήματα ή ακόμη και τον Όμηρο. Πράγματι, μπορούσαν ακόμη να στραφούν στην ίδια τη Γραφή. Ο Ωριγένης τουλάχιστον μάς λέει ότι ο Νουμήνιος δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί ρήσεις των Προφητών και να τις ερμηνεύει (Κατά Κέλσον I, 15). Μας λέει ακόμη (στο ίδιο, IV, 51) ότι ο Νουμήνιος συχνά στα κείμενά του στηριζόταν στον Μωυσή και τους Προφήτες, ερμηνεύοντας τα λεγόμενό τους. Στο ίδιο χωρίο αποδίδεται στον Νουμήνιο η ερμηνεία μιας ιστορίας για τον Ιησού. Ο Κλήμης (Στρωμ. I, 150, 4) και ο Ευσέβιος (Ευαγγελική προπαρασκευή XI, 10, 14) αναφέρουν πως ο Νουμήνιος έλεγε: «Τι άλλο είναι ο Πλάτων παρά ο Μωυσής που μιλά την αττική διάλεκτο;».
Αν ο Νουμήνιος ήταν ο πιο σημαντικός πρόδρομος του Πλωτί-νου, ο Αμέλιος ήταν ένας από τους δύο πιο σημαντικούς του μαθητές. Και ο Ει»σέβιος (Ευαγγελική προπαρασκενή XL 19, 1 κ.ε.) παραθέτει ένα χωρίο από τον Αμέλιο, στο οποίο ο Αμέλιος φαίνεται να αναφέρεται στην αρχή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνάμε ότι, παρόλο που οι χριστιανοί θεολόγοι βασίζονταν στην αυθεντία, φαίνεται πως είχαν υποθέσει, τουλάχιστον αρχικά, ότι η κατανόηση στην οποία οδηγούνταν από την αυθεντία ήταν μια φιλοσοφική κατανόηση που σε τελευταία ανάλυση καθιστούσε περιττή τη στήριξη στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Η εξάρτηση του Ωριγένη από τη Γραφή είναι εντυπωσιακή, αλλά και στην περίπτωση του Ωριγένη και σε εκείνη του Αυγουστίνου, τουλάχιστον του Αυγουστίνου της πρώτης περιόδου, η θεολογική άποψη στην οποία καταλήγουμε και ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίζεται φαίνεται να μοιάζει κατά πολύ με κάποια φιλοσοφική θέση που στηρίζεται σε φιλοσοφικές βάσεις, και δεν βλέπω κανένα λόγο να μη θεωρήσουμε τον Ωριγένη φιλόσοφο, σύμφωνα με την αντίληψη της αρχαιότητας.
Τώρα, ακριβώς όπως η ειδωλολατρική φιλοσοφία κατά την ύστερη αρχαιότητα αντιπροσωπευόταν στο ένα άκρο του φάσματος από φιλοσόφους σαν τον Πλωτίνο και στο άλλο άκρο από Κυνικούς σαν αυτούς που περιφέρονταν ζητιανεύοντας, και όλοι οι χριστιανοί δεν συμμερίζονταν τις απόψεις του Ωριγένη για τη φιλοσοφία. Υπήρχαν και οι μοναχοί που είχαν μια μάλλον διαφορετική αντίληψη της αληθινής σοφίας. Και έτσι δεν μας προξενεί κατάπληξη το ότι οι χριστιανοί κατέληξαν να χρησιμοποιούν τη λέξη «φιλόσοφος» για να αναφερθούν σε μοναχούς και να θεωρούν τη μοναστική ζωή ως πραγματικά φιλοσοφική ζωή (πβ. Μέγας Βασίλειος, Ασκητικοί Διατάξεις 5, Γρηγ. Νύσσης, Βίος Μακρινής, 411, 12). Και πάλι νομίζω ότι θα ήταν μεγάλο σφάλμα να μην πάρουμε και αυτό το γεγονός στα σοβαρά. Αν, για παράδειγμα, αναλογιστούμε την περιγραφή των Ουσιών από τον Φίλωνα ή την περιγραφή των Αιγυπτίων ιερέων από τον Χαιρήμονα, που βασίζονταν και οι δύο σε μια φιλοσοφική αντίληψη του σοφού, και που παρανοήθηκαν και οι δύο ως αναφερόμενες σε ιστορικούς προδρόμους του μοναχισμού, συνειδητοποιούμε πόσα οφείλει ο μοναχισμός της πρώτης περιόδου στους Κυνικούς, τη στωική έμφαση στην εσωτερική ζωή και την προσήλωση στο Αγαθό, και συχνά σε μια πλατωνική κοσμοθεώρηση, σύμφωνα με την οποία «η σωτηρία απαιτούσε την απόσυρση από τα εγκόσμια, τη στροφή στο εσωτερικό της ψυχής και την ανάβαση μέσω της ψυχής, νοούμενης ως κλίμακας, στην πηγή της». Την αρχαία εποχή, ακόμη και οι ειδωλολάτρες θα είχαν καταλάβει αμέσως ότι ο βίος του μοναχού είναι φιλοσοφικός βίος. Έμοιαζε μάλλον με έναν τρόπο του να παίρνει κανείς στα σοβαρά την ιδιότητα του φιλοσόφου.
Βέβαια φαίνεται πως οι πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, προσελκύονταν από την ιδέα ότι μια φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου στο φως της αποκάλυψης θα έσωζε την ψυχή και θα οδηγούσε στη ζωή που επαγγελλόταν η θρησκεία τους. Αλλά ο Ωριγένης, για παράδειγμα, παρά τις τεράστιες θεολογικές του προσπάθειες, σαφέστατα απέρριπτε αυτή την αριστοκρατική ιδέα, που έχει τόσα κοινά στοιχεία με την άποψη την οποία βρίσκουμε στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ότι δηλαδή η αληθινή σοφία και κατά συνέπεια το ευ ζην είναι διαθέσιμα μόνο για τους λίγους εκείνους που διαθέτουν τις φυσικές, και συγκεκριμένα τις διανοητικές ικανότητες, και την κατάλληλη ανατροφή, αλλά ακόμη περισσότερα κοινά στοιχεία με ορισμένες αντιλήψεις των Γνωστικών, σύμφωνα με τις οποίες μόνο λίγοι εκλεκτοί καλούνται να αποκτήσουν την περίτεχνη και θεωρητική σοφία που σώζει τον άνθρωπο. Για τον Ωριγένη, αυτό που σώζει είναι η ικανότητα, διαθέσιμη σε όλους, να εμμένει κανείς στην πίστη στον Χριστό, όπως αποκαλύπτεται στην ενσάρκωσή Του, και μέσω Αυτού, στον Θεό. Πράγματι η επίκληση του Χριστού δεν θεωρείται εναλλακτική λύση σε σχέση με τη φιλοσοφία, αλλά ως η μόνη οδός προς το ευ ζην, καθώς, αν επικαλεστούμε τον Χριστό, ο Θεός με την αγαθότητά του θα παράσχει τη χάρη, η οποία μας επιτρέπει να εμμένουμε στην αληθινή μας πίστη. Παρ’ όλα αυτά ο Ωριγένης υιοθετεί και την ισχυρή άποψη ότι εκείνοι οι οποίοι έχουν δεχτεί το δώρο της πίστης καλούνται να ενσωματώσουν την πίστη τους και τα διδάγματα της Εκκλησίας σε μια σαφώς διαμορφωμένη αντίληψη της πραγματικότητας, του είδους που οι φιλόσοφοι πάντοτε προσπαθούσαν να μας παράσχουν, η οποία ελέγχεται από το λόγο και καθιστά την πίστη μας κατανοητή. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο (Εκκλ. ιστορία VI, ί9, 7), ακόμη και ο Πορφύριος δεν μπορούσε να βρει ψεγάδι στις φιλοσοφικές και ιδιαίτερα στις λογικές απόψεις του Ωριγένη.
Όμως, αφότου κυριάρχησε η άποψη ότι η σωτηρία ήταν θέμα απλής πίστης μάλλον παρά φιλοσοφικής σύλληψης της αλήθειας της, και αφότου οι χριστιανοί έφτασαν να αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία οποιοδήποτε εγχείρημα όπως αυτά τα οποία αναλάμβανε ο Ωριγένης, αφότου θεώρησαν ότι ήταν ασφαλέστερο να δέχονται με δέος τα «μυστήρια» της πίστης, ακόμη κι αν αυτά τα ίδια τα μυστήρια ήταν στην αφετηρία τους απλώς φιλοσοφικά διαμορφωμένες συλλήψεις της πίστης, το φιλοσοφικό εγχείρημα έχασε τη θέση του στη ζωή μέσα σε μια χριστιανική κοινωνία, έχασε το κίνητρο που είχε αποτελέσει την κύρια δύναμη που το προ- κάλεσε: τη σκέψη ότι το ευ ζην ήταν μια ζωή σοφίας, και ότι αυτή η σοφία έπρεπε να αποκτηθεί μέσα από τη φιλοσοφική θεωρία και πρακτική. Αυτό το οποίο καθοδηγούσε τη ζωή ήταν πια η θρησκευτική πίστη μάλλον παρά η φιλοσοφική πίστη, και αυτό που χρειαζόταν ήταν η θρησκευτική και η θρησκευτικά παρακινημένη ηθική πρακτική μάλλον παρά η φιλοσοφική πρακτική. Και αυτό σήμαινε ότι οι φιλόσοφοι μπορούσαν να συνεχίσουν να παράγουν θεωρίες για τον κόσμο, ή ακόμη και για το πώς θα έπρεπε να πράττουμε, αλλά αυτές οι θεωρίες δεν θεωρούνταν πια αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή μας. Αν συγκρούονταν με τη θρησκευτική πίστη έπρεπε να εγκαταλειφθούν. Η θέση τους στη ζωή είχε αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενδεχόμενη σύγκρουση, τελικά γινόταν δεκτό πως δεν ήταν καταρχήν ικανές να πάρουν τη θέση στο κέντρο της ζωής μας την οποία υποστηριζόταν ότι σωστά κατελάμβανε η θρησκευτική πίστη και η τήρηση θρησκευτικών κανόνων. Δεν μπορούμε εδώ να συζητήσουμε την τεράστια μετατόπιση που είχε επέλθει. Αλλά αντανακλάται στο γεγονός ότι μέχρι τις μέρες μας, στη συνηθισμένη ηθική σκέψη μας και στη φιλοσοφική μας ηθική, φαίνεται πως δεν υπάρχει παρά μικρή ή και καθόλου θέση για την άσκηση της θεωρητικής σοφίας ως συστατικού του ευ ζην και πως η αρετή μοιάζει να ταυτίζεται με καταπληκτική ευκολία με την ηθική αρετή, σαν να ήταν ηθικά αδιάφορη η θεωρητική σοφία.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η φιλοσοφία περιορίστηκε σε μια θεωρητική άσκηση, χωρίς την οποία μπορούσε κανείς να ζήσει καλά και να μη φοβάται για τη ζωή ή την ψυχή του, μια άσκηση που, στην καλύτερη περίπτωση, είχε περιθωριακή σχέση με τη ζωή μας. Αλλά είναι σφάλμα να νομίσουμε ότι απλώς επειδή η ιστορία πήρε αυτή την τροπή η καλή φιλοσοφία πρέπει να είναι κάτι που σε τελευταία ανάλυση είναι άσχετο με τη ζωή μας, με τη ζωή αυτών με τους οποίους ζούμε και με τη ζωή μας μαζί τους, και με τη ζωή των κοινοτήτων και των κοινωνιών μας. Και ασφαλώς θα ήταν λάθος να προβάλουμε στους αρχαίους την αντίληψή μας για τη φιλοσοφία ως του ακαδημαϊκού εγχειρήματος ανάπτυξης φιλοσοφικών θεωριών.
Όσα ανέφερα είχαν ως αφορμή κυρίως ένα ιστοριογραφικό, μεθοδολογικό ενδιαφέρον. Θέλησα να τονίσω ότι ένα μεγάλο μέρος της αρχαίας φιλοσοφίας απλώς χάνεται από τη ματιά μας, αν μελετήσουμε την αρχαία φιλοσοφία μονάχα από τη σκοπιά του σύγχρονου φιλοσόφου με τη σύγχρονη του αντίληψη της φιλοσοφίας και του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος. Αλλά ελπίζω επίσης πως αν δώσουμε προσοχή σε αυτό που αλλιώς εξαφανίζεται από τη θεώρησή μας βρίσκουμε μια αντίληψη ή μάλλον αντιλήψεις της φιλοσοφίας οι οποίες από πολλές απόψεις ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα στις προσδοκίες που ενέπνεαν πολλούς από μας όταν αποφασίσαμε να γίνουμε φιλόσοφοι. Είναι μάλλον απίθανο να πιστεύαμε ότι κάποια άλλη ειδική, τεχνική μελέτη υψηλού επαγγελματικού επιπέδου, όπως για παράδειγμα μια εργασία πάνω στη φιλοσοφική ανάλυση των υποθετικών λόγων, θα ήταν η επάξια εκπλήρωση των προσδοκιών στις οποίες είχαμε ολόψυχα αφιερώσει τη ζωή μας. Φυσικά το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε την τεράστια παιδευτική αξία μιας τέτοιας εμπνευσμένης και διαφωτιστικής εργασίας υψηλού επαγγελματικού επιπέδου για τη φιλοσοφική ανάλυση των υποθετικών λόγων.
Πήρε πολύ καιρό μέχρις ότου οι απόπειρες για τον πορισμό τέτοιων απαντήσεων να οδηγήσουν στην καθιέρωση μιας πρακτικής και ενός γενικού εγχειρήματος ή συστηματικής μάθησης που να τις παρέχει. Αλλά από τη στιγμή που καθιερώθηκε η μάθηση της φιλοσοφίας, κατέληξε με φυσικό τρόπο να ανταποκρίνεται σε δύο διαφορετικά είδη απαιτήσεων, στις εξωτερικές, που αρχικά οδήγησαν στη γέννηση της φιλοσοφικής πρακτικής, αλλά και σε εσωτερικές απαιτήσεις σύμφυτες προς αυτή την πρακτική και σχετικές με το τι συνιστά μια αποδεκτή ή καλή πρακτική σύμφωνα με τους όρους αυτής της μάθησης. Και τα δύο είδη απαιτήσεων ή αναγκών εγγυόνταν ότι η μάθηση της φιλοσοφίας θα μεταβαλλόταν μέσα στο χρόνο. Καθώς θα εξελισσόταν ο πολιτισμός, οι εξωτερικές απαιτήσεις θα άλλαζαν, και μαζί τους η μάθηση στο βαθμό που συνέχιζε να ανταποκρίνεται σ’ αυτές. Αλλά και οι εσωτερικές απαιτήσεις θα επέβαλλαν την αλλαγή. Νέες απαντήσεις θα έθεταν νέα ερωτήματα και οι απαντήσεις σ’ αυτά μπορεί να επέβαλλαν αναθεώρηση των απαντήσεων στα αρχικά ερωτήματα. Έτσι, η φιλοσοφική πρακτική θα μεταβληθεί μέσα στο χρόνο κατά περίπλοκο τρόπο, και μάλιστα εφόσον τα δύο είδη απαιτήσεων ή αναγκών μπορούν να βρεθούν σε διάσταση ή και σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Πράγματι, από τη στιγμή που η μάθηση ανέπτυξε μια δική της δυναμική ή και δική της ζωή και πέτυχε ένα βαθμό αυτονομίας, όσοι την ασκούσαν μπορούσαν να ξεχνούν λίγο πολύ τις εξωτερικές ανάγκες που τη γέννησαν.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η φιλοσοφία αλλάζει σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Δεν αλλάζουν απλώς τα ερωτήματα και οι απαντήσεις, αλλάζουν και οι απαιτήσεις που θέτουν σε δοκιμασία τις αποδεκτές απαντήσεις, οι οποίες αλλάζουν με τη σειρά τους. Μάλιστα, αλλάζει ανεπαίσθητα η όλη σύλληψη του εγχειρήματος, καθώς οι φιλόσοφοι προσπαθούν να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες εξωτερικές ανάγκες και τις μεταβαλλόμενες εσωτερικές απαιτήσεις. Και η μεταβαλλόμενη αυτή γενική σύλληψη, ασφαλώς, επιδρά στη φιλοσοφική τους πρακτική.
Τώρα, όταν μελετάμε την αρχαία φιλοσοφία, καθοδηγούμαστε στη μελέτη μας από τη σύγχρονη σύλληψη του φιλοσοφικού εγχειρήματος. Αυτό μας κάνει να παραβλέπουμε εύκολα το ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι που μελετάμε είχαν μια πολύ διαφορετική σύλληψη της φιλοσοφικής τους δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, οδηγούμαστε, ακόμη και στις ιστορίες της αρχαίας φιλοσοφίας, σε μια πολύ διαστρεβλωμένη εικόνα αυτού που έκαναν και αυτού που έλεγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Αν, για παράδειγμα, ανατρέξουμε σε σύγχρονες μελέτες προκειμένου να αντλήσουμε πληροφορίες για τον Ευφράτη, τον Απολλώνιο τον Τυανέα και τον Δίωνα της Προύσας, μόλις που θα βρούμε κάποιες αναφορές στα ονόματά τους, κι αυτό ίσως μόνο για να αμφισβητηθεί αν ήταν πράγματι φιλόσοφοι. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται διόλου ότι μπορεί να υποστηριχθεί πως ήταν οι πιο φημισμένοι και σεβαστοί φιλόσοφοι της εποχής τους, στα τέλη του 1ου και τις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα. Σκοπός των παρατηρήσεων που ακολουθούν είναι να σκιαγραφήσουν σε πολύ αδρές γραμμές τι ιδέα είχαν οι αρχαίοι για τη φιλοσοφία και τους θεράποντές της.
Το θέμα είναι τεράστιο. Έτσι, το μόνο που θα εξετάσω λεπτομερώς είναι πώς οι ίδιοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονταν τη φιλοσοφία. Και εδώ θα πρέπει κανείς να ξεκινήσει συζητώντας τη φυσική παρουσία των φιλοσόφων στον αρχαίο κόσμο για να δούμε πόσο πιθανό ήταν να συναντήσει κανείς φιλοσόφους και να έχει άποψη γι’ αυτούς από πρώτο χέρι. Αλλά επειδή οι αρχαίοι φιλόσοφοι στην αντίληψή τους για τη φιλοσοφία είχαν επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό και ανταποκρίνονταν στην αντίληψη και τις προσδοκίες που είχε το ευρύ κοινό για τους φιλοσόφους και τη φιλοσοφία, θέλω να ασχοληθώ λίγο με το τι ιδέα είχαν γενικά οι αρχαίοι για τους φιλοσόφους και τη φιλοσοφία. Για να είμαι πιο ακριβής, θέλω τουλάχιστον να σκιαγραφήσω τα θέματα με τα οποία θα έπρεπε κανείς να ασχοληθεί για να σχηματίσει μια λεπτομερή και ισορροπημένη περιγραφή της εικόνας που είχε η αρχαία κοινωνία για τους φιλοσόφους. Μια τέτοια περιγραφή θα πρέπει ίσως να ξεκινήσει με το ερώτημα πώς οι φιλόσοφοι κατά την αρχαιότητα εμφανίζονταν στο κοινό. Θα πρέπει κανείς να επισημάνει ότι περίπου έως το 100 π.Χ. οι φιλόσοφοι αποτελούσαν κατ’ ουσίαν αθηναϊκό φαινόμενο. Η Αθήνα ήταν ο τόπος όπου βρίσκονταν οι σπουδαιότεροι φιλόσοφοι, εδώ βρίσκονταν οι φιλοσοφικές σχολές, εδώ συνέρρεαν από όλη τη Μεσόγειο όσοι φιλοδοξούσαν να γίνουν φιλόσοφοι. Σχηματίζουμε μια ιδέα των σχετικών αριθμών όταν μαθαίνουμε ότι ο Θεόφραστος, για παράδειγμα, είχε περίπου 2.000 μαθητές (Διογ. Λαέρτ., Biol Φίλοσό- φωνΝ, 37). Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για τον αριθμό των μαθητών που χονδρικά είχε ο Θεόφραστος καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς διδακτικής του δραστηριότητας, και ότι ο Θεόφραστος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, βλέπουμε ότι στην αρχή του 3ου αιώνα Περιπατητικοί, Ακαδημεικοί, Επικούρειοι και Στωικοί μαζί με τους μαθητές τους στην Αθήνα πρέπει κάθε φορά να αριθμούνταν σε αρκετές εκατοντάδες. Μόνο μετά το 100 π.Χ. βρίσκουμε όλο και περισσότερους φιλοσόφους σε άλλες σημαντικές πόλεις, ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, μέχρις ότου τελικά, στα χρόνια της αυτοκρατορίας, θα τους συναντήσουμε σε όλες τις σημαντικές πόλεις, στη Σμύρνη, την Αντιόχεια ή το σημερινό Μιλάνο. Θα πρέπει επίσης να συζητήσουμε ποια ήταν η εξωτερική εμφάνιση των φιλοσόφων, πώς έβγαζαν το ψωμί τους και πώς ζούσαν, για παράδειγμα, αν και κατά πόσο συμμετείχαν ενεργά στη δημόσια ζωή. Ως προς αυτό θα πρέπει α παρατηρήσουμε ότι κυρίως κατά την ύστερη αρχαιότητα οι φιλόσοφοι μπορούσαν συχνά να αναγνωριστούν ως φιλόσοφοι από την εμφάνισή τους. Η ιδιότητά τους γινόταν διακριτή ή πιστευόταν ότι γίνεται διακριτή από τον τρόπο που χτένιζαν τα μαλλιά τους και κούρευαν τα γένια τους καθώς και από τα ρούχα που φορούσαν, τα οποία δήλωναν την αδιαφορία τους για την πολυτέλεια ή ακόμη και για οποιαδήποτε εξωτερικά αγαθά, την αδιαφορία τους για τις συμβάσεις ή το σεβασμό τους γι’ αυτές, τη μετρημένη ζωή τους ή και τον ασκητισμό τους. Ένα παράδειγμα αυτής της αντίληψης παρέχεται από μια ιστορία που διηγείται ο Αύλος Γέλλιος (Αττικές νύκτες IX, 1 κ.ε.) και διαδραματίζεται στην Αθήνα περί τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Σε έναν περίπατό του στην πόλη, ο Ηρώδης ο Αττικός συναντά κάποιον που φορούσε πανωφόρι (pallium), τον περιβόητο «φιλοσοφικό τρίβωνα»: είχε μακριά μαλλιά και γενειάδα που του έφτανε μέχρι τους βουβώνες. Ο άνθρωπος τον πλησιάζει και ζητά λίγα χρήματα για ψωμί. Όταν ο Ηρώδης τον ρωτάει τι δουλειά κάνει, αυτός απαντά με επιτιμητικό τόνο ότι ο καθένας μπο ρεί να δει πως είναι φιλόσοφος.
Το χωρίο υπαινίσσεται ότι το να φαίνεται κανείς σαν φιλόσοφος δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας φιλόσοφος. Αναμφίβολα, υπήρχαν πολλοί που απλώς παρίσταναν τους φιλοσόφους ζητιανεύοντας. Το γεγονός όμως ότι ο ζητιάνος της ιστορίας μας μπορεί να μην είχε περάσει με επιτυχία κάποια εξέταση στη φιλοσοφική θεωρία δεν θα συνιστούσε επαρκή τρόπο να ελέγξουμε αν ήταν απατεώνας. Μπορεί να ήταν φιλοσοφική του πεποίθηση ότι η καλή ζωή δεν απαιτεί κάποια περίπλοκη φιλοσοφική θεωρία, αλλά την ικανότητα να εμμένει κανείς σε λίγες σαφείς και απλές αλήθειες, για παράδειγμα, στην αλήθεια ότι μόνο το αγαθό έχει σημασία, στην αλήθεια ότι δεν θα ’πρεπε να νοιαζόμαστε για ό,τι δεν έχει σημασία, και στην αλήθεια ότι γι’ αυτόν το λόγο όλες σχεδόν οι συνήθεις μέριμνές μας έχουν λάθος στόχο. Και μπορεί να νόμιζε ότι η ζητιανιά ήταν ένας καλός τρόπος για να αποκτήσει την ικανότητα να εμμένει σε αυτές τις πεποιθήσεις, καθώς και ένας καλός τρόπος για να ζει σύμφωνα μ’ αυτές. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης είναι ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε ότι δεν πέρασε πολύς καιρός προτού πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη γεμίσουν από μοναχούς, που μπορεί να ήταν ή να μην ήταν αφοσιωμένοι στη μοναστική ζωή, που μπορεί να πίστευαν ή να μην πίστευαν πως αυτό που είχε σημασία ήταν η ικανότητα να εμμένει κανείς στην πίστη του σε λίγες σαφείς και απλές αλήθειες, και που μπορεί να νόμιζαν ότι η ζητιανιά και μερικές φορές η απίστευτα εκκεντρική συμπεριφορά - πράγματα που καθιστούσαν αδύνατο να τους σεβαστεί κανείς και να τους πάρει στα σοβαρά - αποτελούσαν εξαιρετικούς τρόπους για να θεραπευτεί η ψυχή από κάθε τάση έπαρσης.
Έτσι, θα ήταν επίσης σοβαρό λάθος να συμπεράνει κανείς από την επαιτεία του ότι ο ζητιάνος της ιστορίας μας ήταν φτωχός ή ότι προερχόταν από φτωχή οικογένεια ή πολύ περισσότερο ότι οι φιλόσοφοι ήταν γενικά φτωχοί. Φαίνεται, αντιθέτως, ότι οι φιλόσοφοι γενικά προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες. Αλλά επειδή ο Σωκράτης τόνιζε τόσο πολύ το γεγονός ότι οι σοφιστές εισέπρατταν χρήματα για τη διδασκαλία τους, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι φιλόσοφοι έβρισκαν τρόπο να παρακάμπτουν την αμηχανία που σχετίζεται με την είσπραξη χρημάτων, ερμηνεύοντας τη σχέση τους με τους οπαδούς τους ως φιλία όπου οι φίλοι έχουν κοινά τα υπάρχοντά τους, για παράδειγμα τα χρήματά τους. Οι φιλόσοφοι μπορεί επίσης να είναι αυτοί που ανακάλυψαν την έννοια της «τιμητικής χορηγίας» (honorarium), μικρού τιμήματος σε αναγνώριση μιας υπηρεσίας που δεν μπορεί να εκτιμηθεί σε χρήμα. Βέβαια, πολλοί φιλόσοφοι προφανώς δεν είχαν ενδοιασμούς να εισπράττουν δίδακτρα, ιδίως αν ήταν επίσης πρόθυμοι να διδάξουν δωρεάν όσους δεν είχαν να πληρώσουν. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι περισσότεροι φιλόσοφοι που ήταν αρκετά σημαντικοί ώστε να συγκεντρώνουν ακροατήριο φαίνεται πως είχαν σκεφτεί ότι το να είσαι φιλόσοφος συνιστούσε δημόσια δραστηριότητα, τουλάχιστον υπό τη μορφή της διδασκαλίας, εντελώς ανεξάρτητη από οποιαδήποτε χρηματική ανταμοιβή. Παρόλο που ένα μέρος της διδασκαλίας, κυρίως αργότερα, παρέμενε κλειστό στο ευρύτερο κοινό, από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα ήταν ανοιχτό, ή ακόμη, τουλάχιστον κατά την ύστερη αρχαιότητα, απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στο πλατύ κοινό. Ο Αριστόξενος, στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των Αρμονικών του, αφηγείται την ιστορία που, όπως λέει, συνήθιζε να αφηγείται ο Αριστοτέλης για τον Πλάτωνα, όταν δίδασκε για το Αγαθό. Πολλοί πήγαιναν να ακούσουν τον Πλάτωνα νομίζοντας ότι θα μιλούσε για πλούτη, υγεία, δύναμη ή για κάποια θαυμαστή ευδαιμονία, και απογοητεύονταν φοβερά όταν το μάθημα κατέληγε να αφορά τα μαθηματικά με αποκορύφωμα τον ισχυρισμό ότι το αγαθό είναι το εν. Το μάθημα εξακολουθεί να αποτελεί αίνιγμα και αντικείμενο διαμάχης των ειδικών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι το ακροατήριο του Πλάτωνα προφανώς δεν το αποτελούσε μια μικρή ομάδα φιλοσόφων και μαθητών που δεν θα εκπλήσσονταν από την εξέλιξη που έπαιρνε το μάθημά του, αλλά και ότι σ’ αυτό το σημείο υπάρχει ήδη μια διάσταση ανάμεσα στις εξωτερικές ανάγκες, όπως τις αντιλαμβανόταν το κοινό, το οποίο ήθελε να ακούσει τον Πλάτωνα να μιλάει για το αγαθό, και τις εσωτερικές απαιτήσεις που κάνουν τον Πλάτωνα να πει για το αγαθό εκείνο που θεωρεί ότι θα έπρεπε κανείς ως φιλόσοφος να πει γι’ αυτό, ανταποκρινόμενος έτσι σε μια εξωτερική ανάγκη που κατ’ αρχάς προκάλεσε και το διδακτικό του εγχείρημα, αλλά κατά τρόπο που είχε μικρή χρησιμότητα για την κοινότητα στο σύνολό της. Αυτό μας φαίνεται ελάττωμα, αν και καταλαβαίνουμε ότι οι φιλόσοφοι, για να τα καταφέρουν με τη δουλειά τους, δεν είναι πάντοτε ικανοί να μεταφράζουν τις απαντήσεις τους σε κάτι που το κοινό να μπορεί να αντιληφθεί ως εξωτερική ανάγκη, κυρίως επειδή η δουλειά τους συχνά δεν ανταποκρίνεται πια ευθέως, ίσως ούτε καν εμμέσως, σε μια τέτοια ανάγκη. Κατά την ύστερη αρχαιότητα όμως υπήρχε και η άποψη, τουλάχιστον μεταξύ των Πλατωνικών, ότι ο Πλάτων και τα μέλη της ύστερης Ακαδημίας όχι μόνο είχαν μια απόκρυφη διδασκαλία, αλλά και ότι ο φιλόσοφος δεν θα έπρεπε να αποκαλύπτει τα βαθύτερα μυστικά της πραγματικότητας, τα μυστήρια θα λέγαμε, παρά μόνο σε εκείνους που είναι έτοιμοι να τα δεχτούν και να τα κατανοήσουν. Ακόμη και ο Πλωτίνος, που δεν συμμεριζόταν ιδιαίτερα τις περισσότερες από τις λιγότερο ελκυστικές απόψεις των συγχρόνων του, λέγεται ότι είχε συμφωνήσει μυστικά με τον Ερέννιο και τον Ωριγένη να μην αποκαλύψουν τη διδασκαλία του δασκάλου τους Αμμώνιου στα γραπτά του. Η λεπτομέρεια του πυθαγόρειου θρύλου ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν πάρει όρκο να μην αποκαλύψουν πυθαγόρειες θεωρίες είναι μέρος του ίδιου γενικού φαινομένου. Αλλά, παρόλο που υπάρχουν μαρτυρίες ότι ήδη κατά τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα τα μαθήματα διαιρούνταν σε πιο τεχνικές διαλέξεις για φιλοσόφους ή για όσους ήθελαν να γίνουν φιλόσοφοι, και σε διαλέξεις για το ευρύ κοινό, η διαίρεση αυτή απλώς απηχούσε τις δυσκολίες να ανταποκριθεί κανείς στις ανάγκες ενός ακροατηρίου, δυσκολίες στις οποίες φαίνεται να αναφέρεται ο Θεόφραστος σε ένα απόσπασμα γράμματος που παραθέτει ο Διογένης ο Λαέρτιος (V, 37). Δημιουργείται η εντύπωση ότι ορισμένοι φιλόσοφοι όπως ο Θεόφραστος ή ο Στωικός Αρίστων (Διογ. Ααέρτ. VII, 182), ο επονομαζόμενος «Σειρήνα», προσέλκυαν μεγάλα λαϊκά ακροατήρια. Για να κατανοήσουμε τον στωικισμό των αυτοκρατορικών χρόνων και τη διαστρεβλωμένη εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν όταν του αποδίδουμε εξωθεωρητικό ή ακόμη και αντιθεωρητικό χαρακτήρα, πρέπει να προσέξουμε ότι πολλοί Στωικοί της ύστερης περιόδου, όπως ο Μουσώνιος και ο Ευφράτης, φαίνεται να έχουν καλλιεργήσει το είδος μαθήματος που απευθύνεται σε κυρίως μη φιλοσοφικό κοινό σε τέτοιο σημείο ώστε να προκαλούν την εσφαλμένη εντύπωση, βασιζόμενη στις μαρτυρίες σχετικά με αυτή τη μη τεχνική διδασκαλία, πως όσα έλεγαν σ’ αυτές τις διαλέξεις αντανακλούσαν το πλήρες εύρος των φιλοσοφικών τους ενασχολήσεων.
Σε ό,τι αφορούσε το αν θα έπρεπε κανείς να αναμειχθεί στη δημόσια ζωή, με την έννοια της συμμετοχής στην πολιτική ζωή της κοινότητας, οι φιλόσοφοι είχαν διιστάμενες απόψεις. Το ίδιο το επάγγελμά τους σε κάποιο βαθμό εμπόδιζε κάτι τέτοιο, εφόσον αναζητούσαν κέντρα πνευματικής ζωής και φιλοσοφικής δραστηριότητας, και σχεδόν ποτέ δεν ήταν πολίτες της κοινότητας στην οποία ζούσαν. Ακόμη όμως και όταν ήταν πολίτες, δίσταζαν πολύ να αναμειχθούν άμεσα στην ενεργό πολιτική, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε ήδη στην περίπτωση του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Από την άλλη πλευρά, ένας σημαντικός αριθμός φιλοσόφων, κατά την ελληνιστική όσο και τη ρωμαϊκή εποχή, ανέπτυσσαν σχέσεις με όσους είχαν πολιτική δύναμη, με το σκεπτικό προφανώς ότι θα τους ζητούσαν τη συμβουλή τους. Υπάρχει μια μακρά παράδοση όχι μόνο φιλοσόφων που δίνουν πολιτικές συμβουλές αλλά και φιλοσόφων ως συμβούλων ηγετών, μια παράδοση που υιοθετήθηκε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, αλλά και από τη Στοά. Και πολλοί φιλόσοφοι, από την εποχή του Σωκράτη (βλ. Ξενοφών, Απομνημονεύματα, I, 6, 15) και του Πλάτωνα και μετά, θεωρούσαν έργο τους να εκπαιδεύουν άλλους για τη δημόσια ζωή.
Για να σχηματίσουμε μια εικόνα του πώς το κοινό έβλεπε τους φιλοσόφους, θα πρέπει να σκεφτούμε τις προτομές και τους ανδριάντες φιλοσόφων που ανακαλύφθηκαν από αρχαιολόγους, και που τόσο διαφωτιστικά εξετάζει ο Paul Zanker στο πρόσφατο έργο του Die Maske des Socrates (αγγλική μετάφραση, Berkeley, 1995). Μας λένε πολλά για την αντίληψη που είχε το κοινό για τους φιλοσόφους, και καθώς πολλά από αυτά τα αγάλματα είχαν στηθεί σε δημόσιους χώρους ή και από δήμους αντανακλούν και ορισμένες προσδοκίες που είχε το κοινό από τους φιλοσόφους: για παράδειγμα, ότι η ζωή τους συνιστούσε πρότυπο χρηστότητας, ιδιαίτερα για τη νεολαία, και ότι θα προέτρεπαν τους νέους να ζήσουν ως καλοί πολίτες. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας οι κοινότητες συχνά μίσθωναν φιλοσόφους για να διδάξουν τους νέους, και περηφανεύονταν για το ότι είχαν διακεκριμένους φιλοσόφους ανάμεσά τους.
Θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε πώς η δημόσια εικόνα του φιλοσόφου αντανακλάται στη λογοτεχνία. Από αυτή την άποψη ο Λουκιανός αποτελεί αστείρευτη πηγή πληροφοριών. Από τον Λουκιανό μαθαίνουμε, για παράδειγμα, για την εκτίμηση την οποία έφτασε να απολαμβάνει στην Αθήνα ένας άλλος κυνικός, ο Δημώναξ (Δημώνακτος βίος 394-5). Αξιωματούχοι του παραχωρούσαν τη θέση τους για να καθίσει, κι ο λαός σιγούσε όταν εμφανιζόταν. Προς το τέλος της ζωής του μπορούσε να μπαίνει απρόσκλητος σε οποιοδήποτε σπίτι επιθυμούσε για να φάει ή να κοιμηθεί, και οι ένοικοι αισθάνονταν ευλογία σαν να τους είχε επισκε- φθεί κάποιος αγαθός δαίμων. Οι αρτοπώλες συναγωνίζονταν για το ποιος θα του πρωτοπροσφέρει δωρεάν φρέσκο ψωμί. Όταν πέθανε, όλοι οι Αθηναίοι πήγαν στην κηδεία του.
Αλλά ο Λουκιανός μπορούσε παράλληλα και να γελοιοποιεί την προσποίηση και τη ματαιοδοξία των φιλοσόφων, την εμμονή τους σε παράλογα ερωτήματα και επιχειρήματα, τις σοφιστείες τους (βλ., για παράδειγμα, το έργο του Βίων πράσις). Υπήρχε αρκετή δυσφορία για τις συνεχείς διαφωνίες των φιλοσόφων επί όλων σχεδόν των ερωτημάτων, όσο μακρινά και φαινομενικά άσχετα κι αν ήταν, και οπωσδήποτε για την αποτυχία τους να συμφωνήσουν σε ερωτήματα για τα οποία θα ήλπιζε κανείς πως θα μπορούσε να στραφεί σ’ αυτούς για να τον καθοδηγήσουν.
Θα πρέπει κανείς να προσέξει πως οι βασιλείς των ελληνιστικών χρόνων και κατοπινοί εξέχοντες Ρωμαίοι, ακόμη και αυτοκράτορες, ήθελαν να περιλαμβάνουν φιλοσόφους στην ακολουθία τους, ίσως ως μέλη του συμβουλίου τους. Αλλά θα πρέπει επίσης να προσέξει πως οι αυτοκράτορες επανειλημμένα εξόρισαν φιλοσόφους από τη Ρώμη. Πρέπει ακόμη να ληφθούν υπόψη αρκετές αυτοκρατορικές διατάξεις που αφορούσαν τους φιλοσόφους. Με λίγα λόγια, υπάρχει πληθώρα μαρτυριών που θα πρέπει να εξεταστούν, αν θέλουμε να μάθουμε ποιες ήταν γενικώς οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τη φιλοσοφία. Όμως, ακόμη κι αν κανείς ενδιαφέρεται απλώς για την αντίληψη που είχαν οι ίδιοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της δημόσιας εικόνας του φιλοσόφου με την οποία είχαν ανδρωθεί και με την οποία βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση. Και γι’ αυτόν το λόγο, το ιδεώδες θα ήταν να έχουμε σαφή αντίληψη της δημόσιας εικόνας του φιλοσόφου για να προσεγγίσουμε το ειδικότερο θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ.
Για να έρθουμε επιτέλους στην αντίληψη για τη φιλοσοφία που έχουν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι, είναι ίσως καλύτερο να ξεκινήσουμε με τον όρο «φιλόσοφος» και τα ομόρριζά του. Ο όρος ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια επιθέτων, που τότε χρησιμοποιούνταν και ως ουσιαστικά, και τα οποία σχηματίζονταν από το «φίλο» και κάποιο ουσιαστικό. Ο σχηματισμός αυτός ήταν πολύ συνηθισμένος κατά τα τέλη του 5ου προς τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τα επίθετα χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν κάποιο άτομο στη ζωή του οποίου η έννοια που δηλώνεται από το ουσιαστικό παίζει σημαντικό ρόλο ως αντικείμενο θετικής φροντίδας. Έτσι «φιλότιμος» είναι εκείνος που ενεργεί υποκινούμενος σε σημαντικό και εντελώς ασυνήθιστο βαθμό από τη φροντίδα για τιμή. Αντίστοιχα, φιλόσοφος θα ήταν εκείνος που σε ό,τι κάνει και στο πώς ζει επηρεάζεται σε ασυνήθιστο βαθμό από τη φροντίδα για τη σοφία. Αλλά προφανώς, μπορεί κανείς να νοιάζεται ιδιαίτερα για τη σοφία χωρίς να είναι φιλόσοφος, χωρίς να αποτελεί μέλος μιας διακριτής, αναγνωρίσιμης ομάδας ανθρώπων οι οποίοι αποκαλούνται «φιλόσοφοι» και ασχολούνται με μια διακριτή δραστηριότητα που καλείται «φιλοσοφία». Πράγματι, στις πρώτες μαρτυρημένες χρήσεις της η λέξη «φιλόσοφος» και οι ομόρριζές της δεν φαίνεται να αναφέρονται σε μια διακριτή ομάδα ανθρώπων και μια διακριτή ασχολία στην οποία συμμετείχαν. Αν ο Κλήμης (Στρωματείς V, 141, ΙΙορφύριος, Περί αποχής εμψύχων II, 49) αναφέρει σωστά τη ρήση του Ηράκλειτου (Β35 ΟΚ), ο Ηράκλειτος έλεγε πως όσοι, επιθυμούν να γίνουν σοφοί (φιλόσοφοι άνόρες) πρέπει να αναζητούν τη γνώση (Ίστορες) σε πολλά πράγματα. Είναι σαφές από τα αποσπάσματα 40 και 129 ότι ο Ηράκλειτος δεν πιστεύει πως το να ξέρει κανείς πολλά πράγματα (πολυμαθίη) από μόνο του κάνει κάποιον σοφό, οπωσδήποτε όμως, υποστηρίζει, δεν θα γίνει κανείς σοφός, αν δεν μπει στον κόπο -κάτι που δεν κάνουν συνήθως οι άνθρωποι- να φροντίσει να μάθει για πολλά πράγματα. Ούτε ο Ηρόδοτος (I, 30) έχει τη φιλοσοφία κατά νου όταν βάζει τον Κροίσο να λέει στον Σόλωνα ότι πρέπει να ταξιδεύει σε μακρινές χώρες φιλοσοφέων, από αγάπη για τη γνώση. Ο Σόλων δεν ταξιδεύει για δουλειές ή ως πρεσβευτής πολιτικών υποθέσεων. Επιδίδεται στην ιστορία του είδους που συνιστά ο Ηράκλειτος σε όσους θέλουν να γίνουν σοφοί, προσπαθώντας να μάθουν ποια είναι η αλήθεια για άλλα μέρη του κόσμου και άλλα έθνη, τα ήθη και τους θεσμούς τους και τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνουν τα πράγματα. Ούτε ο Θουκυδίδης έχει την πρόθεση να εμφανίσει τον Περικλή να λέει στον Επιτάφιό του (II, 40) ότι οι Αθηναίοι είναι φιλόσοφοι, όταν τον βάζει να λέει ότι οι Αθηναίοι διακρίνονται μεταξύ των Ελλήνων για τη φροντίδα τους για τη σοφία (φιλοσοφοῦμεν).
Συναντάμε τη λέξη φιλόσοφος με τη μεταγενέστερη γνωστή χρήση της, αναφερόμενη σε φιλοσόφους, για πρώτη φορά στους πλατωνικούς διαλόγους. Η λέξη και οι ετυμολογικά συγγενείς της απαντούν εκεί με τέτοια συχνότητα ώστε μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε πως ο όρος πρέπει να πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά τα τέλη του 5ου αιώνα και ίσως να είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Σωκράτη. Οπωσδήποτε, από τον Σωκράτη και μετά ο όρος φιλόσοφος αποκτά πολύ συγκεκριμένο νόημα που πηγαίνει πολύ πέρα από την αόριστη ιδέα ενός προσώπου που νοιάζεται ιδιαίτερα για τη σοφία. Τουλάχιστον από τον Σωκράτη και μετά οι φιλόσοφοι έχουν μια καθορισμένη αντίληψη της φιλοσοφίας, η οποία περιλαμβάνει τις παρακάτω προϋποθέσεις:
(α) Η σοφία είναι ένα είδος γνώσης που είναι τουλάχιστον η αποφασιστική αναγκαία, αν όχι επαρκής συνθήκη για την καλή ζωή. Έτσι, το να είναι κανείς φιλόσοφος δεν συνίσταται απλώς στο να επιδεικνύει ασυνήθιστη φροντίδα για τη σοφία· η σοφία για τον φιλόσοφο γίνεται φροντίδα που υπερνικά και πρέπει να υπερνικά κάθε άλλη φροντίδα, εφόσον η σοφία είναι το μόνο πράγμα χωρίς το οποίο δεν υφίσταται καλή ζωή. Ο Σωκράτης είναι και από αυτή, όπως και από άλλες απόψεις, ο παραδειγματικός φιλόσοφος. Ο Σωκράτης ήταν περιβόητος διότι άφηνε τη φροντίδα του για τη σοφία να υπερνικά τη φροντίδα του για το επάγγελμά του, για την οικογένεια του και τελικά για τη ζωή του. Αν σκεφτούμε πόσο δύσκολο είναι να είναι κανείς σοφός, η κυρίαρχη φροντίδα για τη σοφία αφήνει μικρά περιθώρια για άλλες ασχολίες. Σε ιδανικές περιπτώσεις όντως μετασχηματίζει τη ζωή στο σύνολό της. Δεν θα μπορούσε κανείς ως φιλόσοφος να επιδίδεται στη φιλοσοφία ως επάγγελμα ή ως ένα από τα πολλά ενδιαφέροντά του. Το να ακολουθεί κανείς τη φιλοσοφία ως επαγγελματική σταδιοδρομία θα σήμαινε ότι επιδίδεται σ’ αυτήν για να εξυπηρετήσει κάποιο απώτερο σκοπό, ενώ δεν υπάρχει απώτερος σκοπός πέρα από την καλή ζωή, και η φιλοσοφία είναι το μέσο για την επίτευξή της. Και η σοφία απαιτεί μια απόλυτα αφοσιωμένη προσπάθεια διά βίου. Αξίζει να επισημανθεί ότι αν ψάχνουμε να βρούμε φιλοσόφους στην αρχαιότητα που εμφανώς εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους και για άλλες ασχολίες, θα βρούμε λίγα παραδείγματα, και όλα τους μπορούν να αποδοθούν σε κάποιους ιδιαίτερους λόγους. Ίσως η πιο εντυπωσιακή περίπτωση είναι ο Θεμίστιος, που δεν ήταν μόνο ρήτορας αλλά και φιλόσοφος, επιφανές μέλος της συγκλήτου στην Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα ο πρώτος συγκλητικός που ανέλαβε πολιτικές αποστολές. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι αναγκάζεται σε διάφορους λόγους του να υπερασπιστεί τη δραστηριότητά του αυτή απέναντι στην κατηγορία ότι είναι ασύμβατη με την ιδιότητά του ως φιλοσόφου. Είναι προφανές ότι ο Θεμίστιος τουλάχιστον προσπαθεί να παρουσιάσει τον εξέχοντα δημόσιο ρόλο του ως κατεξοχήν φιλοσοφικό. Προσπαθεί να εφαρμόσει τη φιλοσοφία στις υποθέσεις της πόλης και της αυτοκρατορίας, υπενθυμίζοντας στους αυτοκράτορες, για παράδειγμα, το ρόλο του αυτοκράτορα ή υπερασπιζόμενος την ανεξιθρησκία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γαληνός. Αλλά και ο Γαληνός είχε περίπλοκες απόψεις για το πώς η ιατρική πείρα και η φιλοσοφική γνώση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες.
(β) Εκτός από το ότι η σοφία είναι κυρίαρχη φροντίδα για έναν φιλόσοφο, ο φιλόσοφος θα πιστεύει, μέχρι τα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας, οπότε η πίστη του θα αμφισβητηθεί από τους χριστιανούς και από άλλους, ότι ο μόνος τρόπος να φροντίζει κανείς για τη σοφία έτσι ώστε να γίνει σοφός είναι ο τρόπος του φιλοσόφου. Αυτές οι δύο υποθέσεις μαζί ισοδυναμούν με τον υπόρρητο ισχυρισμό ότι για να πετύχει κανείς το ευ ζην, για να γίνει καλός άνθρωπος, για να σωθεί, πρέπει να γίνει φιλόσοφος. Αυτό πίστευαν και οι φιλόσοφοι από τον Σωκράτη και μετά. Διέφεραν στο πώς όριζαν τη σοφία, στο κατά πόσο θεωρούσαν ότι η σοφία ήταν μόνο αναγκαία ή επίσης και επαρκής συνθήκη για την καλή ζωή και στο πώς κάποιος ως φιλόσοφος θα αγωνιζόταν να την κατακτήσει. Κατ’ αυτό τον τρόπο διέφεραν ως προς την αντίληψή τους για το φιλοσοφικό εγχείρημα. Για να είμαστε πιο ακριβείς, από τον Σωκράτη και μετά μπορούμε να ανιχνεύσουμε με κάθε λεπτομέρεια την εξέλιξη της αντίληψης για τη φιλοσοφία, καθώς οι φιλόσοφοι κατέληγαν να διαμορφώσουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη φύση της σοφίας για την οποία μιλάμε και τον τρόπο επίτευξής της. Αλλά προτού εξετάσουμε αυτό το ζήτημα, πρέπει να επιστρέψουμε, τουλάχιστον για λίγο, στους ΙΙροσωκρατικούς.
Τείνουμε, με κάποιο δισταγμό, να δεχτούμε ότι η φιλοσοφία ξεκινά με τον Θαλή και τους Μιλήσιους. Το ίδιο έκαναν ήδη ο Αριστοτέλης και η αρχαία δοξογραφία που ήταν εξαρτημένη από τον Αριστοτέλη. Δεν χρειάζεται όμως να πει κανείς ότι αυτός ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν αναδρομικής ανάγνωσης της ιστορίας· χάρη κυρίως στην εκ των υστέρων προσέγγιση μπορούμε να δούμε ότι ο Θαλής ξεκίνησε μια παράδοση η οποία στη συνέχεια συνετέλεσε στη διαμόρφωση της μάθησης που αργότερα έγινε γνωστή ως φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα, στον Αριστοτέλη και μόνο ανήκει η μάλλον προκατειλημμένη, μονόπλευρη και μη αντιπροσωπευτική άποψη που, για παράδειγμα, εκφράζεται στα Μετά τα φυσικά, σύμφωνα με την οποία ο Θαλής εμφανίζεται τόσο πειστικά ως υποψήφιος για τον τίτλο του πρώτου φιλοσόφου. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η σοφία είναι θεωρητική σοφία, η οποία είναι πρωτίστως υπόθεση σύλληψης των έσχατων αρχών της πραγματικότητας, και ο Θαλής και οι διάδοχοί του, σαν να οδηγούνταν από την ίδια την αλήθεια, κινούνταν αργά στην κατεύθυνση της αριστοτελικής θέσης για τις αρχές της πραγματικότητας. Θα ήταν όμως προφανώς αφελές να σκεφτεί κανείς ότι ο Θαλής ξεκίνησε να ιδρύσει μια νέα μάθηση, ή ότι έθεσε από την αρχή ως σκοπό του εγχειρήματος του να εντοπίσει τις έσχατες αρχές της πραγματικότητας, βάζοντας έτσι τα θεμέλια μιας νέας μάθησης. Μεταξύ πολλών άλλων, προσπάθησε και να αναπτύξει μια νέα εξήγηση, και ως κάποιο σημείο ένα νέο είδος εξήγησης για την προέλευση του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε. Αλλά αυτό το εννοεί κατά τρόπο ακόμη ασαφή και συγκεχυμένο, ως τμήμα μιας γενικότερης προσπάθειας, σαν συνέχεια κατά κάποιο τρόπο των άλλων του δραστηριοτήτων.
Πρέπει όντως να θέσουμε στον εαυτό μας το γενικό ερώτημα: ως ποιο σημείο αυτοί τους οποίους έχουμε καταλήξει να ονομάζουμε προσωκρατικούς φιλοσόφους θεωρούσαν οι ίδιοι και θεωρούνταν και από τους συγχρόνους τους ότι απαρτίζουν μια δια- κριτή ομάδα αφοσιωμένη σε μια διακριτή δραστηριότητα που αργότερα θα γίνει γνωστή ως «φιλοσοφία»; Αυτό που θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς είναι το ότι μέχρι και τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα δεν υπήρχε καν λέξη για τον «φιλόσοφο». Έχουμε ήδη δει ότι ο όρος «φιλόσοφος» άρχισε να χρησιμοποιείται ακριβώς για να προσδιορίσει τους φιλοσόφους πριν από τον Πλάτωνα. Είναι αλήθεια ότι οι αρχαίοι, αν συνέβαινε να μιλήσουν για την προέλευση των όρων φιλόσοφος και φιλοσοφία, τους απέδιδαν στον Πυθαγόρα (Διογ. Λαέρτ., Πρόλογος 12, Κικέρων, Tusculanae Disputationes V, 8-9). Αλλά ως προς αυτό βασίζονταν σαφώς σε ένα χωρίο από χαμένο έργο του Ηρακλείδη του Ποντικού, του οπαδού του Αριστοτέλη. Και ο Ηρακλείδης δεν στήριζε την αναφορά του σε κάτι περισσότερο από μια ιστορία για τον Πυθαγόρα, που ήταν φανερά τμήμα του ήδη διαδιδόμενου θρύλου του Πυθαγόρα. Ούτε όμως υπήρχε κάποιος άλλος όρος που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει τους φιλοσόφους. Ο Διογένης Λαέρτιος (Πρόλογος 12) δείχνει να κατανοεί κάπως το πρόβλημα που τίθεται, έστω και αν εσφαλμένα δεχτούμε ότι ο Πυθαγόρας εισήγαγε τον όρο «φιλόσοφος». Ο Διογένης λέει πως οι φιλόσοφοι ονομάζονταν «σοφοί» ή «σοφιστές». Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι από τους Προσωκρατικούς, όπως ο Θαλής, αποκαλούνταν «σοφοί», και μάλιστα συγκαταλέγονταν στον κανόνα των Επτά Σοφών. Όμως αυτό δεν συνέβαινε με όλους, αλλά και όσοι αποκαλούνταν έτσι μοιράζονταν την τιμητική τους επωνυμία με άλλους - ποιητές, ραψωδούς, νομοθέτες και πολιτικούς. Επιπλέον, οι φιλόσοφοι δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρήσουν τους εαυτούς τους σοφούς. Υπήρχε και η χρήση του όρου «σοφιστής», που αναφερόταν σε κάποιον ο οποίος με τις ατομικές του προσπάθειες είχε αποκτήσει το δικαίωμα να ισχυρίζεται πως κατέχει κάποιου είδους σοφία. Εφόσον η σοφία έτεινε να θεωρείται υπόθεση μακράς και συχνά επίπονης εμπειρίας, ως μια ιδιότητα που αποκτούσε κανείς χάρη στην ικανότητά του να μαθαίνει και να παρατηρεί, ο όρος αυτός μπορούσε να προσλάβει αρνητικό νόημα μεταξύ όσων υποστήριζαν ότι υπήρχε σύντομος δρόμος για τη σοφία, ίσως ακόμη και ότι η σοφία ήταν κάτι που μπορούσε να αποκτηθεί εύκολα χάρη στον κατάλληλο στοχασμό ή τη διδαχή από όποιον ήταν αρκετά έξυπνος, αν είχε τα χρήματα να πληρώσει για ένα τόσο χρήσιμο εμπόρευμα. Αλλά ο όρος είχε αρχικά θετικές υποδηλώσεις και συχνά συνέχιζε να έχει θετική σημασία ακόμη και στον Πλάτωνα και αργότερα. Ο Ηρόδοτος αποκαλεί τον Πυθαγόρα σοφιστή (I, 29, 1- IV, 95, 2). Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης αναφέρεται στους προγενέστερους στοχαστές ως σοφιστές (Α4 DK). Και ο συγγραφέας του Περί αρχαίης ιητρικής (κεφ. 20) φαίνεται να αναφέρεται δύο φορές στους φυσικούς φιλοσόφους ως «σοφιστές». Αλλά είναι επίσης αλήθεια, όπως ήδη τόνισε ο Διογένης Λαέρτιος (Πρόλογος 12), ότι και ο όρος σοφιστής δεν περιοριζόταν σε αυτούς που αποκαλούμε φιλοσόφους. Μπορούσε να χρησιμοποιείται εξίσου για ποιητές (Πίνδαρος, Ισθμιόνικος V, 28) ή για πολιτικούς όπως ο Σόλων (Ισοκρ. XV, 3, 13). Το γεγονός ότι πριν από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα δεν υπήρχε ειδική λέξη για τους φιλοσόφους δηλώνει κυρίως ότι μέχρι τότε οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν θεωρούσαν, και οι άλλοι δεν τους θεωρούσαν, πως αποτελούσαν διακριτή ομάδα. Η εντύπωση ενισχύεται αν κοιτάξουμε τα αποσπάσματα των Προσωκρατικών για να δούμε ποιους αναγνωρίζουν ως την κατάλληλη ομάδα με την οποία επιθυμούν να συγκρίνονται και με την οποία κατά κάποιο τρόπο βρίσκονται σε αντιπαλότητα. Ιδιαίτερα ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος επανειλημμένα αναφέρονται ονομαστικά σε άλλους. Έτσι ο Ξενοφάνης αναφέρεται στον Όμηρο και τον Ησίοδο, αλλά και στον Αρχίλοχο, τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, τον Βία τον Πριηνέα, τον Θαλή και τον Πυθαγόρα. Κάνει λόγο για άτομα φημισμένα για τη σοφία τους, ή τα οποία μπορούν τουλάχιστον να προβάλουν την αξίωση να ακουστούν ή να τους δοθεί προσοχή, αλλά συμπεριλαμβάνει, και πάλι χωρίς διάκριση, ποιητές, πολιτικούς, και αυτούς που αποκαλούμε φιλοσόφους.
Οι αναφορές αυτές δείχνουν ότι εκείνοι τους οποίους αποκαλούμε φιλοσόφους θεωρούσαν οι ίδιοι και θεωρούνταν από άλλους πως ενδιαφέρονται για τη σοφία κατά μια ασαφή και ευρεία έννοια, έτσι ώστε να μπορούν να συγκριθούν ή ακόμη και να ανταγωνιστούν τους ποιητές, τους πολιτικούς και τους νομοθέτες. Παίρνουμε κάποια ιδέα της σοφίας στην οποία απέβλεπαν και για την οποία τελικά απέκτησαν τη φήμη τους, αν εξετάσουμε την περίπτωση του Θαλή. Ο Θαλής κατέληξε να θεωρείται ένας από τους Επτά Σοφούς. Πράγματι, σύμφωνα με τον Δημήτριο τον Φαληρέα, ο Θαλής ήταν ο πρώτος που αποκλήθηκε «σοφός» (Διογ. Λαέρτ. I, 22). Ο Ηρόδοτος αφηγείται τρεις ιστορίες που μας δίνουν κάποια ιδέα για το πώς αντιλαμβανόταν κανείς τη σοφία του Θαλή.
(α) Υποτίθεται πως ο Θαλής κατάφερε να προβλέψει την έκλειψη ηλίου του Μαΐου του 585 π.Χ., η οποία συνέβη ακριβώς ενώ οι Μήδοι και οι Λυδοί θα ξεκινούσαν τη μάχη, και που γι’ αυτό θα έτεινε κανείς να θεωρήσει κακό οιωνό (Ηρόδ. 1,74).
(β) Ο Θαλής συμβούλεψε τους Ίωνες να σχηματίσουν μια πολιτική κοινότητα με τη βουλή της στην Τέω, λόγω της κεντρικής θέσης της Τέω, συμβουλή που, αν εισακουόταν, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την επιστροφή στην περσική κυριαρχία (I, 170).
(γ) Όταν ο Κροίσος αντιμετώπιζε δυσκολίες κατά τη διάβαση του ποταμού Αλυος με τα στρατεύματά του, ο Θαλής έλυσε κατά ιδιοφυή τρόπο το πρόβλημα εκτρέποντας το ρου του ποταμού (I, 75).
Η σοφία εδώ φαίνεται να γίνεται αντιληπτή ως ιδιότητα η αξία της οποίας καταδεικνύεται πρακτικά. Ενώ δίνεται έμφαση στην πολιτική έμπνευση του Θαλή, τονίζεται λίγο ή και καθόλου το θεωρητικό επίτευγμα το οποίο θα συνιστούσε η πρόβλεψη μιας έκλειψης. Αν υποθέσουμε ότι ο Θαλής δεν είχε κατορθώσει να προβλέψει την έκλειψη, και αν αυτή δεν είχε κατά δυσοίωνο τρόπο συμπέσει με την έναρξη της μάχης, ο Ηρόδοτος μάλλον δεν θα έβλεπε το λόγο να αναφερθεί, έστω έμμεσα, στις προσπάθειες του Θαλή να κατανοήσει θεωρητικά τον κόσμο. Και δεν χρειάζεται να υποθέσουμε ότι και ο ίδιος ο Θαλής θα αρνιόταν ότι η σοφία πρέπει να αποδειχτεί με πρακτικούς τρόπους. Ούτε βέβαια υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι ο Θαλής αντιλαμβανόταν τη σοφία στην οποία απέβλεπε ως ζήτημα καθαρά θεωρητικής έμπνευσης. Και παρόλο που οι επίγονοι του Θαλή μπορεί να εξέφραζαν μια σαφέστερη αντίληψη αυτής της σοφίας και του ενδιαφέροντος τους γι’ αυτήν (όπως προφανώς έκανε ο Ηράκλειτος), φαίνεται πως όλοι συνέχιζαν να σκέφτονται τη σοφία που τους απασχολούσε ως αρετή μεγάλης πρακτικής σημασίας, όπως βλέπουμε στην περίπτωση του Εμπεδοκλή ή του Δημόκριτου. Για παράδειγμα, είναι φανερό ότι ο Εμπεδοκλής, που νοιαζόταν ιδιαίτερα να βελτιώσει τη μοίρα των ανθρώπων, δεν επιδίωκε το στόχο του μονάχα με το να τους κάνει να αντιλαμβάνονται τη συγκεκριμένη θέση της ζωής και του θανάτου μέσα σε έναν μεγάλο φυσικό κύκλο. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω πως δεν θα έπρεπε να ερμηνεύουμε το ποίημα για τη φύση ως ένα εγχείρημα καθαρά θεωρητικό, αλλά σαν προσπάθεια να καταστεί δυνατή μια κατανόηση της πραγματικότητας που θα αλλάξει τη στάση μας απέναντι της. Ούτως ή άλλως, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Εμπεδοκλής ισχυρίζεται πως γνωρίζει φάρμακα για αρρώστιες κάθε λογής και για τη γεροντική ηλικία (Β 111, 112 9-12 DK), διαφημίζοντας έτσι όχι μόνο το βάθος και τις λεπτομέρειες της θεωρίας του για τον κόσμο τον οποίο πρότεινε, αλλά και τη μεγάλη πρακτική σημασία της. Οι Καθαρμοί του, όποια και να είναι η σχέση τους με το ποίημα για τη φύση, και πάλι μαρτυρούν το πρακτικό του ενδιαφέρον, αυτή τη φορά βέβαια για την υγεία της ψυχής. Και ο Δημόκριτος, φιλόσοφος πολύ μεταγενέστερος, ύστερης περιόδου, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήταν μέρος του επιλεγμένου ρόλου του, όχι μόνο να παραγάγει μια θεωρία για τα άτομα, αλλά και έναν μεγάλο αριθμό γνωμικών, «ηθικών» ρητών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο Δημόκριτος σαφώς δεν έχει μια συγκεκριμένη αντίληψη για το ποια είναι η σχέση της θεωρητικής και της πρακτικής διάστασης της φιλοσοφίας του, ή μια αντίληψη του φιλοσοφικού εγχειρήματος μέσω του οποίου θα προσπαθούσε κανείς να αναπτύξει τόσο μια θεωρία της πραγματικότητας όσο και μια ηθική θεωρία. Πράγματι, ο Δημιόκριτος δεν παράγει ηθική θεωρία, παράγει σοφούς ηθικούς στοχασμούς.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι οι Προσωκρατικοί από τον Θαλή μέχρι τον Δημόκριτο, στο πλαίσιο του γενικού τους ενδιαφέροντος για τη σοφία, προσπαθούσαν να παράσχουν μια γενική εξήγηση της πραγματικότητας ή μια θεωρία της φύσης. Και αυτή η προσπάθεια τελικά θα έπαιρνε τη μορφή ενός γενικά αναγνωρισμένου εγχειρήματος στο οποίο πίστευαν ότι συμμετείχαν. Έτσι κατέληξαν προοδευτικά να θεωρούνται διακριτή ομάδα. Η πρώτη σωζόμενη χρήση της λέξης «φιλοσοφία» φαίνεται να απαντά στο Περί αρχαίης ίητρικής (κεφ. 20), όπου αναφέρεται στο είδος της δραστηριότητας στην οποία επιδίδονταν ο Εμπεδοκλής και οι άλλοι μελετητές της φύσης. (Παρόλο που είναι ενδεικτικό ότι, στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, στο Περί αρχαίης ίητρικής, οι φιλόσοφοι που επιδίδονται σε αυτό το είδος δραστηριότητας αποκαλούνται ακόμη σοφιστές.) Πάντως, σε ένα πρώιμο στάδιο ιστορικής εξέλιξης δεν θα ήταν τόσο σαφές ότι γι’ αυτόν το λόγο οι φιλόσοφοι αποτελούσαν μια διακριτή ομάδα. Άλλωστε και ο Ησίοδος ή ο Φερεκύδης από τη Σύρο παρείχαν κάποια εξήγηση του κόσμου και της προέλευσής του. Ενώ φιλόσοφοι όπως ο Παρμενίδης ή ο Εμπεδοκλής παρουσιάζονταν στα κείμενά τους ως ποιητικά εμπνευσμένοι. Πρέπει ακόμη να θυμόμαστε ότι η σαφήνεια με την οποία διακρίνεται αυτή η παράδοση οφείλεται κατά πολύ στην αναδρομική ανάγνωση της ιστορίας και την επιλεκτική μετάδοση των μαρτυριών. Αλλά όσο καθαρά και να προβάλλει κατά τον 5ο αιώνα, φαίνεται επίσης σαφές ότι δεν συνιστά παράδοση επιδίωξης θεωρητικής σοφίας, αλλά παράδοση επιδίωξης μιας σοφίας νοούμενης πολύ ευρύτερα, μέρος μόνο της οποίας αποτελεί η απόπειρα να επιτευχθεί ένα είδος θεωρητικής κατανόησης - αν και βέβαια πρόκειται για μέρος καίριας σημασίας. Εδώ είναι αποκαλυπτική μια ρήση του Δημόκριτου (Β31 DK) κατά δύο τρόπους. Ο Δημόκριτος μοιάζει να διατυπώνει τη μεταγενέστερη κοινότοπη σκέψη ότι όπως η τέχνη της ιατρικής θεραπεύει τις ασθένειες του σώματος, η φιλοσοφία ιάται τα πάθη της ψυχής. Αλλά ο Δημόκριτος δεν χρησιμοποιεί ακόμη τη λέξη φιλοσοφία, μιλάει για σοφία. Όμως με δεδομένη την αναλογία με την τέχνη της ιατρικής μάλλον παρά με εκείνη του στοχασμού, κατά την αναφορά του στη σοφία πρέπει να αναφέρεται γενικά σε κάποιο είδος τέχνης ή τεχνογνωσίας, η οποία συνιστά γνώση θεραπειών των παθήσεων της ψυχής, και όχι σε μια συγκεκριμένη θεραπεία. Πρέπει λοιπόν να μιλά για ένα είδος μάθησης, παρόλο που ακόμη δεν το αποκαλεί καν φιλοσοφία. Είναι επίσης σαφές ότι ο Δημόκριτος ήδη θεωρεί πως εντάσσεται στην παράδοση μιας τέτοιας μάθησης. Γιατί σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (IX, 41, Β5 DK), στον Μικρό διάκοσμο τοποθετεί τη συγγραφή του έργου 730 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, και ειδικότερα ως σύγχρονος του Αναξαγόρα, σημαντικά νεότερος. Αλλά το ότι ο Δημόκριτος έχει την αντίληψη μιας φιλοσοφικής παράδοσης στην οποία εντάσσεται και το ότι μάλιστα επικαλείται μια τέτοια αντίληψη της φιλοσοφίας απευθυνόμενος προς τους αναγνώστες του δεν σημαίνει ακόμη ότι έχει σαφή αντίληψη της φιλοσοφίας, δηλαδή της δραστηριότητας στην οποία επιδίδεται αποβλέποντας στη σοφία. Αλλά η ρήση του Δημόκριτου για την ιατρική είναι επίσης αποκαλυπτική διότι δείχνει καθαρά ότι η φροντίδα του για τη σοφία είναι τουλάχιστον εν μέρει πρακτική· παρέχει θεραπείες για τις παθήσεις της ψυχής.
Θα πρέπει όμως επίσης να παρατηρηθεί πως, καθώς αναδυόταν μια φιλοσοφική παράδοση και κατέληγε να αναγνωρίζεται ως τέτοια, δεν θα ήταν πολύ σαφές, ακόμη και σε όσους ακολουθούσαν την παράδοση, πώς θα έπρεπε να αντιληφθούν τη φιλοσοφία - όπως είδαμε στην περίπτωση του Δημόκριτου. Από αυτή την άποψη, ο βαθμός της ασάφειας ακόμη και στα τέλη του 5ου αιώνα είναι προφανής, αν εξετάσουμε τη μορφή του πρεσβύτερου συγγενή του Πλάτωνα, του Κριτία. Παρουσιάζεται η εικόνα κάποιου που ήταν μεν αποφασισμένος να φτάσει στη σοφία και να αναγνωριστεί ως σοφός, με όλους τους διαφορετικούς τρόπους κατά τους οποίους θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί κανείς ότι αποκτά φήμη σοφού, αλλά που, ακριβώς σ’ αυτή του την επιδίωξη, αποδεικνύεται πως του λείπει η σαφής αντίληψη της σοφίας και ο φιλοσοφικός τρόπος να την πραγματώσει. Ήταν ποιητής. Ήταν διάσημος πολιτικός με συγκεκριμένες απόψεις για πολιτειακά ζητήματα και πήρε μέρος στην ατυχή ολιγαρχική εξουσία των Τριάκοντα. Έγραψε φυσική θεωρία. Ήταν γνωστός του Σωκράτη και φίλος των επιφανέστερων σοφιστών. Εκείνο όμως που δείχνουν όλα αυτά δεν είναι τόσο η σύγχυση του Κριτία όσο η έλλειψη μιας σαφούς αντίληψης της φιλοσοφίας στα τέλη του 5ου αιώνα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να σκεφτούμε και την αρχή του Σοφιστή του Πλάτωνα. Εκεί ο Σωκράτης παραπονείται για το πόσο δύσκολο είναι να διακρίνει κανείς μεταξύ φιλοσόφων, πολιτικών και σοφιστών, και για το βαθμό της σύγχυσης των ανθρώπων σχετικά με τη διαφοροποίησή τους. Βέβαια, τον Πλάτωνα τον απασχολεί και το γεγονός ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να θεωρήσουν εσφαλμένα τον Σωκράτη σοφιστή. Αλλά θα ήταν λάθος να εξαντλήσουμε τόσο εύκολα την ερμηνεία της εισαγωγής του Σοφιστή. Το κείμενο φέρνει στο φως μια βαθύτερη σύγχυση για το τι είναι η φιλοσοφία και κατά συνέπεια για το ερώτημα αν οι επιφανείς πολιτικοί μπορούν να διεκδικούν τη σοφία στην οποία αποβλέπουν οι φιλόσοφοι - με τη σωστή σημασία του όρου. Όταν ο Σωκράτης στην Απολογία (21b-d) αφηγείται πώς προσπάθησε να βρει άτομα σοφότερα από εκείνον, μας λέει ότι πρώτα πήγε να μιλήσει σε πολιτικούς, έπειτα σε ποιητές και, τέλος, σε τεχνίτες. Και προφανώς σ’ αυτή του την αφήγηση υποθέτει πως το ακροατήριό του θα καταλάβει ότι τη σοφία την αναζητεί κανείς ανάμεσα σε πολιτικούς και ποιητές. Μόνο στον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη συναντάμε μια σαφή αντίληψη της φιλοσοφίας, επειδή ο Σωκράτης θα επιμείνει σε μια δραστικά απλουστευμένη και αποσαφηνισμένη αντίληψη και ο Πλάτων θα την αναπτύξει με διαυγή τρόπο. Και παρόλο που η αντίληψη που θα έχει έτσι αναπτυχθεί θα γίνει αντικείμενο αμφισβητήσεων, για παράδειγμα από τον Ισοκράτη, αυτή θα είναι που θα αποτελέσει τον πρόγονο των διαφόρων αντιλήψεων της φιλοσοφίας ανά τους αιώνες και μέχρι τις μέρες μας.
Αν εστιάζοντας την προσοχή μας στην επιδίωξη της θεωρητικής κατανόησης του κόσμου δεν προσέξουμε ότι εκείνοι που αφοσιώνονταν σ’ αυτή την επιδίωξη αισθάνονταν πως ο στόχος τους ήταν μια πολύ ευρύτερα νοούμενη σοφία, με τουλάχιστον μια ισχυρή πρακτική συνιστώσα, θα μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς ο Σωκράτης μπορούσε να θεωρήσει ο ίδιος και να θεωρηθεί από τους άλλους ότι ανήκε σε μια παράδοση η οποία ανάγεται στους Μιλήσιους. Πράγματι, θα μας φανεί ιστορική σύμπτωση το γεγονός ότι η φιλοσοφία αναπτύχθηκε ως μάθηση με θεωρητική και πρακτική πλευρά μάλλον παρά ως δύο ανεξάρτητες μαθήσεις, η μια στην παράδοση του Θαλή με επιδίωξη μιας θεωρητικής κατανόησης του κόσμου, και η άλλη, προτεινόμενη για πρώτη φορά από τον Σωκράτη, με επιδίωξη μιας πρακτικής κατανόησης του ευ ζην.
Είναι γνωστή η δυσκολία προσδιορισμού της ιστορικής αλήθειας για τη θέση του Σωκράτη. Αλλά αν ακολουθήσουμε τις μαρτυρίες που παρέχονται από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης ταύτιζε τη σοφία με τη γνώση των πραγμάτων που χρειάζεται να ξέρουμε αν θέλουμε να ζήσουμε καλά, δηλαδή του καλού, του κακού και συναφών ζητημάτων. Για να μιλήσουμε ακριβέστερα, ο Σωκράτης φαίνεται πως θεωρούσε ότι αυτά τα ζητήματα αποτελούσαν, ακριβώς λόγω της διαπλοκής τους, το περιεχόμενο ενός συστηματικού σώματος αληθειών και κατ’ αυτό τον τρόπο το αντικείμενο μιας μάθησης ή τέχνης, που αργότερα αποκλήθηκε «ηθική» ή «τέχνη του βίου». Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι, αντί για μεμονωμένους ηθικούς στοχασμούς, του είδους που βρίσκουμε νωρίτερα στους Προσωκρατικούς, π.χ. στον Λημόκριτο ή στους ποιητές, ή αντί για τη μορφή τέχνης που αποδιδόταν, για παράδειγμα, από τον Πλάτωνα στο διάλογο Πρωταγόρας στον Αβδηρίτη σοφιστή (Πρωτ. 318b 5-319b 5), ο Σωκράτης προτείνει μια συστηματική μάθηση, βασισμένη σε κάποια ενόραση του αγαθού, του ωραίου, του οσίου, του ανδρείου και των μεταξύ τους σχέσεων. Είναι η γνώση και η κατανόηση αυτών των θεμάτων που συνιστά σοφία, ακριβώς επειδή αυτή η κατανόηση σχετίζεται με το είδος της ζωής που ζούμε. Αν κοιτάξουμε τους ποιητές, τον Τυρταίο, τον Αρχίλοχο ή τον Ευριπίδη, ή αν στραφούμε σε πολιτικούς όπως ο Σόλων, βρίσκουμε πολλά στοιχεία ηθικού στοχασμού. Ακριβώς σ’ αυτό το είδος στοχασμού βασιζόταν, τουλάχιστον εν μέρει, η δυνατότητα να τους αναγνωριστεί σοφία. Μέρος αυτού του στοχασμού είχε και εξακολουθεί να έχει φιλοσοφικό ενδιαφέρον και σημασία. Όμως, πριν απ’ όλα, δεν θα πρέπει να κάνουμε το λάθος να νομίσουμε ότι οποιοσδήποτε έχει να πει κάτι με φιλοσοφικό ενδιαφέρον πρέπει γι’ αυτό να είναι και φιλόσοφος. Κι έτσι δεν θα πρέπει να κάνουμε το σφάλμα, απλώς επειδή αργεί να συγκροτηθεί μια σαφώς περιγεγραμμένη παράδοση της φιλοσοφίας νοούμενης ως οργανωμένης μάθησης, και επειδή δεν συναντάμε ακόμη μια σαφή αντίληψη της φιλοσοφίας, να θεωρήσουμε αυτούς τους ποιητές και ως πολιτικούς φιλοσόφους. Σαφώς δεν ήταν φιλόσοφοι, και δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μέρος της παράδοσης που σχηματιζόταν σιγά σιγά, όσο ασαφώς προσδιορισμένη και να ήταν αρχικά. Ταυτόχρονα όμως, και αυτό είναι εδώ πιο σημαντικό, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η επαναστατική συμβολή του Σωκράτη έγκειται στην υπόθεση ότι όλοι αυτοί οι ηθικοί και πολιτικοί στοχασμοί πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο ενός συστηματικού εγχειρήματος για την ανακάλυψη ενός σώματος συστηματικά συνδεόμενων αληθειών, περίπου όπως η επιστήμη της γεωμετρίας κατά τα τέλη του 5ου αιώνα αρχίζει να αποκαλύπτει συστηματικά τις αλήθειες της γεωμετρίας. Με αυτή την έννοια, η ηθική ως φιλοσοφική μάθηση πρωτοεμφανίζεται με τον Σωκράτη. Πράγματι, ο Σωκράτης θεωρεί αυτή τη μάθηση ως το άπαν της φιλοσοφικής αναζήτησης της σοφίας. Και αντίθετα, τουλάχιστον αν πιστέψουμε τη χαρακτηριστική μαρτυρία του πλατωνικού Φαίδωνος και της Απολογίας, ο Σωκράτης αδιαφορεί για την παράδοση των προσπαθειών να παρασχεθεί μια θεωρητική εξήγηση της πραγματικότητας, εφόσον δεν συμβάλλει στη σοφία, επειδή αυτό το είδος εξήγησης είτε μας ξεπερνά είτε δεν συμβάλλει οπωσδήποτε στη σοφία όπως την αντιλαμβάνεται ο Σωκράτης, δηλαδή στην κατανόηση του αγαθού και συναφών ζητημάτων.
Έτσι, σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας της φιλοσοφίας, ενώ οι φιλόσοφοι επιτέλους καταλήγουν να θεωρήσουν τους εαυτούς τους διακριτή ομάδα επιδιδόμενη σε διακριτή δραστηριότητα, αφότου ο Σωκράτης προτείνει μια ορισμένη αντίληψη του εγχειρήματος που θα αποτελέσει και ιστορική αφετηρία μεταγενέστερων αντιλήψεων του φιλοσοφείν, η φιλοσοφία νοείται ως πρακτικό εγχείρημα. Και τούτο με διττή σημασία. Πρώτον, το ενδιαφέρον του Σωκράτη για τη γνώση που συνιστά σοφία δεν είναι θεωρητικό, αλλά γεννιέται από την πεποίθηση ότι αν θα έπρεπε κανείς να αφιερώσει σε κάτι τις διανοητικές του αναζητήσεις, αυτό είναι ο βίος του, ότι υπάρχει ένα ολόκληρο σώμα αληθειών προς γνώση σχετικά με το πώς οφείλει να ζει κανείς, αν θέλει να ζήσει καλά. Στο μέτρο που ο Σωκράτης μπορεί να υποθέσει ότι το ενδιαφέρον των Προσωκρατικών για τη σοφία υπήρξε πάντοτε πρακτικό, μπορεί να δει τον εαυτό του ως συνεχιστή μιας μακράς παράδοσης, αν και δίνει έμφαση σε διαφορετικά σημεία. Δεύτερον, παρ’ όλη την ακραία νοησιαρχία του, δηλαδή την άποψή του ότι ο τρόπος που ενεργούμε καθορίζεται εξολοκλήρου από τις πεποιθήσεις μας για το αγαθό και τα σχετικά ζητήματα, η ζωή του φαίνεται να χαρακτηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από ασκητισμό. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει πως κατά πάσα πιθανότητα ο Σωκράτης πίστευε ότι το ποιες πεποιθήσεις ασπαζόμαστε και το ποιες δεν κατορθώνουμε να ασπαστούμε δεν είναι υπόθεση καθαρά ορθολογικής επιχειρηματολογίας, αλλά ότι, ακριβώς επειδή ορισμένες από τις πεποιθήσεις μας είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένες στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά μας, είμαστε ανοιχτοί στην ορθολογική τους απόρριψη ή στην ορθολογική τους αποδοχή. Το να είμαστε ανοιχτοί στην επίδραση του ορθολογικού επιχειρήματος είναι επίσης υπόθεση του οργανωμένου τρόπου συμπεριφοράς μας και του ελέγχου που έχουμε πάνω σ’ αυτήν.
Από τον Σωκράτη και μετά, όλοι οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας θεωρούσαν τη φιλοσοφία πρακτική, υπό την έννοια ότι κίνητρο για να ασχοληθούμε μ’ αυτήν ήταν η φροντίδα για το ευ ζην και ότι συνεπαγόταν πρακτικό ενδιαφέρον για το πώς ζει κανείς πραγματικά και για το πώς αισθάνεται για διάφορα πράγματα. Αλλά διέφεραν κατά πολύ ως προς τον τρόπο που κατανοούσαν αυτή την αντίληψη της φιλοσοφίας. Το πιο σημαντικό είναι το ότι λίγοι φιλόσοφοι, όπως ο Στωικός Αρίστων και πολλοί Κυνικοί, δέχονταν τη στενή άποψη του Σωκράτη ότι η σοφία αφορούσε κάποια συγκεκριμένη ηθική γνωση.
Προτού περάσουμε στον Πλάτωνα, θα πρέπει να σταθούμε, για λίγο έστω, σε μια πλευρά της ηθικής όπως γινόταν αντιληπτή από τον Σωκράτη και οπωσδήποτε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Όταν οι αρχαίοι μιλούν για το ευ ζην, κυρίως πριν από την ελληνιστική εποχή, δεν έχουν κατά νου μόνο τον ιδιωτικό βίο του ατόμου μέσα στο σπίτι του, αλλά -κάτι που είναι πιο σημαντικό- και τον δημόσιο βίο του ως πολίτη, ο οποίος αλληλεπιδρά με τους συμπολίτες του μέσα στην πόλη, παίζει ορισμένο ρόλο στη ζωή της πόλης, συμβάλλοντας στην ευημερία της κοινότητας. Σε κάποιο σημείο του Πρωταγόρα (319a 4), ο πλατωνικός Σωκράτης μιλάει για την «πολιτική τέχνη». Αυτό μπορεί να παρανοηθεί εύκολα και να ερμηνευτεί με την έννοια της «πολιτικής επιστήμης» ή ακόμη και της «πολιτικής θεωρίας», ενώ στην πραγματικότητα είναι σαφές από τα συμφραζόμενα ότι ο Σωκράτης μιλάει για την τέχνη τού να είναι κανείς καλός πολίτης. Με δεδομένη την καίριας σημασίας αντίληψη του ευ ζην ως δημόσιας ζωής, ζωής μέσα στην πολιτική κοινότητα, η ηθική ή η τέχνη του βίου θα νοηθεί εύκολα ως η τέχνη τού να είναι κανείς καλός πολίτης. Στην Απολογία (20b 4-5), ο Σωκράτης κάνει λόγο για την επιστήμη της ανθρώπινης και πολιτικής αρετής, υποστηρίζοντας ότι η ανθρώπινη αρετή είναι η αρετή του καλού πολίτη, σε αντίθεση με την αρετή του αγρότη ή του εμπόρου. Μόλις χαρτογραφηθεί ο χώρος της πνευματικής αυτής αναζήτησης και χωριστεί σε διαφορετικούς τομείς μελέτης, για παράδειγμα στον Περίπατο του Αριστοτέλη, το πεδίο θα διαιρεθεί σε ηθική και πολιτική, ή ακόμη, σε οικονομική, ηθική και πολιτική, όπου η πολιτική θα παρέχει ειδικότερα την κατανόηση των πολιτικών κοινοτήτων που χρειάζεται κανείς, του πώς λειτουργούν, και της καλύτερης δυνατής οργάνωσής τους. Αλλά ακόμη και τότε διατηρείται μια καθολικότερη έννοια της «πολιτικής τέχνης» βάσει της οποίας ο Αριστοτέλης και οι πρώτοι μαθητές του μπορούν να υποστηρίζουν ότι η ηθική είναι μέρος της πολιτικής, όπως μπορούμε να δούμε στην Εισαγωγή των Ηθικών Νικομαχείων ή των Μεγάλων Ηθικών.
Με αναφορά σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοήσουμε τον ισχυρισμό που αποδιδόταν στον Σωκράτη, ότι είναι ο μόνος πραγματικός πολιτικός, και την κριτική των επιφανών πολιτικών της Αθήνας του παρελθόντος (Γοργίας 52 Id 16). Εδώ όμως υπάρχει προφανώς πρόβλημα συνοχής των υποστηριζόμενων θέσεων. Δεν είναι μόνο αμφίβολο αν το να είναι κανείς καλός άνθρωπος ισοδυναμεί με το να είναι και καλός πολίτης. Ο ίδιος ο τρόπος κατά τον οποίο ο Πλάτων και στη συνέχεια ο Αριστοτέλης προσπαθούν να χαρακτηρίσουν το ευ ζην φαίνεται να μην έχει τίποτα να κάνει με τη ζωή μιας πολιτικής κοινότητας. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό, όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι για πολλά χρόνια η ελληνική σκέψη έτεινε να θεωρεί το τέλειο ανθρώπινο ον όλο και περισσότερο ως αύταρκες, ή να εκλαμβάνει το ανθρώπινο αγαθό ή ακόμη και το ευ ζην ως ανεξάρτητα από τις μεταπτώσεις της τύχης και τις πολιτικές αναστατώσεις. Και οι αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη φαίνεται να σχετίζονται με την ιδιαίτερη αξία την οποία αναγνωρίζουν στη θέαση της αλήθειας για την επίτευξη του ευ ζην. Έτσι όμως, και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης έχουν δυσκολία να εξηγήσουν γιατί ένα σοφό άτομο θα μετείχε στη δημόσια ζωή, όπως καταλαβαίνουμε αν, για παράδειγμα, εξετάσουμε την ανάλυση του Πλάτωνα στην Πολιτεία, σχετικά με το πώς οι φύλακες που θα έχουν γίνει επιτυχημένοι φιλόσοφοι και θα έχουν δει την αλήθεια θα πειστούν να επιστρέψουν στο σπήλαιο της κοινής ζωής. Μόνο καθώς η πόλη θα χάνει προοδευτικά την πολιτική της σημασία, θα φαίνεται να εξαφανίζεται το πρόβλημα ή να παίρνει ριζικά διαφορετική μορφή σε κοσμοπολίτικες θεωρίες ή στη «θεωρία των δύο πόλεων».
Παραμερίζοντας αυτό το πρόβλημα, πρέπει τώρα να επιστρέφουμε στο πώς αντιδρά ο Πλάτων στην αντίληψη του Σωκράτη για τη φιλοσοφία ως τη σωστή, μεθοδική φροντίδα για το ευ ζην.
Ήδη ο Πλάτων απέρριπτε αυτή τη στενή αντίληψη της σοφίας και αντίστοιχα της φιλοσοφίας ως ηθικής φιλοσοφίας. Και εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει το γιατί:
(α) Ο Σωκράτης φαίνεται πως βασιζόταν σε μια ουσιώδη έννοια της ψυχής ως του στοιχείου που καθοδηγεί τη συμπεριφορά μας και που, κατά συνέπεια, η υγεία και η ευημερία του θα έπρεπε να αποτελούν πρωταρχική μας φροντίδα. Η ακραία νοησιαρχία του μοιάζει να στηρίζεται σε μια αντίληψη της ψυχής ως πνεύματος ή ως λόγου, τέτοια ώστε οι επιθυμίες μας να αποδεικνύεται πως συνιστούν πεποιθήσεις ενός ορισμένου είδους.
(β) Ο Σωκράτης βασιζόταν στην υπόθεση πως υπάρχουν αντικειμενικά οντότητες όπως το δίκαιο και το όσιο. Μιλούσε σαν να υπήρχε κάποιο πράγμα, το δίκαιο ή η δικαιοσύνη, το οποίο έχουμε στο νου μας κάθε φορά που αποκαλούμε κάτι «δίκαιο», όσο συγκεχυμένη και να είναι η σκέψη μας γι’ αυτό, και είναι ακριβώς αυτό το πράγμα (μάλλον παρά -ας πούμε- μια ομάδα πραγμάτων ή η χρήση μιας έκφρασης) που υποτίθεται πως δηλώνεται από τον σχετικό ορισμό.
(γ) Ο Σωκράτης βασίζεται επίσης στην υπόθεση πως το αγαθό αποτελεί μια οντότητα που υπάρχει αντικειμενικά και την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε με το στοχασμό πάνω στη συμπεριφορά και την κατάσταση των ανθρώπων. Αλλά για να υποστηριχθούν οι δύο πρώτες υποθέσεις, απαιτείται μια ανάλυση της πραγματικότητας μέσω της οποίας μας δίνεται η δυνατότητα να εξηγήσουμε τα ανθρώπινα όντα, τη φύση τους και το ρόλο που παίζει η ψυχή στην εξήγηση της συμπεριφοράς τους, αλλά και το τι είδους πράγματα θεωρείται ότι είναι το δίκαιο και το όσιο. Σε ό,τι αφορά την τρίτη υπόθεση, μπορούμε να διερωτηθούμε αν το αγαθό δεν αποτελεί ένα γενικό ή καθολικό χαρακτηριστικό, υπό την έννοια ότι τα πράγματα γενικά πρέπει να κατανοούνται μέσω του αγαθού, και ότι η χρήση του όρου «αγαθό» όταν αναφερόμαστε στον άνθρωπο πρέπει να νοηθεί μόνο ως μια ειδική περίπτωση μιας πολύ ευρύτερης χρήσης του όρου. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Πλάτων οδηγείται στη σκέψη πως η ηθική πρέπει να ενσωματώνεται σε μια θεωρητική εξήγηση της πραγματικότητας και να υποστηρίζεται από αυτήν. Κατ’ αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται μια ευρύτερη, αλλά πάντοτε ακριβής αντίληψη της σοφίας, που περιλαμβάνει και μια θεωρητική κατανόηση της πραγματικότητας και μια πρακτική γνώση του τι είναι σημαντικό στη ζωή. Έτσι η φιλοσοφία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, παρουσιάζεται ως διασάφηση και συγκεκριμενοποίηση του εγχειρήματος των Προ- σωκρατικών, και καθίσταται δυνατό να διακρίνουμε σαφώς μεταξύ φιλοσόφων, ποιητών και πολιτικών. Αυτό που έλειπε από τους ποιητές, ακόμη και όταν μέσα στον ενθουσιασμό ή την έμπνευσή τους εξέφραζαν κάποια αλήθεια για τον κόσμο ή για την ανθρώπινη συμπεριφορά, ήταν η ενορατική σύλληψη αρχών και το είδος της ορθολογικής κατανόησης που μόνο ένας φιλόσοφος μπορεί να αποκτήσει. Παρομοίως, αυτό που έλειπε εξίσου και από τους σεβάσμιους γεροντότερους πολιτικούς και από τους νεότερους ήταν μια ορθολογική κατανόηση του πρακτέου. Στο βαθμό που οι πολιτικοί ισχυρίζονται πως διαθέτουν μια τέτοια κατανόηση, παρόλο που τους λείπει, είναι σοφιστές. Στο μέτρο που την έχουν, πρέπει να είναι φιλόσοφοι.
Σύμφωνα με όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, η ανάγκη για μια θεωρητική κατανόηση του κόσμου θα μπορούσε να θεωρηθεί πως οφείλεται εξολοκλήρου στο γεγονός ότι η πρακτική μας γνώση για το πώς πρέπει να ζούμε χρειάζεται την υποστήριξη μιας τέτοιας θεωρίας. Αυτή θα είναι και η αντιμετώπιση του ζητήματος από τους Επικούρειους και τους Στωικούς. Αλλά η σχετική προτεραιότητα του θεωρητικού και του πρακτικού μέρους της σοφίας αντιστρέφεται στον Πλάτωνα και στους μεταγενέστερους οπαδούς του εξαιτίας μιας συγκεκριμένης αντίληψης της ψυχής. Η ψυχή νοείται ως προϋπάρχουσα και ως παροδικά συνδεδεμένη με κάποιο σώμα. Έτσι, έχει δύο ζωές και δύο ειδών φροντίδες. Η δική της φροντίδα είναι να ζει μια ζωή θεωρητικής ενατένισης της αλήθειας. Αλλά καθώς συνδέεται με το σώμα, πρέπει να νοιάζεται και για τις ανάγκες του σώματος. Έτσι, εύκολα ξεχνάει τον εαυτό της και τις ανάγκες της, εύκολα περιέρχεται σε σύγχυση και καθιστά τις ανάγκες του σώματος δικές της ανάγκες. Το να γνωρίζει κανείς πώς να ζει καλά συνίσταται στο να γνωρίζει πώς να ζει κατά τέτοιο τρόπο ώστε η ψυχή να είναι και πάλι ελεύθερη να βλέπει καθαρά και να πράττει «εαυτής», δηλαδή να ενδιαφέρεται για τη θεωρητική ενατένιση της αλήθειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο έχουμε μια εξαιρετικά περίπλοκη αντιστροφή του σχετικού βάρους της θεωρητικής κατανόησης της πραγματικότητας και της πρακτικής γνώσης για το πώς πρέπει να ζει κανείς. Η κατανόηση της πραγματικότητας και της θέσης της ψυχής μέσα σ’ αυτήν σώζει την ψυχή επαναφέροντάς τη, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό σε τούτη τη ζωή, στη φυσική κατάσταση, κατά την οποία ενοράται την αλήθεια. Κατά συνέπεια, το ευ ζην ως επιδίωξη του ακολουθούμενου τρόπου ζωής περιλαμβάνει ουσιωδώς τη θεωρητική ενατένιση της αλήθειας. Αλλά το να ζει κανείς με τον σωστό τρόπο θα αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση για να καταστεί δυνατό να απελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα, να δει την αλήθεια και να προσηλωθεί στην ενατένισή της.
Ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον ο Αριστοτέλης της ύστερης περιόδου, δεν συμμερίζεται τη δυϊστική αντίληψη της ψυχής του Πλάτωνα. Ωστόσο κατά την αντίληψή του για τον άνθρωπο, η ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ζωής έγκειται στο ότι χαρακτηρίζεται από ορθολογικότητα, και έτσι μια τέλεια ανθρώπινη ζωή διακρίνεται από την τελειότητα του λόγου. Αλλά η τελειότητα του λόγου, εκτός από την απόκτηση της πρακτικής σοφίας για το πώς πρέπει να ζει κανείς, προϋποθέτει και την απόκτηση της θεωρητικής κατανόησης του κόσμου, όχι μόνο επειδή η πρακτική σοφία απαιτεί μια τέτοια κατανόηση, αλλά επειδή η ίδια η ενατένιση της αλήθειας αποτελεί αυτοσκοπό και ως εκ τούτου βασικό συστατικό του ευ ζην. Μερικές φορές ο Αριστοτέλης μιλάει μάλιστα σαν να ήταν αυτή η θεωρητική ενατένιση που προσδίδει στη ζωή την καλή της ποιότητα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ειδικούς όρους για να διακρίνει μεταξύ θεωρητικής σοφίας (σοφίας) και πρακτικής σοφίας (φρονήσεως) επειδή πιστεύει ότι οι δύο αυτές μορφές σοφίας αντιστοιχούν σε διαφορετικά είδη ορθολογικότητας και ότι ένα τέλεια ορθολογικό άτομο θα είναι ορθολογικό και υπό τις δύο αυτές έννοιες. Αλλά η ορολογία που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για να κάνει τη διάκριση συνεπάγεται πως τώρα η αναζήτηση της σοφίας των Προσωκρατικών παρουσιάζεται σαν αναζήτηση θεωρητικής σοφίας, και μάλιστα επειδή ο Αριστοτέλης στα θεωρητικά του κείμενα αναφέρεται συχνά στα θεωρητικά εγχειρήματα των Προσωκρατικών, ενώ καταλαβαίνουμε καλά γιατί δεν λέει σχεδόν τίποτε γι’ αυτά στις ηθικές του πραγματείες.
Εδώ υπάρχει ένα ακόμη θέμα το οποίο θα έπρεπε να εξετάσουμε έστω και επί τροχάδην. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την άποψη ότι η πραγματικότητα διαιρείται σε χωριστές περιοχές, λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητες η μία από την άλλη, η καθεμιά από τις οποίες υπόκειται σε ορισμένες τουλάχιστον αρχές που τη χαρακτηρίζουν. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης αρνείται ότι υπάρχει ένα σύνολο αρχών με το οποίο μπορούν να εξηγηθούν τα πάντα, εκτός, βέβαια, από το σύνολο που προφανώς απαρτίζεται από τη σύζευξη των αρχών των διαφόρων επιμέρους περιοχών. Αυτό συνεπάγεται πως η θεωρητική επιστήμη ή φιλοσοφία θα διαιρείται σε ένα σύστημα επιμέρους μαθήσεων, όπως η αστρονομία, η οπτική ή η βοτανική που απαιτούν ειδική μελέτη. Ο Αριστοτέλης θα προσπαθήσει πολύ να δικαιολογήσει την υπόθεση ότι υπάρχει μια μάθηση, η πρώτη φιλοσοφία, η οποία μελετά τις αρχές του όντος. Αλλά ακόμη και αν η σοφία απαιτεί μόνο την κατανόηση όλων των αρχών της πραγματικότητας και όχι τη γνώση όλων των επιμέρους θεωρημάτων, αυτή θα περιλαμβάνει κάποια εξοικείωση με τις αυξανόμενες ως προς το πλήθος ειδικές μαθήσεις.
Η επίδραση αυτής της αντίληψης στη φιλοσοφία είναι προφανής. Η φιλοσοφική θεωρητική δραστηριότητα μπορεί εύκολα να χωριστεί σε ειδικές μελέτες, αυτής ή εκείνης της άποψης της πραγματικότητας, όπως πράγματι συμβαίνει στον Περίπατο. Θα ανακύψει το ζήτημα της οριοθέτησης της φιλοσοφίας, καθώς οι επιστήμες αρχίζουν να προβάλλουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ενώ το ερώτημα για τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης εγείρεται, αλλά δεν απαντάται πραγματικά φιλοσοφικά ή θεωρητικά, παρά μάλλον πρακτικά, και η φιλοσοφία στην πράξη, αν και όχι στη θεωρία, αποσύρεται στην ενασχόληση με αυτά που θεωρούνται καίρια ερωτήματα στον θεωρητικό χώρο, και με ηθικά και πολιτικά προβλήματα.
Ας επιστρέφουμε όμως στη σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης, όπως είπαμε, φτάνει μερικές φορές στο σημείο να εκφράσει την άποψη ότι η φιλοσοφική θεωρία δεν είναι απλώς μια αναγκαία συνθήκη του ευ ζην, αλλά αυτό που το καθιστά ευ ζην. Όμως, ακόμη και στον Αριστοτέλη το ενδιαφέρον του φιλοσόφου για τη θεωρητική σοφία είναι πρακτικό υπό την έννοια ότι είναι ενδιαφέρον για ένα ορισμένο είδος ζωής. Και εφόσον, κατά την άποψη του Αριστοτέλη, η θεωρητική ενατένιση η ίδια είναι πράξη, πράττειν του είδους που αποτελεί ουσιώδες συστατικό του βίου, το ενδιαφέρον για τη θεωρία και υπό αντί] την έννοια μπορεί να θεωρηθεί (ως πρωτίστως πρακτικό. Επιπλέον, ακόμη και ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει σοφία χωρίς φρόνηση, και ότι η απόκτηση της φρόνησης απαιτεί κυρίως μια πρακτική προσπάθεια από την πλευρά του φιλοσόφου να μάθει να ενεργεί και να αισθάνεται για τα πράγματα κατά έναν ορισμένο τρόπο. Το να μιλάμε για την «ηθική θεωρία» του Αριστοτέλη είναι κάπως παραπλανητικό εφόσον, σύμφωνα με την αντίληψή του, το νόημα ακριβώς της ηθικής δεν έγκειται στη γνώση και την κατανόηση γεγονότων ενός ορισμένου είδους, αλλά σε κάποιου είδους συμπεριφορά, και αυτή η ηθική γνώση και κατανόηση δεν μπορεί να αποκτηθεί χωρίς να επιδοθεί κανείς στην απόκτηση μιας διάθεσης για σταθερή ανταπόκριση σε καταστάσεις κατά τον σωστό τρόπο, που συνοδεύεται από κατάλληλα συναισθήματα και πράξεις.
Όταν φτάνουμε στους ελληνιστικούς χρόνους, η προτεραιότητα μεταξύ θεωρίας και πρακτικής αλλάζει και πάλι αποφασιστικά προς όφελος της πρακτικής. Οι Σκεπτικοί διερωτώνται αν υπάρχει κάποια αληθινή θεωρία, και, επιπλέον, ακόμα και στην περίπτωση που μια τέτοια θεωρία ήταν διαθέσιμη, αν θα μας βοηθούσε να ζήσουμε σύμφωνα με τις επιταγές της σοφίας. Οι Επικούρειοι και οι Στωικοί υποθέτουν πράγματι ότι και η ηθική γνώση και κάποια εξήγηση του κόσμου είναι εφικτές. Αλλά καθιστούν σαφές ότι ο φιλόσοφος που ενδιαφέρεται για ηθική γνώση ενδιαφέρεται για το ευ ζην, και επιμένουν επίσης πως η αληθής θεώρηση του κόσμου έχει καθαρά εργαλειακή χρησιμότητα για τη θεμελίωση και τη διασφάλιση της ηθικής μας γνώσης. Και οι μεν και οι δε αντιδρούν κατά της ατέρμονης θεωρητικής εικοτολογίας που συναντάμε μεταξύ των επιγόνων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, κατά της επιδίωξης οποιουδήποτε είδους θεωρητικής έρευνας που αποκαλείται φιλοσοφία, κυρίως μεταξύ των Περιπατητικών, περιορίζοντας τη θεωρία σε αυτό που χρειάζεται να υπάρχει στην πράξη, αλλά και που μπορεί να γίνει γνωστό με σιγουριά. Στην περίπτωση των Επικούρειων το ενδιαφέρον για μια θεωρία της φύσης είναι καθαρά αρνητικό. Οι Επικούρειοι υποθέτουν ότι οι άνθρωποι, αναγκασμένοι να ζουν σε έναν κόσμο τον οποίο δεν κατανοούν, έχουν την τάση να κυριεύονται από παράλογους φόβους τους οποίους δεν μπορούν να ελέγξουν και οι οποίοι δεν καθιστούν απλώς απρόσιτο το αληθινό ευ ζην, αλλά καταστρέφουν την ίδια τη ζωή τους. Έχουν την τάση να διακατέχονται ιδιαίτερα από το φόβο ότι οι θεοί θα τους τιμωρήσουν για τις άστοχες ενέργειές τους, αν όχι σ’ αυτή τη ζωή, σε μια ζωή μετά θάνατον. Έχουν την τάση να κατανοούν τα φυσικά φαινόμενα ως ενδείξεις θείας οργής, ως απειλές ή ως τιμωρίες. Η ηθική ζωή είναι αδύνατη για ένα άτομο παραδομένο σε τέτοιους φόβους. Ο σκοπός της επικούρειας φυσικής είναι να μας απαλλάξει από τους φόβους, έτσι ώστε να δημιουργήσει το ψυχολογικό πλαίσιο για την επικούρεια ηθική και για μια ζωή σύμφωνη μ’ αυτήν. Οι Στωικοί έχουν πολύ θετικότερη στάση απέναντι στη φυσική, και ιδιαίτερα το μέρος της φυσικής που καλείται «θεολογία», ακόμη κι αν θεωρούν αυτή τη γνώση καθαρά υποτελή στο στόχο της επίτευξης της πρακτικής σοφίας. Μαθαίνουμε από τη στωική φυσική ότι ο κόσμος κυβερνάται από μια ενυπάρχουσα σ’ αυτόν θεία, ορθολογική αρχή η οποία τον οργανώνει μέχρι τις μικρότερες λεπτομέρειές του, ώστε να είναι τέλειος. Γνωρίζουμε επίσης από τη στωική φυσική ότι είμαστε φτιαγμένοι έτσι ώστε να καθοδηγούμαστε φυσικά από το λόγο αρκείτε να προσεγγίζουμε το αγαθό, και ότι κατ’ αυτό τον τρόπο πρέπει κατά την εξέλιξή μας να αποκτήσουμε τις κατάλληλες πεποιθήσεις για το τι είναι αγαθό, κακό ή τίποτε από τα δύο. Στο φως αυτής της κατανόησης του κόσμου, η στωική ηθική θα μας πει τι είναι αγαθό, κακό ή τίποτε από τα δύο, τι αρμόζει να πράξουμε, αν μας κατευθύνει το ενδιαφέρον για το αγαθό, και πώς η καλή πράξη συνίσταται ακριβώς σε αυτό, δηλαδή στο να πράττουμε σωστά, επειδή νοιαζόμαστε για το αγαθό.
Αυτό που χαρακτηρίζει τον επικουρισμό και τον στωικισμό δεν είναι απλά η έμφαση στην ηθική, αλλά, εντός του χώρου της ηθικής, η φροντίδα για να παρασχεθεί πρακτική καθοδήγηση και η έμφαση στην ανάγκη να ασχοληθεί κανείς με πρακτικά ζητήματα. Θα προσπαθήσω να δώσω ορισμένα τουλάχιστον ενδεικτικά στοιχεία για τη φύση αυτής της φροντίδας και της έμφασης στην πράξη στην περίπτωση του στωικισμού. Οι Στωικοί επιστρέφουν στην ακραία νοησιαρχία του Σωκράτη. Αρνούνται την ύπαρξη άλογου τμήματος της ψυχής. Η ψυχή είναι πνεύμα ή λόγος. Τα περιεχόμενά της είναι εντυπώσεις ή σκέψεις, στις οποίες ο νους δίνει ή αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του. Δίνοντας τη συγκατάθεσή μας σε μια εντύπωση ασπαζόμαστε μια πεποίθηση. Οι επιθυμίες είναι απλώς πεποιθήσεις ενός ορισμένου είδους, το προϊόν της συγκατάθεσής μας στις αποκαλούμενες «αυθόρμητες εντυπώσεις» (ορμητικού φαντασίαι), εντυπώσεις όπως «αυτό είναι θαυμάσιο πράγμα για φαγητό». Η μεταγενέστερη έννοια του πειρασμού αναπτύσσεται ως έννοια ενός ιδιαίτερου είδους αυθόρμητης εντύπωσης. Επειδή ό,τι χάνουμε εξαρτάται από τις πεποιθήσεις μας, και ειδικότερα από τις επιθυμίες μας, ό,τι κάνουμε τελικά εξαρτάται από τις εντυπώσεις στις οποίες δίνουμε τη συγκατάθεσή μας. Υπάρχουν εντυπώσεις στις οποίες είναι δικαιολογημένο να δίνει κανείς τη συγκατάθεσή του. Έτσι, σε τελευταία ανάλυση υπάρχει μόνο ένας τρόπος κατά τον οποίο μπορούμε να σφάλλουμε ή να αμαρτάνουμε, δηλαδή με το να δίνουμε τη συγκατάθεσή μας σε μια εντύπωση χωρίς επαρκή δικαιολόγηση. Υπό αυτή την έννοια όλα τα αμαρτήματα είναι ίσης βαρύτητας. Αυτό που τα καθιστά τόσο καταστροφικά είναι πάντα το ίδιο: στηρίζονται στη συγκατάθεση σε μια εντύπωση που θα μπορούσε να είναι εσφαλμένη ή που συμβαίνει ακόμη και να είναι εσφαλμένη. Αλλά με δεδομένη τη λογική σχέση ανάμεσα σε όλες τις πεποιθήσεις, οποιαδήποτε εσφαλμένη πεποίθηση, όσο ασήμαντη και να φαίνεται, απειλεί να καταστρέψει τις αληθείς πεποιθήσεις που έχουμε ήδη διαμορφώσει και που είναι ασύμβατες με αυτήν, και κατά συνέπεια να μας στερήσει τη δυνατότητα να γίνουμε τέλεια ορθολογικοί ή σοφοί. Τώρα, ανάμεσα στις αυθόρμητες εντυπώσεις οι άνθρωποι έχουν την τάση να δίνουν αδικαιολόγητη συγκατάθεση σε εκείνες οι οποίες προκαλούν τα αποκαλούμενα πάθη ή παθήματα της ψυχής, όπως ο θυμός ή ο φόβος ή ο πόθος. Όλα τα πάθη προκύπτουν από την ψευδή πεποίθηση ότι κάτι είναι καλό ή κακό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε από τα δύο. Γιατί σύμφωνα με τη στωική άποψη, μόνο η σοφία ή η αρετή είναι κάτι αγαθό. Έτσι οποιοδήποτε πάθος συνυπάρχει με μια ψευδή πεποίθηση, ασύμβατη με μια θεμελιώδη αλήθεια της ηθικής, η κατοχή της οποίας συνιστά βασικό στοιχείο της σοφίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το φιλοσοφικό ενδιαφέρον για τη σοφία, έστω και μόνο στο βαθμό που αποτελεί απλά ένα γνωστικό ενδιαφέρον, συνεπάγεται την εκρίζωση κάθε πάθους, και προφανώς κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο υπόθεση ορθολογικής επιχειρηματολογίας. Η φιλοσοφική σοφία συνεπάγεται στην πράξη αδιαφορία για όλα τα πράγματα εκτός από τη σοφία και την αρετή. Αλλά το γεγονός αυτό και η άποψη για την ίση βαρύτητα όλων των αμαρτημάτων συνεπάγονται επίσης και το ότι όλα όσα κάνουμε απαιτούν το ίδιο είδος φροντίδας, για το πώς αρμόζει να πράττουμε, για το τι τρώμε, τι πίνουμε, πώς περπατάμε, πώς κοιμόμαστε, πώς ντυνόμαστε, πώς μιλάμε. Όλα όσα κάνουμε πρέπει να τα κάνουμε όπως επιτάσσει η σοφία. Υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο πρακτικής για έναν φιλόσοφο που νοιάζεται να αποκτήσει μια σταθερή και στέρεη γνώση των σημαντικών ζητημάτων του βίου. Για λόγους στους οποίους θα επανέλθουμε, αυτή η έμφαση στην πρακτική πλευρά της ταυτότητας του φιλοσόφου θα γίνει ακόμη ισχυρότερη στον ύστερο στωικισμό. Τείνουμε να πιστεύουμε πως αυτές οι φροντίδες αντανακλούν μια μη φιλοσοφική, καθόσον μη θεωρητική ή ακόμη και αντιθεωρητική στάση. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι, με δεδομένη τη στωική αντίληψη της φιλοσοφίας, έχουν κυρίως φιλοσοφικό χαρακτήρα, είναι, τελικά μεταξύ άλλων, φροντίδες για τη γνωστική κατάσταση του φιλοσόφου. Και οι Επικούρειοι και οι Στωικοί αναπτύσσουν τις απόψεις τους βασιζόμενοι στην υπόθεση ότι η ζωή μας εξαρτάται κατά καίριο τρόπο από την κατοχή των ορθών φιλοσοφικών πεποιθήσεων, των ορθών δογμάτων, σε ό,τι αφορά ορισμένα ζητήματα, όπως η ύπαρξη του Θεού, η θεία πρόνοια, η φύση της ψυχής, το αγαθό, τα πάθη της ψυχής. Υπό αυτή την έννοια, το να έχει κανείς ορθές πεποιθήσεις καταλήγει να αποτελεί φροντίδα, θέμα ανησυχίας, κατά τρόπο που δεν ήταν παλαιότερα. Αντίθετα, θα πρέπει να τονιστεί, έστω χωρίς εκτενή ανάλυση, ότι ο ακαδημεικός σκεπτικισμός του Αρκεσίλαου, του Καρνεάδη ή του Κλειτόμαχου υποδεικνύει μια ζωή που είναι σοφή, ακριβώς κατά το ότι είναι κτιστή, κατά το ότι μπορεί κανείς να τη ζήσει χωρίς δόγματα, χωρίς να τη συνδέει με πεποιθήσεις που έχουν γίνει δεκτές εκ των προτέρων, και κατά μείζονα λόγο με πεποιθήσεις άλλων ανθρώπων ή πεποιθήσεις κάποιας εξουσίας. Το να είναι κανείς δογματικός σημαίνει κατά κάποιο τρόπο να του λείπει η σκέψη. Το να είναι μη δογματικός, το να αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση προσπαθώντας να ανταποκριθεί σωστά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν σημαίνει διόλου έλλειψη σκέψης. Όπως και ο Σωκράτης, ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης δεν έγραψαν τίποτε. Δεν αναπτύσσουν καθόλου θεωρίες, δεν δεσμεύονται από καμιά φιλοσοφική θέση που θα έπρεπε μετά να υπερασπιστούν ή να υποστηρίξουν με επιχειρήματα. Και αυτοί λοιπόν, όπως και ο Σωκράτης, ανταποκρίνονται ελάχιστα στη συνηθισμένη μας αντίληψη του φιλοσόφου, και όμως θεωρούνταν από τους συγχρόνους τους φιλόσοφοι πρώτης τάξεως, κάτι που φαίνεται δίκαιο, ακόμη και με τα δικά μας κριτήρια φιλοσοφικής εκλέπτυνσης και ευρηματικότητας, για να μην αναφερθούμε στην ευφυΐα και τις επιχειρηματολογικές τους ικανότητες.
Ο σκεπτικισμός κλόνισε σοβαρά την αισιοδοξία με την οποία είχαν ξεκινήσει το εγχείρημά τους πολλοί φιλόσοφοι, με την ελπίδα ότι μια μέρα θα επιτύγχαναν να αποκτήσουν τη σοφία που είναι αναγκαία για το ευ ζην. Αλλά ακόμη και ανεξάρτητα από τις σκεπτικιστικές αμφιβολίες για τη δυνατότητα επίτευξης της σοφίας, όταν φτάνουμε στη μετάβαση από τον 2ο στον Ιο π.Χ. αιώνα, υπήρχαν αρκετοί λόγοι για να νιώθει κανείς απογοητευμένος από την τροπή που είχε πάρει η φιλοσοφία και από τα επιτεύγματα της. Δεν είχε οδηγήσει σε καμιά συναίνεση για την απάντηση όσων ερωτημάτων φαίνονταν να έχουν καίρια σημασία. Οι φιλόσοφοι, παρά τις προσπάθειές τους, δεν έδιναν την εντύπωση ότι προσέγγιζαν και οι ίδιοι την πραγμάτωση του ιδεώδους του ευ ζην περισσότερο από τους μη φιλοσόφους. Αντίθετα, συχνά έδειχναν να παίζουν με τις λέξεις, να χάνουν το χρόνο τους με άχρηστες λε- πτολογίες, να είναι υπερόπτες και φιλόδοξοι. Ο Οράτιος γράφει στον Λόλλιο (Επ. I, 2, 1-4) ότι διαβάζει τον Όμηρο, που είναι τόσο καλύτερος και σαφέστερος σε όσα μας λέει για το καλό και το κακό, για το ωφέλιμο και το βλαβερό, από ό,τι ο Χρύσιππος ή ο Κράντωρ. Ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς χλευάζει τις προσπάθειες των φιλοσόφων να μας πουν πώς θα πετύχουμε την αταραξία (Βελοποακά, σ. 5, εκδ. Diels-Schramm).
Υπάρχουν πολλές διαγνώσεις της κρίσης, οι οποίες υποδεικνύουν διαφορετικές η καθεμιά θεραπείες. Παρατηρείται πως η κρίση οφείλεται στην προσωπική ανεπάρκεια των φιλοσόφων, και αντίστοιχα πως απαιτείται προσωπική αναμόρφωση. Υποστηρίζεται ότι η ελληνιστική φιλοσοφία είναι ανεπαρκής, για παράδειγμα στην άρνησή της να αναγνωρίσει μια νοητή περιοχή που υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο και πως πρέπει να επιστρέψουμε στους αρχαίους φιλοσόφους. Εκφράζεται η άποψη ότι η φιλοσοφία της εποχής απλώς καθρεφτίζει τον διεφθαρμένο πολιτισμό και την κοινωνία της εποχής και πως πρέπει να επιστρέψουμε σε μια προγενέστερη, λιγότερο διεφθαρμένη περίοδο για την καθοδήγηση της θεώρησής μας του κόσμου και για μια ορθότερη αντίληψη για το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε, ίσως τόσο παλιά όσο ο Όμηρος και ο Ησίοδος.
Αυτές οι διαγνώσεις αποτελούν αφορμές διαμόρφωσης διαφορετικών τάσεων. Μια φανερή εξέλιξη, που επιδρά κατά πολύ στην αντίληψή μας της φιλοσοφίας και της πρακτικής της, είναι η επιστροφή σε αρχαίους φιλοσόφους, στον Πυθαγόρα, τον Εμπεδοκλή, τον Δημόκριτο, αλλά κυρίως στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και εδώ ειδικότερα στα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Αυτά έχουν μόλις εκδοθεί και αρχίζουν να σχολιάζονται. Η μελέτη της φιλοσοφίας, σε μεγάλο βαθμό και προοδευτικά όλο και περισσότερο, μετατρέπεται σε μελέτη ενός κανόνα φιλοσοφικών κειμένων. Προτείνονται και αναπτύσσονται νέες φιλοσοφικές ιδέες στο πλαίσιο του σχολιασμού κειμένων του κανόνα και των προβλημάτων που εγείρουν. Το γεγονός αυτό, όπως μπορούμε να δούμε από τις περιπτώσεις του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα, του Πορφύριου ή του Σιμπλίκιου, συχνά απαιτεί μεγάλο βαθμό λογιοσύνης η οποία εύκολα μετατρέπεται σε υποκατάστατο γνήσιας φιλοσοφικής σκέψης. Ήδη ο Σενέκας διαμαρτύρεται πως αυτό που κάποτε ήταν φιλοσοφία έχει μετατραπεί σε φιλολογία (Επ. 108, 23), διαμαρτυρία την οποία στη συνέχεια απαντάμε όλο και συχνότερα, όπως για παράδειγμα όταν ο Πλωτίνος αποκαλεί τον Λογγίνο φιλόλογο (Πορφ., Βίος Πλωτίνου 14, 19), παρόλο που, για να αποφύγουμε παρανοήσεις του όρου, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως, καθώς λέγεται, ο Ερατοσθένης ήταν ο πρώτος ο οποίος ήθελε να αποκαλείται φιλόλογος (Σουητώνιος, De grammaticis 10,4).
Μια άλλη σημαντική τάση ήταν εκείνη της προσωπικής αναμόρφωσης. Αυτή η τάση είναι εξαιρετικά περίπλοκη και τα ποικίλα κίνητρα στα οποία ανάγεται μπορούν εδώ να διακριθούν σε πολύ αδρές γραμμές. Ο Επίκτητος παραπονιόταν πως οι περισσότεροι από όσους αποκαλούνταν φιλόσοφοι ήταν φιλόσοφοι μόνο κατά το ότι έλεγαν πράγματα που περιμένουμε να λένε οι φιλόσοφοι, χωρίς να παίρνουν την πρακτική τους στα σοβαρά (Γέλλιος, Αττικές νύκτες, 17, 19, 1). Βέβαια, η άποψη του Επίκτητου σήμαινε εν μέρει πως από τη ζωή κάποιου έπρεπε να φαίνεται αν πίστευε και κατανοούσε πραγματικά αυτά που έλεγε ως φιλόσοφος, πως έπρεπε δηλαδή να υπάρχει συνέπεια μεταξύ φιλοσοφικής δοξασίας (και διδασκαλίας) και ζωής, κάτι που τονιζόταν επανειλημμένα εκείνη την εποχή. Αυτό στην πράξη ερμηνευόταν με δύο τρόπους: Οι Κυνικοί φαίνεται πως έτειναν να υποθέσουν ότι η φιλοσοφία στη θεωρία ισοδυναμούσε με λίγες απλές θέσεις, για παράδειγμα με τη θέση πως τίποτε δεν έχει σημασία εκτός από την αρετή. Η σύλληψη αυτών των θέσεων είναι εύκολη, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθούν στην πράξη, και η συμμόρφωση της ζωής με αυτές αποτελεί ηράκλειο έργο. Αντίθετα με ό,τι λέγεται συχνά, οι Στωικοί στα χρόνια που ακολούθησαν δεν πίστευαν διόλου ότι η φιλοσοφική θεωρία μπορούσε να αναχθεί σε λίγα θεωρήματα· ούτε αποθάρρυναν τη θεωρία· αποθάρρυναν το να χάνεται κανείς σε θεωρητικές λεπτομέρειες αντί να προσπαθεί να ζει ακολουθώντας μια πολύ περίπλοκη θεωρία στην πράξη. Σ’ αυτό επέμενε χαρακτηριστικά ο Επίκτητος και γι’ αυτό επαινούσαν τον Ευφράτη (Επίκτ. IV, 8, 17-20). Ο Ευφράτης σύμφωνα με την ίδια του την αφήγηση όπως την επαναλαμβάνει ο Επίκτητος (στο lSlo) θεωρούσε ότι είχε κάνει καλά όταν έκρυβε το ότι προσπαθούσε να γίνει φιλόσοφος, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί συναναστρεφόταν πάντα φιλοσόφους, ή ακόμη και συμβίωνε μαζί τους, αν δεν ήταν και ο ίδιος φιλόσοφος. Αλλά δεν ήθελε να αναγνωρίζεται ως φιλόσοφος από εξωτερικά σημάδια, όπως, για παράδειγμα, από την περιβολή του φιλοσόφου ή επειδή έλεγε πράγματα από εκείνα που λένε οι φιλόσοφοι, αλλά από τα έργα του. Και έτσι ασκούνταν στο να είναι φιλόσοφος, στο να σηκώνεται σωστά, να περπατάει σωστά, να τρώει και να πίνει σωστά. Αυτή η έμφαση στην πρακτική, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της ηθικής, σημάδεψε τη διαίρεση της στωικής ηθικής σε θεωρητικό και σε πρακτικό μέρος (Σενέκας, Επ. 89, 14) ιδιαίτερα αν δεχτούμε πως η μαρτυρία σχετικά με τον Εύδωρο (Στοβαίος, Εκ λ. II, 42, 13 κ.ε.) αντικατοπτρίζει τη στωική διδασκαλία. Αλλά το θέμα εδώ δεν είναι μόνο το να κάνει κανείς τη ζωή του να είναι συνεπής με τις αντιλήψεις του, κάτι φοβερά δύσκολο, αλλά και το να οργανώνει τη ζωή και τις διαθέσεις του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ανοιχτός στην αλήθεια και να μπορεί έτσι να φτάνει στη σωστή θεώρηση των πραγμάτων. Βρίσκουμε ασκητικές τάσεις ακόμη και στους Στωικούς του 1ου μ,Χ. αιώνα, για παράδειγμα στον Άτταλο ή τον Χαιρήμονα.
Ο ασκητισμός, όμως, ταίριαζε κατά φυσικότερο τρόπο με τις διάφορες μορφές πλατωνισμού. Εφόσον η ψυχή μπορεί να δει την αλήθεια μόνο όταν είναι ανεμπόδιστη, αν καταφέρει να απεμπλακεί από το σώμα και τις φροντίδες του, και δεδομένου ότι θα απαλλαγεί από τις συγχύσεις της μόνο αν πάψει να συγκεντρώνει την προσοχή της στο σώμα και τις ανάγκες του και δεν τις θεωρεί δικές της ανάγκες, αλλά στρέφει τη θέα της προς τα πάνω και συγκεντρώνεται στη σφαίρα του νοητού, ο ασκητισμός φαίνεται να είναι ακριβώς ο τρόπος να φέρει κανείς την ψυχή του σε θέση να δει την αλήθεια.
Οι φιλόσοφοι της ύστερης αρχαιότητας θεωρούσαν τους προγενέστερους φιλοσόφους, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αυθεντίες και τα έργα τους κλασικά. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τον Πλάτωνα, καθώς, κυρίως μετά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όλοι οι φιλόσοφοι σχεδόν χωρίς καμιά εξαίρεση ισχυρίζονταν πως ακολουθούσαν τον Πλάτωνα. Αλλά τι σήμαινε να ακολουθεί κανείς τον Πλάτωνα ως αυθεντία, και τι θεωρούσε κανείς πηγή αυτής της αυθεντίας; Το να ακολουθεί κανείς τον Πλάτωνα ως αυθεντία σήμαινε πως πίστευε ότι ο ίδιος ήταν αποκλεισμένος από κάθε άμεση πρόσβαση στην αλήθεια και τη σοφία, επειδή φαινόταν ότι ζούσε σε μια εποχή κατά την οποία οι προγενέστερες εμπνεύσεις και η σοφία των προηγούμενων χρόνων είχαν χαθεί από αμέλεια και εκφυλισμό- σήμαινε επίσης πως πίστευε ότι ο Πλάτων εξακολουθούσε να γνωρίζει την αλήθεια και έτσι ότι κανείς είχε τουλάχιστον έμμεση πρόσβαση σ’ αυτήν μέσα από την ανασυγκρότηση του στοχασμού του. Σε ό,τι αφορά την πηγή αυτής της αυθεντίας, δεν επικρατούσε η άποψη ότι ο Πλάτων είχε κατορθώσει να ανακαλύψει την αλήθεια επειδή ήταν τόσο εξαιρετικός φιλόσοφος· μάλλον γινόταν δεκτό, όπως βλέπουμε, για παράδειγμα, στον Νουμήνιο, ότι υπήρχε μια αρχαία σοφία, η οποία μπορούσε να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, στον Πυθαγόρα, και καθρεφτιζόταν στον Όμηρο, και στην οποία ο Πλάτων, ως άτομο με υγιή ψυχή και πνεύμα, έχοντας εργαστεί σκληρά για την τελείωση της διάνοιας του, εξακολουθούσε να έχει πρόσβαση. Μέσα από αυτή την προσέγγιση, τα έργα του Πλάτωνα κατέληξαν να έχουν το κύρος της Γραφής (πβ. Ωριγένης, Κατά Κέλσου VI, 17), και μάλιστα καθώς είναι προφανώς γραμμένα κατά τρόπο που απλώς υπαινίσσεται την αλήθεια και απαιτεί περίπλοκη ερμηνεία. Έτσι, η ανασυγκρότηση της σκέψης του Πλάτωνα δεν αντιμετωπιζόταν ως ανασυγκρότηση όσον είχε σκεφτεί ο ίδιος ο Πλάτων, αλλά μάλλον ως έργο ανασυγκρότησης -βασισμένης στα κείμενα του Πλάτωνα- της αληθινής φιλοσοφίας, που είχε υποστηριχθεί μεταξύ άλλων και από τον Πλάτωνα.
Εδώ πρέπει να κατανοήσουμε πως το να βασίζεται κανείς στην αυθεντία του Πλάτωνα κατά την ανασυγκρότηση της αληθινής φιλοσοφίας δεν σήμαινε πως έπαυε να πιστεύει ότι τα έργα του ήταν απλώς ένα μέσο για την επίτευξη της αλήθειας, η οποία στη συνέχεια θα καθιστούσε την αναφορά στον Πλάτωνα περιττή. Θα μπορούσε κανείς να πιστεύει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν κατά την ανασυγκρότηση της αληθινής φιλοσοφίας στηριζόταν, για παράδειγμα, στους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, θεωρώντας ότι έχουν θεϊκή έμπνευση. Έτσι, εξακολουθεί να γίνεται δεκτό πως η ανάπτυξη της κατάλληλης θεωρητικής κατανόησης της πραγματικότητας και η πρακτική αντιμετώπισή της, που βασίζεται σ’ αυτή την κατανόηση, συνιστούν καίρια στοιχεία του φιλοσοφικού εγχειρήματος, παρόλο που τα μέσα στα οποία μπορεί να προσφύγει κανείς για να επιτύχει την επιδιωκόμενη κατανόηση δεν αντιστοιχούν στην αντίληψή μας της φιλοσοφικής μεθόδου. Όμως η ίδια η άποψη την οποία διαμορφώνουν οι πλατωνιστές, ακολουθώντας τις παρατηρήσεις του Πλάτωνα στην Πολιτεία περί του Αγαθού ως ευρισκόμενου επέκεινα της ουσίας και της νοήσεως (Πολιτεία 509b), θέτει σε αμφισβήτηση το εγχείρημα της ορθολογικής κατανόησης της πραγματικότητας. Γιατί η πρώτη αρχή, μέσω της οποίας υποτίθεται ότι κατανοείται και εξηγείται το καθετί, τώρα φαίνεται να υπερβαίνει την κατανοησιμότητα. Και το γεγονός αυτό δεν επιδρά απλώς στην αντίληψη για τη φιλοσοφία, αλλά εγείρει το ερώτημα σε ποιο βαθμό η σοφία την οποία προσπαθούν να κατακτήσουν οι φιλόσοφοι μπορεί να επιτευχθεί χωρίς θεία συνεργασία, χάρη ή παρέμβαση, εφόσον η σύλληψη της πρώτης αρχής κείται πέραν της νοήσεώς μας.
Αυτό το ερώτημα ίσως τέθηκε για πρώτη φορά προς τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα από τον Απολλώνιο τον Τυανέα, τον πυθαγόρειο φιλόσοφο, ο οποίος επιδίωκε να αποκτήσει θεϊκά ή ιερά χαρακτηριστικά. Ο Φιλόστρατος στον Βίο Απολλώνιου (V, 37) παρουσιάζει τον Ευφράτη να συζητά με τον Απολλώνιο για την ίδια τη φύση της φιλοσοφίας. Ο Ευφράτης υποστηρίζει μια αντίληψη της φιλοσοφίας κατά φύσιν, δηλαδή μια φιλοσοφία που πηγάζει από τα μέσα που μας έχει διαθέσει η φύση για να επιτύχουμε την προσιτή σε εμάς σοφία, σε ιδανικές βέβαια περιπτώσεις. Και μας προειδοποιεί να φυλαγόμαστε από μια αντίληψη βασισμένη στην ιδέα της επίκλησης του Θεού (θεοκλντεΐν), η οποία επαφίεται σε μια λανθασμένη έννοια του θείου και οδηγεί όσους φιλοσόφους την υιοθετούν σε σοβαρές πλάνες. Φαίνεται, πράγματι, πως ο Απολλώνιος, όπως και ο οπαδός του ο Αλέξανδρος (πβ. Λουκιανός, Αλέξανδρος), είχε ενθαρρύνει την πίστη στις θαυματουργές του δυνάμεις και την ανάπτυξη μιας θρησκευτικής λατρείας (Ωριγένης, Κατά ΚέλσοννI, 41). Το γεγονός α\>τό τουλάχιστον υποδηλώνεται σε ποικίλες μαρτυρίες, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι ο Βίος Απολλώνιου του Φιλόστρατου, που γράφτηκε γύρω στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με αυτό το έργο, ο Απολλώνιος εξόρκιζε δαίμονες (VI, 29, 25, 27), ανάσταινε νεκρούς (VI, 10), γιάτρευε αρρώστους με θαυματουργό τρόπο (VI, 16), εμφανιζόταν κατά βούληση σε μακρινά μέρη (VI, 10, VIII, 10), είδε στην Έφεσο πως ο Δομιτιανός δολοφονούνταν στη Ρώμη (VIII, 26· πβ. Δίων Κάσσιος IX-VII, 18), και εμφανίστηκε μετά το θάνατό του σε έναν νέο που αμφέβαλλε για την αθανασία της ψυχής (VIII, 30-31). Ο Λουκιανός, ο ανώνυμος Επικούρειος του Ωριγένη, και ο Ευφράτης, υποθέτω (πβ. Ωριγένης, Κατά Κέλσου, VI, 41), πίστευαν πως ο Απολλώνιος ήταν αγύρτης, αλλά προφανώς αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία. Και βέβαια, φαίνεται να είναι ο πρώτος φιλόσοφος που γνωρίζουμε πως εισήγαγε στη φιλοσοφία τη θεουργία, δηλαδή την ιδέα ότι ορισμένες επικλήσεις, ίσως σε συνδυασμό με την κατάλληλη τελετουργική πρακτική, μπορούσαν να επιτύχουν να αποκαλυφθεί ο Θεός ή άλλα υποδεέστερα θεϊκά όντα ή ακόμη και δαίμονες, και να αποκαλύψουν και τη γνώση που κατείχαν. Η θεουργία, τουλάχιστον υπό μια ορισμένη έννοια, παίζει αποφασιστικό, θετικό ρόλο στην αντίληψη της φιλοσοφίας του Ιάμβλιχου και των οπαδών του. Εδώ όμως είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη κι αν κανείς αρνιόταν, ως φιλόσοφος, να καταφύγει στη θεουργία, ήταν πιθανό να πιστεύει πως αυτή παρείχε έναν μη φιλοσοφικό τρόπο επίτευξης της ίδιας σοφίας, της ίδιας γνώσης, η οποία απελευθερώνει και σώζει την ψυχή και μας παρέχει το ευ ζην. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό διότι υπονομεύει περαιτέρω τον ισχυρισμό των φιλοσόφων ότι δεν υπάρχει τρόπος να γίνει κανείς σοφός και αγαθός και να ζήσει μια καλή ζωή πέρα από τον φιλοσοφικό τρόπο απόκτησης της σοφίας. Αλλά βέβαια, αυτός ο ισχυρισμός είχε ήδη υπονομευτεί από καιρό από την υπόθεση μιας πρωταρχικής σοφίας, που ίσως αποτελούσε προϊόν έμπνευσης και την οποία οι φιλόσοφοι απλώς προσπαθούσαν να ανακτήσουν. Προξενεί εντύπωση το ότι οι παλαιοί ποιητές και οι μεγάλοι πολιτικοί και νομοθέτες, τουλάχιστον οι υποτιθέμενοι νομοθέτες της μυθικής εποχής, ξαναεμφανίζονταν μεταξύ των Στωικών, και μάλιστα, ακόμη και μεταξύ των πλατωνικών φιλοσόφων, για να διεκδικήσουν τίτλους σοφίας και έτσι να προ- καλέσουν σύγχυση για την έννοια της φιλοσοφίας, την οποία τόσο πολύ είχε προσπαθήσει να διασαφηνίσει ο Πλάτων, εν μέρει αρνούμενος τους ισχυρισμούς των ποιητών και των πολιτικών. Οι Στωικοί και οι Πλατωνικοί ερμήνευαν αλληγορικά τον Όμηρο και τον Ησίοδο και τους άλλους συγγραφείς. Υπήρχαν, ωστόσο, κι άλλοι τρόποι που υπονόμευαν την αξίωση της φιλοσοφίας να αποτελεί τη στενωπό που οδηγούσε στη σοφία, την αρετή και τη σωτηρία. Ο ισχυρισμός ότι μόνο ένας φιλόσοφος μπορούσε να είναι αγαθός μπορεί να γινόταν δεκτός αν προερχόταν από έναν Πλάτωνα, έναν Σωκράτη, έναν Ζήνωνα ή έναν Κλεάνθη στην Αθήνα, ιδίως αν δεν πρόβαλλαν τον ισχυρισμό πως ήσαν οι ίδιοι αγαθοί. Αλλά ένας Έλληνας φιλόσοφος από τις επαρχίες, από την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια ή την Πέργαμο, θα πρέπει να είχε πολύ θράσος για να πει σε έναν Ρωμαίο ύπατο, και πολύ περισσότερο στον αυτοκράτορα, ότι για να είναι κανείς αγαθός θα πρέπει να είναι φιλόσοφος. Το ότι μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο ότι «μόνο ο σοφός είναι βασιλιάς» είναι άλλο ζήτημα. Το θέμα είναι πως οι φιλόσοφοι έπρεπε να συμβιβαστούν και να προσαρμόσουν τις απόψεις τους στο γεγονός ότι αντιμετώπιζαν ανθρώπους με τεράστια εξουσία, συχνά με μεγάλη σοβαρότητα, ικανότητες και διαύγεια πνεύματος, κάποτε ακόμη και με μεγάλη μόρφωση, κάποτε και με φιλοσοφική μόρφωση, που δεν θα δέχονταν κατά κανένα τρόπο να τους πει ένας επαρχιώτης πως είχαν χάσει το δρόμο για την αγαθότητα, παρόλο βέβαια που μπορεί να ήταν έτοιμοι να επιδιώξουν τη συναναστροφή με τους φιλοσόφους οι ίδιοι ή για τα παιδιά τους.
Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε τουλάχιστον ότι, εξαιτίας πληθώρας παραγόντων, η θέση της φιλοσοφίας, ως επιτευγμάτων που μπορούσε να φτάσει όποιος ήταν πραγματικά μορφωμένος, έφτασε να αμφισβητείται σοβαρά, για παράδειγμα, στο όνομα της ρητορικής του είδους που καλλιεργούσαν οι αποκαλούμενοι «σοφιστές» της «Δεύτερης Σοφιστικής». Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες είναι οι εξής: ενώ σύμφωνα με την αριστοτελική αντίληψη της φιλοσοφίας, η φιλοσοφία περιλαμβάνει το σύνολο της θεωρητικής, αν όχι και το σύνολο της συστηματικής γνώσης, η επιμονή των μεταγενέστερων φιλοσόφων ότι θα πρέπει κανείς να δίνει έμφαση σε όσα χρειάζεται να γνωρίζει για να γνωρίζει πώς να ζει καλά δεν κάλυπτε μεγάλες περιοχές της γνώσης για τις οποίες θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως συμβάλλουν κατά κάποιο τρόπο στη μόρφωση και στην πνευματική καλλιέργεια. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τους κλασικούς, και συγκεκριμένα για την κλασική ποίηση, την ιστοριογραφία και τους ρήτορες, προερχόταν σε σημαντικό βαθμό από την ιδέα ότι αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο μάθαινε κανείς να εσωτερικεύει το πνεύμα των αρχαίων, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργούσε τον πολιτισμό, αναπτύσσοντας τις βασικές πεποιθήσεις και στάσεις των προγόνων του, όπως όφειλε να πράξει κάθε σωστός άνθρωπος. Επιπλέον, οι ίδιοι οι φιλόσοφοι είχαν στραφεί στη ρητορική. Ο Φίλων ο Λαρισσαίος, για παράδειγμα, είχε ενδιαφερθεί για τη ρητορική μέχρι του σημείου να τη διδάσκει. Αλλά και οι Στωικοί, όπως μεταξύ άλλων οι μαθητές του Μουσώνιου και οι μαθητές τους, έγιναν επιτυχημένοι ομιλητές, προφανώς επειδή επιθυμούσαν να γίνουν κατανοητοί από ένα μη φιλοσοφικό ακροατήριο. Έτσι ο Ευφράτης απέκτησε φήμη ως ρήτωρ. Ο Επίκτητος (Αιατρφαί, III, 15, 8) φαντάζεται ένα νεαρό άτομο που επιθυμεί να γίνει φιλόσοφος επειδή έχει ακούσει τον Ευφράτη να μιλάει. Αλλά, ρωτά ο Επίκτητος, ποιος μπορεί να μιλήσει σαν τον Ευφράτη; Τέτοιοι λόγοι, ή μάλλον κηρύγματα, θα μπορούσαμε να πούμε, φρόντιζαν να λάβουν υπόψη τους το ακροατήριο και τις ανάγκες του και έτσι απέφευγαν τα τεχνικά φιλοσοφικά σημεία, όπως επίσης απέφευγαν να βασίζονται σε υποθέσεις που δίχαζαν τις φιλοσοφικές σχολές. Τελικά, γινόταν δεκτό πως ένα ακροατήριο μπορούσε να πειστεί να πιστέψει κάτι με ασφάλεια χωρίς να χρειάζεται να περιμένει να συμφωνήσουν οι φιλόσοφοι πάνω σε κάποια τεχνικά ερωτήματα ή χωρίς να χρειάζεται να φοβάται πως η πεποίθηση την οποία ενστερνιζόταν μπορούσε να υποστηριχτεί μόνο αν κάποιος υιοθετούσε και άλλες πεποιθήσεις σχετικά με τις οποίες οι φιλόσοφοι διαφωνούσαν. Αλλά στο βαθμό που οι Στωικοί έκριναν ότι με αυτό το είδος ρητορικής παρείχαν πραγματική βοήθεια σε ένα ακροατήριο μη φιλοσόφων, θα μπορούσε να τους απαντηθεί ότι πλέον κάθε έξυπνο άτομο, εφόσον εκπαιδευόταν στη ρητορική, θα είχε την ικανότητα να φωτίσει ένα ευρύτερο ακροατήριο για ζητήματα πραγματικά σημαντικά γι’ αυτό, χωρίς να εμπλέκεται στην προσεκτική μελέτη ερωτημάτων για τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν οι φιλόσοφοι. Ακόμη, τα ερωτήματα με τα οποία ασχολούνταν οι φιλόσοφοι στα ρητορικά τους κείμενα είχαν σημαντική συνάφεια με ένα σύνολο ερωτημάτων για τα οποία μάθαινε κανείς να μιλά στις σχολές ρητορικής.
Αυτό όμως που πραγματικά άλλαξε το status της φιλοσοφίας ήταν η διάδοση του χριστιανισμού. Αλλά προτού φτάσουμε σε αυτό το θέμα, θα πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε ότι δεν ήταν διόλου προφανές εξαρχής ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Αυτό που μπορεί να έχει ήδη γίνει κατανοητό, για παράδειγμα από τη συζήτησή μας για τον Απολλώνιο τον Τυανέα, είναι ότι οι φιλόσοφοι, εκτός από τους Επικούρειους και τους Σκεπτικούς, και ιδιαίτερα οι Στωικοί και οι Πλατωνικοί, από τον Ιο π.Χ. αιώνα και μετά, ενδιαφέρονταν όλο και περισσότερο για ερωτήματα σχετικά με τον Θεό, τους θεούς, την ψυχή και τη μοίρα της ψυχής. Οι Πλατωνικοί τώρα, ξεκινώντας από μια παρατήρηση στον Θεαίτητο του Πλάτωνα (176b 1), θα υποστηρίξουν ότι ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής, ο στόχος στον οποίο αποβλέπουμε και προς τον οποίο κατευθύνουμε όλες τις δραστηριότητές μας, είναι η όμοίωσις θεω. Οι Περιπατητικοί και οι Στωικοί δεν χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα. Αλλά οι Περιπατητικοί συμμερίζονταν την άποψη ότι το ευ ζην ισοδυναμεί με θεϊκό βίο, στο μέτρο που συνίσταται σε ένα βίο θεωρητικής ενατένισης της αλήθειας και σε τελευταία ανάλυση ενατένισης του θεού, και ότι κατ’ αυτή την ενατένιση ταυτιζόμαστε με το αντικείμενο της σκέψης μας. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι Στωικοί κατέληξαν να αντιμετωπίζουν το τέλος του βίου και κατά συνέπεια και το βίο όλο και πιο πολύ με θρησκευτικούς όρους, το θάνατο ως την επιστροφή -σε ιδανικές περιπτώσεις- ενός καθαρμένου πνεύματος στη θεϊκή του πηγή. Όλα αυτά αντανακλούσαν μια νέα θρησκευτικότητα, που έγινε αισθητή σε μια αρχαία κοινωνία την οποία δεν ικανοποιούσαν πια οι παραδοσιακές δημόσιες λατρείες. Νέες λατρείες, «μυστηριακές θρησκείες», που προέρχονταν από την Ανατολή, σύντομα απέκτησαν πιστούς. Υπό αυτή την έννοια, η ανάπτυξη και η διάδοση του χριστιανισμού ήταν απλώς μέρος μιας ευρύτερης εξέλιξης, η οποία μετασχημάτισε την αρχαία κοινωνία. Όλες αυτές οι λατρείες προσπαθούσαν να αρθρώσουν μια άποψη της πραγματικότητας και της θέσης του ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν. Και για τη διαμόρφωση αυτής της άποψης βασίζονταν στη φιλοσοφία όλο και με μεγαλύτερη προθυμία, καθώς οι φιλόσοφοι από τον 1ο π.Χ. αιώνα και μετά φρόντιζαν να ανταποκριθούν στις νέες θρησκευτικές ανάγκες. Η θεολογία, από τα χρόνια του Αριστοτέλη, αποτελούσε ρητά αναγνωρισμένο τμήμα της φιλοσοφίας και τώρα, περισσότερο από ποτέ, γινόταν αντικείμενο μεγαλύτερης προσοχής από τους φιλοσόφους.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εύκολο να δούμε γιατί πολλοί από τους πρώτους χριστιανούς μπόρεσαν να θεωρήσουν τη χριστιανική διδασκαλία γενικά ως τη νέα αληθινή φιλοσοφία, και ιδιαίτερα τη χριστιανική θεολογία ως τη νέα αληθινή θεολογία που αντικαθιστούσε τη θεολογία των Στωικών, των Περιπατητικών και των Πλατωνικών. Στη Σούδα, ένα καθαρά ορθόδοξο βυζαντινό λεξικό, το λήμμα «φιλοσοφία» αρχίζει ως εξής: «η διόρθωση της ηθικής μας, συνοδευόμενη από ορθή πίστη, βασιζόμενη σε μια κατανόηση (γνώσει) που αναφέρεται στην πραγματικότητα. Ως προς αυτήν έσφαλαν οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι». Έτσι, υπήρχε η ελληνική φιλοσοφία, η ιουδαϊκή φιλοσοφία και η χριστιανική φιλοσοφία. Αυτό που διέκρινε τη χριστιανική φιλοσοφία ήταν ότι δεν βασιζόταν στην πίστη, αλλά στην αληθινή γνώση.
Ορισμένοι από τους πρώτους χριστιανούς φιλοσόφους ήταν φιλόσοφοι που είχαν μεταστραφεί στον χριστιανισμό ή άτομα που είχαν κάποια φιλοσοφική εκπαίδευση. Ο Πανταίνος, ο ελάχιστα γνωστός πρόδρομος του Κλήμη και του Ωριγένη στην Αλεξάνδρεια, ήταν στωικός φιλόσοφος. Ο Ιουστίνος ήταν Πλατωνικός. Μετά τη μεταστροφή του οδηγείται στην παρουσίαση του χριστιανισμού ως της αληθούς φιλοσοφίας (πβ. το Διάλογο II, I) και συνεχίζει να θεωρεί πως ασκεί τη φιλοσοφία εξηγώντας και αναπτύσσοντας τη χριστιανική διδασκαλία και στρέφοντας άλλους στον χριστιανισμό. Λέει.«Αληθινά, η φιλοσοφία είναι το σπουδαιότερο απόκτημα και εκτιμάται ως το πολυτιμότερο πράγμα από τον Θεό. Αυτή μόνη μάς οδηγεί στον Θεό και μας ενώνει μαζί Του, και αληθινά όσιοι είναι εκείνοι που προσηλώνουν το πνεύμα τους στη φιλοσοφία». Παρόμοια άποψη βρίσκουμε στον Κλήμη. Οι χριστιανοί Πατέρες θα μιλήσουν επανειλημμένα για τη χριστιανική διδασκαλία ως την αληθινή φιλοσοφία και για τους εκφραστές της ως φιλοσόφους.
Αν λάβουμε υπόψη την αντίληψη για τη φιλοσοφία κατά την ύστερη αρχαιότητα, δεν θα πρέπει να νομίσουμε πως αυτός ο ισχυρισμός δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά. Είναι βέβαια αλήθεια ότι οι χριστιανοί στηρίζονταν στην αυθεντία για τις πεποιθήσεις τους, ακόμη και στην αυθεντία της αποκεκαλυμμένης ή εμπνευσμένης αλήθειας. Όμως αυτό δεν τους διέκρινε από τους ειδωλολάτρες φιλοσόφους. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, οι Πλατωνικοί μπορούσαν να μεταχειρίζονται το κείμενο του Πλάτωνα σαν να επρόκειτο για τη Γραφή. Ήταν πρόθυμοι να βασιστούν σε αυτά που θεωρούσαν εμπνευσμένα κείμενα, τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, τα Ορφικά ποιήματα ή ακόμη και τον Όμηρο. Πράγματι, μπορούσαν ακόμη να στραφούν στην ίδια τη Γραφή. Ο Ωριγένης τουλάχιστον μάς λέει ότι ο Νουμήνιος δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί ρήσεις των Προφητών και να τις ερμηνεύει (Κατά Κέλσον I, 15). Μας λέει ακόμη (στο ίδιο, IV, 51) ότι ο Νουμήνιος συχνά στα κείμενά του στηριζόταν στον Μωυσή και τους Προφήτες, ερμηνεύοντας τα λεγόμενό τους. Στο ίδιο χωρίο αποδίδεται στον Νουμήνιο η ερμηνεία μιας ιστορίας για τον Ιησού. Ο Κλήμης (Στρωμ. I, 150, 4) και ο Ευσέβιος (Ευαγγελική προπαρασκευή XI, 10, 14) αναφέρουν πως ο Νουμήνιος έλεγε: «Τι άλλο είναι ο Πλάτων παρά ο Μωυσής που μιλά την αττική διάλεκτο;».
Αν ο Νουμήνιος ήταν ο πιο σημαντικός πρόδρομος του Πλωτί-νου, ο Αμέλιος ήταν ένας από τους δύο πιο σημαντικούς του μαθητές. Και ο Ει»σέβιος (Ευαγγελική προπαρασκενή XL 19, 1 κ.ε.) παραθέτει ένα χωρίο από τον Αμέλιο, στο οποίο ο Αμέλιος φαίνεται να αναφέρεται στην αρχή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνάμε ότι, παρόλο που οι χριστιανοί θεολόγοι βασίζονταν στην αυθεντία, φαίνεται πως είχαν υποθέσει, τουλάχιστον αρχικά, ότι η κατανόηση στην οποία οδηγούνταν από την αυθεντία ήταν μια φιλοσοφική κατανόηση που σε τελευταία ανάλυση καθιστούσε περιττή τη στήριξη στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Η εξάρτηση του Ωριγένη από τη Γραφή είναι εντυπωσιακή, αλλά και στην περίπτωση του Ωριγένη και σε εκείνη του Αυγουστίνου, τουλάχιστον του Αυγουστίνου της πρώτης περιόδου, η θεολογική άποψη στην οποία καταλήγουμε και ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίζεται φαίνεται να μοιάζει κατά πολύ με κάποια φιλοσοφική θέση που στηρίζεται σε φιλοσοφικές βάσεις, και δεν βλέπω κανένα λόγο να μη θεωρήσουμε τον Ωριγένη φιλόσοφο, σύμφωνα με την αντίληψη της αρχαιότητας.
Τώρα, ακριβώς όπως η ειδωλολατρική φιλοσοφία κατά την ύστερη αρχαιότητα αντιπροσωπευόταν στο ένα άκρο του φάσματος από φιλοσόφους σαν τον Πλωτίνο και στο άλλο άκρο από Κυνικούς σαν αυτούς που περιφέρονταν ζητιανεύοντας, και όλοι οι χριστιανοί δεν συμμερίζονταν τις απόψεις του Ωριγένη για τη φιλοσοφία. Υπήρχαν και οι μοναχοί που είχαν μια μάλλον διαφορετική αντίληψη της αληθινής σοφίας. Και έτσι δεν μας προξενεί κατάπληξη το ότι οι χριστιανοί κατέληξαν να χρησιμοποιούν τη λέξη «φιλόσοφος» για να αναφερθούν σε μοναχούς και να θεωρούν τη μοναστική ζωή ως πραγματικά φιλοσοφική ζωή (πβ. Μέγας Βασίλειος, Ασκητικοί Διατάξεις 5, Γρηγ. Νύσσης, Βίος Μακρινής, 411, 12). Και πάλι νομίζω ότι θα ήταν μεγάλο σφάλμα να μην πάρουμε και αυτό το γεγονός στα σοβαρά. Αν, για παράδειγμα, αναλογιστούμε την περιγραφή των Ουσιών από τον Φίλωνα ή την περιγραφή των Αιγυπτίων ιερέων από τον Χαιρήμονα, που βασίζονταν και οι δύο σε μια φιλοσοφική αντίληψη του σοφού, και που παρανοήθηκαν και οι δύο ως αναφερόμενες σε ιστορικούς προδρόμους του μοναχισμού, συνειδητοποιούμε πόσα οφείλει ο μοναχισμός της πρώτης περιόδου στους Κυνικούς, τη στωική έμφαση στην εσωτερική ζωή και την προσήλωση στο Αγαθό, και συχνά σε μια πλατωνική κοσμοθεώρηση, σύμφωνα με την οποία «η σωτηρία απαιτούσε την απόσυρση από τα εγκόσμια, τη στροφή στο εσωτερικό της ψυχής και την ανάβαση μέσω της ψυχής, νοούμενης ως κλίμακας, στην πηγή της». Την αρχαία εποχή, ακόμη και οι ειδωλολάτρες θα είχαν καταλάβει αμέσως ότι ο βίος του μοναχού είναι φιλοσοφικός βίος. Έμοιαζε μάλλον με έναν τρόπο του να παίρνει κανείς στα σοβαρά την ιδιότητα του φιλοσόφου.
Βέβαια φαίνεται πως οι πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, προσελκύονταν από την ιδέα ότι μια φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου στο φως της αποκάλυψης θα έσωζε την ψυχή και θα οδηγούσε στη ζωή που επαγγελλόταν η θρησκεία τους. Αλλά ο Ωριγένης, για παράδειγμα, παρά τις τεράστιες θεολογικές του προσπάθειες, σαφέστατα απέρριπτε αυτή την αριστοκρατική ιδέα, που έχει τόσα κοινά στοιχεία με την άποψη την οποία βρίσκουμε στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ότι δηλαδή η αληθινή σοφία και κατά συνέπεια το ευ ζην είναι διαθέσιμα μόνο για τους λίγους εκείνους που διαθέτουν τις φυσικές, και συγκεκριμένα τις διανοητικές ικανότητες, και την κατάλληλη ανατροφή, αλλά ακόμη περισσότερα κοινά στοιχεία με ορισμένες αντιλήψεις των Γνωστικών, σύμφωνα με τις οποίες μόνο λίγοι εκλεκτοί καλούνται να αποκτήσουν την περίτεχνη και θεωρητική σοφία που σώζει τον άνθρωπο. Για τον Ωριγένη, αυτό που σώζει είναι η ικανότητα, διαθέσιμη σε όλους, να εμμένει κανείς στην πίστη στον Χριστό, όπως αποκαλύπτεται στην ενσάρκωσή Του, και μέσω Αυτού, στον Θεό. Πράγματι η επίκληση του Χριστού δεν θεωρείται εναλλακτική λύση σε σχέση με τη φιλοσοφία, αλλά ως η μόνη οδός προς το ευ ζην, καθώς, αν επικαλεστούμε τον Χριστό, ο Θεός με την αγαθότητά του θα παράσχει τη χάρη, η οποία μας επιτρέπει να εμμένουμε στην αληθινή μας πίστη. Παρ’ όλα αυτά ο Ωριγένης υιοθετεί και την ισχυρή άποψη ότι εκείνοι οι οποίοι έχουν δεχτεί το δώρο της πίστης καλούνται να ενσωματώσουν την πίστη τους και τα διδάγματα της Εκκλησίας σε μια σαφώς διαμορφωμένη αντίληψη της πραγματικότητας, του είδους που οι φιλόσοφοι πάντοτε προσπαθούσαν να μας παράσχουν, η οποία ελέγχεται από το λόγο και καθιστά την πίστη μας κατανοητή. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο (Εκκλ. ιστορία VI, ί9, 7), ακόμη και ο Πορφύριος δεν μπορούσε να βρει ψεγάδι στις φιλοσοφικές και ιδιαίτερα στις λογικές απόψεις του Ωριγένη.
Όμως, αφότου κυριάρχησε η άποψη ότι η σωτηρία ήταν θέμα απλής πίστης μάλλον παρά φιλοσοφικής σύλληψης της αλήθειας της, και αφότου οι χριστιανοί έφτασαν να αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία οποιοδήποτε εγχείρημα όπως αυτά τα οποία αναλάμβανε ο Ωριγένης, αφότου θεώρησαν ότι ήταν ασφαλέστερο να δέχονται με δέος τα «μυστήρια» της πίστης, ακόμη κι αν αυτά τα ίδια τα μυστήρια ήταν στην αφετηρία τους απλώς φιλοσοφικά διαμορφωμένες συλλήψεις της πίστης, το φιλοσοφικό εγχείρημα έχασε τη θέση του στη ζωή μέσα σε μια χριστιανική κοινωνία, έχασε το κίνητρο που είχε αποτελέσει την κύρια δύναμη που το προ- κάλεσε: τη σκέψη ότι το ευ ζην ήταν μια ζωή σοφίας, και ότι αυτή η σοφία έπρεπε να αποκτηθεί μέσα από τη φιλοσοφική θεωρία και πρακτική. Αυτό το οποίο καθοδηγούσε τη ζωή ήταν πια η θρησκευτική πίστη μάλλον παρά η φιλοσοφική πίστη, και αυτό που χρειαζόταν ήταν η θρησκευτική και η θρησκευτικά παρακινημένη ηθική πρακτική μάλλον παρά η φιλοσοφική πρακτική. Και αυτό σήμαινε ότι οι φιλόσοφοι μπορούσαν να συνεχίσουν να παράγουν θεωρίες για τον κόσμο, ή ακόμη και για το πώς θα έπρεπε να πράττουμε, αλλά αυτές οι θεωρίες δεν θεωρούνταν πια αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή μας. Αν συγκρούονταν με τη θρησκευτική πίστη έπρεπε να εγκαταλειφθούν. Η θέση τους στη ζωή είχε αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενδεχόμενη σύγκρουση, τελικά γινόταν δεκτό πως δεν ήταν καταρχήν ικανές να πάρουν τη θέση στο κέντρο της ζωής μας την οποία υποστηριζόταν ότι σωστά κατελάμβανε η θρησκευτική πίστη και η τήρηση θρησκευτικών κανόνων. Δεν μπορούμε εδώ να συζητήσουμε την τεράστια μετατόπιση που είχε επέλθει. Αλλά αντανακλάται στο γεγονός ότι μέχρι τις μέρες μας, στη συνηθισμένη ηθική σκέψη μας και στη φιλοσοφική μας ηθική, φαίνεται πως δεν υπάρχει παρά μικρή ή και καθόλου θέση για την άσκηση της θεωρητικής σοφίας ως συστατικού του ευ ζην και πως η αρετή μοιάζει να ταυτίζεται με καταπληκτική ευκολία με την ηθική αρετή, σαν να ήταν ηθικά αδιάφορη η θεωρητική σοφία.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η φιλοσοφία περιορίστηκε σε μια θεωρητική άσκηση, χωρίς την οποία μπορούσε κανείς να ζήσει καλά και να μη φοβάται για τη ζωή ή την ψυχή του, μια άσκηση που, στην καλύτερη περίπτωση, είχε περιθωριακή σχέση με τη ζωή μας. Αλλά είναι σφάλμα να νομίσουμε ότι απλώς επειδή η ιστορία πήρε αυτή την τροπή η καλή φιλοσοφία πρέπει να είναι κάτι που σε τελευταία ανάλυση είναι άσχετο με τη ζωή μας, με τη ζωή αυτών με τους οποίους ζούμε και με τη ζωή μας μαζί τους, και με τη ζωή των κοινοτήτων και των κοινωνιών μας. Και ασφαλώς θα ήταν λάθος να προβάλουμε στους αρχαίους την αντίληψή μας για τη φιλοσοφία ως του ακαδημαϊκού εγχειρήματος ανάπτυξης φιλοσοφικών θεωριών.
Όσα ανέφερα είχαν ως αφορμή κυρίως ένα ιστοριογραφικό, μεθοδολογικό ενδιαφέρον. Θέλησα να τονίσω ότι ένα μεγάλο μέρος της αρχαίας φιλοσοφίας απλώς χάνεται από τη ματιά μας, αν μελετήσουμε την αρχαία φιλοσοφία μονάχα από τη σκοπιά του σύγχρονου φιλοσόφου με τη σύγχρονη του αντίληψη της φιλοσοφίας και του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος. Αλλά ελπίζω επίσης πως αν δώσουμε προσοχή σε αυτό που αλλιώς εξαφανίζεται από τη θεώρησή μας βρίσκουμε μια αντίληψη ή μάλλον αντιλήψεις της φιλοσοφίας οι οποίες από πολλές απόψεις ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα στις προσδοκίες που ενέπνεαν πολλούς από μας όταν αποφασίσαμε να γίνουμε φιλόσοφοι. Είναι μάλλον απίθανο να πιστεύαμε ότι κάποια άλλη ειδική, τεχνική μελέτη υψηλού επαγγελματικού επιπέδου, όπως για παράδειγμα μια εργασία πάνω στη φιλοσοφική ανάλυση των υποθετικών λόγων, θα ήταν η επάξια εκπλήρωση των προσδοκιών στις οποίες είχαμε ολόψυχα αφιερώσει τη ζωή μας. Φυσικά το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε την τεράστια παιδευτική αξία μιας τέτοιας εμπνευσμένης και διαφωτιστικής εργασίας υψηλού επαγγελματικού επιπέδου για τη φιλοσοφική ανάλυση των υποθετικών λόγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου