Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΝΕΑ ΚΩΜΩΔΙΑ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Ἐπιτρέποντες 218-361

Η διαιτησία

Η κωμωδία Επιτρέποντες ανήκει πιθανώς στην όψιμη παραγωγή του Μενάνδρου και έχει σωθεί σε πάπυρο κατά το μεγαλύτερο μέρος της (περίπου τα 2/3 του έργου). Τον τίτλο έδωσε στο έργο η σκηνή της διαιτησίας στη δεύτερη πράξη. Δυο δούλοι, ο βοσκός Δάος, που βρήκε στο δάσος ένα έκθετο παιδί, και ο καρβουνιάρης Σύρος, στον οποίο ο βοσκός έδωσε το παιδί για να το αναθρέψει, ερίζουν για τα αντικείμενα που βρέθηκαν με το παιδί και είχαν τοποθετηθεί από τη μητέρα του, για να είναι δυνατή στο μέλλον η αναγνώριση (γνωρίσματα). Ο άνθρωπος που ορίζουν ως κριτή (=ἐπιτρέπουσιν) ο γέρο-Σμικρίνης, είναι κατά τύχη και χωρίς να το γνωρίζει παππούς του παιδιού, αφού είναι πατέρας της Παμφίλης, της μητέρας του παιδιού, η οποία το είχε εκθέσει, επειδή ήταν καρπός του βιασμού της από έναν άγνωστο κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής γιορτής. Στο τέλος θα αποκαλυφθεί ότι ο τότε άγνωστος ήταν ο μετέπειτα σύζυγός της Χαρίσιος.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί και που προέρχεται από τη σκηνή της διαιτησίας παρακολουθούμε έναν αγώνα λόγων,στον οποίο ο Δάος και ο Σύρος επιχειρηματολογούν για την κατοχή ή τη διεκδίκηση των γνωρισμάτων. (Τόσο ο ἀγών όσο και η έκθεση νηπίων και ο αναγνωρισμός, χαρακτηριστικά στοιχεία κατά κύριο λόγο της ευριπίδειας τραγωδίας, μαρτυρούν τη μεγάλη επίδραση του Ευριπίδη στη Νέα Κωμωδία). Ο λόγος του Σύρου είναι εμφανώς πιο έντεχνος από τον λόγο του Δάου, αλλά και στις δύο περιπτώσεις μέσα από τον λόγο των ομιλητών διαγράφεται ανάγλυφα ο χαρακτήρας τους.

Ἐπιτρέποντες 218-361

(ΣΥΡΟΣ)
φεύγεις τὸ δίκαιον.
(ΔΑΟΣ)
δυστυχής.
οὐ δεῖ σ᾽ ἔχειν τὰ μὴ σά.
(ΣΥΡΟΣ)
ἐπιτρεπτέον τινί
ἐστι περὶ τούτων.
(ΔΑΟΣ)
220 βούλομαι· κρινώμεθα.
(ΣΥΡΟΣ)
τίς οὖν;
(ΔΑΟΣ)
ἐμοὶ μὲν πᾶς ἱκανός. δίκαια δὲ
πάσχω· τί γάρ σοι μετεδίδουν;
(ΣΥΡΟΣ)
τοῦτον λαβεῖν
βούλει κριτήν;
(ΔΑΟΣ)
ἀγαθῇ τύχῃ.
(ΣΥΡΟΣ)
πρὸς τῶν θεῶν,
βέλτιστε, μικρὸν ἂν σχολάσαις ἡμῖν χρόνον;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
ὑμῖν; περὶ τίνος;
(ΣΥΡΟΣ)
225 ἀντιλέγομεν πρᾶγμά τι.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
τί οὖν ἐμοὶ μέλει;
(ΣΥΡΟΣ)
κριτὴν τούτου τινὰ
ζητοῦμεν ἴσον· εἰ δή σε μηδὲν κωλύει,
διάλυσον ἡμᾶς.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
ὦ κάκιστ᾽ ἀπολούμενοι,
δίκας λέγοντες περιπατεῖτε, διφθέρας
ἔχοντες;
(ΣΥΡΟΣ)
230 ἀλλ᾽ ὅμως. τὸ πρᾶγμ᾽ ἐστὶν βραχύ,
καὶ ῥᾴδιον μαθεῖν. πάτερ, δὸς τὴν χάριν·
μὴ καταφρονήσῃς, πρὸς θεῶν. ἐν παντὶ δεῖ
καιρῷ τὸ δίκαιον ἐπικρατεῖν ἁπανταχοῦ,
καὶ τὸν παρατυγχάνοντα τούτου τοῦ μέρους
235 ἔχειν πρόνοιαν κοινόν ἐστι τῷ βίῳ
πάντων.
ΔΑΟΣ
μετρίῳ γε συμπέπλεγμαι ῥήτορι.
τί γὰρ μετεδίδουν;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
ἐμμενεῖτ᾽ οὖν, εἰπέ μοι,
οἷς ἂν δικάσω;
ΣΥΡΟΣ
πάντως.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
ἀκούσομαι· τί γὰρ
τό με κωλύον; σὺ πρότερος ὁ σιωπῶν λέγε.
ΔΑΟΣ
240 μικρόν γ᾽ ἄνωθεν, οὐ τὰ πρὸς τοῦτον μόνον
πραχθένθ᾽, ἵν᾽ ᾖ σοι καὶ σαφῆ τὰ πράγματα.
ἐν τῷ δασεῖ τῷ πλησίον τῶν χωρίων
τούτων ἐποίμαινον τριακοστὴν ἴσως,
βέλτιστε, ταύτην ἡμέραν αὐτὸς μόνος
245 κἀκκείμενον παιδάριον εὗρον νήπιον
ἔχον δέραια καὶ τοιουτονί τινα
κόσμον.
(ΣΥΡΟΣ)
περὶ τούτων ἐστίν.
ΔΑΟΣ
οὐκ ἐᾷ λέγειν.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
ἐὰν λαλῇς μεταξύ, τῇ βακτηρίᾳ
καθίξομαί σου.
(ΣΥΡΟΣ)
καὶ δικαίως.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
λέγε.
(ΔΑΟΣ)
λέγω.
250 ἀνειλόμην, ἀπῆλθον οἴκαδ᾽ αὔτ᾽ ἔχων,
τρέφειν ἔμελλον. ταῦτ᾽ ἔδοξέ μοι τότε·
ἐν νυκτὶ βουλὴν δ᾽, ὅπερ ἅπασι γίνεται,
διδοὺς ἐμαυτῷ διελογιζόμην· ἐμοὶ
τί παιδοτροφίας καὶ κακῶν; πόθεν δ᾽ ἐγὼ
255 τοσαῦτ᾽ ἀναλώσω; τί φροντίδων ἐμοί;
τοιουτοσί τις ἦν. ἐποίμαινον πάλιν
ἕωθεν. ἦλθεν οὗτος —ἐστὶ δ᾽ ἀνθρακεύς—
εἰς τὸν τόπον τὸν αὐτὸν ἐκπρίσων ἐκεῖ
στελέχη· πρότερον δέ μοι συνήθης ἐγεγόνει.
260 λαλοῦμεν ἀλλήλοις. σκυθρωπὸν ὄντα με
ἰδών, «τί σύννους» φησὶ «Δᾶος;» «τί γάρ;» ἐγώ,
«περίεργός εἰμι,» καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ αὐτῷ λέγω,
ὡς εὗρον, ὡς ἀνειλόμην. ὁ δὲ τότε μὲν
εὐθὺς πρὶν εἰπεῖν πάντ᾽ ἐδεῖθ᾽, «οὕτω τί σοι
265 ἀγαθὸν γένοιτο Δᾶε» παρ᾽ ἕκαστον λέγων,
«ἐμοὶ τὸ παιδίον δός. οὕτως εὐτυχής,
οὕτως ἐλεύθερος. γυναῖκά» φησι «γὰρ
ἔχω, τεκούσῃ δ᾽ ἀπέθανεν τὸ παιδίον»,
ταύτην λέγων, ἣ νῦν ἔχει τὸ παιδίον.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
ἐδέου σύ γ᾽;
(ΔΑΟΣ)
270 ἱκετεύων ὅλην τὴν ἡμέραν
κατέτριψε. λιπαροῦντι καὶ πείθοντί με
ὑπεσχόμην. ἔδωκ᾽, ἀπῆλθεν μυρία
εὐχόμενος ἀγαθά· λαμβάνων μου κατεφίλει
τὰς χεῖρας. ἐπόεις ταῦτα;
(ΣΥΡΟΣ)
ἐπόουν.
(ΔΑΟΣ)
ἀπηλλάγη.
275 μετὰ τῆς γυναικὸς περιτυχών μοι νῦν ἄφνω
τὰ τότε συνεκτεθέντα τούτῳ —μικρὰ δὲ
ἦν ταῦτα καὶ λῆρός τις, οὐθέν— ἀξιοῖ
ἀπολαμβάνειν καὶ δεινὰ πάσχειν φήσ᾽, ὅτι
οὐκ ἀποδίδωμ᾽, αὐτὸς δ᾽ ἔχειν ταῦτ᾽ ἀξιῶ.
280 ἐγὼ δέ γ᾽ αὐτόν φημι δεῖν ἔχειν χάριν
οὗ μετέλαβεν δεόμενος· εἰ μὴ πάντα δὲ
τούτῳ δίδωμ᾽, οὐκ ἐξετασθῆναί με δεῖ.
εἰ καὶ βαδίζων εὗρεν ἅμ᾽ ἐμοὶ ταῦτα καὶ
ἦν κοινὸς Ἑρμῆς, τὸ μὲν ἂν οὗτος ἔλαβ[εν ἄν,
285 τὸ δ᾽ ἐγώ· μόνου δ᾽ εὑρόντος, οὐ παρὼν τ̣[ότε
ἅπαντ᾽ ἔχειν οἴει σε δεῖν, ἐμὲ δ᾽ οὐδὲ ἕν;
τὸ πέρας· δέδωκά σοι τι τῶν ἐμῶν ἐ[γώ·
εἰ τοῦτ᾽ ἀρεστόν ἐστί σοι, καὶ νῦν ἔχε·
εἰ δ᾽ οὐκ ἀρέσκει, μετανοεῖς δ᾽, ἀπόδος πάλιν
290 καὶ μηδὲν ἀδίκει μηδ᾽ ἐλαττοῦ. πάντα δέ,
τὰ μὲν παρ᾽ ἑκόντος, τὰ δὲ κατισχύσαντά με,
οὐ δεῖ σ᾽ ἔχειν. εἴρηκα τόν γ᾽ ἐμὸν λόγον.
(ΣΥΡΟΣ)
εἴρηκεν;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
οὐκ ἤκουσας; εἴρηκεν.
ΣΥΡΟΣ
καλῶς.
οὐκοῦν ἐγὼ μετὰ ταῦτα. μόνος εὗρ᾽ οὑτοσὶ
295 τὸ παιδίον, καὶ πάντα ταῦθ᾽ ἃ νῦν λέγει
ὀρθῶς λέγει, καὶ γέγονεν οὕτως, ὦ πάτερ.
οὐκ ἀντιλέγω. δεόμενος, ἱκετεύων ἐγὼ
ἔλαβον παρ᾽ αὐτοῦ τοῦτ᾽· ἀληθῆ γὰρ λέγει.
ποιμήν τις ἐξήγγειλέ μοι, πρὸς ὃν οὑτοσὶ
300 ἐλάλησε, τῶν τούτῳ συνέργων, ἅμα τινὰ
κόσμον συνευρεῖν αὐτόν· ἐπὶ τοῦτον, πάτερ,
αὐτὸς πάρεστιν οὑτοσί. —τὸ παιδίον
δός μοι γύναι.— τὰ δέραια καὶ γνωρίσματα
οὗτός σ᾽ ἀπαιτεῖ Δᾶ᾽· ἑαυτῷ φησι γὰρ
305 ταῦτ᾽ ἐπιτεθῆναι κόσμον, οὐ σοὶ διατροφήν.
κἀγὼ συναπαιτῶ κύριος γεγενημένος
τούτου· σὺ δ᾽ ἐπόησάς με δούς. νῦν γνωστέον
βέλτιστέ σοι ταῦτ᾽ ἐστίν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ,
τὰ χρυσί᾽ ἢ ταῦθ᾽ ὅ τι ποτ᾽ ἐστὶ πότερα δεῖ
310 κατὰ τὴν δόσιν τῆς μητρός, ἥτις ἦν ποτε,
τῷ παιδίῳ τηρεῖσθ᾽, ἕως ἂν ἐκτραφῇ,
ἢ τὸν λελωποδυτηκότ᾽ αὐτὸν ταῦτ᾽ ἔχειν,
εἰ πρῶτος εὗρε τἀλλότρια. τί οὖν τότε,
ὅτ᾽ ἐλάμβανον τοῦτ᾽, οὐκ ἀπῄτουν ταῦτά σε;
315 οὔπω παρ᾽ ἐμοὶ τότ᾽ ἦν ὑπὲρ τούτου λέγειν.
ἥκω δὲ καὶ νῦν οὐκ ἐμαυτοῦ σ᾽ οὐδὲ ἓν
ἴδιον ἀπαιτῶν. κοινὸς Ἑρμῆς; μηδὲ ἓν
εὕρισχ᾽, ὅπου πρόσεστι σῶμ᾽ ἀδικούμενον·
οὐχ εὕρεσις τοῦτ᾽ ἔστιν ἀλλ᾽ ἀφαίρεσις.
320 βλέψον δὲ κἀκεῖ, πάτερ· ἴσως ἔσθ᾽ οὑτοσὶ
ὁ παῖς ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ τραφεὶς ἐν ἐργάταις
ὑπερόψεται ταῦτ᾽, εἰς δὲ τὴν αὑτοῦ φύσιν
ᾄξας ἐλεύθερόν τι τολμήσει πονεῖν,
θηρᾶν λέοντας, ὅπλα βαστάζειν, τρέχειν
325 ἐν ἀγῶσι. τεθέασαι τραγῳδούς, οἶδ᾽ ὅτι,
καὶ ταῦτα κατέχεις πάντα. Νηλέα τινὰ
Πελίαν τ᾽ ἐκείνους εὗρε πρεσβύτης ἀνὴρ
αἰπόλος, ἔχων οἵαν ἐγὼ νῦν διφθέραν,
ὡς δ᾽ ᾔσθετ᾽ αὐτοὺς ὄντας αὑτοῦ κρείττονας,
330 λέγει τὸ πρᾶγμ᾽, ὡς εὗρεν, ὡς ἀνείλετο.
ἔδωκε δ᾽ αὐτοῖς πηρίδιον γνωρισμάτων,
ἐξ οὗ μαθόντες πάντα τὰ καθ᾽ αὑτοὺς σαφῶς
ἐγένοντο βασιλεῖς οἱ τότ᾽ ὄντες αἰπόλοι.
εἰ δ᾽ ἐκλαβὼν ἐκεῖνα Δᾶος ἀπέδοτο,
335 αὐτὸς ἵνα κερδάνειε δραχμὰς δώδεκα,
ἀγνῶτες ἂν τὸν πάντα διετέλουν χρόνον
οἱ τηλικοῦτοι καὶ τοιοῦτοι τῷ γένει.
οὐ δὴ καλῶς ἔχει τὸ μὲν σῶμ᾽ ἐκτρέφειν
ἐμὲ τοῦτο, τὴν [δὲ] τοῦδε τῆς σωτηρίας
340 ἐλπίδα λαβόντα Δᾶον ἀφανίσαι, πάτερ.
γαμῶν ἀδελφήν τις διὰ γνωρίσματα
ἐπέσχε, μητέρ᾽ ἐντυχὼν ἐρρύσατο,
ἔσωσ᾽ ἀδελφόν. ὄντ᾽ ἐπισφαλῆ φύσει
τὸν βίον ἁπάντων τῇ προνοίᾳ δεῖ, πάτερ,
345 τηρεῖν, πρὸ πολλοῦ ταῦθ᾽ ὁρῶντ᾽ ἐξ ὧν ἔνι.
ἀλλ᾽ «ἀπόδος, εἰ μή» φησ᾽ «ἀρέσκει.» τοῦτο γὰρ
ἰσχυρὸν οἴεταί τι πρὸς τὸ πρᾶγμ᾽ ἔχειν.
οὐκ ἔστι δίκαιον· εἴ τι τῶν τούτου σε δεῖ
ἀποδιδόναι, καὶ τοῦτο πρὸς ζητεῖς λαβεῖν,
350 ἵν᾽ ἀσφαλέστερον πονηρεύσῃ πάλιν,
εἰ νῦν τι τῶν τούτου σέσωκεν ἡ Τύχη;
εἴρηκα. κρῖνον ὅ τι δίκαιον νενόμικας.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
ἀλλ᾽ εὔκριτ᾽ ἐστί· πάντα τὰ συνεκκείμενα
τοῦ παιδίου ᾽στί. τοῦτο γινώσκω.
(ΔΑΟΣ)
καλῶς·
τὸ παιδίον δέ;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
355 οὐ γνώσομ᾽ εἶναι μὰ Δία σοῦ
τοῦ νῦν ἀδικοῦντος, τοῦ βοηθοῦντος δὲ καὶ
ἐπεξιόντος τἀδικεῖν μέλλοντί σοι.
(ΣΥΡΟΣ)
πόλλ᾽ ἀγαθά σοι γένοιτο.
(ΔΑΟΣ)
δεινή γ᾽ ἡ [κρίσις
νὴ τὸν Δία τὸν Σωτῆρ᾽· ἅπανθ᾽ εὑρὼν [ἐγὼ
360 ἅπαντα περιέσπασμ᾽. ὁ δ᾽ οὐχ εὑρὼν ἔχει.
οὐκοῦν ἀποδιδῶ;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
φημί.

***
(ΣΥΡΟΣ)
Πας να ξεφύγεις από το δίκαιο.
(ΔΑΟΣ)
Εσύ στρεψοδικείς, άθλιε.
Δεν είναι σωστό να έχεις ό,τι δεν σου ανήκει.
(ΣΥΡΟΣ)
Πρέπει να αναθέσουμε σε διαιτητή1 να κρίνει την υπόθεση.220
(ΔΑΟΣ)
Σύμφωνοι. Να κριθούμε.
(ΣΥΡΟΣ)
Και ποιος θα κρίνει;
(ΔΑΟΣ)
Εγώ δέχομαι οποιονδήποτε. Όμως καλά να πάθω·
γιατί τι ήθελα και σου έδινα μερίδιο;
(ΣΥΡΟΣ)
Θέλεις να ορίσουμε αυτόν κριτή;
(ΔΑΟΣ)
Με το καλό!
(ΣΥΡΟΣ)
Για τ᾽ όνομα των θεών, χρυσέ μας άνθρωπε,
μπορείς να διαθέσεις για μας λίγο χρόνο;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Για σας; Σχετικά με ποιο θέμα;225
(ΣΥΡΟΣ)
Διαφωνούμε για ένα ζήτημα.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Κι εμένα τι με νοιάζει;
(ΣΥΡΟΣ)
Ψάχνουμε να βρούμε γι᾽ αυτό έναν κριτή αμερόληπτο.
Αν λοιπόν δεν έχεις πρόβλημα, λύσε μας τη διαφορά.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Βρε που κακό χρόνο να ᾽χετε, μου φοράτε προβιές
και κόβετε βόλτες έχοντας στήσει δικαστήριο;230
(ΣΥΡΟΣ)
Παρ᾽ όλα αυτά. Το ζήτημα δεν είναι τίποτα σπουδαίο
και δεν είναι δύσκολονα σχηματίσεις γνώμη.
Κάνε μας τη χάρη, παππού.
Για τ᾽ όνομα των θεών, μη μας περιφρονήσεις.
Παντού και πάντα πρέπει να νικάει το δίκαιο·
ο καθένας οφείλει να νοιάζεται γι᾽ αυτό·
είναι κάτι που ισχύει για όλους.235
ΔΑΟΣ
Έχω να αντιμετωπίσω ρήτορα που δεν είναι παίξε-γέλασε.
Τι ήθελα και έδινα μερίδιο;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Θα σεβαστείτε λοιπόν την απόφαση που θα βγάλω; Πες μου.
ΣΥΡΟΣ
Οπωσδήποτε
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Ακούω. Τι μ᾽ εμποδίζει, άλλωστε;
Μίλα πρώτος εσύ που σιωπάς.2
ΔΑΟΣ
Θα πάω λίγο πιο πίσω,240
δεν θ᾽ αναφέρω μόνο τι έγινε μ᾽ αυτόν,
για να έχεις σαφή εικόνα για το ζήτημα.
Πριν από καμιά τριανταριά ημέρες, χρυσέ μου άνθρωπε,
έβοσκα ολομόναχος τα πρόβατα στο δάσος κοντά σε τούτα τα χωράφια
και βρήκα παρατημένο ένα μωρουδάκι·245
μαζί του βρέθηκε μια αλυσίδα
και κάποια άλλα τέτοια κοσμηματάκια.
(ΣΥΡΟΣ)
Περί αυτού πρόκειται.
ΔΑΟΣ
Δεν με αφήνει να μιλήσω.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Εάν πετάγεσαι, θα σε λιανίσω με τη μαγκούρα.
(ΣΥΡΟΣ)
Και με το δίκιο σου.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Συνέχισε.
(ΔΑΟΣ)
Συνεχίζω.
Το περιμάζεψα, γύρισα στο σπίτι μου με το μωρό,250
ήθελα να το αναθρέψω. Έτσι έκρινα τότε.
Τη νύχτα όμως, όπως κάνει όλος ο κόσμος,
έβαλα κάτω τα πράγματα και κάθισα και σκέφτηκα:
Τι τα θέλω εγώ τα νταντέματα και τις φασαρίες;
Πού θα βρω να ξοδέψω τόσα χρήματα;255
Ποιος ο λόγος να βάλω μπελάδες;
Αυτά και αυτά σκεφτόμουν. Την άλλη μέρα το πρωί
έβοσκα πάλι τα πρόβατα. Ήρθε αυτός στο ίδιο μέρος
για να πριονίσει κούτσουρα - είναι καρβουνιάρης.
Είχαμε γνωριστεί από πριν και τα λέγαμε.
Πιάνουμε την κουβέντα. Όταν με είδε κατσουφιασμένο,260
«γιατί είναι», λέει, «προβληματισμένος ο Δάος;».
«Έλα ντε», λέω, «πάω γυρεύοντας».
Κάθομαι και του λέω τα καθέκαστα,
πώς βρήκα το μωρό, πώς το περιμάζεψα. Εκείνος, την ίδια στιγμή,
πριν καλά-καλά τελειώσω, άρχισε να με παρακαλάει:
«που σε καλό να σου βγει, Δάε» -αυτή ήταν η μόνιμη επωδός-265
«δώσ᾽ μου το εμένα το μωρό. Που καλή τύχη να ᾽χεις,
που είθε να βρείς την ελευθερία σου. Είμαι», λέει, «παντρεμένος,
αλλά η γυναίκα μου έχασε το παιδί στη γέννα».
Εννοούσε αυτή που κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Τον παρακαλούσες εσύ;270
(ΔΑΟΣ)
Έφαγε όλη την ημέρα να με ικετεύει.
Έτσι που με εκλιπαρούσε και με πιπίλιζε, είπα το ναι, το έδωσα,
έφυγε δίνοντας μου ευχές και ευχές να έχω χίλια καλά.
Έπιανε τα χέρια μου και τα φιλούσε.
Τα έκανες αυτά;
(ΣΥΡΟΣ)
Τα έκανα.
(ΔΑΟΣ)
Επήγε στην ευχή.
Ξαφνικά, μου έρχεται τώρα μαζί με τη γυναίκα του275
και απαιτεί να του παραδοθούν
τα αντικείμενα που βρέθηκαν τότε με το μωρό
-μιλάμε για μικροπράγματα, σαχλαμάρες, το τίποτα-
και λέει πως είναι σκάνδαλο που δεν τα παραδίδω,
αλλά επιμένω να τα κρατήσω εγώ.
Εγώ πάλι λέω ότι έπρεπε να μου χρωστά ευγνωμοσύνη280
γι᾽ αυτά που πήρε με τα παρακάλια του.
Αν τώρα δεν του παραχωρώ τα πάντα,
δεν είμαι υποχρεωμένος και να λογοδοτήσω.
Αν, αίφνης, τα είχε βρει αυτά, ενώ περπατούσε μαζί μου,
και ήταν κοινό το εύρημα, θα έπαιρνε το ένα μέρος αυτός,
και το άλλο εγώ.
Από τη στιγμή όμως που τα βρήκα μόνος μου,285
το θεωρείς σωστό, ενώ δεν ήσουν μαζί,
να έχεις εσύ τα πάντα, κι εγώ τίποτα;
Για να τελειώνω: εγώ σου έδωσα κάτι που μου ανήκει.
Σου αρέσει; Κράτησέ το και τώρα.
Δεν σου αρέσει και έχεις αλλάξει γνώμη; Δώσ᾽ το πάλι πίσω
και μην με αδικείς και μη ζημιώνεσαι.290
Δεν μπορεί όμως να έχεις εσύ τα πάντα,
άλλα με τη συγκατάθεσή μου, και άλλα διά της βίας.
Είπα ό,τι είχα να πω.
(ΣΥΡΟΣ)
Τα είπε;3
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Δεν άκουσες; Τα είπε.
ΣΥΡΟΣ
Καλώς. Τώρα η σειρά μου.
Μόνος του το βρήκε αυτός το μωρό,
και όλα όσα λέει τώρα, είναι όπως τα λέει.295
Έτσι έγιναν τα πράγματα, παππού· δεν το αμφισβητώ.
Για να μου δώσει το μωρό, παρακάλεσα, ικέτευσα.
Αλήθεια λέει.
Ένας βοσκός που δουλεύει κοντά του
- στον βοσκό το εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος-300
μου αποκάλυψε ότι μαζί με το μωρό
είχαν βρεθεί και κάτι κοσμήματα.
Γι᾽ αυτά τα κοσμήματα, παππού,
έχει έρθει αυτός αυτοπροσώπως
-δώσ᾽ μου το μωρό, γυναίκα. Αυτός, Δάε, ζητάει να του παραδώσεις
την αλυσίδα και τα γνωρίσματα· του τα έβαλαν, λέει, μαζί,
για να στολίζουν αυτόν, όχι για να θρέψουν εσένα.305
Μαζί του σου τα ζητάω κι εγώ που είμαι τώρα κηδεμόνας του
-εσύ με έκανες δίνοντάς μου το μωρό.
Τώρα, χρυσέ μου άνθρωπε, έχεις, θαρρώ, να κρίνεις
αν τα χρυσαφικά- ή ό,τι τέλος πάντων είναι αυτά-
πρέπει να τα φυλάξουμε για το παιδί, ώσπου να μεγαλώσει,
όπως το θέλησε η μητέρα του, όποια κι αν είναι,310
ή αν θα τα κρατήσει αυτός που τα ᾽κλεψε,
μόνο και μόνο επειδή βρήκε πρώτος κάτι που δεν του ανήκει.
Γιατί δεν σου τα ζήτησα όταν έπαιρνα το μωρό;
Τότε δεν είχα ακόμη το δικαίωμα να μιλάω εξ ονόματός του.315
Άλλωστε και τώρα δεν ήρθα να σου ζητήσω κάτι για μένα.
Κοινό το εύρημα; Να μου λείπει το εύρημα,
όταν υπάρχει κάποιος που αδικείται.
Αυτό δεν είναι εύρεση, είναι λήστευση.
Σκέψου και το άλλο, παππού·320
τούτο το παιδί μπορεί να είναι πιο πάνω από τη σειρά μας,
και αν μεγαλώσει με δουλευτάδες,
ίσως θα τα περιφρονήσει αυτά
και θα τον σπρώξει η φύση του
ν᾽ αποτολμήσει κάτι αντάξιο των ελευθέρων,
να κυνηγάει λέοντες, να φέρει όπλα, να τρέχει στους αγώνες.
Έχεις ασφαλώς παρακολουθήσει τραγωδίες325
και σου είναι οικεία όλα αυτά.
Τον γνωστό Νηλέα4 και τον Πελία
τους βρήκε ένας γέρος γιδοβοσκός, που φορούσε προβιά
σαν κι αυτή που φοράω τώρα εγώ.
Όταν κατάλαβε πως είχε να κάνει με ανθρώπους που ήταν
πιο πάνω από τη σειρά του,
τους διηγήθηκε τα καθέκαστα,330
πώς τους βρήκε, πώς τους περιμάζεψε,
τους έδωσε και ένα σακουλάκι με τα γνωρίσματα,
έμαθαν έτσι την πάσα αλήθεια για την περιπέτειά τους
και γίναν βασιλιάδες αυτοί που τότε ήσαν γιδοβοσκοί.
Αν όμως εκείνα τα είχε κρατήσει ο Δάος και τα είχε πουλήσει,
για να κερδίσει του λόγου του δώδεκα δραχμές,335
θα έμεναν για πάντα στην αφάνεια
τέτοιοι άντρες κι από τέτοια γενιά.
Δεν είναι σωστό, παππού, να το μεγαλώνω εγώ τούτο το πλάσμα,
την ελπίδα όμως της σωτηρίας του340
να την πάρει και να την εξαφανίσει ο Δάος.
Κάποιος ήταν έτοιμος να παντρευτεί την αδερφή του
και τον σταμάτησαν τα γνωρίσματα,
άλλος βρήκε τη μητέρα του και την απελευθέρωσε,
άλλος έσωσε αδελφό.
Επειδή ο βίος όλων είναι φύσει επισφαλής,
οφείλουμε, γέροντα, να τον προφυλάσσουμε προνοώντας
και να προλαβαίνουμε τα πράγματα, όσο μπορούμε.345
«Αν δεν σου αρέσει», λέει, «δώσ᾽ το πίσω».
Και θεωρεί αποστομωτικό το επιχείρημα.
Δεν είναι δίκαιο. Επειδή δηλαδή εσύ
πρέπει να επιστρέψεις κάτι από αυτά που του ανήκουν,
ζητάς από πάνω να πάρεις και το παιδί,
για να μπορείς και πάλι να ραδιουργείς εκ του ασφαλούς,350
αν τώρα η Τύχη έσωσε κάτι από τα δικά του;
Είπα ό ,τι είχα να πω. Πάρε την απόφαση που θεωρείς δίκαιη.
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Δεν είναι δύσκολο να αποφασίσω.
Όλα όσα βρέθηκαν με το παιδί, ανήκουν στο παιδί.
Αυτή είναι η ετυμηγορία μου.
(ΔΑΟΣ)
Καλώς. Και το παιδί;355
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Δεν θα αποφασίσω, μα τον Δία, ότι ανήκει σ᾽ εσένα
που και τώρα το αδικείς· ανήκει σ᾽ αυτόν που το υπερασπίζεται
και αντιδρά στις αδικίες που σχεδιάζεις.
(ΣΥΡΟΣ)
Να έχεις του κόσμου τα καλά.
(ΔΑΟΣ)
Είναι πρωτοφανής η απόφαση, μα τον Δία τον Σωτήρα.
Εγώ τα βρήκα όλα, και μου τα πήραν όλα.
Και τα έχει αυτός που δεν τα βρήκε.360
Πρέπει λοιπόν να του τα παραδώσω;
(ΣΜΙΚΡΙΝΗΣ)
Ασφαλώς.
----------------
1 Η επίλυση ιδιωτικών διαφορών με προσφυγή στην κρίση ενός ιδιώτη, ύστερα από συμφωνία και των δυο μερών, ήταν συνηθισμένη πρακτική στην Αθήνα, ιδιαίτερα για θέματα που δεν ρυθμίζονταν από κάποιο νόμο. Η απόφαση του διαιτητή ήταν νομικά δεσμευτική, εφόσον και τα δυο μέρη είχαν συμφωνήσει εκ των προτέρων στην επιλογή του.
2 Ο ποιητής αφήνει με αυτόν τον τρόπο τον Σύρο να μιλήσει δεύτερος, και έτσι του εξασφαλίζει πλεονεκτική θέση, αφού του παρέχεται η δυνατότητα να απαντήσει στα επιχειρήματα του αντιπάλου και να προβάλει ακόμη περισσότερο τη ρητορική του δεινότητα.
3 Με την ερώτησή του ο Σύρος δεν ζητεί στην πραγματικότητα να πληροφορηθεί κάτι, αλλά προσπαθεί μάλλον να μειώσει τον Δάο, υπαινισσόμενος ότι ο λόγος του δεν είχε και πολλή ουσία.
4 Σύμφωνα με τον μύθο οι δίδυμοι Νηλέας (ο πατέρας του Νέστορα) και Πελίας ήταν παιδιά της Τυρώς και του Ποσειδώνα. Η Τυρώ, μετά τη γέννησή τους, τα είχε εκθέσει στο βουνό, όπου τα βρήκε ένας βοσκός, κατάφεραν ωστόσο αργότερα να ξανασμίξουν με τη μητέρα τους. Τραγωδίες με θέμα τον μύθο της Τυρώς έγραψαν ο Σοφοκλής και οι τραγικοί ποιητές του 4ου αι. π.Χ. Καρκίνος και Αστυδάμας. Πιθανότατα ο Σύρος αντλεί το παράδειγμά του από κάποιο από τα έργα αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου