Όλα αλλάζουν
Στον Αίαντα, το παλαιότερο από τα σωζόμενα έργα του (περ. 450 π.Χ.), ο Σοφοκλής πραγματεύεται ένα μύθο στον οποίο ο Αισχύλος είχε αφιερώσει ήδη μια τριλογία. Τα βασικά σημεία του είναι τα εξής: μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, ο Οδυσσέας και ο Αίας, που θεωρείται ο γενναιότερος των Ελλήνων μετά τον Αχιλλέα, διεκδικούν τα όπλα του. Στην "κρίση για τα όπλα" (ὅπλων κρίσιν),που ανήκει στα πρὸ τοῦ δράματος, αποφασίζεται να δοθούν στον Οδυσσέα. Ο Αίας θεωρεί την κρίση άδικη και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας εκείνους που τον αδίκησαν, ανάμεσά τους τους "πρωταίτιους" Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Το σχέδιό του το ματαιώνει η Αθηνά που του ταράζει τα λογικά. Μέσα στη μανία του, βγαίνει μια νύχτα και κατασφάζει τα ζώα του στρατοπέδου, νομίζοντας ότι σφάζει τους εχθρούς του. Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί τι έπραξε, παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Εκείνοι που τον αγαπούν μάταια προσπαθούν να τον αποτρέψουν. Κατά τη σοφόκλεια εκδοχή, μετά την αυτοκτονία, οι Ατρείδες απαγορεύουν την ταφή του Αίαντα, αλλά, με παρέμβαση του άλλοτε άσπονδου εχθρού του, του Οδυσσέα, η απάνθρωπη απόφαση δεν πραγματοποιείται.
Το επόμενο απόσπασμα είναι η δεύτερη από τις τέσσερις ρήσεις του Αίαντα, η οποία καταλαμβάνει ολόκληρο επεισόδιο, κάτι που είναι ασυνήθιστο για τον Σοφοκλή. Στην οιονεί μονολογική ρήση, ο Αίας εμφανίζεται να εναρμονίζεται με τη φυσική τάξη, όπου η αλλαγή είναι νομοτέλεια, και να έχει αλλάξει, αυτός ο ἔκφρων να γίνεται σώφρων και να μιλάει για τους εχθρούς που δεν θα μείνουν πάντα εχθροί και για τους φίλους που δεν θα μείνουν πάντα φίλοι. Τη βεβαιότητα ότι έχει πράγματι αλλάξει την υπονομεύουν οι αλλεπάλληλες αμφισημίες.
Αἴας 646-692
φύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται·
κοὐκ ἔστ᾽ ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ᾽ ἁλίσκεται
χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες.
650 κἀγὼ γάρ, ὃς τὰ δείν᾽ ἐκαρτέρουν τότε
βαφῇ σίδηρος ὥς, ἐθηλύνθην στόμα
πρὸς τῆσδε τῆς γυναικός· οἰκτίρω δέ νιν
χήραν παρ᾽ ἐχθροῖς παῖδά τ᾽ ὀρφανὸν λιπεῖν.
ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους
655 λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ
μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
μολών τε χῶρον ἔνθ᾽ ἂν ἀστιβῆ κίχω
κρύψω τόδ᾽ ἔγχος τοὐμόν, ἔχθιστον βελῶν,
γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται·
660 ἀλλ᾽ αὐτὸ νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω.
ἐγὼ γὰρ ἐξ οὗ χειρὶ τοῦτ᾽ ἐδεξάμην
παρ᾽ Ἕκτορος δώρημα δυσμενεστάτου,
οὔπω τι κεδνὸν ἔσχον Ἀργείων πάρα,
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἀληθὴς ἡ βροτῶν παροιμία,
665 ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα.
τοιγὰρ τὸ λοιπὸν εἰσόμεσθα μὲν θεοῖς
εἴκειν, μαθησόμεσθα δ᾽ Ἀτρείδας σέβειν.
ἄρχοντές εἰσιν, ὥσθ᾽ ὑπεικτέον. τί μήν;
καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα
670 τιμαῖς ὑπείκει· τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς
χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει·
ἐξίσταται δὲ νυκτὸς αἰανὴς κύκλος
τῇ λευκοπώλῳ φέγγος ἡμέρᾳ φλέγειν·
δεινῶν τ᾽ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε
675 στένοντα πόντον· ἐν δ᾽ ὁ παγκρατὴς Ὕπνος
λύει πεδήσας, οὐδ᾽ ἀεὶ λαβὼν ἔχει.
ἡμεῖς δὲ πῶς οὐ γνωσόμεσθα σωφρονεῖν;
ἔγωγ᾽· ἐπίσταμαι γὰρ ἀρτίως ὅτι
ὅ τ᾽ ἐχθρὸς ἡμῖν ἐς τοσόνδ᾽ ἐχθαρτέος,
680 ὡς καὶ φιλήσων αὖθις, ἔς τε τὸν φίλον
τοσαῦθ᾽ ὑπουργῶν ὠφελεῖν βουλήσομαι,
ὡς αἰὲν οὐ μενοῦντα. τοῖς πολλοῖσι γὰρ
βροτῶν ἄπιστός ἔσθ᾽ ἑταιρείας λιμήν.
ἀλλ᾽ ἀμφὶ μὲν τούτοισιν εὖ σχήσει· σὺ δὲ
685 ἔσω θεοῖς ἐλθοῦσα διὰ τέλους, γύναι,
εὔχου τελεῖσθαι τοὐμὸν ὧν ἐρᾷ κέαρ.
ὑμεῖς θ᾽, ἑταῖροι, ταὐτὰ τῇδέ μοι τάδε
τιμᾶτε, Τεύκρῳ τ᾽, ἢν μόλῃ, σημήνατε
μέλειν μὲν ἡμῶν, εὐνοεῖν δ᾽ ὑμῖν ἅμα.
690 ἐγὼ γὰρ εἶμ᾽ ἐκεῖσ᾽ ὅποι πορευτέον,
ὑμεῖς δ᾽ ἃ φράζω δρᾶτε, καὶ τάχ᾽ ἂν μ᾽ ἴσως
πύθοισθε, κεἰ νῦν δυστυχῶ, σεσωμένον.
***
φανερώνει όλα όσα δεν εφανερώθηκαν
και αφού φανερωθούν τα κρύβει.
Τίποτα δεν είναι απροσδόκητο· λυγίζει
και ο φοβερός όρκος και ο αλύγιστος νους.
Έτσι και εγώ, που τότε ήμουν σκληρός650
σαν το βαμένο σίδερο,1 ακούγοντας αυτή τη γυναίκα,
εμαλάκωσα, η γλώσσα μου ημέρεψε·
πονάω να την αφήσω χήρα με τους εχθρούς μου,
ν᾽ αφήσω τον γιο μου ορφανό.
Θα πάω στα λιβάδια πλάι στο ακρογιάλι
να λούσω το σώμα μου, να καθαρθώ από το άγος655
και να ξεφύγω από τη βαριά οργή της θεάς.
Και όταν φθάσω εκεί όπου θα εύρω τόπο απάτητο,
θα σκάψω το χώμα και θα κρύψω τούτο το ξίφος,
το ξίφος μου, το απεχθέστατο όπλο,
εκεί που δεν θα το δει κανένας πια.
Ας φροντίσουν γι᾽ αυτό εκεί κάτω η νύχτα και ο Άδης.660
Γιατί εγώ, από τότε που το εδέχθηκα στο χέρι μου,
δώρο του ανελέητου Έκτορα,
καλό από τους Αργείους ώς τώρα δεν γνώρισα.
Και λέει αλήθεια ο λόγος των ανθρώπων:
των εχθρών τα δώρα άδωρα και ανώφελα.665
Γι᾽ αυτό στο εξής θα ξέρουμε να υποχωρούμε στους θεούς,
θα μάθουμε να σεβόμαστε τους Ατρείδες.
Είναι οι αρχηγοί, οφείλουμε να υποχωρούμε. Έτσι δεν είναι;
Άλλωστε, ακόμα και αυτά που μας γεμίζουν δέος
και που έχουν δύναμη ακατάλυτη
υποχωρούν στα αξιώματα· οι χιονοβάδιστοι χειμώνες670
δίνουν τη θέση τους στο καρποφόρο θέρος,
και ο τρομερός κύκλος της νύχτας
κάνει τόπο στην ημέρα με τα λευκά της άλογα
για να λάμψει το φως· οι πνοές των φοβερών ανέμων
κοιμίζουν το πέλαγος που στενάζει·675
και ο πανδαμάτωρ Ύπνος λύνει όσα έδεσε,
δεν τα κρατάει καθηλωμένα στους αιώνες.
Και πώς εμείς δεν θα διδαχθούμε να είμαστε σώφρονες;
Εγώ πάντως θα είμαι· γιατί τώρα πια γνωρίζω
ότι και τον εχθρό πρέπει να τον μισούμε τόσο
όσο κάποιον που θα γίνει και πάλι φίλος680
και τον φίλο θα θελήσω να τον στηρίζω και να τον βοηθάω τόσο
όσο έναν που δεν θα μείνει πάντα φίλος.
Γιατί για τους πολλούς ανθρώπους το λιμάνι της φιλίας
δεν είναι ασφαλές. Ωστόσο αυτά θα πάνε όλα καλά·
εσύ, γυναίκα, πήγαινε τώρα μέσα και παρακάλεσε685
να δώσουν οι θεοί να εκπληρωθούν ώς το έσχατο
όλα όσα επόθησε η καρδιά μου.
Κι εσείς, σύντροφοί μου, να πράξετε για χάρη μου ό,τι και αυτή
και, αν έρθει ο Τεύκρος,2 πείτε του
να φροντίσει για μένα και να ᾽ναι καλός μαζί σας.
Εγώ τώρα θα πορευθώ εκεί που πρέπει να πορευθώ.690
Εσείς κάνετε αυτό που σας ζητώ και ίσως σε λίγο,
ας είμαι τώρα βυθισμένος στη δυστυχία,
θα μάθετε ότι έχω σωθεί.
----------
Το επόμενο απόσπασμα είναι η δεύτερη από τις τέσσερις ρήσεις του Αίαντα, η οποία καταλαμβάνει ολόκληρο επεισόδιο, κάτι που είναι ασυνήθιστο για τον Σοφοκλή. Στην οιονεί μονολογική ρήση, ο Αίας εμφανίζεται να εναρμονίζεται με τη φυσική τάξη, όπου η αλλαγή είναι νομοτέλεια, και να έχει αλλάξει, αυτός ο ἔκφρων να γίνεται σώφρων και να μιλάει για τους εχθρούς που δεν θα μείνουν πάντα εχθροί και για τους φίλους που δεν θα μείνουν πάντα φίλοι. Τη βεβαιότητα ότι έχει πράγματι αλλάξει την υπονομεύουν οι αλλεπάλληλες αμφισημίες.
Αἴας 646-692
ΑΙΑΣ
ἅπανθ᾽ ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνοςφύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται·
κοὐκ ἔστ᾽ ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ᾽ ἁλίσκεται
χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες.
650 κἀγὼ γάρ, ὃς τὰ δείν᾽ ἐκαρτέρουν τότε
βαφῇ σίδηρος ὥς, ἐθηλύνθην στόμα
πρὸς τῆσδε τῆς γυναικός· οἰκτίρω δέ νιν
χήραν παρ᾽ ἐχθροῖς παῖδά τ᾽ ὀρφανὸν λιπεῖν.
ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους
655 λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ
μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
μολών τε χῶρον ἔνθ᾽ ἂν ἀστιβῆ κίχω
κρύψω τόδ᾽ ἔγχος τοὐμόν, ἔχθιστον βελῶν,
γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται·
660 ἀλλ᾽ αὐτὸ νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω.
ἐγὼ γὰρ ἐξ οὗ χειρὶ τοῦτ᾽ ἐδεξάμην
παρ᾽ Ἕκτορος δώρημα δυσμενεστάτου,
οὔπω τι κεδνὸν ἔσχον Ἀργείων πάρα,
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἀληθὴς ἡ βροτῶν παροιμία,
665 ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα.
τοιγὰρ τὸ λοιπὸν εἰσόμεσθα μὲν θεοῖς
εἴκειν, μαθησόμεσθα δ᾽ Ἀτρείδας σέβειν.
ἄρχοντές εἰσιν, ὥσθ᾽ ὑπεικτέον. τί μήν;
καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα
670 τιμαῖς ὑπείκει· τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς
χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει·
ἐξίσταται δὲ νυκτὸς αἰανὴς κύκλος
τῇ λευκοπώλῳ φέγγος ἡμέρᾳ φλέγειν·
δεινῶν τ᾽ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε
675 στένοντα πόντον· ἐν δ᾽ ὁ παγκρατὴς Ὕπνος
λύει πεδήσας, οὐδ᾽ ἀεὶ λαβὼν ἔχει.
ἡμεῖς δὲ πῶς οὐ γνωσόμεσθα σωφρονεῖν;
ἔγωγ᾽· ἐπίσταμαι γὰρ ἀρτίως ὅτι
ὅ τ᾽ ἐχθρὸς ἡμῖν ἐς τοσόνδ᾽ ἐχθαρτέος,
680 ὡς καὶ φιλήσων αὖθις, ἔς τε τὸν φίλον
τοσαῦθ᾽ ὑπουργῶν ὠφελεῖν βουλήσομαι,
ὡς αἰὲν οὐ μενοῦντα. τοῖς πολλοῖσι γὰρ
βροτῶν ἄπιστός ἔσθ᾽ ἑταιρείας λιμήν.
ἀλλ᾽ ἀμφὶ μὲν τούτοισιν εὖ σχήσει· σὺ δὲ
685 ἔσω θεοῖς ἐλθοῦσα διὰ τέλους, γύναι,
εὔχου τελεῖσθαι τοὐμὸν ὧν ἐρᾷ κέαρ.
ὑμεῖς θ᾽, ἑταῖροι, ταὐτὰ τῇδέ μοι τάδε
τιμᾶτε, Τεύκρῳ τ᾽, ἢν μόλῃ, σημήνατε
μέλειν μὲν ἡμῶν, εὐνοεῖν δ᾽ ὑμῖν ἅμα.
690 ἐγὼ γὰρ εἶμ᾽ ἐκεῖσ᾽ ὅποι πορευτέον,
ὑμεῖς δ᾽ ἃ φράζω δρᾶτε, καὶ τάχ᾽ ἂν μ᾽ ἴσως
πύθοισθε, κεἰ νῦν δυστυχῶ, σεσωμένον.
***
ΑΙΑΣ
Ο χρόνος, ο μακρός και αναρίθμητος,φανερώνει όλα όσα δεν εφανερώθηκαν
και αφού φανερωθούν τα κρύβει.
Τίποτα δεν είναι απροσδόκητο· λυγίζει
και ο φοβερός όρκος και ο αλύγιστος νους.
Έτσι και εγώ, που τότε ήμουν σκληρός650
σαν το βαμένο σίδερο,1 ακούγοντας αυτή τη γυναίκα,
εμαλάκωσα, η γλώσσα μου ημέρεψε·
πονάω να την αφήσω χήρα με τους εχθρούς μου,
ν᾽ αφήσω τον γιο μου ορφανό.
Θα πάω στα λιβάδια πλάι στο ακρογιάλι
να λούσω το σώμα μου, να καθαρθώ από το άγος655
και να ξεφύγω από τη βαριά οργή της θεάς.
Και όταν φθάσω εκεί όπου θα εύρω τόπο απάτητο,
θα σκάψω το χώμα και θα κρύψω τούτο το ξίφος,
το ξίφος μου, το απεχθέστατο όπλο,
εκεί που δεν θα το δει κανένας πια.
Ας φροντίσουν γι᾽ αυτό εκεί κάτω η νύχτα και ο Άδης.660
Γιατί εγώ, από τότε που το εδέχθηκα στο χέρι μου,
δώρο του ανελέητου Έκτορα,
καλό από τους Αργείους ώς τώρα δεν γνώρισα.
Και λέει αλήθεια ο λόγος των ανθρώπων:
των εχθρών τα δώρα άδωρα και ανώφελα.665
Γι᾽ αυτό στο εξής θα ξέρουμε να υποχωρούμε στους θεούς,
θα μάθουμε να σεβόμαστε τους Ατρείδες.
Είναι οι αρχηγοί, οφείλουμε να υποχωρούμε. Έτσι δεν είναι;
Άλλωστε, ακόμα και αυτά που μας γεμίζουν δέος
και που έχουν δύναμη ακατάλυτη
υποχωρούν στα αξιώματα· οι χιονοβάδιστοι χειμώνες670
δίνουν τη θέση τους στο καρποφόρο θέρος,
και ο τρομερός κύκλος της νύχτας
κάνει τόπο στην ημέρα με τα λευκά της άλογα
για να λάμψει το φως· οι πνοές των φοβερών ανέμων
κοιμίζουν το πέλαγος που στενάζει·675
και ο πανδαμάτωρ Ύπνος λύνει όσα έδεσε,
δεν τα κρατάει καθηλωμένα στους αιώνες.
Και πώς εμείς δεν θα διδαχθούμε να είμαστε σώφρονες;
Εγώ πάντως θα είμαι· γιατί τώρα πια γνωρίζω
ότι και τον εχθρό πρέπει να τον μισούμε τόσο
όσο κάποιον που θα γίνει και πάλι φίλος680
και τον φίλο θα θελήσω να τον στηρίζω και να τον βοηθάω τόσο
όσο έναν που δεν θα μείνει πάντα φίλος.
Γιατί για τους πολλούς ανθρώπους το λιμάνι της φιλίας
δεν είναι ασφαλές. Ωστόσο αυτά θα πάνε όλα καλά·
εσύ, γυναίκα, πήγαινε τώρα μέσα και παρακάλεσε685
να δώσουν οι θεοί να εκπληρωθούν ώς το έσχατο
όλα όσα επόθησε η καρδιά μου.
Κι εσείς, σύντροφοί μου, να πράξετε για χάρη μου ό,τι και αυτή
και, αν έρθει ο Τεύκρος,2 πείτε του
να φροντίσει για μένα και να ᾽ναι καλός μαζί σας.
Εγώ τώρα θα πορευθώ εκεί που πρέπει να πορευθώ.690
Εσείς κάνετε αυτό που σας ζητώ και ίσως σε λίγο,
ας είμαι τώρα βυθισμένος στη δυστυχία,
θα μάθετε ότι έχω σωθεί.
----------
1 Πιθανώς αναφέρεται στο πυρακτωμένο σίδερο, που το βύθιζαν στο νερό και γινόταν ακόμη πιο σκληρό.
2 Ετεροθαλής αδελφός του Αίαντα.
Ένα αντιπολεμικό μανιφέστο
Στο τέλος του δεύτερου επεισοδίου (προηγούμενο Κείμενο) ο Αίας, που εμφανίζεται να έχει αλλάξει, εγκαταλείπει τη σκηνή και βαδίζει, προς την αυτοκτονία λέγοντας το αθώο για τους επί σκηνής, ιδιαίτερα δυσοίωνο όμως για τους θεατές «θa πορευθώ εκεί που πρέπει να πορευθώ». Ο χορός των Σαλαμινίων ναυτών ξεσπάει σ᾽ ένα παραλήρημα χαράς για την υποτιθέμενη αλλαγή (ἔφριξ᾽ ἔρωτι...). Στο επόμενο επεισόδιο ο άγγελος μεταφέρει, τα λόγια που άκουσε να λέει ο Κάλχας στον Τεύκρο: η συγκεκριμένη ημέρα είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την τύχη του Αίαντα, για τον οποίο το καλύτερο θα ήταν να μην εξέλθει από τη σκηνή. Η Τέκμησσα, η γυναίκα του Αίαντα, και ο χορός γεμάτοι αγωνία σπεύδουν να τον αναζητήσουν. Για μια στιγμή μένει κενή και η ορχήστρα και η σκηνή. Εμφανίζεται ο Αίας έχοντας το ξίφος. Μιλάει για τελευταία φορά. Η μακρά ρήση κλείνει με τον στίχο που επέλεξε ως τίτλο ποιήματός του ο Καβάφης: τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐν Ἅιδου τοῖς κάτω μυθήσομαι (τα υπόλοιπα στον Άδη θα τα πω σ᾽ αυτούς εκεί κάτω). Έπειτα αυτοκτονεί. Επανεμφανίζεται ο χορός και η Τέκμησσα -η πρώτη που βλέπει τον Αίαντα νεκρό. Θρηνούν. Κατόπιν έρχεται ο Τεύκρος, ο αδερφός του Αίαντα· θρηνεί και ζητάει να φέρουν τον γιο του Αίαντα, κάτι που θα κάνει αργότερα η Τέκμησσα που αποχωρεί. Στο μεταξύ έρχεται ο Μενέλαος για να απαγορεύσει την ταφή του νεκρού και εμπλέκεται σε αντιπαράθεση με τον Τεύκρο. Αμέσως μετά ακολουθεί το στάσιμο που ανθολογήσαμε και για το οποίο μελετητής έγραψε «δεν ξέρω να υπάρχει δραστικότερο αντιπολεμικό μανιφέστο, συλλογικό μάλιστα και γνήσια λαϊκό».
Στο στάσιμο αυτό ο χορός των Σαλαμινίων ναυτών δεν σχολιάζει εκείνα που προηγήθηκαν· μιλάει για τα δεινά που έζησε και κυρίως γι᾽ αυτά που δεν έζησε: για τις χαρές που δέκα χρόνια τώρα του στέρησε ο πόλεμος· εκστομίζει κατάρες για εκείνον που επινόησε πρώτος τα όπλα, ανακαλεί νοσταλγικά στη μνήμη του την Αθήνα σε στιγμές ευφροσύνης και την αντιπαραθέτει στη φρίκη της Τροίας.
Αἴας 1185 – 1222
ξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός,
τὰν ἄπαυστον αἰὲν ἐμοὶ δορυσσοή-
των μόχθων ἄταν ἐπάγων
1190 ἂν τὰν εὐρώδη Τροΐαν,
δύστανον ὄνειδος Ἑλλάνων;
ὄφελε πρότερον αἰθέρα δῦ-
ναι μέγαν ἢ τὸν πολύκοινον Ἅιδαν
1195 κεῖνος ἁνὴρ, ὃς στυγερῶν ἔδειξεν ὅ-
πλων Ἕλλασιν κοινὸν Ἄρη.
ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων·
κεῖνος γὰρ ἔπερσεν ἀνθρώπους.
ἐκεῖνος οὐ στεφάνων οὔ-
1200 τε βαθειᾶνκυλίκων νεῖ-
μεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν,
οὔτε γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον, δυσ-
μόρῳ, οὔτ᾽ ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν·
1205 ἐρώτων δ᾽ ἐρώτων ἀνέπαυσεν ὤμοι.
κεῖμαι δ᾽ ἀμέριμνος οὕτως,
ἀεὶ πυκιναῖς δρόσοις
τεγγόμενος κόμας,
1210 λυγρᾶς μνήματα Τροίας.
καὶ πρὶν μὲν ἐννυχίου δεί-
ματος ἦν μοι προβολὰ καὶ
βελέων θούριος Αἴας·
νῦν δ᾽ οὗτος ἀνεῖται στυγερῷ δαί-
1215 μονι. τίς μοι, τίς ἔτ᾽ οὖν τέρψις ἐπέσται;
γενοίμαν ἵν᾽ ὑλᾶεν ἔπεστι πόντῳ
πρόβλημ᾽ ἁλίκλυστον, ἄκραν
1220 ὑπὸ πλάκα Σουνίου,
τὰς ἱερὰς ὅπως
προσείποιμεν Ἀθάνας.
***
της μακρινής μου περιπλάνησης τα χρόνια;
που δίχως τελειωμό κι ανάπαυλα σωριάζουν
πάνω μου μόχθους μαχών, και με τυφλώνουν
στον κάμπο τον απέραντο της Τροίας1190
-όνειδος για τους Έλληνες βαρύ.1
Ας είχε προλάβει να χαθεί στα χάη του μεγάλου αιθέρα
ή στον φιλόξενο για όλους Άδη να ταφεί
εκείνος που έδειξε στους Έλληνες πώς να σηκώσουν1195
στα μισητά τους όπλα τον κοινό τους πόλεμο.2
Ω πόνοι, πόνων πρόγονοι·
γιατί εκείνος τους ανθρώπους αιχμαλώτισε.
Εκείνος που σε μένα αρνήθηκε της συντροφιάς την τέρψη:
μήτε στεφάνια να μοιράζομαι και κούπες του κρασιού βαθιές,1200
μήτε τον ήχο τον γλυκό ν᾽ ακούω των αυλών, μήτε
και την απόλαυση να χαίρομαι της νύχτας σε ζεστό κρεβάτι.
Τον έρωτα, τον έρωτα μου στέρησε,1205
αλίμονο. Και τώρα πέφτω αφρόντιστος
να κοιμηθώ, η παγωμένη πάχνη
μουσκεύει κάθε νύχτα τα μαλλιά μου
-θύμηση αλησμόνητη της ανελέητης Τροίας.1210
Είχα ως τώρα να μου παραστέκεται στον φόβο του ύπνου,
στα βέλη της ημέρας, ο γενναίος Αίας·
τώρα που εκείνος στη δαιμονική του μοίρα παραδόθηκε,
ποια, πες μου, ποια μου απόμεινε χαρά.1215
Α, να μπορούσα να βρεθώ στον δασωμένο κάβο
που τον φιλεί η θάλασσα, στους πρόποδες
οπού πλατύς ο βράχος του Σουνίου υψώνεται-1220
χαιρετισμό να στείλουμε στην ιερή Αθήνα.3
---------------
Στο στάσιμο αυτό ο χορός των Σαλαμινίων ναυτών δεν σχολιάζει εκείνα που προηγήθηκαν· μιλάει για τα δεινά που έζησε και κυρίως γι᾽ αυτά που δεν έζησε: για τις χαρές που δέκα χρόνια τώρα του στέρησε ο πόλεμος· εκστομίζει κατάρες για εκείνον που επινόησε πρώτος τα όπλα, ανακαλεί νοσταλγικά στη μνήμη του την Αθήνα σε στιγμές ευφροσύνης και την αντιπαραθέτει στη φρίκη της Τροίας.
Αἴας 1185 – 1222
ΧΟΡΟΣ
1185 τίς ἄρα νέατος, ἐς πότε λή-ξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός,
τὰν ἄπαυστον αἰὲν ἐμοὶ δορυσσοή-
των μόχθων ἄταν ἐπάγων
1190 ἂν τὰν εὐρώδη Τροΐαν,
δύστανον ὄνειδος Ἑλλάνων;
ὄφελε πρότερον αἰθέρα δῦ-
ναι μέγαν ἢ τὸν πολύκοινον Ἅιδαν
1195 κεῖνος ἁνὴρ, ὃς στυγερῶν ἔδειξεν ὅ-
πλων Ἕλλασιν κοινὸν Ἄρη.
ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων·
κεῖνος γὰρ ἔπερσεν ἀνθρώπους.
ἐκεῖνος οὐ στεφάνων οὔ-
1200 τε βαθειᾶνκυλίκων νεῖ-
μεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν,
οὔτε γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον, δυσ-
μόρῳ, οὔτ᾽ ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν·
1205 ἐρώτων δ᾽ ἐρώτων ἀνέπαυσεν ὤμοι.
κεῖμαι δ᾽ ἀμέριμνος οὕτως,
ἀεὶ πυκιναῖς δρόσοις
τεγγόμενος κόμας,
1210 λυγρᾶς μνήματα Τροίας.
καὶ πρὶν μὲν ἐννυχίου δεί-
ματος ἦν μοι προβολὰ καὶ
βελέων θούριος Αἴας·
νῦν δ᾽ οὗτος ἀνεῖται στυγερῷ δαί-
1215 μονι. τίς μοι, τίς ἔτ᾽ οὖν τέρψις ἐπέσται;
γενοίμαν ἵν᾽ ὑλᾶεν ἔπεστι πόντῳ
πρόβλημ᾽ ἁλίκλυστον, ἄκραν
1220 ὑπὸ πλάκα Σουνίου,
τὰς ἱερὰς ὅπως
προσείποιμεν Ἀθάνας.
***
ΧΟΡΟΣ
Πότε και ποιος ύστατος αριθμός θα σταματήσει1185της μακρινής μου περιπλάνησης τα χρόνια;
που δίχως τελειωμό κι ανάπαυλα σωριάζουν
πάνω μου μόχθους μαχών, και με τυφλώνουν
στον κάμπο τον απέραντο της Τροίας1190
-όνειδος για τους Έλληνες βαρύ.1
Ας είχε προλάβει να χαθεί στα χάη του μεγάλου αιθέρα
ή στον φιλόξενο για όλους Άδη να ταφεί
εκείνος που έδειξε στους Έλληνες πώς να σηκώσουν1195
στα μισητά τους όπλα τον κοινό τους πόλεμο.2
Ω πόνοι, πόνων πρόγονοι·
γιατί εκείνος τους ανθρώπους αιχμαλώτισε.
Εκείνος που σε μένα αρνήθηκε της συντροφιάς την τέρψη:
μήτε στεφάνια να μοιράζομαι και κούπες του κρασιού βαθιές,1200
μήτε τον ήχο τον γλυκό ν᾽ ακούω των αυλών, μήτε
και την απόλαυση να χαίρομαι της νύχτας σε ζεστό κρεβάτι.
Τον έρωτα, τον έρωτα μου στέρησε,1205
αλίμονο. Και τώρα πέφτω αφρόντιστος
να κοιμηθώ, η παγωμένη πάχνη
μουσκεύει κάθε νύχτα τα μαλλιά μου
-θύμηση αλησμόνητη της ανελέητης Τροίας.1210
Είχα ως τώρα να μου παραστέκεται στον φόβο του ύπνου,
στα βέλη της ημέρας, ο γενναίος Αίας·
τώρα που εκείνος στη δαιμονική του μοίρα παραδόθηκε,
ποια, πες μου, ποια μου απόμεινε χαρά.1215
Α, να μπορούσα να βρεθώ στον δασωμένο κάβο
που τον φιλεί η θάλασσα, στους πρόποδες
οπού πλατύς ο βράχος του Σουνίου υψώνεται-1220
χαιρετισμό να στείλουμε στην ιερή Αθήνα.3
---------------
1 Αποτελεί όνειδος για τους Έλληνες ότι τόσα χρόνια δεν μπορούν να νικήσουν και να τερματίσουν τον πόλεμο.
2 Η κατάρα εναντίον του πρώτου ευρετή αποτελεί κοινό τόπο.
3 Συχνά ο χορός της τραγωδίας σε στιγμές δοκιμασίας εκφράζει την επιθυμία να βρεθεί σ᾽ έναν τόπο μακρινό και ονειρεμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου