Όσοι θεοί τόσοι και οι άθεοι σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα Guardian. Οι περισσότεροι άθεοι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους όντας δύσπιστοι σε διάφορα θέματα και θέτοντας συνεχώς οντολογικά ερωτήματα. Αλλά τι είναι αυτό που κάνει κάποιες ιδιαίτερες μορφές δυσπιστίας πνευματικά γόνιμες ή κοινωνικά σημαντικές;
Για να θέσουμε αυτές τις συζητήσεις σε κάποιο είδος προοπτικής, έχει ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του αθεϊσμού. Στο βιβλίο του, «Άθεοι και η προέλευση των ειδών», ο διευθυντής έρευνας της χριστιανικής ομάδας «Theos», Νικ Σπένσερ, υπενθυμίζει ότι η πίστη στον Θεό δεν απαιτεί κατ ‘ανάγκη απώλεια κάθε λογικής.
Η ιστορία του Σπένσερ έχει σχεδιαστεί για να φωτίσει το παρόν. Έτσι περιορίζεται στη Δυτική Ευρώπη από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά. Είναι μια συνοπτική, όχι όμως ιστορία με τέλος, πράγμα που δείχνει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι απλώς το φυσικό αποτέλεσμα της αύξησης της επιστημονικής γνώσης, αλλά και ότι η θρησκεία είναι απομεινάρι τόσο της άγνοιας όσο και των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών.
Το πρώτο πράγμα που τραβά το ενδιαφέρον είναι ότι τα επιχειρήματα υπέρ της αθεΐας έχουν τις ρίζες τους αρκετά πίσω στο χρόνο. Συγκεκριμένα, ένα από τα παλαιότερα ευρήματα αποτελεί ένα βαβυλωνιακό δισκίο από το 1.000 π.κ.ε. που αναφέρεται στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μπέλα. Επιπλέον, το βιβλίο του Ιώβ είναι σίγουρα ένα ισχυρό επιχείρημα ενάντια σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «τμήμα δημοσίων σχέσεων του Θεού».
Η αθεΐα ήταν από την αρχή «ένα εποικοδομητικό και δημιουργικό φαινόμενο», που ενδιαφερόταν όχι μόνο να γκρεμίσει την παλιά τάξη, αλλά και να στήσει ένα καινούριο κόσμο πάνω στον ορθολογισμό. Η ιστορία του αθεϊσμού θα μπορούσε να συνδεθεί με την ιστορία της πάλης ενάντια σε κάθε αρχή. «Για να αρνηθεί κανείς τον θεό δεν έφτανε απλά να αρνηθεί τον θεό», γράφει ο Σπένσερ. «Θα έπρεπε να αρνηθεί τον αυτοκράτορα ή το βασιλιά που κυβερνούσε, τις κοινωνικές δομές που επέβαλλε στις ζωές των ανθρώπων, τις κοινωνικές σχέσεις που ρύθμιζε, τις ελπίδες που ενέπνεε και τις απόφαση που τους καθησύχαζαν».
Αν και τα παραπάνω ενέχουν μια αλήθεια, αυτό δεν σημαίνει ότι η διαμάχη ανάμεσα στη θρησκεία και τον αθεϊσμό δεν είναι παρά μόνο πολιτική και όχι φιλοσοφική. Για παράδειγμα, τον 16ο αιώνα, εκατοντάδες χριστιανοί έγραψαν χιλιάδες σελίδες αφορισμού των θεολογικών ιδεολογιών των αντιπάλων τους, και γεγονός ότι οι θεολογικές διαφορές μπορεί να είναι ένα κρυπτογράφημα για τις διάφορες πολιτικές ή κοινωνικές απειλές, είναι απλά μια απόχρωση του θέματος.
Η αθεΐα από την αρχαία Ελλάδα ως σήμερα
Στην Ελλάδα, οι λογικές δυσκολίες ενός παντοδύναμου και φιλάνθρωπου Θεού έγιναν αμέσως σαφείς όταν οι άνθρωποι άρχισαν να επεξεργάζονται έννοιες όπως η παντοδυναμία και η καλοσύνη. Σύμφωνα με τον Guardian, ό, τι χρειαζόταν κανείς για να είναι πνευματικά δύσπιστος στο Θεό που ασπαζόταν ο Χριστιανισμός, τέθηκε σε ισχύ από τη γέννηση του Χριστού.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αξιοσημείωτο όχι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν τόσοι άθεοι σήμερα, αλλά ότι υπήρχαν πάντα κάποιοι λίγοι ανά τους αιώνες της δόξας της χριστιανοσύνης. Αν και πολλοί θα έλεγαν ότι οι διώξεις που δέχονταν οι μη χριστιανοί ή οι άθεοι θα μπορούσαν να καταστείλουν τέτοιες τάσεις, στην πραγματικότητα δε φαίνεται να είναι ο κύριος λόγος του μικρού αριθμού άθεων. Δεδομένου ότι οι διώξεις δεν κατάφεραν να καταστείλουν άλλες διαφορετικές αιρέσεις, γιατί θα έπρεπε να καταστείλουν με επιτυχία τις πιο προφανείς και ριζικές αντιρρήσεις για το σύνολο της θεϊκής πίστης;
Μια απάντηση, που προτείνει ο Σπένσερ είναι ότι ο αθεϊσμός ερχόταν πάντα δεύτερος. Η ύπαρξη του αθεϊσμού προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεού, τον οποίο να απορρίπτει. Έτσι, πολλές φορές αθεϊσμός συνδέεται με την έννοια της «ασέβειας». Την ίδια στιγμή, η έννοια του Θεού είναι εξαιρετικά ευέλικτη: υπάρχουν περιπτώσεις που η έννοια «Θεός» είναι τόσο γενική ή παράξενη που ακόμα και οι πρώτοι χριστιανοί είχαν αντιμετωπισθεί ως άθεοι από τους ειδωλολάτρες γύρω τους.
Εντούτοις, επιχειρήματα κατά της δικαιοσύνης του Θεού, όπως αυτά που βλέπουμε στη Βαβυλώνα, δεν είναι τα επιχειρήματα κατά της ύπαρξής του: είναι επιχειρήματα ως προς τον χαρακτήρα του, τα οποία προϋποθέτουν ότι έχει έναν. Ο σύγχρονος αθεϊσμός, με την έννοια της απόρριψης των χριστιανικών μονοθεϊστικών αντιλήψεων για το θεό, δεν είχε ξεκινήσει πραγματικά μέχρι τον 18ο αιώνα. Όμως, από τη Γαλλική Επανάσταση, η σύγχρονη δυτική κουλτούρα και πολιτισμός, πρότεινε επιχειρήματα, τα οποία εδραιώθηκαν τα επόμενα 100 χρόνια.
Παρόλο που τέτοιου είδους θέματα απασχολούν τη φιλοσοφία, η μελέτη για το πώς αυτά τα επιχειρήματα εξαπλώθηκαν και συνδέθηκαν άρρηκτα με τις σύγχρονες κοινωνίες, αποδεικνύει ότι έχουν ιστορικές και πολιτικές βάσεις, και όχι φιλοσοφικές. Καθώς ήταν αδύνατο να διαχωριστεί ο Χριστιανισμός από τη χριστιανική εκκλησία, οποιαδήποτε μορφή αντίρρησης σε αυτόν καθορίστηκε από το ρόλο της εκκλησίας στις διάφορες κοινωνίες.
Παράλληλα, ο Σπένσερ μας ενθαρρύνει να δούμε τις θρησκευτικές διδασκαλίες, από την σκοπιά της ηθικής παρά από πραγματική ή ιστορική θεώρηση. Η άποψη αυτή χρονολογείται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα, όταν ο Καρδινάλιος Καίσαρ Μπαρόνιο υποστήριξε ότι, η Αγία Γραφή μας πληροφορεί για τον δρόμο προς τον παράδεισο και όχι πως θα είναι αυτός. Προωθώντας την έννοια της «θρησκευτικότητας ως πρότυπο ζωής και όχι ένα σύνολο επαληθεύσιμων προτάσεων», ο Σπένσερ σημειώνει ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα δόγματα (όπως το εαν η αιώνια καταδίκη ή ακόμα και η ανάσταση του Χριστού είναι αληθής ή ψευδής) αλλά το εαν μια ζωή που καθοδηγείται από αυτές τις ιδέες είναι κάπως πλουσιότερη ή πληρέστερη.
Αν αυτό είναι σωστό, τότε οι άθεοι που έχουν επικρίνει τη θρησκεία έχουν θεαματικά χάσει το σημείο ευτυχίας, «στροβιλιζόμενοι σε θεολογικούς ανεμόμυλους». Όμως, όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο Σπένσερ, υπάρχουν και οι πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες που εμπλέκονται στις διάφορες διαμάχες και σχίσματα. Επομένως, οι «μάχες» δεν είναι μόνο πολιτικές ή μόνο μεταφυσικές: είναι στην πραγματικότητα ένα συνοθύλευμα και των δύο.
Για παράδειγμα, ο Νικ Σπένσερ υποστηρίζει ότι το βάρος της Αγγλικανικής εγκαθίδρυσης θα μπορούσε να προσφέρει ένα πολύ πιο ισχυρό κίνητρο για την αθεΐα. Αλλά η παρουσία της ακμάζουσας παράδοσης των αριστερών Χριστιανών ενίσχυσε τις κοινωνικά συνειδητές μορφές της Αγγλικανικής πεποίθησης: η Καθολική Εκκλησία στη χώρα αυτή ήταν με την πλευρά των εργατικών τάξεων.
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς στο βιβλίο του, «Η περί θεού αυταπάτη» (The God Delusion, 2006), υποστηρίζει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι δόγμα που βασίζεται σε γραφές που δεν έχουν αλλάξει για χιλιάδες χρόνια (όπως τα ιερά βιβλία σχεδόν όλων των θρησκειών), αλλά μια λογική παρατήρηση του κόσμου γύρω μας, βασισμένη στην επιστημονική μέθοδο. Αντίθετα ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ, οι οποίες είναι οι κυριότερες θρησκείες παγκοσμίως, κηρύσσουν σήμερα τα ίδια πράγματα που κήρυτταν και πριν από εκατονταετίες ενώ τα ιερά βιβλία τους έχουν παραμείνει ίδια χωρίς ανανέωση.
Το μόνο που άλλαξε είναι η ερμηνεία των ιερών κειμένων, τακτική που ακολουθείται για να συνυπάρχει η θρησκεία με τις αναμφισβήτητες σύγχρονες επιστημονικές αλήθειες. Παραδείγματος χάριν η ερμηνεία των ιερών βιβλίων του χριστιανισμού καταδίκασε τον Γαλιλαίο σε θάνατο επειδή υποστήριζε ότι η Γη κινείται ενώ ακριβώς τα ίδια βιβλία θεωρούν σήμερα ότι η Μεγάλη Έκρηξη είναι απολύτως συμβατή με την χριστιανική διδασκαλία, εφ’ όσον ο θεός με έκρηξη έπλασε τον κόσμο.
Για να θέσουμε αυτές τις συζητήσεις σε κάποιο είδος προοπτικής, έχει ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του αθεϊσμού. Στο βιβλίο του, «Άθεοι και η προέλευση των ειδών», ο διευθυντής έρευνας της χριστιανικής ομάδας «Theos», Νικ Σπένσερ, υπενθυμίζει ότι η πίστη στον Θεό δεν απαιτεί κατ ‘ανάγκη απώλεια κάθε λογικής.
Η ιστορία του Σπένσερ έχει σχεδιαστεί για να φωτίσει το παρόν. Έτσι περιορίζεται στη Δυτική Ευρώπη από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά. Είναι μια συνοπτική, όχι όμως ιστορία με τέλος, πράγμα που δείχνει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι απλώς το φυσικό αποτέλεσμα της αύξησης της επιστημονικής γνώσης, αλλά και ότι η θρησκεία είναι απομεινάρι τόσο της άγνοιας όσο και των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών.
Το πρώτο πράγμα που τραβά το ενδιαφέρον είναι ότι τα επιχειρήματα υπέρ της αθεΐας έχουν τις ρίζες τους αρκετά πίσω στο χρόνο. Συγκεκριμένα, ένα από τα παλαιότερα ευρήματα αποτελεί ένα βαβυλωνιακό δισκίο από το 1.000 π.κ.ε. που αναφέρεται στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μπέλα. Επιπλέον, το βιβλίο του Ιώβ είναι σίγουρα ένα ισχυρό επιχείρημα ενάντια σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «τμήμα δημοσίων σχέσεων του Θεού».
Η αθεΐα ήταν από την αρχή «ένα εποικοδομητικό και δημιουργικό φαινόμενο», που ενδιαφερόταν όχι μόνο να γκρεμίσει την παλιά τάξη, αλλά και να στήσει ένα καινούριο κόσμο πάνω στον ορθολογισμό. Η ιστορία του αθεϊσμού θα μπορούσε να συνδεθεί με την ιστορία της πάλης ενάντια σε κάθε αρχή. «Για να αρνηθεί κανείς τον θεό δεν έφτανε απλά να αρνηθεί τον θεό», γράφει ο Σπένσερ. «Θα έπρεπε να αρνηθεί τον αυτοκράτορα ή το βασιλιά που κυβερνούσε, τις κοινωνικές δομές που επέβαλλε στις ζωές των ανθρώπων, τις κοινωνικές σχέσεις που ρύθμιζε, τις ελπίδες που ενέπνεε και τις απόφαση που τους καθησύχαζαν».
Αν και τα παραπάνω ενέχουν μια αλήθεια, αυτό δεν σημαίνει ότι η διαμάχη ανάμεσα στη θρησκεία και τον αθεϊσμό δεν είναι παρά μόνο πολιτική και όχι φιλοσοφική. Για παράδειγμα, τον 16ο αιώνα, εκατοντάδες χριστιανοί έγραψαν χιλιάδες σελίδες αφορισμού των θεολογικών ιδεολογιών των αντιπάλων τους, και γεγονός ότι οι θεολογικές διαφορές μπορεί να είναι ένα κρυπτογράφημα για τις διάφορες πολιτικές ή κοινωνικές απειλές, είναι απλά μια απόχρωση του θέματος.
Η αθεΐα από την αρχαία Ελλάδα ως σήμερα
Στην Ελλάδα, οι λογικές δυσκολίες ενός παντοδύναμου και φιλάνθρωπου Θεού έγιναν αμέσως σαφείς όταν οι άνθρωποι άρχισαν να επεξεργάζονται έννοιες όπως η παντοδυναμία και η καλοσύνη. Σύμφωνα με τον Guardian, ό, τι χρειαζόταν κανείς για να είναι πνευματικά δύσπιστος στο Θεό που ασπαζόταν ο Χριστιανισμός, τέθηκε σε ισχύ από τη γέννηση του Χριστού.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αξιοσημείωτο όχι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν τόσοι άθεοι σήμερα, αλλά ότι υπήρχαν πάντα κάποιοι λίγοι ανά τους αιώνες της δόξας της χριστιανοσύνης. Αν και πολλοί θα έλεγαν ότι οι διώξεις που δέχονταν οι μη χριστιανοί ή οι άθεοι θα μπορούσαν να καταστείλουν τέτοιες τάσεις, στην πραγματικότητα δε φαίνεται να είναι ο κύριος λόγος του μικρού αριθμού άθεων. Δεδομένου ότι οι διώξεις δεν κατάφεραν να καταστείλουν άλλες διαφορετικές αιρέσεις, γιατί θα έπρεπε να καταστείλουν με επιτυχία τις πιο προφανείς και ριζικές αντιρρήσεις για το σύνολο της θεϊκής πίστης;
Μια απάντηση, που προτείνει ο Σπένσερ είναι ότι ο αθεϊσμός ερχόταν πάντα δεύτερος. Η ύπαρξη του αθεϊσμού προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεού, τον οποίο να απορρίπτει. Έτσι, πολλές φορές αθεϊσμός συνδέεται με την έννοια της «ασέβειας». Την ίδια στιγμή, η έννοια του Θεού είναι εξαιρετικά ευέλικτη: υπάρχουν περιπτώσεις που η έννοια «Θεός» είναι τόσο γενική ή παράξενη που ακόμα και οι πρώτοι χριστιανοί είχαν αντιμετωπισθεί ως άθεοι από τους ειδωλολάτρες γύρω τους.
Εντούτοις, επιχειρήματα κατά της δικαιοσύνης του Θεού, όπως αυτά που βλέπουμε στη Βαβυλώνα, δεν είναι τα επιχειρήματα κατά της ύπαρξής του: είναι επιχειρήματα ως προς τον χαρακτήρα του, τα οποία προϋποθέτουν ότι έχει έναν. Ο σύγχρονος αθεϊσμός, με την έννοια της απόρριψης των χριστιανικών μονοθεϊστικών αντιλήψεων για το θεό, δεν είχε ξεκινήσει πραγματικά μέχρι τον 18ο αιώνα. Όμως, από τη Γαλλική Επανάσταση, η σύγχρονη δυτική κουλτούρα και πολιτισμός, πρότεινε επιχειρήματα, τα οποία εδραιώθηκαν τα επόμενα 100 χρόνια.
Παρόλο που τέτοιου είδους θέματα απασχολούν τη φιλοσοφία, η μελέτη για το πώς αυτά τα επιχειρήματα εξαπλώθηκαν και συνδέθηκαν άρρηκτα με τις σύγχρονες κοινωνίες, αποδεικνύει ότι έχουν ιστορικές και πολιτικές βάσεις, και όχι φιλοσοφικές. Καθώς ήταν αδύνατο να διαχωριστεί ο Χριστιανισμός από τη χριστιανική εκκλησία, οποιαδήποτε μορφή αντίρρησης σε αυτόν καθορίστηκε από το ρόλο της εκκλησίας στις διάφορες κοινωνίες.
Παράλληλα, ο Σπένσερ μας ενθαρρύνει να δούμε τις θρησκευτικές διδασκαλίες, από την σκοπιά της ηθικής παρά από πραγματική ή ιστορική θεώρηση. Η άποψη αυτή χρονολογείται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα, όταν ο Καρδινάλιος Καίσαρ Μπαρόνιο υποστήριξε ότι, η Αγία Γραφή μας πληροφορεί για τον δρόμο προς τον παράδεισο και όχι πως θα είναι αυτός. Προωθώντας την έννοια της «θρησκευτικότητας ως πρότυπο ζωής και όχι ένα σύνολο επαληθεύσιμων προτάσεων», ο Σπένσερ σημειώνει ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα δόγματα (όπως το εαν η αιώνια καταδίκη ή ακόμα και η ανάσταση του Χριστού είναι αληθής ή ψευδής) αλλά το εαν μια ζωή που καθοδηγείται από αυτές τις ιδέες είναι κάπως πλουσιότερη ή πληρέστερη.
Αν αυτό είναι σωστό, τότε οι άθεοι που έχουν επικρίνει τη θρησκεία έχουν θεαματικά χάσει το σημείο ευτυχίας, «στροβιλιζόμενοι σε θεολογικούς ανεμόμυλους». Όμως, όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο Σπένσερ, υπάρχουν και οι πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες που εμπλέκονται στις διάφορες διαμάχες και σχίσματα. Επομένως, οι «μάχες» δεν είναι μόνο πολιτικές ή μόνο μεταφυσικές: είναι στην πραγματικότητα ένα συνοθύλευμα και των δύο.
Για παράδειγμα, ο Νικ Σπένσερ υποστηρίζει ότι το βάρος της Αγγλικανικής εγκαθίδρυσης θα μπορούσε να προσφέρει ένα πολύ πιο ισχυρό κίνητρο για την αθεΐα. Αλλά η παρουσία της ακμάζουσας παράδοσης των αριστερών Χριστιανών ενίσχυσε τις κοινωνικά συνειδητές μορφές της Αγγλικανικής πεποίθησης: η Καθολική Εκκλησία στη χώρα αυτή ήταν με την πλευρά των εργατικών τάξεων.
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς στο βιβλίο του, «Η περί θεού αυταπάτη» (The God Delusion, 2006), υποστηρίζει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι δόγμα που βασίζεται σε γραφές που δεν έχουν αλλάξει για χιλιάδες χρόνια (όπως τα ιερά βιβλία σχεδόν όλων των θρησκειών), αλλά μια λογική παρατήρηση του κόσμου γύρω μας, βασισμένη στην επιστημονική μέθοδο. Αντίθετα ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ, οι οποίες είναι οι κυριότερες θρησκείες παγκοσμίως, κηρύσσουν σήμερα τα ίδια πράγματα που κήρυτταν και πριν από εκατονταετίες ενώ τα ιερά βιβλία τους έχουν παραμείνει ίδια χωρίς ανανέωση.
Το μόνο που άλλαξε είναι η ερμηνεία των ιερών κειμένων, τακτική που ακολουθείται για να συνυπάρχει η θρησκεία με τις αναμφισβήτητες σύγχρονες επιστημονικές αλήθειες. Παραδείγματος χάριν η ερμηνεία των ιερών βιβλίων του χριστιανισμού καταδίκασε τον Γαλιλαίο σε θάνατο επειδή υποστήριζε ότι η Γη κινείται ενώ ακριβώς τα ίδια βιβλία θεωρούν σήμερα ότι η Μεγάλη Έκρηξη είναι απολύτως συμβατή με την χριστιανική διδασκαλία, εφ’ όσον ο θεός με έκρηξη έπλασε τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου