Η διαπόμπευση ηταν μια πομπή με πρωταγωνιστή τον διαπομπευόμενο και ενα ξέφρενο οχλο που τον προσέβαλε και εξευτέλιζε με κάθε τροπο, σε πλατείες και δρόμους. Ηταν από τα πιο αγαπημένα θεάματα των βυζαντινών.
Καί σήμερα λέμε «είδα τις πομπές σου«, ή χαρακτηρίζουμε κάποιον ως «μπομπή» (βλ. και «μπόμπιρας»). Πομπεύομαι εχει σήμερα την έννοια του «ντροπιάζομαι».
Εισαγωγή
Δεν βγαζουμε λοιπον κατι (πχ. άπλυτα) ή ανθρωπο «στη φόρα» αλλα «στα φόρα«. Επομένως η συνηθισμενη εκφραση «θα τα βγάλω όλα στη φόρα» είναι λάθος.
Επειδη η Μέση οδός ηταν η κεντρικότερη της Κωνσταντινούπολης και περνούσε απο τέσσερα φόρα, υποθέτω πως οι περισσότερες διαπομπεύσεις γινόνταν σε αυτό τον δρόμο.
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Εκτελέσεις: Αχιλλέας Βασιλειάδης
Καί σήμερα λέμε «είδα τις πομπές σου«, ή χαρακτηρίζουμε κάποιον ως «μπομπή» (βλ. και «μπόμπιρας»). Πομπεύομαι εχει σήμερα την έννοια του «ντροπιάζομαι».
Εισαγωγή
Οι ποινές που εφήρμοζε το βυζαντινό δίκαιο ως φυσική συνέχεια των ποινών του ρωμαϊκού δικαίου περιελάμβαναν τη θανάτωση, τον εξανδραποδισμό, τον ακρωτηριασμό, το σωματικό κολασμό, την κουρά, την εξορία, τη δήμευση. Εθιμικά ειχε καθιερωθει και η διαπόμπευση[1] ενώ ο νόμος δεν την καθόριζε ρητά παρά μόνο σε δύο περιπτώσεις[2].
Εκτός από την ηθική απαξίωση και την οικονομική εξαθλίωση που συνεπάγονταν ποινές όπως αυτή της κουράς, της εξορίας και της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων, παρατηρείται μια καταφανής αγριότητα στις περιπτώσεις της θανατικής ποινής, της διαπόμπευσης και του ακρωτηριασμού και του σωματικού κολασμού.
Ακόμα και ο Γεωργικός Νόμος του 7ου-8ου αι. προέβλεπε ακρωτηριασμό στην περίπτωση που έκοβε κανείς σταφύλια ή καρπούς σε ξένη ιδιοκτησία, και φραγγελισμό στην περίπτωση που τα ζώα κάποιου διέφευγαν της προσοχής του και έμπαιναν σε ξένη γη.
Ακόμα και ο Γεωργικός Νόμος του 7ου-8ου αι. προέβλεπε ακρωτηριασμό στην περίπτωση που έκοβε κανείς σταφύλια ή καρπούς σε ξένη ιδιοκτησία, και φραγγελισμό στην περίπτωση που τα ζώα κάποιου διέφευγαν της προσοχής του και έμπαιναν σε ξένη γη.
Κατά τον Καθ. Γ. Μπαμπινιώτη (131, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 1966) διαπόμπευση είναι Δημοσίος Εξευτελισμός.
Κατά Φυτράκη (ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ) σ. 327 είναι διασυρμός, πόμπεμα, ρεζιλεμα.
Κατά Σταματάκο [ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ] σ. 265 διαπομπεύω σημαίνει φέρω εις πέρας την πομπήν ή περιφέρω, φέρω πέριξ.
Δες και σχόλιο μου[3].
Κατά Δημητράκο (300, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Τομ. 4 Σελ. 1922) διαπομπεύω σημαίνει φέρω εις πέρας, τελώ πομπήν και περιφέρωντας κάτι το προσφέρω όπως προς τους καλεσμένους σε συμπόσιο.
Κατά Φυτράκη (ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ) σ. 327 είναι διασυρμός, πόμπεμα, ρεζιλεμα.
Κατά Σταματάκο [ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ] σ. 265 διαπομπεύω σημαίνει φέρω εις πέρας την πομπήν ή περιφέρω, φέρω πέριξ.
Δες και σχόλιο μου[3].
Κατά Δημητράκο (300, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Τομ. 4 Σελ. 1922) διαπομπεύω σημαίνει φέρω εις πέρας, τελώ πομπήν και περιφέρωντας κάτι το προσφέρω όπως προς τους καλεσμένους σε συμπόσιο.
Στο Βυζάντιο διαπόμπευαν τους κλέφτες, τους δειλούς, τους μέθυσους, τους μοιχούς, τους προδότες και άλλους, είτε ήταν απλοί πολίτες είτε εξέχουσες προσωπικότητες. H μαστίγωση, η κουρά, η ρινότμηση και πολλά άλλα αποτρόπαια βασανιστήρια συνόδευαν την διαπόμπευση.
Η διαπόμπευση ήταν περιαγωγή του τιμωρουμένου συνήθως καθισμένου ανάποδα σε ένα γάιδαρο. Η περιαγωγη αυτη λεγονταν ειρωνικά θρίαμβος και συγύρισμα. Στο μεσαιωνα και ιδιαιτερα στην Κρήτη λεγονταν και γιβέντισμα (κατα Ανδ. απο το γαλλικο μεσαιωνικο gibbet=σταυρος, ενω κατα Ξανθουδίδη απο το τουρκικο güvenmek=εξευτελίζω ) πρβλ. γιβεντισμένη
Η διαπόμπευση ήταν περιαγωγή του τιμωρουμένου συνήθως καθισμένου ανάποδα σε ένα γάιδαρο. Η περιαγωγη αυτη λεγονταν ειρωνικά θρίαμβος και συγύρισμα. Στο μεσαιωνα και ιδιαιτερα στην Κρήτη λεγονταν και γιβέντισμα (κατα Ανδ. απο το γαλλικο μεσαιωνικο gibbet=σταυρος, ενω κατα Ξανθουδίδη απο το τουρκικο güvenmek=εξευτελίζω ) πρβλ. γιβεντισμένη
Η διαπόμπευση ηταν μια πομπή με πρωταγωνιστή τον διαπομπευόμενο και ενα ξέφρενο οχλο που τον προσέβαλε και εξευτέλιζε με κάθε τροπο, σε πλατείες και δρόμους. Ηταν από τα πιο αγαπημένα θεάματα των βυζαντινών.
Καί σήμερα λέμε «είδα τις πομπές σου«, ή χαρακτηρίζουμε κάποιον ως «μπομπή» (βλ. και «μπόμπιρας»). Πομπεύομαι εχει σήμερα την έννοια του «ντροπιάζομαι».
Καί σήμερα λέμε «είδα τις πομπές σου«, ή χαρακτηρίζουμε κάποιον ως «μπομπή» (βλ. και «μπόμπιρας»). Πομπεύομαι εχει σήμερα την έννοια του «ντροπιάζομαι».
Πράξη πρώτη: Τα Προκαταρτικά
Η διαπόμπευση δεν είχε νομικό έρεισμα παρά μόνο σε 2 περιπτώσεις. Τις ποινές που προέβλεπαν οι Νεαρές του Ιουστινιανού τις βρίσκουμε και στην Εξάβιβλο του Αρμενοπούλου[Αρμ [499]].
Όπου όμως ανέφεραν : «τυπτομενος και κουρευομενος, εξοριζεσθω» (συχνά στην Εξάβιβλο του Αρμενοπούλου [499]) υπονοούσαν, χωρις να επιβάλλουν, ότι θα επακολουθούσε και διαπόμπευση. Δεν θα είχε άλλωστε νόημα η κουρά[1] χωρις διαπόμπευση, αφού γινόνταν για λόγους εξευτελισμού και όχι για λόγους υγιεινής ή αισθητικής.
Ρητές μνείες υπάρχουν:
[Αρμ 499 σ.210 Βιβ. ΙΙΙ Τιτ. Η - «Περί μισθώσεως και περί εργολάβων» §41] «οι δε αθετησαντες εργολάβοι δια δαρμού[2] και κουράς και εξορίας σοφρωνιζεσθωσαν«
[Αρμ 499 σ.211 Βιβ. ΙΙΙ Τιτ. Η - «Περί μισθώσεως και περί εργολάβων» §43] «ει δε τινες (εργολάβοι) ευρεθώσι παρά τά διατεταγμένα διαπραττόμενοι, τυπτόμενοι[2] και κουρευόμενοι εξοριζέσθωσαν«
[Αρμ. 499 σ. 364 Βιβ. VI Τιτ. ΙΔ - Περί διαφόρων Ποινών §12] Ο ετέρου πραγματείαν υπεισερχόμενος … «διά δαρμού[2] και κουράς και θριάμβου και διηνεκούς εξορίας υπομενέτω τιμωρίαν«.
1) Λατ. tonsura
2) Παρατηρούμε την χρήση των όρων δαρμού τυπτόμενοι και ποτέ κάτι περί ξύλου. Η έκφραση τον πλάκωσαν στο ξύλο ειναι νεώτερη και σημαίνει τελείως διάφορο πράγμα. Ο τιμωρουμενος δενότανε στο έδαφος και πάνω τοποθετούσαν μια σανίδα στην οποια προσέθεταν πάκες ή αλλα βάρη. Η εικονα ειναι νεωτερη αναπαράσταση οχι τοσο ακριβής ιστορικά, αλλά δινει περιπου μια ιδεα του ματυρίου. Το πλάκωμα (τοποθέτηση πλακών) στο (ή με το ) ξύλο ηταν κυριολεκτικό. Ο τιμωρούμενος ασφυκτιούσε κάτω από το βάρος και ομολογούσε ή μετανοούσε ή πεθαινε. Οταν ασφυκτιούμε σήμερα λέμε «νοιώθω μια πλάκωση», θλιβερό κατάλοιπο αυτού του βασανιστηρίου.
2) Παρατηρούμε την χρήση των όρων δαρμού τυπτόμενοι και ποτέ κάτι περί ξύλου. Η έκφραση τον πλάκωσαν στο ξύλο ειναι νεώτερη και σημαίνει τελείως διάφορο πράγμα. Ο τιμωρουμενος δενότανε στο έδαφος και πάνω τοποθετούσαν μια σανίδα στην οποια προσέθεταν πάκες ή αλλα βάρη. Η εικονα ειναι νεωτερη αναπαράσταση οχι τοσο ακριβής ιστορικά, αλλά δινει περιπου μια ιδεα του ματυρίου. Το πλάκωμα (τοποθέτηση πλακών) στο (ή με το ) ξύλο ηταν κυριολεκτικό. Ο τιμωρούμενος ασφυκτιούσε κάτω από το βάρος και ομολογούσε ή μετανοούσε ή πεθαινε. Οταν ασφυκτιούμε σήμερα λέμε «νοιώθω μια πλάκωση», θλιβερό κατάλοιπο αυτού του βασανιστηρίου.
Η καμπάνα της εκκλησίας σήμαινε για την συγκεντρωση του πληθους (πρβλ. του «βαρεσαν, ή του εριξαν, καμπάνα«). Πολλές φορές η κλήση για συγκέντρωση του φιλοθεάμονος κοινού γινόταν μεβούκινο (πρβλ. την έκφραση «το έκανε βούκινο) ή με τύμπανο (πρβλ. «Ο κόσμος τόχει [ακούσει απο το ] τούμπανο«).
Η πρώτη πραξη της «τελετής» διαπόμπευσης ήταν λοιπόν το κούρεμα, το οποίο ήταν πολύ μεγάλη προσβολή για τον ένοχο. Το «κουρεύω» οι βυζαντινοί το έλεγαν και «κουράζω». Είναι συνηθισμένη η φράση: «τον τάδε εκούρασαν μοναχόν«*. Η διαπόμπευση εκτός από εξευτελιστική διαδικασία ήταν και ιδιαίτερα κοπιώδης γιατί τον τιμωρημένο, κατα τη διάρκεια της «τελετής», τον χτυπούσαν κιόλας. Απο τότε το «κουράζω» έγινε συνώνυμο του «καταπονώ». Από κει βγαίνουν και οι φράσεις «Άντε να κουρεύεσαι» ή «Αστον να κουρεύεται» που σημαίνουν ότι κάποιος είναι τόσο αχρείος ώστε του αξίζει το κούρεμα (δηλ. η διαπόμπευση). Ο τιμωρημένος γινόταν σαν «κουρέμενο γίδι»‘ ή «κουρόγιδο» που αργότερα μετατράπηκε σε κορο(γ)ιδο και μετα σε «κοροϊδο». Συνώνυμο ειναι και το επτασνησιακό «μπαίνιο τση ρούγας»(εμπαιγμος του δρόμου).
* Στην σημερινή μοναστηρική τελετουργία η μοναχική κουρά εχει συμβολικο χαρακτήρα. Συμβολίζει την εισοδο του δοκιμου στο ταγμα των μοναχών. Το ίδιο γίνεται ανα τους αιώνες και στά ιπποτικά ταγματα, και στα σχολεία και στο στρατό. Κουρά = εισδοχή.Στις δυό παρακάτων φωτογραφίες βλεπετε (όπως στα κέντρα αδυνατίσματος) με το στυλ «ΠΡΙΝ» και «ΜΕΤΑ» τον πατέρα Μαξιμο με αλογοουρά στο Μαξιμουμ τοσον πριν οσον και μετα. Αν θελετε να δειτε την πληρη τελετη (κοψιμο 5-7 τριχών σταυροειδώς επισκεφθήτε το http://www.youtube.com/watch?v=vl-AHpC9kis )
Όταν ο ένοχος είχε διαπράξει πολύ μεγαλύτερο παράπτωμα, όπως συνομωσία κατά του Αυτοκράτορα ή προδοσία, τότε πριν την «πομπή» του τον τύφλωναν. Δηλαδή είχε και μούτζες (βλ. Παρακατω) και τύφλες. Με μια λέξη ήταν «μουρτζότυφλος» ή «μούρτζουφλος» (Παρατσούκλι και του Αυτοκράτορα Αλέξιου Ε’ Δούκα επειδή τα μάτια του ηταν βαθειά μεσα στις κόγχες τους και σκεπάζονταν με πυκνά φρύδια και τον έκαναν να μοιάζει με τυφλωμένο. Ίσως και να ήταν άξιος του ονόματος). Συνήθως και τωρα οταν μουντζώνουμε λέμε προς ενίσχυση: «Τύφλα!» ή «Τύφλα στά μάτια σου!». Η εκφραση δεν «κοιτάς την τύφλα σου» (δηλ. τις δικες σου μπομπές=ντροπές) μοιάζει κυριολεκτικά οξύμωρη. Με την παραπάνω μεταφορική έννοια όμως είναι απολύτως λογική.
Διακοσμηση του τιμωρουμενου γινοταν με κουδούνια (κυπριά από τα προβατα) και απο κει υπαρχει η εκφραση «τον πήραν με της μπομπής τα κουδούνια«. Θυμηθητε και αντιστοιχα αποκρηατικα ντυσιματα στα χωριά οπου κουδουνια κρεμασμενα στο λαιμο αυξανουν την γελοιοτητα.
Το λεγόμενο ασθενές φύλο είχε μεγαλύτερο ποσοστό συμμέτοχης στις διαπομπεύσεις, ιδίως λόγω της μοιχείας. Έτσι η διαπομπευθεισα ονομάζονταν πομπεμένη ή βαρύμπομπη ή γιβεντισμένη. (διαισθάνομαι ότι το αττικό τοπωνύμιο «Βαρυμπόμπη» θα δόθηκε από κάποια τέτοια δυστυχισμένη που αποφάσισε μετά την διαπόμπευση να καταφύγει στην ερημιά ως κοινωνικώς απόβλητη. Η ετυμολογική ερμηνεία για την προέλευση από κάποιο Αλβανό ονομαζόμενο «Μπόμπη» δεν μου φαίνεται λογική. Η διαπόμπευση της μοιχαλίδας φαίνεται ότι επέζησε και μετά την πτώση του Βυζαντίου και την Τουρκοκρατία. Υπάρχει παροιμία που λέει :»Οποία δεν κάθεται καλά και κάνει εργολαβία: στο γάιδαρο και στον παπά και την αστυνομία».
Ο εστί μεθερμηνευόμενον: Οποία πηγαίνει με άλλους άντρες (η εργολαβία σήμαινε ερωτοτροπία, αφού προέβλεπε συχνή περιδιάβαση από το σπίτι του εραστή / ερωμένης, σαν τον εργολάβο που κάνει επιμέτρηση για την επισκευή σπιτιού), την καβαλικεύουμε ανάποδα στο γάιδαρο (διαπόμπευση), την στέλνουμε στον παπά για την ηθικό-θρησκευτική τιμωρία (επιτίμια, αφορισμός) και στην αστυνομία για την ποινική δίωξη (η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε επ΄ εσχάτων).
Ο εστί μεθερμηνευόμενον: Οποία πηγαίνει με άλλους άντρες (η εργολαβία σήμαινε ερωτοτροπία, αφού προέβλεπε συχνή περιδιάβαση από το σπίτι του εραστή / ερωμένης, σαν τον εργολάβο που κάνει επιμέτρηση για την επισκευή σπιτιού), την καβαλικεύουμε ανάποδα στο γάιδαρο (διαπόμπευση), την στέλνουμε στον παπά για την ηθικό-θρησκευτική τιμωρία (επιτίμια, αφορισμός) και στην αστυνομία για την ποινική δίωξη (η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε επ΄ εσχάτων).
Αλλη ηπιοτερη ποινή ήταν το σημάδεμα με πυρωμένο σίδερο (δια πυρός και σιδήρου). Ο τιμωρούμενος εκαυτηριάζετο για τήν διαγωγή του ή συμεριφορά του. Οι κλέφτες ειδικότερα σφραγίζονταν στο μέτωπο με πυρακτωμένη σφραγίδα, αν είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά. Σε περίπτωση υποτροπής, η συνήθης κατάληξη ήταν ο ακρωτηριασμός[35].Εκφραση που την χρησιμοποιούμε και σημερα. Υπάρχε μια πιο σπάνια έκφραση (Βλ. Π.Δελτα: «Ο Τρελαντώνης») «μούτρο για σιδέρωμα«. Το σκέτο «μούτρο» να πρέπει να έχει τη ρίζα του σε αυτή την μορφή τιμωρίας.
Η «Εξάβιβλος» ([499]) του Αρμενοπούλου αναφέρει στό Βιβλιο Ι , στον Τιτλο 5, §4 :«Πας καταμηνύσας και μη αποδείξας, δια του άρχοντος σιδήρω κολαζέσθω».Το «σιδέρωμα» γίνονταν 1) στο προσωπο ή το μέτωπο 2) στο χέρι 3) στό στήθος.
Οι κλέφτες ειδικότερα σφραγίζονταν στο μέτωπο με πυρακτωμένη σφραγίδα, αν είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά. Σε περίπτωση υποτροπής, η συνήθης κατάληξη ήταν ο ακρωτηριασμός.
Οι κλέφτες ειδικότερα σφραγίζονταν στο μέτωπο με πυρακτωμένη σφραγίδα, αν είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά. Σε περίπτωση υποτροπής, η συνήθης κατάληξη ήταν ο ακρωτηριασμός.
Η ποινη αυτη μας αφησε τα επώνυμα Σιδερωμένος,Καμένος. Αλλά πιθανοτατα και ο Κεκαυμένος (Καυτηριασμένος, καμένος με σίδερο), ο γνωστος Βυζαντικος Συγγραφέας του «Στατηγικού» να ειχε καποιο προγονο τιμωρημένο με καυτηριασμο.
Αλλες ποινές που προηγούντο της διαπόμπευσης ήταν η ρινοκοπία (κοψιμο της μύτης) (πρβλ. Επώνυμα Ασημομύτης και Κηρομύτης που παίρναν οι ρινότμητοι επειδή αντικαθιστούσαν αργότερα με τεχνητή την κομμένη μυτη τους), ή καυλοκοπία[*]για τους «αλογευόμενους άνδρες» (κτηνοβάτες) που δεν ξέρουμε αν είχε τεχνητή αντικατάσταση. Ποινή ηταν επισης και το κόψιμο των αυτιών. Λεγεται και σημερα σαν απειλη «θα σου κοψω τ’ αυτια«. (Σημ. επιβιωση της εκφρασης στο ποντιακο τραγουδι).
[*] Ανακάλυψα πρόσφατα την ύπαρξη επωνύμου «Καλικάτσος» (πιθανόν απο το Ιτ. tagliare+cazzo, ταλιάρε+κάτσο = κόβω + πέος) που σημαινει οτι και η καυλοκοπία είχε τον Γερμανό της δηλ. κάποιο εξειδικευμένο άτομο που κάνει έντεχνα την αποκοπή του πέους ώστε να διασφαλίζεται η επιβίωση του τιμωρουμένου. Θυμίζω στον αναγνώστη οτι οι περισσότερες ποινές είχαν σαν σκοπό και τον εκφοβισμό, να επιζεί δηλαδή ο τιμωρηθείς, εν κοινωνία, για να βλέπουν και να φοβούνται οι υπόλοιποι. Μια κακή καυλοκοπία σήμαινε βέβαιο θάνατο απο αιμοραγία. Ο Ταλιακάτσος αναλαμβανε να τακτοποιησει το πρόβλημα. Ο καυλοκοπηθείς επιζούσε αλλά τα άλογα τα έβλεπε μόνο στον ιππόδρομο. Η ύπαρξη επωνύμου «Καλοκάθης» (αυτός που καλοκάθεται, που δεν λέι να φύγει) μας εμποδιζει να παρετυμολογησουμε το Καλιακάτσο απο το Ελληνικό «θα κάτσω», μέλλοντα του «κάθομαι».
Πράξη δεύτερη – Διαδικασία.
Για να διασκεδάσουν το κοινό που παρακολουθούσε τη διαπόμπευση και να γελοιοποιήσουν τον τιμωρούμενο, άλειφαν το πρόσωπό του με καπνιά (φούμο), την «ασβόλη». Τον «αποσβόλωναν».
Σχετικές φράσεις το «έμεινε αποσβολωμένος«, «έφυγε αποσβολωμένος» κ.λ.π.
Σχετικές φράσεις το «έμεινε αποσβολωμένος«, «έφυγε αποσβολωμένος» κ.λ.π.
Το ρήμα «αποσβολώνω» είναι αντίστοιχο του αρχαίου «προπηλακίζω». Σύμφωνα με το λεξικό Σουίδα, «Προπηλακισμός: ύβρις είρηται δε από τον πηλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων».Η λάσπη μέχρι και στις μέρες μας είναι σύμβολο ηθικής κατάπτωσης, συκοφαντίας και εξευτελισμού. Εκφράσεις : «Του ρίξανε λάσπη», ο «πολέμος της λασπης», μέχρι και ο νεολογισμος «λασπολογία«
Η διαπομπευση γινοταν στα φόρα δηλ. στις αγορές (απο το Λατινικο forum και πληθυτικος fora) αλλα και στο αμφιθέατρο-ιππόδρομο, και στούς δρόμους και τις πλατείες.Δεν βγαζουμε λοιπον κατι (πχ. άπλυτα) ή ανθρωπο «στη φόρα» αλλα «στα φόρα«. Επομένως η συνηθισμενη εκφραση «θα τα βγάλω όλα στη φόρα» είναι λάθος.
Επειδη η Μέση οδός ηταν η κεντρικότερη της Κωνσταντινούπολης και περνούσε απο τέσσερα φόρα, υποθέτω πως οι περισσότερες διαπομπεύσεις γινόνταν σε αυτό τον δρόμο.
Κατά το συγύρισμα ο διαπομπευόμενος κάθονταν ανάποδα σε γαϊδαρο (απο εκει το «θα σου χέσω το γαιδαρο«) και οι φίλαθλοι του πετούσαν περιττώματα ζώων και παλαιά ρακη (πατσαβούρες) (Βλ. Ξανθ. σ.148 λ. γιβεντίζω οπου πατσαουριάζω= συνων. του γιβεντιζω). Γινοταν μια διακωμώδηση της γαμήλιας τελετής όπου χόρευαν οι θεατές το χορό των μανδηλιών (έκφραση:«της μπομπής τα μαντήλια») Ο κουρεμένος διαπομπευόμενος (κουτρούλης = με κούτρα ως τρούλος) ηταν ο γαμπρός, και η όλη «παράσταση» λέγονταν του κουτρούλη ο γάμος. Οι σοβαρές διαπομπεύσεις μεγαλόσχημων γινόταν στο (αμφι)θέατρο. Ο διαπομπευόμενος τότε έλεγαν οτι εθεατρίζετο. Γίναμε «θεατρο» σημαίνει: «βγηκαμε στο αμφιθεατρο» δηλ. ρεξιλευτηκαμε.
Την «ασβόλη» την έλεγαν και «μούτζα ή “γάνα” που σημαίνει μουντό χρώμα αλλά και παλάμη μουτζουρωμένη από στάχτη. Προέρχεται ίσως από το «μούζα = μαυρίλα» ή από το μούντα, μουντός.
Την ασβόλη την έπιαναν με όλη την παλάμη και την άλειφαν στο πρόσωπο με ανοιχτά τα δάχτυλα. Έτσι προέκυψε, η παλάμη με ανοιχτά δάχτυλα, να είναι υβριστική χειρονομία. (μούντζα ή φάσκελο).
Σχετικές φράσεις είναι «κοίτα μη με μουτζουρώσεις = κοίτα μη με προσβάλεις» ή «έφυγε μουτζουρωμένος= έφυγε ντροπιασμένος», «μούντζω τα» = μουτζουρωσέ τα, ειναι ακατάλληλα. πρβλ. «φασκελοκουκουλωσ’ τα».
Την ασβόλη την έπιαναν με όλη την παλάμη και την άλειφαν στο πρόσωπο με ανοιχτά τα δάχτυλα. Έτσι προέκυψε, η παλάμη με ανοιχτά δάχτυλα, να είναι υβριστική χειρονομία. (μούντζα ή φάσκελο).
Σχετικές φράσεις είναι «κοίτα μη με μουτζουρώσεις = κοίτα μη με προσβάλεις» ή «έφυγε μουτζουρωμένος= έφυγε ντροπιασμένος», «μούντζω τα» = μουτζουρωσέ τα, ειναι ακατάλληλα. πρβλ. «φασκελοκουκουλωσ’ τα».
Οσοι την γλυτωναν, οι αθωούμενοι, έβγαιναν (απο το δικαστήριο) ασπροπρόσωποι ή καθαροί.
Σήμερα λέμε «νσ την βγάλουμε καθαρή» εννοώντας «την μουρη μας» ή «την όψη μας»
Σήμερα λέμε «νσ την βγάλουμε καθαρή» εννοώντας «την μουρη μας» ή «την όψη μας»
Πραξη Τριτη – Ο επίλογος
Ηταν άραγε σοφρωνιστικός ο χαρακτηρας των διαπομπεύσεων;
Ο Ιουστινιανός ο Β΄,669-711, γνωστος ως Ρινότμητος, Βυζαντινός Αυτοκράτορας της Δυναστείας του Ηρακλείου, βασιλεψε απο το 685 μέχρι το 695 και ξανά απο το 705 to 711 και δεν φαίνεται να ντράπηκε απο την διαπόμπευσή του αλλά μάλλον αποθρασύνθηκε. βλ. [147 σ. 144]
Δεν μας παραξενεύει αυτό, γιατί οι Βυζαντινοί είχαν σωρεία αυτοκρατόρων με αρκετά εξευτελιστικά παρωνύμια [147 σ. 145] όπως: Αβάστακτος, Μονομάχος, Μέθυσος, Κοπρώνυμος, Παραπινάκης, Καυσαλώνης, Μούρτζουφλος, Μακελλάρης, Ονομάγουλος κλπ.
Μετα την διαπόμπευση ο διαπομπευθείς:- ή εξοριζονταν, de jure, γιατί ο νόμος το προέβλεπε,
- ή εξοριζόνταν de facto, επειδή καταντούσε περίγελως των συντοπιτών του έπαιρνε των ομματιών του.(Δηλ. πηρε το όνειδος (ρεζίλικι) των ματιών του , την τύφλωση)
- ή μεταλλιζονταν (στα μεταλεία σε καταναγκαστικά έργα)(Επίθετα: Μεταλλίδης, Μεταλληνός)
- ή κλεινοταν σε μοναστήρι
- ή καταδικάζονταν σε καταναγκαστική κωπηλασία (κάτεργο) στις γαλέρες του πλωίμου (του Στόλου). Τοτε λεγοταν κατεργάρις. Η κωπηλασία γινόταν σε βάρδιες με κάποια ολιγόλεπτα διαλείματα. Μετα ακούγονταν η φωνή του ναυκλήρου «καθε κατεργάρις στον πάγκο του«
- … αλλά και εκτελούνταν (θανατώνονταν)
Τα επιζήσαντα επωνυμα Κηρομύτης, Ασημομύτης, Κουλοχέρης (Χειρότμητος), Σιδερωμένος (καυτηριασθείς δια σιδήρου) δηλώνουν οτι πολλοι που υπέστησαν την τιμωρία και τον εξευτελισμό αλλα εξακολούθησαν να ζούν »εν κοινωνία», η οποια τους έδωσε και το παρατσούκλι.
ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗ POST MORTEM
Πολλές φορές διάφοροι συνήθως και διάσημοι, διαπομπεύονταν και μετά θάνατο. Τα κεφάλια εκτελεσμένων συγυρίζονταν επάνω σ’ ένα κοντάρι. Τα τάφοι πατριαρχών και αυτοκρατόρων ανασκάπτονταν και τα πτώματα σερνόντουσαν στα φόρα ή τον ιππόδρομο.ΣΥΝΟΨΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ
- Εβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου
- Εκατσε η μπομπή στις στράτες κι΄αναγέλα τους διαβάτες
- Κι’ αυτός της πομπής, κι’ ο άλλος της γάνας
- Ο κόσμος το´ χει τούμπανο/βούκινο κι’ εμεις κρυφό καμάρι 241,124
- Όποιος κρυφά παντρεύεται, φανερά πομπεύεται
- Πάω να πω τον πόνο μου και λέω την μπομπή μου241,140
- Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος 241,204
- Τον εδικό μου κούρευαν , κι ήταν ντροπή δική μου 241,160
- Του ζευγά οι πομπές στ΄αλώνι θα φανούν 241,161
- Του φτωχού η μπομπή στο κούτελο και τ΄αρχοντα στό γόνα 241,162
- Σαν πάρει ρούχα δανεικά και ξένα δακτυλιδια,
η νύφη ας κουράζεται με δεκαοκτώ ψαλίδια
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
- Είδα τις πομπές σου
- Το έκανε βούκινο
- Ο κόσμος τόχει τούμπανο
- Αστον να κουρεύεται
- Της μπομπής τα κουδούνια
- Δια πυρός και σιδήρου
- Θα σου κόψω τα αυτιά
- Θα τα βγάλω όλα στη φορα
- Θα σου χέσω το γαιδαρο
- Του κουτρούλη ο γάμος
- Πήρε των ομματιών του
- Καθε κατεργάρις στον πάγκο του
- Μούτρο για σιδέρωμα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Εγώ ποπάς κι ίνουμαι
(Εγώ δεν γίνομαι παπάς)Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Εκτελέσεις: Αχιλλέας Βασιλειάδης
Εγώ ποπάς κι ίνουμαι σο ιερόν κ’ εμπαίνω σίντε θα ψάλλω τραγωδώ σασεύω κι απομένω. | Εγώ παπας δε γινομαι στο ιερο δεν μπαινω καθως θα ψάλλω θα τραγουδω θα τα χάνω και θα απομένω (άναυδος) |
Επωδός | |
Απ’ αδά κι απάν’ μη πας κόφτ’ τ’ ωτία σ’ ο ποπάς όσο και να εν ποπάς εν άλλο κι ξομολογά σεν | Απο εδώ και πέρα να μην προχωρήσεις γιατί ο παπάς θα σου κόψει τ΄αυτιά όσο και νά’ ναι [ανεκτικός] είναι παπάς άλλη φορά δεν θα σ΄εξομολογήσει |
Ας λέγω σας ντο είπε με ένας καλός ποπάς έμορφον είδες φίλε τόν το κρίμα σ’ μη ρωτάς. | Ας σας πω τι μου είπε ενας καλός παπάς «είδες ενα όμορφο; φίλα τον μη ρωτάς αν αμάρτησες» |
Επωδός | |
Απ’ αδά κι απάν’ μη πας κόφτ’ τ’ ωτία σ’ ο ποπάς όσο και να εν ποπάς εν άλλο κι ξομολογά σεν | Απο εδώ και πέρα να μην προχωρήσεις γιατί ο παπάς θα σου κόψει τ΄αυτιά όσο και νά’ ναι [ανεκτικός] είναι παπάς άλλη φορά δεν θα σ΄εξομολογήσει |
Επήα σον πνευματικόν είπα την αμαρτία μ’ ατό είπε με τηδέν κ’εν ποίσον ατό άλλον μίαν. | Πήγα στον πνευματικό είπα την αμαρτία μου. Αυτος μού ειπε «τιποτα δεν ειναι. Κάνε το αλλη μια φορά» |
Επωδός | |
Απ’ αδά κι απάν’ μη πας κόφτ’ τ’ ωτία σ’ ο ποπάς όσο και να εν ποπάς εν άλλο κι ξομολογά σεν. | Απο εδώ και πέρα να μην προχωρήσεις γιατί ο παπάς θα σου κόψει τ΄αυτιά όσο και νά’ ναι [ανεκτικός] είναι παπάς άλλη φορά δεν θα σ΄εξομολογήσει |
Υποσημειώσεις
Μόνο τον Αύγουστο του 766 εκτελούνται 16 ανώτεροι υπάλληλοι και αξιωματικoί, οπαδοί της εικονολατρίας. Τον επόμενο χρόνο πέφτει στην αρένα και το κεφάλι του Πατριάρχη Κωνσταντίνου. Ο αυτοκράτορας έβαλε αρχικά να τον μαστιγώσουν, κατόπιν, στις 6 Οκτωβρίου, μπροστά στο συγκεντρωμένο λαό της Πόλης στη Μεγάλη Εκκλησία, να τον καθυβρίσουν. «Μετά από κάθε κεφάλαιο», γράφει ο μετέπειτα ηγούμενος Θεοφάνης, «ο γραμματέας επί των απορρήτων (ασηκρήτις) χτυπούσε τον ψευτοπατριάρχη στο πρόσωπο, ενώ ο Πατριάρχης Νικήτας καθόταν στην καρέκλα του και παρακολουθούσε». Την άλλη μέρα ο Κωνσταντίνος κουρεμένος και με ένα ξεμανίκωτο μανδύα για περίγελο, καθισμένος ανάποδα πάνω σε ένα γάιδαρο, οδηγήθηκε στον ιππόδρομο και διασύρθηκε, ενώ όλος ο χριστιανικός λαός τον γιουχάιζε. Τον γάιδαρο οδηγούσε ο ανιψιός του Κωνσταντίνου, του οποίου είχανκόψει τη μύτη. «Όταν έφτασε στα κόμματα του ιπποδρόμου, κατέβηκαν από τα καθίσματα τους, τον έφτυναν και του έριχναν ακαθαρσίες.[*] Όταν έφτασαν στο σημείο που έπρεπε να σταματήσουν, μπροστά από το αυτοκρατορικό θεωρείο, τον έριξαν από τον γάιδαρο και τον πατούσαν στον αυχένα.» Στο τέλος του μήνα αποκήρυξε την πίστη του και, αφού πήραν ικανοποίηση, τον αποκεφάλισαν. Το κορμί του σύρθηκε μέσα από τους δρόμους στον τόπο εκτέλεσης των κρεμασμένων. Το κεφάλι του κρεμάστηκε από τα αφτιά σε κοινή θέα για τρεις μέρες. Δεν είναι ένας ευχάριστος χριστιανισμός;
[*] Εκφράσεις που παρήχθησαν απο αυτή την συνήθεια:Τον «πήραν» σημαίνει «τον πήραν από πίσω[1], τον ακολούθησαν πετώντας του πέτρες/λεμονόκουπες». Λεγονταν και «τον πήραν στο κατόπι(ν)»
- Τον πήρανε με τις πέτρες
- Τον πήραν με τις λεμονοκουπες.
Αλλά και άλλα πραγματα του πετούσαν ηταν πατσαβούρες[2], σαπιοκοιλιές (τουρ. πατσά) αλλα και την ρετσινιά: ένα έμπλαστρο κατασκευασμένο από δέρμα ή ύφασμα πασαλειμένο με ρετσίνι. Δύσκολα αφαιρείται. Δρούσε κάπως σαν την αποτριχωτική χαλάουα. Ετσι έχουμε τήν έκφραση του «κόλλησαν την ρετσινιά», τον στιγμάτισαν δηλαδή για τα καλά.
(1) Η άλλη έκφραση «τον πήρε από πίσω» έχει τελείως άλλο νόημα και ελάχιστη δημοσιότητα και ευπρέπεια.
[2] Η πατσαβούρα: απο το ιταλικό spazzatura <Lat. spartiare< περιπατώ
Tο τουρκικό paçavra = κουρελόπανο προέρχεται απο το Ελληνικό πατσαβούρα. Το ρήμα πατσαβουριάζω προέρχεται απο το την πατσαβούρα και ειναι συνώνυμο του γιβεντίζω που σημαίνει διαπομπεύω.
156, ΛΕΞΙΚΟ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΚΡΗΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΞΑΝΘΙΝΑΚΗΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2001.
[3] πισσοκοπώ σημαίνει πασαλείβω με πίσσα και ιδιαίτερα ξεριζώνω τις τριχες της κεφαλής με έμπλαστρο από πίσα. Ενδειξη θηλυπρέπειας. Σε αδεσποτη κωμωδια συναντάμε τον ‘ορο «κίναιδοι πεπιττοκοπημένοι» δηλαδή ομοφυλόφιλοι αποτριχωμένοι.
300, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, ΔΟΜΗ
Η τεχνική είναι παρόμοια με της ρετσινιάς. Πιθανόν και να «κούρευαν» με αυτόν τον τρόπο τους διαπομπευομένους γιατί: 1. είναι πιο μόνιμη η κουρά, 2. πονάει περισσότερο 3. ειναι εξευτελιστική.
Η διαπόμπευση γινόνταν με την ανοχή της κρατικής εξουσίας (και πολλες φορές και με υπόδειξη ή προτροπή της), χωρις ομως να ειναι νομοθετημένη ποινή. Μονον ο τίτλος Γ του έκτου βιβλίου της ΕΞΑΒΙΒΛΟΥ [499] «περί πορνών και των εκβιαζόντων παρθένους» στο αρθρ. 8 αναφέρει :
Ίνα προκηρυχθή και στερχθή, γυναίκα μή έπιρρίπτειν αυτής τήν τιμήν, και μάλλον παρθένον, τω βουλομένω. ‘Αλλ’ εί βιάσεταί τις εν έρημία αυτήν, έκδικείσθαι κατά τούς νόμους δοκεί. Εί δέ εκδώ έαυτήν άβιάστως, κουρά και πομπή σωφρονίζεσθαι και μηδέ τω φθορεΐ κατ’ άμφω προσή τό άζήμιον, άλλα καί μάλα άποπληρούν τω δημοσίω τό έννομον.
[Αρμ 499 σ.350]
κούρεμα λοιπον και πομπή (δηλ. Διαπόμπευση) να μάθεις, κυρία μου, να περιμένεις να σε βιάσουν και οχι «να εκδώς εαυτήν αβιάστως».
Η διαπόμπευση γίνονταν και παλαιότερα Εικόνα 1 στο παράρτημα
Επίσης η Αφέντρα ΜΟΥΤΖΑΛΗ, αρχαιολόγος, βυζαντινολόγος αναφέρει στο ακρως ενδιαφέρον άρθρο της με τιτλο« «Γιατροί και νοσοκομεία στο Βυζάντιο»
Η Βυζαντινή Νομοθεσία, παράλληλα, καθόριζε την ποινική ευθύνη των γιατρών, ανδρών και γυναικών, χωρίς διάκριση φύλου. Οι ποινές ποικίλλουν και εξαρτώνται από τη βλάβη που προξενήθηκε στο θύμα, την ύπαρξη δόλου ή μη και την κοινωνική θέση του γιατρού ή του θύματος. Η ευθύνη των γιατρών αποδεικνυόταν με ιατροδικαστική έρευνα και, ανάλογα, τους επιβάλλονταν ποινές, όπως: πρόστιμα, μερική ή ολική δήμευση της περιουσίας, διαπόμπευση, όπου ο τιμωρούμενος γιατρός αναγκαζόταν κατά τη διαδικασία της περιαγωγής να κρατάει στα χέρια του ένα ουροδοχείο και να δέχεται τους ονειδισμούς του όχλου, μεταλλισμός, δηλαδή ισόβια καταναγκαστική εργασία στα μεταλλεία ή και – σπανίως – «διά ξίφους» θάνατος.
Ονοβάτις (επιθ. Ο ονοβάτης θηλ. η ονοβάτις, γεν ονοβάτιδος) μεταγενέστερο γενικά ή «Καθισμενη πάνω σε γαιδούρι», ίδιαίτερα γυναίκα που συνελήφθη μοιχευομένη και για τούτο διαπομπεύεται καθισμενη ανάποδα, σε γαιδούρι: τίς ἡ παρὰ Κυμαίοις ὀνοβάτις; τῶν γυναικῶν τὴν ἐπὶ μοιχείᾳ ληφθεῖσαν ἀγαγόντες εἰς ἀγορὰν ἐπὶ λίθου τινὸς ἐμφανῆ πᾶσι καθίστασαν: εἶθ᾽ οὕτως ἀνεβίβαζον ἐπ᾽ ὄνον, καὶ τὴν πόλιν κύκλῳ περιαχθεῖσαν ἔδει πάλιν ἐπὶ τὸν αὐτὸν λίθον καταστῆναι καὶ τὸ λοιπὸν ἄτιμον διατελεῖν, ‘ὀνοβάτιν’ προσαγορευομένην. τὸν δὲ λίθον ἀπὸ τούτου οὐ καθαρὸν νομίζοντες ἀφωσιοῦντο.
Any woman taken in adultery they used to bring into the market-place and set her on a certam stone in plain sight of everyone. In like manner they then proceeded to mount her upon a donkey, and when she had been led about the circuit of the entire city, she was required again to take her stand upon the same stone, and for the rest of her life to continue in disgrace, bearing the name ‘donkey-rider.’ After this ceremony they believed that the stone was unclean and they used ritually to purify it.
Πλούταρχος – Ερωτήσεις σ.2 Frank Cole Babbitt, Ed.
Ο Πλούταρχος (περ.45-120) ήταν Έλληνας ιστορικός, βιογράφος και δοκιμιογράφος. Γεννημένος στη Χαιρώνεια, της Βοιωτίας, Οι «Ερωτήσεις» είναι ένα μικρότερο έργο του Πλουτάρχου. Είναι 113 στον αριθμό. Όλες ξεκινούν με το «Γιατί», δίχως συμπερασματικές απαντήσεις. Η μία σειρά παραθέτει σκοτεινά στοιχεία της μυστηριακής Ρωμαϊκής ζωής και των Ρωμαϊκών εθίμων και η άλλη των Ελληνικών.
Στους Βυζαντινούς Χρόνους η Διαπόμπευση (πομπή) ήταν ενα κοινωνικό συμβάν. Προκαλείτο από το Δημόσιο αίσθημα, την τάση για χλεύη και εξευτελισμό του εκτελέσαντος αξιόποινη πράξη. Πολλές φορές οι λόγοι ήταν πολιτικοί και προκαλούνταν από κρατικούς αξιωματούχους. Οι αξιωματούχοι αυτοί ή κινούσαν παρασκηνιακά τα νήματα, ή συμμετείχαν ως θεατές η ακόμα και ως δραστήρια μέλη της ομάδας των διαπομπευόντων. Η «λόγω εξυβρισις», ο Δημοσιος εξευτελισμός, η δυσφήμηση (συκοφαντική ή μη) δεν αποτελουσε διαπόμπευση. Σημερα τέτοιες διαπομπεύσεις δεν γίνονται (ίσως λόγω της σπανιότητας των γαϊδάρων, ως υποζυγιων). Σήμερα ισχύουν οι ερμηνείες του Μπαμπινιώτη και του ΜΕΛ Φυτράκη οπως λέω παραπανω.
Ρινότμητος
ΚαυτηριάζωΟ Βυζαντινός αυτοκράτορας που σηματοδοτεί με τη βασιλεία του το τέλος του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα είναι ο Ιουστινιανός Β’ ο επονομαζόμενος Ρινότμητος. Ο προηγούμενος αιώνας (7ος) σημαδεύτηκε απ’ την ηγεμονική μορφή του Ηρακλείου και ο επόμενος (8ος) αρχίζει με την έκπτωση, ρινοκοπία και γλωσσοκοπία του Ιουστινιανού του Β’, απέναντι στον οποίο στάθηκαν ιδιαίτερα επιθετικοί οι μεγαλογαιοκτήμονες – αριστοκράτες. Οι αυτοκράτορες που προηγήθηκαν του Ιουστινιανού του Β’, Λεοντιος (695-698) και Αψίμαρος – Τιβέριος (698-705) υπήρξαν σχετικά ανίσχυρες προσωπικότητες στο να επιβάλλουν τις προσωπικές τους απόψεις για τον τρόπο διοίκησης του κράτους και άσκησης της εξουσίας.Ο Ιουστινιανός Β’, ο Ρινότμητος βασίλεψε σε δύο περιόδους, από το 685 έως το 695, και κατόπιν από το 705 έως τον θάνατό του το 711. Σε ηλικία μόλις 17 ετών (γεννημένος όταν ο πατέρας του Κωνσταντίνος Δ’ ήταν 16), ο Ιουστινιανός Β’ στέφεται αυτοκράτορας. Ο Ιουστινιανός γρήγορα θα δείξει τον ισχυρό του χαρακτήρα, την εξυπνάδα, τη διορατικότητα και τις μεγάλες διοικητικές ικανότητές του. Δυστυχώς όμως θα παρουσιάσει σημάδια σκληρότητας, που είχαν εκλείψει από τις ημέρες του Φωκά, καθώς και δείγματα διανοητικής ανισορροπίας, ανάλογα με αυτά που έδειξε ο Ηράκλειος προς το τέλος της ζωής του. Στην αρχή της βασιλείας του πραγματοποιεί επιτυχημένες εκστρατείες κατά των Αράβων στα ανατολικά. Έθεσε σε ισχύ τον «Νόμο των Αγροτών», μια ρύθμιση που επέτρεψε την ισχυροποίηση της αγροτικής τάξης. Διατηρώντας τη διοικητική διαίρεση των θεμάτων, διατάζει τη μεταφορά Σλάβων από τη Βαλκανική στη Βιθυνία της Μ. Ασίας για να την εποικήσουν, πιστεύοντας ότι έτσι θα τη θωρακίσει απέναντι στον αραβικό κίνδυνο. Το 691, συγκάλεσε την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, προκειμένου να ρυθμιστούν ορισμένες λεπτομέρειες των Ε’ και ΣΤ’ Οικουμενικών Συνόδων. Από τα ψηφίσματά της πολλά είναι εξαιρετικά ασήμαντες λεπτομέρειες, παρά ταύτα όμως ο Ιουστινιανός αξίωσε την άμεση υιοθέτησή τους από τη Ρώμη, χωρίς δε καν να καλέσει απεσταλμένους του Πάπα Σέργιου στη Σύνοδο. Αποτέλεσμα ήταν η ρήξη στις σχέσεις τους. Τον ίδιο καιρό αναθέτει στον Μέγα Λογοθέτη Θεόδοτο και τον ευνούχο Στέφανο της Περσίας τη συλλογή φόρων. Οι αξιωματούχοι αυτοί εξήντλησαν τη σκληρότητά τους στους φορολογούμενους με αποτέλεσμα τη γενική δυσαρέσκεια. Το 695 ο στρατός εξεγείρεται και ανακηρύσσει Αυτοκράτορα έναν αξιωματικό με το όνομα Λεόντιος. Ο Λεόντιος, όντας παλαιός φίλος του πατέρα του, χαρίζει τη ζωή στον Ιουστινιανό αλλά τον τιμωρεί με ρινοκοπία (δηλαδή ακρωτηριασμό της μύτης) και τον εξορίζει στη Χερσώνα της Κριμαίας. Εκεί ο Ιουστινιανός παρέμεινε για δέκα χρόνια, δηλαδή μέχρι το 705. Τη χρονιά αυτή απέδρασε από τη Χερσώνα και, συνάπτοντας στρατηγικές συμμαχίες με τους Βούλγαρους και τους Χαζάρους, διέσπασε την άμυνα της πόλης και ανακατέλαβε την εξουσία από τον Αυτοκράτορα Τιβέριο που είχε στο μεταξύ εκθρονίσει και ρινοκοπήσει τον τον Λεόντιο το 698. Τιμώρησε με θάνατο και ακρωτηριασμό εκατοντάδες συνεργάτες και αξιωματούχους των προηγούμενων δύο Αυτοκρατόρων, ενώ για ανταμοιβή έχρισε Καίσαρα τον Χάζαρο χάνο Ιβουζίρ, έναν βάρβαρο κατά τα βυζαντινά πρότυπα, δίνοντάς του ένα αξίωμα για το οποίο συνήθως προορίζονταν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, προκαλώντας την έκπληξη και τον τρόμο στους Βυζαντινούς. Πραγματοποίησε το 709 και το 711 δύο εκστρατείες καταστολής εξεγέρσεων στη Ραβέννα και τη Χερσώνα. Η δεύτερη αυτή και αποτυχημένη εκστρατεία, θα προκαλέσει το πραξικόπημα και την ανάληψη της εξουσίας από τον αρμενικής καταγωγής Βαρδάνη ή Φιλιππικού.Ο Βαρδάνης συνελήφθη κοιμώμενος απο τον Αναστάσιο τον Β και τυφλώθηκε. Τον βοήθησαν οι Γ. Βούραφος και Θ. Μυάκιος. Σε 15 ημερες, σε ενδειξη ευγνωμοσύνης για την βοήθεια τους, τύφλωσε και τους δύο. (Σταματημό δεν είχε ο αθεόφοβος. πρβλ «Αναστάση κανε στάση!»).Η καταστροφή του συνόλου του βυζαντινού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα το 711 κατά το ταξίδι επιστροφής από τη Χερσώνα, και ο χαμός περίπου 70.000 ανδρών στα μανιασμένα κύματα, λέγεται ότι προκάλεσε το γέλιο του Αυτοκράτορα. Η θανάτωση, από τον ίδιο το Βαρδάνη, του Ρινότμητου και του εξάχρονου γιου του Τιβέριου από τους άνδρες του Βαρδάνη, σηματοδοτεί το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου. Ο Ιουστινιανός Β’, παρά τη σκληρότητα και την πνευματική του αστάθεια, ήταν ικανός Αυτοκράτορας, και εργάστηκε σκληρά για το καλό της αυτοκρατορίας, διατηρώντας και ενισχύοντας τη διοικητική και κοινωνική συνοχή που ήταν απαραίτητη για τη σωτηρία της. Οι εκρήξεις εκδίκησής του όμως ήταν τόσο βίαιες που τον κατέστησαν εξαιρετικά αντιδημοφιλή. Το πάθος του και το άσβεστο κουράγιο του, απέδειξαν ότι δεν αρκεί ο ακρωτηριασμός για να εξουδετερώσει τη φιλοδοξία ενός αποφασισμένου για την εξουσία ανθρώπου.
Κάποιος φανατικός της εκφρασης «καυτηριάζω» (και οχι μόνο), επαναλαμβάνει μέχρι ναυτιάσεως το «καυτηριάζω» φθάνοντας μέχρι να καυτηριάζει και τα βασανιστήρια (με ένα άλλο βασανιστήριο). Οξύμωρο όπως και το «πολεμάμε για την ειρήνη»:Κηρομύτης
Ποτέ κανείς δεν έχει καυτηριάσει τα όργια που γίνονται εδώ και δεκαετίες στους κόλπους της Παλαιστινιακής ηγεσίας. Ποτέ κανείς δεν έχει καυτηριάσει τη σύμπραξη ενός απελευθερωτικού κινήματος με τους διεθνείς τρομοκράτες που εκτελούσαν συμβόλαια θανάτου διακινώντας όπλα και ναρκωτικά κι αυτό έγινε με τις ευλογίες του Αραφάτ. Ο Αραφάτ είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τη δημιουργία του κλισέ » Παλαιστίνιος=τρομοκράτης» όταν έκανε τους πολεμιστές της Φατάχ εντολοδόχους φονιάδες. Κανείς δεν έχει ποτέ καυτηριάσει τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Για τους δολοφονημένους από φριχτά βασανιστήρια και κρεμασμένους ανάποδα από τα δέντρα στη Γάζα και τα Κατεχόμενα προς «παραδειγματισμό». Ούτε μία τέτοια εικόνα δεν έχει δημοσιευθεί ποτέ σε ελληνικό ΜΜΕ. Κανείς δεν καυτηρίασε τη μετατροπή των αμάχων Παλαιστινίων σε ασπίδες. Κανείς δεν καυτηρίασε ποτέ την διασπάθιση της οικονομικής βοήθειας από την ΕΕ. Και το πιο σημαντικό είναι ότι κανείς ποτέ δενκαυτηρίασε ότι το άτομο αυτό έφυγε από το Καμπ Ντέιβιντ για να μη δείξει ότι του έδωσαν την Παλαιστίνη. Η μεγαλομανία του ηταν τόσο μεγάλη που ήθελε να φανεί ότι η Παλαιστίνη κερδήθηκε με αίμα και όχι με διπλωματία.
κουράζωΈνας από τους μεγάλους του Ρεμπέτικου, ηταν και ο Στέλιος Κηρομύτης. «Άρχοντας» στο ντύσιμο, και στους τρόπους, έγραψε ιστορία στο ρεμπέτικο. Μια θρυλική μορφή του ρεμπέτικου! Ο Κηρομύτης γεννήθηκε στον Πειραιά, το 1903. Ο πατέρας του έπαιζε μπουζούκι για το κέφι του, και ήταν φυσικό να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα και ο γιος.
κουράζω και κουράζομαι.Ο Φ. Κουκουλές το αποδίδει το «κουράζω» στο αρχ.»κειρομαι» ο Καθ. Γ. Μπαμπινιώτης στο μεσαιωνικό «κουρά» = κοπωση.I. Ενεργ.Α΄ Μτβ.
1) Καταπονώ, ταλαιπωρώ: στράτα δεν ευρέθηκε ποτέ να με κουράσει Πανώρ. Ε΄ 58.
2) Τιμωρώ: Οπού λυπάται πολιτικήν, ο Θεός να τον κουράσει (οχι προφανώς από το κουρά αλλα απο το «κούρα»<Λατ. curare=θεραπευω και κατ΄επεκτασιν διορθώνω, συμμορφώνω δια τιμωρίας. Σημ Συν.) Σαχλ. Β΄ ΡΜ 425.
3) Κατεργάζομαι: κουράζουσι τον κόκκον εις το μέσον Φυσιολ. (Zur.) XX 3b11.Β΄ (Αμτβ.) καταπονούμαι, κουράζομαι: πεζεύομεν, τι κούρασαν τ’ άλογα Ιμπ. (Legr.) 908.II. (Μέσ.) καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι: πολλά ’μαι κουρασμένος Λίβ. Ν 3133.Η μετοχή παρακειμένου ως επίθετο = ταλαίπωρος: στάλαρε, Φετόντε κουρασμένε Ζήν. Ε΄ 249. [<ουσ. κουρά + κατάλ. -άζω. ] [Κριαρ]Κάνω μια υποθεση:Το κούρεμα αποτελεί εξευτελισμό και ηθική κατάπτωση όχι όμως σωματική κόπωση. Το ρήμα «κουράρω»= φροντίζω < λατ. curare πέρασε μόνο σε πιο ειδική έννοια: είμαι γιατρός και φροντίζω τον ασθενή μου. (πρβλ. κουράτωρ, ο κουράντες,«κόβει κούρες», «ποιός γιατρός σε κουράρει»). Αυτός που έχει υποστεί τις φροντίδες του γιατρού του και βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης θα έπρεπε να λέγεται κουρασμένος ή κουραρισμένος. Αυτός πραγματικά είναι εξαντλημένος από την αρρώστια. Από τον κουρασμένο ξεκίνησε και η όλη δημιουργία των λέξεων (κουράζω αντί κουράρω). Μια σύγχυση με το κούρεμα είναι πιθανή αφού παλαιότερα ο κουρέας όχι μόνο εκούρευε αλλά και εκούραρε με φλεβοτομίες, βδέλλες, κλύσματα (σερβιτσάλια) κλπ. Ας λάβουμε υπόψη οτι το κουράρω = φροντίζω για την θεραπεία, θεραπεύω έχει την έννοια διορθωτικού μέτρου. Παρόμοιο μέτρο, απο ηθικης πλευρας, ενα μέτρο σοφρωνισμού, ήταν η διαπόμπευση. (πρβ. «θα σε συγυρίσω» ισοδύναμο προς το «θα σε διορθώσω»)Βλ. Κριαρά «κουράρω».[178] Λεωνίδα Χ. Ζώη Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου Τόμος Β’ – ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ – 1963 σ. 229 στα λήμματα κούρα, κουρά, κουράντες, κουράρω, κουρέας, κουρεμένος, κουρέλι και κουρεύω.
* Α´ (Αμτβ.) έχω έγνοια· φροντίζω για μια αγαθή πράξη: o δεν κουράρουσιν, ουδέ ποσώς ψηφούσιν αμέ να τρων, να πίνουσιν (Απόκοπ. (Παναγ.) 547).
* Β´ (Μτβ.) γιατρεύω: o το κακό τση το πολύ και άμετρο να κουράρω (Φορτουν. Α´ 160). [<ιταλ. curare. H λ. και σήμ.]«.
βλ. κουράδι=ποιμνιο προβάτων που εκτρέφονται για το μαλλί τους
7. θριαμβεύω.
1) Επινίκια πομπή· νίκη: θρίαμβον … για κείνον που τον πόλεμον έμελλε να νικήσει (Θησ. Θ´ [[303]]).
2) Επευφημία: ποιους θρίαμβους εδώ ’ρθες για να πάρεις; (Ζήν. Πρόλ. 112). [αρχ. ουσ. θρίαμβος. Η λ. και σήμ.]
Πηγή: Εμμανουήλ Κριαρά «Λεξικόν της Δημώδους Ελληνικής Γραμματείας»
* Α´ Μτβ.θρίαμβος (ο).
o 1) Θριαμβολογώ, προσβάλλω (κάπ.) με θριαμβολογίες: + εθριάμβευσαν αυτούς οι Τούρκοι και έδειξαν (Σφρ., Χρον. 1404).
o 2) (Προκ. για ηττημένο) διαπομπεύω: + (Πανάρ. 7330).
o 3) Διαφημίζω: + εσπούδαζαν οι άγιοι να κρύβουν τας αρετάς …, να μην τας θριαμβηύουν (Βίος αγ. Νικ. 220 (‑ηύουν για ομοιοκαταληξία)).
* Β´ Αμτβ.
o 1) αναδεικνύομαι νικητής, νικώ: o (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ´ [87]). [μτγν. θριαμβεύω. Η λ. και σήμ.]
1) Επινίκια πομπή· νίκη: θρίαμβον … για κείνον που τον πόλεμον έμελλε να νικήσει (Θησ. Θ´ [[303]]).
2) Επευφημία: ποιους θρίαμβους εδώ ’ρθες για να πάρεις; (Ζήν. Πρόλ. 112). [αρχ. ουσ. θρίαμβος. Η λ. και σήμ.]
Πηγή: Εμμανουήλ Κριαρά «Λεξικόν της Δημώδους Ελληνικής Γραμματείας»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου