Ο άγιος Ιερώνυμος βεβαιώνει ότι «αι αγαπηταί» δεν ζούσαν μόνο κάτω από την ίδια στέγη με τους κληρικούς αλλά ότι διέμεναν και στο ίδιο δωμάτιο μ’ αυτούς. Μάλιστα ο ίδιος ισχυρίζεται ότι συμμερίζονταν και την ίδια την κλίνη τους.
Ο μέγας Βασίλειος τις ανέφερε με το όνομα αγαπητρίς.
Ποιες όμως ήταν αυτές οι αγαπητές; Η ιστορία αρχίζει από την εποχή των Αποστόλων. Οι Απόστολοι συνοδεύονταν και υποστη...ρίζονταν στο έργο τους από γυναίκες. Τι το ποιο φυσιολογικό, εδώ που τα λέμε. Βλέπετε δεν είχαν ακόμα κάνει την εμφάνισή τους οι ανώμαλοι και διεστραμμένοι άγιοι πατέρες της εκκλησίας. Αυτά τα τέρατα της φύσεως που μισούσαν θανάσιμα το σώμα, τα ένστικτά του και τις φυσικές του ανάγκες.
Μετά τους αποστολικούς χρόνους, και οι κληρικοί, ιερείς και οι επίσκοποι, είχαν τέτοιες γυναίκες, ως συντρόφους και βοηθούς. Λέγονταν δε τότε ότι αυτές ήταν παρθένες (αρχαιότατο και διαχρονικό το πάθος των ανδρών προς αυτές), οι οποίες αφιέρωναν την παρθενία τους στην εκκλησία, ή και χήρες (άλλη διαχρονική προτίμηση του αρσενικού φύλου κι αυτή), οι οποίες τηρούσαν στο μέλλον αγνεία!
Τώρα για παρθένες και χήρες που να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι με άνδρες και να τηρούν την παρθενία και την αγνεία τους, θα πρέπει να είναι κανείς αδιόρθωτα αφελής και χαζός για να πιστέψει τέτοια φανταστικά σενάρια. Πρέπει να ’χουμε και λίγη τσίπα πάνω μας.
Ήταν δε γνωστές οι γυναίκες αυτές με διάφορα ονόματα. Λέγονταν συνείσακτες, αδελφές και αγαπητές. Η λέξη συνείσακτος φανερώνει όλη την αλήθεια του πράγματος, διότι σημαίνει ότι η κυρία εισέρχεται κάπου, μαζί με κάποιον άλλον.
Όμως, ενώ κατ’ αρχάς οι γυναίκες αυτές υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι τοιούτες, αργότερα το έθιμο επεξετάθηκε και προσλάμβαναν οποιαδήποτε ήθελαν. Όλα λοιπόν τα σχετικά με το θέμα μας βάδιζαν μια χαρά και δίχως κανένα πρόβλημα, ώσπου άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο οι βλαμμένοι πατέρες.
Πρώτος αρχιανώμαλος που έβαλε το χέρι του για να διαταράξει το φυσιολογικό αυτό καθεστώς, της σεξουαλική ζωή του ιερατείου, εμφανίστηκε ο Τερτυλλιανός περί το 200. Αυτός λοιπόν άρχισε να διδάσκει ότι οι παρθένες έπρεπε να ζουν μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων και ν’ αποφεύγουν την συνοίκηση μ’ αυτούς.
Εάν οι κληρικοί του χριστιανισμού δεν ήταν οι περισσότεροι αγράμματοι και άμοιροι της ιστορίας, σίγουρα θα τους σηκώνονταν η τρίχα και μόνο με το άκουσμα του ονόματος του κακούργου αυτού.
Δεν έφτανε μάλιστα αυτό το κακό αλλά ακολούθησε κι άλλο χειρότερο. Βγήκε ο άγιος Κυπριανός το 248 κι άρχισε να διαβεβαιώνει τις παρθένες ότι η εκκλησία, όχι μόνο δεν ανέχεται την συμβίωση με τους άνδρες, αλλ’ ούτε και το να συντρώγουν μ’ αυτούς. Κι όμως, όλ’ αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στις συμφορές που έμελλε ν’ ακολουθήσουν. Διότι συνάχτηκε ολόκληρη η ανώμαλη συμμορία των τότε πατέρων και πήραν, στην εν Νικαία σύνοδο, την εξής απάνθρωπη απόφαση: απαγόρευση διαρρήδην σε όλους τους εκκλησιαστικούς να συγκατοικούν με αγαπητές, εκτός αν αυτές ήταν μητέρες ή αδελφές τους ή θείες τους εκ πατρός.
Αξιοσημείωτη εδώ είναι η διευκρίνιση που λέει «εκ πατρός». Είναι φανερό ότι τις θείες εκ μητρός τις απέκλεισαν από την συγκατοίκηση, υπολογίζοντας ότι μάλλον δεν θα κάθονταν φρόνημα απέναντι στους ιερωμένους ανεψιούς τους. Ή ότι οι ανεψιοί θα έπρατταν αναλόγως. Ποιος να ξέρει τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με το γνωστό «έλα στο θείο». Λέτε τότε να το λέγανε «έλα στη θεία»;
Επίσης υπάρχει και άλλη διευκρίνιση στην απόφαση αυτή: ως προς αυτές, είπαν, δηλαδή τις μητέρες, τις αδελφές και τις θείες, θα ήταν φρικτό να υπάρξει υποψία. Η τελευταία αυτή διευκρίνιση μάλλον έγινε όχι τόσο για την «υποψία», όσο για να δηλωθεί η γνώση των πατέρων για το τι τις χρειάζονταν και τι έκαναν με τις αγαπητές οι κληρικοί.
Μπορούμε να εικάσουμε, σχεδόν αβασάνιστα, ότι η ιστορία με τις αγαπητές πρέπει να είχε συσσωρεύσει μεγάλο όγκο σκανδάλων, ώστε να φτάσει το θέμα μέχρι την σύνοδο. Φαίνεται όμως ότι το ζήτημα δεν είχε διευθετηθεί καθόλου, διότι εξανάγκασε και τον μέγιστο των πατέρων Ι. Χρυσόστομο, ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό.
Όταν ο Χρυσόστομος ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 398, βρήκε τις συνήθειες αυτές της συνοίκησης των κληρικών με γυναίκες ν’ ακμάζουν, κι έκανε μεγάλους αγώνες για να τις εκριζώσει. Μάλιστα οι αγώνες του αυτοί προκάλεσαν μεγάλες εχθρότητες από την πλευρά των κληρικών. Σε δυο του ομιλίες περιγράφει, δια μακρών, τις παράδοξες αυτές ενώσεις.
Προέκυψε δε κι άλλη διάσταση στο πρόβλημα αυτό. Διότι κάποιες γυναίκες, οι οποίες είχαν αφιερωθεί στον θεό, ζήτησαν τα ίδια δικαιώματα με τους κληρικούς, απαιτώντας να έχουν κι αυτές τον αγαπητό τους, τον οποίο έλεγαν συνείσακτο.
Επειδή το πρόβλημα δεν μπορούσε να το λύσει η εκκλησία, αναγκάστηκε να επέμβει η διοίκηση. Έτσι σε μία Νεαράν του Ιουστινιανού (6ον αιώνα), με την οποία ο αυτοκράτορας προσπάθησε να περιστείλει το κακό (Νεαρά, 6, 6), διαβάζουμε:
«Βουλόμεθα δε και αυτάς τας επί χειροτονίαν αγομένας Διακόνους, είτε εκ χηρείας, είτε εκ παρθενίας, μη τινας συνόντας έχειν, εν τάξει δήθεν αδελφών, συγγενών, ή των καλουμένων αγαπητών (τοις γαρ τοιούτοις ονόμασι χρώμενοι πάσης πονηράς υποψίας τον εαυτών πληρούσι βίον), αλλ’ ή εαυτάς οικείν, ή γονεύσι μόνοις και παισί».
Επί πλέον η Ανατολική εκκλησία με την καθιέρωση του νόμιμου γάμου των κληρικών κατάφερε να περιορίσει το πρόβλημα αυτό των αγαπητών.
Από την άλλη μεριά η Λατινική εκκλησία, η οποία δεν καθιέρωσε τον νόμιμο γάμο των κληρικών, υπέφερε (και μάλλον υποφέρει) πολύ χρόνο από το ζήτημα των αγαπητών. Μόλις το 1139 η εν Λατεράνω σύνοδος, επί του Πάπα Ιννοκεντίου Β΄ κατάργησε εντελώς τις «παράδοξες» αυτές ενώσεις, των κληρικών με τις αγαπητές.
Βιβλιογραφία:
«ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ».
Στις μέρες μας (2009), έχει βουίξει ο κόσμος από τα σεξουαλικά σκάνδαλα των κληρικών, και της Δυτικής και της Ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας.
Η Ανατολική εκκλησία υποσχέθηκε κάθαρση, την οποία δεν είδαμε, αλλά και ούτε πρόκειται να δούμε, στον αιώνα τον άπαντα.
Ο Πάπας εξαναγκάστηκε να στιγματίσει δημοσίως τις σεξουαλικές κακοποιήσεις ανηλίκων από τους υφισταμένους του κληρικούς.
Παρ’ όλα αυτά οι χριστιανοί γονείς εξακολουθούν να εμπιστεύονται τα παιδιά τους στα χέρια του ανώμαλου χριστιανικού κλήρου!!!
Ο μέγας Βασίλειος τις ανέφερε με το όνομα αγαπητρίς.
Ποιες όμως ήταν αυτές οι αγαπητές; Η ιστορία αρχίζει από την εποχή των Αποστόλων. Οι Απόστολοι συνοδεύονταν και υποστη...ρίζονταν στο έργο τους από γυναίκες. Τι το ποιο φυσιολογικό, εδώ που τα λέμε. Βλέπετε δεν είχαν ακόμα κάνει την εμφάνισή τους οι ανώμαλοι και διεστραμμένοι άγιοι πατέρες της εκκλησίας. Αυτά τα τέρατα της φύσεως που μισούσαν θανάσιμα το σώμα, τα ένστικτά του και τις φυσικές του ανάγκες.
Μετά τους αποστολικούς χρόνους, και οι κληρικοί, ιερείς και οι επίσκοποι, είχαν τέτοιες γυναίκες, ως συντρόφους και βοηθούς. Λέγονταν δε τότε ότι αυτές ήταν παρθένες (αρχαιότατο και διαχρονικό το πάθος των ανδρών προς αυτές), οι οποίες αφιέρωναν την παρθενία τους στην εκκλησία, ή και χήρες (άλλη διαχρονική προτίμηση του αρσενικού φύλου κι αυτή), οι οποίες τηρούσαν στο μέλλον αγνεία!
Τώρα για παρθένες και χήρες που να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι με άνδρες και να τηρούν την παρθενία και την αγνεία τους, θα πρέπει να είναι κανείς αδιόρθωτα αφελής και χαζός για να πιστέψει τέτοια φανταστικά σενάρια. Πρέπει να ’χουμε και λίγη τσίπα πάνω μας.
Ήταν δε γνωστές οι γυναίκες αυτές με διάφορα ονόματα. Λέγονταν συνείσακτες, αδελφές και αγαπητές. Η λέξη συνείσακτος φανερώνει όλη την αλήθεια του πράγματος, διότι σημαίνει ότι η κυρία εισέρχεται κάπου, μαζί με κάποιον άλλον.
Όμως, ενώ κατ’ αρχάς οι γυναίκες αυτές υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι τοιούτες, αργότερα το έθιμο επεξετάθηκε και προσλάμβαναν οποιαδήποτε ήθελαν. Όλα λοιπόν τα σχετικά με το θέμα μας βάδιζαν μια χαρά και δίχως κανένα πρόβλημα, ώσπου άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο οι βλαμμένοι πατέρες.
Πρώτος αρχιανώμαλος που έβαλε το χέρι του για να διαταράξει το φυσιολογικό αυτό καθεστώς, της σεξουαλική ζωή του ιερατείου, εμφανίστηκε ο Τερτυλλιανός περί το 200. Αυτός λοιπόν άρχισε να διδάσκει ότι οι παρθένες έπρεπε να ζουν μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων και ν’ αποφεύγουν την συνοίκηση μ’ αυτούς.
Εάν οι κληρικοί του χριστιανισμού δεν ήταν οι περισσότεροι αγράμματοι και άμοιροι της ιστορίας, σίγουρα θα τους σηκώνονταν η τρίχα και μόνο με το άκουσμα του ονόματος του κακούργου αυτού.
Δεν έφτανε μάλιστα αυτό το κακό αλλά ακολούθησε κι άλλο χειρότερο. Βγήκε ο άγιος Κυπριανός το 248 κι άρχισε να διαβεβαιώνει τις παρθένες ότι η εκκλησία, όχι μόνο δεν ανέχεται την συμβίωση με τους άνδρες, αλλ’ ούτε και το να συντρώγουν μ’ αυτούς. Κι όμως, όλ’ αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στις συμφορές που έμελλε ν’ ακολουθήσουν. Διότι συνάχτηκε ολόκληρη η ανώμαλη συμμορία των τότε πατέρων και πήραν, στην εν Νικαία σύνοδο, την εξής απάνθρωπη απόφαση: απαγόρευση διαρρήδην σε όλους τους εκκλησιαστικούς να συγκατοικούν με αγαπητές, εκτός αν αυτές ήταν μητέρες ή αδελφές τους ή θείες τους εκ πατρός.
Αξιοσημείωτη εδώ είναι η διευκρίνιση που λέει «εκ πατρός». Είναι φανερό ότι τις θείες εκ μητρός τις απέκλεισαν από την συγκατοίκηση, υπολογίζοντας ότι μάλλον δεν θα κάθονταν φρόνημα απέναντι στους ιερωμένους ανεψιούς τους. Ή ότι οι ανεψιοί θα έπρατταν αναλόγως. Ποιος να ξέρει τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με το γνωστό «έλα στο θείο». Λέτε τότε να το λέγανε «έλα στη θεία»;
Επίσης υπάρχει και άλλη διευκρίνιση στην απόφαση αυτή: ως προς αυτές, είπαν, δηλαδή τις μητέρες, τις αδελφές και τις θείες, θα ήταν φρικτό να υπάρξει υποψία. Η τελευταία αυτή διευκρίνιση μάλλον έγινε όχι τόσο για την «υποψία», όσο για να δηλωθεί η γνώση των πατέρων για το τι τις χρειάζονταν και τι έκαναν με τις αγαπητές οι κληρικοί.
Μπορούμε να εικάσουμε, σχεδόν αβασάνιστα, ότι η ιστορία με τις αγαπητές πρέπει να είχε συσσωρεύσει μεγάλο όγκο σκανδάλων, ώστε να φτάσει το θέμα μέχρι την σύνοδο. Φαίνεται όμως ότι το ζήτημα δεν είχε διευθετηθεί καθόλου, διότι εξανάγκασε και τον μέγιστο των πατέρων Ι. Χρυσόστομο, ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό.
Όταν ο Χρυσόστομος ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 398, βρήκε τις συνήθειες αυτές της συνοίκησης των κληρικών με γυναίκες ν’ ακμάζουν, κι έκανε μεγάλους αγώνες για να τις εκριζώσει. Μάλιστα οι αγώνες του αυτοί προκάλεσαν μεγάλες εχθρότητες από την πλευρά των κληρικών. Σε δυο του ομιλίες περιγράφει, δια μακρών, τις παράδοξες αυτές ενώσεις.
Προέκυψε δε κι άλλη διάσταση στο πρόβλημα αυτό. Διότι κάποιες γυναίκες, οι οποίες είχαν αφιερωθεί στον θεό, ζήτησαν τα ίδια δικαιώματα με τους κληρικούς, απαιτώντας να έχουν κι αυτές τον αγαπητό τους, τον οποίο έλεγαν συνείσακτο.
Επειδή το πρόβλημα δεν μπορούσε να το λύσει η εκκλησία, αναγκάστηκε να επέμβει η διοίκηση. Έτσι σε μία Νεαράν του Ιουστινιανού (6ον αιώνα), με την οποία ο αυτοκράτορας προσπάθησε να περιστείλει το κακό (Νεαρά, 6, 6), διαβάζουμε:
«Βουλόμεθα δε και αυτάς τας επί χειροτονίαν αγομένας Διακόνους, είτε εκ χηρείας, είτε εκ παρθενίας, μη τινας συνόντας έχειν, εν τάξει δήθεν αδελφών, συγγενών, ή των καλουμένων αγαπητών (τοις γαρ τοιούτοις ονόμασι χρώμενοι πάσης πονηράς υποψίας τον εαυτών πληρούσι βίον), αλλ’ ή εαυτάς οικείν, ή γονεύσι μόνοις και παισί».
Επί πλέον η Ανατολική εκκλησία με την καθιέρωση του νόμιμου γάμου των κληρικών κατάφερε να περιορίσει το πρόβλημα αυτό των αγαπητών.
Από την άλλη μεριά η Λατινική εκκλησία, η οποία δεν καθιέρωσε τον νόμιμο γάμο των κληρικών, υπέφερε (και μάλλον υποφέρει) πολύ χρόνο από το ζήτημα των αγαπητών. Μόλις το 1139 η εν Λατεράνω σύνοδος, επί του Πάπα Ιννοκεντίου Β΄ κατάργησε εντελώς τις «παράδοξες» αυτές ενώσεις, των κληρικών με τις αγαπητές.
Βιβλιογραφία:
«ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ».
Στις μέρες μας (2009), έχει βουίξει ο κόσμος από τα σεξουαλικά σκάνδαλα των κληρικών, και της Δυτικής και της Ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας.
Η Ανατολική εκκλησία υποσχέθηκε κάθαρση, την οποία δεν είδαμε, αλλά και ούτε πρόκειται να δούμε, στον αιώνα τον άπαντα.
Ο Πάπας εξαναγκάστηκε να στιγματίσει δημοσίως τις σεξουαλικές κακοποιήσεις ανηλίκων από τους υφισταμένους του κληρικούς.
Παρ’ όλα αυτά οι χριστιανοί γονείς εξακολουθούν να εμπιστεύονται τα παιδιά τους στα χέρια του ανώμαλου χριστιανικού κλήρου!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου