ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ (Ε.Ι.Π.)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το πρώτο Ινστιτούτο Παστέρ ιδρύεται στο Παρίσι το 1888 με σκοπό τη μελέτη της νέας επιστήμης της Μικροβιολογίας και των εφαρμογών της στην Ιατρική, στη Δημόσια Υγεία, στη Γεωργία και στη Βιομηχανία, καθώς επίσης και στην έρευνα για την ανάπτυξη εμβολίων και ορών. Ακολουθεί η ίδρυση ενός δικτύου από Ινστιτούτα Παστέρ σε διάφορα μέρη του κόσμου, κυρίως σε Γαλλικές αποικίες, αλλά και σε άλλες χώρες. Η ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ προκύπτει μέσα από μια σειρά γεγονότων που ξεκινάει από την ανάγκη αναδιοργάνωσης του Ελληνικού στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα ύστερα από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Το έργο της αναδιοργάνωσης αυτής, ανατίθεται από το Ελληνικό Κράτος σε αποστολή του Γαλλικού Στρατού. Ο αρχηγός αυτής της αποστολής, ταξίαρχος Eydoux,το 1911 προτείνει στο Υπουργείο Στρατιωτικών την ίδρυση ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Ακολουθεί πρόταση του υπεύθυνου του Υγειονομικού της ίδιας αποστολής, αρχίατρου Odilon Arnaud, αυτή τη φορά προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1912...
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το πρώτο Ινστιτούτο Παστέρ ιδρύεται στο Παρίσι το 1888 με σκοπό τη μελέτη της νέας επιστήμης της Μικροβιολογίας και των εφαρμογών της στην Ιατρική, στη Δημόσια Υγεία, στη Γεωργία και στη Βιομηχανία, καθώς επίσης και στην έρευνα για την ανάπτυξη εμβολίων και ορών. Ακολουθεί η ίδρυση ενός δικτύου από Ινστιτούτα Παστέρ σε διάφορα μέρη του κόσμου, κυρίως σε Γαλλικές αποικίες, αλλά και σε άλλες χώρες. Η ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ προκύπτει μέσα από μια σειρά γεγονότων που ξεκινάει από την ανάγκη αναδιοργάνωσης του Ελληνικού στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα ύστερα από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Το έργο της αναδιοργάνωσης αυτής, ανατίθεται από το Ελληνικό Κράτος σε αποστολή του Γαλλικού Στρατού. Ο αρχηγός αυτής της αποστολής, ταξίαρχος Eydoux,το 1911 προτείνει στο Υπουργείο Στρατιωτικών την ίδρυση ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Ακολουθεί πρόταση του υπεύθυνου του Υγειονομικού της ίδιας αποστολής, αρχίατρου Odilon Arnaud, αυτή τη φορά προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1912...
Ο Βενιζέλος υποστήριζε την ίδρυση του Ινστιτούτου, στο πλαίσιο τόσο της κοινωνικής πολιτικής για τη δημόσια υγεία, όσο και της σύσφιξης των διμερών σχέσεων με τη Γαλλία. Θα περάσει όμως αρκετός καιρός μέχρι να καρποφορήσει το σχέδιο των Γάλλων στρατιωτικών. Το 1919, το εγχείρημα χρηματοδοτείται κυρίως από τον Ελληνικής καταγωγής Sir Basil Zaharoff, φίλο και υποστηρικτή του Βενιζέλου, όχι μόνο για την αγορά του οικοπέδου και των κτηρίων, αλλά και με ετήσια επιχορήγηση για τη λειτουργία του Ινστιτούτου, μέχρι το θάνατό του. Στις 26 Απριλίου 1919, λοιπόν, εγκρίνεται με Βασιλικό Διάταγμα η ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ - Ιδρύματος Ζαχάρωφ.
Με δεδομένη την πολιτική βούληση και την οικονομική στήριξη, την οργάνωση του Ινστιτούτου αναλαμβάνει ο Albert Calmette, υποδιευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Παστέρ, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την οργάνωση του διεθνούς δικτύου Ινστιτούτων Παστέρ. Μαζί με τους George Abt και George Blanc φτάνει στην Αθήνα το 1920 και επιδίδεται στην οργάνωση του Ινστιτούτου. Σχεδιάζει τους χώρους, τη στελέχωση, τους θεσμούς. Τον Μαρτίου του 1920 πραγματοποιούνται τα εγκαίνια του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ από τον Albert Calmette.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση στην ιστορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ (Ε.Ι.Π) που προκύπτει μέσα από τα ιστορικά τεκμήρια που ήρθαν στο φως από τη συγκρότηση του Αρχείου του Ε.Ι.Π. Το βασικό ερώτημα το οποίο επιχειρείται να απαντηθεί είναι: Γιατί και πώς δημιουργήθηκε το Ε.Ι.Π το 1919. Επιχειρείται δηλαδή μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση από την παρουσίαση μιας ''ορφανής'' ιστορικής πορείας από το 1919 έως σήμερα, η οποία θα αφαιρούσε από την ταυτότητα του Ε.Ι.Π ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του: την καταγωγή του. Αυτή η προβληματική έφερε στο φως νέα τεκμήρια που μας υποχρέωναν σε βαθύτερη μελέτη και περαιτέρω έρευνα, και ανέδειξε πολλές και ενδιαφέρουσες, άγνωστες ή ξεχασμένες πτυχές της ιστορίας.
Στην ουσία, η ιστορία που παρουσιάζεται εδώ δεν είναι μια μονοσήμαντη εξέταση της ιστορία της επιστήμης της Μικροβιολογίας που αντιπροσωπεύει το Ε.Ι.Π, αλλά μια πολυεπίπεδη ιστορία, μέσα πάντα από την προβληματική της δημιουργίας του Ε.Ι.Π. Η χρονική περίοδος που θα εξεταστεί εκτείνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Γεωγραφικά, πέραν του Ελλαδικού χώρου, θα πρέπει να αναφερθούμε τόσο στις εξελίξεις στα Βαλκάνια και στη Γαλλία, όσο και στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και στις Γαλλικές αποικίες. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή στην ιστορία για τις διεργασίες που οδήγησαν στα σημαντικότερα γεγονότα της νεώτερης ιστορίας ΄
Τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη Ρωσική επανάσταση, και φυσικά σημάδεψε την πορεία της σύγχρονης Ευρώπης. Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα, ήταν το όχημα για την συγκρότηση νέων κρατών (Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, κλπ) αλλά και για την ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας των ήδη υπαρχόντων. Όμως ο 19ος αιώνας έχει χαρακτηριστεί και από μια άλλη συνιστώσα, την κυριαρχία της αστικής τάξης. Η νέα αυτή δύναμη, έπειτα από μια περίοδο συνύπαρξης με το παλιό κατεστημένο (αριστοκρατία - φεουδαρχία), κατάφερε να το απορροφήσει ή να το απαξιώσει, και άρχισε να αναπτύσσει τις δικές της πρακτικές και θεσμούς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναπτύχθηκε μια επιστημονική δραστηριότητα, που ενώ προάσπιζε (ευθέως ή έμμεσα) τους δεσμούς της με τον εθνικισμό και τους αστική δημοκρατία, ταυτόχρονα διεκδικούσε μια ''ουδέτερη'' ταυτότητα, ελεύθερη από ιδεολογικές φορτίσεις. Αλληλένδετη με την επιστημονική ανάπτυξη ήταν και η έντονη βιομηχανοποίηση. Η χημεία, η κλασική μηχανική, ο ηλεκτρομαγνητισμός, η θερμοδυναμική, η ιατρική, η νεοσύστατη μικροβιολογία και οι εφαρμογές τους, έγιναν οι φορείς αυτής της παράλληλης ανέλιξης βιομηχανίας και επιστήμης - τεχνολογίας. Η επιστημονική δραστηριότητα της περιόδου χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τη θετικιστική φιλοσοφία, όπως αυτή εκφράστηκε από τον κορυφαίο εκπρόσωπό της, τον Ωγκύστ Κοντ.
Σημαντικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις συνέβαλαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η έννοια της προόδου συνυφάνθηκε με αυτή της επιστημονικής ανάπτυξης. Η θεωρία της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια παραποιημένη ερμηνεία των κοινωνικών φαινόμενων (Κοινωνικός Δαρβινισμός), η οποία υποστήριζε την ανωτερότητα του Δυτικού Λευκού Άνδρα και παρείχε άλλοθι στις κοινωνικές ανισότητες. Ο Δυτικός Λευκός Άνδρας χρειαζόταν να είναι και υγιής για να μπορέσει να επιβάλει την ανωτερότητά του, αλλά και ηθικά καλυμμένος, ως φορέας της σωτήριας επιστήμης και υγιεινής, την οποία μοίραζε απλόχερα στους υποτελείς του.
Η αποικιοκρατία των Ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων μπορούσε να έχει πια και την θεωρητική κάλυψη, με επιστημονική -και άρα ''αντικειμενική''- υπογραφή. Πρακτική κάλυψη σε αυτή την τάση θα δώσει, σε μεγάλο βαθμό, η μικροβιολογία. Στην Ευρώπη των μητροπόλεων, οι επιδημίες και οι ασθένειες αποτέλεσαν ισχυρή τροχοπέδη της ''προόδου'' και της κοινωνικής συνοχής, με σαφείς συνδέσεις με την ''πάλη των τάξεων''. Εκεί όμως που η εφαρμογή της Μικροβιολογίας αποτέλεσε επιτακτική ανάγκη ήταν στις πολεμικές συγκρούσεις: σχεδόν σε κάθε στρατιωτική επιχείρηση της εποχής, περισσότεροι στρατιώτες πέθαιναν από επιδημίες και μολύνσεις, παρά από τα όπλα του εχθρού.
Μετά τον πόλεμο, βέβαια, στόχος των επικίνδυνων μικροβίων γίνονται οι πρόσφυγες. Έτσι, η Μικροβιολογία κλήθηκε να παίξει ένα ρόλο - κλειδί σε ένα ευρύ φάσμα αναγκών για τη δημόσια υγεία και την ιατρική (αστικοποίηση, αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός). Στη Γαλλία και τις αποικίες της, ο ρόλος αυτός καλύφθηκε μέσα από το έργο του Λουί Παστέρ και των μαθητών του (pastorien). Και ενώ στο Κοινωνικό Δαρβινισμό και τον Ευγονισμό είναι προφανείς οι ιδεολογικές συνυποδηλώσεις, στην επιστήμη του Παστέρ υπολανθάνουν. Η αποικιοκρατία-ιμπεριαλισμός του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, μετεξελίχτηκε στην εθνικιστική πολιτική των δύο παγκοσμίων πολέμων, καθώς και της μετέπειτα ψυχροπολεμικής εποχής.
Η επιστημονική κοινότητα παρότι συνομιλούσε και συνεργαζόταν με τους φορείς αυτών των πολιτικών, κατάφερε να παραμείνει αλώβητη από την κοινωνική και ιδεολογική κριτική (τουλάχιστον μέχρι την ρίψη της ατομικής βόμβας), που δέχθηκε η υπόλοιπη άρχουσα τάξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και επιστήμονες που συνεργάστηκαν με απολυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα, πήραν «άφεση αμαρτιών», εφόσον ήταν χρήσιμοι στις νέες πατρίδες τους. Αντίστοιχα, επιστημονικοί θεσμοί και οργανισμοί που δημιουργήθηκαν -ως ένα βαθμό- μέσα στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, διατηρήθηκαν ζωντανοί και εκτός αυτού του πλαισίου, ακριβώς λόγω της χρησιμότητάς τους και του αποφορτισμένου ιδεολογικά χαρακτήρα τους.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα λοιπόν, συστήνονται επιστημονικά ιδρύματα και εκτός των εθνικών συνόρων, κυρίως σε αποικίες και υποτελείς περιοχές. Για παράδειγμα, η Γερμανία ιδρύει το 1902 το Γεωφυσικό Σταθμό στην Απία, στα νησιά Σαμόα του Ειρηνικού, το 1907 ιδρύει την Ανώτατη Σχολή Ιατρικής στη Σαγκάη, το 1909 την Ανώτατη Σινογερμανική Σχολή, κα. Η Γαλλία, αντίστοιχα, ιδρύει στη Σαγκάη και στην Αλγερία γεωφυσικά ινστιτούτα. Την αιχμή του δόρατος, όμως, για τη Γαλλία αποτελεί το Ινστιτούτο Παστέρ, το οποίο αντιπροσώπευε ένα ευρύ φάσμα επιστημών και των εφαρμογών τους (χημεία, βιολογία, ιατρική, κτηνιατρική, υγιεινή, βιομηχανία, γεωργία).
Το ινστιτούτο υπηρετούσε τις επιστήμες της ζωής και τη δημόσια υγεία, που είχαν όχι μόνο ουδέτερο πολιτικά φορτίο, αλλά παρείχαν και θετικό κοινωνικά έργο. Ήταν ένας συνδυασμός που διασφάλιζε άριστες προϋποθέσεις αποδοχής και εδραίωσης σε οποιοδήποτε σχεδόν περιβάλλον. Έτσι το Ινστιτούτο Παστέρ μπορούσε να λειτουργεί τόσο στη φιλελεύθερη Γαλλία, όσο και στη κομμουνιστική Ρωσία, ακόμα και υπό δικτατορικά καθεστώτα και επαναστάσεις στα διάφορα παραρτήματα του ανά τον κόσμο (πχ. Βιετνάμ, Ιράν, Τυνησία, κλπ). Το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ ιδρύθηκε στην Ελλάδα του Βενιζέλου και του βασιλιά Αλέξανδρου το 1919.
Συνέχισε μέσα σε διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα (''Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία'' έπειτα από την Μικρασιατική Καταστροφή, δικτατορία Πάγκαλου, επιστροφή του Βενιζέλου το 1928, δικτατορία Μεταξά, κατοχή, εμφύλιος, Ελλάδα του σχεδίου Μάρσαλ, δικτατορία του 1967, μεταπολίτευση, κλπ) και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για τη δημόσια υγεία και την βιοιατρική έρευνα στην Ελλάδα. Η επιβίωση σε όλα αυτά τα πολιτικά καθεστώτα δεν στηρίζεται στον α-πολιτικό χαρακτήρα του Ινστιτούτου (και κατά συνέπεια και της Επιστήμης), αλλά αντίθετα στις υπερ-πολιτικές ποιότητες (αυθεντία επιστήμης, αναγκαιότητα ιατρικής) που ξεπερνούν την καθιερωμένη σημειολογία της δημόσιας πολιτικής σκηνής.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Η τέχνη της ιστοριογραφίας είναι μια περίπλοκη δραστηριότητα αποδόμησης και σύνθεσης, η ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντίθετες αυτές δυνάμεις είναι απαραίτητη για μια επιτυχημένη μελέτη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η προσπάθεια παρουσίασης της ιστορίας ενός επιστημονικού ιδρύματος, μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε και λειτούργησε, αποδείχθηκε εξαιρετικά αμφίρροπη. Και αυτό γιατί, το πλήθος των τεκμηρίων, αλλά και των εννοιών που χρειάζεται να αναλυθούν και να ανασυντεθούν, ώστε να υπάρξει μια συγκροτημένη εικόνα της περίπτωσης που παρουσιάζουμε, ήταν πολύ μεγάλο και πολλές φορές χωρίς σαφή όρια.
Έτσι, άλλοτε η συλλογή και η ανάλυση στοιχείων ήταν χρονοβόρα και απατηλή, και άλλοτε η σύνθεση του ετερόκλητου αυτού υλικού φαινόταν αδύνατη. Για αυτό, κρίναμε ως απαραίτητη τη δημιουργία ενός άξονα ανάλυσης και σύνθεσης, έχοντας υπόψη και την ανάγκη αφηγηματικής ομαλότητας. Ο άξονας αυτός λοιπόν, στηρίζεται σε κάτι αρκετά προφανές και ίσως κοινότυπο, θα προσπαθήσουμε να συνθέσουμε την ιστορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ μέσα από την αποδόμηση του τίτλου του, όπως αυτός διατυπώθηκε στο καταστατικό ίδρυσής του, δηλαδή «Ελληνικό Ινστιτούτο Pasteur ιδρυθέν υπό Β. Ζαχάρωφ».
Όπως θα δούμε και παρακάτω, ο τίτλος αυτός εμπεριέχει σχεδόν όλα τα σημεία αναφοράς που μας χρειάζονται για να προσεγγίσουμε το θέμα. Η ανάλυσή μας θα προχωρήσει λοιπόν, εξετάζοντας αυτόν τον τίτλο, σε μία προσπάθεια να διακρίνουμε τους βασικούς παράγοντες, ανθρώπινους και μη, που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Σημειώνεται ότι δεν υποστηρίζουμε με αυτόν τον τρόπο μια αναγωγιστική θεώρηση, η οποία θα μας έδινε όλες τις απαντήσεις εφόσον είχαμε δεδομένα τα βασικά στοιχεία. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι η ιστορία του Ε.Ι.Π είναι κάτι παραπάνω από την ιστορία των πρωταγωνιστών της ίδρυσης, του προσωπικού του ιδρύματος ή των θεσμών που το διέπουν.
Ο οργανισμός αυτός, στην πορεία του χρόνου, αποκτά τη δική του υπόσταση και είναι μια ξεχωριστή ιστορική οντότητα. Πώς λοιπόν θα επιτύχουμε την πολυπόθητη σύνθεση, μέσα στο πλαίσιο του προτεινόμενου άξονα ανάλυσης; Καταρχάς οφείλουμε να παρουσιάσουμε την ιστορία του Ε.Ι.Π όπως έχει γραφτεί μέχρι σήμερα. Την ιστορία αυτή ονομάζουμε ''επίσημη'' ιστορία, αφού είναι αυτή που παρουσιάζει τόσο το Ε.Ι.Π, όσο και άλλοι, ως την ταυτότητα του ιδρύματος. Απέναντι σε αυτή την ιστορία, η παρούσα προσπάθεια, δεν είναι συμπληρωματική, είναι ουσιαστικά μια καινούργια αφήγηση και μια προσπάθεια ανάδειξης της «κρυφής» ιστορίας του Ε.Ι.Π.
Το έργο λοιπόν είναι διπλό, αφού θα πρέπει να κλονίσουμε την προηγούμενη κατάσταση, υπερασπιζόμενοι μια νέα θέαση. Από την αρχή, επίσης, θα πρέπει να αναλυθούν η χρήση και η σημασιολογία του ονόματος ''Παστέρ'' και ''Ινστιτούτο Παστέρ'', αφού έχουν ουσιαστική σημασία. Η δημόσια εικόνα των δραστηριοτήτων του Ε.Ι.Π, είναι μια ακόμα πτυχή που πρέπει να εξεταστεί, καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα ίδρυμα με ρητά δηλωμένο κοινωφελές χαρακτήρα, που μάλιστα έχει και άμεση επαφή με το κοινό (εμβολιασμοί, εξετάσεις). Ο ρόλος του θα προκύψει, λοιπόν, από όλες αυτές τις συνιστώσες.
Θα διαπιστώσουμε τελικά, ότι η ιστορία του Ε.Ι.Π, που συνδέεται άρρηκτα με αυτή του ''Παστεριανού'' κινήματος, είναι ένας κρίσιμος κρίκος στην κατανόηση τόσο της σύγχρονης επιστημονικής δραστηριότητας, όσο και στη σχέση επιστήμης - κοινωνίας. Μάλιστα, οι εξελίξεις δείχνουν ότι οι επιστήμες της ζωής, και ειδικότερα κλάδοι όπως η μοριακή βιολογία και η γενετική, θα κυριαρχούν για αρκετό καιρό ακόμα. Αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανάγκη προσέγγισης και κατανόησης των μηχανισμών και των πρακτικών που αντιπροσωπεύουν το Ε.Ι.Π, ως έναν οργανισμό βασικής βιοιατρικής έρευνας και δημόσιας υγείας.
ΒΙΟΛΟΓΙΑ
Βιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των βιολογικών συστημάτων. Στα βιολογικά συστήματα συμπεριλαμβάνονται συνήθως έμβιοι οργανισμοί και μελετάται η συμπεριφορά τους σε παθολογικές και φυσιολογικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό η βιολογία αναφέρεται συχνά και ως επιστήμη της ζωής (life science). Η βιολογία είναι μια επιστήμη με πολύ ευρύ φάσμα που περικλείει πολλές υποενότητες και τομείς. Ανάμεσα στα σημαντικότερα θέματα της βιολογίας είναι και οι παρακάτω πέντε ενότητες που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αξιώματα της σύγχρονης βιολογίας:
Οι κλάδοι της βιολογίας συνήθως διακρίνονται ανάλογα με την κλίμακα υπό την οποία ερευνούν τους έμβιους οργανισμούς. Με αυτή τη μέθοδο μπορούμε να διακρίνουμε την μοριακή βιολογία, την βιοχημεία, την κυτταρική βιολογία, τη μικροβιολογία, τη φυσιολογία, την ανατομία, την ιστολογία κ.α. Επίσης, με κριτήριο το αντικείμενο μελέτης μπορούμε να διακρίνουμε μερικούς ακόμα κλάδους. Η γενετική είναι ο κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την μελέτη της κληρονομικότητας από γονέα σε απόγονο. Ακόμη, η οικολογία είναι ο κλάδος που ασχολείται με την αλληλεξάρτηση και τις συνήθειες διαφορετικών πληθυσμών.
Τέλος, ως επιστήμες που μελετούν έμβιους οργανισμούς (life sciences) η γεωπονική, η κτηνιατρική και η ιατρική είναι εφαρμοσμένες βιολογικές επιστήμες. Ο άνθρωπος αισθάνθηκε από την αρχαιότητα την ανάγκη να εξηγήσει και να κατανοήσει βιολογικές λειτουργίες και να προφυλαχθεί από τις διάφορες ασθένειες. Για πάρα πολλά χρόνια δεν υπήρχε καμία εξήγηση για το πως οι άνθρωποι ζούσαν και πέθαιναν και έτσι ο άνθρωπος στρεφόταν προς τη θρησκεία για να λάβει τις απαντήσεις που δεν μπορούσε να βρει αλλού. Με την πάροδο των χρόνων και την πρόοδο της επιστήμης οι άνθρωποι κατάφεραν να κατανοήσουν καλύτερα τον ίδιο τους τον οργανισμό.
Έτσι κατάφεραν να αντιμετωπίσουν πολλές ασθένειες και να απαλλαγούν από προκαταλήψεις και φόβους που δέσμευαν τη ζωή τους. Βέβαια ακόμα και σήμερα, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε, πολλά μυστήρια της βιολογίας παραμένουν άλυτα. Στο σημείο αυτό θα προχωρήσουμε σε μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή των βασικότερων γεγονότων στην εξέλιξη της κυτταρικής και της μοριακής βιολογίας.
Η Ιστορία της Βιολογίας
Πολλές από τις πρώτες θεωρίες για τον έμβιο κόσμο περιείχαν κάποιου είδους εξελικτικές εικασίες - ιδέες για το πώς οικεία έμβια πράγματα θα μπορούσαν να κατάγονται από άλλα είδη έμβιας ή και άβιας ύλης. Από τους αρχαίους Έλληνες, ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι εκείνη του Εμπεδοκλή (περί το 490 - 430 π. Χ.). Κατά τον Εμπεδοκλή, η γη είχε γεννήσει έμβια πλάσματα, αλλά αυτά τα πρώτα πλάσματα ήταν μέλη οικείων οργανισμών ασύνδετα μεταξύ τους: «ασύνδετοι τριγύριζαν βραχίονες δίχως ώμους, και μάτια πλανιόνταν γυρεύοντας μέτωπα». Τα μέλη αυτά ενώνονταν μεταξύ τους σε συνδυασμούς που κάποιοι από αυτούς επιβίωναν ενώ άλλοι, ακατάλληλοι για ζωή, εξαφανίζονταν.
Έτσι, οι οργανισμοί που βλέπουμε σήμερα είναι προϊόντα μιας απλής διεργασίας «επιλογής». Εμφανίζονταν διάφορες παραλλαγές και μερικές από αυτές διατηρούνταν ενώ άλλες αφανίζονταν. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι αρχαίοι φιλόσοφοι που άσκησαν τη μέγιστη επιρροή, δεν ενστερνίζονταν την εξελικτική εικόνα. Στο έργο του Αριστοτέλη, ένα διαφορετικό είδος αλλαγής -η εύτακτη πορεία κατά τη διάρκεια της ζωής, από το ωάριο στο ενήλικο άτομο- είχε γίνει αντικείμενο προσεκτικής παρατήρησης και αποτελούσε κατεξοχήν παράδειγμα «φυσικής», σκόπιμης αλλαγής.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την κίνηση που κατατείνει σε έναν σκοπό -τέλος- ως καίριας σημασίας για την κατανόηση της αλλαγής σε πεδία εκτός βιολογίας, όπως ήταν το πεδίο των φυσικών φαινομένων. Τα έμβια πράγματα, κατά τον Αριστοτέλη, συνδέονται μεταξύ τους κατ’ αναβαθμούς, σε μια ανοδική κλίμακα από κατώτερες προς ανώτερες μορφές, που συνδέει μεταξύ τους τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο, ωστόσο, η κλίμακα αυτή δεν αντικατοπτρίζει μια ιστορική ακολουθία.
Η ιδέα πως μια κλίμακα συνδέει ανώτερες και κατώτερες οντότητες, σε μια φυσική ιεραρχία των όντων (scala naturae), άσκησε τεράστια επιρροή στους επόμενους αιώνες και ήταν σημαντική συνιστώσα της σύνθεσης της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας με τον Χριστιανισμό, η οποία καθοδηγούσε τη σκέψη κατά τον Μεσαίωνα. Οι κλίμακες αυτές, στην τυπική περίπτωση, είχαν ως βάση τα άβια πράγμα- τα και περνώντας από τα φυτά εκτείνονταν βαθμιαία από τα απλά στα σύνθετα ζώα, μετά στον άνθρωπο, στους αγγέλους, και στον Θεό. Όσο βελτιωνόταν η γνώση σχετικά με τα φυτά και τα ζώα, οι κλίμακες από τα ανώτερα στα κατώτερα όντα έμοιαζαν ολοένα και λιγότερο επαρκείς.
Μερικοί συγγραφείς άρχισαν να αναπαριστούν την οργάνωση της ζωής ως διακλαδιζόμενο δέντρο ή και με άλλα πιο πολύπλοκα σχήματα. Οι συγγραφείς αυτοί δεν θεωρούσαν ότι οι δενδροειδείς μορφές και τα άλλα σχήματα αναπαριστούν σχέσεις καταγωγής. Θεωρούσαν μάλλον ότι αναπαριστούν «συγγένειες» -ομοιότητες ως προς τις υποκείμενες μορφές- και ότι οι συγγένειες βασίζονται στο «σχέδιο του Δημιουργού». Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Σουηδός φυσιοδίφης Κάρολος Λινναίος ανέπτυξε το σύστημα ταξινόμησης που χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα - τροποποιημένο και ενίοτε αμφιλεγόμενο (Linnaeus 1758).
Πρόκειται για ένα σύστημα που ταξινομεί ομάδες μέσα σε ομάδες. Ο Λινναίος κατηγοριοποιούσε αρχικά τους οργανισμούς κατά το βασίλειο, την κλάση, την τάξη, το γένος, και το είδος. (Αργότερα προστέθηκαν και άλλες κατηγορίες, όπως φύλο και οικογένεια.) Έκτοτε, δεν έπαψαν οι εξελικτικές εικασίες. Ο Γάλλος φυσιοδίφης Μπυφόν (Georges-Louis Leclerc, comte de Buffon, 1707 - 1788) έθετε το ερώτημα αν μερικά είδη έχουν κοινή καταγωγή. Ο Έρασμος Δαρβίνος, παππούς του Κάρολου Δαρβίνου, στο έργο του Ζωονομία (1794), εισηγήθηκε την υπόθεση ότι όλες οι έμβιες μορφές απέκλιναν από ένα αρχέγονο «νήμα».
Την ιδέα ότι νέες έμβιες μορφές είναι δυνατόν να εμφανίζονται τυχαία και ότι άλλες προάγονται ενώ άλλες αφανίζονται, την είχαν σκιαγραφήσει ασαφώς διάφοροι συγγραφείς. Ο Γάλλος διαφωτιστής φιλόσοφος Ντιντρό (Denis Diderot, 1713 - 1784) περιέλαβε την ιδέα σε ανώνυμα δημοσιευμένο αντιθρησκευτικό φυλλάδιο, τόσο τολμηρό και αμφιλεγόμενο ώστε ο Ντιντρό φυλακίστηκε ένα τρίμηνο όταν αποκαλύφθηκε ότι αυτός ήταν ο συντάκτης του (Lettre sur les aveugles (Επιστολή περί των τυφλών, 1749). Την πρώτη λεπτομερή εξελικτική θεωρία την ανέπτυξε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Λαμάρκ (Jean-Baptiste Lamarck, 1744-1829) στη Γαλλία.
Σήμερα, ο Λαμάρκ είναι γνωστός για την ιδέα ότι η εξέλιξη μπορεί να συντελείται με την «κληρονομική μεταβίβαση επίκτητων χαρακτήρων», ιδέα που συχνά αναφέρεται ως «Λαμαρκιανή» εξέλιξη. Η ιδέα είναι η εξής: αν ένας οργανισμός αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του ένα νέο σωματικό χαρακτήρα, ως αποτέλεσμα των βιοτικών συνηθειών του, ο εκάστοτε τέτοιος χαρακτήρας τείνει να μεταβιβάζεται στους απογόνους του οργανισμού. Ωστόσο, ο Λαμάρκ τόνιζε περισσότερο μια υπόθεση σχετικά με τη δράση ορατών και αόρατων ρευστών που διατρέχουν τα έμβια σώματα.
Καθώς ρέουν, τα ρευστά διανοίγουν νέους διαύλους και καθιστούν τους οργανισμούς πιο πολύπλοκους, με τρόπο που κληρονομείται από γενιά σε γενιά (Lamarck 1809). Κατά τον Λαμάρκ, η ζωή παράγεται διαρκώς από ανόργανη ύλη με «αυθόρμητη γένεση» και έτσι σχηματίζονται ανεξάρτητες γενεαλογικές γραμμές. Ένα αρτίγονο θηλαστικό, κατά τον Λαμάρκ, ανήκει σε μια εξελικτική γενεαλογική γραμμή παλαιότερη από εκείνη μιας σύγχρονης μέδουσας, η γενεαλογική γραμμή των μεδουσών είχε λιγότερο χρόνο για να αυξηθεί η πολυπλοκότητα της. Τα θηλαστικά και οι μέδουσες που ζουν τώρα δεν έχουν κοινό πρόγονο, παρότι υπήρξε κάποτε μέδουσα πρόγονος των θηλαστικών, που όμως έχει εξαφανιστεί από καιρό.
Ο Λαμάρκ χρησιμοποιούσε δενδροειδές διάγραμμα για να εικονίσει τις σχέσεις ανάμεσα σε ομάδες οργανισμών. Υπάρχει διχογνωμία για το πώς πρέπει να ερμηνεύεται το διάγραμμα αυτό, ωστόσο δεν πρόκειται για δέντρο που εικονίζει ένα ολικό οργανωμένο σχήμα καταγωγής. Ο Κάρολος Δαρβίνος διαμόρφωσε τις βασικές ιδέες του στη δεκαετία του 1830. Το έργο Η προέλευση των έμβιων ειδών το δημοσίευσε το 1859, όταν έγινε γνωστό ότι ένας άλλος Άγγλος βιολόγος, ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας (Alfred Russell Wallace, 1823 - 1913), είχε καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα. Η θεωρία του Δαρβίνου είχε δύο κύρια μέρη.
Το ένα ήταν η υπόθεση ότι τα έμβια είδη έχουν κοινή καταγωγή, την οποία ο Δαρβίνος αναπαριστούσε με αναφορά σε ένα «δέντρο της ζωής». Όπως προαναφέρθηκε, η ιδέα του δέντρου είχε χρησιμοποιηθεί μεταφορικά πριν από τον Δαρβίνο, ως εικόνα της οργάνωσης της ζωής. Η κίνηση του Δαρβίνου ήταν να δώσει στο δέντρο της ζωής ιστορική, γενεαλογική ερμηνεία. Σε βάθος του εξελικτικού χρόνου σχηματίζονται νέα έμβια είδη, με διακλάδωση ή με κατακερματισμό υφιστάμενων έμβιων ειδών. Έτσι δημιουργείται ένα δενδροειδές πλέγμα συσχέτισης ανάμεσα στα έμβια είδη.
Η άλλη συνιστώσα της άποψης του Δαρβίνου ήταν μια θεωρία για το πώς επισυμβαίνει η αλλαγή εντός των έμβιων ειδών - στα κλαδιά ή σε τμήματα του δέντρου. Σε κάθε έμβιο είδος, από καιρό σε καιρό, εμφανίζονται τυχαία νέες παραλλαγές. Εμφανίζονται άτομα με ανατομικές ή συμπεριφορικές ιδιαιτερότητες που δεν υπάρχουν σε άλλα μέλη του εκάστοτε έμβιου είδους. Οι παραλλαγές ανακύπτουν «εική και ως έτυχε» (ενδεχομένως, κατά τον Δαρβίνο, από αιφνίδιες αλλαγές στο αναπαραγωγικό σύστημα). Οι περισσότερες νέες παραλλαγές είναι επιβλαβείς, μερικές όμως βοηθούν τους οργανισμούς να επιβιώνουν και να αναπαράγονται.
Πολλοί από τους σχετικούς χαρακτήρες έχουν την τάση να μεταβιβάζονται με την αναπαραγωγή. Όταν εμφανίζεται νέος χαρακτήρας που είναι χρήσιμος και έχει την τάση να κληρονομείται, είναι πιθανό να εξαπλώνεται μέσα στο εκάστοτε έμβιο είδος. Τέτοιες μικρές αλλαγές συσσωρεύονται και βαθμιαία, σε βάθος χρόνου, παράγουν εντελώς νέες μορφές ζωής. Τη σκέψη του Δαρβίνου την είχαν επηρεάσει τρεις ομάδες ιδεών από άλλα πεδία. Η «φυσική θεολογία» ήταν κατά παράδοση μια θεώρηση της φύσης όπου τονιζόταν η τελειότητα της θεϊκής δημιουργίας, ιδίως μάλιστα η πολύπλοκη σχεδίαση των οργανισμών, καθώς και το συνταίριασμα των οργανισμών και του περιβάλλοντος.
Μια δεύτερη επιρροή ήταν το έργο του Τόμας Μάλθους (Thomas Malthus, 1766 - 1824) Essay on the Principle of Population (Δοκίμιο περί της αρχής του πληθυσμού, 1798), ένα απαισιόδοξο έργο που υποστήριζε ότι η φυσική αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού οδηγεί αναπόφευκτα σε λιμό, καθώς ο εφοδιασμός σε τρόφιμα δεν θα μπορούσε ποτέ να αυξηθεί με αρκετά γρήγορο ρυθμό ώστε να καλύπτει τις επισιτιστικές ανάγκες. Αυτό οδήγησε τον Δαρβίνο στην ιδέα τη γνωστή ως «πάλη για την επιβίωση».
Η τρίτη επιρροή ήταν το έργο του Τσαρλς Λάιελ (Charles Lyell, 1797 - 1875) στη γεωλογία (1830), που υποστήριζε ότι μεγάλης κλίμακας μετασχηματισμοί της γης μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα καθημερινών, μικρής κλίμακας αιτίων που δρουν σε τεράστιες χρονικές περιόδους. Σε πολλά θέματα ο Δαρβίνος ήταν πολύ προσεκτικός. Δεν ήταν βέβαιος για το κατά πόσον η ζωή σχημάτιζε ένα δέντρο ή περισσότερα. Δεχόταν ότι την εξελικτική διεργασία την επηρεάζουν και άλλοι παράγοντες εκτός από τη φυσική επιλογή. Δεν συνέδεε την άποψή του με εικασίες σχετικά με ζητήματα για τα οποία λίγα πράγματα ήταν γνωστά, όπως τη φυσική σύσταση της ζωής, απέφευγε να κάνει λόγο για «ρευστά» και για «νήματα», σε αντίθεση με άλλους προγενέστερους συγγραφείς.
Αντ’ αυτού, συνέδεε τις εξελικτικές υποθέσεις του με οικεία και ευχερώς παρατηρήσιμα φαινόμενα, ιδίως μάλιστα με τα αποτελέσματα της ζωοτεχνίας και της φυτοτεχνίας. Οι περισσότεροι βιολόγοι πείσθηκαν αρκετά γρήγορα ότι η εξέλιξη (όπως σήμερα την ονομάζουμε) είχε συντελεστεί και ότι κοινή καταγωγή συνδέει τις περισσότερες ή και όλες τις έμβιες μορφές στη γη. Το πώς είχε συντελεστεί η διεργασία ήταν κάτι πιο αμφιλεγόμενο, ιδίως όσον αφορά τη φυσική επιλογή και την εμμονή του Δαρβίνου στο ότι η αλλαγή ήταν βαθμιαία. Από τα πιο ασθενή σημεία του έργου του Δαρβίνου ήταν το πώς κατανοούσε την αναπαραγωγή και την κληρονομικότητα.
Ο Μέντελ (Gregor Mendel, 1822 - 1884), μοναχός που εργαζόταν στη σημερινή Τσεχική δημοκρατία, είχε διαμορφώσει μερικές πολύ σημαντικές ιδέες στο πεδίο αυτό περί το 1860, το έργο του όμως παρέμεινε εν πολλοίς άγνωστο. Κατά τον Μέντελ, η κληρονομικότητα οφείλεται σε «παράγοντες» (αργότερα αυτοί ονομάστηκαν «γονίδια») που μεταβιβάζονται άθικτοι από γενιά σε γενιά, σχηματίζοντας διαφορετικούς συνδυασμούς σε διαφορετικά άτομα. Το 1900, το έργο του Μέντελ ανακαλύφθηκε εκ νέου και έτσι αναδύθηκε η επιστήμη της γενετικής.
Αρχικά, πολλοί επιστήμονες θεωρούσαν ότι οι νέες Μεντελικές ιδέες ήταν ασύμβατες με τον δαρβινισμό, καθώς θεωρήθηκε πως η Μεντελική άποψη συνδεόταν με μια «ασυνεχή» ή «αλματική» άποψη για την εξέλιξη, σύμφωνα με την οποία νέες μορφές εμφανίζονται με αιφνίδια άλματα. Αργότερα, οι ιδέες του Δαρβίνου συνδυάστηκαν με τη Μεντελική γενετική. Σύμφωνα με αυτή τη «σύνθεση» των απόψεων, οι περισσότεροι χαρακτήρες των οργανισμών επηρεάζονται από πολλά γονίδια, καθένα από τα οποία έχει μικρό αποτέλεσμα. Η εξέλιξη συντελείται καθώς η επιλογή και άλλοι παράγοντες καθιστούν βαθμιαία τα γονίδια περισσότερο ή λιγότερο διαδεδομένα στη «γονιδιακή δεξαμενή» του εκάστοτε έμβιου είδους.
Νέα γονίδια εισάγονται με τυχαία «μεταλλαγή» υφιστάμενων γονιδίων. Έτσι, η μεταλλαγή παράγει νέα γονίδια, η έμφυλη αναπαραγωγή επιφέρει νέους συνδυασμούς σε υφιστάμενα γονίδια, και η φυσική επιλογή καθιστά τα γονίδια περισσότερο ή λιγότερο διαδεδομένα, ως αποτέλεσμα του ολικού αποτελέσματος που κάθε γονίδιο έχει στη δόμηση των έμβιων οργανισμών. Από την εικόνα αυτή έλειπε κάτι: δεν ήταν ακόμη κατανοητή η χημική σύσταση των γονιδίων ούτε οι διεργασίες με τις οποίες τα γονίδια επηρεάζουν τους οργανισμούς. Ένα ακόμη πρόβλημα ήταν ότι απουσίαζαν οι συν- δέσεις ανάμεσα στην εξελικτική θεωρία και στη βιολογία της ατομικής ανάπτυξης.
Η εξέλιξη, σύμφωνα με τους επικριτές, παρουσιαζόταν ως αποτελούμενη από μια αλληλουχία ενήλικων ατόμων. Όσον αφορά τη χημική σύσταση, τα πράγματα άλλαξαν το 1953, όταν ο Τζέιμς Γουότσον (James Watson, 1928) και ο Φράνσις Κρικ (Francis Crick, 1916 - 2004) ανακάλυψαν τη δομή διπλής έλικας του DNA. Η ανακάλυψη αυτή περιείχε άμεσες ενδείξεις για το πώς τα γονίδια επιτελούν το έργο τους (Crick 1958). Τα επόμενα χρόνια, υπήρξε κατακλυσμός πληροφοριών από τη νέα «μοριακή βιολογία» και έτσι προστέθηκε ένα νέο επίπεδο λεπτομέρειας στην εξελικτική θεωρία, καθώς μετασχηματιζόταν η υπόλοιπη βιολογία.
Στις τελευταίες σελίδες παρακολούθησα την εξελικτική σκέψη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Βασικές ιδέες και σε άλλα μέρη της βιολογίας εδραιώθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται η ιδέα ότι τα κύτταρα είναι οι βασικές μονάδες των έμβιων πραγμάτων, και η ιδέα ότι τα κύτταρα παράγονται από άλλα κύτταρα με διαίρεση και σύντηξη. Στα μέσα του 19ου αιώνα, πειράματα του Λουί Παστέρ (Louis Pasteur, 1822 - 1895) ανέτρεψαν οριστικά την ιδέα για συνεχή «αυθόρμητη γένεση» της ζωής. Επί μακρόν, η χημεία των έμβιων συστημάτων, η «οργανική χημεία» έμοιαζε τόσο διαφορετική από την υπόλοιπη χημεία ώστε φαινόταν σαν η ζωή να συνυφαίνεται με δικές της, ιδιώνυμες χημικές αρχές, πέρα από όσες διέπουν την «ανόργανη» ύλη.
Και αυτό άλλαξε κατά τον 19ο αιώνα, όταν έγινε η πρώτη χημική σύνθεση οργανικών ενώσεων και αναγνωρίστηκε ο ιδιαίτερος ρόλος του άνθρακα, με την ικανότητά του να σχηματίζει πολύπλοκες δομές, όπως δακτύλιους και αλυσίδες. Η κάπως μυστηριώδης, χωριστή «οργανική» χημεία έγινε η χημεία του άνθρακα. Εντούτοις, κατά τα τέλη του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα συνεχίστηκε η αντιπαράθεση σχετικά με το κατά πόσον κάθε έμβια δραστηριότητα έχει αμιγώς φυσική βάση. Οι οπαδοί της «ζωτικοκρατίας» πίστευαν πως τις έμβιες διεργασίες τις διέπουν σε τόσο μεγάλο βαθμό σκοποί ώστε δεν μπορεί να είναι απλώς φυσικές (Driesch 1914).
Η βιολογία της ατομικής ανάπτυξης, η ακολουθία με την οποία το ωάριο οδηγεί στο ενήλικο άτομο, παρέμενε τόσο αινιγματική ώστε μερικοί θεωρού- σαν πως ήταν δυνατόν να δρα ένας ειδικός οργανωτικός παράγοντας πέρα από τη συνηθισμένη φυσική. Η ζωτικοκρατία εξέπεσε όσο προχωρούσε η μηχανιστική πλευρά της βιολογίας, και στα τέλη του 20ού αιώνα η ομαλή πορεία που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως παράδειγμα φυσικής αλλαγής έγινε αντικείμενο εξήγησης με την απαρτίωση της αναπτυξιακής βιολογίας και της μοριακής γενετικής, και με χαρτογράφηση των πολύπλοκων διεργασιών με τις οποίες η γονιδιακή δράση ρυθμίζεται μέσα στα κύτταρα.
Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα των εξελικτικών οδών στις διεργασίες που διέπουν την ατομική ανάπτυξη διερευνήθηκαν (ιδίως από το κίνημα το γνωστό ως «εξελικτική ανάπτυξη», στα Αγγλικά «evo-devo»), όπου απαρτιώνονται οι εξηγήσεις σχετικά με την αλλαγή από το μοριακό επίπεδο έως την εξέλιξη των έμβιων ειδών, περνώντας από τους οργανισμούς.
Η Φιλοσοφία της Βιολογίας
Ένα μέρος από την ολότητα που «συνέχεται» κατά κάποιον τρόπο, όπως το είπε ο Σέλαρς, είναι ο κόσμος των έμβιων πραγμάτων, όπου ανήκουμε εμείς οι άνθρωποι, άλλα ζώα, τα φυτά και τα βακτήρια. Ένα άλλο μέρος της ολότητας είναι η διερεύνηση του έμβιου κόσμου από τον άνθρωπο, όπου περιλαμβάνεται και η άσκηση της επιστήμης. Θα παραθέσουμε μερικά παραδείγματα φιλοσοφικών ζητημάτων που ανακύπτουν εντός της βιολογίας και περί τη βιολογία, περίπου με τη σειρά εμφάνισής τους στο ανά χείρας βιβλίο. Χάρη στη σύγχρονη βιολογία, φαίνεται πως κατανοούμε αρκετά καλά τον έμβιο κόσμο.
Ωστόσο, η σύγχρονη βιολογία μοιάζει να περιγράφει τον έμβιο κόσμο χωρίς αναφορά σε νόμους, αντίθετα από πολλές άλλες επιστήμες. Πολλοί γρίφοι αναφύονται σχετικά με το τι ακριβώς εξηγείται με αναφορά στην επιλογή και στη σχετική με αυτήν ιδέα της βιολογικής «αρμοστικότητας». Από τους ιστορικά πιο διαδεδομένους και ψυχολογικά πιο ακαταμάχητους τρόπους του νοείν τα έμβια πράγματα είναι αυτός που επικαλείται τους σκοπούς και τις λειτουργίες τους. Η σύγχρονη βιολογία συνδυάζει μια μηχανιστική, εμπειρικώς καθοδηγούμενη πραγμάτευση των βιολογικών διεργασιών με μια εξελικτική εξήγηση του πώς παράγονται τα έμβια πράγματα, και έτσι δεν εναρμονίζεται ευχερώς με τον συγκεκριμένο τρόπο του νοείν.
Το ερώτημα εν προκειμένω είναι αν ο συνδυασμός μηχανιστικών και εξελικτικών απόψεων της σύγχρονης βιολογίας αναιρεί τη φαινομενική ύπαρξη σκοπών στο βιολογικό κόσμο ή αν εξηγεί την προέλευση των σκοπών. Μερικοί βιολόγοι θεωρούν πως οι εξελικτικές διεργασίες, ίσως μάλιστα η ζωή αυτή καθαυτήν, είναι, κατά μία έννοια, συνυφασμένες εκ συστάσεως με την πληροφορία. Συζητώ τις απόψεις αυτές με τρόπο κριτικό, στη συνέχεια όμως εξετάζω αφενός πρόσφατο ερευνητικό έργο για το πώς η ανταλλαγή σημάτων και η επικοινωνία διαποτίζουν τα έμβια συστήματα, αφετέρου μοντέλα σχετικά με το πώς εξελίχθηκαν αυτοί οι ειδικοί τύποι αλληλεπίδρασης.
Με μια ευρεία έννοια, η φιλοσοφία της βιολογίας θεωρούμενη συνολικά, είναι ένα μέρος από τη «φιλοσοφία της επιστήμης». Έχοντας όμως κατά νουν την ως άνω διάκριση, μπορούμε επίσης να διακρίνουμε τη φιλοσοφία της επιστήμης, με τη στενή έννοια, από τη φιλοσοφία της φύσης. Η φιλοσοφία της επιστήμης με τη στενότερη έννοια είναι μια απόπειρα για να κατανοήσουμε τη δραστηριότητα και τα προϊόντα της επιστήμης αυτής καθαυτήν. Από την άλλη, η φιλοσοφία της φύσης είναι μια προσπάθεια να κατανοήσουμε το σύμπαν και τη θέση μας μέσα σ’ αυτό. Η βιολογία ως επιστήμη γίνεται εργαλείο -ένας φακός- που μ’ αυτό κοιτάζουμε τον φυσικό κόσμο.
Με αυτή την τελευταία έννοια, η επιστήμη είναι ένας από τους πόρους της φιλοσοφίας και όχι αντικείμενό της. Για τον φιλόσοφο που πασχίζει να κατανοήσει τη ζωή, η επιστήμη είναι ένας πόρος, ωστόσο η φιλοσοφία βλέπει τα πράγματα από τη δική της σκοπιά και θέτει τα δικά της ερωτήματα. Είναι ανόητο να θέτει η φιλοσοφία τον εαυτό της πάνω από την επιστήμη, μπορεί όμως να κάνει ένα βήμα πίσω και να βλέπει την επιστήμη από κάποια απόσταση. Αυτό είναι πράγματι αναγκαίο για να μπορεί η φιλοσοφία να επιτελεί το έργο της - να βλέπει δηλαδή πώς τα πάντα συνέχονται μεταξύ τους.
Ο φιλόσοφος θα βλέπει πώς το μήνυμα από ένα μέρος της επιστήμης σχετίζεται με το μήνυμα από ένα άλλο μέρος της, και πώς η επιστημονική θεώρηση της φύσης σχετίζεται με ιδέες που προσλαμβάνουμε από άλλες πηγές. Από τη σκοπιά του φιλοσόφου είναι κάτι φυσικό να εγείρονται ερωτήματα για πράγματα που μπορεί στην επιστήμη να εκλαμβάνονται, ίσως για πρακτικούς σκοπούς, ως δεδομένα. Το έργο λοιπόν που ονομάζουμε «φιλοσοφία της φύσης» δεν συνίσταται σε μια φιλοσοφική έκθεση σχετικά με το τι συμβαίνει στην επιστήμη, αλλά στην κατανόηση αφενός του τι μας λέει σε ένα πρώτο επίπεδο η επιστήμη, και αφετέρου στη χρήση αυτού του υλικού για τη σύνθεση μιας σφαιρικής εικόνας για τον κόσμο.
Δεν πρόκειται για κάτι που μόνον οι φιλόσοφοι μπορούν να επιτελούν. Συχνά, έχουν και οι επιστήμονες τις δικές τους απόψεις για τη φιλοσοφική σημασία του έργου τους και σε τούτο εδώ το βιβλίο θα συναντήσουμε επανειλημμένα τέτοιες απόψεις. Ωστόσο, η διύλιση του φιλοσοφικού περιεχομένου του επιστημονικού έργου είναι μια δραστηριότητα διαφορετική από την άσκηση της επιστήμης καθαυτήν. Η επιστήμη ως δραστηριότητα είναι μέρος της φύσης - είναι μια δραστηριότητα που επιτελούν άνθρωποι.
Αυτά τα δύο είδη φιλοσοφικού έργου αλληλεπιδρούν: το τι θεωρούμε ότι μας λέει η επιστήμη για τον κόσμο εξαρτάται από το πώς θεωρούμε ότι λειτουργεί το εκάστοτε μέρος της επιστήμης. Ωστόσο, το να μας ενδιαφέρει η επιστήμη ως δραστηριότητα και το να μας ενδιαφέρει τι λέει η επιστήμη για τον κόσμο είναι δύο πράγματα κάπως διαφορετικά το ένα από το άλλο, ενώ και τα δύο είναι μέρος της άποψης για το τι είναι η φιλοσοφία σύμφωνα με τη διατύπωση του Σέλαρς που παραθέσαμε στην αρχή του παρόντος.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
Μικροβιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των οργανισμών οι οποίοι δεν είναι ορατοί με γυμνό οφθαλμό και ονομάζονται μικροοργανισμοί. Ο πρώτος άνθρωπος που παρατήρησε μικρόβια ήταν ο Robert Hook χρησιμοποιώντας ένα απλό μικροσκόπιο περί το 1665. Παρατήρησε την κυτταρική δομή των φυτών όπως επίσης αυτή των μυκήτων τους οποίους και ζωγράφισε. Ο Αnton van Leeuwenhoek ήταν ο πρώτος ο οποίος ανακάλυψε το μικροσκόπιο και είδε βακτήρια. Κατασκεύασε τα πρώτα μικροσκόπια από άργυρο, χρυσό και χρησιμοποίησε μεγεθυντικούς φακούς x 300-500 για να δει μικροσκοπικά πρωτόζωα, άλγη και μεγαλύτερα βακτήρια (1674).
Έστειλε τις αρχικές παρατηρήσεις του στην Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου το 1676 και εξέπληξε με την έμμονη γνώμη του ότι τα μικρά πράγματα που είχε δει με τους φακούς του ήταν ΄ζωντανά΄ επειδή τα είχε παρατηρήσει να κολυμπούν. Εξαιτίας της απαγόρευσης να χρησιμοποιηθεί το μικροσκόπιο και από άλλους ερευνητές και της αποτυχίας να συσχετιστούν τα μικρόβια ως αίτια λοιμώξεων πέρασαν σχεδόν 2 αιώνες μέχρι της ουσιαστικής απογείωσης της Μικροβιολογίας. Ο Pasteur το 1859 πρότεινε τις βασικές αρχές της Μικροβιολογίας και μαζί με τον Koch έθεσαν τα θεμέλια της επιστήμης της Μικροβιολογίας.
Ο Pasteur διατύπωσε πρώτος την τεχνική της παστερίωσης, με την οποία φονεύονται ορισμένοι μικροοργανισμοί, που μπορεί να αλλοιώσουν ένα τρόφιμο, σε αντίθεση με την αποστείρωση όπου όλες οι μορφές των μικροοργανισμών καταστρέφονται. Ο Pasteur επίσης πρώτος μελέτησε τις ζυμώσεις όταν αντελήφθη ότι η μαγιά ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή αλκοόλης στο κρασί. Συγχρόνως ο Pasteur κατέρριψε την αρχαιότατη θεωρία της αυτομάτου γενέσεως (1860 - 1861) με απλά πειράματα. Απέδειξε ότι οι μικροοργανισμοί και γενικά οι ζώντες οργανισμοί, παρά τις μέχρι τότε θεωρίες, ουδέποτε δημιουργούνται αυτομάτως, αλλά πάντοτε προέρχονται από άλλους όμοιους ζώντες οργανισμούς.
Ο Pasteur μετά από πειράματα σε κοτόπουλα προσβεβλημένα με χολέρα και χρησιμοποιώντας στελέχη παθογόνων βακτηρίων με διαφορετική λοιμογόνο ικανότητα πρότεινε τις πρώτες θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης της Ανοσολογίας. Στη συνέχεια παρασκεύασε τα πρώτα εμβόλια έναντι του ιού της λύσσας και του βακίλου του άνθρακα. Σήμερα με την ανάπτυξη νέων μοριακών μεθόδων και τεχνικών έχουν αναπτυχθεί νέα σύγχρονα εμβόλια που χρησιμεύουν στην ανοσία έναντι διαφόρων λοιμώξεων όπως έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β. Αργότερα το 1876 ο Koch απέδειξε ότι ο βάκιλος του άνθρακα ήταν το αίτιο της νόσου άνθραξ.
Το 1882 μελέτησε τη φυματίωση του ανθρώπου και περιέγραψε το βακτήριο της φυματίωσης, το οποίο από τότε αναφέρεται ως βακτήριο του Koch. Ο Κοch ανέπτυξε τις βασικές τεχνικές της καλλιέργειας που χρησιμοποιούνται στα μικροβιολογικά εργαστήρια σήμερα. Αυτές περιλαμβάνουν τις τεχνικές της καθαρής καλλιέργειας, τη χρήση στερεών θρεπτικών υλικών με προσθήκη πηκτής (gel) ή άγαρ 1-2% και των τρυβλίων Petri, επί των οποίων τα μικρόβια πολλαπλασιαζόμενα δημιουργούν σχηματισμό, ο οποίος ονομάζεται ''αποικία''. Η χρήση των χρωστικών της ανιλίνης και η μικροφωτογραφία για τη χρώση και τη μελέτη των μικροβίων με μικροσκόπιο εφαρμόστηκαν επίσης από τον Koch.
O Koch περιέγραψε τα κριτήρια γνωστά ως ''αξιώματα'' του Koch, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την απόδειξη της σχέσεως ενός βακτηρίου προς ορισμένη νόσο. Αυτά αποτελούνται από τα εξής:
Οι γνώσεις αυτές οδήγησαν στην καταπολέμηση των νόσων και την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τις καταστρεπτικές επιδημίες του παρελθόντος. Παράλληλα προς τις έρευνες αυτές με τις οποίες διευκρινίστηκε η αιτιολογία των νόσων αποδείχθηκε ότι στο χώμα, στον αέρα, στα νερά των ποταμών και των λιμνών υπάρχουν διάφορα είδη μικροοργανισμών πολλά των οποίων είναι μεγάλης οικονομικής σημασίας. Διερευνήθηκε επίσης η σημασία των μικροβίων για τη γεωργία και τις βιομηχανίες τροφίμων. Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα απεδείχθη η ύπαρξη των ιών.
Ο ιατρός Jenner (1749 - 1823) ανακάλυψε το εμβόλιο έναντι του ιού της ευλογιάς το 1796, όπου η ευλογιά ήταν μία από τις περισσότερο λοιμογόνους νόσους εκείνης της εποχής και πέθαιναν 45.000 άτομα ετησίως στην Αγγλία. Εξίσου σημαντική ήταν η μελέτη διαφόρων χημειοθεραπευτικών ενώσεων από τον Εhrlich στον αγώνα κατά της σύφιλης, η οποία ως γνωστόν ανήκει στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, και είχε αποβεί πραγματική μάστιγα του 19ου αιώνα αποδεκατίζοντας εκατομμύρια άτομα. Ο Εhrlich δοκίμασε εκατοντάδες χημικών ενώσεων και τελικά το 1910 ανακάλυψε μία ένωση που ήταν αποτελεσματική έναντι του οργανισμού (Τρεπόνημα το ωχρών) που ήταν αίτιο της σύφιλης και την ονόμασε σαλβαρσάνη.
Η ανακάλυψη αυτή μετέπειτα έθεσε τις βάσεις για την περαιτέρω ανακάλυψη των αντιβιοτικών και άλλων χημειοθεραπευτικών ενώσεων. Η σύγχρονη ιστορία των αντιβιοτικών αρχίζει από το 1929 όταν ο Fleming παρατήρησε την αναστολή της ανάπτυξης αποικιών σταφυλόκοκκου στην περιοχή αποικίας του μύκητα Penicillium notatum. Ο Fleming μελέτησε την ουσία και την ονόμασε πενικιλίνη. Αργότερα ομάδα ερευνητών στην Οξφόρδη (1940) απομόνωσε την πενικιλίνη και μελέτησε τη θεραπευτική εφαρμογή της, η οποία παραμένει ακόμη ένα από τα πλέον δραστικά αντιβιοτικά.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ (Ε.Ι.Π)
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το πρώτο Ινστιτούτο Παστέρ ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1888 με σκοπό τη μελέτη της νέας επιστήμης της Μικροβιολογίας και των εφαρμογών της στην Ιατρική, στη Δημόσια Υγεία, στη Γεωργία και στη Βιομηχανία, καθώς επίσης και την έρευνα για την ανάπτυξη εμβολίων και ορών. Ακολούθησε η ίδρυση ενός δικτύου από Ινστιτούτα Παστέρ σε διάφορα μέρη του κόσμου, κυρίως σε Γαλλικές αποικίες, αλλά και σε άλλες χώρες. Η ιστορία της ίδρυσης του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ ξεκινάει από την ανάγκη αναδιοργάνωσης του Ελληνικού Στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα. Το έργο της αναδιοργάνωσης αυτής ανατέθηκε από το Ελληνικό Κράτος σε αποστολή του Γαλλικού Στρατού.
Ο αρχηγός αυτής της αποστολής, ταξίαρχος JosephPaul Eydoux, το 1911 πρότεινε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών, την ίδρυση ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Το 1912, ακολούθησε πρόταση και του υπεύθυνου του Υγειονομικού της ίδιας αποστολής, αρχίατρου Odilon Arnaud, με το ίδιο περιεχόμενο. Στο πλαίσιο τόσο της κοινωνικής πολιτικής για τη δημόσια υγεία, όσο και της σύσφιξης των διμερών σχέσεων με τη Γαλλία, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριζε με θέρμη την ίδρυση του Ινστιτούτου. Το 1914 μάλιστα, ο περιβόητος ομογενής μεγιστάνας Μπαζίλ Ζαχάρωφ κοινοποίησε την πρόθεσή του να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα.
Ωστόσο, λόγω της πολιτικής αστάθειας, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές, πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να καρποφορήσει το σχέδιο των Γάλλων στρατιωτικών. Τελικά το 1919 το ''Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ - Ίδρυμα Ζαχάρωφ'' ιδρύθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 26 Απριλίου. Ο Ζαχάρωφ, εκτός από την αρχική χορηγία, συνείσφερε και ετήσια επιχορήγηση μέχρι το θάνατό του. Ο Βενιζέλος επίσης βοήθησε το ινστιτούτο με έκτακτες δωρεές. Από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ παραμένει πιστό στην αποστολή του που είναι η πρόληψη και η θεραπεία Μολυσματικών Νοσημάτων μέσω της Βιοϊατρικής Έρευνας, της Εκπαίδευσης και της προσφοράς Υπηρεσιών στη Δημόσια Υγεία.
Ειδικότερα, η Έρευνα εστιάζεται σε επιλεγμένα παθογόνα καθώς και στην καταπολέμηση άλλων νοσημάτων όπως αυτοάνοσα, νευροεκφυλιστικά, νευρομυϊκά και διάφορες μορφές καρκίνου. Μια από τις βασικές δραστηριότητες του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ είναι η άμεση ανταπόκριση στην ανίχνευση και απομόνωση παθογόνων μικροοργανισμών που αποτελούν ιδιαίτερη απειλή στη Δημόσια Υγεία διότι μπορεί να προκαλέσουν επιδημίες ή πανδημίες. Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, παίζει στρατηγικό ρόλο στην παρακολούθηση της εισαγωγής αναδυόμενων και επανεμφανιζόμενων λοιμωδών νόσων στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις που διενεργούνται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ καλύπτουν ανάγκες Ιδιωτών ασθενών ή ασθενών δημοσίων και ιδιωτικών θεραπευτηρίων. Το διαγνωστικό Τμήμα έχει διαπιστευτεί σύμφωνα με το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 15189:2007 από το ΕΣΥΔ. Επίσης λειτουργούν πέντε (5) Εθνικά Εργαστήρια Αναφοράς Λοιμώξεων:
1) Γρίππης Νοτίου Ελλάδος (διαπιστευμένο από τον Π.Ο.Υ.)
2) Γονοκκόκου
3) Εντεροϊών πολιοϊών (διαπιστευμένο από τον Π.Ο.Υ.)
4)Ερυθράς/ Ιλαράς (Διαπιστευμένο από τον Π.Ο.Υ) και
5) Λεϊσμανιάσεων.
Η Μονάδα Εμβολίων λειτουργεί κάτω από αυστηρές προδιαγραφές όπως αυτές ορίζονται από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και τον ΕΟΦ και υποστηρίζεται από το Τμήμα Ποιοτικού Έλεγχου και τη Μονάδα Πειραματοζώων του Ελληνικού Ινστιτούτο Παστέρ. Τα προϊόντα της Μονάδας διατίθενται στο Υπουργείο Υγείας αλλά και σε άλλους φορείς όπως ΕΟΠΠΥ, Ένοπλες Δυνάμεις, Νοσοκομεία κλπ. αλλά και σε ανθρωπιστικές αποστολές στην Ελλάδα και το Εξωτερικό.
Αποστολή - Σκοπός
Το Ε.Ι.Π σήμερα είναι διεθνώς αναγνωρισμένο για την βασική και μεταφραστική έρευνα που διεξάγει στη Λοιμωξιολογία, στην Ανοσολογία και στις Νευροεπιστήμες. Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί το Ε.Ι.Π ως προς τα άλλα εθνικά ερευνητικά κέντρα, είναι ότι η έρευνα που διεξάγεται, κυρίως στα λοιμώδη νοσήματα και οι υπηρεσίες στη δημόσια υγεία είναι στενά συνδεδεμένες. Σημαντική είναι επίσης η ενεργή συμμετοχή του στο διεθνές δίκτυο των 32 Ινστιτούτων Παστέρπου σκοπό έχουν τον αγώνα έναντι των μολυσματικών νοσημάτων.
Η έρευνα στα μολυσματικά νοσήματα εστιάζεται σε επιλεγμένα παθογόνα με μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο όπως τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV), τα πρωτόζωα Leishmaniaκαι Trypanosoma brucei (T. brucei), τα gram-θετικά βακτήρια (εντεροβακτήρια, και non-fermentive βακίλλους), την Neissseria gonorrhoeae, το Helicobacter pylori και τα χλαμύδια. Το ερευνητικό έργο στην ανοσολογία έχει ως σκοπό την καλύτερη κατανόηση βασικών μηχανισμών της φυσικής και επίκτητης ανοσίας καθώς και των παθογενειών που αναπτύσσονται μέσω του ανοσολογικού συστήματος.
Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες αυτές έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη ανοσοδιαγνωστικών και θεραπευτικών παραγόντων έναντι του καρκίνου και των αυτοάνοσων νοσημάτων, καθώς και στη δημιουργία διαγονιδιακών ή μεταλλαγμένων ποντικών για την προτυποποίηση ανθρώπινων ασθενειών. Τα εργαστήρια της νευροεπιστήμης και της νευροανοσολογίας του Ε.Ι.Π εστιάζονται στη μελέτη νευρομυικών λειτουργιών και νευροανοσολογικών αλληλεπιδράσεων, στη λειτουργία και την κατευθυνόμενη διαφοροποίηση των βλαστικών κυττάρων, τη διαδικασία του νευροεκφυλισμού και της νευροπροστασίας καθώς και σε μελέτες που αφορούν στην επιδιόρθωση του νευρικού συστήματος.
Συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην βασική Έρευνα και τη Δημόσια Υγεία αποτελούν τα πέντε Εθνικά Κέντρα Αναφοράς.
Aναγνωρισμένα από τον Παγκόσμιο οργανισμό Υγείας
Ο Τομέας της Δημόσιας Υγείας του Ε.Ι.Π περιλαμβάνει ένα εξαιρετικά οργανωμένο Διαγνωστικό τμήμα εξειδικευμένο στη γρήγορη διάγνωση νόσων που οφείλονται σε βακτήρια, ιούς και παράσιτα. Η ιδιαιτερότητα του Ε.Ι.Π έγκειται στο ότι, ο τομέας της Δημόσιας Υγείας με τα Κέντρα Αναφοράς και το τμήμα Διάγνωσης αλληλεπιδρούν με τον τομέα της Έρευνας με τέτοιο τρόπο ώστε, ο πρώτος να εμπλουτίζεται με τα πλέον σύγχρονα δεδομένα της διάγνωσης της επιδημιολογίας και των θεραπειών και ο δεύτερος να φέρνει πιο κοντά την έρευνα στην κλινική εφαρμογή ενισχύοντας έτσι τη μεταφραστική έρευνα.
Η Μονάδα Παραγωγής Εμβολίων και το σύγχρονο εργαστήριο Ποιοτικού Ελέγχου συνεισφέρουν επίσης στη Δημόσια Υγεία παρέχοντας εμβόλια στο Δημόσιο τομέα και πραγματοποιώντας ελέγχους εμβολίων και άλλων βιολογικών προϊόντων δια μέσου του Εθνικού Υπουργείου Υγείας και του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων ( ΕΟΦ). Άρρηκτα όμως συνδεδεμένες με την Έρευνα και τη Δημόσια Υγεία είναι οι τεχνολογικές υποδομές που απαρτίζονται από το τμήμα Ζωικών Προτύπων Βιοϊατρικής Έρευνας που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και Μονάδες Διαγονιδιακής Τεχνολογίας και Μικροχειρουργικής και Μεταμόσχευσης, τη Μονάδα Οπτικής Mικροσκοπίας και τη Μονάδα Κυτταρομετρίας Ροής.
To έργο τους συνεισφέρει ουσιαστικά στην ανταγωνιστική μεταφραστική και βασική έρευνα που διεξάγεται στα εργαστήριά του, ενώ παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες και σε τρίτους. Ανάμεσα στους σκοπούς του Ινστιτούτου είναι και η εμπορευματοποίηση κάποιων από τα ερευνητικά του προϊόντα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων στο Ε.Ι.Π υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός πατεντών και πολλών προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης σε συνεργασία με τη φαρμακοβιομηχανία όπου χρησιμοποιούνται μερικά in-house προϊόντα του Ε.Ι.Π. Διαγνωστικά προϊόντα - έρευνας χρησιμοποιούνται ήδη στο τμήμα διάγνωσης του Ε.Ι.Π, ενώ για μερικά από αυτά το Ε.Ι.Π βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση με την βιομηχανία για ευρύτερη χρήση.
Διεθνές Δίκτυο Ινστιτούτων Παστέρ
Το Διεθνές Δίκτυο Ινστιτούτων Pasteur και συνεργαζόμενων Ινστιτούτων (Reseau International des Instituts Pasteur et Instituts Associes) συμπεριλαμβάνει 29 Ινστιτούτα, διεσπαρμένα σε όλες τις ηπείρους. Το Ινστιτούτο Pasteur στο Παρίσι (έτος ίδρυσης 1888), αποτέλεσε τον πυρήνα για την ανάπτυξη του Διεθνούς Δικτύου. Η επί έναν αιώνα προσφορά του Δικτύου Ινστιτούτων Pasteur είναι ουσιαστικά η ιστορία των ανακαλύψεων που σηματοδότησαν την ανάπτυξη των βιοϊατρικών επιστημών και τον αγώνα έναντι των μεγάλων πληγών της ανθρωπότητας:
Οκτώ βραβεία Nobel, οκτώ σταθμοί στην ιστορία της ιατρικής. Τα Ινστιτούτα Παστέρ διαπνέονται από τις ίδιες αξίες για την Έρευνα, την Εκπαίδευση και την προσφορά στο χώρο της Δημόσιας Υγείας. Ειδικότερα η αποστολή τους στη Δημόσια Υγεία αποβλέπει στην καταπολέμηση των μολυσματικών νόσων που μαστίζουν πρωταρχικά τους πληθυσμούς των χωρών και περιοχών, όπου τα Ινστιτούτα Pasteur έχουν τις εγκαταστάσεις τους. Εξίσου σημαντική κρίνεται η συμβολή των Ινστιτούτων του Δικτύου στην επιδημιολογική επαγρύπνηση των νόσων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ
Από την ίδρυσή του (1920) μέχρι σήμερα, το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ (Ε.Ι.Π) παραμένει πιστό στην αποστολή του που είναι η πρόληψη και η θεραπεία των Μολυσματικών νοσημάτων μέσω της Βασικής Έρευνας, της Εκπαίδευσης και της προσφοράς Υπηρεσιών στη Δημόσια Υγεία. Πέρα από την εστίαση στην καταπολέμηση των μολυσματικών νοσημάτων, στόχο της Έρευνας στο Ε.Ι.Π σήμερα αποτελεί και η καταπολέμηση άλλων νοσημάτων όπως τα αυτοάνοσα, τα νευροεκφυλιστικά, τα νευρομυικά και διάφορες μορφές καρκίνου. Το Ε.Ι.Π :
Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΠΑΣΤΕΡ
Η ''επίσημη'' ιστορία του Ε.Ι.Π ξεκινάει με την παρουσίαση του χρονικού ίδρυσής του, στο πρώτο τεύχος του Archives de l’Institut Pasteur Hellénique, το επίσημο περιοδικό δηλαδή του Ινστιτούτου, το 1923, με την ίδια αφήγηση να επαναλαμβάνεται και στο εξής μέχρι σήμερα, σχεδόν δίχως παραλλαγές. Πρόκειται μάλλον για ένα σύντομο χρονικό με μια αρκετά απλοποιημένη εκδοχή της πραγματικότητας, όπως τουλάχιστον αποκαλύπτεται από τη μέχρι στιγμής έρευνα. Οι λόγοι γι’ αυτό θα διαφανούν στην πορεία αυτής της εργασίας, καθώς αφορούν στην «ουδετεροποίηση» του παρελθόντος, με την παράλειψη των αμφίσημων-σκοτεινών σημείων.
Είναι μια τακτική που εντάσσεται στην εδραιωμένη αντίληψη -όσον αφορά στην ιστορία της επιστήμης- για το τι πρέπει να αναφέρεται και τι όχι στην ιστορία ενός επιστημονικού οργανισμού. Η Η αφήγηση ξεκινάει από το 1915, όταν ο συνταγματάρχης - ιατρός Αρνώ (Odilon Arnaud), διευθυντής της υγειονομικής υπηρεσίας της Γαλλικής Αποστολής αναδιοργάνωσης του Ελληνικού στρατού, «συλλαμβάνει» την ιδέα δημιουργίας ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Μετά από αρκετό χρόνο και προσπάθειες, το 1919, πείθει τον «πλούσιο Έλληνα του εξωτερικού», Μπαζίλ Ζαχάρωφ (Basil Zaharoff), να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια, και να προσφέρει το αρχικό ποσό για τη δημιουργία του Ε.Ι.Π.
Στην τελική προσπάθεια συμπράττει και η Ελληνική κυβέρνηση, παρέχοντας ετήσια επιχορήγηση, αλλά και το Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού, που εξασφαλίζει την επιστημονική «πατρωνία». Έτσι, το μητροπολιτικό Ινστιτούτο, στέλνει το 1919 τον Εντμόν Σερζέν (Edmond Sergent), διευθυντή του Ι.Π στο Αλγέρι για να οργανώσει το Ελληνικό ινστιτούτο. Το έργο τελικά ανέλαβε ο Αλμπέρ Καλμέτ (Albert Calmette), ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1920, μαζί με τους Ζωρζ Αμπ (George Abt) και Ζωρζ Μπλαν (George Blanc). Ο Καλμέτ ήταν υποδιευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Παστέρ (Ι.Π) και υπεύθυνος για το δίκτυο των Ι.Π του εξωτερικού.
Ο Αμπ ανέλαβε τη θέση του γενικού διευθυντή του Ε.Ι.Π, και ο Μπλαν τη θέση του υποδιευθυντή. Ο Καλμέτ, λοιπόν, ήταν ο υπεύθυνος από τη μεριά των Γάλλων για τη συγκρότηση του πρώτου διοικητικού συμβουλίου, επέβλεψε τα σχέδια του νέου κτηρίου, το οποίο θα στέγαζε τα εργαστήρια, καθώς επίσης και το καταστατικό του Ε.Ι.Π. Η λειτουργία του Ε.Ι.Π ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1920, με διευθυντή τον Ζωρζ Αμπ, όπως είπαμε, ο οποίος όμως για λόγους υγείας παραιτήθηκε από αυτή τη θέση τον Μάρτιο του επόμενου έτους και επέστρεψε στη Γαλλία. Τη θέση του πήρε ο υποδιευθυντής Ζωρζ Μπλαν.
Το υπόλοιπο προσωπικό αυτά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας, αποτελούσαν ο Ι. Καμινόπετρος, βοηθός και συνεργάτης του Μπλαν, υπεύθυνος των υπηρεσιών βακτηριολογίας, ο Κ. Μελανίδης, προϊστάμενος του εργαστηρίου κτηνιατρικής, δύο παρασκευαστές, δύο βοηθοί εργαστηρίου, ένας ζωοκόμος, ένας κηπουρός, η δις Πασκαλύ λογίστρια, και η δις Πατρικίου γραμματέας. Κάποια στιγμή στην αφήγηση αυτή προστίθεται το γεγονός των εγκαινίων του Ε.Ι.Π, τον Μάρτιο του 1920, με την παρουσία τόσο του Καλμέτ, όσο και του πρωθυπουργού Βενιζέλου.
Στην είσοδο του κεντρικού κτηρίου του Ε.Ι.Π αναρτάται τιμητική μαρμάρινη πλάκα, όπου αναγράφονται ως ιδρυτές του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ η Ελληνική κυβέρνηση και ο Βασίλειος Ζαχάρωφ, καθώς και τα ονόματα των μεγάλων ευεργετών Οdillon Arnaud, Ελευθέριου Βενιζέλου και Ηρακλή Βόλτου. Η πλάκα αυτή δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς τοποθετήθηκε εκεί, αλλά από φωτογραφίες που βρέθηκαν στο Ιστορικό Αρχείο του Ε.Ι.Π είναι σίγουρο ότι βρίσκεται εκεί πριν από το 1950.
Άλλα στοιχεία που μαθαίνουμε από την επίσημη ιστορία είναι ότι το Ε.Ι.Π συμβάλει στην αναδιοργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα, ιδρύει παράρτημα στη Θεσσαλονίκη για την παρασκευή εμβολίων για τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας, πρωτοπορεί με την παραγωγή και εφαρμογή του αντιφυματικού εμβολίου BCG, (σημειώνεται μάλιστα με έμφαση ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα μετά τη Γαλλία όπου παρασκευάζεται το BCG), συνεργάζεται με τα μεγάλα νοσοκομεία, όπως Συγγρού, Ευαγγελισμός, Σωτηρία, κ.ά., καθώς και με το Πανεπιστήμιο Αθηνών, την Υγειονομική Σχολή, τον Ερυθρό Σταυρό, τον Στρατό, και το Υπουργείο Γεωργίας.
Το Ε.Ι.Π παράγει ορούς και εμβόλια, αναλαμβάνει αναλύσεις, διεξάγει μελέτες και επιστημονικές αποστολές σε όλη την Ελλάδα, και -όπως όλα τα Ι.Π- αποτελεί κέντρο διδασκαλίας της Μικροβιολογίας. Έχει ενδιαφέρον ότι ακόμα και στις σύγχρονες προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας του Ε.Ι.Π, πέρα από αυτές τις δραστηριότητες, δε γίνεται ουσιαστική αναφορά στη δράση του Ε.Ι.Π τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Η επίσημη λοιπόν ιστορία μετά την περίοδο Μπλαν (1921 - 1931), περνάει κατευθείαν στο 1976, οπότε και υπογράφεται η νέα διμερής σύμβαση μεταξύ Ελληνικού κράτους και Ινστιτούτου Παστέρ Παρισιού.
Η χρονολογία αυτή χαρακτηρίζεται ως «χρονιά ορόσημο» για το Ε.Ι.Π, καθώς ξεπεράστηκε ο σοβαρός κίνδυνος παύσης της λειτουργίας του Ε.Ι.Π. Μία εξήγηση για αυτό το κενό στην αφήγηση είναι φυσικά η έλλειψη πηγών, αφού και στο ίδιο το ινστιτούτο δεν έγινε κάποια συγκροτημένη προσπάθεια για την καταγραφή αυτών των στοιχείων της ιστορίας του, μία άλλη είναι ότι στην ουσία, για μια μεγάλη περίοδο μετά και την αποχώρηση του Blanc το 1931, το ινστιτούτο υπολειτουργούσε, αντιμετωπίζοντας πολλά εσωτερικά προβλήματα, όπως ανεπαρκή χρηματοδότηση, έλλειψη προσωπικού, κ.ά. Μία αποτελεί και η διακοπή της έκδοσης του Archives de l’Institut Pasteur Hellénique μετά την αποχώρηση Blanc.
Φαίνεται λοιπόν, πως η συγκρότηση της επίσημης ιστορίας από το ίδιο το Ινστιτούτο είναι ασαφής και αποσπασματική. Σαφώς βασίζεται σε μια ευλογοφανή αιτία για την ίδρυση του Ε.Ι.Π, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην πρωτοβουλία του Αρνώ και τη γενναιοδωρία του Ζαχάρωφ, αλλά δεν υπάρχει καμία νύξη για το πώς και γιατί ο Αρνώ πήρε αυτή την πρωτοβουλία. Μια πιθανή αιτία για αυτό μπορεί να είναι το ότι μια τέτοια πρωτοβουλία -η δημιουργία ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα την εποχή εκείνη- ήταν αυτονόητη.
Η ανάγκη για ένα μικροβιολογικό ινστιτούτο σίγουρα υπήρχε, λόγω των τεράστιων υγειονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελλάδα, και το Ινστιτούτο Παστέρ ήταν το πιο διάσημο, πρωτοποριακό, και καθιερωμένο διεθνώς τέτοιου τύπου ινστιτούτο, που επίσης συνοδευόταν με την αίγλη που πρόσδιδε το όνομα του δημιουργού του στον τίτλο. Οι εφημερίδες της εποχής το χαρακτηρίζουν «χαλύβδινο μοχλό της προόδου». Με τον ίδιο τρόπο, δεν δικαιολογείται καθόλου το πώς τελικά πείστηκε ο Ζαχάρωφ να κάνει τη δωρεά. Όπως είδαμε, ο Αρνώ προσπαθούσε από το 1915 να πετύχει τη δημιουργία του ινστιτούτου. Ο Ζαχάρωφ δίνει τη χορηγία στα 1919.
Τί μεσολαβεί; Αυτό η επίσημη ιστορία, το αφήνει αδιευκρίνιστο. Από έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε σε εφημερίδες της εποχής, φάνηκε ότι ο Ζαχάρωφ είχε κάνει ακριβώς την ίδια προσφορά, ήδη από το 1914. Προφανώς η πληροφορία αυτή διαφεύγει ή αποκρύπτεται από αυτούς που κατά καιρούς έγραψαν την επίσημη ιστορία. Όπως και να έχει, γεννιούνται ερωτήματα για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή -και σε άλλες όπως θα δούμε πιο κάτω- την παράληψη. Άλλο ένα σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς συμπληρώνεται αρκετά αργότερα στην ''επίσημη'' αφήγηση, και μέχρι στιγμής δεν έχει επιβεβαιωθεί από την έρευνά μας, είναι τα εγκαίνια του Ε.Ι.Π, τον Μάρτιο του 1920.
Μάλιστα, η παρουσία του Βενιζέλου στα εγκαίνια εκείνη την περίοδο είναι σίγουρα αδύνατη, καθώς αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό και επέστρεψε στην Αθήνα αρκετά αργότερα. Ακόμα, η αναφορά του Ηρακλή Βόλτου ως ευεργέτη του Ε.Ι.Π είναι προβληματική, καθώς, παρότι διαπιστώθηκε ότι στη διάρκεια της ζωής του προέβη σε πολλές δωρεές, δεν έχει βρεθεί ακόμα πως ευεργετήθηκε το Ε.Ι.Π από αυτές, γεγονός που συμπεραίνεται μόνο από την επιγραφή που βρίσκεται στη είσοδο του κεντρικού κτηρίου του Ε.Ι.Π, και δεν βρέθηκε μέχρι τώρα άλλο σχετικό τεκμήριο.
Σ' αυτό το πλαίσιο, όμως το περίεργο είναι ότι στην αφήγηση αυτή παραλείπονται ακόμα και σημεία που αφορούν στην ιδιαίτερα θετική προσφορά του Ε.Ι.Π στην δημόσια υγεία, όπως η συμμετοχή του στην αντιμετώπιση της επιδημίας του Δάγκειου πυρετού το 1929, ή οι μελέτες για τη λέπρα και οι αντίστοιχες πειραματικές θεραπείες που εφαρμόστηκαν σε αυτό (1928 - 1930), κ.ά. Επίσης δεν αναφέρεται το σημαντικό έργο των ερευνητών που εργάστηκαν στο Ε.Ι.Π, όπως το ερευνητικό έργο του Blanc, του Καμινόπετρου, και άλλων. Απουσιάζει επίσης ο κατάλογος των γενικών διευθυντών που υπηρέτησαν στο Ε.Ι.Π, με ονόματα μεγάλων επιστημόνων, όπως ο Λεπίν (Pierre Lépine) και ο Ντιράν (Paul Durand).
Καθώς και των εκάστοτε διοικητικών συμβουλίων, μέλη των οποίων διατέλεσαν προσωπικότητες όπως ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου, καθηγητής Δημήτρης Αιγινήτης, ο παθολόγος καθηγητής ιατρικής, Βλαδίμηρος Μπένσης, ο πρόεδρος του Ε.Ε.Σ, Ιωάννης Αθανασάκης, ο Octave Merlier και άλλοι. Για να καταλάβουμε, πώς είναι δυνατόν μια τέτοια αφήγηση να γίνει η επίσημη ιστορία του Ε.Ι.Π και να αντέξει τόσα χρόνια αναλλοίωτη, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τελικά το σημαντικό για τους περισσότερους δεν ήταν το γιατί δημιουργήθηκε ένα Ινστιτούτο Παστέρ στην Ελλάδα, αλλά το ότι δημιουργήθηκε.
Είναι ακόμα ένα παράδειγμα της αυταπόδειχτης ανάγκης της επιστήμης: ένα επιστημονικό ίδρυμα είναι αδιαμφισβήτητα χρήσιμο και αναγκαίο, καθώς η επιστήμη είναι χρήσιμη και αναγκαία. Η επίσημη ιστορία του ιδρύματος είναι απλά η επιβεβαίωση αυτής της ανάγκης που καλύφθηκε. Με αυτόν τον τρόπο, τα κενά και οι αντιφάσεις της ιστορίας του Ε.Ι.Π, παραβλέπονται μπροστά στην αναμφίβολη συμβολή του ιδρύματος στην κοινωνική πρόοδο και ευημερία.
Η όποια αμφισβήτηση αυτής της προκατάληψης θα έμοιαζε κακόβουλη, αν δεν τεκμηρίωνε την ουσιαστική σημασία της αποκατάστασης των κενών και των αντιφάσεων, στο πλαίσιο μιας πληρέστερης εικόνας της πραγματικότητας. Η αμφισβήτηση λοιπόν της «επίσημης» ιστορίας, δεν έχει στόχο την απαξίωση του παρελθόντος του Ε.Ι.Π, τουναντίον, είναι αυτό το πλούσιο και πολυδιάστατο παρελθόν που θέλουμε να καταστήσουμε πεδίο έρευνας και συζήτησης. Αλλά η προσπάθεια αυτή οφείλει να είναι ανοιχτή στην κριτική και στην πολύπλευρη ιστορική θέαση. Αυτό είναι λοιπόν και το δικό μας σημείο εκκίνησης.
Ο ΛΟΥΙ ΠΑΣΤΕΡ (Louis Pasteur)
Λουδοβίκος Παστέρ (27 Δεκεμβρίου 1822 - 28 Σεπτεμβρίου 1895), Γάλλος χημικός που έγινε διάσημος για τις ανακαλύψεις του στη Μικροβιολογία, τόσο ώστε να αποκληθεί «Πατέρας της Μικροβιολογίας» και της Ανοσολογίας. Τα πειράματά του επιβεβαίωσαν τη θεωρία ότι πολλές ασθένειες προκαλούνται από μικρόβια, ενώ ο ίδιος δημιούργησε το πρώτο εμβόλιο για τη λύσσα (αντιλυσσικός ορός). Είναι επίσης γνωστός από τον τρόπο που εφηύρε για να αποτρέπεται το ξίνισμα του γάλακτος και του κρασιού, καθώς αυτή η διαδικασία πήρε το όνομά του και ονομάζεται παστερίωση. Αρκετές είναι και οι ανακαλύψεις του στο πεδίο της Χημείας, με σημαντικότερη την ανακάλυψη της ασυμμετρίας των κρυστάλλων.
Ο άνθρωπος, στον οποίον οφείλεται η επανάσταση στην ιατρική του 19ου αιώνα, δεν ήταν γιατρός. Ο άνθρωπος για τον οποίον είπαν ότι υπήρξε «ο πιο τέλειος που διάβηκε ποτέ το κατώφλι του βασιλείου της επιστήμης». Ο Λουί Παστέρ γεννήθηκε στο Ντολ (Dole) του διαμερίσματος του Ιούρα της Γαλλίας και μεγάλωσε στην κωμόπολη Αρμπουά (Arbois). Εκεί είχε αργότερα το σπίτι και το εργαστήριό του, που σήμερα έχει μετατραπεί σε «Μουσείο Παστέρ». Ο πατέρας του, Ζαν Παστέρ (Jean Pasteur), ήταν βυρσοδέψης και βετεράνος των Ναπολεόντειων πολέμων, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση.
Η εξυπνάδα του Λουί αναγνωρίσθηκε από τον διευθυντή του σχολείου του, που συνέστησε να κάνει αίτηση για την «Εκόλ Νορμάλ» (École Normale Supérieure), η οποία τον δέχθηκε. Μετά το πέρας των σπουδών του, έγινε καθηγητής της Φυσικής στο λύκειο της Ντιζόν (1848), αλλά μετά από λίγο ανέλαβε καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου γνώρισε τη Μαρία Λωράν (Marie Laurent), κόρη του πρύτανη του πανεπιστημίου. Παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1849 και μαζί έκαναν 5 παιδιά, μόνο δύο από τα οποία επέζησαν ως την ενηλικίωσή τους. Σε όλη τη ζωή του ο Παστέρ παρέμεινε πιστός Ρωμαιοκαθολικός.
Ο Λουί Παστέρ άρχισε την επιστημονική του σταδιοδρομία ως βοηθός χημικού στο εργαστήριο του Ζυλ Μπαλάρ. Σε ηλικία 26 ετών δημοσίευσε τις θεμελιώδεις εργασίες του για τους κρυστάλλους, δίνοντας τη λύση ενός αινίγματος που είχε διχάσει τους ορυκτολόγους της εποχής του: για ποιο λόγο δύο σώματα της ίδιας χημικής σύνθεσης, το τρυγικό και το παρατρυγικό οξύ, είχαν διαφορετικές οπτικές ιδιότητες. Ο Παστέρ συνδυάζοντας κρυσταλλογραφία, χημεία και οπτική απέδειξε τον απόλυτο παραλληλισμό μεταξύ της μορφής των κρυστάλλων, της σύστασης του μορίου τους και της επίδρασης στο επίπεδο του πολωμένου φωτός.
Εξετάζοντας στο μικροσκόπιο τους κρυστάλλους του τρυγικού και του παρατρυγικού οξέως διαπίστωσε ότι διέθεταν έδρες όμοιες με εκείνες των κρυστάλλων του χαλαζία, αλλά ότι αυτές δεν είχαν και στις δυο ενώσεις τον ίδιο προσανατολισμό σε όλους τους κρυστάλλους. Έτσι, ενώ στο τρυγικό οξύ ο προσανατολισμός τους ήταν κοινός, οι έδρες των κρυστάλλων του παρατρυγικού οξέως στρέφονταν άλλες προς μια κι άλλες προς την αντίθετη ακριβώς διεύθυνση. Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές ο Παστέρ οδηγήθηκε στη διατύπωση του ακόλουθου νόμου: «Τα προϊόντα της ζωντανής ύλης είναι ενεργά υπό την επίδραση του πολωμένου φωτός, τα ανόργανα προϊόντα είναι ανενεργά».
Με τις ανακαλύψεις αυτές του Παστέρ θεμελιώθηκε νέος κλάδος της χημείας: η στερεοχημεία. Το 1857 ο Παστέρ ήταν κοσμήτορας της Σχολής των Φυσικών Επιστημών του νέου Πανεπιστημίου της Λίλ. Στην πόλη αυτή που είχε μεγάλα εργοστάσια παραγωγής οινοπνεύματος από κοκκινογούλια, οι ιδιοκτήτες των διυλιστηρίων θέτουν υπόψη του μερικά προβλήματα που τους απασχολούν: «Έχουμε δυσκολίες με τις ζυμώσεις, κύριε καθηγητά, χάνουμε κάθε μέρα χιλιάδες φράγκα». Ο Παστέρ πήρε μερικά δείγματα από τη γλοιώδη γκριζωπή ουσία που προκαλούσε τη ζύμωση του οινοπνεύματος, τα εξέτασε και ανακάλυψε ότι οφείλονταν σε ζωντανούς μικροοργανισμούς.
Άραγε κάθε μικροοργανισμός προκαλεί διαφορετική ζύμωση; Ο Παστέρ συνέχισε τις έρευνές του. Η παλαιά διαμάχη για την «αυτόματη γένεση» αναζωπυρώθηκε. Ο Παστέρ την απέρριπτε ολοκληρωτικά: κάθε μικροοργανισμός προέρχεται από άλλο οργανισμό. Το 1864 ανέλαβε ο Παστέρ να μελετήσει μια αρρώστια που προκαλούσε καταστροφές στις οινοβιομηχανίες του Ιούρα, κάνοντας το κρασί ξινό και δίνοντάς δυσάρεστη οσμή. Ο Παστέρ ανακάλυψε ότι η νόσος οφειλόταν σε παράσιτο που μπορούσε να καταστραφεί όταν το κρασί θερμαινόταν στους 60 βαθμούς. Η μέθοδος αυτή καθιερώθηκε αμέσως και είναι και σήμερα σε ευρεία χρήση, διαιωνίζοντας το όνομα του εφευρέτη της:
Είναι η παστερίωση. Από τις έρευνές του γύρω από τις ζυμώσεις ο Παστέρ συνέλαβε την ιδέα: γιατί και οι μεταδοτικές νόσοι να μην οφείλονται σε μικροοργανισμούς; Το 1865 ξεσπά μια επιδημία στους μεταξοσκώληκες και απειλεί να αφανίσει τη Γαλλική βιομηχανία της μέταξας. Ο μεταξοσκώληκας στάθηκε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των ερευνών επί των ζυμώσεων και των ερευνών γύρω από τις μεταδοτικές νόσους. Με τη βοήθεια του μικροσκοπίου ο Παστέρ παρατηρεί για πρώτη φορά στην ιστορία της επιστήμης την παθογόνο δράση ενός μικροοργανισμού μέσα σ’ ένα ζωντανό οργανισμό. Η εργασία αυτή αποτέλεσε το προοίμιο των ερευνών για τις μεταδοτικές νόσους στα ανώτερα ζώα και τον άνθρωπο.
Μεσολάβησαν όμως οι έρευνές του για τις αλλοιώσεις που υφίσταται η μπύρα, το κρασί και το ξύδι και μόνο το 1877 μπόρεσε να αρχίσει πειράματα σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους. Η πρώτη έρευνα αφορούσε τον άνθρακα, ασθένεια των προβάτων. Ο Παστέρ απέδειξε ότι ένας μικροοργανισμός που βρισκόταν στο αίμα του άρρωστου ζώου ήταν το αίτιο της νόσου. Από το 1878 αρχίζει να δημοσιεύει με τον Ρου και τον Τσάμπερλαντ εργασίες που έφεραν επανάσταση στις ιατρικές αντιλήψεις.
Επρόκειτο για την ανακάλυψη του «σηπτικού δονακίου», ενός μικροβίου που προκαλούσε οστεομυελίτιδα, του στρεπτόκοκκου που προκαλούσε επιλόχειο πυρετό και της σημασίας των μικροβίων του εδάφους στην πρόκληση των νόσων, καθώς και για συμβουλές προς τους χειρουργούς και τις λεχώνες για την αποφυγή των μολύνσεων. Κάθε ανακάλυψη του Παστέρ ήταν και μια νίκη. Ένα μέρος όμως της Ακαδημίας των Επιστημών και της Ιατρικής δεν εννοούσε να δεχθεί τις ανακαλύψεις του. Ο Παστέρ, όμως, εξακολουθούσε το έργο του, θέτοντας στον εαυτό του το ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσαν οι ασθένειες των οποίων ανακάλυψε την αιτία να προληφθούν.
Η σύλληψη της ιδέας αυτής με τις ανυπολόγιστες για την επιστήμη συνέπειες έγινε τυχαία. Στο εργαστήριο του Παστέρ μελετούσαν το μικρόβιο της χολέρας των ορνίθων. Όλες οι κότες που τους είχαν μεταδώσει το μικρόβιο ψόφησαν. Μια όμως απ' όλες, στην οποία είχε χορηγηθεί μικρόβιο, προερχόμενο από παλαιά καλλιέργεια, κατόρθωσε να επιζήσει κι όταν ύστερα από καιρό της έδωσαν νέα καλλιέργεια που θα ήταν για κάθε άλλη κότα θανατηφόρος, αυτή δεν παρουσίασε τίποτα. Η ιδέα του εμβολιασμού είχε γεννηθεί.
Ο Παστέρ είχε διαπιστώσει ότι η παλαίωση της καλλιέργειας του μικροβίου που γίνεται από το οξυγόνο του αέρα εξασθενεί τη λοιμογόνο δύναμη του μικροβίου, που από αιτία θανάτου μπορεί να μεταβληθεί τότε σε στοιχείο σωτηρίας. Επιπλέον, το εξασθενημένο μικρόβιο μεταδίδει στους απογόνους του το βαθμό της εξασθένησής του. Ο Παστέρ θέλησε να εφαρμόσει την ανακάλυψή του στο μικρόβιο του άνθρακα. Πράγματι κατόρθωσε, υποβάλλοντας τις καλλιέργειες του μικροβίου σε υψηλή θερμοκρασία, να το εμποδίσει να παράγει σπόρους. Το εμβόλιο εναντίον του άνθρακα ήταν έτοιμο. Σε μια φάρμα κοντά στη Μελύν έκανε το πρώτο πείραμα στις 31 Μαΐου 1881.
Από ένα κοπάδι 50 προβάτων, εμβολίασε τα 24 κατά του άνθρακα. Σε λίγες μέρες μόλυνε ολόκληρο το κοπάδι με μικρόβια άνθρακος: τα 24 εμβολιασμένα πρόβατα δεν αρρώστησαν, ενώ όλα τα άλλα ψόφησαν. Μια έκρηξη ενθουσιασμού ξέσπασε σε ολόκληρη τη Γαλλία. Ο Παστέρ όμως δεν αναπαυόταν στις δάφνες του. Όπως είχε εξασθενήσει, έτσι ήθελε και να ενισχύσει τη λοιμογόνο δύναμη ενός μικροβίου. Από το 1881 οι θεωρίες του αποδεικνύονται εξαιρετικά γόνιμες. Οι αντιλήψεις που επικρατούσαν σε κάθε κλάδο της ιατρικής αναθεωρούνται ριζικά. Ο Παστέρ αντιμετωπίζει τώρα το πρόβλημα της λύσσας.
Το 1880 ένας κτηνοτρόφος είχε φέρει στο εργαστήριό του δυο λυσσασμένους σκύλους. Αμέσως αποφάσισε να καλλιεργήσει τον άγνωστο παθογόνο παράγοντα. Τα πειράματά του εκτέλεσε σε εγκεφάλους κουνελιών. Έτσι άρχισε μια σειρά πυρετωδών πειραμάτων και ο άγνωστος ιός ύστερα από μια σειρά διαβάσεων από εγκεφάλους κουνελιών παρουσίασε το γνωστό πια φαινόμενο της εξασθένησης της λοιμογόνου του δύναμης. Ο Παστέρ, με απόλυτη πεποίθηση στην ορθότητα της μεθόδου του, αποφασίζει να την εφαρμόσει με την πρώτη ευκαιρία σε άνθρωπο. Η ευκαιρία ήλθε στις 6 Ιουλίου 1885. Ένα παιδάκι 9 χρονών από την Αλσατία, ο Γιόζεφ Μάιστερ, είχε δαγκωθεί από λυσσασμένο σκυλί.
Ο Παστέρ το εμβολίασε με εγκέφαλο λυσσασμένου κουνελιού που είχε ξεραθεί στον αέρα επί δύο εβδομάδες. Ο εμβολιασμός συνεχίστηκε με δόσεις όλο και πιο πρόσφατου εμβολίου που στο τέλος προερχόταν από καλλιέργεια μιας μόνον ημέρας. Το παιδί σώθηκε. Ολόκληρος ο κόσμος έμεινε έκθαμβος. Το 1888 εγκαινιάζεται το Ινστιτούτο Παστέρ, ιδρυμένο με συνεισφορά απ’ όλο τον κόσμο. Στην ίδρυσή του συνέβαλαν ο Τσάρος της Ρωσίας, ο Αυτοκράτορας της Βραζιλίας και ο Σουλτάνος της Τουρκίας. Το 1892, ημέρα της 70ης επετείου των γενεθλίων του, ο Παστέρ μπήκε με επευφημίες στο αμφιθέατρο της Ιατρικής Ακαδημίας στηριζόμενος στο μπράτσο του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Καρνό.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1895 ο Λουί Παστέρ πέθανε στη Βιλνέβ λ’ Ετάν Σεν-ε-Ουάζ στα υψώματα του Σηκουάνα (Marnes-la-Coquette Hauts-de-Seine). Την ώρα του θανάτου του στο ένα χέρι κρατούσε τον Εσταυρωμένο και με το άλλο το χέρι της γυναίκας του. Ο Παστέρ πέθανε από επιπλοκές από μία σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων που είχαν αρχίσει από το 1868. Πέθανε ακούγοντας την ιστορία του Αγίου Βικεντίου de Paul, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να του μοιάσει. Τάφηκε στον Καθεδρικό Ναό της Νοτρ Νταμ ντε Παρί, αλλά τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μία κρύπτη κάτω από το Ινστιτούτο Παστέρ, στο Παρίσι.
Ο Παστέρ τιμήθηκε με το «Μετάλλιο Leeuwenhoek», τη μέγιστη τιμή της Μικροβιολογίας, το 1895 και με τον Μεγαλόσταυρο της Λεγεώνας της Τιμής, παράσημο με το οποίο έχουν τιμηθεί μόνο 75 άνθρωποι στην ιστορία. Κατέλαβε τη δωδέκατη θέση στην έκδοση του 1978 του αμφιλεγόμενου βιβλίου του Michael H. Hart «Οι 100: μια κατάταξη των πιο σημαντικών προσώπων της Ιστορίας». Αλλά στην αναθεωρημένη έκδοση του 1992 ανέβηκε στην ενδέκατη θέση, ξεπερνώντας τον Καρλ Μαρξ.
ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΣΤΕΡΙΑΝΟΙ
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ομιλία του για τα 100 χρόνια της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, στις 12 Δεκεμβρίου 1930 στην Τρίπολη διατρανώνει: «Κανείς από τους μεγάλους στρατηλάτες που ξέρουμε, κανείς δεν έχει τόση δόξα όση ανήκει σ’ έναν Παστέρ». Αν κάποιος δεν γνώριζε ιστορία, θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί ότι ο Βενιζέλος είναι ένας φιλειρηνιστής που προασπίζεται την επιστήμη έναντι των πολεμικών ανδραγαθιών. Η σύγκριση του ''δοξασμένου'' επιστήμονα Παστέρ με τους μεγάλους στρατηλάτες, πέρα από ρητορικό τέχνασμα του Βενιζέλου, μόνο τυχαία δεν είναι.
Ένα χρόνο αργότερα (1931), σε μια εγκυκλοπαίδεια για τις Γαλλικές αποικίες, ο Γάλλος ιστορικός και πολιτικός Gabriel Hanotaux (1853 - 1944), θα αποκαλέσει τον Παστέρ ''μέγα διδάσκαλο της αποικιοκρατίας''. Ο Είναι άλλωστε μια τέτοια σύγκριση, μεταξύ του Παστέρ και του απόλυτου στρατηλάτη της σύγχρονης ιστορίας, του Ναπολέοντα, που χρησιμοποιεί ο Λατούρ (Bruno Latour) για να δείξει την αφέλεια που κρύβεται πίσω από τέτοιου είδους ρήσεις.
Ο Λατούρ, στο κλασικό πια σύγγραμμά του Les microbes: guerre et paix suivi de irréductions, ή όπως είναι ευρύτερα γνωστό από την Αγγλική του μετάφραση The pasteurization of France (Latour 1993, πρώτη έκδοση στα Γαλλικά 1984), θα καταδείξει πως πίσω από το όνομα ''Παστέρ'' κρύβονται πολλά περισσότερα από τις πράξεις και τις ιδέες ενός και μόνο ανθρώπου. Στην ουσία, λέει ο Λατούρ, έχουμε να κάνουμε με ένα ολόκληρο δίκτυο ομάδων-δρώντων, οι οποίες μέσα από διαλεκτικές διεργασίες προσπαθούν να κερδίσουν Lebensraum, χώρο δράσης και εξουσίας. Ο Παστέρ, λοιπόν, ως σύμβολο της επιστήμης και της προόδου, ως δάσκαλος της αποικιοκρατίας, ως ένα όνομα που κρύβει ένα δίκτυο δρώντων.
Όπως και να έχει, η φυσιογνωμία του Παστέρ είναι εξαιρετικά δημοφιλής ακόμα και στις μέρες μας. Είναι ένα ''φαινόμενο'' στην ιστορία των επιστημών που απασχόλησε και απασχολεί μεγάλη μερίδα ερευνητών και έχει σταθεί αφετηρία για πολλές θεωρητικές αναλύσεις. Υπάρχουν πάμπολλες βιογραφίες και μελέτες για ''το βίο και την πολιτεία'' του Παστέρ, όλων των αποχρώσεων, από αφελείς αγιογραφίες μέχρι εξεζητημένες κριτικές. Είναι δύσκολο να πεις κάτι για τον Γάλλο επιστήμονα που να μην έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Έτσι, ο καλύτερος ίσως τρόπος για να εκθέσουμε τις θέσεις του Παστέρ είναι μέσα από τα λόγια του ίδιου, σε αντιπαράθεση με μια κριτική παρουσίαση του γενικότερου περιβάλλοντος που έδρασε.
Ο Παστέρ είναι η εμβληματική φιγούρα της ''χρυσής εποχής'' της μικροβιολογίας, ή καλύτερα, βακτηριολογίας όπως λεγόταν τότε (περίπου 1880 - 1890). Αν και σπούδασε φυσικές επιστήμες και ασχολήθηκε αρχικά με τη χημεία, λόγω των ανακαλύψεών του στη μικροβιολογία, ''ανήκει'' περισσότερο στο πάνθεον της ιατρικής επιστήμης, παρά οποιασδήποτε άλλης. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που αναφέρεται στα συγγράμματα ιστορίας της χημείας ή βιολογίας, όπου του αφιερώνεται μικρότερος χώρος, από ό,τι στα αντίστοιχα της ιστορίας της ιατρικής.
Οι περισσότεροι μάλιστα μιλάνε για ''Παστεριανή επανάσταση'' στην ιατρική του 19ου αιώνα -όπως ορίζεται η επανάσταση από τον Κουν- προβάλλοντας δηλαδή την επικράτηση της θεωρίας των μικροβίων για τις ασθένειες, ως αλλαγή ''παραδείγματος''. Φυσικά ο όρος παστεριανή εδώ είναι καταχρηστικός, εφόσον και άλλοι σημαντικοί επιστήμονες συνέβαλλαν προς αυτήν την κατεύθυνση, με τον Κωχ (Robert Koch), το Γερμανικό αντίβαρο στον Παστέρ, να ξεχωρίζει. Ποιες ήταν όμως οι σπουδαίες ανακαλύψεις που οδήγησαν σε αυτήν την επανάσταση; Στον Παστέρ αποδίδεται ένας πραγματικά αξιοθαύμαστος κατάλογος τέτοιων επιτευγμάτων.
Έχει μεγάλη επιτυχία εφαρμόζοντας την τεχνική του εμβολιασμού με εξασθενημένα μικρόβια σε ζώα για διάφορες ασθένειες (άνθρακας στα πρόβατα, χολέρα πτηνών). Το 1885 πραγματοποιεί το μεγάλο βήμα και εφαρμόζει τον αντιλυσσικό εμβολιασμό σε άνθρωπο, αφού προηγουμένως τον έχει δοκιμάσει σε ζώα. Η δοκιμή είναι επιτυχής και ο Παστέρ γίνεται σε μια νύχτα, ''ευεργέτης της ανθρωπότητας''. Το σημείο αυτό συχνά τίθεται, ως κομβικό για την εξέλιξη της σχέσης μικροβιολογίας και ιατρικής, αφού γύρω από αυτό έχει σχηματιστεί μια ολόκληρη φιλολογία, πολλές φορές με στοιχεία μυθολογίας, που θα έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία προσδοκιών για περισσότερες και μεγαλύτερες ανακαλύψεις.
Μέχρι το 1885, λοιπόν, όταν ανακοινώθηκε η πρώτη επιτυχημένη δοκιμή του αντιλυσσικού εμβολίου στον άνθρωπο, ο Παστέρ ήταν ήδη φημισμένος στη Γαλλία και σχετικά γνωστός στην Ευρώπη. Έκτοτε όμως, ο Παστέρ έγινε μια παγκόσμια προσωπικότητα. Μέσω του τύπου -τόσο των εφημερίδων και των περιοδικών ποικίλης ύλης, όσο και των επιστημονικών επιθεωρήσεων- το επίτευγμά του διαδόθηκε ταχύτατα. Η ανταπόκριση του κοινού, ήταν αναπάντεχη. Από τη μια μεριά, ο απλός λαός τον λάτρεψε ως ήρωα, από την άλλη, πλήθος νέων από την επιστημονική κοινότητα αφιερώθηκε στην πραγματοποίηση των οραμάτων του.
Η κοινότητα αυτή απετέλεσε την πηγή για τη μετέπειτα ανάδυση της ομάδας των ''Παστοριέν'' (pastorien). Η ομάδα αυτή χαρακτηρίζονταν από συγκεκριμένες αξίες και πρακτικές, όπως η προσήλωση στην εφαρμοσμένη έρευνα, η ομαδικότητα και φυσικά ο θαυμασμός στον μεγάλο δάσκαλο, ενώ υπάρχουν και πολλές ασάφειες σχετικά με τη συγκρότησή της. Το όχημα για τη συγκρότηση αυτής της σχολής, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παστέρ, έγινε το Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού (Ι.Π.Π). Το Ι.Π.Π είναι και αυτό ''παιδί'' της ιστορικής εκείνης εφαρμογής του αντιλυσσικού εμβολίου, αφού τα χρήματα για την δημιουργία του προήλθαν κυρίως από δωρεές από όλον τον κόσμο, προς τον Παστέρ για την μεγάλη του αυτή προσφορά στην ανθρωπότητα.
Ο Παστέρ από πολύ νωρίτερα είχε εκδηλώσει την επιθυμία δημιουργίας ενός αυτόνομου οργανισμού, ο οποίος θα του προσέφερε έναν πιο γόνιμο χώρο εργασίας από το απαρχαιωμένο περιβάλλον του πανεπιστημίου. Η ευκαιρία του δόθηκε με την επιτυχία του αντιλυσσικού εμβολίου και την ανάγκη που προέκυψε για την παραγωγή του. Οι δωρεές του έδωσαν τη δυνατότητα σχετικής ανεξαρτησίας από την κρατική οικονομική εξάρτηση. Το Ι.Π.Π ήταν το πρώτο ιδιωτικό ερευνητικό ίδρυμα της Γαλλίας, και μάλιστα θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι να εμφανιστούν άλλα.
Στα εγκαίνια του Ι.Π.Π το 1888, παρουσία του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο Παστέρ θα δηλώσει: «Έχοντας συσταθεί κατά τον τρόπο που μόλις περιέγραψα, το Ινστιτούτο μας θα αποτελεί ταυτόχρονα ένα εξωτερικό ιατρείο για την θεραπεία της λύσσας, ένα ερευνητικό κέντρο για τις μολυσματικές ασθένειες και ένα εκπαιδευτικό κέντρο για τις μελέτες που άπτονται της μικροβιολογίας» (Λ. Παστέρ, Ομιλία στα εγκαίνια του Ινστιτούτου Παστέρ 1888). Έτσι ο Παστέρ εξαργυρώνει την επιτυχία του εμβολίου της λύσσας για να πετύχει την θεσμοθέτηση ενός ιδρύματος που προωθεί μια σαφώς ευρύτερη ατζέντα από την παραγωγή και εφαρμογή του αντιλυσσικού εμβολίου.
Και προχωράει ακόμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν παρόμοια ιδρύματα σε όλον τον κόσμο: «Για την Γαλλία ένα μόνο ίδρυμα (το Ινστιτούτο Παστέρ) μπορεί να επαρκεί. Για την Νότια Αμερική, τη Χιλή, τη Βραζιλία την Αυστραλία, είναι προφανές ότι νέοι επιστήμονες που θα μεταφέρουν την τεχνογνωσία στις ''μακρινές χώρες'' θα πρέπει να εκπαιδευθούν στο Παρισινό Ίδρυμα» (Λ. Παστέρ, Ακαδημία των Επιστημών 1886). Το αξιοσημείωτο σε αυτήν τη δήλωση φυσικά δεν είναι η ανάγκη για αντιλυσσικά ινστιτούτα παγκοσμίως, κάτι που είναι εύλογο, αλλά το ''προφανές'' της εκπαίδευσης νέων επιστημόνων, οι οποίοι θα μεταφέρουν την τεχνογνωσία, από το Παρισινό ινστιτούτο.
Ο Παστέρ θέλει να καθιερώσει, λίγο-πολύ, το Ι.Π.Π ως απαραίτητο κόμβο της διάδοσης της επιστημονικής γνώσης. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 1890, ο υφυπουργός του Υπουργείου Αποικιών της Γαλλίας, ζητά από τον Παστέρ να δημιουργήσει ένα παράρτημα στη Σαϊγκόν, στην Γαλλική Ινδοκίνα, με σκοπό την αντιμετώπιση της ευλογιάς και της λύσσας. Ο Παστέρ προτείνει τον Καλμέτ, στρατιωτικό ιατρό των αποικιών που εκείνη την περίοδο παρακολουθούσε μαθήματα μικροβιολογίας στο Ι.Π.Π, να αναλάβει την αποστολή και το 1891 ιδρύεται το Ινστιτούτο Παστέρ της Σαϊγκόν υπό την διεύθυνσή του.
Από εκεί και έπειτα, ακολουθεί η ίδρυση μιας σειράς παραρτημάτων σε Γαλλικές αποικίες, όπως στην Ασία (Nha Trang, Hanoi), στην Αφρική (Tunis, Alger, Madagascar, Casablanca, Dakar, Cameroun), στην Αμερική (Guyane Française, Guadeloupe), αλλά και σε άλλα κράτη (Ιράν, Ρωσία, Τουρκία, κ.ά). Διευθυντές των ιδρυμάτων αυτών διορίζονται πάντα ιατροί που έχουν μαθητεύσει στο Ι.Π.Π και έχουν ασπαστεί την κουλτούρα pastorien. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς θα αναπτύξουν σημαντικό έργο, όπως ο Alexandre Yersin που θα ανακαλύψει το βάκιλο της πανώλης, ο Charles Nicolle που θα τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ για την έρευνά του σχετικά με τον τύφο, κλπ), θέτοντας, με αυτό τον τρόπο, σε αμφισβήτηση την καθιερωμένη άποψη για τη σχέση κέντρου - περιφέρειας.
Παράλληλα, το Ι.Π.Π αποκτά το δικό του περιοδικό, το Annales de l’Institut Pasteur, το οποίο εκδίδει ο μαθητής και συνεργάτης του Παστέρ, Εμίλ Ντυκλώ (Emil Duclaux) το 1887, με δικά του μάλιστα έξοδα. Το περιοδικό αυτό είναι το πρώτο επιστημονικό περιοδικό μικροβιολογίας στη Γαλλία και αποτελεί σημείο αναφοράς στο διεθνή επιστημονικό τύπο. Το Annales γίνεται το επίσημο όργανο του Ι.Π.Π, καθώς επίσης και η γέφυρα επικοινωνίας και προβολής των απανταχού Παστεριανών, οι οποίοι δημοσιεύουν εκεί τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Ακολουθώντας αυτό το παράδειγμα, κυρίως από το 1920 και μετά, πολλά από τα παραρτήματα του Ι.Π ανά τον κόσμο εκδίδουν και αυτά αυτόνομα περιοδικά όπου και δημοσιεύουν πλέον τις εργασίες τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι, τα Archives de l’Institut Pasteur de Tunis (1906), Archives de l’Institut Pasteur d’Indochine (1922), Archives de l’Institut Pasteur d’Algérie (1923), Archives de l’Institut Pasteur Hellénique (1923), κ.λ.π. Το 1903 ξεκινάει μια ακόμα έκδοση, αυτή του Bulletin de l’Institut Pasteur, η οποία περιείχε κριτικές και αναλύσεις πρωτότυπων άρθρων σχετικών με τη μικροβιολογία, την ιατρική, τη βιολογία, κ.λ.π. Εκτός όμως από τις εκδόσεις των επιστημονικών περιοδικών, το Ι.Π.Π αναπτύσσει και ένα ακόμα δημοφιλή θεσμό διάδοσης των Παστεριανών αρχών, τα περίφημα Cours de Bactériologie, δηλαδή σεμινάρια μικροβιολογίας, τα οποία ξεκινούν το 1889 από ένα άλλο μαθητή- συνεργάτη του Παστέρ, τον Εμίλ Ρου (Emil Roux).
Τα σεμινάρια αυτά παρακολουθούν πλήθος ιατρών και άλλων επιστημόνων που είναι όχι μόνο Γάλλοι, αλλά και άλλων εθνικοτήτων. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας επιστήμονας αποκτά επίσημα τον τίτλο του ''Παστεριανού'', ένα τίτλο που εξασφαλίζει την διεθνή και αδιαμφισβήτητη αναγνώριση. Το 1895 ο Παστέρ πεθαίνει και η Γαλλία τον αποχαιρετά με τιμές αρχηγού κράτους. Η σωρός του τίθεται σε δημόσιο προσκύνημα και στο Ι.Π.Π δημιουργείται ειδική κρύπτη για τον τάφο του, «μες στα χρυσάφια και τα μάρμαρα», σχολιάζει ο Σελίν, «Βυζαντινομπουρζουάδικο καπρίτσιο υψηλού γούστου». Από εκεί και έπειτα, ο μύθος του Παστέρ όχι μόνο δε φθίνει, αλλά αντίθετα γιγαντώνεται.
Σ' αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν οι συνεργάτες και οι μαθητές του, οι οποίοι ενώ έχουν συμβάλει τα μέγιστα στις διάφορες ανακαλύψεις που αποδίδονται στο δάσκαλό τους, προβάλουν την ιδιοφυΐα του Παστέρ ως βασικό παράγοντα της προόδου και της τέχνης τους. Για παράδειγμα, η συνεισφορά των Chamberland και Roux στην ανακάλυψη του εμβολίου του άνθρακα ήταν καθοριστική, και χωρίς τον Roux θα ήταν αδύνατη η παραγωγή του αντιλυσσικού εμβολίου. Με αυτό τον τρόπο, ο Παστέρ γίνεται το σύμβολο της Μικροβιολογίας και της εφαρμογής της στην Ιατρική, την Υγιεινή και τη Βιομηχανία, ένα σύμβολο που απορρόφησε τελικά τη συμβολή και των συνεργατών του.
Όμως, τα εμβόλια του Παστέρ σημαδεύουν και το ξεκίνημα μιας ακόμη σημαντικής εξέλιξης, αυτής της βιομηχανικής εμπορευματοποίησης φαρμακευτικών ουσιών, που οδηγεί τελικά στη σημερινή φαρμακοβιομηχανία. Ειδικότερα, η προσπάθεια παραγωγής και τυποποίησης (standardization) του εμβολίου του άνθρακα, έχει χαρακτηριστεί ως η απαρχή της βιοχημικής βιομηχανίας (bio-industry), καθώς ο Παστέρ και οι συνεργάτες του μη μπορώντας να κατοχυρώσουν πατέντες για το συγκεκριμένο σκεύασμα, προχωρούν σε μια πολιτική απόκρυψης πληροφοριών με σκοπό, αφενός να διασφαλίσουν το μονοπώλιο στο συγκεκριμένο τομέα και αφετέρου να το εκμεταλλευτούν εμπορικά.
Κάτι αντίστοιχο, προσπάθησε να κάνει και ο Κωχ με τη φυματίνη, μια ουσία με την οποία μπορούσε να καταπολεμηθεί η φυματίωση, η αναποτελεσματικότητα της οποίας όμως τελικά στιγμάτισε την καριέρα του, και καταπόντισε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για δικό του ινστιτούτο. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι προσπάθειες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με τις προθέσεις των τότε κυβερνήσεων, η πολιτική των οποίων ήταν η αποφυγή της εμπορευματοποίησης της υγείας. Το Γαλλικό κράτος για παράδειγμα είχε αποκλείσει τη δυνατότητα πατέντας για τις φαρμακευτικές ουσίες από το 1844, και η Γερμανική κυβέρνηση βρέθηκε προ δυσάρεστης εκπλήξεως όταν άκουσε τις απαιτήσεις του Κωχ για το μονοπώλιο φυματίνης.
Μάλιστα, ένας Γερμανός πολιτικός σχολιάζοντας την τότε κατάσταση, τόνισε ότι δεν θα έπρεπε να μαθευτεί η φιλαργυρία του Κωχ στο ευρύ κοινό, γιατί θα ήταν μια κατάφωρη δυσφήμιση στο πρότυπο του (Γερμανού) ανιδιοτελή επιστήμονα - διανοούμενου. Παρόλα αυτά, οι επιστήμονες προσέβλεπαν στη συνεργασία με την βιομηχανία, η οποία μπορούσε να τους προσφέρει τους απαραίτητους πόρους για τις έρευνές τους, σε αντίθεση με τη φειδωλή πολιτεία. Το κίνητρό τους επομένως δεν φαίνεται δεν ήταν τόσο ο πλουτισμός, όσο η απρόσκοπτη χρηματοδότηση των προγραμμάτων τους, καθώς οι περισσότεροι έδειχναν να είχαν βαθεία πίστη στην επιστημονική πρόοδο.
Άλλωστε, λίγοι από αυτούς άλλαξαν εντελώς πεδίο, και προσχώρησαν στο εμπόριο ή τη βιομηχανία. Μια άλλη συμμαχία των Παστεριανών, ίσως πιο σημαντική για την εδραίωσή τους, ήταν αυτή με τον στρατό. Η μεγάλη ανάγκη για μικροβιολογικές πρακτικές στο στράτευμα, έκανε την εκπαίδευση που πρόσφερε το Ι.Π.Π περιζήτητη στους στρατιωτικούς γιατρούς. Αλλά και οι ίδιοι οι επιστήμονες του Ι.Π.Π ήταν απαραίτητοι πολλές φορές, στην διάρκεια του πολέμου, ή στις αποικιακές αποστολές. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Α' Π.Π, στο Βαλκανικό Μέτωπο, στη Μακεδονία, η συμμαχική στρατιά είχε καθηλωθεί εξαιτίας επιδημίας ελονοσίας στο στράτευμα.
Ο αρχιστράτηγος Σαράιγ (Sarrail) ζήτησε τη συνδρομή των ειδικών και το Ι.Π έστειλε τους αδελφούς Σερζέν (Edmond & Etienne Sergent), από το Ι.Π του Αλγερίου, να επιληφθούν του ζητήματος. Πράγματι, οι αδελφοί Σερζέν κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1916, και συνέταξαν μια αναφορά σχετικά με τα αίτια της επιδημίας και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν, η στρατιά απαλλάχθηκε από την ελονοσία και μπόρεσε, υγιής πλέον, να συνεχίσει τον πόλεμο.
Η αμφίδρομη αυτή σχέση, μεταξύ στρατού που επωφελείται από τις γνώσεις και τις εφαρμογές των μικροβιολόγων, και των μικροβιολόγων που χρησιμοποιούν τις ευκαιρίες που τους δίνονται από το στρατιωτικό κατεστημένο για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα, έχει ως συνέπεια τη ζήτηση της επάνδρωσής των απανταχού στρατευμάτων με μικροβιολόγους και εργαστήρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εμφάνιση αυτοκίνητων-εργαστηρίων κατά τη διάρκεια του Α' Π.Π. Η αναγκαιότητα αυτή, της προάσπισης της υγείας των στρατευμάτων, χρησιμοποιείται από το Ι.Π ως μέσο πίεσης αφενός για κρατική επιχορήγηση, αφετέρου για τη δημιουργία παραρτημάτων σε κάθε αποικία της Γαλλίας.
Η σύνδεση Ι.Π και στρατού καταγράφεται και από τους γνωστούς επιστήμονες που υπήρξαν πρώτα στρατιωτικοί ιατροί και μετά πέρασαν στο δυναμικό του Ι.Π, όπως ο Καλμέτ, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε την οργάνωση των παραρτημάτων του Ι.Π στις αποικίες, αλλά και της Ελλάδας. Αλλά ακόμα και κατά την περίοδο της ειρήνης, οι Παστεριανοί είχαν ισχυρούς συμμάχους, καθώς το κίνημα των Υγιεινιστών (hygienists) ήταν και αυτό συμπληρωματικό και ενισχυτικό στις προθέσεις τους. Το κίνημα αυτό ξεπήδησε από το βιομηχανικό αστικό περιβάλλον, σαν μια επιστημονική απάντηση στα μεγάλα υγειονομικά προβλήματα των πόλεων.
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής του μεγαλύτερου ποσοστού των κατοίκων των πόλεων, των εργατών δηλαδή, οδηγούσαν συχνά σε επιδημίες όπως πανώλη, χολέρα, δυσεντερία, τύφο, ευλογιά. Αλλά και τα χρόνια νοσήματα, όπως η φυματίωση, τα αφροδίσια, η λέπρα, ήταν σε έξαρση. Οι Υγιεινιστές προσπαθούσαν να βρουν λύσεις σε αυτά τα προβλήματα, και οι Παστεριανοί, αλλά και γενικότερα οι μικροβιολόγοι, καταδεικνύοντας πλέον τα μικρόβια ως αιτίες των ασθενειών, κατάφεραν να δώσουν έναν ''χειροπιαστό'' και καταπολεμήσιμο εχθρό.
Οι μικροβιολόγοι λοιπόν, συνέβαλλαν στη ''μεταμόρφωση'' των πόλεων του 19ου αιώνα, από εστίες μικροβίων και παράδεισο επιδημιών σε υγειονομικά ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Κινούμενοι ανάμεσα στην ιατρική, την υγιεινή, τη βιολογία, τη χημεία, την κοινωνία, την πολιτεία αλλά και τη βιομηχανία, κατάφεραν ''να ανανεώσουν την ιατρική χωρίς ποτέ να θέσουν την ασθένεια ως αντικείμενο μελέτης, να ανανεώσουν την πολιτική και τη δημόσια υγεία χωρίς ποτέ να θέσουν τους φτωχούς ή τους κοινωνικά απόβλητους ως μονάδα ανάλυσης''.
ΤΟ ''ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ'' ΤΟΥ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
Η πρώτη ''παραφωνία'' στην επίσημη ιστορία λοιπόν είναι αυτή του ιατρού - μικροβιολόγου Παναγιώτη Παμπούκη (Ακράτα 1858 - Αθήνα 1956). Ο Παμπούκης ήταν ένας από τους δύο γνωστούς Έλληνες μαθητές του Λουί Παστέρ. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Ιατρική Σχολή και εργάστηκε για σύντομο διάστημα στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το 1883 πήγε στο Παρίσι για περαιτέρω ειδίκευση, έχοντας εξασφαλίσει υποτροφία από τη Μονή Πετράκη. Αρχικά μαθήτευσε δίπλα στον καθηγητή Ιστολογίας Κορνίλ (André-Victor Cornil), γνωστό για τις σημαντικές συνεισφορές του στα πεδία της μικροβιολογίας, ιστολογίας και μικροανατομίας.
Έπειτα ενσωματώθηκε στο εργαστήριο του Παστέρ, όπου παρέμεινε για 2 χρόνια, με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών αυτή τη φορά. Συνεργάστηκε με τον Παστέρ την περίοδο που δοκιμάστηκε για πρώτη φορά επιτυχώς σε άνθρωπο η αντιλυσσική θεραπεία που είχε εφεύρει ο Γάλλος επιστήμονας, και έτσι έζησε από κοντά όλον τον ενθουσιασμό της επιτυχίας, καθώς και την επακόλουθη έξαρση γενναιοδωρίας που οδήγησαν στη δημιουργία του Ινστιτούτου Παστέρ, στο Παρίσι. Ο ίδιος είχε μια αρκετά παραγωγική επιστημονική πορεία όσο βρισκόταν στη Γαλλία, και η εργασία του φαίνεται ότι ήταν αναγνωρισμένη από την ιατρική κοινότητα της εποχής και πολλά υποσχόμενη.
Το 1888, ο Παμπούκης έχοντας λάβει το «χρίσμα» του Παστεριανού, ως πρωτοπόρος της νέας επιστήμης της Μικροβιολογίας, επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα χώρο για την ανάπτυξη της μικροβιολογίας, όπως αντίστοιχα συνέβαινε στη Γαλλία και σε άλλες χώρες. Η πρώτη του κίνηση ήταν να προτείνει τη δημιουργία Εργαστηρίου Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η πρότασή του πραγματοποιήθηκε το 1889, και ο Παμπούκης ορίζεται διευθύνων επιμελητής. Το 1893 όμως παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο για να ακολουθήσει ατομική πορεία, δημιουργώντας ιδιωτικό Μικροβιολογικό και Παθολογο-ανατομικό εργαστήριο.
Απώτερος σκοπός του ήταν η δημιουργία ενός λυσσιατρείου, σύμφωνα με τα πρότυπα του Ινστιτούτου Παστέρ. Είχε πραγματοποιήσει σχετικά διαβήματα προς το Υπουργείο Εσωτερικών ήδη από το 1891, προσκομίζοντας και κατάλληλο πιστοποιητικό από το Ινστιτούτο Παστέρ. Μάλιστα, αναφέρεται ότι το Γαλλικό ίδρυμα είχε εφοδιάσει τον Παμπούκη, πέραν της βεβαίωσης, και με χρηματικό ποσό για την επιχορήγηση του εγχειρήματος. Η λύσσα στην Ελλάδα, παρότι δεν ήταν τόσο σημαντικό πρόβλημα σε σχέση με άλλες ασθένειες, όπως η φυματίωση ή η ελονοσία, ήταν πιο εξαπλωμένη από ό,τι στη Γαλλία και την Δ. Ευρώπη.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Παστέρ τοποθετούσε την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες με την μεγαλύτερη εξάπλωση της νόσου. Ο ειδεχθής και σχεδόν βέβαιος θάνατος των θυμάτων της νόσου, ήταν σίγουρα ένας από τους λόγους που συνέβαλαν ώστε το Ελληνικό κράτος μεριμνούσε την αποστολή των λυσσόδηκτων Ελλήνων στη Γαλλία, για να υποβληθούν στη θεραπεία του Παστέρ, με δημόσια έξοδα. Η ανάγκη, λοιπόν, για ένα λυσσιατρείο στην Ελλάδα ήταν μάλλον εύλογη. Όμως, η προώθηση της διαδικασίας και η παραχώρηση σχετικής άδειας, απαιτούσε την έγκριση του Ιατροσυνεδρίου, που αποτελούσε το ανώτερο συμβουλευτικό όργανο του κράτους σε θέματα υγείας εκείνην την εποχή.
Το Ιατροσυνέδριο ωστόσο, δημιουργούσε κωλύματα στον Παμπούκη, καθώς καθυστερούσε να πάρει απόφαση και επιπλέον ζήτησε από τον Παμπούκη τη διεξαγωγή πειραμάτων επίδειξης της μεθόδου, μολονότι υπήρχε η αντίστοιχη βεβαίωση από το Ινστιτούτο Παστέρ. Ο Παμπούκης ολοκλήρωσε με επιτυχία τα πειράματα, και το Ιατροσυνέδριο, προκειμένου να δικαιολογήσει την απροθυμία του να αποφανθεί για το Λυσσιατρείο του Παμπούκη, ανακοίνωσε επίσημα στον Τύπο, ότι η υπόθεση έχρηζε μελέτης. Θεωρούσαν ότι ένα τέτοιο ίδρυμα είναι καλύτερο να έχει δημόσιο χαρακτήρα, παρά να παραχωρηθεί σε μια ''ιδιωτική επιχείρηση''.
Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, συμπεραίνει κανείς ότι πίσω από τέτοιου είδους δηλώσεις κρύβεται κάτι παραπάνω. Τα μέλη του Ιατροσυνέδριου γνώριζαν καλά τη δυναμική που έφερνε ο τίτλος του λυσσιατρείου, καθώς και τις μεγάλες δωρεές που είχε αποσπάσει το λυσσιατρείο του Παστέρ, το μετέπειτα Ινστιτούτο Παστέρ. Για αυτούς τους λόγους, κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να σταματήσουν τον Παμπούκη, ενώ άλλοι συνεργάστηκαν μαζί του. Για παράδειγμα, δύο από τους ιατρούς της επιτροπής του Ιατροσυνεδρίου που παρακολούθησαν τα πειράματα, ο Πιλάβιος και ο Χατζιμιχάλης, έλαβαν αργότερα διοικητικές θέσεις στο ινστιτούτο του Παμπούκη.
Τελικά ο Παμπούκης προχώρησε στην ίδρυση του Λυσσιατρείου, τον Αύγουστο του 1894, χωρίς την επίσημη έγκριση της πολιτείας, αλλά με την ομόφωνη στήριξη και προβολή του Αθηναϊκού Τύπου. Η μία μετά την άλλη, οι εφημερίδες χαιρέτησαν την πρωτοβουλία Παμπούκη, και μάλιστα κατέκριναν την αδιαφορία του κράτους που δεν μερίμνησε σχετικά. Όταν δε το Ιατροσυνέδριο με ανακοίνωσή του εξέφρασε τη δυσφορία του για την κίνηση του Παμπούκη, οι εφημερίδες κατακεραύνωσαν τα μέλη του Ιατροσυνεδρίου και ουσιαστικά στήριξαν τον Παμπούκη. Είναι μάλιστα τέτοια η αντίδραση του Τύπου, ώστε ο Παμπούκης προέβει σε ανακοίνωση ευχαριστίας, δηλώνοντας παράλληλα τη δωρεάν θεραπεία των απόρων λυσσόδηκτων.
Επίσης, με διαφημιστικές καταχωρήσεις ενημέρωνε το κοινό για τις υπηρεσίες που προσφέρει το Λυσσιατρείο και το κόστος τους, έδινε οδηγίες για τους λυσσόδηκτους, προβάλλοντας παράλληλα και τους επιστημονικούς τίτλους του ιδρύματος. Προφανώς εδώ έχουμε να κάνουμε με μία επικοινωνιακή στρατηγική, που σκοπό είχε να νομιμοποιήσει το λυσσιατρείο τόσο στο ευρύ κοινό, όσο και στους ιθύνοντες. Ο Παμπούκης διαχειρίστηκε σωστά το πεδίο των δημοσίων σχέσεων, ξεπερνώντας τελικά το σκόπελο του Ιατροσυνεδρίου. Όπως είδαμε και στην περίπτωση του Παστέρ, το κοινό τρέφει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτημα της λύσσας, ευαισθησία που με τη σειρά τους ενισχύουν οι εφημερίδες, δημιουργώντας περαιτέρω προσδοκίες.
Ο Παμπούκης όχι μόνο λειτούργησε το λυσσιατρείο, αλλά μετά από ένα χρόνο, το 1895, σύναψε και σύμβαση χρηματοδότησης με το Ελληνικό κράτος. Σύναψε επίσης συμβάσεις και με την Κρητική Πολιτεία, το Δήμο Αθηναίων και άλλους δήμους της Ελλάδας, εδραιώνοντας έτσι τη θέση του, ως το μοναδικό λυσσιατρείο της ευρύτερης περιοχής. Η σύμβαση με το Ελληνικό κράτος προβλέπει την δημιουργία Λυσσιατρείου - Λυσσοκομείου, με έξοδα του Παμπούκη, στο οικόπεδό του επί της Πατησίων, σύμφωνα με σχέδια του αρχιτέκτονα Θ. Παπαπαναγιώτου. Το κράτος αναλαμβάνει τα έξοδα συντήρησης του ιδρύματος, με τη χορηγία 12.000 δρχ. ετησίως για 15 έτη.
Σε αντάλλαγμα το ίδρυμα του Παμπούκη όφειλε να θεραπεύει δωρεάν τους άπορους λυσσόδηκτους. Επίσης, προβλεπόταν ανώτατη αποζημίωση για τη θεραπεία των υπολοίπων λυσσόδηκτων 150 δρχ. και 30 δρχ. για τα μολυσμένα σκυλιά. Την εποπτεία της σωστής λειτουργίας του ιδρύματος και της τήρησης της σύμβασης, αναλάμβανε το Ιατροσυνέδριο, με ετήσιες αναφορές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ρήτρα της σύμβασης που αφορούσε στις τυχόν δωρεές που θα δεχόταν το Λυσσιατρείο, αρχικά το σχετικό άρθρο προέβλεπε: ''Αι τυχούσαι δωρεαί υπέρ του Λυσσιατρείου και των λοιπών εν αυτώ ιδρυμάτων του κ. Παμπούκη έσονται εις όφελος αυτού''.
Όμως, όπως έγινε και με τη διάρκεια της σύμβασης, το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με άλλο που προέβλεπε την διάθεση των δωρεών όχι στον Παμπούκη, αλλά στο ίδρυμα. Μέχρι αυτό το σημείο, η σύνδεση του Λυσσιατρείου Παμπούκη με το Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού, ήταν η βεβαίωση για τη θεραπεία της λύσσας που κατέχει ο Παμπούκης, καθώς και η χορηγία που του δόθηκε από το Ινστιτούτο, για τον εξοπλισμό του λυσσιατρείου. Ο Παμπούκης δεν φαίνεται να χρησιμοποιεί τον τίτλο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ αρχικά, ούτε υπάρχει κάποια άλλη εκδήλωση ενδιαφέροντος από το γαλλικό ίδρυμα.
Παρόλα αυτά, μυστήριο παραμένει το γιατί το Ι.Π.Π χορήγησε ''ικανό χρηματικό ποσό'' στον Παμπούκη για να ιδρύσει ένα αντίστοιχο ινστιτούτο στην Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι από το 1891 το Ι.Π.Π ξεκινά να δημιουργεί παραρτήματα στις Γαλλικές αποικίες, αλλά είναι σίγουρα πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για οργανωμένη πολιτική ανάπτυξης δικτύου ινστιτούτων Παστέρ, και σίγουρα η Ελλάδα δεν είχε λόγο να βρίσκεται σε προτεραιότητα σε μια τέτοια λίστα. Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον ερώτημα που μένει να ερευνηθεί περαιτέρω. Από την άλλη μεριά, ο Παμπούκης έκανε τελικά χρήση του ονόματος Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, καθώς και πολλές παραλλαγές αυτού.
Ας δούμε τους πολλούς και διαφορετικούς τίτλους με τους οποίους γίνεται γνωστό το ίδρυμα του Παμπούκη, αλλά και το ποιοι τίτλοι χρησιμοποιούνται πότε, και που. Στο εξωτερικό αναφέρεται ως Athens Pasteur Institute (Science 1896, British Medical Journal 1896&1899, The Journal of the American Medical Association 1902), Institut Pasteur Hellénique d’Athènes (Annales de l’I.P. 1898), Institut Hellénique d’Athènes (Annales de l’I.P. 1900), Hellenic Pasteur Institute (Bulletin de l’I.P. 1906 & 1907), Institut Pasteur in Athen (Dtsch med Wochenschr 1908), Institut antirabique d’Athènes (Annales de l’I.P. 1908).
Στην Ελλάδα: Ελληνικόν Λυσσοκομείον και Λυσσιατρείον κυρίως (1894), αλλά και Ινστιτούτο Παμπούκη (Ιατρική Εφημερίδα του Στρατού 1897), Μικροβιολογικόν Ινστιτούτον Αθηνών (1898), Διφθεροκομείον Παμπούκη (1896), Ελληνικόν Παστέρειον Ινστιτούτον Παμπούκη – Λυσσιατρείο (σε επιστολές και επίσημα έγγραφα 1910 - 1915), αντιλυσσικόν Ινστιτούτο (Ροντόπουλος 1924), κα14. Μάλιστα και σε μια πρόσφατη εργασία για τη λύσσα στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, οι συγγραφείς αναφέρονται στο ινστιτούτο του Παμπούκη ως Ινστιτούτο Παστέρ. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Βλαδίμηρος, η χρήση του τίτλου Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ από τον Παμπούκη δεν ήταν και τόσο παράξενη.
Αφού τα λυσσιατρεία που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή ανά τον κόσμο, έφεραν το τίτλο Ινστιτούτο Παστέρ, ως φόρο τιμής στον Παστέρ, το όνομα του οποίου είχε γίνει συνώνυμο με τη θεραπεία της λύσσας. Για παράδειγμα, πλήθος Institutes Pasteur ιδρύθηκαν στις ΗΠΑ, χωρίς κανένα τους να έχει σχέση με το παρισινό ινστιτούτο. Το ότι ο Παμπούκης, όμως, δημοσιεύει στο Annales de l’Institut Pasteur ως directeur de l’Institut Pasteur Hellénique στα 1898, και συνεχίζει να αναφέρεται με αυτόν τον τρόπο ως το 1907, ενώ ένα χρόνο αργότερα αναφέρεται ως directeur de l’Institut antirabique d’Athenes, υποδηλώνει μια πιο αυστηρή πολιτική των Γάλλων στη χρήση του ονόματος Ι.Π, ίσως και μια πρόθεση απεμπλοκής του τίτλου ''Παστέρ'' από το Ινστιτούτο του Παμπούκη.
Άλλωστε, μετά από τρία μόνο χρόνια, το 1911, ο στρατηγός Eydoux θα προτείνει τη δημιουργία Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ στον Βενιζέλο. Πάντως το 1940 ο τίτλος που έχει απομείνει στο ίδρυμα του Παμπούκη είναι Λυσσιατρείο Παμπούκη. Θα πρέπει λοιπόν, να εξετάσουμε τη διαφαινόμενη στρατηγική των πρωτοπόρων αυτών μικροβιολόγων, όσον αφορά στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν και να αναπτύξουν τη νέα αυτή επιστήμη και ταυτόχρονα τη δική τους καριέρα. Ό,τι πέτυχε ο Παστέρ στη Γαλλία με το Ινστιτούτο Παστέρ, προσπάθησαν να πετύχουν και άλλοι στις χώρες τους.
Ο Κωχ στη Γερμανία, ο «μόνος αντάξιος αντίπαλος του μεγάλου Γάλλου επιστήμονα», δεν κατάφερε να ιδρύσει ''Ινστιτούτο Κωχ'', αλλά τοποθετήθηκε διευθυντής στο αντίστοιχο κρατικό εγχείρημα. Ο Παμπούκης, με ανάλογο τρόπο, εφάρμοσε στην Αθήνα την πολιτική που είχε δει ιδίοις όμμασι να πετυχαίνει στο Παρίσι. Είναι μάλλον βάσιμη η άποψη ότι ο Παμπούκης ευελπιστούσε, λίγο ως πολύ, να πετύχει ότι πέτυχε ο Παστέρ με το Ι.Π.Π στη Γαλλία και να δημιουργήσει το αντίστοιχο ινστιτούτο στον Ελληνικό χώρο. Όπως όμως είδαμε, η επιτυχία του Παστέρ και του Ινστιτούτου του, ήταν περισσότερο συνάρτηση πλήθους ευνοϊκών παραγόντων, παρά μια μονοσήμαντη εκπλήρωση του οράματος του ιδρυτή του.
Ο Παμπούκης, είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό περιβάλλον, και φυσικά και ο ίδιος δεν είχε το κύρος και τις δυνατότητες του Γάλλου επιστήμονα - πρότυπο. Παρόλα αυτά, η υβριδική φύση της επιστήμης που πρέσβευε, προσέφερε πολλά πλεονεκτήματα προσαρμογής και δυνατοτήτων. Ο Παμπούκης το γνώριζε αυτό και προσπάθησε να διαμορφώσει την προσέγγισή του με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκριθεί στις ελληνικές συνθήκες. Έδωσε αρκετό βάρος στη δημόσια εικόνα, είχε αρκετή προβολή και υποστήριξη από τον Τύπο, και κέρδισε πολίτικη στήριξη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Προσπάθησε επίσης να εκμεταλλευτεί τη ρευστότητα γύρω από τον διεθνή τίτλο Institut Pasteur, με την ανοχή του μητρικού ιδρύματος αρχικά.
Επιπλέον, η ταυτόχρονη χρήση πολλών παρεμφερή τίτλων για το εργαστήριό του, δηλώνει την με κάθε τρόπο προσπάθεια άντλησης κύρους. Όμως ο πιο δύσκολος αντίπαλος του Παμπούκη ήρθε από τα ''μέσα'', από το χώρο της μικροβιολογίας δηλαδή. Ο ''παρθένος'' Ελλαδικός χώρος δεν είχε ακόμα μοιραστεί, και κάποιοι ισχυροί παίκτες δεν είχαν σκοπό να αφήσουν τον Παμπούκη να εξαργυρώσει την προνομιακή σχέση του με τον Παστέρ. Όπως είδαμε, το Ιατροσυνέδριο από την αρχή ήταν επιφυλακτικό προς την πρωτοβουλία του Παμπούκη, και διατήρησε αυτήν την στάση σταθερά.
Μάλιστα, όταν πρόεδρος του ανώτατου υγειονομικού σώματος έγινε ο Κωνσταντίνος Σάββας, τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο για τον Παμπούκη. Ο Σάββας, καταξιωμένος μικροβιολόγος, βασιλικός ιατρός και πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου, προσπάθησε να απαξιώσει το έργο του Παμπούκη, εστιάζοντας στο εμπορικό συμφέρον που κρυβόταν πίσω από το Λυσσιατρείο. Τελικά, πετυχαίνει την ίδρυση του Δημοτικού Λυσσιατρείου το 1914, αφού είχε λήξει και η σύμβαση του Παμπούκη με το Ελληνικό Κράτος, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιήσει το Ινστιτούτο Παμπούκη.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1919, όταν ιδρύθηκε επίσημα το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, ο Παμπούκης -ήδη 60 χρονών- έχασε πλήρως το έρεισμα του ''Παστεριανού''. Παράλληλα, ιδρύθηκαν αντιλυσσικοί σταθμοί σε όλη την Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη το 1925, σε Πάτρα, Πρέβεζα, Ρέθυμνο και Αλεξανδρούπολη το 1930, οπότε η λειτουργία του ινστιτούτου Παμπούκη ως λυσσιατρείου αποδυναμώθηκε ουσιαστικά. Το ινστιτούτο, παρόλα αυτά, θα συνεχίσει να λειτουργεί, από ό,τι φαίνεται, μέχρι και τον Β' Π.Π, με διαφορετικό κέντρο βάρους, αφού ο Παμπούκης έστρεψε την ενέργειά του προς τον αντιφθισικό αγώνα, και σίγουρα με μικρότερη δημοσιότητα.
Αν και φαίνεται να μην υπάρχει κάποια ρητή σύνδεση μεταξύ του Παμπούκη και του Ε.Ι.Π, ερωτήματα προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη συγκρότηση του Ιστορικού Αρχείου του Ε.Ι.Π (2010) βρέθηκε σειρά τόμων των Annales de l’Institut Pasteur (1887 - 1909) και Bulletin de l’Institut Pasteur (1903 - 1909), με ιδιόχειρες σημειώσεις και την υπογραφή του Π. Παμπούκη. Άραγε δωρίθηκαν στο Ε.Ι.Π από τον ίδιο; Ποιές οι σχέσεις του με το Ινστιτούτο, αν υπήρχαν; Από ό,τι φαίνεται ο Παμπούκης εκτιμούσε τον G. Blanc, διευθυντή του Ε.Ι.Π από το 1921 ως το 1930, καθώς στην προσωπική αλληλογραφία του Γάλλου επιστήμονα, βρέθηκε επιστολή του Παμπούκη.
Ο οποίος ως πρόεδρος της Ιατροχειρουργικής Εταιρείας τον ενημερώνει για την ομόφωνη απόφαση της Εταιρείας να τον ανακηρύξουν επίτιμο μέλος. Όπως και να έχει, η περίπτωση Παμπούκη ανοίγει νέα πεδία έρευνας, όχι μόνο καθεαυτή, αλλά γενικότερα σε σχέση με την ανάπτυξη της Μικροβιολογίας στην Ελλάδα, σχετικά με το δίπολο ιδιωτική πρωτοβουλία έναντι κρατικού έλεγχου, σχετικά με το ρόλο του επιστημονικού - ιατρικού κατεστημένου, και τέλος, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίπτωση που εξετάζουμε εδώ, τη δημιουργία ενός Ι.Π στην Ελλάδα.
ΕΛΛΑΣ - ΓΑΛΛΙΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ: ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Οι στενές σχέσεις Ελλάδας - Γαλλίας, ανάγονται στη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους το 1830, με τη Γαλλία ως εγγυήτρια μεγάλη δύναμη για το νεοσύστατο βασίλειο. Πέρα από αυτό όμως, η Γαλλία ως πολιτιστική και στρατιωτική υπερδύναμη των νεώτερων χρόνων, συνέκρινε τη λάμψη της με αυτή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, και συνεπώς είχε μια ευαισθησία για τους ''απογόνους'' του ή τέλος πάντων τους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου. Πέραν τούτων, από την αρχαιότητα, οι δύο αυτές χώρες ενώνονταν εμπορικά και οικονομικά μέσω της Μεσογείου.
Ο δεσμός αυτός ενισχύονταν από διαφόρου τύπου Γαλλικές αποστολές στην Ελλάδα οι οποίες παρουσίαζαν και μια αυξημένη συχνότητα: επιστημονική αποστολή στο Μοριά (Πελοπόννησος) στα τέλη του 18ου αιώνα, αποστολές μηχανικών (Ponts et Chaussées) και στρατιωτικές αποστολές κατά τον 19ο αιώνα καθώς και στις αρχές του 20ού, μόνιμη αρχαιολογική αποστολή από την ίδρυση της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (l’École Française d’Athènes) το 1847. Το πρώτο ξένο ινστιτούτο που ιδρύθηκε στην Αθήνα, μα επίσης και το πρώτο ακαδημαϊκό Γαλλικό ινστιτούτο εκτός Γαλλίας, και το Γαλλικό ινστιτούτο των Αθηνών (Institut Français d’Athènes), ένα πολιτιστικό ίδρυμα με επίκεντρο τη Γαλλική γλώσσα, που ιδρύθηκε το 1907.
Και οι Έλληνες όμως έτρεφαν μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς τη Γαλλία, την οποία θαύμαζαν σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο, λόγω της Γαλλικής επανάστασης του διαφωτισμού, αλλά και γενικότερα για την ισχυρή επιρροή της την περίοδο αυτή. Πολλοί Έλληνες επιστήμονες, νομικοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί σπούδασαν στις ξακουστές σχολές της Γαλλίας, δημιουργώντας ισχυρούς ιδεολογικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, σε γεωπολιτικό επίπεδο, η στρατηγική θέση της Ελλάδας σε σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα (διάλυση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της Γαλλικής εξωτερικής πολιτικής με την μόνιμη επαγρύπνηση για τα τεκταινόμενα στη μικρή αυτή χώρα.
Η πολιτική όμως αυτή δε ήταν ούτε σταθερή, ούτε ξεκάθαρη, αφού επηρεαζόταν τόσο από τα εκάστοτε συμφέροντα της Γαλλίας, όσο και από την εξωτερική πολιτική των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και την κατάσταση στα Βαλκάνια. Στις αρχές του 20ου αιώνα σε μια εξαιρετικά ρευστή εποχή, στα πρόθυρα ενός παγκοσμίου πολέμου, η Γαλλία διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. Αντίπαλος της Γαλλίας σε όλα τα επίπεδα -στρατιωτικό, πολιτιστικό, επιστημονικό- είναι η Γερμανία, μια Γερμανία ακμάζουσα και ορμητική. Οι Γάλλοι έχουν γνωρίσει μια ταπεινωτική ήττα από την Πρωσική πολεμική μηχανή το 1870 και σίγουρα θέλουν την επόμενη φορά να είναι αυτοί οι νικητές.
Όμως υπολείπονται των Γερμανών, τόσο πληθυσμιακά, όσο και στρατιωτικά, η Γερμανία είναι πλέον η υπερδύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η Γαλλία λοιπόν χρειάζεται συμμάχους για να αντιμετωπίσει την Γερμανία, και μάλιστα στρατηγικούς συμμάχους. Η Ελλάδα φαντάζει ένας τέτοιος σύμμαχος, αφού βρίσκεται σε ιδιαίτερη γεωγραφική θέση και έχει ανοικτούς λογαριασμούς με τους γείτονές της. Ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί με τους Βαλκανικούς Πολέμους να διπλασιάστηκε σε έκταση και πληθυσμό, αλλά υπήρχε ακόμα ένα μεγάλο κομμάτι που λογιζόταν Ελληνικό, υπό ξένη κυριαρχία.
Οι στενότερες όμως σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας ξεκίνησαν με την άνοδο του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία το 1910 και την επιμονή του στην επιλογή γαλλικής αποστολής για την αναδιοργάνωση του στρατού, έναντι της Γερμανικής που προτιμούσε ο βασιλιάς Γεώργιος Α'. Η επιμονή αυτή αποδίδεται σε πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Οι Γάλλοι αφενός θα χορηγούσαν μεγάλο δάνειο στην Ελλάδα, αφετέρου θα της εξασφάλιζαν την υποστήριξη της μεγαλύτερης υπερδύναμης της εποχής, αφού οι ίδιοι ήταν σύμμαχοι των Βρετανών. Η σαφής προτίμηση του Βενιζέλου στην συμμαχία της Entente (ειδικότερα σε Αγγλία, Γαλλία), εξέφραζε μια πολιτική που την ακολούθησε σθεναρά μέχρι την απογοήτευση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το 1922.
Η επιλογή της αποστολής ήταν πολύ σημαντική για διπλωματικούς και στρατιωτικούς λόγους: Από τη μία σήμαινε αναγνώριση συμμαχίας, και από την άλλη ήταν μια de facto πρόσβαση στα στρατιωτικά μυστικά της Ελλάδας. Αντίστοιχα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο εκείνη, είχε επιλέξει μια γερμανική αποστολή για την αναδιοργάνωση του δικού της στρατού. Η Γαλλική Αποστολή με αρχηγό τον ταξίαρχο Joseph-Paul Eydoux κατέφθασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1911 και επιδόθηκε τόσο στην αναδιοργάνωση του στρατού, όσο και σε μια σειρά πρωτοβουλιών με σκοπό τη σύσφιξη των σχέσεων των δύο χωρών.
Λίγο πριν το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (Α' Π.Π) οι Μεγάλες Δυνάμεις, στο πλαίσιο της ισχυροποίησης της επιρροής τους, έσπευσαν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο πολιτιστικής προπαγάνδας στα Βαλκάνια, με διάφορους θεσμούς και οργανώσεις. Για παράδειγμα, οι Βρετανοί ίδρυσαν τον Αγγλο-Ελληνικό Σύνδεσμο (Anglo-Hellenic League) το Δεκέμβριο του 1913, ενώ τον ίδιο χρόνο οι Γερμανοί ίδρυσαν τον Γερμανο-Ελληνικό Σύνδεσμο, (Deutsch-Griechische Gesellshaft). Σε αυτό το πλαίσιο, ο Eydoux ίδρυσε τον Ελληνο-Γαλλικό Σύνδεσμο (Ligue Franco-Ηellénique) το 1912, ένα θεσμό προώθησης των πολιτιστικών δεσμών Ελλάδας - Γαλλίας, που μάλιστα λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Ο Eydoux φυσικά δεν δρούσε μόνος, το ζήτημα της πολιτιστικής προπαγάνδας αναλάμβαναν συνήθως διακεκριμένοι επιστήμονες και διανοούμενοι, που μέσα από έναν έντεχνο λόγο, προσπαθούσαν να ισχυροποιήσουν ιδεολογικά την επικείμενη συμμαχία. Τον κεντρικό ρόλο σε τέτοιες οργανώσεις είχε φυσικά ο πρέσβης της εκάστοτε χώρας. Στην Ελλάδα λοιπόν, πέρα από τον Eydoux, ενεργητικό ρόλο είχε αναλάβει ο Gustave Fougères, διευθυντής της École Française d’Athènes και πρόεδρος της Ligue Franco-Ηellénique μετά τον Eydoux, καθώς και ο Γάλλος πρέσβης Robert de Billy, οι οποίοι έδρασαν ιδιαίτερα την περίοδο 1916 - 1918, όταν η Γαλλία χρειαζόταν επειγόντως τη βοήθεια της Ελλάδας στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Όπως προκύπτει από τα αρχεία του de Billy, στον Fougères είχε ανατεθεί η οργάνωση της Γαλλικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, με σκοπό τη μεταστροφή της Ελληνικής κοινής γνώμης, που είχε ταχθεί κατά των Γάλλων λόγω των επεισοδίων το Δεκέμβριο του 1916. Η προπαγάνδα αυτή αφορούσε την οικονομία, το εμπόριο, τον τύπο, την εκπαίδευση αλλά και τη δημόσια υγεία. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της οργανωμένης πολιτιστικής προπαγάνδας, το ζήτημα, της ίδρυσης ενός Ινστιτούτου Παστέρ, ανιχνεύεται τόσο στα αρχεία του Eydoux, όσο και στου Fougères. Ο Eydoux πρώτος ανοίγει το θέμα, τον Οκτώβριο του 1911, με έκθεσή του προς τον τότε Υπουργό Στρατιωτικών, Βενιζέλο, ο οποίος εκτός της πρωθυπουργίας είχε αναλάβει και αυτό το Υπουργείο.
Σ' αυτή την έκθεση με τίτλο ''Rapport sur un projet de creation d’un Institut Pasteur à Athènes'' ο Eydoux παρουσιάζει τους λόγους που θεωρεί ότι επιβάλλουν μια τέτοια κίνηση, και μάλιστα επισυνάπτει και ένα προσχέδιο του καταστατικού του ιδρύματος. Ή ύπαρξη του καταστατικού είναι σημαντική, καθώς δείχνει ότι πρόκειται για οργανωμένη προσπάθεια, και όχι για απλή εκδήλωση ενδιαφέροντος. Είναι λοιπόν ο Eydoux και όχι ο Arnaud αυτός που πρότεινε πρώτος τη δημιουργία του Ε.Ι.Π, και μάλιστα από το 1911 ήδη, και όχι το 1915 όπως αναφέρει η επίσημη ιστορία. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί αν η πρωτοβουλία Arnaud μπορούσε να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο της ιδιότητάς του ως γιατρός και υπεύθυνος των υγειονομικών στην Γαλλική Αποστολή.
Η πρόταση του Eydoux χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση. Όταν ο αρχηγός μιας στρατιωτικής αποστολής προτείνει την ίδρυση ενός ιδιωτικού ινστιτούτου, μάλλον έχει διαφορετική ατζέντα από την κάλυψη απλά μιας υγειονομικής ανάγκης. Το ότι τον αμέσως επόμενο χρόνο (1912) η πρωτοβουλία πέρασε στα χέρια του Arnaud, είναι επίσης ένα στοιχείο που καταδεικνύει την ύπαρξη οργανωμένου σχεδίου, παρά μιας αυθόρμητης πρωτοβουλίας. Ο Arnaud λοιπόν, έστειλε την δική του επιστολή-πρόταση δημιουργίας του Ε.Ι.Π στον Βενιζέλο το Μάϊο του 1912, εφτά μήνες μετά την επιστολή Eydoux.
O Odilon Arnaud ήταν στρατιωτικός γιατρός και «Παστοριάν», συμμετείχε σε δύο Γαλλικές Αποστολές στην Ελλάδα, υπό τον στρατηγό Eydoux (1911 - 1914) και υπό τον στρατηγό Gramat (1918 - 1922). Ήταν πράγματι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ι.Π.Π και της Γαλλικής στρατιωτικής αποστολής ο οποίος ενίσχυσε την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Ελληνικού παραρτήματος. Ο Arnaud, επιπλέον, μαζί με τον γαλλόφιλο ιατρό Γεράσιμο Φωκά, δημιούργησαν το 1919 το Γαλλικό Νοσοκομείο της Αθήνας (Hôpital Français), που ήταν άλλη μια κίνηση προς την ενίσχυση της γαλλικής επιρροής, την προώθηση της γαλλικής επιστήμης μέσα από ένα σχήμα προάσπισης της δημόσιας υγείας.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες επιβεβαιώνονται ως κινήσεις προπαγάνδας από τα αρχεία του Γάλλου πρέσβη de Billy. Εκεί βρίσκονται οι σχετικές σημειώσεις του Fougères, που αναφέρουν ανάμεσα στα άλλα, την αντικατάσταση των γερμανόφιλων καθηγητών και ιατρών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από γαλλόφιλους (ο Φωκάς ήρθε από τη Γαλλία για αυτόν τον σκοπό), τη δημιουργία ενός παραρτήματος της Société de Biologie, και την ανεύρεση πόρων για την ίδρυση Γαλλικής Βιβλιοθήκης και Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Δυστυχώς το σχετικό έγγραφο δε φέρει κάποια χρονολογική ένδειξη, οπότε δεν μπορούμε να το τοποθετήσουμε ακριβώς σε σχέση με τις αντίστοιχες κινήσεις του Arnaud.
Είναι πάντως σχεδόν βέβαιο ότι έχει γραφτεί πριν το 1918, καθώς τότε γίνεται η σχετική πρόσκληση του Βενιζέλου προς τον Φωκά να έρθει στην Ελλάδα. Έτσι, βλέπουμε ότι το Ινστιτούτο Παστέρ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως ένα πολιτικό όργανο, με την προβολή της φημισμένης Γαλλικής επιστήμης. Οι Γάλλοι στην εξωτερική πολιτική που αφορούσε στην Ελλάδα, εφάρμοσαν την ίδια σχεδόν πολιτική με αυτήν των αποικιών. Προσπάθησαν δηλαδή, με τη δημιουργία μιας σειράς πολιτιστικών και επιστημονικών ιδρυμάτων, να προβάλλουν την ανωτερότητα του Γαλλικού πολιτισμού, να δημιουργήσουν μια ελίτ Γαλλόφιλων Ελλήνων διανοούμενων και επιστημόνων, και να κερδίσουν την εύνοια της Ελληνικής κοινωνίας.
Ήταν μια τακτική γνωστή και δοκιμασμένη στις αποικιακές κατακτήσεις της Γαλλίας, αλλά και αλλού (πχ. Ρουμανία, Ρωσία). Στην Ελλάδα μάλιστα, είχε και μια ιδιαίτερη χροιά, χάρις στο φημισμένο παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας, με το οποίο οι Γάλλοι διανοούμενοι αισθάνονταν τόσο κοντά.
Ο ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΣΕΡ ΜΠΑΖΙΛ ΖΑΧΑΡΩΦ (WHATEVER HAPPENS WE GOT THE MAXIM GUN AND THEY HAVE NOT)
Ως ιδρυτής και μεγάλος ευεργέτης του Ε.Ι.Π ο Μπαζίλ Ζαχάρωφ έχει το όνομά του στον τίτλο του ιδρύματος και τιμητική πλάκα στην είσοδο του κεντρικού κτηρίου. Ο Ζαχάρωφ ήταν περιβόητος σε διεθνές επίπεδο. Ήταν ο ''έμπορος του θανάτου'', ''αδίστακτος πωλητής όπλων'', ''μυστηριώδης άνθρωπος της Ευρώπης'', ''άπατρις'', ''μαστροπός του καλού κόσμου'', ''διαφθορέας των συνειδήσεων'', ''πατήρ της δωροδοκίας'', αλλά και ο ''φιλάνθρωπος'', ο ''ευεργέτης'', ο «Sir Basil Zaharoff» που παρασημοφορήθηκε πολλάκις για τις υπηρεσίες του από Άγγλους, Γάλλους και Έλληνες. Αποθανατίστηκε σε μυθιστορήματα, ταινίες, θεατρικά, έκανε την εμφάνισή του στο Tin Tin του Hergé, αλλά και στα Cantos του Πάουντ.
Ο Ζαχάρωφ ήταν η προσωποποίηση του «κακού» για αριστερούς και δεξιούς ιδεαλιστές, και η δράση του συνέπαιρνε τη λαϊκή φαντασία. Η Ευρώπη του Μεσοπολέμου έπρεπε να βρει τους αποδιοπομπαίους τράγους για τη συλλογική παράνοια του Α' Π.Π. Ένας από αυτούς ήταν ο Ζαχάρωφ, που αντιπροσώπευε τις αδίστακτες βιομηχανίες όπλων, οι οποίες, μέσα από μια απλοϊκή ανάλυση, κατηγορήθηκαν ως υποκινητές της μαζικής σφαγής στο βωμό του κέρδους. Γεννήθηκε στη Μούγλα της Μ. Ασίας ως Βασίλειος Ζαχαρίας στα 1849. Η οικογένειά του, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, υιοθέτησε το όνομα Ζαχάρωφ όταν βρέθηκε στη Ρωσία λόγω των Τουρκικών διώξεων.
Το 1877 γίνεται αντιπρόσωπος της εταιρείας κατασκευής όπλων του Σουηδού Nordenfelt για τα Βαλκάνια και ξεκινά μια λαμπρή καριέρα στο χώρο. Κατάφερε να πουλήσει τα αμφιβόλου λειτουργικότητας υποβρύχια του Nordenfelt σε Ελλάδα, Τουρκία και Ρωσία, πείθοντας κάθε μία, ότι η ύπαρξη του υποβρυχίου στο οπλοστάσιο της άλλης αποτελούσε ικανό παράγοντα ανατροπής της ναυτικής ισορροπίας. Ο Ζαχάρωφ είχε εμπορικό δαιμόνιο και σίγουρα δεν είχε ηθικές αναστολές ή εθνικιστικές προκαταλήψεις: μπορούσε να πουλάει όπλα σε Έλληνες και Τούρκους ταυτόχρονα, να κατασκευάζει απειλές ή ευκαιρίες, να χρησιμοποιεί τον Τύπο και τους πολιτικούς, τελικά να κερδίζει αυτό που ήθελε.
Φυσικά δεν ήταν ο μόνος, ειδικά στο εμπόριο των όπλων, προσωπικότητες σαν του Ζαχάρωφ ήταν μάλλον ο κανόνας, παρά η εξαίρεση. Όμως έμελλε το φτωχόπαιδο από τη Μ. Ασία να γίνει το αρχετυπικό παράδειγμα αυτών των ανήθικων τυχοδιωκτών στη συλλογική μνήμη της Ευρώπης του Μεσοπολέμου. Η πορεία λοιπόν του Ζαχάρωφ είναι πράγματι εντυπωσιακή: στα 1888 καταφέρνει να πείσει τον Nordenfelt να συνεργαστεί με τον αντίπαλό του Hiram Maxim, εφευρέτη του πρώτου αυτόματου μυδραλιοβόλου Maxim Gun, το οποίο έγινε θρύλος για την αποτελεσματικότητά του και την υπεροχή πυρός που χάριζε στον κάτοχό του.
Από εκεί προέρχεται και η φράση «Ό,τι κι αν συμβεί, του Μαξίμου το όπλο το έχουμε εμείς και όχι αυτοί» των Βρετανών στρατιωτών που ''εκπολίτιζαν'' τους ιθαγενείς της νότιας Αφρικής. Βέβαια με τον Ζαχάρωφ αντιπρόσωπο της εταιρείας, αυτή η σιγουριά ήταν μάλλον απατηλή: σε μια ειρωνική αποτύπωση της ιστορίας, ο επισκέπτης του Πολεμικού Μουσείου στην Αθήνα θαυμάζει ανάμεσα στα λάφυρα της Ελληνικής συμμετοχής στην Ουκρανική Εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων του Λένιν (1919), ένα από τα περίφημα μυδραλιοβόλα που είχε πουλήσει ο Ζαχάρωφ στον Τσάρο για να πολεμήσει τους Ιάπωνες το 1905. Τελικά ''του Μαξίμου το όπλο'' το είχαν όλοι.
Ο Ζαχάρωφ συνεχίζει την ανέλιξη του, μέτοχος πια στην Maxim Nordenfelt Guns and Ammunition Co Ltd, περιοδεύει την υφήλιο εις άγραν αγοραστών, καταφέρνει να πάρει μεγάλη μερίδα της αγοράς, κάτι που οδήγησε στο να απορροφηθεί η εταιρεία από τη μητρική της Vickers Ltd (1897), και ο Ζαχάρωφ να βρεθεί στο διοικητικό συμβούλιο στη θέση του Μαξίμ. Αργότερα, η Vickers συγχωνεύεται με την Armstrong, δημιουργώντας ένα βιομηχανικό κολοσσό με τον Ζαχάρωφ πρόεδρο. Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις επιδόθηκαν σε μια κούρσα ανταγωνιστικού εξοπλισμού, και ο Ζαχάρωφ ήταν εκεί για να ικανοποιήσει τη ζήτηση, ακόμα και να τη δημιουργήσει ορισμένες φορές.
Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο όπου κρυφό παράρτημα της Vickers στη Γερμανία, συμβουλεύει συνεργάτη της εταιρείας στο Παρίσι, να διοχετεύσει στον Τύπο ότι οι Γερμανοί έχουν προβεί σε μεγάλες παραγγελίες, και οι Γάλλοι έπρεπε να ανταποκριθούν ανάλογα. Τα δημοσιεύματα αυτά, διαβάστηκαν στη Γερμανική βουλή και αμέσως πέρασε ψήφισμα για περαιτέρω στρατιωτικές δαπάνες, και συνεπώς περισσότερες παραγγελίες για τη Vickers. Ο Ζαχάρωφ κατάλαβε ότι για να ελέγχει περισσότερο την αγορά, έπρεπε να δημιουργήσει ένα δίκτυο που θα υποστήριζε τις δραστηριότητές του.
Αγόρασε, λοιπόν, τράπεζες για να μπορεί να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις του και να επιτυγχάνει καλύτερες οικονομικές συμφωνίες, και εφημερίδες, ώστε να επηρεάζει τη κοινή γνώμη. Έπειτα έχτισε τη δημόσια εικόνα του με ανδραγαθίες, χρηματοδότησε έδρα αεροναυπηγικής στη Σορβόννη και στην Αγ. Πετρούπολη, ίδρυμα για τους βετεράνους και πολεμικό νοσοκομείο στη Γαλλία, έδρα Γαλλικής φιλολογίας στην Οξφόρδη και αντίστοιχα Αγγλικής στη Σορβόννη, και πολλά άλλα. Μέσα σε αυτές τις ευεργεσίες ξεχωρίζει η δωρεά για την ίδρυση του Ε.Ι.Π.
Η Δωρεά Ζαχάρωφ
Η πρώτη αναφορά που βρήκαμε, μετά από έρευνα στον Τύπο της εποχής, στην πρόθεση του Ζαχάρωφ να προβεί σε δωρεά για τη δημιουργία ενός Ελληνικού Ινστιτούτο Παστέρ, αφορά δημοσίευμα από την Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα ''Εμπρός'', στις 3 Μαρτίου του 1914. Μάλιστα ο Ζαχάρωφ κάνει την πρόταση στο πλαίσιο ακρόασης του από το βασιλικό ζεύγος, και προσφέρει στη Βασίλισσα το ποσό των 400.000 δρχ. για την ανέγερση του κτηρίου που θα στεγάσει το ινστιτούτο. Το ντοκουμέντο αυτό είναι άλλη μια απόδειξη της οργανωμένης προσπάθειας για τη δημιουργία του Ε.Ι.Π, καθώς φαίνεται ότι οι Γάλλοι έχουν πείσει ήδη από το 1914 τον Ζαχάρωφ να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα που ξεκίνησε με τις επιστολές Eydoux και Arnaud (1911 - 1912).
Το 1914 όμως ξεσπά ο Α' Π.Π και η όλη προσπάθεια αναβάλλεται, μέχρι το 1918, οπότε επέστρεψε ο Arnaud στην Ελλάδα με τη Γαλλική Αποστολή, και ανέλαβε πάλι τη μεθόδευση του εγχειρήματος. Ο Ζαχάρωφ ενημέρωσε τηλεγραφικά ότι θέτει το ποσό των 500.000 φράγκων στη διάθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη δημιουργία του ινστιτούτου και ο Τύπος της εποχής χαιρετίζει την ευεργεσία. Μάλιστα, από δημοσίευμα της εφημερίδας Εμπρός, συνδέεται για πρώτη φορά δημόσια το όνομα του Arnaud με την όλη προσπάθεια, καθώς αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η ιδέα της ίδρυσης είναι δικιά του. Έτσι ξεκινά και η κατασκευή της «επίσημης» ιστορίας του Ε.Ι.Π, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Arnaud.
Ο Ζαχάρωφ είναι ένα πρόσωπο κλειδί στη συμμαχική προπαγάνδα στην Ελλάδα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α' Π.Π. Τα συμφέροντά του είναι παράλληλα με αυτά της Γαλλίας και της Βρετανίας στην περιοχή, και έτσι οι συμμαχικές κυβερνήσεις συνεργάζονται μαζί του, καθώς τους προσφέρει μια έμμεση κάλυψη των μεθοδεύσεών τους. Το 1915, οι τότε πρωθυπουργοί Βρετανίας και Γαλλίας, Lloyd George και Α. Briand, αναθέτουν στον Ζαχάρωφ την οργάνωση της φιλοσυμμαχικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, δίνοντας και την απαραίτητη χρηματοδότηση.
Ο Ζαχάρωφ πράγματι, τον Φεβρουάριο του 1916 ιδρύει στην Αθήνα το δημοσιογραφικό ''Πρακτορείο Ραδιό'' (Radio-Agence telegraphique, telegrammes et informations du monde entire), και παράλληλα εξαγοράζει τη συνεργασία μεγάλων Ελληνικών εφημερίδων (Ελεύθερος Τύπος, Εμπρός, Πατρίς, Κήρυξ). Η δωρεά για το Ε.Ι.Π όμως δείχνει ότι η εμπλοκή του Ζαχάρωφ στη συμμαχική προπαγάνδα είχε ξεκινήσει από πιο πριν. Ο Ζαχάρωφ, άλλωστε, ήταν από τους κύριους υποστηρικτές και χρηματοδότες του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων. Οι σχέσεις Βενιζέλου - Ζαχάρωφ ξεκινούν από την εποχή που ο Βενιζέλος ήταν -εκτός από Πρωθυπουργός- Υπουργός Στρατιωτικών, και συνεπώς είχε άμεση σχέση με τις παραγγελίες όπλων.
Από την άλλη μεριά, ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να συνδέσει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με τα συμμαχικά συμφέροντα, και έγινε ο κύριος εκφραστής αυτής της τάσης. Έτσι, η σύνδεση Βενιζέλου - Ζαχάρωφ - Συμμάχων ήταν μια εύλογη συμμαχία, λόγω των κοινών στόχων. Η σύνδεση αυτή αποκρυσταλλώνεται ξεκάθαρα και στην περίπτωση του Ε.Ι.Π. Ο Ζαχάρωφ είναι ο ιδρυτής ενός Γαλλικού ιδρύματος, που υποστηρίζεται από τη Βενιζελική εσωτερική πολιτική της αναδιοργάνωσης της δημόσιας υγείας.
Η ΠΑΣΤΕΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ - ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ)
Η περίοδος κατά την οποία ιδρύθηκε το Ε.Ι.Π, αρχές του 20ου αιώνα, ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη συγκρότηση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. καθώς στην ουσία αυτή την περίοδο διαμορφώθηκε όπως το ξέρουμε σήμερα. Η συγκρότηση αυτή, βέβαια, μόνο ομαλή δεν ήταν. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και οι πολιτικοί χειρισμοί που πραγματοποιήθηκαν συνετέλεσαν στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων/βασικών χαρακτηριστικών αυτής της χώρας. Η ίδρυση του Ε.Ι.Π αποτελεί σαφώς μέρος των πολιτικών αποφάσεων της εποχής, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια.
Αυτές όμως οι αποφάσεις βασίστηκαν σε ουσιαστικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η δημόσια υγεία, αλλά και στην αναγκαιότητα παρακολούθησης των νέων επιστημονικών κλάδων της βιοιατρικής και των εφαρμογών τους. Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε ποια ακριβώς προβλήματα / ζητήματα κλήθηκε να αντιμετωπίσει/να επιλύσει η ίδρυση ενός ινστιτούτου σαν το Ε.Ι.Π. Η Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι θεσμοί για τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα υστερούσαν δραματικά. Τα ζητήματα δημόσιας υγείας διαχειρίζονταν το Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ συμβουλευτικό ρόλο ασκούσε ένα συμβούλιο ιατρών, το Ιατροσυνέδριο. Όπως και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, δεν υπήρχε ξεχωριστό Υπουργείο Υγείας.
Η πρώτη κίνηση, λοιπόν, προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε από την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης το 1917, την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Τότε συγκροτήθηκε η Ανώτατη Διεύθυνση Περιθάλψεως, η οποία με την επικράτηση του κινήματος της Εθνικής Αμύνης, μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετατράπηκε σε Υπουργείο Περιθάλψεως, τον Ιούνιο του 1917. Από εκεί και ύστερα, το υπουργείο αυτό άλλαξε δεκάδες ονόματα όπως, Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, ή Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, κ.λ.π.), υποβαθμίστηκε σε Υφυπουργείο (1926 - 1929), και για μια περίοδο, μάλιστα, καταργείται (1926).
Τα ιδρύματα δημόσιας υγείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν περισσότερο φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Νοσοκομεία, σανατόρια, λεπροκομεία, κ.λπ. εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία του κράτους την ίδια περίπου εποχή, που ο Βενιζέλος επιχείρησε την αναδιοργάνωση της δημόσιας υγείας. Στην ουσία, μέχρι τότε, η κρατική μέριμνα για τα υγειονομικά προβλήματα αφορούσε κυρίως στην αντιμετώπισή τους και όχι στην πρόληψή τους. Οι πρώτες εφαρμογές προληπτικών μέτρων, όπως οι εμβολιασμοί, έγιναν στο στρατό, με χαρακτηριστική περίπτωση τον μαζικό αντιχολερικό εμβολιασμό του στρατεύματος στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο και είχαν σαν αποτέλεσμα την ένταξη της πρόληψης στην κρατική υγειονομική πολιτική.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, καθώς και αυτοί που ακολούθησαν -Α' Π.Π, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία- πρόσθεσαν ένα ακόμα σημαντικό υγειονομικό πρόβλημα, αυτό των προσφύγων. Το ελληνικό κράτος βρέθηκε τότε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς οι κακές συνθήκες διαβίωσης αυτών των ανθρώπων στις πρόχειρες κατοικίες που τους διέθεσαν, οδήγησαν στην έξαρση επιδημιών μεταξύ των οποίων και της φυματίωσης. Αυτοί ήταν οι κύριοι λόγοι που ανάγκασαν την πολιτεία να αναπτύξει ένα κράτος πρόνοιας. Ο Απόστολος Δοξιάδης, υφυπουργός υγείας στην κυβέρνηση Βενιζέλου, σε ομιλία στην Κοινωνία των Εθνών το 19283 σημειώνει:
«Αι Ελληνικαί υγειονομικαί αρχαί είχον ως κύριον έργον το να προφυλάξουν τον στρατόν και τους αστικούς πληθυσμούς από τη μάστιγα των μεγάλων επιδημιών». Η ανάπτυξη όμως αυτού του κράτους πρόνοιας την περίοδο εκείνη σχετίζεται και με τις εξελίξεις στο κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο, καθώς ο κίνδυνος της λαϊκής εξέγερσης, με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ως σημείο αναφοράς, ήταν σίγουρα ένας παράγοντας που επηρέασε αυτήν την πολιτική. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του υγειονομικού προβλήματος στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα, αρκεί να παραθέσουμε μερικά στατιστικά στοιχεία.
Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι ο μέσος όρος ζωής των Ελλήνων ήταν μικρότερος κατά δέκα έτη από των υπόλοιπων Ευρωπαίων, η βρεφική θνησιμότητα άγγιζε το 50% σε κάποιες χρονικές περιόδους, η φυματίωση έπληττε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ενώ ένας στους τέσσερις νοσηλευόμενους έπασχε από ελονοσία. Μάλιστα η Ελλάδα ήταν πρώτη στην Ευρώπη όσον αφορά στη σχετική ασθένεια, και είναι χαρακτηριστικό ότι το 1923 εισάγει το 25% της παγκόσμιας παραγωγής κινίνης. Επιπλέον η ελονοσία είναι η αιτία για το 70% της θνησιμότητας στους προσφυγικούς καταυλισμούς.
Με την εγκατάσταση των χιλιάδων προσφύγων από τους διάφορους πολέμους, εμφανίζονται οι λεγόμενες ''φυματιουπόλεις'', οι παραγκουπόλεις δηλαδή των προσφύγων στα προάστια των αστικών κέντρων, με τις ελάχιστες υγειονομικές υποδομές. Επιδημίες, όπως αυτή του Δάγκειου πυρετού (1927 - 1928), με κρούσματα που ανέρχονταν στα 1.320.000 εκ των οποίων τα 3.000 θανατηφόρα, επηρεάζουν τεράστια τμήματα του πληθυσμού, και κατά συνέπεια την οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αυτονόητο ότι η Μικροβιολογία και οι εφαρμογές τις έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πέρα από την παραγωγή εμβολίων και ορρών, οι μικροβιολόγοι ήταν πλέον απαραίτητο κομμάτι της ιατρικής και της υγιεινής, καθώς με τις αναλύσεις και τα πειράματα που διεξήγαγαν μπορούσαν να προσδιορίσουν τις μικροβιολογικές αιτίες των επιδημιών και να προτείνουν τρόπους αντιμετώπισης, όπως είδαμε να γίνεται στην περίπτωση της επιδημίας της ευλογιάς στο Μακεδονικό Μέτωπο. Σε αυτό το κοινωνικό κλίμα, το Ε.Ι.Π κλήθηκε να καλύψει ανάγκες για την προάσπιση της δημόσιας υγείας σε διάφορες περιπτώσεις, όπως στην αυτή της επιδημίας Δάγκειου πυρετού, στη μελέτη του βλατιδώδους πυρετού (εξανθηματικός πυρετός Μασσαλίας), ή στην παραγωγή του αντιφυματικού εμβολίου BCG.
Βέβαια το Ε.Ι.Π δεν ήταν το μόνο μικροβιολογικό κέντρο στην Ελλάδα. Είχε επομένως να αντιμετωπίσει ένα ήδη εδραιωμένο καθεστώς, όπως θα δούμε. Η Μικροβιολογία καταχωρήθηκε θεσμικά στην Ελλάδα ήδη από τον 19ο αιώνα, μέσα από τη δημιουργία του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1889, αλλά και από τα μικροβιολογικά εργαστήρια νοσοκομείων όπως για παράδειγμα του Ευαγγελισμού. Πολλά ήταν και τα ιδιωτικά μικροβιολογικά εργαστήρια που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα.
Όσον αφορά στην εισαγωγή της μικροβιολογίας στην υγειονομική πολιτική του κράτους, κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ο μικροβιολόγος Κ. Σάββας ως πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου και διευθυντής του Εργαστηρίου Υγιεινής και Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1900. Ο Σάββας ήταν αυτός που είχε προτείνει και τον αντιχολερικό εμβολιασμό του στρατεύματος στους Βαλκανικούς Πολέμους και με βιβλία και άρθρα του βοήθησε στην εισαγωγή της Υγιεινής και της Μικροβιολογίας στην Ελλάδα. Ο Σάββας, όμως, καθώς και οι περισσότεροι καθηγητές ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν Γερμανοτραφείς και εν γένει Γερμανόφιλοι.
Οι Γάλλοι και ο Βενιζέλος, όπως είδαμε, προσπάθησαν να αλλάξουν αυτήν την κατάσταση, με εκκαθαρίσεις και τοποθετήσεις Γαλλόφιλων ιατρών. Παρά τις πολλές αντιδράσεις που υπήρξαν σε αυτές τις τακτικές, τελικά η Ιατρική Σχολή δεν έπαψε να ''Γερμανοκρατείται''. Αν λάβουμε υπόψη μας και αυτό το δεδομένο, η ίδρυση ενός Ι.Π στην Ελλάδα εξηγείται και ως μια κίνηση αντιμετώπισης του Γερμανόφιλου ιατρικού κατεστημένου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μια ένδειξη προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι αντιδράσεις που προήλθαν από πανεπιστημιακούς κύκλους στην ανακοίνωση της δημιουργίας του Ε.Ι.Π το 1919, οι οποίες δείχνουν μια προσπάθεια υπαγωγής του ινστιτούτου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πέρα όμως από την προάσπιση της δημόσιας υγείας, το Ε.Ι.Π δημιουργείται με την προοπτική ότι θα ενισχύσει και άλλους τομείς όπου έχει εφαρμογή η μικροβιολογία. Η ιδέα αυτή στηρίχτηκε μάλλον στο φημισμένο παρελθόν του Λουί Παστέρ, και ειδικότερα στις επιτυχίες του που είχαν σχέση με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία (αποστείρωση κρασιού, καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων, εμβολιασμός προβάτων, κλπ). Η πεποίθηση αυτή είναι αρκετά ισχυρή, όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα του Τύπου, αλλά και από το πρώτο καταστατικό του Ε.Ι.Π, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ως ένας από τους σκοπούς του ιδρύματος:
«Η προαγωγή της γεωργίας και βιομηχανίας δια της ερεύνης των δια τα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα ζυμώσεων και εν γένει πάσα επιστημονική έρευνα βάσιν έχουσα τας υπό του Pasteur και των διαδόχων του τεθείσας αρχάς» Σε αυτή όμως τη ρητορική διαφαίνεται και ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο: πως η επιστήμη της μικροβιολογίας -και το Ινστιτούτο Παστέρ ειδικότερα- έφτασε να αντιμετωπίζεται ως πανάκεια για την αντιμετώπιση ζητημάτων δημόσιας υγείας, ακόμα και οικονομικής προόδου, σε μια χώρα που αναζητούσε απεγνωσμένα λύσεις σε σχετικά δομικά και λειτουργικά προβλήματα.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος άλλωστε, «παραπέμποντας στο εμβληματικό παράδειγμα του Παστέρ, παρότρυνε τους νέους να γίνουν τεχνίτες και επιστήμονες βοηθώντας με αυτό τον τρόπο τη χώρα και την ανθρωπότητα». Η πίστη στην πρόοδο μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας ήταν σίγουρα διάχυτη στους περισσότερους πολιτικούς και διανοούμενους της εποχής. Ακόμα και οι ριζοσπαστικοί σοσιαλιστές αναζητούσαν σε αυτή την προσέγγιση πολλές απαντήσεις στα προβλήματα της κοινωνίας.
Χάρις στη Μικροβιολογία και στα επιτεύγματα του Παστέρ, οι πρακτικές ανάγκες των βιομήχανων, των αγροτών και των ιατρών, αλλά και τα ιδεολογικά ερείσματα των πολιτικών, «μεταφράστηκαν» στη γλώσσα της επιστήμης και έγιναν «ανάγκες» και των επιστημόνων. Το Ε.Ι.Π, λοιπόν, σίγουρα ανταποκρινόταν σε σοβαρές υγειονομικές και άλλες ελλείψεις της Ελλάδας, και για αυτό αποτέλεσε και ισχυρό ιδεολογικό επιχείρημα στον πολιτικό λόγο του Βενιζέλου και των οπαδών του.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ (ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ)
Αφού εξετάσαμε τους παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία του Ε.Ι.Π το 1919, ας δούμε τώρα τα στοιχεία που το συγκροτούν, σε αυτά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, δηλαδή τους θεσμούς, το προσωπικό, την υποδομή του, τις σχέσεις του και εν γένει τη λειτουργία του. Το Ε.Ι.Π, όπως είδαμε δημιουργήθηκε το 1919, με ιδρυτικό κείμενο το πρώτο καταστατικό του, που εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα του Αλέξανδρου Α', στις 26 Απριλίου, και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 3 Μαϊου 1919.
Το καταστατικό αυτό περιείχε 23 άρθρα, τα οποία καθόριζαν τη νομική υπόσταση καθώς και το θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο του ιδρύματος και ο πλήρης τίτλος του ήταν: «Ελληνικό Ινστιτούτο Pasteur, ιδρυθέν υπό Β. Ζαχάρωφ». Σε αυτό το πρώτο καταστατικό, είναι ενδιαφέρον να δούμε το άρθρο 2, που αφορά στους σκοπούς του ιδρύματος, οι οποίοι ήταν:
1) Η παρασκευή ορρών και εμβολίων εν γένει και ιδία η κατά την μέθοδο του Pasteur θεραπεία της λύσσης.
2) Η μελέτη και έρευνα πασών των λοιμωδών και μεταδοτικών νόσων, και η καταπολέμησις αυτών.
3) Η προαγωγή της γεωργίας και βιομηχανίας δια της ερεύνης των δια τα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα ζυμώσεων και εν γένει πάσα επιστημονική έρευνα βάσιν έχουσα τας υπό του Pasteur και των διαδόχων του τεθείσας αρχάς.
Η θεραπεία της λύσσας, λοιπόν, βρίσκεται στους πρωταρχικούς σκοπούς του ινστιτούτου, αν και όπως είδαμε, στην Αθήνα εκείνη την εποχή λειτουργούν ήδη δύο ακόμα λυσσιατρεία, το Δημοτικό Λυσσιατρείο από το 1914 και το Λυσσιατρείο Παμπούκη από το 1894. Αλλά και ο τρίτος σκοπός παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς διαφαίνεται ότι η υβριδική εικόνα που προβάλλει το Ι.Π, ως ίδρυμα βασικής έρευνας με πολλές και ποικίλες εφαρμογές επιβάλλεται και στη λειτουργία του Ε.Ι.Π. Στο άρθρο 3, περιγράφονται οι τρόποι δράσεις του ινστιτούτου, και εκεί ξεχωρίζουμε την πρόβλεψη για επιστημονικές αποστολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά και την απονομή βραβείων ''προς ενθάρρυνση'' εργασιών που υπηρετούν τους σκοπούς του Ε.Ι.Π.
Στο άρθρο 4 σημειώνεται ότι, εκτός από την Αθήνα, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν παραρτήματα ανά την Ελλάδα, εάν κριθεί αναγκαίο. Όσον αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) του Ε.Ι.Π, προβλέπεται 9μελής σύνθεση, χωρίς περαιτέρω ανάλυση αυτής. Το ΔΣ διορίζει τον διευθυντή, ύστερα από υπόδειξη ή την έγκριση του διευθυντή του Ι.Π.Π. Υπάρχει μάλιστα η ρήτρα ότι ο διευθυντής μπορεί να είναι και Γάλλος. Εδώ έχουμε τον ισχυρότερο ίσως δεσμό με το μητρικό ινστιτούτο, αφού στην ουσία αυτό καθορίζει τον διευθυντή του Ε.Ι.Π. Στο ζήτημα των οικονομικών πόρων, το καταστατικό προβλέπει διαχείριση των δωρεών, των κρατικών επιχορηγήσεων και των εσόδων από την παραγωγή ορρών και εμβολίων.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 21, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε δημοσίευση «επ’ ονόματι» του Ε.Ι.Π, χωρίς την έγκριση του διευθυντή του Ε.Ι.Π. Το καταστατικό αυτό συντάχθηκε κυρίως από τον Ιωάννη Αθανασάκη, υφυπουργό Στρατιωτικών επί των υγειονομικών θεμάτων και πρόεδρο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Ήταν όμως αποτέλεσμα μιας έντονης διαπραγμάτευσης μεταξύ του Αθανασάκη, ως εκπροσώπου της Ελληνικής κυβέρνησης, και των Γάλλων εμπλεκομένων, δηλαδή του διευθυντή του Ι.Π.Π, Emile Roux, του απεσταλμένου για τον σκοπό αυτόν στην Ελλάδα, Edmond Sergent, αλλά και του Arnaud και του de Billy.
Οι οποίοι στόχευαν σε ένα όσο το δυνατόν πιο ''Γαλλικά'' ελεγχόμενο ίδρυμα όπως φαίνεται από έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε πρωτογενείς πηγές. Ο Αθανασάκης προσπάθησε να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του Ε.Ι.Π από τη Γαλλική επιρροή, αλλά από την άλλη, έπρεπε να χειριστεί το θέμα αρκετά διπλωματικά, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έρθει σε ρήξη με το Ι.Π.Π και ο Ζαχάρωφ αποσύρει τη δωρεά. Το 1920, όμως όταν ουσιαστικά αρχίζει να λειτουργεί το Ε.Ι.Π με την αποστολή Calmette, Abt και Blanc στην Αθήνα, το ήδη υπάρχον καταστατικό τροποποιείται, και με νόμο καθορίζεται πλέον ετήσια επιχορήγηση 250.000 δρχ. από το Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ εκχωρείται πίστωση 500.000 δρχ. για την συμπλήρωση των εγκαταστάσεων.
Παράλληλα ανατίθεται στον Υπουργό Εξωτερικών να συνάψει σύμβαση με το Ι.Π.Π, «περί μετακλήσεως ειδικού επιστήμονα δια την διεύθυνσιν του εν Αθήναις Ελληνικού Ινστιτούτου Pasteur». Οι προσθήκες αυτές εξυπηρετούσαν τις άμεσες ανάγκες της λειτουργίας του Ε.Ι.Π, καθώς η δωρεά Ζαχάρωφ δεν επαρκούσε για να καλυφθούν τα ετήσια έξοδα του Ε.Ι.Π, αλλά ούτε και για τη δημιουργία απαραίτητων εγκαταστάσεων, δηλαδή την κατασκευή κτηρίου εργαστηρίων. Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Calmette συστήνει το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο, με πρόεδρο τον Ιωάννη Αθανασάκη.
Ο οποίος Αθανασάκης όπως είδαμε, πρωτοστάτησε στις διμερείς διαπραγματεύσεις, αντιπρόεδρο το δικηγόρο Ιωάννη Κουντουριώτη, αδελφό του Παύλου και παιδικό φίλο του Βενιζέλου, γραμματέα τον Αλέξανδρο Μυλωνά, δικηγόρο, πολιτικό και γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας, ταμία τον τραπεζικό Ιωάννη Ηλιάσκο, και μέλη, τον Γεώργιο Αβέρωφ, βουλευτή και συνεργάτη του Βενιζέλου, τον Δημήτριο Αιγινήτη, διάσημο φυσικό και διευθυντή του Αστεροσκοπείου, τον ιατρό Βλαδίμηρο Μπένση, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και από τη μεριά των Γάλλων, τον Charles Picard, διευθυντή της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, τον Arnaud και τον Abt ως διευθυντή του Ε.Ι.Π.
Η σύσταση αυτή άλλαξε πολύ γρήγορα, καθώς μετά από ένα έτος ο Abt παραιτήθηκε και ο Blanc τον αντικατέστησε, και το 1922 ο Arnaud αποχώρησε και, τη θέση του πήρε ο δρ. Eybert, επίσης μέλος της Γαλλικής Αποστολής. Από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην αλληλογραφία του Calmette, με τον Charles Nicolle φαίνεται ότι η αποχώρηση του Abt από τη θέση του γενικού διευθυντή, μόλις ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ήταν μάλλον αναμενόμενη για τους Γάλλους, και συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Calmette. Ο δυναμικός George Blanc, μαθητής του Νομπελίστα Nicolle, ανέλαβε τη διεύθυνση το 1921, και έμεινε σε αυτή τη θέση για δέκα χρόνια.
Σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της λειτουργίας του ιδρύματος με παροχή ουσιαστικού έργου αφήνοντας μια βαριά κληρονομιά για τους επόμενους διευθυντές. Αγαπητός σχεδόν σε όλους, φαίνεται να είναι ο μόνος διευθυντής στη μακρόχρονη πορεία του Ε.Ι.Π για τον οποίο δεν έχουν βρεθεί αρνητικά σχόλια ή συγκρούσεις. Κατάφερε να ισορροπήσει τις διάφορες εντάσεις που δημιουργούνταν από την υβριδική φύση του ινστιτούτου, αλλά και από τα διάφορα συγκρουόμενα συμφέροντα, ολοκλήρωσε την κατασκευή του νέου κτηρίου των εργαστηρίων διαθέτοντας μάλιστα μέρος του μισθού του, ενώ παράλληλα διεξήγαγε και σημαντική ερευνητική δραστηριότητα.
Ο διευθυντής του Ε.Ι.Π, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1980 περίπου, κατοικούσε με την οικογένειά του μέσα στο Ε.Ι.Π, και συγκεκριμένα στο αρχοντικό του Ρικάκη, ένα τριώροφο εξοχικό κτίσμα που αγοράσθηκε μαζί με το υπόλοιπο οικόπεδο το 1919. Ήταν μια πρακτική αρκετά διαδεδομένη για τους διευθυντές ερευνητικών ιδρυμάτων εκείνη της εποχή, που διατηρήθηκε στην περίπτωση του Ε.Ι.Π για αρκετό καιρό. Επειδή ο μεγάλος κήπος του Ε.Ι.Π απαιτούσε τη φροντίδα ενός μονίμου κηπουρού, έμενε και αυτός με την οικογένειά του στο Ε.Ι.Π. Γενικά, το Ε.Ι.Π για αρκετό διάστημα είχε μια ατμόσφαιρα «μεγάλης οικογένειας».
Άλλωστε, τα πρώτα αυτά χρόνια, το προσωπικό δεν ξεπερνούσε τα 20 άτομα, και οι σχέσεις ήταν σίγουρα πιο στενές. Διάφοροι Έλληνες ιατροί εργάστηκαν μόνιμα ή κατά διαστήματα στο Ε.Ι.Π αυτά τα πρώτα χρόνια, όπως ο Ι. Καμινόπετρος, ο Γ. Ιωαννίδης, ο Γ. Πάγκαλος, ο Μπ. Φωτάκης, ο Κ. Μελανίδης, η Α. Παπαϊωάννου, ο Μ. Πετζετάκης. Την επιστημονική ομάδα συμπλήρωνε η χημικός Ζωή Μελά-Ιωαννίδη. Παρασκευαστές ήταν οι Α. Γεωργαλάς, Π. Αγγελάτος, Γ. Γιουρούκος, Σ. Δανιηλίδης. Γραμματέας ήταν η Φ. Πασχάλη, και ταμίας η Μ. Πατρικίου. Τέλος, υπήρχε μια ομάδα τεχνικών, όπως οι συντηρητές ζώων Μαργαρίτης, Δ. Βλάχος, και Γ. Τατάνης, ένας υδραυλικός, ο Φιλιππακόπουλος, ένας σοφέρ, ο Ριζά Μεχμέτ, και ο κηπουρός Π. Καρόζης.
Όλοι αυτοί είχαν, λίγο ως πολύ, εντρυφήσει στην Παστεριανή κουλτούρα, ο καθένας στο δικό του χώρο, και μοιράζονταν ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας. Πέρα από το ανθρώπινο δυναμικό, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κτήρια και ο περιβάλλον χώρος του Ε.Ι.Π, καθώς πρόκειται για ένα ιδιόμορφο σύμπλεγμα παλαιών και νέων κτηρίων, σε έναν πλούσιο κήπο. Το οικόπεδο αυτό αγόρασε το Ε.Ι.Π το 1919 από τους κληρονόμους του πολιτικού Α. Ρικάκη, ο οποίος το χρησιμοποιούσε για εξοχικό. Για αυτό το λόγο είχαν κτιστεί προς τα τέλη του 19ου αιώνα, μία τριώροφη κατοικία και ένα περίπτερο πινγκ πονγκ.
Τα κτήρια αυτά, φυσικά, δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του ινστιτούτου και έτσι κτίστηκε το νέο κτήριο των εργαστηρίων το 1922, σύμφωνα με σχέδια του Calmette. Οι δραστηριότητες του Ε.Ι.Π στο ξεκίνημά του, επικεντρώνονταν στην παραγωγή εμβολίων και ορρών δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην παραγωγή του αντιφυματικού εμβολίου BCG, στη διενέργεια μικροβιολογικών αναλύσεων, στην μελέτη των ενδημικών ασθενειών, όπως η λεϊσμανίαση, η φυματίωση, η λέπρα, ο έρπις, καθώς και στην αντιμετώπιση επιδημιών, όπως αυτή του δάγκειου πυρετού. Ακόμα, το Ε.Ι.Π οργάνωνε αποστολές για να μελετήσει κατά τόπους επιδημιολογικά στοιχεία, όπως στη Μεσσηνία και τη Λακωνία το 1927 και στην Κρήτη το 1922.
Το 1928 η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων αποφάσισε την ίδρυση Μικροβιολογικού Εργαστηρίου στη Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με το Ε.Ι.Π και υπό την εποπτεία του Blanc. Τέλος, όπως και πολλά από τα παραρτήματα του Ι.Π ανά τον κόσμο, το Ε.Ι.Π εκδίδει το δικό του περιοδικό, το Archives de l’Institut Pasteur Hellénique, του οποίου η έκδοση ξεκινά το 1923. Γενικά, ο απολογισμός του Ε.Ι.Π την πρώτη περίοδο λειτουργίας του, δείχνει ότι οι δραστηριότητες του ινστιτούτου είναι αρκετά σημαντικές, παρά τις ελλείψεις προσωπικού και πόρων, κάτι που αναγνωρίστηκε και από τους σύγχρονούς του όπως φαίνεται από αναφορές σε βιβλία της εποχής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Από την ίδρυσή του (1920) μέχρι σήμερα, το Ε.Ι.Παστέρ παραμένει πιστό στην αποστολή του, που είναι η πρόληψη και η θεραπεία των μολυσματικών νόσων μέσω της Βασικής και Εφαρμοσμένης Έρευνας, Εκπαίδευσης και προσφοράς Υπηρεσιών στη Δημόσια Υγεία, ενώ παράλληλα έχει αναπτύξει αξιοσημείωτη ερευνητική δραστηριότητα και στους τομείς της Νευροβιολογίας και της Ανοσολογίας των αυτοάνοσων νοσημάτων. Το Ε.Ι.Παστέρ:
Αποτελεί ένα δυναμικό και σύγχρονο Ερευνητικό Ινστιτούτο που λειτουργεί με γνώμονα την Αριστεία στην Έρευνα, τη Δημόσια Υγεία και την Εκπαίδευση. Η ερευνητική δραστηριότητα του Ε.Ι.Παστέρ είναι εστιασμένη στα πεδία της Μικροβιολογίας, της Ανοσολογίας και της Νευροβιολογίας και αφορά την μελέτη ποικίλων μολυσματικών νόσων, αυτοάνοσων και νευροεκφυλιστικών νοσημάτων. Το Ινστιτούτο διαθέτει εξειδικευμένους επιστήμονες που έχουν επιτύχει αριστεία στους παραπάνω ερευνητικούς τομείς δραστηριότητας, ενώ οι ερευνητικές ομάδες του Ε.Ι.Παστέρ συνεργαζόμενες με ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς της χώρας και του εξωτερικού συμμετέχουν σε δίκτυα βασικής και μεταφραστικής έρευνας.
Επίσης προσελκύει σημαντικό αριθμό μεταδιδακτορικών συνεργατών, δεδομένου ότι η ερευνητική δραστηριότητα του Κέντρου είναι συνυφασμένη με την εκπαίδευση μεταπτυχιακών φοιτητών και την ανάδειξη νέων ερευνητών. Για την υποστήριξη της έρευνας το Ε.Ι.Παστέρ λειτουργούν σημαντικές τεχνολογικές υποδομές, όπως η Μονάδα Ζωικών Προτύπων και Διαγονιδιακής Τεχνολογίας, η Μονάδα Προηγμένης Οπτικής Μικροσκοπίας κ.ά. Το Ε.Ι.Παστέρ αποτελεί πυλώνα για την Δημόσια Υγεία με τη λειτουργία πέντε Εθνικών Εργαστηρίων Αναφοράς, σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, όπως η WHO και το ECDC, για τον έλεγχο και την αντιμετώπιση επιδημιών.
Έχει στρατηγική σχέση συνεργασίας με το Υπουργείο Υγείας και το Κέντρο Ελέγχου & Πρόληψης Νοσημάτων συμβάλλοντας στην ετοιμότητα της Χώρας για την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Στο πλαίσιο της συνεισφοράς του στην Δημόσια Υγεία, στο Ε.Ι.Παστέρ λειτουργεί Διαγνωστικό Τμήμα για την άμεση διάγνωση ποικίλων παθογόνων που προκαλούν νόσους στον άνθρωπο και στα ζώα. Το Τμήμα αυτό εξυπηρετεί το Υπουργείο Υγείας, Κρατικά Νοσοκομεία και Ιδιωτικές Κλινικές.Στις δραστηριότητες του Ινστιτούτου εντάσσεται επίσης η λειτουργία Μονάδας Εμβολίων. Βραχυπρόθεσμοι στόχοι του Ε.Ι.Παστέρ αποτελούν η ανάπτυξη και αξιοποίηση:
Στους μεσοπρόθεσμους στόχους του Ινστιτούτου εντάσσονται:
Η ιστορία της γένεσης και λειτουργίας των ερευνητικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού καθένα από αυτά συγκροτείται κάτω από ιδιαίτερες κοινωνικές συγκυρίες. Οι άξονες διερεύνησης αυτών των συγκυριών στην κάθε περίπτωση μπορεί να προκύψουν από ερωτήματα όπως, ποιές πολιτικοικονομικές και επιστημονικές συγκυρίες δημιουργούν το έρεισμα για τη συγκρότηση ενός ερευνητικού ινστιτούτου/κέντρου κάθε φορά; Ποιός ο ρόλος του κράτους, ως κυρίως και σε πολλές περιπτώσεις μοναδικής πηγής χρηματοδότησης;
Ταυτίζεται η συγκρότηση των ερευνητικών ιδρυμάτων με τις προτεραιότητες του κράτους; Εμπλέκονται σε αυτή οι δραστηριότητες των επιχειρηματιών; Πώς κατορθώνουν να λειτουργούν και υπό ποιες συνθήκες; Ποιές κοινότητες εμπλέκονται στη δημιουργία, την οργάνωση, τη λειτουργία, και την στελέχωσή τους; Υπάρχει τελικά μια παγιωμένη πολιτική απέναντι σε αυτά τα ιδρύματα, και συνεπώς στη σημασία της επιστημονικής έρευνας για το κράτος και την κοινωνία; Ήδη ιστορικοί και ιστορικοί της επιστήμης στην Ελλάδα, έχουν αρχίσει να δίνουν βάρος σε αυτά τα ουσιώδη ερωτήματα, και να δημοσιεύουν πρωτότυπες εργασίες, αν και θα λέγαμε ότι το πεδίο αποτελεί ακόμα ανεξερεύνητη περιοχή.
Από τα πολλά ερευνητικά ιδρύματα που λειτουργούν στον Ελληνικό χώρο, ελάχιστες σχετικές μελέτες έχουν δημοσιευθεί. Στο πλαίσιο αυτό, το Ε.Ι.Π, ένα από τα πρώτα επιστημονικά ιδρύματα στην Ελλάδα, το οποίο λειτουργεί από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι ακόμα και σήμερα, συγκροτήθηκε για να αντιμετωπίσει ζωτικά προβλήματα που αφορούσαν στη δημόσια υγεία της χώρας, όπως αναφέρεται και στην επίσημη ιστορία. Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε μέσα από τη συγκρότηση του ιστορικού του αρχείου αναδύθηκε πλήθος νέων στοιχείων για τις σχέσεις επιστήμης, πολιτείας, υμμαχικών κρατών, πολιτικές προπαγάνδας, υπουργείων, αστικής τάξης, πολιτικών, στρατιωτικών, πανεπιστημιακών, ιδιωτών, προσφύγων, ασθενών κ.λ.π.
Τι λοιπόν οδήγησε στη δημιουργία του Ε.Ι.Π; Η απάντηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε μονοδιάστατη. Πολιτικοί και διπλωματικοί λόγοι, όπως είδαμε από την εξέταση της Γαλλικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, σοβαροί υγειονομικοί και κοινωνικοί λόγοι όπως οι ασθένειες και κυρίως, οι επιδημίες, το πρόβλημα των προσφύγων, το ζήτημα της αστικοποίησης, καθώς και προβλήματα υγείας των στρατευμάτων αποτέλεσαν κίνητρα αποφασιστικής σημασίας. Παράλληλα όμως, οι οικονομικές προεκτάσεις που είχαν να κάνουν τόσο με τη δημόσια υγεία, όσο και με την οικονομική ανάπτυξη μέσω της γεωργίας και της βιομηχανίας ενίσχυσαν στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης.
Όλα αυτά φυσικά στηρίζονταν και σε ένα ισχυρό ιδεολογικό πρόσταγμα της εποχής, την «ωφέλιμη επιστήμη». Στο Ε.Ι.Π λοιπόν θα διεξάγονταν επιστημονικό - ερευνητικό έργο ωφέλιμο σε πολλά επίπεδα στην κοινωνία της αναπτυσσόμενης Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα θα διεξάγονταν και εκπαιδευτικό έργο σε ένα πολλά υποσχόμενο επιστημονικό τομέα, τη μικροβιολογία. Η ιστορία της ίδρυσης του Ε.Ι.Π και των πρώτων χρόνων της λειτουργίας του έχει σχετικά σχηματοποιηθεί. Παρόλα αυτά, έχουν προκύψει πολλές ασυνέχειες που εγείρουν νέα ερωτήματα που στο μέλλον αξίζει να εξεταστούν.
Τα ερωτήματα αυτά είναι σχετικά με το ρόλο και τη σημασία των πρώτων μικροβιολόγων στην Ελλάδα, όπως ο Παμπούκης και ο Σάββας, την συσχέτιση του Eydoux και Γαλλικής προπαγάνδας, τον ρόλο του Arnaud, κά. Επιπλέον, αξίζει η συνέχιση της αφήγησης της 90χρονης ιστορίας του Ε.Ι.Π, διερευνώντας την σε μεγαλύτερο βάθος, καθώς ουσιαστικά θίξαμε μόνο τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του και φυσικά, θα πρέπει να εντάξουμε αυτήν την ιστορία στο γενικότερο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτών των χρόνων, και να διερευνήσουμε πως μετασχηματίστηκε δια μέσου των χρόνων, το ρόλο που έπαιξε σε διάφορες κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες καθώς και τους προβληματισμούς για το μέλλον του ινστιτούτου.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Με δεδομένη την πολιτική βούληση και την οικονομική στήριξη, την οργάνωση του Ινστιτούτου αναλαμβάνει ο Albert Calmette, υποδιευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Παστέρ, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την οργάνωση του διεθνούς δικτύου Ινστιτούτων Παστέρ. Μαζί με τους George Abt και George Blanc φτάνει στην Αθήνα το 1920 και επιδίδεται στην οργάνωση του Ινστιτούτου. Σχεδιάζει τους χώρους, τη στελέχωση, τους θεσμούς. Τον Μαρτίου του 1920 πραγματοποιούνται τα εγκαίνια του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ από τον Albert Calmette.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση στην ιστορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ (Ε.Ι.Π) που προκύπτει μέσα από τα ιστορικά τεκμήρια που ήρθαν στο φως από τη συγκρότηση του Αρχείου του Ε.Ι.Π. Το βασικό ερώτημα το οποίο επιχειρείται να απαντηθεί είναι: Γιατί και πώς δημιουργήθηκε το Ε.Ι.Π το 1919. Επιχειρείται δηλαδή μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση από την παρουσίαση μιας ''ορφανής'' ιστορικής πορείας από το 1919 έως σήμερα, η οποία θα αφαιρούσε από την ταυτότητα του Ε.Ι.Π ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του: την καταγωγή του. Αυτή η προβληματική έφερε στο φως νέα τεκμήρια που μας υποχρέωναν σε βαθύτερη μελέτη και περαιτέρω έρευνα, και ανέδειξε πολλές και ενδιαφέρουσες, άγνωστες ή ξεχασμένες πτυχές της ιστορίας.
Στην ουσία, η ιστορία που παρουσιάζεται εδώ δεν είναι μια μονοσήμαντη εξέταση της ιστορία της επιστήμης της Μικροβιολογίας που αντιπροσωπεύει το Ε.Ι.Π, αλλά μια πολυεπίπεδη ιστορία, μέσα πάντα από την προβληματική της δημιουργίας του Ε.Ι.Π. Η χρονική περίοδος που θα εξεταστεί εκτείνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Γεωγραφικά, πέραν του Ελλαδικού χώρου, θα πρέπει να αναφερθούμε τόσο στις εξελίξεις στα Βαλκάνια και στη Γαλλία, όσο και στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και στις Γαλλικές αποικίες. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή στην ιστορία για τις διεργασίες που οδήγησαν στα σημαντικότερα γεγονότα της νεώτερης ιστορίας ΄
Τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη Ρωσική επανάσταση, και φυσικά σημάδεψε την πορεία της σύγχρονης Ευρώπης. Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα, ήταν το όχημα για την συγκρότηση νέων κρατών (Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, κλπ) αλλά και για την ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας των ήδη υπαρχόντων. Όμως ο 19ος αιώνας έχει χαρακτηριστεί και από μια άλλη συνιστώσα, την κυριαρχία της αστικής τάξης. Η νέα αυτή δύναμη, έπειτα από μια περίοδο συνύπαρξης με το παλιό κατεστημένο (αριστοκρατία - φεουδαρχία), κατάφερε να το απορροφήσει ή να το απαξιώσει, και άρχισε να αναπτύσσει τις δικές της πρακτικές και θεσμούς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναπτύχθηκε μια επιστημονική δραστηριότητα, που ενώ προάσπιζε (ευθέως ή έμμεσα) τους δεσμούς της με τον εθνικισμό και τους αστική δημοκρατία, ταυτόχρονα διεκδικούσε μια ''ουδέτερη'' ταυτότητα, ελεύθερη από ιδεολογικές φορτίσεις. Αλληλένδετη με την επιστημονική ανάπτυξη ήταν και η έντονη βιομηχανοποίηση. Η χημεία, η κλασική μηχανική, ο ηλεκτρομαγνητισμός, η θερμοδυναμική, η ιατρική, η νεοσύστατη μικροβιολογία και οι εφαρμογές τους, έγιναν οι φορείς αυτής της παράλληλης ανέλιξης βιομηχανίας και επιστήμης - τεχνολογίας. Η επιστημονική δραστηριότητα της περιόδου χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τη θετικιστική φιλοσοφία, όπως αυτή εκφράστηκε από τον κορυφαίο εκπρόσωπό της, τον Ωγκύστ Κοντ.
Σημαντικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις συνέβαλαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η έννοια της προόδου συνυφάνθηκε με αυτή της επιστημονικής ανάπτυξης. Η θεωρία της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια παραποιημένη ερμηνεία των κοινωνικών φαινόμενων (Κοινωνικός Δαρβινισμός), η οποία υποστήριζε την ανωτερότητα του Δυτικού Λευκού Άνδρα και παρείχε άλλοθι στις κοινωνικές ανισότητες. Ο Δυτικός Λευκός Άνδρας χρειαζόταν να είναι και υγιής για να μπορέσει να επιβάλει την ανωτερότητά του, αλλά και ηθικά καλυμμένος, ως φορέας της σωτήριας επιστήμης και υγιεινής, την οποία μοίραζε απλόχερα στους υποτελείς του.
Η αποικιοκρατία των Ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων μπορούσε να έχει πια και την θεωρητική κάλυψη, με επιστημονική -και άρα ''αντικειμενική''- υπογραφή. Πρακτική κάλυψη σε αυτή την τάση θα δώσει, σε μεγάλο βαθμό, η μικροβιολογία. Στην Ευρώπη των μητροπόλεων, οι επιδημίες και οι ασθένειες αποτέλεσαν ισχυρή τροχοπέδη της ''προόδου'' και της κοινωνικής συνοχής, με σαφείς συνδέσεις με την ''πάλη των τάξεων''. Εκεί όμως που η εφαρμογή της Μικροβιολογίας αποτέλεσε επιτακτική ανάγκη ήταν στις πολεμικές συγκρούσεις: σχεδόν σε κάθε στρατιωτική επιχείρηση της εποχής, περισσότεροι στρατιώτες πέθαιναν από επιδημίες και μολύνσεις, παρά από τα όπλα του εχθρού.
Μετά τον πόλεμο, βέβαια, στόχος των επικίνδυνων μικροβίων γίνονται οι πρόσφυγες. Έτσι, η Μικροβιολογία κλήθηκε να παίξει ένα ρόλο - κλειδί σε ένα ευρύ φάσμα αναγκών για τη δημόσια υγεία και την ιατρική (αστικοποίηση, αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός). Στη Γαλλία και τις αποικίες της, ο ρόλος αυτός καλύφθηκε μέσα από το έργο του Λουί Παστέρ και των μαθητών του (pastorien). Και ενώ στο Κοινωνικό Δαρβινισμό και τον Ευγονισμό είναι προφανείς οι ιδεολογικές συνυποδηλώσεις, στην επιστήμη του Παστέρ υπολανθάνουν. Η αποικιοκρατία-ιμπεριαλισμός του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, μετεξελίχτηκε στην εθνικιστική πολιτική των δύο παγκοσμίων πολέμων, καθώς και της μετέπειτα ψυχροπολεμικής εποχής.
Η επιστημονική κοινότητα παρότι συνομιλούσε και συνεργαζόταν με τους φορείς αυτών των πολιτικών, κατάφερε να παραμείνει αλώβητη από την κοινωνική και ιδεολογική κριτική (τουλάχιστον μέχρι την ρίψη της ατομικής βόμβας), που δέχθηκε η υπόλοιπη άρχουσα τάξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και επιστήμονες που συνεργάστηκαν με απολυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα, πήραν «άφεση αμαρτιών», εφόσον ήταν χρήσιμοι στις νέες πατρίδες τους. Αντίστοιχα, επιστημονικοί θεσμοί και οργανισμοί που δημιουργήθηκαν -ως ένα βαθμό- μέσα στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, διατηρήθηκαν ζωντανοί και εκτός αυτού του πλαισίου, ακριβώς λόγω της χρησιμότητάς τους και του αποφορτισμένου ιδεολογικά χαρακτήρα τους.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα λοιπόν, συστήνονται επιστημονικά ιδρύματα και εκτός των εθνικών συνόρων, κυρίως σε αποικίες και υποτελείς περιοχές. Για παράδειγμα, η Γερμανία ιδρύει το 1902 το Γεωφυσικό Σταθμό στην Απία, στα νησιά Σαμόα του Ειρηνικού, το 1907 ιδρύει την Ανώτατη Σχολή Ιατρικής στη Σαγκάη, το 1909 την Ανώτατη Σινογερμανική Σχολή, κα. Η Γαλλία, αντίστοιχα, ιδρύει στη Σαγκάη και στην Αλγερία γεωφυσικά ινστιτούτα. Την αιχμή του δόρατος, όμως, για τη Γαλλία αποτελεί το Ινστιτούτο Παστέρ, το οποίο αντιπροσώπευε ένα ευρύ φάσμα επιστημών και των εφαρμογών τους (χημεία, βιολογία, ιατρική, κτηνιατρική, υγιεινή, βιομηχανία, γεωργία).
Το ινστιτούτο υπηρετούσε τις επιστήμες της ζωής και τη δημόσια υγεία, που είχαν όχι μόνο ουδέτερο πολιτικά φορτίο, αλλά παρείχαν και θετικό κοινωνικά έργο. Ήταν ένας συνδυασμός που διασφάλιζε άριστες προϋποθέσεις αποδοχής και εδραίωσης σε οποιοδήποτε σχεδόν περιβάλλον. Έτσι το Ινστιτούτο Παστέρ μπορούσε να λειτουργεί τόσο στη φιλελεύθερη Γαλλία, όσο και στη κομμουνιστική Ρωσία, ακόμα και υπό δικτατορικά καθεστώτα και επαναστάσεις στα διάφορα παραρτήματα του ανά τον κόσμο (πχ. Βιετνάμ, Ιράν, Τυνησία, κλπ). Το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ ιδρύθηκε στην Ελλάδα του Βενιζέλου και του βασιλιά Αλέξανδρου το 1919.
Συνέχισε μέσα σε διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα (''Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία'' έπειτα από την Μικρασιατική Καταστροφή, δικτατορία Πάγκαλου, επιστροφή του Βενιζέλου το 1928, δικτατορία Μεταξά, κατοχή, εμφύλιος, Ελλάδα του σχεδίου Μάρσαλ, δικτατορία του 1967, μεταπολίτευση, κλπ) και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για τη δημόσια υγεία και την βιοιατρική έρευνα στην Ελλάδα. Η επιβίωση σε όλα αυτά τα πολιτικά καθεστώτα δεν στηρίζεται στον α-πολιτικό χαρακτήρα του Ινστιτούτου (και κατά συνέπεια και της Επιστήμης), αλλά αντίθετα στις υπερ-πολιτικές ποιότητες (αυθεντία επιστήμης, αναγκαιότητα ιατρικής) που ξεπερνούν την καθιερωμένη σημειολογία της δημόσιας πολιτικής σκηνής.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Η τέχνη της ιστοριογραφίας είναι μια περίπλοκη δραστηριότητα αποδόμησης και σύνθεσης, η ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντίθετες αυτές δυνάμεις είναι απαραίτητη για μια επιτυχημένη μελέτη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η προσπάθεια παρουσίασης της ιστορίας ενός επιστημονικού ιδρύματος, μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε και λειτούργησε, αποδείχθηκε εξαιρετικά αμφίρροπη. Και αυτό γιατί, το πλήθος των τεκμηρίων, αλλά και των εννοιών που χρειάζεται να αναλυθούν και να ανασυντεθούν, ώστε να υπάρξει μια συγκροτημένη εικόνα της περίπτωσης που παρουσιάζουμε, ήταν πολύ μεγάλο και πολλές φορές χωρίς σαφή όρια.
Έτσι, άλλοτε η συλλογή και η ανάλυση στοιχείων ήταν χρονοβόρα και απατηλή, και άλλοτε η σύνθεση του ετερόκλητου αυτού υλικού φαινόταν αδύνατη. Για αυτό, κρίναμε ως απαραίτητη τη δημιουργία ενός άξονα ανάλυσης και σύνθεσης, έχοντας υπόψη και την ανάγκη αφηγηματικής ομαλότητας. Ο άξονας αυτός λοιπόν, στηρίζεται σε κάτι αρκετά προφανές και ίσως κοινότυπο, θα προσπαθήσουμε να συνθέσουμε την ιστορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ μέσα από την αποδόμηση του τίτλου του, όπως αυτός διατυπώθηκε στο καταστατικό ίδρυσής του, δηλαδή «Ελληνικό Ινστιτούτο Pasteur ιδρυθέν υπό Β. Ζαχάρωφ».
Όπως θα δούμε και παρακάτω, ο τίτλος αυτός εμπεριέχει σχεδόν όλα τα σημεία αναφοράς που μας χρειάζονται για να προσεγγίσουμε το θέμα. Η ανάλυσή μας θα προχωρήσει λοιπόν, εξετάζοντας αυτόν τον τίτλο, σε μία προσπάθεια να διακρίνουμε τους βασικούς παράγοντες, ανθρώπινους και μη, που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Σημειώνεται ότι δεν υποστηρίζουμε με αυτόν τον τρόπο μια αναγωγιστική θεώρηση, η οποία θα μας έδινε όλες τις απαντήσεις εφόσον είχαμε δεδομένα τα βασικά στοιχεία. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι η ιστορία του Ε.Ι.Π είναι κάτι παραπάνω από την ιστορία των πρωταγωνιστών της ίδρυσης, του προσωπικού του ιδρύματος ή των θεσμών που το διέπουν.
Ο οργανισμός αυτός, στην πορεία του χρόνου, αποκτά τη δική του υπόσταση και είναι μια ξεχωριστή ιστορική οντότητα. Πώς λοιπόν θα επιτύχουμε την πολυπόθητη σύνθεση, μέσα στο πλαίσιο του προτεινόμενου άξονα ανάλυσης; Καταρχάς οφείλουμε να παρουσιάσουμε την ιστορία του Ε.Ι.Π όπως έχει γραφτεί μέχρι σήμερα. Την ιστορία αυτή ονομάζουμε ''επίσημη'' ιστορία, αφού είναι αυτή που παρουσιάζει τόσο το Ε.Ι.Π, όσο και άλλοι, ως την ταυτότητα του ιδρύματος. Απέναντι σε αυτή την ιστορία, η παρούσα προσπάθεια, δεν είναι συμπληρωματική, είναι ουσιαστικά μια καινούργια αφήγηση και μια προσπάθεια ανάδειξης της «κρυφής» ιστορίας του Ε.Ι.Π.
Το έργο λοιπόν είναι διπλό, αφού θα πρέπει να κλονίσουμε την προηγούμενη κατάσταση, υπερασπιζόμενοι μια νέα θέαση. Από την αρχή, επίσης, θα πρέπει να αναλυθούν η χρήση και η σημασιολογία του ονόματος ''Παστέρ'' και ''Ινστιτούτο Παστέρ'', αφού έχουν ουσιαστική σημασία. Η δημόσια εικόνα των δραστηριοτήτων του Ε.Ι.Π, είναι μια ακόμα πτυχή που πρέπει να εξεταστεί, καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα ίδρυμα με ρητά δηλωμένο κοινωφελές χαρακτήρα, που μάλιστα έχει και άμεση επαφή με το κοινό (εμβολιασμοί, εξετάσεις). Ο ρόλος του θα προκύψει, λοιπόν, από όλες αυτές τις συνιστώσες.
Θα διαπιστώσουμε τελικά, ότι η ιστορία του Ε.Ι.Π, που συνδέεται άρρηκτα με αυτή του ''Παστεριανού'' κινήματος, είναι ένας κρίσιμος κρίκος στην κατανόηση τόσο της σύγχρονης επιστημονικής δραστηριότητας, όσο και στη σχέση επιστήμης - κοινωνίας. Μάλιστα, οι εξελίξεις δείχνουν ότι οι επιστήμες της ζωής, και ειδικότερα κλάδοι όπως η μοριακή βιολογία και η γενετική, θα κυριαρχούν για αρκετό καιρό ακόμα. Αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανάγκη προσέγγισης και κατανόησης των μηχανισμών και των πρακτικών που αντιπροσωπεύουν το Ε.Ι.Π, ως έναν οργανισμό βασικής βιοιατρικής έρευνας και δημόσιας υγείας.
ΒΙΟΛΟΓΙΑ
Βιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των βιολογικών συστημάτων. Στα βιολογικά συστήματα συμπεριλαμβάνονται συνήθως έμβιοι οργανισμοί και μελετάται η συμπεριφορά τους σε παθολογικές και φυσιολογικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό η βιολογία αναφέρεται συχνά και ως επιστήμη της ζωής (life science). Η βιολογία είναι μια επιστήμη με πολύ ευρύ φάσμα που περικλείει πολλές υποενότητες και τομείς. Ανάμεσα στα σημαντικότερα θέματα της βιολογίας είναι και οι παρακάτω πέντε ενότητες που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αξιώματα της σύγχρονης βιολογίας:
- Το κύτταρο είναι η δομική μονάδα όλων των έμβιων οργανισμών.
- Μέσω της εξέλιξης κληρονομούνται χαρακτηριστικά και δημιουργούνται νέα είδη.
- Τα γονίδια είναι οι βασικές μονάδες πάνω στις οποίες βασίζεται η κληρονομικότητα.
- Ένας οργανισμός ρυθμίζει το εσωτερικό του περιβάλλον, έτσι ώστε να διατηρεί μια σταθερή και συνεχή εσωτερική κατάσταση.
- Οι έμβιοι οργανισμοί καταναλώνουν και μετατρέπουν ενέργεια.
Οι κλάδοι της βιολογίας συνήθως διακρίνονται ανάλογα με την κλίμακα υπό την οποία ερευνούν τους έμβιους οργανισμούς. Με αυτή τη μέθοδο μπορούμε να διακρίνουμε την μοριακή βιολογία, την βιοχημεία, την κυτταρική βιολογία, τη μικροβιολογία, τη φυσιολογία, την ανατομία, την ιστολογία κ.α. Επίσης, με κριτήριο το αντικείμενο μελέτης μπορούμε να διακρίνουμε μερικούς ακόμα κλάδους. Η γενετική είναι ο κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την μελέτη της κληρονομικότητας από γονέα σε απόγονο. Ακόμη, η οικολογία είναι ο κλάδος που ασχολείται με την αλληλεξάρτηση και τις συνήθειες διαφορετικών πληθυσμών.
Τέλος, ως επιστήμες που μελετούν έμβιους οργανισμούς (life sciences) η γεωπονική, η κτηνιατρική και η ιατρική είναι εφαρμοσμένες βιολογικές επιστήμες. Ο άνθρωπος αισθάνθηκε από την αρχαιότητα την ανάγκη να εξηγήσει και να κατανοήσει βιολογικές λειτουργίες και να προφυλαχθεί από τις διάφορες ασθένειες. Για πάρα πολλά χρόνια δεν υπήρχε καμία εξήγηση για το πως οι άνθρωποι ζούσαν και πέθαιναν και έτσι ο άνθρωπος στρεφόταν προς τη θρησκεία για να λάβει τις απαντήσεις που δεν μπορούσε να βρει αλλού. Με την πάροδο των χρόνων και την πρόοδο της επιστήμης οι άνθρωποι κατάφεραν να κατανοήσουν καλύτερα τον ίδιο τους τον οργανισμό.
Έτσι κατάφεραν να αντιμετωπίσουν πολλές ασθένειες και να απαλλαγούν από προκαταλήψεις και φόβους που δέσμευαν τη ζωή τους. Βέβαια ακόμα και σήμερα, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε, πολλά μυστήρια της βιολογίας παραμένουν άλυτα. Στο σημείο αυτό θα προχωρήσουμε σε μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή των βασικότερων γεγονότων στην εξέλιξη της κυτταρικής και της μοριακής βιολογίας.
- 1655: Για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ο όρος «κύτταρο» για να περιγράψειü μικρούς πόρους σε τομές φελλού.
- 1665: Ανακάλυψη του μικροσκοπίου.
- 1838: Παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά κύτταρα.
- 1859: Διατυπώνεται η θεωρία εξέλιξης του Δαρβίνου.
- 1860: Ο Paster ανακαλύπτει ότι τα κύτταρα διαιρούνται.
- 1865: Διατυπώνεται η θεωρία της φυσικής επιλογής του Mentel.
- 1879: Ο Flemming περιγράφει τη συμπεριφορά των χρωμοσωμάτων κατά τηü μίτωση.
- 1953: Οι Watson και Crick ανακαλύπτουν την ελικοειδή δομή του DNA.
- 1960: Γίνεται η πρώτη λεπτομερής περιγραφή της δομής μιας πρωτεΐνης (μυοσφαιρίνη).
- 1982: Ο Weinberg ανακαλύπτει γονίδια καρκίνου.
- 1988: Ξεκινά το πρόγραμμα για την πλήρη αποκωδικοποίηση του ανθρώπινουü γονιδιώματος (Human Genome Project).
- 2003: Πρώτη πλήρης καταγραφή του ανθρώπινου γονιδιώματος.
Η Ιστορία της Βιολογίας
Πολλές από τις πρώτες θεωρίες για τον έμβιο κόσμο περιείχαν κάποιου είδους εξελικτικές εικασίες - ιδέες για το πώς οικεία έμβια πράγματα θα μπορούσαν να κατάγονται από άλλα είδη έμβιας ή και άβιας ύλης. Από τους αρχαίους Έλληνες, ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι εκείνη του Εμπεδοκλή (περί το 490 - 430 π. Χ.). Κατά τον Εμπεδοκλή, η γη είχε γεννήσει έμβια πλάσματα, αλλά αυτά τα πρώτα πλάσματα ήταν μέλη οικείων οργανισμών ασύνδετα μεταξύ τους: «ασύνδετοι τριγύριζαν βραχίονες δίχως ώμους, και μάτια πλανιόνταν γυρεύοντας μέτωπα». Τα μέλη αυτά ενώνονταν μεταξύ τους σε συνδυασμούς που κάποιοι από αυτούς επιβίωναν ενώ άλλοι, ακατάλληλοι για ζωή, εξαφανίζονταν.
Έτσι, οι οργανισμοί που βλέπουμε σήμερα είναι προϊόντα μιας απλής διεργασίας «επιλογής». Εμφανίζονταν διάφορες παραλλαγές και μερικές από αυτές διατηρούνταν ενώ άλλες αφανίζονταν. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι αρχαίοι φιλόσοφοι που άσκησαν τη μέγιστη επιρροή, δεν ενστερνίζονταν την εξελικτική εικόνα. Στο έργο του Αριστοτέλη, ένα διαφορετικό είδος αλλαγής -η εύτακτη πορεία κατά τη διάρκεια της ζωής, από το ωάριο στο ενήλικο άτομο- είχε γίνει αντικείμενο προσεκτικής παρατήρησης και αποτελούσε κατεξοχήν παράδειγμα «φυσικής», σκόπιμης αλλαγής.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την κίνηση που κατατείνει σε έναν σκοπό -τέλος- ως καίριας σημασίας για την κατανόηση της αλλαγής σε πεδία εκτός βιολογίας, όπως ήταν το πεδίο των φυσικών φαινομένων. Τα έμβια πράγματα, κατά τον Αριστοτέλη, συνδέονται μεταξύ τους κατ’ αναβαθμούς, σε μια ανοδική κλίμακα από κατώτερες προς ανώτερες μορφές, που συνδέει μεταξύ τους τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο, ωστόσο, η κλίμακα αυτή δεν αντικατοπτρίζει μια ιστορική ακολουθία.
Η ιδέα πως μια κλίμακα συνδέει ανώτερες και κατώτερες οντότητες, σε μια φυσική ιεραρχία των όντων (scala naturae), άσκησε τεράστια επιρροή στους επόμενους αιώνες και ήταν σημαντική συνιστώσα της σύνθεσης της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας με τον Χριστιανισμό, η οποία καθοδηγούσε τη σκέψη κατά τον Μεσαίωνα. Οι κλίμακες αυτές, στην τυπική περίπτωση, είχαν ως βάση τα άβια πράγμα- τα και περνώντας από τα φυτά εκτείνονταν βαθμιαία από τα απλά στα σύνθετα ζώα, μετά στον άνθρωπο, στους αγγέλους, και στον Θεό. Όσο βελτιωνόταν η γνώση σχετικά με τα φυτά και τα ζώα, οι κλίμακες από τα ανώτερα στα κατώτερα όντα έμοιαζαν ολοένα και λιγότερο επαρκείς.
Μερικοί συγγραφείς άρχισαν να αναπαριστούν την οργάνωση της ζωής ως διακλαδιζόμενο δέντρο ή και με άλλα πιο πολύπλοκα σχήματα. Οι συγγραφείς αυτοί δεν θεωρούσαν ότι οι δενδροειδείς μορφές και τα άλλα σχήματα αναπαριστούν σχέσεις καταγωγής. Θεωρούσαν μάλλον ότι αναπαριστούν «συγγένειες» -ομοιότητες ως προς τις υποκείμενες μορφές- και ότι οι συγγένειες βασίζονται στο «σχέδιο του Δημιουργού». Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Σουηδός φυσιοδίφης Κάρολος Λινναίος ανέπτυξε το σύστημα ταξινόμησης που χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα - τροποποιημένο και ενίοτε αμφιλεγόμενο (Linnaeus 1758).
Πρόκειται για ένα σύστημα που ταξινομεί ομάδες μέσα σε ομάδες. Ο Λινναίος κατηγοριοποιούσε αρχικά τους οργανισμούς κατά το βασίλειο, την κλάση, την τάξη, το γένος, και το είδος. (Αργότερα προστέθηκαν και άλλες κατηγορίες, όπως φύλο και οικογένεια.) Έκτοτε, δεν έπαψαν οι εξελικτικές εικασίες. Ο Γάλλος φυσιοδίφης Μπυφόν (Georges-Louis Leclerc, comte de Buffon, 1707 - 1788) έθετε το ερώτημα αν μερικά είδη έχουν κοινή καταγωγή. Ο Έρασμος Δαρβίνος, παππούς του Κάρολου Δαρβίνου, στο έργο του Ζωονομία (1794), εισηγήθηκε την υπόθεση ότι όλες οι έμβιες μορφές απέκλιναν από ένα αρχέγονο «νήμα».
Την ιδέα ότι νέες έμβιες μορφές είναι δυνατόν να εμφανίζονται τυχαία και ότι άλλες προάγονται ενώ άλλες αφανίζονται, την είχαν σκιαγραφήσει ασαφώς διάφοροι συγγραφείς. Ο Γάλλος διαφωτιστής φιλόσοφος Ντιντρό (Denis Diderot, 1713 - 1784) περιέλαβε την ιδέα σε ανώνυμα δημοσιευμένο αντιθρησκευτικό φυλλάδιο, τόσο τολμηρό και αμφιλεγόμενο ώστε ο Ντιντρό φυλακίστηκε ένα τρίμηνο όταν αποκαλύφθηκε ότι αυτός ήταν ο συντάκτης του (Lettre sur les aveugles (Επιστολή περί των τυφλών, 1749). Την πρώτη λεπτομερή εξελικτική θεωρία την ανέπτυξε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Λαμάρκ (Jean-Baptiste Lamarck, 1744-1829) στη Γαλλία.
Σήμερα, ο Λαμάρκ είναι γνωστός για την ιδέα ότι η εξέλιξη μπορεί να συντελείται με την «κληρονομική μεταβίβαση επίκτητων χαρακτήρων», ιδέα που συχνά αναφέρεται ως «Λαμαρκιανή» εξέλιξη. Η ιδέα είναι η εξής: αν ένας οργανισμός αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του ένα νέο σωματικό χαρακτήρα, ως αποτέλεσμα των βιοτικών συνηθειών του, ο εκάστοτε τέτοιος χαρακτήρας τείνει να μεταβιβάζεται στους απογόνους του οργανισμού. Ωστόσο, ο Λαμάρκ τόνιζε περισσότερο μια υπόθεση σχετικά με τη δράση ορατών και αόρατων ρευστών που διατρέχουν τα έμβια σώματα.
Καθώς ρέουν, τα ρευστά διανοίγουν νέους διαύλους και καθιστούν τους οργανισμούς πιο πολύπλοκους, με τρόπο που κληρονομείται από γενιά σε γενιά (Lamarck 1809). Κατά τον Λαμάρκ, η ζωή παράγεται διαρκώς από ανόργανη ύλη με «αυθόρμητη γένεση» και έτσι σχηματίζονται ανεξάρτητες γενεαλογικές γραμμές. Ένα αρτίγονο θηλαστικό, κατά τον Λαμάρκ, ανήκει σε μια εξελικτική γενεαλογική γραμμή παλαιότερη από εκείνη μιας σύγχρονης μέδουσας, η γενεαλογική γραμμή των μεδουσών είχε λιγότερο χρόνο για να αυξηθεί η πολυπλοκότητα της. Τα θηλαστικά και οι μέδουσες που ζουν τώρα δεν έχουν κοινό πρόγονο, παρότι υπήρξε κάποτε μέδουσα πρόγονος των θηλαστικών, που όμως έχει εξαφανιστεί από καιρό.
Ο Λαμάρκ χρησιμοποιούσε δενδροειδές διάγραμμα για να εικονίσει τις σχέσεις ανάμεσα σε ομάδες οργανισμών. Υπάρχει διχογνωμία για το πώς πρέπει να ερμηνεύεται το διάγραμμα αυτό, ωστόσο δεν πρόκειται για δέντρο που εικονίζει ένα ολικό οργανωμένο σχήμα καταγωγής. Ο Κάρολος Δαρβίνος διαμόρφωσε τις βασικές ιδέες του στη δεκαετία του 1830. Το έργο Η προέλευση των έμβιων ειδών το δημοσίευσε το 1859, όταν έγινε γνωστό ότι ένας άλλος Άγγλος βιολόγος, ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας (Alfred Russell Wallace, 1823 - 1913), είχε καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα. Η θεωρία του Δαρβίνου είχε δύο κύρια μέρη.
Το ένα ήταν η υπόθεση ότι τα έμβια είδη έχουν κοινή καταγωγή, την οποία ο Δαρβίνος αναπαριστούσε με αναφορά σε ένα «δέντρο της ζωής». Όπως προαναφέρθηκε, η ιδέα του δέντρου είχε χρησιμοποιηθεί μεταφορικά πριν από τον Δαρβίνο, ως εικόνα της οργάνωσης της ζωής. Η κίνηση του Δαρβίνου ήταν να δώσει στο δέντρο της ζωής ιστορική, γενεαλογική ερμηνεία. Σε βάθος του εξελικτικού χρόνου σχηματίζονται νέα έμβια είδη, με διακλάδωση ή με κατακερματισμό υφιστάμενων έμβιων ειδών. Έτσι δημιουργείται ένα δενδροειδές πλέγμα συσχέτισης ανάμεσα στα έμβια είδη.
Η άλλη συνιστώσα της άποψης του Δαρβίνου ήταν μια θεωρία για το πώς επισυμβαίνει η αλλαγή εντός των έμβιων ειδών - στα κλαδιά ή σε τμήματα του δέντρου. Σε κάθε έμβιο είδος, από καιρό σε καιρό, εμφανίζονται τυχαία νέες παραλλαγές. Εμφανίζονται άτομα με ανατομικές ή συμπεριφορικές ιδιαιτερότητες που δεν υπάρχουν σε άλλα μέλη του εκάστοτε έμβιου είδους. Οι παραλλαγές ανακύπτουν «εική και ως έτυχε» (ενδεχομένως, κατά τον Δαρβίνο, από αιφνίδιες αλλαγές στο αναπαραγωγικό σύστημα). Οι περισσότερες νέες παραλλαγές είναι επιβλαβείς, μερικές όμως βοηθούν τους οργανισμούς να επιβιώνουν και να αναπαράγονται.
Πολλοί από τους σχετικούς χαρακτήρες έχουν την τάση να μεταβιβάζονται με την αναπαραγωγή. Όταν εμφανίζεται νέος χαρακτήρας που είναι χρήσιμος και έχει την τάση να κληρονομείται, είναι πιθανό να εξαπλώνεται μέσα στο εκάστοτε έμβιο είδος. Τέτοιες μικρές αλλαγές συσσωρεύονται και βαθμιαία, σε βάθος χρόνου, παράγουν εντελώς νέες μορφές ζωής. Τη σκέψη του Δαρβίνου την είχαν επηρεάσει τρεις ομάδες ιδεών από άλλα πεδία. Η «φυσική θεολογία» ήταν κατά παράδοση μια θεώρηση της φύσης όπου τονιζόταν η τελειότητα της θεϊκής δημιουργίας, ιδίως μάλιστα η πολύπλοκη σχεδίαση των οργανισμών, καθώς και το συνταίριασμα των οργανισμών και του περιβάλλοντος.
Μια δεύτερη επιρροή ήταν το έργο του Τόμας Μάλθους (Thomas Malthus, 1766 - 1824) Essay on the Principle of Population (Δοκίμιο περί της αρχής του πληθυσμού, 1798), ένα απαισιόδοξο έργο που υποστήριζε ότι η φυσική αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού οδηγεί αναπόφευκτα σε λιμό, καθώς ο εφοδιασμός σε τρόφιμα δεν θα μπορούσε ποτέ να αυξηθεί με αρκετά γρήγορο ρυθμό ώστε να καλύπτει τις επισιτιστικές ανάγκες. Αυτό οδήγησε τον Δαρβίνο στην ιδέα τη γνωστή ως «πάλη για την επιβίωση».
Η τρίτη επιρροή ήταν το έργο του Τσαρλς Λάιελ (Charles Lyell, 1797 - 1875) στη γεωλογία (1830), που υποστήριζε ότι μεγάλης κλίμακας μετασχηματισμοί της γης μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα καθημερινών, μικρής κλίμακας αιτίων που δρουν σε τεράστιες χρονικές περιόδους. Σε πολλά θέματα ο Δαρβίνος ήταν πολύ προσεκτικός. Δεν ήταν βέβαιος για το κατά πόσον η ζωή σχημάτιζε ένα δέντρο ή περισσότερα. Δεχόταν ότι την εξελικτική διεργασία την επηρεάζουν και άλλοι παράγοντες εκτός από τη φυσική επιλογή. Δεν συνέδεε την άποψή του με εικασίες σχετικά με ζητήματα για τα οποία λίγα πράγματα ήταν γνωστά, όπως τη φυσική σύσταση της ζωής, απέφευγε να κάνει λόγο για «ρευστά» και για «νήματα», σε αντίθεση με άλλους προγενέστερους συγγραφείς.
Αντ’ αυτού, συνέδεε τις εξελικτικές υποθέσεις του με οικεία και ευχερώς παρατηρήσιμα φαινόμενα, ιδίως μάλιστα με τα αποτελέσματα της ζωοτεχνίας και της φυτοτεχνίας. Οι περισσότεροι βιολόγοι πείσθηκαν αρκετά γρήγορα ότι η εξέλιξη (όπως σήμερα την ονομάζουμε) είχε συντελεστεί και ότι κοινή καταγωγή συνδέει τις περισσότερες ή και όλες τις έμβιες μορφές στη γη. Το πώς είχε συντελεστεί η διεργασία ήταν κάτι πιο αμφιλεγόμενο, ιδίως όσον αφορά τη φυσική επιλογή και την εμμονή του Δαρβίνου στο ότι η αλλαγή ήταν βαθμιαία. Από τα πιο ασθενή σημεία του έργου του Δαρβίνου ήταν το πώς κατανοούσε την αναπαραγωγή και την κληρονομικότητα.
Ο Μέντελ (Gregor Mendel, 1822 - 1884), μοναχός που εργαζόταν στη σημερινή Τσεχική δημοκρατία, είχε διαμορφώσει μερικές πολύ σημαντικές ιδέες στο πεδίο αυτό περί το 1860, το έργο του όμως παρέμεινε εν πολλοίς άγνωστο. Κατά τον Μέντελ, η κληρονομικότητα οφείλεται σε «παράγοντες» (αργότερα αυτοί ονομάστηκαν «γονίδια») που μεταβιβάζονται άθικτοι από γενιά σε γενιά, σχηματίζοντας διαφορετικούς συνδυασμούς σε διαφορετικά άτομα. Το 1900, το έργο του Μέντελ ανακαλύφθηκε εκ νέου και έτσι αναδύθηκε η επιστήμη της γενετικής.
Αρχικά, πολλοί επιστήμονες θεωρούσαν ότι οι νέες Μεντελικές ιδέες ήταν ασύμβατες με τον δαρβινισμό, καθώς θεωρήθηκε πως η Μεντελική άποψη συνδεόταν με μια «ασυνεχή» ή «αλματική» άποψη για την εξέλιξη, σύμφωνα με την οποία νέες μορφές εμφανίζονται με αιφνίδια άλματα. Αργότερα, οι ιδέες του Δαρβίνου συνδυάστηκαν με τη Μεντελική γενετική. Σύμφωνα με αυτή τη «σύνθεση» των απόψεων, οι περισσότεροι χαρακτήρες των οργανισμών επηρεάζονται από πολλά γονίδια, καθένα από τα οποία έχει μικρό αποτέλεσμα. Η εξέλιξη συντελείται καθώς η επιλογή και άλλοι παράγοντες καθιστούν βαθμιαία τα γονίδια περισσότερο ή λιγότερο διαδεδομένα στη «γονιδιακή δεξαμενή» του εκάστοτε έμβιου είδους.
Νέα γονίδια εισάγονται με τυχαία «μεταλλαγή» υφιστάμενων γονιδίων. Έτσι, η μεταλλαγή παράγει νέα γονίδια, η έμφυλη αναπαραγωγή επιφέρει νέους συνδυασμούς σε υφιστάμενα γονίδια, και η φυσική επιλογή καθιστά τα γονίδια περισσότερο ή λιγότερο διαδεδομένα, ως αποτέλεσμα του ολικού αποτελέσματος που κάθε γονίδιο έχει στη δόμηση των έμβιων οργανισμών. Από την εικόνα αυτή έλειπε κάτι: δεν ήταν ακόμη κατανοητή η χημική σύσταση των γονιδίων ούτε οι διεργασίες με τις οποίες τα γονίδια επηρεάζουν τους οργανισμούς. Ένα ακόμη πρόβλημα ήταν ότι απουσίαζαν οι συν- δέσεις ανάμεσα στην εξελικτική θεωρία και στη βιολογία της ατομικής ανάπτυξης.
Η εξέλιξη, σύμφωνα με τους επικριτές, παρουσιαζόταν ως αποτελούμενη από μια αλληλουχία ενήλικων ατόμων. Όσον αφορά τη χημική σύσταση, τα πράγματα άλλαξαν το 1953, όταν ο Τζέιμς Γουότσον (James Watson, 1928) και ο Φράνσις Κρικ (Francis Crick, 1916 - 2004) ανακάλυψαν τη δομή διπλής έλικας του DNA. Η ανακάλυψη αυτή περιείχε άμεσες ενδείξεις για το πώς τα γονίδια επιτελούν το έργο τους (Crick 1958). Τα επόμενα χρόνια, υπήρξε κατακλυσμός πληροφοριών από τη νέα «μοριακή βιολογία» και έτσι προστέθηκε ένα νέο επίπεδο λεπτομέρειας στην εξελικτική θεωρία, καθώς μετασχηματιζόταν η υπόλοιπη βιολογία.
Στις τελευταίες σελίδες παρακολούθησα την εξελικτική σκέψη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Βασικές ιδέες και σε άλλα μέρη της βιολογίας εδραιώθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται η ιδέα ότι τα κύτταρα είναι οι βασικές μονάδες των έμβιων πραγμάτων, και η ιδέα ότι τα κύτταρα παράγονται από άλλα κύτταρα με διαίρεση και σύντηξη. Στα μέσα του 19ου αιώνα, πειράματα του Λουί Παστέρ (Louis Pasteur, 1822 - 1895) ανέτρεψαν οριστικά την ιδέα για συνεχή «αυθόρμητη γένεση» της ζωής. Επί μακρόν, η χημεία των έμβιων συστημάτων, η «οργανική χημεία» έμοιαζε τόσο διαφορετική από την υπόλοιπη χημεία ώστε φαινόταν σαν η ζωή να συνυφαίνεται με δικές της, ιδιώνυμες χημικές αρχές, πέρα από όσες διέπουν την «ανόργανη» ύλη.
Και αυτό άλλαξε κατά τον 19ο αιώνα, όταν έγινε η πρώτη χημική σύνθεση οργανικών ενώσεων και αναγνωρίστηκε ο ιδιαίτερος ρόλος του άνθρακα, με την ικανότητά του να σχηματίζει πολύπλοκες δομές, όπως δακτύλιους και αλυσίδες. Η κάπως μυστηριώδης, χωριστή «οργανική» χημεία έγινε η χημεία του άνθρακα. Εντούτοις, κατά τα τέλη του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα συνεχίστηκε η αντιπαράθεση σχετικά με το κατά πόσον κάθε έμβια δραστηριότητα έχει αμιγώς φυσική βάση. Οι οπαδοί της «ζωτικοκρατίας» πίστευαν πως τις έμβιες διεργασίες τις διέπουν σε τόσο μεγάλο βαθμό σκοποί ώστε δεν μπορεί να είναι απλώς φυσικές (Driesch 1914).
Η βιολογία της ατομικής ανάπτυξης, η ακολουθία με την οποία το ωάριο οδηγεί στο ενήλικο άτομο, παρέμενε τόσο αινιγματική ώστε μερικοί θεωρού- σαν πως ήταν δυνατόν να δρα ένας ειδικός οργανωτικός παράγοντας πέρα από τη συνηθισμένη φυσική. Η ζωτικοκρατία εξέπεσε όσο προχωρούσε η μηχανιστική πλευρά της βιολογίας, και στα τέλη του 20ού αιώνα η ομαλή πορεία που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως παράδειγμα φυσικής αλλαγής έγινε αντικείμενο εξήγησης με την απαρτίωση της αναπτυξιακής βιολογίας και της μοριακής γενετικής, και με χαρτογράφηση των πολύπλοκων διεργασιών με τις οποίες η γονιδιακή δράση ρυθμίζεται μέσα στα κύτταρα.
Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα των εξελικτικών οδών στις διεργασίες που διέπουν την ατομική ανάπτυξη διερευνήθηκαν (ιδίως από το κίνημα το γνωστό ως «εξελικτική ανάπτυξη», στα Αγγλικά «evo-devo»), όπου απαρτιώνονται οι εξηγήσεις σχετικά με την αλλαγή από το μοριακό επίπεδο έως την εξέλιξη των έμβιων ειδών, περνώντας από τους οργανισμούς.
Η Φιλοσοφία της Βιολογίας
Ένα μέρος από την ολότητα που «συνέχεται» κατά κάποιον τρόπο, όπως το είπε ο Σέλαρς, είναι ο κόσμος των έμβιων πραγμάτων, όπου ανήκουμε εμείς οι άνθρωποι, άλλα ζώα, τα φυτά και τα βακτήρια. Ένα άλλο μέρος της ολότητας είναι η διερεύνηση του έμβιου κόσμου από τον άνθρωπο, όπου περιλαμβάνεται και η άσκηση της επιστήμης. Θα παραθέσουμε μερικά παραδείγματα φιλοσοφικών ζητημάτων που ανακύπτουν εντός της βιολογίας και περί τη βιολογία, περίπου με τη σειρά εμφάνισής τους στο ανά χείρας βιβλίο. Χάρη στη σύγχρονη βιολογία, φαίνεται πως κατανοούμε αρκετά καλά τον έμβιο κόσμο.
Ωστόσο, η σύγχρονη βιολογία μοιάζει να περιγράφει τον έμβιο κόσμο χωρίς αναφορά σε νόμους, αντίθετα από πολλές άλλες επιστήμες. Πολλοί γρίφοι αναφύονται σχετικά με το τι ακριβώς εξηγείται με αναφορά στην επιλογή και στη σχετική με αυτήν ιδέα της βιολογικής «αρμοστικότητας». Από τους ιστορικά πιο διαδεδομένους και ψυχολογικά πιο ακαταμάχητους τρόπους του νοείν τα έμβια πράγματα είναι αυτός που επικαλείται τους σκοπούς και τις λειτουργίες τους. Η σύγχρονη βιολογία συνδυάζει μια μηχανιστική, εμπειρικώς καθοδηγούμενη πραγμάτευση των βιολογικών διεργασιών με μια εξελικτική εξήγηση του πώς παράγονται τα έμβια πράγματα, και έτσι δεν εναρμονίζεται ευχερώς με τον συγκεκριμένο τρόπο του νοείν.
Το ερώτημα εν προκειμένω είναι αν ο συνδυασμός μηχανιστικών και εξελικτικών απόψεων της σύγχρονης βιολογίας αναιρεί τη φαινομενική ύπαρξη σκοπών στο βιολογικό κόσμο ή αν εξηγεί την προέλευση των σκοπών. Μερικοί βιολόγοι θεωρούν πως οι εξελικτικές διεργασίες, ίσως μάλιστα η ζωή αυτή καθαυτήν, είναι, κατά μία έννοια, συνυφασμένες εκ συστάσεως με την πληροφορία. Συζητώ τις απόψεις αυτές με τρόπο κριτικό, στη συνέχεια όμως εξετάζω αφενός πρόσφατο ερευνητικό έργο για το πώς η ανταλλαγή σημάτων και η επικοινωνία διαποτίζουν τα έμβια συστήματα, αφετέρου μοντέλα σχετικά με το πώς εξελίχθηκαν αυτοί οι ειδικοί τύποι αλληλεπίδρασης.
Με μια ευρεία έννοια, η φιλοσοφία της βιολογίας θεωρούμενη συνολικά, είναι ένα μέρος από τη «φιλοσοφία της επιστήμης». Έχοντας όμως κατά νουν την ως άνω διάκριση, μπορούμε επίσης να διακρίνουμε τη φιλοσοφία της επιστήμης, με τη στενή έννοια, από τη φιλοσοφία της φύσης. Η φιλοσοφία της επιστήμης με τη στενότερη έννοια είναι μια απόπειρα για να κατανοήσουμε τη δραστηριότητα και τα προϊόντα της επιστήμης αυτής καθαυτήν. Από την άλλη, η φιλοσοφία της φύσης είναι μια προσπάθεια να κατανοήσουμε το σύμπαν και τη θέση μας μέσα σ’ αυτό. Η βιολογία ως επιστήμη γίνεται εργαλείο -ένας φακός- που μ’ αυτό κοιτάζουμε τον φυσικό κόσμο.
Με αυτή την τελευταία έννοια, η επιστήμη είναι ένας από τους πόρους της φιλοσοφίας και όχι αντικείμενό της. Για τον φιλόσοφο που πασχίζει να κατανοήσει τη ζωή, η επιστήμη είναι ένας πόρος, ωστόσο η φιλοσοφία βλέπει τα πράγματα από τη δική της σκοπιά και θέτει τα δικά της ερωτήματα. Είναι ανόητο να θέτει η φιλοσοφία τον εαυτό της πάνω από την επιστήμη, μπορεί όμως να κάνει ένα βήμα πίσω και να βλέπει την επιστήμη από κάποια απόσταση. Αυτό είναι πράγματι αναγκαίο για να μπορεί η φιλοσοφία να επιτελεί το έργο της - να βλέπει δηλαδή πώς τα πάντα συνέχονται μεταξύ τους.
Ο φιλόσοφος θα βλέπει πώς το μήνυμα από ένα μέρος της επιστήμης σχετίζεται με το μήνυμα από ένα άλλο μέρος της, και πώς η επιστημονική θεώρηση της φύσης σχετίζεται με ιδέες που προσλαμβάνουμε από άλλες πηγές. Από τη σκοπιά του φιλοσόφου είναι κάτι φυσικό να εγείρονται ερωτήματα για πράγματα που μπορεί στην επιστήμη να εκλαμβάνονται, ίσως για πρακτικούς σκοπούς, ως δεδομένα. Το έργο λοιπόν που ονομάζουμε «φιλοσοφία της φύσης» δεν συνίσταται σε μια φιλοσοφική έκθεση σχετικά με το τι συμβαίνει στην επιστήμη, αλλά στην κατανόηση αφενός του τι μας λέει σε ένα πρώτο επίπεδο η επιστήμη, και αφετέρου στη χρήση αυτού του υλικού για τη σύνθεση μιας σφαιρικής εικόνας για τον κόσμο.
Δεν πρόκειται για κάτι που μόνον οι φιλόσοφοι μπορούν να επιτελούν. Συχνά, έχουν και οι επιστήμονες τις δικές τους απόψεις για τη φιλοσοφική σημασία του έργου τους και σε τούτο εδώ το βιβλίο θα συναντήσουμε επανειλημμένα τέτοιες απόψεις. Ωστόσο, η διύλιση του φιλοσοφικού περιεχομένου του επιστημονικού έργου είναι μια δραστηριότητα διαφορετική από την άσκηση της επιστήμης καθαυτήν. Η επιστήμη ως δραστηριότητα είναι μέρος της φύσης - είναι μια δραστηριότητα που επιτελούν άνθρωποι.
Αυτά τα δύο είδη φιλοσοφικού έργου αλληλεπιδρούν: το τι θεωρούμε ότι μας λέει η επιστήμη για τον κόσμο εξαρτάται από το πώς θεωρούμε ότι λειτουργεί το εκάστοτε μέρος της επιστήμης. Ωστόσο, το να μας ενδιαφέρει η επιστήμη ως δραστηριότητα και το να μας ενδιαφέρει τι λέει η επιστήμη για τον κόσμο είναι δύο πράγματα κάπως διαφορετικά το ένα από το άλλο, ενώ και τα δύο είναι μέρος της άποψης για το τι είναι η φιλοσοφία σύμφωνα με τη διατύπωση του Σέλαρς που παραθέσαμε στην αρχή του παρόντος.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
Μικροβιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των οργανισμών οι οποίοι δεν είναι ορατοί με γυμνό οφθαλμό και ονομάζονται μικροοργανισμοί. Ο πρώτος άνθρωπος που παρατήρησε μικρόβια ήταν ο Robert Hook χρησιμοποιώντας ένα απλό μικροσκόπιο περί το 1665. Παρατήρησε την κυτταρική δομή των φυτών όπως επίσης αυτή των μυκήτων τους οποίους και ζωγράφισε. Ο Αnton van Leeuwenhoek ήταν ο πρώτος ο οποίος ανακάλυψε το μικροσκόπιο και είδε βακτήρια. Κατασκεύασε τα πρώτα μικροσκόπια από άργυρο, χρυσό και χρησιμοποίησε μεγεθυντικούς φακούς x 300-500 για να δει μικροσκοπικά πρωτόζωα, άλγη και μεγαλύτερα βακτήρια (1674).
Έστειλε τις αρχικές παρατηρήσεις του στην Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου το 1676 και εξέπληξε με την έμμονη γνώμη του ότι τα μικρά πράγματα που είχε δει με τους φακούς του ήταν ΄ζωντανά΄ επειδή τα είχε παρατηρήσει να κολυμπούν. Εξαιτίας της απαγόρευσης να χρησιμοποιηθεί το μικροσκόπιο και από άλλους ερευνητές και της αποτυχίας να συσχετιστούν τα μικρόβια ως αίτια λοιμώξεων πέρασαν σχεδόν 2 αιώνες μέχρι της ουσιαστικής απογείωσης της Μικροβιολογίας. Ο Pasteur το 1859 πρότεινε τις βασικές αρχές της Μικροβιολογίας και μαζί με τον Koch έθεσαν τα θεμέλια της επιστήμης της Μικροβιολογίας.
Ο Pasteur διατύπωσε πρώτος την τεχνική της παστερίωσης, με την οποία φονεύονται ορισμένοι μικροοργανισμοί, που μπορεί να αλλοιώσουν ένα τρόφιμο, σε αντίθεση με την αποστείρωση όπου όλες οι μορφές των μικροοργανισμών καταστρέφονται. Ο Pasteur επίσης πρώτος μελέτησε τις ζυμώσεις όταν αντελήφθη ότι η μαγιά ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή αλκοόλης στο κρασί. Συγχρόνως ο Pasteur κατέρριψε την αρχαιότατη θεωρία της αυτομάτου γενέσεως (1860 - 1861) με απλά πειράματα. Απέδειξε ότι οι μικροοργανισμοί και γενικά οι ζώντες οργανισμοί, παρά τις μέχρι τότε θεωρίες, ουδέποτε δημιουργούνται αυτομάτως, αλλά πάντοτε προέρχονται από άλλους όμοιους ζώντες οργανισμούς.
Ο Pasteur μετά από πειράματα σε κοτόπουλα προσβεβλημένα με χολέρα και χρησιμοποιώντας στελέχη παθογόνων βακτηρίων με διαφορετική λοιμογόνο ικανότητα πρότεινε τις πρώτες θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης της Ανοσολογίας. Στη συνέχεια παρασκεύασε τα πρώτα εμβόλια έναντι του ιού της λύσσας και του βακίλου του άνθρακα. Σήμερα με την ανάπτυξη νέων μοριακών μεθόδων και τεχνικών έχουν αναπτυχθεί νέα σύγχρονα εμβόλια που χρησιμεύουν στην ανοσία έναντι διαφόρων λοιμώξεων όπως έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β. Αργότερα το 1876 ο Koch απέδειξε ότι ο βάκιλος του άνθρακα ήταν το αίτιο της νόσου άνθραξ.
Το 1882 μελέτησε τη φυματίωση του ανθρώπου και περιέγραψε το βακτήριο της φυματίωσης, το οποίο από τότε αναφέρεται ως βακτήριο του Koch. Ο Κοch ανέπτυξε τις βασικές τεχνικές της καλλιέργειας που χρησιμοποιούνται στα μικροβιολογικά εργαστήρια σήμερα. Αυτές περιλαμβάνουν τις τεχνικές της καθαρής καλλιέργειας, τη χρήση στερεών θρεπτικών υλικών με προσθήκη πηκτής (gel) ή άγαρ 1-2% και των τρυβλίων Petri, επί των οποίων τα μικρόβια πολλαπλασιαζόμενα δημιουργούν σχηματισμό, ο οποίος ονομάζεται ''αποικία''. Η χρήση των χρωστικών της ανιλίνης και η μικροφωτογραφία για τη χρώση και τη μελέτη των μικροβίων με μικροσκόπιο εφαρμόστηκαν επίσης από τον Koch.
O Koch περιέγραψε τα κριτήρια γνωστά ως ''αξιώματα'' του Koch, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την απόδειξη της σχέσεως ενός βακτηρίου προς ορισμένη νόσο. Αυτά αποτελούνται από τα εξής:
- Ο μικροοργανισμός πρέπει να ανευρίσκεται σε όλες τις περιπτώσεις της νόσου.
- Ο μικροοργανισμός πρέπει να απομονώνεται και να καλλιεργείται εκτός του πάσχοντος σώματος σε καθαρή καλλιέργεια.
- Ο απομονωθείς μικροοργανισμός πρέπει να αναπαράγει την κλινική νόσο εμβολιαζόμενος σε ευαίσθητο πειραματόζωο.
- Ο ''αυτός'' μικροοργανισμός πρέπει να απομονωθεί με καλλιέργεια από το πειραματικώς εμβολιασθέν πειραματόζωο. Προ του τέλους του 19ου αιώνα είχαν ανακαλυφθεί και μελετηθεί μικροοργανισμοί υπεύθυνοι για τις περισσότερες νόσους των ανθρώπων και ζώων.
Οι γνώσεις αυτές οδήγησαν στην καταπολέμηση των νόσων και την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τις καταστρεπτικές επιδημίες του παρελθόντος. Παράλληλα προς τις έρευνες αυτές με τις οποίες διευκρινίστηκε η αιτιολογία των νόσων αποδείχθηκε ότι στο χώμα, στον αέρα, στα νερά των ποταμών και των λιμνών υπάρχουν διάφορα είδη μικροοργανισμών πολλά των οποίων είναι μεγάλης οικονομικής σημασίας. Διερευνήθηκε επίσης η σημασία των μικροβίων για τη γεωργία και τις βιομηχανίες τροφίμων. Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα απεδείχθη η ύπαρξη των ιών.
Ο ιατρός Jenner (1749 - 1823) ανακάλυψε το εμβόλιο έναντι του ιού της ευλογιάς το 1796, όπου η ευλογιά ήταν μία από τις περισσότερο λοιμογόνους νόσους εκείνης της εποχής και πέθαιναν 45.000 άτομα ετησίως στην Αγγλία. Εξίσου σημαντική ήταν η μελέτη διαφόρων χημειοθεραπευτικών ενώσεων από τον Εhrlich στον αγώνα κατά της σύφιλης, η οποία ως γνωστόν ανήκει στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, και είχε αποβεί πραγματική μάστιγα του 19ου αιώνα αποδεκατίζοντας εκατομμύρια άτομα. Ο Εhrlich δοκίμασε εκατοντάδες χημικών ενώσεων και τελικά το 1910 ανακάλυψε μία ένωση που ήταν αποτελεσματική έναντι του οργανισμού (Τρεπόνημα το ωχρών) που ήταν αίτιο της σύφιλης και την ονόμασε σαλβαρσάνη.
Η ανακάλυψη αυτή μετέπειτα έθεσε τις βάσεις για την περαιτέρω ανακάλυψη των αντιβιοτικών και άλλων χημειοθεραπευτικών ενώσεων. Η σύγχρονη ιστορία των αντιβιοτικών αρχίζει από το 1929 όταν ο Fleming παρατήρησε την αναστολή της ανάπτυξης αποικιών σταφυλόκοκκου στην περιοχή αποικίας του μύκητα Penicillium notatum. Ο Fleming μελέτησε την ουσία και την ονόμασε πενικιλίνη. Αργότερα ομάδα ερευνητών στην Οξφόρδη (1940) απομόνωσε την πενικιλίνη και μελέτησε τη θεραπευτική εφαρμογή της, η οποία παραμένει ακόμη ένα από τα πλέον δραστικά αντιβιοτικά.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ (Ε.Ι.Π)
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το πρώτο Ινστιτούτο Παστέρ ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1888 με σκοπό τη μελέτη της νέας επιστήμης της Μικροβιολογίας και των εφαρμογών της στην Ιατρική, στη Δημόσια Υγεία, στη Γεωργία και στη Βιομηχανία, καθώς επίσης και την έρευνα για την ανάπτυξη εμβολίων και ορών. Ακολούθησε η ίδρυση ενός δικτύου από Ινστιτούτα Παστέρ σε διάφορα μέρη του κόσμου, κυρίως σε Γαλλικές αποικίες, αλλά και σε άλλες χώρες. Η ιστορία της ίδρυσης του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ ξεκινάει από την ανάγκη αναδιοργάνωσης του Ελληνικού Στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα. Το έργο της αναδιοργάνωσης αυτής ανατέθηκε από το Ελληνικό Κράτος σε αποστολή του Γαλλικού Στρατού.
Ο αρχηγός αυτής της αποστολής, ταξίαρχος JosephPaul Eydoux, το 1911 πρότεινε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών, την ίδρυση ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Το 1912, ακολούθησε πρόταση και του υπεύθυνου του Υγειονομικού της ίδιας αποστολής, αρχίατρου Odilon Arnaud, με το ίδιο περιεχόμενο. Στο πλαίσιο τόσο της κοινωνικής πολιτικής για τη δημόσια υγεία, όσο και της σύσφιξης των διμερών σχέσεων με τη Γαλλία, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριζε με θέρμη την ίδρυση του Ινστιτούτου. Το 1914 μάλιστα, ο περιβόητος ομογενής μεγιστάνας Μπαζίλ Ζαχάρωφ κοινοποίησε την πρόθεσή του να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα.
Ωστόσο, λόγω της πολιτικής αστάθειας, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές, πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να καρποφορήσει το σχέδιο των Γάλλων στρατιωτικών. Τελικά το 1919 το ''Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ - Ίδρυμα Ζαχάρωφ'' ιδρύθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 26 Απριλίου. Ο Ζαχάρωφ, εκτός από την αρχική χορηγία, συνείσφερε και ετήσια επιχορήγηση μέχρι το θάνατό του. Ο Βενιζέλος επίσης βοήθησε το ινστιτούτο με έκτακτες δωρεές. Από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ παραμένει πιστό στην αποστολή του που είναι η πρόληψη και η θεραπεία Μολυσματικών Νοσημάτων μέσω της Βιοϊατρικής Έρευνας, της Εκπαίδευσης και της προσφοράς Υπηρεσιών στη Δημόσια Υγεία.
Ειδικότερα, η Έρευνα εστιάζεται σε επιλεγμένα παθογόνα καθώς και στην καταπολέμηση άλλων νοσημάτων όπως αυτοάνοσα, νευροεκφυλιστικά, νευρομυϊκά και διάφορες μορφές καρκίνου. Μια από τις βασικές δραστηριότητες του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ είναι η άμεση ανταπόκριση στην ανίχνευση και απομόνωση παθογόνων μικροοργανισμών που αποτελούν ιδιαίτερη απειλή στη Δημόσια Υγεία διότι μπορεί να προκαλέσουν επιδημίες ή πανδημίες. Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, παίζει στρατηγικό ρόλο στην παρακολούθηση της εισαγωγής αναδυόμενων και επανεμφανιζόμενων λοιμωδών νόσων στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις που διενεργούνται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ καλύπτουν ανάγκες Ιδιωτών ασθενών ή ασθενών δημοσίων και ιδιωτικών θεραπευτηρίων. Το διαγνωστικό Τμήμα έχει διαπιστευτεί σύμφωνα με το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 15189:2007 από το ΕΣΥΔ. Επίσης λειτουργούν πέντε (5) Εθνικά Εργαστήρια Αναφοράς Λοιμώξεων:
1) Γρίππης Νοτίου Ελλάδος (διαπιστευμένο από τον Π.Ο.Υ.)
2) Γονοκκόκου
3) Εντεροϊών πολιοϊών (διαπιστευμένο από τον Π.Ο.Υ.)
4)Ερυθράς/ Ιλαράς (Διαπιστευμένο από τον Π.Ο.Υ) και
5) Λεϊσμανιάσεων.
Η Μονάδα Εμβολίων λειτουργεί κάτω από αυστηρές προδιαγραφές όπως αυτές ορίζονται από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και τον ΕΟΦ και υποστηρίζεται από το Τμήμα Ποιοτικού Έλεγχου και τη Μονάδα Πειραματοζώων του Ελληνικού Ινστιτούτο Παστέρ. Τα προϊόντα της Μονάδας διατίθενται στο Υπουργείο Υγείας αλλά και σε άλλους φορείς όπως ΕΟΠΠΥ, Ένοπλες Δυνάμεις, Νοσοκομεία κλπ. αλλά και σε ανθρωπιστικές αποστολές στην Ελλάδα και το Εξωτερικό.
Αποστολή - Σκοπός
Το Ε.Ι.Π σήμερα είναι διεθνώς αναγνωρισμένο για την βασική και μεταφραστική έρευνα που διεξάγει στη Λοιμωξιολογία, στην Ανοσολογία και στις Νευροεπιστήμες. Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί το Ε.Ι.Π ως προς τα άλλα εθνικά ερευνητικά κέντρα, είναι ότι η έρευνα που διεξάγεται, κυρίως στα λοιμώδη νοσήματα και οι υπηρεσίες στη δημόσια υγεία είναι στενά συνδεδεμένες. Σημαντική είναι επίσης η ενεργή συμμετοχή του στο διεθνές δίκτυο των 32 Ινστιτούτων Παστέρπου σκοπό έχουν τον αγώνα έναντι των μολυσματικών νοσημάτων.
Η έρευνα στα μολυσματικά νοσήματα εστιάζεται σε επιλεγμένα παθογόνα με μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο όπως τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV), τα πρωτόζωα Leishmaniaκαι Trypanosoma brucei (T. brucei), τα gram-θετικά βακτήρια (εντεροβακτήρια, και non-fermentive βακίλλους), την Neissseria gonorrhoeae, το Helicobacter pylori και τα χλαμύδια. Το ερευνητικό έργο στην ανοσολογία έχει ως σκοπό την καλύτερη κατανόηση βασικών μηχανισμών της φυσικής και επίκτητης ανοσίας καθώς και των παθογενειών που αναπτύσσονται μέσω του ανοσολογικού συστήματος.
Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες αυτές έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη ανοσοδιαγνωστικών και θεραπευτικών παραγόντων έναντι του καρκίνου και των αυτοάνοσων νοσημάτων, καθώς και στη δημιουργία διαγονιδιακών ή μεταλλαγμένων ποντικών για την προτυποποίηση ανθρώπινων ασθενειών. Τα εργαστήρια της νευροεπιστήμης και της νευροανοσολογίας του Ε.Ι.Π εστιάζονται στη μελέτη νευρομυικών λειτουργιών και νευροανοσολογικών αλληλεπιδράσεων, στη λειτουργία και την κατευθυνόμενη διαφοροποίηση των βλαστικών κυττάρων, τη διαδικασία του νευροεκφυλισμού και της νευροπροστασίας καθώς και σε μελέτες που αφορούν στην επιδιόρθωση του νευρικού συστήματος.
Συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην βασική Έρευνα και τη Δημόσια Υγεία αποτελούν τα πέντε Εθνικά Κέντρα Αναφοράς.
- Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς Γονοκόκκου
- Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς Λεισμανιάσεων
Aναγνωρισμένα από τον Παγκόσμιο οργανισμό Υγείας
- Εθνικό Εργαστήριο Γρίπης Νοτίου Ελλάδος
- Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς Εντεροϊών / Πολιοϊών
- Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς Ιλαράς / Ερυθράς
Ο Τομέας της Δημόσιας Υγείας του Ε.Ι.Π περιλαμβάνει ένα εξαιρετικά οργανωμένο Διαγνωστικό τμήμα εξειδικευμένο στη γρήγορη διάγνωση νόσων που οφείλονται σε βακτήρια, ιούς και παράσιτα. Η ιδιαιτερότητα του Ε.Ι.Π έγκειται στο ότι, ο τομέας της Δημόσιας Υγείας με τα Κέντρα Αναφοράς και το τμήμα Διάγνωσης αλληλεπιδρούν με τον τομέα της Έρευνας με τέτοιο τρόπο ώστε, ο πρώτος να εμπλουτίζεται με τα πλέον σύγχρονα δεδομένα της διάγνωσης της επιδημιολογίας και των θεραπειών και ο δεύτερος να φέρνει πιο κοντά την έρευνα στην κλινική εφαρμογή ενισχύοντας έτσι τη μεταφραστική έρευνα.
Η Μονάδα Παραγωγής Εμβολίων και το σύγχρονο εργαστήριο Ποιοτικού Ελέγχου συνεισφέρουν επίσης στη Δημόσια Υγεία παρέχοντας εμβόλια στο Δημόσιο τομέα και πραγματοποιώντας ελέγχους εμβολίων και άλλων βιολογικών προϊόντων δια μέσου του Εθνικού Υπουργείου Υγείας και του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων ( ΕΟΦ). Άρρηκτα όμως συνδεδεμένες με την Έρευνα και τη Δημόσια Υγεία είναι οι τεχνολογικές υποδομές που απαρτίζονται από το τμήμα Ζωικών Προτύπων Βιοϊατρικής Έρευνας που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και Μονάδες Διαγονιδιακής Τεχνολογίας και Μικροχειρουργικής και Μεταμόσχευσης, τη Μονάδα Οπτικής Mικροσκοπίας και τη Μονάδα Κυτταρομετρίας Ροής.
To έργο τους συνεισφέρει ουσιαστικά στην ανταγωνιστική μεταφραστική και βασική έρευνα που διεξάγεται στα εργαστήριά του, ενώ παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες και σε τρίτους. Ανάμεσα στους σκοπούς του Ινστιτούτου είναι και η εμπορευματοποίηση κάποιων από τα ερευνητικά του προϊόντα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων στο Ε.Ι.Π υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός πατεντών και πολλών προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης σε συνεργασία με τη φαρμακοβιομηχανία όπου χρησιμοποιούνται μερικά in-house προϊόντα του Ε.Ι.Π. Διαγνωστικά προϊόντα - έρευνας χρησιμοποιούνται ήδη στο τμήμα διάγνωσης του Ε.Ι.Π, ενώ για μερικά από αυτά το Ε.Ι.Π βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση με την βιομηχανία για ευρύτερη χρήση.
Διεθνές Δίκτυο Ινστιτούτων Παστέρ
Το Διεθνές Δίκτυο Ινστιτούτων Pasteur και συνεργαζόμενων Ινστιτούτων (Reseau International des Instituts Pasteur et Instituts Associes) συμπεριλαμβάνει 29 Ινστιτούτα, διεσπαρμένα σε όλες τις ηπείρους. Το Ινστιτούτο Pasteur στο Παρίσι (έτος ίδρυσης 1888), αποτέλεσε τον πυρήνα για την ανάπτυξη του Διεθνούς Δικτύου. Η επί έναν αιώνα προσφορά του Δικτύου Ινστιτούτων Pasteur είναι ουσιαστικά η ιστορία των ανακαλύψεων που σηματοδότησαν την ανάπτυξη των βιοϊατρικών επιστημών και τον αγώνα έναντι των μεγάλων πληγών της ανθρωπότητας:
- Της πανούκλας από τον Yersin.
- Του τύφου από τον Laveran.
- Της διφθερίτιδας από τους Roux και Ramon.
- Της φυματίωσης από τους Calmette και Guerrin.
- Της έναρξης της μοριακής βιολογίας από τους Lwoff, J. Monod και F. Jacob.
- Της απομόνωσης του ιού του AIDS από τον J. L. Montagnier.
Οκτώ βραβεία Nobel, οκτώ σταθμοί στην ιστορία της ιατρικής. Τα Ινστιτούτα Παστέρ διαπνέονται από τις ίδιες αξίες για την Έρευνα, την Εκπαίδευση και την προσφορά στο χώρο της Δημόσιας Υγείας. Ειδικότερα η αποστολή τους στη Δημόσια Υγεία αποβλέπει στην καταπολέμηση των μολυσματικών νόσων που μαστίζουν πρωταρχικά τους πληθυσμούς των χωρών και περιοχών, όπου τα Ινστιτούτα Pasteur έχουν τις εγκαταστάσεις τους. Εξίσου σημαντική κρίνεται η συμβολή των Ινστιτούτων του Δικτύου στην επιδημιολογική επαγρύπνηση των νόσων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ
Από την ίδρυσή του (1920) μέχρι σήμερα, το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ (Ε.Ι.Π) παραμένει πιστό στην αποστολή του που είναι η πρόληψη και η θεραπεία των Μολυσματικών νοσημάτων μέσω της Βασικής Έρευνας, της Εκπαίδευσης και της προσφοράς Υπηρεσιών στη Δημόσια Υγεία. Πέρα από την εστίαση στην καταπολέμηση των μολυσματικών νοσημάτων, στόχο της Έρευνας στο Ε.Ι.Π σήμερα αποτελεί και η καταπολέμηση άλλων νοσημάτων όπως τα αυτοάνοσα, τα νευροεκφυλιστικά, τα νευρομυικά και διάφορες μορφές καρκίνου. Το Ε.Ι.Π :
- Είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός ΝΠΙΔ που εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων καθώς και από το Υπουργείο Υγείας.
- Λειτουργεί με βάση τον Ελληνικό Νόμο που αφορά τα Ερευνητικά κέντρα, και μια Διμερή Συμφωνία (3733/28-1-2009) ανάμεσα στο Ελληνικό κράτος και το Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι.
- Είναι μέλος του Διεθνούς Δικτύου Ινστιτούτων Παστέρ, και διατηρεί ισχυρούς δεσμούς συνεργασίας με το Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι και άλλα Ινστιτούτα του Δικτύου στη Βόρεια και Κεντρική Αφρική, στην ΝΑ Ασία, την Ευρώπη και τον Καναδά.
Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΠΑΣΤΕΡ
Η ''επίσημη'' ιστορία του Ε.Ι.Π ξεκινάει με την παρουσίαση του χρονικού ίδρυσής του, στο πρώτο τεύχος του Archives de l’Institut Pasteur Hellénique, το επίσημο περιοδικό δηλαδή του Ινστιτούτου, το 1923, με την ίδια αφήγηση να επαναλαμβάνεται και στο εξής μέχρι σήμερα, σχεδόν δίχως παραλλαγές. Πρόκειται μάλλον για ένα σύντομο χρονικό με μια αρκετά απλοποιημένη εκδοχή της πραγματικότητας, όπως τουλάχιστον αποκαλύπτεται από τη μέχρι στιγμής έρευνα. Οι λόγοι γι’ αυτό θα διαφανούν στην πορεία αυτής της εργασίας, καθώς αφορούν στην «ουδετεροποίηση» του παρελθόντος, με την παράλειψη των αμφίσημων-σκοτεινών σημείων.
Είναι μια τακτική που εντάσσεται στην εδραιωμένη αντίληψη -όσον αφορά στην ιστορία της επιστήμης- για το τι πρέπει να αναφέρεται και τι όχι στην ιστορία ενός επιστημονικού οργανισμού. Η Η αφήγηση ξεκινάει από το 1915, όταν ο συνταγματάρχης - ιατρός Αρνώ (Odilon Arnaud), διευθυντής της υγειονομικής υπηρεσίας της Γαλλικής Αποστολής αναδιοργάνωσης του Ελληνικού στρατού, «συλλαμβάνει» την ιδέα δημιουργίας ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Μετά από αρκετό χρόνο και προσπάθειες, το 1919, πείθει τον «πλούσιο Έλληνα του εξωτερικού», Μπαζίλ Ζαχάρωφ (Basil Zaharoff), να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια, και να προσφέρει το αρχικό ποσό για τη δημιουργία του Ε.Ι.Π.
Στην τελική προσπάθεια συμπράττει και η Ελληνική κυβέρνηση, παρέχοντας ετήσια επιχορήγηση, αλλά και το Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού, που εξασφαλίζει την επιστημονική «πατρωνία». Έτσι, το μητροπολιτικό Ινστιτούτο, στέλνει το 1919 τον Εντμόν Σερζέν (Edmond Sergent), διευθυντή του Ι.Π στο Αλγέρι για να οργανώσει το Ελληνικό ινστιτούτο. Το έργο τελικά ανέλαβε ο Αλμπέρ Καλμέτ (Albert Calmette), ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1920, μαζί με τους Ζωρζ Αμπ (George Abt) και Ζωρζ Μπλαν (George Blanc). Ο Καλμέτ ήταν υποδιευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Παστέρ (Ι.Π) και υπεύθυνος για το δίκτυο των Ι.Π του εξωτερικού.
Ο Αμπ ανέλαβε τη θέση του γενικού διευθυντή του Ε.Ι.Π, και ο Μπλαν τη θέση του υποδιευθυντή. Ο Καλμέτ, λοιπόν, ήταν ο υπεύθυνος από τη μεριά των Γάλλων για τη συγκρότηση του πρώτου διοικητικού συμβουλίου, επέβλεψε τα σχέδια του νέου κτηρίου, το οποίο θα στέγαζε τα εργαστήρια, καθώς επίσης και το καταστατικό του Ε.Ι.Π. Η λειτουργία του Ε.Ι.Π ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1920, με διευθυντή τον Ζωρζ Αμπ, όπως είπαμε, ο οποίος όμως για λόγους υγείας παραιτήθηκε από αυτή τη θέση τον Μάρτιο του επόμενου έτους και επέστρεψε στη Γαλλία. Τη θέση του πήρε ο υποδιευθυντής Ζωρζ Μπλαν.
Το υπόλοιπο προσωπικό αυτά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας, αποτελούσαν ο Ι. Καμινόπετρος, βοηθός και συνεργάτης του Μπλαν, υπεύθυνος των υπηρεσιών βακτηριολογίας, ο Κ. Μελανίδης, προϊστάμενος του εργαστηρίου κτηνιατρικής, δύο παρασκευαστές, δύο βοηθοί εργαστηρίου, ένας ζωοκόμος, ένας κηπουρός, η δις Πασκαλύ λογίστρια, και η δις Πατρικίου γραμματέας. Κάποια στιγμή στην αφήγηση αυτή προστίθεται το γεγονός των εγκαινίων του Ε.Ι.Π, τον Μάρτιο του 1920, με την παρουσία τόσο του Καλμέτ, όσο και του πρωθυπουργού Βενιζέλου.
Στην είσοδο του κεντρικού κτηρίου του Ε.Ι.Π αναρτάται τιμητική μαρμάρινη πλάκα, όπου αναγράφονται ως ιδρυτές του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ η Ελληνική κυβέρνηση και ο Βασίλειος Ζαχάρωφ, καθώς και τα ονόματα των μεγάλων ευεργετών Οdillon Arnaud, Ελευθέριου Βενιζέλου και Ηρακλή Βόλτου. Η πλάκα αυτή δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς τοποθετήθηκε εκεί, αλλά από φωτογραφίες που βρέθηκαν στο Ιστορικό Αρχείο του Ε.Ι.Π είναι σίγουρο ότι βρίσκεται εκεί πριν από το 1950.
Άλλα στοιχεία που μαθαίνουμε από την επίσημη ιστορία είναι ότι το Ε.Ι.Π συμβάλει στην αναδιοργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα, ιδρύει παράρτημα στη Θεσσαλονίκη για την παρασκευή εμβολίων για τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας, πρωτοπορεί με την παραγωγή και εφαρμογή του αντιφυματικού εμβολίου BCG, (σημειώνεται μάλιστα με έμφαση ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα μετά τη Γαλλία όπου παρασκευάζεται το BCG), συνεργάζεται με τα μεγάλα νοσοκομεία, όπως Συγγρού, Ευαγγελισμός, Σωτηρία, κ.ά., καθώς και με το Πανεπιστήμιο Αθηνών, την Υγειονομική Σχολή, τον Ερυθρό Σταυρό, τον Στρατό, και το Υπουργείο Γεωργίας.
Το Ε.Ι.Π παράγει ορούς και εμβόλια, αναλαμβάνει αναλύσεις, διεξάγει μελέτες και επιστημονικές αποστολές σε όλη την Ελλάδα, και -όπως όλα τα Ι.Π- αποτελεί κέντρο διδασκαλίας της Μικροβιολογίας. Έχει ενδιαφέρον ότι ακόμα και στις σύγχρονες προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας του Ε.Ι.Π, πέρα από αυτές τις δραστηριότητες, δε γίνεται ουσιαστική αναφορά στη δράση του Ε.Ι.Π τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Η επίσημη λοιπόν ιστορία μετά την περίοδο Μπλαν (1921 - 1931), περνάει κατευθείαν στο 1976, οπότε και υπογράφεται η νέα διμερής σύμβαση μεταξύ Ελληνικού κράτους και Ινστιτούτου Παστέρ Παρισιού.
Η χρονολογία αυτή χαρακτηρίζεται ως «χρονιά ορόσημο» για το Ε.Ι.Π, καθώς ξεπεράστηκε ο σοβαρός κίνδυνος παύσης της λειτουργίας του Ε.Ι.Π. Μία εξήγηση για αυτό το κενό στην αφήγηση είναι φυσικά η έλλειψη πηγών, αφού και στο ίδιο το ινστιτούτο δεν έγινε κάποια συγκροτημένη προσπάθεια για την καταγραφή αυτών των στοιχείων της ιστορίας του, μία άλλη είναι ότι στην ουσία, για μια μεγάλη περίοδο μετά και την αποχώρηση του Blanc το 1931, το ινστιτούτο υπολειτουργούσε, αντιμετωπίζοντας πολλά εσωτερικά προβλήματα, όπως ανεπαρκή χρηματοδότηση, έλλειψη προσωπικού, κ.ά. Μία αποτελεί και η διακοπή της έκδοσης του Archives de l’Institut Pasteur Hellénique μετά την αποχώρηση Blanc.
Φαίνεται λοιπόν, πως η συγκρότηση της επίσημης ιστορίας από το ίδιο το Ινστιτούτο είναι ασαφής και αποσπασματική. Σαφώς βασίζεται σε μια ευλογοφανή αιτία για την ίδρυση του Ε.Ι.Π, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην πρωτοβουλία του Αρνώ και τη γενναιοδωρία του Ζαχάρωφ, αλλά δεν υπάρχει καμία νύξη για το πώς και γιατί ο Αρνώ πήρε αυτή την πρωτοβουλία. Μια πιθανή αιτία για αυτό μπορεί να είναι το ότι μια τέτοια πρωτοβουλία -η δημιουργία ενός Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα την εποχή εκείνη- ήταν αυτονόητη.
Η ανάγκη για ένα μικροβιολογικό ινστιτούτο σίγουρα υπήρχε, λόγω των τεράστιων υγειονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελλάδα, και το Ινστιτούτο Παστέρ ήταν το πιο διάσημο, πρωτοποριακό, και καθιερωμένο διεθνώς τέτοιου τύπου ινστιτούτο, που επίσης συνοδευόταν με την αίγλη που πρόσδιδε το όνομα του δημιουργού του στον τίτλο. Οι εφημερίδες της εποχής το χαρακτηρίζουν «χαλύβδινο μοχλό της προόδου». Με τον ίδιο τρόπο, δεν δικαιολογείται καθόλου το πώς τελικά πείστηκε ο Ζαχάρωφ να κάνει τη δωρεά. Όπως είδαμε, ο Αρνώ προσπαθούσε από το 1915 να πετύχει τη δημιουργία του ινστιτούτου. Ο Ζαχάρωφ δίνει τη χορηγία στα 1919.
Τί μεσολαβεί; Αυτό η επίσημη ιστορία, το αφήνει αδιευκρίνιστο. Από έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε σε εφημερίδες της εποχής, φάνηκε ότι ο Ζαχάρωφ είχε κάνει ακριβώς την ίδια προσφορά, ήδη από το 1914. Προφανώς η πληροφορία αυτή διαφεύγει ή αποκρύπτεται από αυτούς που κατά καιρούς έγραψαν την επίσημη ιστορία. Όπως και να έχει, γεννιούνται ερωτήματα για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή -και σε άλλες όπως θα δούμε πιο κάτω- την παράληψη. Άλλο ένα σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς συμπληρώνεται αρκετά αργότερα στην ''επίσημη'' αφήγηση, και μέχρι στιγμής δεν έχει επιβεβαιωθεί από την έρευνά μας, είναι τα εγκαίνια του Ε.Ι.Π, τον Μάρτιο του 1920.
Μάλιστα, η παρουσία του Βενιζέλου στα εγκαίνια εκείνη την περίοδο είναι σίγουρα αδύνατη, καθώς αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό και επέστρεψε στην Αθήνα αρκετά αργότερα. Ακόμα, η αναφορά του Ηρακλή Βόλτου ως ευεργέτη του Ε.Ι.Π είναι προβληματική, καθώς, παρότι διαπιστώθηκε ότι στη διάρκεια της ζωής του προέβη σε πολλές δωρεές, δεν έχει βρεθεί ακόμα πως ευεργετήθηκε το Ε.Ι.Π από αυτές, γεγονός που συμπεραίνεται μόνο από την επιγραφή που βρίσκεται στη είσοδο του κεντρικού κτηρίου του Ε.Ι.Π, και δεν βρέθηκε μέχρι τώρα άλλο σχετικό τεκμήριο.
Σ' αυτό το πλαίσιο, όμως το περίεργο είναι ότι στην αφήγηση αυτή παραλείπονται ακόμα και σημεία που αφορούν στην ιδιαίτερα θετική προσφορά του Ε.Ι.Π στην δημόσια υγεία, όπως η συμμετοχή του στην αντιμετώπιση της επιδημίας του Δάγκειου πυρετού το 1929, ή οι μελέτες για τη λέπρα και οι αντίστοιχες πειραματικές θεραπείες που εφαρμόστηκαν σε αυτό (1928 - 1930), κ.ά. Επίσης δεν αναφέρεται το σημαντικό έργο των ερευνητών που εργάστηκαν στο Ε.Ι.Π, όπως το ερευνητικό έργο του Blanc, του Καμινόπετρου, και άλλων. Απουσιάζει επίσης ο κατάλογος των γενικών διευθυντών που υπηρέτησαν στο Ε.Ι.Π, με ονόματα μεγάλων επιστημόνων, όπως ο Λεπίν (Pierre Lépine) και ο Ντιράν (Paul Durand).
Καθώς και των εκάστοτε διοικητικών συμβουλίων, μέλη των οποίων διατέλεσαν προσωπικότητες όπως ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου, καθηγητής Δημήτρης Αιγινήτης, ο παθολόγος καθηγητής ιατρικής, Βλαδίμηρος Μπένσης, ο πρόεδρος του Ε.Ε.Σ, Ιωάννης Αθανασάκης, ο Octave Merlier και άλλοι. Για να καταλάβουμε, πώς είναι δυνατόν μια τέτοια αφήγηση να γίνει η επίσημη ιστορία του Ε.Ι.Π και να αντέξει τόσα χρόνια αναλλοίωτη, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τελικά το σημαντικό για τους περισσότερους δεν ήταν το γιατί δημιουργήθηκε ένα Ινστιτούτο Παστέρ στην Ελλάδα, αλλά το ότι δημιουργήθηκε.
Είναι ακόμα ένα παράδειγμα της αυταπόδειχτης ανάγκης της επιστήμης: ένα επιστημονικό ίδρυμα είναι αδιαμφισβήτητα χρήσιμο και αναγκαίο, καθώς η επιστήμη είναι χρήσιμη και αναγκαία. Η επίσημη ιστορία του ιδρύματος είναι απλά η επιβεβαίωση αυτής της ανάγκης που καλύφθηκε. Με αυτόν τον τρόπο, τα κενά και οι αντιφάσεις της ιστορίας του Ε.Ι.Π, παραβλέπονται μπροστά στην αναμφίβολη συμβολή του ιδρύματος στην κοινωνική πρόοδο και ευημερία.
Η όποια αμφισβήτηση αυτής της προκατάληψης θα έμοιαζε κακόβουλη, αν δεν τεκμηρίωνε την ουσιαστική σημασία της αποκατάστασης των κενών και των αντιφάσεων, στο πλαίσιο μιας πληρέστερης εικόνας της πραγματικότητας. Η αμφισβήτηση λοιπόν της «επίσημης» ιστορίας, δεν έχει στόχο την απαξίωση του παρελθόντος του Ε.Ι.Π, τουναντίον, είναι αυτό το πλούσιο και πολυδιάστατο παρελθόν που θέλουμε να καταστήσουμε πεδίο έρευνας και συζήτησης. Αλλά η προσπάθεια αυτή οφείλει να είναι ανοιχτή στην κριτική και στην πολύπλευρη ιστορική θέαση. Αυτό είναι λοιπόν και το δικό μας σημείο εκκίνησης.
Ο ΛΟΥΙ ΠΑΣΤΕΡ (Louis Pasteur)
Λουδοβίκος Παστέρ (27 Δεκεμβρίου 1822 - 28 Σεπτεμβρίου 1895), Γάλλος χημικός που έγινε διάσημος για τις ανακαλύψεις του στη Μικροβιολογία, τόσο ώστε να αποκληθεί «Πατέρας της Μικροβιολογίας» και της Ανοσολογίας. Τα πειράματά του επιβεβαίωσαν τη θεωρία ότι πολλές ασθένειες προκαλούνται από μικρόβια, ενώ ο ίδιος δημιούργησε το πρώτο εμβόλιο για τη λύσσα (αντιλυσσικός ορός). Είναι επίσης γνωστός από τον τρόπο που εφηύρε για να αποτρέπεται το ξίνισμα του γάλακτος και του κρασιού, καθώς αυτή η διαδικασία πήρε το όνομά του και ονομάζεται παστερίωση. Αρκετές είναι και οι ανακαλύψεις του στο πεδίο της Χημείας, με σημαντικότερη την ανακάλυψη της ασυμμετρίας των κρυστάλλων.
Ο άνθρωπος, στον οποίον οφείλεται η επανάσταση στην ιατρική του 19ου αιώνα, δεν ήταν γιατρός. Ο άνθρωπος για τον οποίον είπαν ότι υπήρξε «ο πιο τέλειος που διάβηκε ποτέ το κατώφλι του βασιλείου της επιστήμης». Ο Λουί Παστέρ γεννήθηκε στο Ντολ (Dole) του διαμερίσματος του Ιούρα της Γαλλίας και μεγάλωσε στην κωμόπολη Αρμπουά (Arbois). Εκεί είχε αργότερα το σπίτι και το εργαστήριό του, που σήμερα έχει μετατραπεί σε «Μουσείο Παστέρ». Ο πατέρας του, Ζαν Παστέρ (Jean Pasteur), ήταν βυρσοδέψης και βετεράνος των Ναπολεόντειων πολέμων, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση.
Η εξυπνάδα του Λουί αναγνωρίσθηκε από τον διευθυντή του σχολείου του, που συνέστησε να κάνει αίτηση για την «Εκόλ Νορμάλ» (École Normale Supérieure), η οποία τον δέχθηκε. Μετά το πέρας των σπουδών του, έγινε καθηγητής της Φυσικής στο λύκειο της Ντιζόν (1848), αλλά μετά από λίγο ανέλαβε καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου γνώρισε τη Μαρία Λωράν (Marie Laurent), κόρη του πρύτανη του πανεπιστημίου. Παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1849 και μαζί έκαναν 5 παιδιά, μόνο δύο από τα οποία επέζησαν ως την ενηλικίωσή τους. Σε όλη τη ζωή του ο Παστέρ παρέμεινε πιστός Ρωμαιοκαθολικός.
Ο Λουί Παστέρ άρχισε την επιστημονική του σταδιοδρομία ως βοηθός χημικού στο εργαστήριο του Ζυλ Μπαλάρ. Σε ηλικία 26 ετών δημοσίευσε τις θεμελιώδεις εργασίες του για τους κρυστάλλους, δίνοντας τη λύση ενός αινίγματος που είχε διχάσει τους ορυκτολόγους της εποχής του: για ποιο λόγο δύο σώματα της ίδιας χημικής σύνθεσης, το τρυγικό και το παρατρυγικό οξύ, είχαν διαφορετικές οπτικές ιδιότητες. Ο Παστέρ συνδυάζοντας κρυσταλλογραφία, χημεία και οπτική απέδειξε τον απόλυτο παραλληλισμό μεταξύ της μορφής των κρυστάλλων, της σύστασης του μορίου τους και της επίδρασης στο επίπεδο του πολωμένου φωτός.
Εξετάζοντας στο μικροσκόπιο τους κρυστάλλους του τρυγικού και του παρατρυγικού οξέως διαπίστωσε ότι διέθεταν έδρες όμοιες με εκείνες των κρυστάλλων του χαλαζία, αλλά ότι αυτές δεν είχαν και στις δυο ενώσεις τον ίδιο προσανατολισμό σε όλους τους κρυστάλλους. Έτσι, ενώ στο τρυγικό οξύ ο προσανατολισμός τους ήταν κοινός, οι έδρες των κρυστάλλων του παρατρυγικού οξέως στρέφονταν άλλες προς μια κι άλλες προς την αντίθετη ακριβώς διεύθυνση. Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές ο Παστέρ οδηγήθηκε στη διατύπωση του ακόλουθου νόμου: «Τα προϊόντα της ζωντανής ύλης είναι ενεργά υπό την επίδραση του πολωμένου φωτός, τα ανόργανα προϊόντα είναι ανενεργά».
Με τις ανακαλύψεις αυτές του Παστέρ θεμελιώθηκε νέος κλάδος της χημείας: η στερεοχημεία. Το 1857 ο Παστέρ ήταν κοσμήτορας της Σχολής των Φυσικών Επιστημών του νέου Πανεπιστημίου της Λίλ. Στην πόλη αυτή που είχε μεγάλα εργοστάσια παραγωγής οινοπνεύματος από κοκκινογούλια, οι ιδιοκτήτες των διυλιστηρίων θέτουν υπόψη του μερικά προβλήματα που τους απασχολούν: «Έχουμε δυσκολίες με τις ζυμώσεις, κύριε καθηγητά, χάνουμε κάθε μέρα χιλιάδες φράγκα». Ο Παστέρ πήρε μερικά δείγματα από τη γλοιώδη γκριζωπή ουσία που προκαλούσε τη ζύμωση του οινοπνεύματος, τα εξέτασε και ανακάλυψε ότι οφείλονταν σε ζωντανούς μικροοργανισμούς.
Άραγε κάθε μικροοργανισμός προκαλεί διαφορετική ζύμωση; Ο Παστέρ συνέχισε τις έρευνές του. Η παλαιά διαμάχη για την «αυτόματη γένεση» αναζωπυρώθηκε. Ο Παστέρ την απέρριπτε ολοκληρωτικά: κάθε μικροοργανισμός προέρχεται από άλλο οργανισμό. Το 1864 ανέλαβε ο Παστέρ να μελετήσει μια αρρώστια που προκαλούσε καταστροφές στις οινοβιομηχανίες του Ιούρα, κάνοντας το κρασί ξινό και δίνοντάς δυσάρεστη οσμή. Ο Παστέρ ανακάλυψε ότι η νόσος οφειλόταν σε παράσιτο που μπορούσε να καταστραφεί όταν το κρασί θερμαινόταν στους 60 βαθμούς. Η μέθοδος αυτή καθιερώθηκε αμέσως και είναι και σήμερα σε ευρεία χρήση, διαιωνίζοντας το όνομα του εφευρέτη της:
Είναι η παστερίωση. Από τις έρευνές του γύρω από τις ζυμώσεις ο Παστέρ συνέλαβε την ιδέα: γιατί και οι μεταδοτικές νόσοι να μην οφείλονται σε μικροοργανισμούς; Το 1865 ξεσπά μια επιδημία στους μεταξοσκώληκες και απειλεί να αφανίσει τη Γαλλική βιομηχανία της μέταξας. Ο μεταξοσκώληκας στάθηκε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των ερευνών επί των ζυμώσεων και των ερευνών γύρω από τις μεταδοτικές νόσους. Με τη βοήθεια του μικροσκοπίου ο Παστέρ παρατηρεί για πρώτη φορά στην ιστορία της επιστήμης την παθογόνο δράση ενός μικροοργανισμού μέσα σ’ ένα ζωντανό οργανισμό. Η εργασία αυτή αποτέλεσε το προοίμιο των ερευνών για τις μεταδοτικές νόσους στα ανώτερα ζώα και τον άνθρωπο.
Μεσολάβησαν όμως οι έρευνές του για τις αλλοιώσεις που υφίσταται η μπύρα, το κρασί και το ξύδι και μόνο το 1877 μπόρεσε να αρχίσει πειράματα σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους. Η πρώτη έρευνα αφορούσε τον άνθρακα, ασθένεια των προβάτων. Ο Παστέρ απέδειξε ότι ένας μικροοργανισμός που βρισκόταν στο αίμα του άρρωστου ζώου ήταν το αίτιο της νόσου. Από το 1878 αρχίζει να δημοσιεύει με τον Ρου και τον Τσάμπερλαντ εργασίες που έφεραν επανάσταση στις ιατρικές αντιλήψεις.
Επρόκειτο για την ανακάλυψη του «σηπτικού δονακίου», ενός μικροβίου που προκαλούσε οστεομυελίτιδα, του στρεπτόκοκκου που προκαλούσε επιλόχειο πυρετό και της σημασίας των μικροβίων του εδάφους στην πρόκληση των νόσων, καθώς και για συμβουλές προς τους χειρουργούς και τις λεχώνες για την αποφυγή των μολύνσεων. Κάθε ανακάλυψη του Παστέρ ήταν και μια νίκη. Ένα μέρος όμως της Ακαδημίας των Επιστημών και της Ιατρικής δεν εννοούσε να δεχθεί τις ανακαλύψεις του. Ο Παστέρ, όμως, εξακολουθούσε το έργο του, θέτοντας στον εαυτό του το ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσαν οι ασθένειες των οποίων ανακάλυψε την αιτία να προληφθούν.
Η σύλληψη της ιδέας αυτής με τις ανυπολόγιστες για την επιστήμη συνέπειες έγινε τυχαία. Στο εργαστήριο του Παστέρ μελετούσαν το μικρόβιο της χολέρας των ορνίθων. Όλες οι κότες που τους είχαν μεταδώσει το μικρόβιο ψόφησαν. Μια όμως απ' όλες, στην οποία είχε χορηγηθεί μικρόβιο, προερχόμενο από παλαιά καλλιέργεια, κατόρθωσε να επιζήσει κι όταν ύστερα από καιρό της έδωσαν νέα καλλιέργεια που θα ήταν για κάθε άλλη κότα θανατηφόρος, αυτή δεν παρουσίασε τίποτα. Η ιδέα του εμβολιασμού είχε γεννηθεί.
Ο Παστέρ είχε διαπιστώσει ότι η παλαίωση της καλλιέργειας του μικροβίου που γίνεται από το οξυγόνο του αέρα εξασθενεί τη λοιμογόνο δύναμη του μικροβίου, που από αιτία θανάτου μπορεί να μεταβληθεί τότε σε στοιχείο σωτηρίας. Επιπλέον, το εξασθενημένο μικρόβιο μεταδίδει στους απογόνους του το βαθμό της εξασθένησής του. Ο Παστέρ θέλησε να εφαρμόσει την ανακάλυψή του στο μικρόβιο του άνθρακα. Πράγματι κατόρθωσε, υποβάλλοντας τις καλλιέργειες του μικροβίου σε υψηλή θερμοκρασία, να το εμποδίσει να παράγει σπόρους. Το εμβόλιο εναντίον του άνθρακα ήταν έτοιμο. Σε μια φάρμα κοντά στη Μελύν έκανε το πρώτο πείραμα στις 31 Μαΐου 1881.
Από ένα κοπάδι 50 προβάτων, εμβολίασε τα 24 κατά του άνθρακα. Σε λίγες μέρες μόλυνε ολόκληρο το κοπάδι με μικρόβια άνθρακος: τα 24 εμβολιασμένα πρόβατα δεν αρρώστησαν, ενώ όλα τα άλλα ψόφησαν. Μια έκρηξη ενθουσιασμού ξέσπασε σε ολόκληρη τη Γαλλία. Ο Παστέρ όμως δεν αναπαυόταν στις δάφνες του. Όπως είχε εξασθενήσει, έτσι ήθελε και να ενισχύσει τη λοιμογόνο δύναμη ενός μικροβίου. Από το 1881 οι θεωρίες του αποδεικνύονται εξαιρετικά γόνιμες. Οι αντιλήψεις που επικρατούσαν σε κάθε κλάδο της ιατρικής αναθεωρούνται ριζικά. Ο Παστέρ αντιμετωπίζει τώρα το πρόβλημα της λύσσας.
Το 1880 ένας κτηνοτρόφος είχε φέρει στο εργαστήριό του δυο λυσσασμένους σκύλους. Αμέσως αποφάσισε να καλλιεργήσει τον άγνωστο παθογόνο παράγοντα. Τα πειράματά του εκτέλεσε σε εγκεφάλους κουνελιών. Έτσι άρχισε μια σειρά πυρετωδών πειραμάτων και ο άγνωστος ιός ύστερα από μια σειρά διαβάσεων από εγκεφάλους κουνελιών παρουσίασε το γνωστό πια φαινόμενο της εξασθένησης της λοιμογόνου του δύναμης. Ο Παστέρ, με απόλυτη πεποίθηση στην ορθότητα της μεθόδου του, αποφασίζει να την εφαρμόσει με την πρώτη ευκαιρία σε άνθρωπο. Η ευκαιρία ήλθε στις 6 Ιουλίου 1885. Ένα παιδάκι 9 χρονών από την Αλσατία, ο Γιόζεφ Μάιστερ, είχε δαγκωθεί από λυσσασμένο σκυλί.
Ο Παστέρ το εμβολίασε με εγκέφαλο λυσσασμένου κουνελιού που είχε ξεραθεί στον αέρα επί δύο εβδομάδες. Ο εμβολιασμός συνεχίστηκε με δόσεις όλο και πιο πρόσφατου εμβολίου που στο τέλος προερχόταν από καλλιέργεια μιας μόνον ημέρας. Το παιδί σώθηκε. Ολόκληρος ο κόσμος έμεινε έκθαμβος. Το 1888 εγκαινιάζεται το Ινστιτούτο Παστέρ, ιδρυμένο με συνεισφορά απ’ όλο τον κόσμο. Στην ίδρυσή του συνέβαλαν ο Τσάρος της Ρωσίας, ο Αυτοκράτορας της Βραζιλίας και ο Σουλτάνος της Τουρκίας. Το 1892, ημέρα της 70ης επετείου των γενεθλίων του, ο Παστέρ μπήκε με επευφημίες στο αμφιθέατρο της Ιατρικής Ακαδημίας στηριζόμενος στο μπράτσο του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Καρνό.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1895 ο Λουί Παστέρ πέθανε στη Βιλνέβ λ’ Ετάν Σεν-ε-Ουάζ στα υψώματα του Σηκουάνα (Marnes-la-Coquette Hauts-de-Seine). Την ώρα του θανάτου του στο ένα χέρι κρατούσε τον Εσταυρωμένο και με το άλλο το χέρι της γυναίκας του. Ο Παστέρ πέθανε από επιπλοκές από μία σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων που είχαν αρχίσει από το 1868. Πέθανε ακούγοντας την ιστορία του Αγίου Βικεντίου de Paul, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να του μοιάσει. Τάφηκε στον Καθεδρικό Ναό της Νοτρ Νταμ ντε Παρί, αλλά τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μία κρύπτη κάτω από το Ινστιτούτο Παστέρ, στο Παρίσι.
Ο Παστέρ τιμήθηκε με το «Μετάλλιο Leeuwenhoek», τη μέγιστη τιμή της Μικροβιολογίας, το 1895 και με τον Μεγαλόσταυρο της Λεγεώνας της Τιμής, παράσημο με το οποίο έχουν τιμηθεί μόνο 75 άνθρωποι στην ιστορία. Κατέλαβε τη δωδέκατη θέση στην έκδοση του 1978 του αμφιλεγόμενου βιβλίου του Michael H. Hart «Οι 100: μια κατάταξη των πιο σημαντικών προσώπων της Ιστορίας». Αλλά στην αναθεωρημένη έκδοση του 1992 ανέβηκε στην ενδέκατη θέση, ξεπερνώντας τον Καρλ Μαρξ.
ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΣΤΕΡΙΑΝΟΙ
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ομιλία του για τα 100 χρόνια της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, στις 12 Δεκεμβρίου 1930 στην Τρίπολη διατρανώνει: «Κανείς από τους μεγάλους στρατηλάτες που ξέρουμε, κανείς δεν έχει τόση δόξα όση ανήκει σ’ έναν Παστέρ». Αν κάποιος δεν γνώριζε ιστορία, θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί ότι ο Βενιζέλος είναι ένας φιλειρηνιστής που προασπίζεται την επιστήμη έναντι των πολεμικών ανδραγαθιών. Η σύγκριση του ''δοξασμένου'' επιστήμονα Παστέρ με τους μεγάλους στρατηλάτες, πέρα από ρητορικό τέχνασμα του Βενιζέλου, μόνο τυχαία δεν είναι.
Ένα χρόνο αργότερα (1931), σε μια εγκυκλοπαίδεια για τις Γαλλικές αποικίες, ο Γάλλος ιστορικός και πολιτικός Gabriel Hanotaux (1853 - 1944), θα αποκαλέσει τον Παστέρ ''μέγα διδάσκαλο της αποικιοκρατίας''. Ο Είναι άλλωστε μια τέτοια σύγκριση, μεταξύ του Παστέρ και του απόλυτου στρατηλάτη της σύγχρονης ιστορίας, του Ναπολέοντα, που χρησιμοποιεί ο Λατούρ (Bruno Latour) για να δείξει την αφέλεια που κρύβεται πίσω από τέτοιου είδους ρήσεις.
Ο Λατούρ, στο κλασικό πια σύγγραμμά του Les microbes: guerre et paix suivi de irréductions, ή όπως είναι ευρύτερα γνωστό από την Αγγλική του μετάφραση The pasteurization of France (Latour 1993, πρώτη έκδοση στα Γαλλικά 1984), θα καταδείξει πως πίσω από το όνομα ''Παστέρ'' κρύβονται πολλά περισσότερα από τις πράξεις και τις ιδέες ενός και μόνο ανθρώπου. Στην ουσία, λέει ο Λατούρ, έχουμε να κάνουμε με ένα ολόκληρο δίκτυο ομάδων-δρώντων, οι οποίες μέσα από διαλεκτικές διεργασίες προσπαθούν να κερδίσουν Lebensraum, χώρο δράσης και εξουσίας. Ο Παστέρ, λοιπόν, ως σύμβολο της επιστήμης και της προόδου, ως δάσκαλος της αποικιοκρατίας, ως ένα όνομα που κρύβει ένα δίκτυο δρώντων.
Όπως και να έχει, η φυσιογνωμία του Παστέρ είναι εξαιρετικά δημοφιλής ακόμα και στις μέρες μας. Είναι ένα ''φαινόμενο'' στην ιστορία των επιστημών που απασχόλησε και απασχολεί μεγάλη μερίδα ερευνητών και έχει σταθεί αφετηρία για πολλές θεωρητικές αναλύσεις. Υπάρχουν πάμπολλες βιογραφίες και μελέτες για ''το βίο και την πολιτεία'' του Παστέρ, όλων των αποχρώσεων, από αφελείς αγιογραφίες μέχρι εξεζητημένες κριτικές. Είναι δύσκολο να πεις κάτι για τον Γάλλο επιστήμονα που να μην έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Έτσι, ο καλύτερος ίσως τρόπος για να εκθέσουμε τις θέσεις του Παστέρ είναι μέσα από τα λόγια του ίδιου, σε αντιπαράθεση με μια κριτική παρουσίαση του γενικότερου περιβάλλοντος που έδρασε.
Ο Παστέρ είναι η εμβληματική φιγούρα της ''χρυσής εποχής'' της μικροβιολογίας, ή καλύτερα, βακτηριολογίας όπως λεγόταν τότε (περίπου 1880 - 1890). Αν και σπούδασε φυσικές επιστήμες και ασχολήθηκε αρχικά με τη χημεία, λόγω των ανακαλύψεών του στη μικροβιολογία, ''ανήκει'' περισσότερο στο πάνθεον της ιατρικής επιστήμης, παρά οποιασδήποτε άλλης. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που αναφέρεται στα συγγράμματα ιστορίας της χημείας ή βιολογίας, όπου του αφιερώνεται μικρότερος χώρος, από ό,τι στα αντίστοιχα της ιστορίας της ιατρικής.
Οι περισσότεροι μάλιστα μιλάνε για ''Παστεριανή επανάσταση'' στην ιατρική του 19ου αιώνα -όπως ορίζεται η επανάσταση από τον Κουν- προβάλλοντας δηλαδή την επικράτηση της θεωρίας των μικροβίων για τις ασθένειες, ως αλλαγή ''παραδείγματος''. Φυσικά ο όρος παστεριανή εδώ είναι καταχρηστικός, εφόσον και άλλοι σημαντικοί επιστήμονες συνέβαλλαν προς αυτήν την κατεύθυνση, με τον Κωχ (Robert Koch), το Γερμανικό αντίβαρο στον Παστέρ, να ξεχωρίζει. Ποιες ήταν όμως οι σπουδαίες ανακαλύψεις που οδήγησαν σε αυτήν την επανάσταση; Στον Παστέρ αποδίδεται ένας πραγματικά αξιοθαύμαστος κατάλογος τέτοιων επιτευγμάτων.
Έχει μεγάλη επιτυχία εφαρμόζοντας την τεχνική του εμβολιασμού με εξασθενημένα μικρόβια σε ζώα για διάφορες ασθένειες (άνθρακας στα πρόβατα, χολέρα πτηνών). Το 1885 πραγματοποιεί το μεγάλο βήμα και εφαρμόζει τον αντιλυσσικό εμβολιασμό σε άνθρωπο, αφού προηγουμένως τον έχει δοκιμάσει σε ζώα. Η δοκιμή είναι επιτυχής και ο Παστέρ γίνεται σε μια νύχτα, ''ευεργέτης της ανθρωπότητας''. Το σημείο αυτό συχνά τίθεται, ως κομβικό για την εξέλιξη της σχέσης μικροβιολογίας και ιατρικής, αφού γύρω από αυτό έχει σχηματιστεί μια ολόκληρη φιλολογία, πολλές φορές με στοιχεία μυθολογίας, που θα έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία προσδοκιών για περισσότερες και μεγαλύτερες ανακαλύψεις.
Μέχρι το 1885, λοιπόν, όταν ανακοινώθηκε η πρώτη επιτυχημένη δοκιμή του αντιλυσσικού εμβολίου στον άνθρωπο, ο Παστέρ ήταν ήδη φημισμένος στη Γαλλία και σχετικά γνωστός στην Ευρώπη. Έκτοτε όμως, ο Παστέρ έγινε μια παγκόσμια προσωπικότητα. Μέσω του τύπου -τόσο των εφημερίδων και των περιοδικών ποικίλης ύλης, όσο και των επιστημονικών επιθεωρήσεων- το επίτευγμά του διαδόθηκε ταχύτατα. Η ανταπόκριση του κοινού, ήταν αναπάντεχη. Από τη μια μεριά, ο απλός λαός τον λάτρεψε ως ήρωα, από την άλλη, πλήθος νέων από την επιστημονική κοινότητα αφιερώθηκε στην πραγματοποίηση των οραμάτων του.
Η κοινότητα αυτή απετέλεσε την πηγή για τη μετέπειτα ανάδυση της ομάδας των ''Παστοριέν'' (pastorien). Η ομάδα αυτή χαρακτηρίζονταν από συγκεκριμένες αξίες και πρακτικές, όπως η προσήλωση στην εφαρμοσμένη έρευνα, η ομαδικότητα και φυσικά ο θαυμασμός στον μεγάλο δάσκαλο, ενώ υπάρχουν και πολλές ασάφειες σχετικά με τη συγκρότησή της. Το όχημα για τη συγκρότηση αυτής της σχολής, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παστέρ, έγινε το Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού (Ι.Π.Π). Το Ι.Π.Π είναι και αυτό ''παιδί'' της ιστορικής εκείνης εφαρμογής του αντιλυσσικού εμβολίου, αφού τα χρήματα για την δημιουργία του προήλθαν κυρίως από δωρεές από όλον τον κόσμο, προς τον Παστέρ για την μεγάλη του αυτή προσφορά στην ανθρωπότητα.
Ο Παστέρ από πολύ νωρίτερα είχε εκδηλώσει την επιθυμία δημιουργίας ενός αυτόνομου οργανισμού, ο οποίος θα του προσέφερε έναν πιο γόνιμο χώρο εργασίας από το απαρχαιωμένο περιβάλλον του πανεπιστημίου. Η ευκαιρία του δόθηκε με την επιτυχία του αντιλυσσικού εμβολίου και την ανάγκη που προέκυψε για την παραγωγή του. Οι δωρεές του έδωσαν τη δυνατότητα σχετικής ανεξαρτησίας από την κρατική οικονομική εξάρτηση. Το Ι.Π.Π ήταν το πρώτο ιδιωτικό ερευνητικό ίδρυμα της Γαλλίας, και μάλιστα θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι να εμφανιστούν άλλα.
Στα εγκαίνια του Ι.Π.Π το 1888, παρουσία του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο Παστέρ θα δηλώσει: «Έχοντας συσταθεί κατά τον τρόπο που μόλις περιέγραψα, το Ινστιτούτο μας θα αποτελεί ταυτόχρονα ένα εξωτερικό ιατρείο για την θεραπεία της λύσσας, ένα ερευνητικό κέντρο για τις μολυσματικές ασθένειες και ένα εκπαιδευτικό κέντρο για τις μελέτες που άπτονται της μικροβιολογίας» (Λ. Παστέρ, Ομιλία στα εγκαίνια του Ινστιτούτου Παστέρ 1888). Έτσι ο Παστέρ εξαργυρώνει την επιτυχία του εμβολίου της λύσσας για να πετύχει την θεσμοθέτηση ενός ιδρύματος που προωθεί μια σαφώς ευρύτερη ατζέντα από την παραγωγή και εφαρμογή του αντιλυσσικού εμβολίου.
Και προχωράει ακόμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν παρόμοια ιδρύματα σε όλον τον κόσμο: «Για την Γαλλία ένα μόνο ίδρυμα (το Ινστιτούτο Παστέρ) μπορεί να επαρκεί. Για την Νότια Αμερική, τη Χιλή, τη Βραζιλία την Αυστραλία, είναι προφανές ότι νέοι επιστήμονες που θα μεταφέρουν την τεχνογνωσία στις ''μακρινές χώρες'' θα πρέπει να εκπαιδευθούν στο Παρισινό Ίδρυμα» (Λ. Παστέρ, Ακαδημία των Επιστημών 1886). Το αξιοσημείωτο σε αυτήν τη δήλωση φυσικά δεν είναι η ανάγκη για αντιλυσσικά ινστιτούτα παγκοσμίως, κάτι που είναι εύλογο, αλλά το ''προφανές'' της εκπαίδευσης νέων επιστημόνων, οι οποίοι θα μεταφέρουν την τεχνογνωσία, από το Παρισινό ινστιτούτο.
Ο Παστέρ θέλει να καθιερώσει, λίγο-πολύ, το Ι.Π.Π ως απαραίτητο κόμβο της διάδοσης της επιστημονικής γνώσης. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 1890, ο υφυπουργός του Υπουργείου Αποικιών της Γαλλίας, ζητά από τον Παστέρ να δημιουργήσει ένα παράρτημα στη Σαϊγκόν, στην Γαλλική Ινδοκίνα, με σκοπό την αντιμετώπιση της ευλογιάς και της λύσσας. Ο Παστέρ προτείνει τον Καλμέτ, στρατιωτικό ιατρό των αποικιών που εκείνη την περίοδο παρακολουθούσε μαθήματα μικροβιολογίας στο Ι.Π.Π, να αναλάβει την αποστολή και το 1891 ιδρύεται το Ινστιτούτο Παστέρ της Σαϊγκόν υπό την διεύθυνσή του.
Από εκεί και έπειτα, ακολουθεί η ίδρυση μιας σειράς παραρτημάτων σε Γαλλικές αποικίες, όπως στην Ασία (Nha Trang, Hanoi), στην Αφρική (Tunis, Alger, Madagascar, Casablanca, Dakar, Cameroun), στην Αμερική (Guyane Française, Guadeloupe), αλλά και σε άλλα κράτη (Ιράν, Ρωσία, Τουρκία, κ.ά). Διευθυντές των ιδρυμάτων αυτών διορίζονται πάντα ιατροί που έχουν μαθητεύσει στο Ι.Π.Π και έχουν ασπαστεί την κουλτούρα pastorien. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς θα αναπτύξουν σημαντικό έργο, όπως ο Alexandre Yersin που θα ανακαλύψει το βάκιλο της πανώλης, ο Charles Nicolle που θα τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ για την έρευνά του σχετικά με τον τύφο, κλπ), θέτοντας, με αυτό τον τρόπο, σε αμφισβήτηση την καθιερωμένη άποψη για τη σχέση κέντρου - περιφέρειας.
Παράλληλα, το Ι.Π.Π αποκτά το δικό του περιοδικό, το Annales de l’Institut Pasteur, το οποίο εκδίδει ο μαθητής και συνεργάτης του Παστέρ, Εμίλ Ντυκλώ (Emil Duclaux) το 1887, με δικά του μάλιστα έξοδα. Το περιοδικό αυτό είναι το πρώτο επιστημονικό περιοδικό μικροβιολογίας στη Γαλλία και αποτελεί σημείο αναφοράς στο διεθνή επιστημονικό τύπο. Το Annales γίνεται το επίσημο όργανο του Ι.Π.Π, καθώς επίσης και η γέφυρα επικοινωνίας και προβολής των απανταχού Παστεριανών, οι οποίοι δημοσιεύουν εκεί τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Ακολουθώντας αυτό το παράδειγμα, κυρίως από το 1920 και μετά, πολλά από τα παραρτήματα του Ι.Π ανά τον κόσμο εκδίδουν και αυτά αυτόνομα περιοδικά όπου και δημοσιεύουν πλέον τις εργασίες τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι, τα Archives de l’Institut Pasteur de Tunis (1906), Archives de l’Institut Pasteur d’Indochine (1922), Archives de l’Institut Pasteur d’Algérie (1923), Archives de l’Institut Pasteur Hellénique (1923), κ.λ.π. Το 1903 ξεκινάει μια ακόμα έκδοση, αυτή του Bulletin de l’Institut Pasteur, η οποία περιείχε κριτικές και αναλύσεις πρωτότυπων άρθρων σχετικών με τη μικροβιολογία, την ιατρική, τη βιολογία, κ.λ.π. Εκτός όμως από τις εκδόσεις των επιστημονικών περιοδικών, το Ι.Π.Π αναπτύσσει και ένα ακόμα δημοφιλή θεσμό διάδοσης των Παστεριανών αρχών, τα περίφημα Cours de Bactériologie, δηλαδή σεμινάρια μικροβιολογίας, τα οποία ξεκινούν το 1889 από ένα άλλο μαθητή- συνεργάτη του Παστέρ, τον Εμίλ Ρου (Emil Roux).
Τα σεμινάρια αυτά παρακολουθούν πλήθος ιατρών και άλλων επιστημόνων που είναι όχι μόνο Γάλλοι, αλλά και άλλων εθνικοτήτων. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας επιστήμονας αποκτά επίσημα τον τίτλο του ''Παστεριανού'', ένα τίτλο που εξασφαλίζει την διεθνή και αδιαμφισβήτητη αναγνώριση. Το 1895 ο Παστέρ πεθαίνει και η Γαλλία τον αποχαιρετά με τιμές αρχηγού κράτους. Η σωρός του τίθεται σε δημόσιο προσκύνημα και στο Ι.Π.Π δημιουργείται ειδική κρύπτη για τον τάφο του, «μες στα χρυσάφια και τα μάρμαρα», σχολιάζει ο Σελίν, «Βυζαντινομπουρζουάδικο καπρίτσιο υψηλού γούστου». Από εκεί και έπειτα, ο μύθος του Παστέρ όχι μόνο δε φθίνει, αλλά αντίθετα γιγαντώνεται.
Σ' αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν οι συνεργάτες και οι μαθητές του, οι οποίοι ενώ έχουν συμβάλει τα μέγιστα στις διάφορες ανακαλύψεις που αποδίδονται στο δάσκαλό τους, προβάλουν την ιδιοφυΐα του Παστέρ ως βασικό παράγοντα της προόδου και της τέχνης τους. Για παράδειγμα, η συνεισφορά των Chamberland και Roux στην ανακάλυψη του εμβολίου του άνθρακα ήταν καθοριστική, και χωρίς τον Roux θα ήταν αδύνατη η παραγωγή του αντιλυσσικού εμβολίου. Με αυτό τον τρόπο, ο Παστέρ γίνεται το σύμβολο της Μικροβιολογίας και της εφαρμογής της στην Ιατρική, την Υγιεινή και τη Βιομηχανία, ένα σύμβολο που απορρόφησε τελικά τη συμβολή και των συνεργατών του.
Όμως, τα εμβόλια του Παστέρ σημαδεύουν και το ξεκίνημα μιας ακόμη σημαντικής εξέλιξης, αυτής της βιομηχανικής εμπορευματοποίησης φαρμακευτικών ουσιών, που οδηγεί τελικά στη σημερινή φαρμακοβιομηχανία. Ειδικότερα, η προσπάθεια παραγωγής και τυποποίησης (standardization) του εμβολίου του άνθρακα, έχει χαρακτηριστεί ως η απαρχή της βιοχημικής βιομηχανίας (bio-industry), καθώς ο Παστέρ και οι συνεργάτες του μη μπορώντας να κατοχυρώσουν πατέντες για το συγκεκριμένο σκεύασμα, προχωρούν σε μια πολιτική απόκρυψης πληροφοριών με σκοπό, αφενός να διασφαλίσουν το μονοπώλιο στο συγκεκριμένο τομέα και αφετέρου να το εκμεταλλευτούν εμπορικά.
Κάτι αντίστοιχο, προσπάθησε να κάνει και ο Κωχ με τη φυματίνη, μια ουσία με την οποία μπορούσε να καταπολεμηθεί η φυματίωση, η αναποτελεσματικότητα της οποίας όμως τελικά στιγμάτισε την καριέρα του, και καταπόντισε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για δικό του ινστιτούτο. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι προσπάθειες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με τις προθέσεις των τότε κυβερνήσεων, η πολιτική των οποίων ήταν η αποφυγή της εμπορευματοποίησης της υγείας. Το Γαλλικό κράτος για παράδειγμα είχε αποκλείσει τη δυνατότητα πατέντας για τις φαρμακευτικές ουσίες από το 1844, και η Γερμανική κυβέρνηση βρέθηκε προ δυσάρεστης εκπλήξεως όταν άκουσε τις απαιτήσεις του Κωχ για το μονοπώλιο φυματίνης.
Μάλιστα, ένας Γερμανός πολιτικός σχολιάζοντας την τότε κατάσταση, τόνισε ότι δεν θα έπρεπε να μαθευτεί η φιλαργυρία του Κωχ στο ευρύ κοινό, γιατί θα ήταν μια κατάφωρη δυσφήμιση στο πρότυπο του (Γερμανού) ανιδιοτελή επιστήμονα - διανοούμενου. Παρόλα αυτά, οι επιστήμονες προσέβλεπαν στη συνεργασία με την βιομηχανία, η οποία μπορούσε να τους προσφέρει τους απαραίτητους πόρους για τις έρευνές τους, σε αντίθεση με τη φειδωλή πολιτεία. Το κίνητρό τους επομένως δεν φαίνεται δεν ήταν τόσο ο πλουτισμός, όσο η απρόσκοπτη χρηματοδότηση των προγραμμάτων τους, καθώς οι περισσότεροι έδειχναν να είχαν βαθεία πίστη στην επιστημονική πρόοδο.
Άλλωστε, λίγοι από αυτούς άλλαξαν εντελώς πεδίο, και προσχώρησαν στο εμπόριο ή τη βιομηχανία. Μια άλλη συμμαχία των Παστεριανών, ίσως πιο σημαντική για την εδραίωσή τους, ήταν αυτή με τον στρατό. Η μεγάλη ανάγκη για μικροβιολογικές πρακτικές στο στράτευμα, έκανε την εκπαίδευση που πρόσφερε το Ι.Π.Π περιζήτητη στους στρατιωτικούς γιατρούς. Αλλά και οι ίδιοι οι επιστήμονες του Ι.Π.Π ήταν απαραίτητοι πολλές φορές, στην διάρκεια του πολέμου, ή στις αποικιακές αποστολές. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Α' Π.Π, στο Βαλκανικό Μέτωπο, στη Μακεδονία, η συμμαχική στρατιά είχε καθηλωθεί εξαιτίας επιδημίας ελονοσίας στο στράτευμα.
Ο αρχιστράτηγος Σαράιγ (Sarrail) ζήτησε τη συνδρομή των ειδικών και το Ι.Π έστειλε τους αδελφούς Σερζέν (Edmond & Etienne Sergent), από το Ι.Π του Αλγερίου, να επιληφθούν του ζητήματος. Πράγματι, οι αδελφοί Σερζέν κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1916, και συνέταξαν μια αναφορά σχετικά με τα αίτια της επιδημίας και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν, η στρατιά απαλλάχθηκε από την ελονοσία και μπόρεσε, υγιής πλέον, να συνεχίσει τον πόλεμο.
Η αμφίδρομη αυτή σχέση, μεταξύ στρατού που επωφελείται από τις γνώσεις και τις εφαρμογές των μικροβιολόγων, και των μικροβιολόγων που χρησιμοποιούν τις ευκαιρίες που τους δίνονται από το στρατιωτικό κατεστημένο για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα, έχει ως συνέπεια τη ζήτηση της επάνδρωσής των απανταχού στρατευμάτων με μικροβιολόγους και εργαστήρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εμφάνιση αυτοκίνητων-εργαστηρίων κατά τη διάρκεια του Α' Π.Π. Η αναγκαιότητα αυτή, της προάσπισης της υγείας των στρατευμάτων, χρησιμοποιείται από το Ι.Π ως μέσο πίεσης αφενός για κρατική επιχορήγηση, αφετέρου για τη δημιουργία παραρτημάτων σε κάθε αποικία της Γαλλίας.
Η σύνδεση Ι.Π και στρατού καταγράφεται και από τους γνωστούς επιστήμονες που υπήρξαν πρώτα στρατιωτικοί ιατροί και μετά πέρασαν στο δυναμικό του Ι.Π, όπως ο Καλμέτ, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε την οργάνωση των παραρτημάτων του Ι.Π στις αποικίες, αλλά και της Ελλάδας. Αλλά ακόμα και κατά την περίοδο της ειρήνης, οι Παστεριανοί είχαν ισχυρούς συμμάχους, καθώς το κίνημα των Υγιεινιστών (hygienists) ήταν και αυτό συμπληρωματικό και ενισχυτικό στις προθέσεις τους. Το κίνημα αυτό ξεπήδησε από το βιομηχανικό αστικό περιβάλλον, σαν μια επιστημονική απάντηση στα μεγάλα υγειονομικά προβλήματα των πόλεων.
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής του μεγαλύτερου ποσοστού των κατοίκων των πόλεων, των εργατών δηλαδή, οδηγούσαν συχνά σε επιδημίες όπως πανώλη, χολέρα, δυσεντερία, τύφο, ευλογιά. Αλλά και τα χρόνια νοσήματα, όπως η φυματίωση, τα αφροδίσια, η λέπρα, ήταν σε έξαρση. Οι Υγιεινιστές προσπαθούσαν να βρουν λύσεις σε αυτά τα προβλήματα, και οι Παστεριανοί, αλλά και γενικότερα οι μικροβιολόγοι, καταδεικνύοντας πλέον τα μικρόβια ως αιτίες των ασθενειών, κατάφεραν να δώσουν έναν ''χειροπιαστό'' και καταπολεμήσιμο εχθρό.
Οι μικροβιολόγοι λοιπόν, συνέβαλλαν στη ''μεταμόρφωση'' των πόλεων του 19ου αιώνα, από εστίες μικροβίων και παράδεισο επιδημιών σε υγειονομικά ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Κινούμενοι ανάμεσα στην ιατρική, την υγιεινή, τη βιολογία, τη χημεία, την κοινωνία, την πολιτεία αλλά και τη βιομηχανία, κατάφεραν ''να ανανεώσουν την ιατρική χωρίς ποτέ να θέσουν την ασθένεια ως αντικείμενο μελέτης, να ανανεώσουν την πολιτική και τη δημόσια υγεία χωρίς ποτέ να θέσουν τους φτωχούς ή τους κοινωνικά απόβλητους ως μονάδα ανάλυσης''.
ΤΟ ''ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ'' ΤΟΥ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
Η πρώτη ''παραφωνία'' στην επίσημη ιστορία λοιπόν είναι αυτή του ιατρού - μικροβιολόγου Παναγιώτη Παμπούκη (Ακράτα 1858 - Αθήνα 1956). Ο Παμπούκης ήταν ένας από τους δύο γνωστούς Έλληνες μαθητές του Λουί Παστέρ. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Ιατρική Σχολή και εργάστηκε για σύντομο διάστημα στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το 1883 πήγε στο Παρίσι για περαιτέρω ειδίκευση, έχοντας εξασφαλίσει υποτροφία από τη Μονή Πετράκη. Αρχικά μαθήτευσε δίπλα στον καθηγητή Ιστολογίας Κορνίλ (André-Victor Cornil), γνωστό για τις σημαντικές συνεισφορές του στα πεδία της μικροβιολογίας, ιστολογίας και μικροανατομίας.
Έπειτα ενσωματώθηκε στο εργαστήριο του Παστέρ, όπου παρέμεινε για 2 χρόνια, με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών αυτή τη φορά. Συνεργάστηκε με τον Παστέρ την περίοδο που δοκιμάστηκε για πρώτη φορά επιτυχώς σε άνθρωπο η αντιλυσσική θεραπεία που είχε εφεύρει ο Γάλλος επιστήμονας, και έτσι έζησε από κοντά όλον τον ενθουσιασμό της επιτυχίας, καθώς και την επακόλουθη έξαρση γενναιοδωρίας που οδήγησαν στη δημιουργία του Ινστιτούτου Παστέρ, στο Παρίσι. Ο ίδιος είχε μια αρκετά παραγωγική επιστημονική πορεία όσο βρισκόταν στη Γαλλία, και η εργασία του φαίνεται ότι ήταν αναγνωρισμένη από την ιατρική κοινότητα της εποχής και πολλά υποσχόμενη.
Το 1888, ο Παμπούκης έχοντας λάβει το «χρίσμα» του Παστεριανού, ως πρωτοπόρος της νέας επιστήμης της Μικροβιολογίας, επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα χώρο για την ανάπτυξη της μικροβιολογίας, όπως αντίστοιχα συνέβαινε στη Γαλλία και σε άλλες χώρες. Η πρώτη του κίνηση ήταν να προτείνει τη δημιουργία Εργαστηρίου Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η πρότασή του πραγματοποιήθηκε το 1889, και ο Παμπούκης ορίζεται διευθύνων επιμελητής. Το 1893 όμως παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο για να ακολουθήσει ατομική πορεία, δημιουργώντας ιδιωτικό Μικροβιολογικό και Παθολογο-ανατομικό εργαστήριο.
Απώτερος σκοπός του ήταν η δημιουργία ενός λυσσιατρείου, σύμφωνα με τα πρότυπα του Ινστιτούτου Παστέρ. Είχε πραγματοποιήσει σχετικά διαβήματα προς το Υπουργείο Εσωτερικών ήδη από το 1891, προσκομίζοντας και κατάλληλο πιστοποιητικό από το Ινστιτούτο Παστέρ. Μάλιστα, αναφέρεται ότι το Γαλλικό ίδρυμα είχε εφοδιάσει τον Παμπούκη, πέραν της βεβαίωσης, και με χρηματικό ποσό για την επιχορήγηση του εγχειρήματος. Η λύσσα στην Ελλάδα, παρότι δεν ήταν τόσο σημαντικό πρόβλημα σε σχέση με άλλες ασθένειες, όπως η φυματίωση ή η ελονοσία, ήταν πιο εξαπλωμένη από ό,τι στη Γαλλία και την Δ. Ευρώπη.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Παστέρ τοποθετούσε την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες με την μεγαλύτερη εξάπλωση της νόσου. Ο ειδεχθής και σχεδόν βέβαιος θάνατος των θυμάτων της νόσου, ήταν σίγουρα ένας από τους λόγους που συνέβαλαν ώστε το Ελληνικό κράτος μεριμνούσε την αποστολή των λυσσόδηκτων Ελλήνων στη Γαλλία, για να υποβληθούν στη θεραπεία του Παστέρ, με δημόσια έξοδα. Η ανάγκη, λοιπόν, για ένα λυσσιατρείο στην Ελλάδα ήταν μάλλον εύλογη. Όμως, η προώθηση της διαδικασίας και η παραχώρηση σχετικής άδειας, απαιτούσε την έγκριση του Ιατροσυνεδρίου, που αποτελούσε το ανώτερο συμβουλευτικό όργανο του κράτους σε θέματα υγείας εκείνην την εποχή.
Το Ιατροσυνέδριο ωστόσο, δημιουργούσε κωλύματα στον Παμπούκη, καθώς καθυστερούσε να πάρει απόφαση και επιπλέον ζήτησε από τον Παμπούκη τη διεξαγωγή πειραμάτων επίδειξης της μεθόδου, μολονότι υπήρχε η αντίστοιχη βεβαίωση από το Ινστιτούτο Παστέρ. Ο Παμπούκης ολοκλήρωσε με επιτυχία τα πειράματα, και το Ιατροσυνέδριο, προκειμένου να δικαιολογήσει την απροθυμία του να αποφανθεί για το Λυσσιατρείο του Παμπούκη, ανακοίνωσε επίσημα στον Τύπο, ότι η υπόθεση έχρηζε μελέτης. Θεωρούσαν ότι ένα τέτοιο ίδρυμα είναι καλύτερο να έχει δημόσιο χαρακτήρα, παρά να παραχωρηθεί σε μια ''ιδιωτική επιχείρηση''.
Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, συμπεραίνει κανείς ότι πίσω από τέτοιου είδους δηλώσεις κρύβεται κάτι παραπάνω. Τα μέλη του Ιατροσυνέδριου γνώριζαν καλά τη δυναμική που έφερνε ο τίτλος του λυσσιατρείου, καθώς και τις μεγάλες δωρεές που είχε αποσπάσει το λυσσιατρείο του Παστέρ, το μετέπειτα Ινστιτούτο Παστέρ. Για αυτούς τους λόγους, κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να σταματήσουν τον Παμπούκη, ενώ άλλοι συνεργάστηκαν μαζί του. Για παράδειγμα, δύο από τους ιατρούς της επιτροπής του Ιατροσυνεδρίου που παρακολούθησαν τα πειράματα, ο Πιλάβιος και ο Χατζιμιχάλης, έλαβαν αργότερα διοικητικές θέσεις στο ινστιτούτο του Παμπούκη.
Τελικά ο Παμπούκης προχώρησε στην ίδρυση του Λυσσιατρείου, τον Αύγουστο του 1894, χωρίς την επίσημη έγκριση της πολιτείας, αλλά με την ομόφωνη στήριξη και προβολή του Αθηναϊκού Τύπου. Η μία μετά την άλλη, οι εφημερίδες χαιρέτησαν την πρωτοβουλία Παμπούκη, και μάλιστα κατέκριναν την αδιαφορία του κράτους που δεν μερίμνησε σχετικά. Όταν δε το Ιατροσυνέδριο με ανακοίνωσή του εξέφρασε τη δυσφορία του για την κίνηση του Παμπούκη, οι εφημερίδες κατακεραύνωσαν τα μέλη του Ιατροσυνεδρίου και ουσιαστικά στήριξαν τον Παμπούκη. Είναι μάλιστα τέτοια η αντίδραση του Τύπου, ώστε ο Παμπούκης προέβει σε ανακοίνωση ευχαριστίας, δηλώνοντας παράλληλα τη δωρεάν θεραπεία των απόρων λυσσόδηκτων.
Επίσης, με διαφημιστικές καταχωρήσεις ενημέρωνε το κοινό για τις υπηρεσίες που προσφέρει το Λυσσιατρείο και το κόστος τους, έδινε οδηγίες για τους λυσσόδηκτους, προβάλλοντας παράλληλα και τους επιστημονικούς τίτλους του ιδρύματος. Προφανώς εδώ έχουμε να κάνουμε με μία επικοινωνιακή στρατηγική, που σκοπό είχε να νομιμοποιήσει το λυσσιατρείο τόσο στο ευρύ κοινό, όσο και στους ιθύνοντες. Ο Παμπούκης διαχειρίστηκε σωστά το πεδίο των δημοσίων σχέσεων, ξεπερνώντας τελικά το σκόπελο του Ιατροσυνεδρίου. Όπως είδαμε και στην περίπτωση του Παστέρ, το κοινό τρέφει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτημα της λύσσας, ευαισθησία που με τη σειρά τους ενισχύουν οι εφημερίδες, δημιουργώντας περαιτέρω προσδοκίες.
Ο Παμπούκης όχι μόνο λειτούργησε το λυσσιατρείο, αλλά μετά από ένα χρόνο, το 1895, σύναψε και σύμβαση χρηματοδότησης με το Ελληνικό κράτος. Σύναψε επίσης συμβάσεις και με την Κρητική Πολιτεία, το Δήμο Αθηναίων και άλλους δήμους της Ελλάδας, εδραιώνοντας έτσι τη θέση του, ως το μοναδικό λυσσιατρείο της ευρύτερης περιοχής. Η σύμβαση με το Ελληνικό κράτος προβλέπει την δημιουργία Λυσσιατρείου - Λυσσοκομείου, με έξοδα του Παμπούκη, στο οικόπεδό του επί της Πατησίων, σύμφωνα με σχέδια του αρχιτέκτονα Θ. Παπαπαναγιώτου. Το κράτος αναλαμβάνει τα έξοδα συντήρησης του ιδρύματος, με τη χορηγία 12.000 δρχ. ετησίως για 15 έτη.
Σε αντάλλαγμα το ίδρυμα του Παμπούκη όφειλε να θεραπεύει δωρεάν τους άπορους λυσσόδηκτους. Επίσης, προβλεπόταν ανώτατη αποζημίωση για τη θεραπεία των υπολοίπων λυσσόδηκτων 150 δρχ. και 30 δρχ. για τα μολυσμένα σκυλιά. Την εποπτεία της σωστής λειτουργίας του ιδρύματος και της τήρησης της σύμβασης, αναλάμβανε το Ιατροσυνέδριο, με ετήσιες αναφορές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ρήτρα της σύμβασης που αφορούσε στις τυχόν δωρεές που θα δεχόταν το Λυσσιατρείο, αρχικά το σχετικό άρθρο προέβλεπε: ''Αι τυχούσαι δωρεαί υπέρ του Λυσσιατρείου και των λοιπών εν αυτώ ιδρυμάτων του κ. Παμπούκη έσονται εις όφελος αυτού''.
Όμως, όπως έγινε και με τη διάρκεια της σύμβασης, το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με άλλο που προέβλεπε την διάθεση των δωρεών όχι στον Παμπούκη, αλλά στο ίδρυμα. Μέχρι αυτό το σημείο, η σύνδεση του Λυσσιατρείου Παμπούκη με το Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού, ήταν η βεβαίωση για τη θεραπεία της λύσσας που κατέχει ο Παμπούκης, καθώς και η χορηγία που του δόθηκε από το Ινστιτούτο, για τον εξοπλισμό του λυσσιατρείου. Ο Παμπούκης δεν φαίνεται να χρησιμοποιεί τον τίτλο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ αρχικά, ούτε υπάρχει κάποια άλλη εκδήλωση ενδιαφέροντος από το γαλλικό ίδρυμα.
Παρόλα αυτά, μυστήριο παραμένει το γιατί το Ι.Π.Π χορήγησε ''ικανό χρηματικό ποσό'' στον Παμπούκη για να ιδρύσει ένα αντίστοιχο ινστιτούτο στην Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι από το 1891 το Ι.Π.Π ξεκινά να δημιουργεί παραρτήματα στις Γαλλικές αποικίες, αλλά είναι σίγουρα πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για οργανωμένη πολιτική ανάπτυξης δικτύου ινστιτούτων Παστέρ, και σίγουρα η Ελλάδα δεν είχε λόγο να βρίσκεται σε προτεραιότητα σε μια τέτοια λίστα. Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον ερώτημα που μένει να ερευνηθεί περαιτέρω. Από την άλλη μεριά, ο Παμπούκης έκανε τελικά χρήση του ονόματος Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, καθώς και πολλές παραλλαγές αυτού.
Ας δούμε τους πολλούς και διαφορετικούς τίτλους με τους οποίους γίνεται γνωστό το ίδρυμα του Παμπούκη, αλλά και το ποιοι τίτλοι χρησιμοποιούνται πότε, και που. Στο εξωτερικό αναφέρεται ως Athens Pasteur Institute (Science 1896, British Medical Journal 1896&1899, The Journal of the American Medical Association 1902), Institut Pasteur Hellénique d’Athènes (Annales de l’I.P. 1898), Institut Hellénique d’Athènes (Annales de l’I.P. 1900), Hellenic Pasteur Institute (Bulletin de l’I.P. 1906 & 1907), Institut Pasteur in Athen (Dtsch med Wochenschr 1908), Institut antirabique d’Athènes (Annales de l’I.P. 1908).
Στην Ελλάδα: Ελληνικόν Λυσσοκομείον και Λυσσιατρείον κυρίως (1894), αλλά και Ινστιτούτο Παμπούκη (Ιατρική Εφημερίδα του Στρατού 1897), Μικροβιολογικόν Ινστιτούτον Αθηνών (1898), Διφθεροκομείον Παμπούκη (1896), Ελληνικόν Παστέρειον Ινστιτούτον Παμπούκη – Λυσσιατρείο (σε επιστολές και επίσημα έγγραφα 1910 - 1915), αντιλυσσικόν Ινστιτούτο (Ροντόπουλος 1924), κα14. Μάλιστα και σε μια πρόσφατη εργασία για τη λύσσα στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, οι συγγραφείς αναφέρονται στο ινστιτούτο του Παμπούκη ως Ινστιτούτο Παστέρ. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Βλαδίμηρος, η χρήση του τίτλου Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ από τον Παμπούκη δεν ήταν και τόσο παράξενη.
Αφού τα λυσσιατρεία που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή ανά τον κόσμο, έφεραν το τίτλο Ινστιτούτο Παστέρ, ως φόρο τιμής στον Παστέρ, το όνομα του οποίου είχε γίνει συνώνυμο με τη θεραπεία της λύσσας. Για παράδειγμα, πλήθος Institutes Pasteur ιδρύθηκαν στις ΗΠΑ, χωρίς κανένα τους να έχει σχέση με το παρισινό ινστιτούτο. Το ότι ο Παμπούκης, όμως, δημοσιεύει στο Annales de l’Institut Pasteur ως directeur de l’Institut Pasteur Hellénique στα 1898, και συνεχίζει να αναφέρεται με αυτόν τον τρόπο ως το 1907, ενώ ένα χρόνο αργότερα αναφέρεται ως directeur de l’Institut antirabique d’Athenes, υποδηλώνει μια πιο αυστηρή πολιτική των Γάλλων στη χρήση του ονόματος Ι.Π, ίσως και μια πρόθεση απεμπλοκής του τίτλου ''Παστέρ'' από το Ινστιτούτο του Παμπούκη.
Άλλωστε, μετά από τρία μόνο χρόνια, το 1911, ο στρατηγός Eydoux θα προτείνει τη δημιουργία Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ στον Βενιζέλο. Πάντως το 1940 ο τίτλος που έχει απομείνει στο ίδρυμα του Παμπούκη είναι Λυσσιατρείο Παμπούκη. Θα πρέπει λοιπόν, να εξετάσουμε τη διαφαινόμενη στρατηγική των πρωτοπόρων αυτών μικροβιολόγων, όσον αφορά στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν και να αναπτύξουν τη νέα αυτή επιστήμη και ταυτόχρονα τη δική τους καριέρα. Ό,τι πέτυχε ο Παστέρ στη Γαλλία με το Ινστιτούτο Παστέρ, προσπάθησαν να πετύχουν και άλλοι στις χώρες τους.
Ο Κωχ στη Γερμανία, ο «μόνος αντάξιος αντίπαλος του μεγάλου Γάλλου επιστήμονα», δεν κατάφερε να ιδρύσει ''Ινστιτούτο Κωχ'', αλλά τοποθετήθηκε διευθυντής στο αντίστοιχο κρατικό εγχείρημα. Ο Παμπούκης, με ανάλογο τρόπο, εφάρμοσε στην Αθήνα την πολιτική που είχε δει ιδίοις όμμασι να πετυχαίνει στο Παρίσι. Είναι μάλλον βάσιμη η άποψη ότι ο Παμπούκης ευελπιστούσε, λίγο ως πολύ, να πετύχει ότι πέτυχε ο Παστέρ με το Ι.Π.Π στη Γαλλία και να δημιουργήσει το αντίστοιχο ινστιτούτο στον Ελληνικό χώρο. Όπως όμως είδαμε, η επιτυχία του Παστέρ και του Ινστιτούτου του, ήταν περισσότερο συνάρτηση πλήθους ευνοϊκών παραγόντων, παρά μια μονοσήμαντη εκπλήρωση του οράματος του ιδρυτή του.
Ο Παμπούκης, είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό περιβάλλον, και φυσικά και ο ίδιος δεν είχε το κύρος και τις δυνατότητες του Γάλλου επιστήμονα - πρότυπο. Παρόλα αυτά, η υβριδική φύση της επιστήμης που πρέσβευε, προσέφερε πολλά πλεονεκτήματα προσαρμογής και δυνατοτήτων. Ο Παμπούκης το γνώριζε αυτό και προσπάθησε να διαμορφώσει την προσέγγισή του με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκριθεί στις ελληνικές συνθήκες. Έδωσε αρκετό βάρος στη δημόσια εικόνα, είχε αρκετή προβολή και υποστήριξη από τον Τύπο, και κέρδισε πολίτικη στήριξη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Προσπάθησε επίσης να εκμεταλλευτεί τη ρευστότητα γύρω από τον διεθνή τίτλο Institut Pasteur, με την ανοχή του μητρικού ιδρύματος αρχικά.
Επιπλέον, η ταυτόχρονη χρήση πολλών παρεμφερή τίτλων για το εργαστήριό του, δηλώνει την με κάθε τρόπο προσπάθεια άντλησης κύρους. Όμως ο πιο δύσκολος αντίπαλος του Παμπούκη ήρθε από τα ''μέσα'', από το χώρο της μικροβιολογίας δηλαδή. Ο ''παρθένος'' Ελλαδικός χώρος δεν είχε ακόμα μοιραστεί, και κάποιοι ισχυροί παίκτες δεν είχαν σκοπό να αφήσουν τον Παμπούκη να εξαργυρώσει την προνομιακή σχέση του με τον Παστέρ. Όπως είδαμε, το Ιατροσυνέδριο από την αρχή ήταν επιφυλακτικό προς την πρωτοβουλία του Παμπούκη, και διατήρησε αυτήν την στάση σταθερά.
Μάλιστα, όταν πρόεδρος του ανώτατου υγειονομικού σώματος έγινε ο Κωνσταντίνος Σάββας, τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο για τον Παμπούκη. Ο Σάββας, καταξιωμένος μικροβιολόγος, βασιλικός ιατρός και πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου, προσπάθησε να απαξιώσει το έργο του Παμπούκη, εστιάζοντας στο εμπορικό συμφέρον που κρυβόταν πίσω από το Λυσσιατρείο. Τελικά, πετυχαίνει την ίδρυση του Δημοτικού Λυσσιατρείου το 1914, αφού είχε λήξει και η σύμβαση του Παμπούκη με το Ελληνικό Κράτος, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιήσει το Ινστιτούτο Παμπούκη.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1919, όταν ιδρύθηκε επίσημα το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, ο Παμπούκης -ήδη 60 χρονών- έχασε πλήρως το έρεισμα του ''Παστεριανού''. Παράλληλα, ιδρύθηκαν αντιλυσσικοί σταθμοί σε όλη την Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη το 1925, σε Πάτρα, Πρέβεζα, Ρέθυμνο και Αλεξανδρούπολη το 1930, οπότε η λειτουργία του ινστιτούτου Παμπούκη ως λυσσιατρείου αποδυναμώθηκε ουσιαστικά. Το ινστιτούτο, παρόλα αυτά, θα συνεχίσει να λειτουργεί, από ό,τι φαίνεται, μέχρι και τον Β' Π.Π, με διαφορετικό κέντρο βάρους, αφού ο Παμπούκης έστρεψε την ενέργειά του προς τον αντιφθισικό αγώνα, και σίγουρα με μικρότερη δημοσιότητα.
Αν και φαίνεται να μην υπάρχει κάποια ρητή σύνδεση μεταξύ του Παμπούκη και του Ε.Ι.Π, ερωτήματα προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη συγκρότηση του Ιστορικού Αρχείου του Ε.Ι.Π (2010) βρέθηκε σειρά τόμων των Annales de l’Institut Pasteur (1887 - 1909) και Bulletin de l’Institut Pasteur (1903 - 1909), με ιδιόχειρες σημειώσεις και την υπογραφή του Π. Παμπούκη. Άραγε δωρίθηκαν στο Ε.Ι.Π από τον ίδιο; Ποιές οι σχέσεις του με το Ινστιτούτο, αν υπήρχαν; Από ό,τι φαίνεται ο Παμπούκης εκτιμούσε τον G. Blanc, διευθυντή του Ε.Ι.Π από το 1921 ως το 1930, καθώς στην προσωπική αλληλογραφία του Γάλλου επιστήμονα, βρέθηκε επιστολή του Παμπούκη.
Ο οποίος ως πρόεδρος της Ιατροχειρουργικής Εταιρείας τον ενημερώνει για την ομόφωνη απόφαση της Εταιρείας να τον ανακηρύξουν επίτιμο μέλος. Όπως και να έχει, η περίπτωση Παμπούκη ανοίγει νέα πεδία έρευνας, όχι μόνο καθεαυτή, αλλά γενικότερα σε σχέση με την ανάπτυξη της Μικροβιολογίας στην Ελλάδα, σχετικά με το δίπολο ιδιωτική πρωτοβουλία έναντι κρατικού έλεγχου, σχετικά με το ρόλο του επιστημονικού - ιατρικού κατεστημένου, και τέλος, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίπτωση που εξετάζουμε εδώ, τη δημιουργία ενός Ι.Π στην Ελλάδα.
ΕΛΛΑΣ - ΓΑΛΛΙΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ: ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Οι στενές σχέσεις Ελλάδας - Γαλλίας, ανάγονται στη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους το 1830, με τη Γαλλία ως εγγυήτρια μεγάλη δύναμη για το νεοσύστατο βασίλειο. Πέρα από αυτό όμως, η Γαλλία ως πολιτιστική και στρατιωτική υπερδύναμη των νεώτερων χρόνων, συνέκρινε τη λάμψη της με αυτή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, και συνεπώς είχε μια ευαισθησία για τους ''απογόνους'' του ή τέλος πάντων τους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου. Πέραν τούτων, από την αρχαιότητα, οι δύο αυτές χώρες ενώνονταν εμπορικά και οικονομικά μέσω της Μεσογείου.
Ο δεσμός αυτός ενισχύονταν από διαφόρου τύπου Γαλλικές αποστολές στην Ελλάδα οι οποίες παρουσίαζαν και μια αυξημένη συχνότητα: επιστημονική αποστολή στο Μοριά (Πελοπόννησος) στα τέλη του 18ου αιώνα, αποστολές μηχανικών (Ponts et Chaussées) και στρατιωτικές αποστολές κατά τον 19ο αιώνα καθώς και στις αρχές του 20ού, μόνιμη αρχαιολογική αποστολή από την ίδρυση της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (l’École Française d’Athènes) το 1847. Το πρώτο ξένο ινστιτούτο που ιδρύθηκε στην Αθήνα, μα επίσης και το πρώτο ακαδημαϊκό Γαλλικό ινστιτούτο εκτός Γαλλίας, και το Γαλλικό ινστιτούτο των Αθηνών (Institut Français d’Athènes), ένα πολιτιστικό ίδρυμα με επίκεντρο τη Γαλλική γλώσσα, που ιδρύθηκε το 1907.
Και οι Έλληνες όμως έτρεφαν μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς τη Γαλλία, την οποία θαύμαζαν σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο, λόγω της Γαλλικής επανάστασης του διαφωτισμού, αλλά και γενικότερα για την ισχυρή επιρροή της την περίοδο αυτή. Πολλοί Έλληνες επιστήμονες, νομικοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί σπούδασαν στις ξακουστές σχολές της Γαλλίας, δημιουργώντας ισχυρούς ιδεολογικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, σε γεωπολιτικό επίπεδο, η στρατηγική θέση της Ελλάδας σε σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα (διάλυση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της Γαλλικής εξωτερικής πολιτικής με την μόνιμη επαγρύπνηση για τα τεκταινόμενα στη μικρή αυτή χώρα.
Η πολιτική όμως αυτή δε ήταν ούτε σταθερή, ούτε ξεκάθαρη, αφού επηρεαζόταν τόσο από τα εκάστοτε συμφέροντα της Γαλλίας, όσο και από την εξωτερική πολιτική των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και την κατάσταση στα Βαλκάνια. Στις αρχές του 20ου αιώνα σε μια εξαιρετικά ρευστή εποχή, στα πρόθυρα ενός παγκοσμίου πολέμου, η Γαλλία διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. Αντίπαλος της Γαλλίας σε όλα τα επίπεδα -στρατιωτικό, πολιτιστικό, επιστημονικό- είναι η Γερμανία, μια Γερμανία ακμάζουσα και ορμητική. Οι Γάλλοι έχουν γνωρίσει μια ταπεινωτική ήττα από την Πρωσική πολεμική μηχανή το 1870 και σίγουρα θέλουν την επόμενη φορά να είναι αυτοί οι νικητές.
Όμως υπολείπονται των Γερμανών, τόσο πληθυσμιακά, όσο και στρατιωτικά, η Γερμανία είναι πλέον η υπερδύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η Γαλλία λοιπόν χρειάζεται συμμάχους για να αντιμετωπίσει την Γερμανία, και μάλιστα στρατηγικούς συμμάχους. Η Ελλάδα φαντάζει ένας τέτοιος σύμμαχος, αφού βρίσκεται σε ιδιαίτερη γεωγραφική θέση και έχει ανοικτούς λογαριασμούς με τους γείτονές της. Ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί με τους Βαλκανικούς Πολέμους να διπλασιάστηκε σε έκταση και πληθυσμό, αλλά υπήρχε ακόμα ένα μεγάλο κομμάτι που λογιζόταν Ελληνικό, υπό ξένη κυριαρχία.
Οι στενότερες όμως σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας ξεκίνησαν με την άνοδο του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία το 1910 και την επιμονή του στην επιλογή γαλλικής αποστολής για την αναδιοργάνωση του στρατού, έναντι της Γερμανικής που προτιμούσε ο βασιλιάς Γεώργιος Α'. Η επιμονή αυτή αποδίδεται σε πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Οι Γάλλοι αφενός θα χορηγούσαν μεγάλο δάνειο στην Ελλάδα, αφετέρου θα της εξασφάλιζαν την υποστήριξη της μεγαλύτερης υπερδύναμης της εποχής, αφού οι ίδιοι ήταν σύμμαχοι των Βρετανών. Η σαφής προτίμηση του Βενιζέλου στην συμμαχία της Entente (ειδικότερα σε Αγγλία, Γαλλία), εξέφραζε μια πολιτική που την ακολούθησε σθεναρά μέχρι την απογοήτευση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το 1922.
Η επιλογή της αποστολής ήταν πολύ σημαντική για διπλωματικούς και στρατιωτικούς λόγους: Από τη μία σήμαινε αναγνώριση συμμαχίας, και από την άλλη ήταν μια de facto πρόσβαση στα στρατιωτικά μυστικά της Ελλάδας. Αντίστοιχα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο εκείνη, είχε επιλέξει μια γερμανική αποστολή για την αναδιοργάνωση του δικού της στρατού. Η Γαλλική Αποστολή με αρχηγό τον ταξίαρχο Joseph-Paul Eydoux κατέφθασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1911 και επιδόθηκε τόσο στην αναδιοργάνωση του στρατού, όσο και σε μια σειρά πρωτοβουλιών με σκοπό τη σύσφιξη των σχέσεων των δύο χωρών.
Λίγο πριν το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (Α' Π.Π) οι Μεγάλες Δυνάμεις, στο πλαίσιο της ισχυροποίησης της επιρροής τους, έσπευσαν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο πολιτιστικής προπαγάνδας στα Βαλκάνια, με διάφορους θεσμούς και οργανώσεις. Για παράδειγμα, οι Βρετανοί ίδρυσαν τον Αγγλο-Ελληνικό Σύνδεσμο (Anglo-Hellenic League) το Δεκέμβριο του 1913, ενώ τον ίδιο χρόνο οι Γερμανοί ίδρυσαν τον Γερμανο-Ελληνικό Σύνδεσμο, (Deutsch-Griechische Gesellshaft). Σε αυτό το πλαίσιο, ο Eydoux ίδρυσε τον Ελληνο-Γαλλικό Σύνδεσμο (Ligue Franco-Ηellénique) το 1912, ένα θεσμό προώθησης των πολιτιστικών δεσμών Ελλάδας - Γαλλίας, που μάλιστα λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Ο Eydoux φυσικά δεν δρούσε μόνος, το ζήτημα της πολιτιστικής προπαγάνδας αναλάμβαναν συνήθως διακεκριμένοι επιστήμονες και διανοούμενοι, που μέσα από έναν έντεχνο λόγο, προσπαθούσαν να ισχυροποιήσουν ιδεολογικά την επικείμενη συμμαχία. Τον κεντρικό ρόλο σε τέτοιες οργανώσεις είχε φυσικά ο πρέσβης της εκάστοτε χώρας. Στην Ελλάδα λοιπόν, πέρα από τον Eydoux, ενεργητικό ρόλο είχε αναλάβει ο Gustave Fougères, διευθυντής της École Française d’Athènes και πρόεδρος της Ligue Franco-Ηellénique μετά τον Eydoux, καθώς και ο Γάλλος πρέσβης Robert de Billy, οι οποίοι έδρασαν ιδιαίτερα την περίοδο 1916 - 1918, όταν η Γαλλία χρειαζόταν επειγόντως τη βοήθεια της Ελλάδας στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Όπως προκύπτει από τα αρχεία του de Billy, στον Fougères είχε ανατεθεί η οργάνωση της Γαλλικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, με σκοπό τη μεταστροφή της Ελληνικής κοινής γνώμης, που είχε ταχθεί κατά των Γάλλων λόγω των επεισοδίων το Δεκέμβριο του 1916. Η προπαγάνδα αυτή αφορούσε την οικονομία, το εμπόριο, τον τύπο, την εκπαίδευση αλλά και τη δημόσια υγεία. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της οργανωμένης πολιτιστικής προπαγάνδας, το ζήτημα, της ίδρυσης ενός Ινστιτούτου Παστέρ, ανιχνεύεται τόσο στα αρχεία του Eydoux, όσο και στου Fougères. Ο Eydoux πρώτος ανοίγει το θέμα, τον Οκτώβριο του 1911, με έκθεσή του προς τον τότε Υπουργό Στρατιωτικών, Βενιζέλο, ο οποίος εκτός της πρωθυπουργίας είχε αναλάβει και αυτό το Υπουργείο.
Σ' αυτή την έκθεση με τίτλο ''Rapport sur un projet de creation d’un Institut Pasteur à Athènes'' ο Eydoux παρουσιάζει τους λόγους που θεωρεί ότι επιβάλλουν μια τέτοια κίνηση, και μάλιστα επισυνάπτει και ένα προσχέδιο του καταστατικού του ιδρύματος. Ή ύπαρξη του καταστατικού είναι σημαντική, καθώς δείχνει ότι πρόκειται για οργανωμένη προσπάθεια, και όχι για απλή εκδήλωση ενδιαφέροντος. Είναι λοιπόν ο Eydoux και όχι ο Arnaud αυτός που πρότεινε πρώτος τη δημιουργία του Ε.Ι.Π, και μάλιστα από το 1911 ήδη, και όχι το 1915 όπως αναφέρει η επίσημη ιστορία. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί αν η πρωτοβουλία Arnaud μπορούσε να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο της ιδιότητάς του ως γιατρός και υπεύθυνος των υγειονομικών στην Γαλλική Αποστολή.
Η πρόταση του Eydoux χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση. Όταν ο αρχηγός μιας στρατιωτικής αποστολής προτείνει την ίδρυση ενός ιδιωτικού ινστιτούτου, μάλλον έχει διαφορετική ατζέντα από την κάλυψη απλά μιας υγειονομικής ανάγκης. Το ότι τον αμέσως επόμενο χρόνο (1912) η πρωτοβουλία πέρασε στα χέρια του Arnaud, είναι επίσης ένα στοιχείο που καταδεικνύει την ύπαρξη οργανωμένου σχεδίου, παρά μιας αυθόρμητης πρωτοβουλίας. Ο Arnaud λοιπόν, έστειλε την δική του επιστολή-πρόταση δημιουργίας του Ε.Ι.Π στον Βενιζέλο το Μάϊο του 1912, εφτά μήνες μετά την επιστολή Eydoux.
O Odilon Arnaud ήταν στρατιωτικός γιατρός και «Παστοριάν», συμμετείχε σε δύο Γαλλικές Αποστολές στην Ελλάδα, υπό τον στρατηγό Eydoux (1911 - 1914) και υπό τον στρατηγό Gramat (1918 - 1922). Ήταν πράγματι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ι.Π.Π και της Γαλλικής στρατιωτικής αποστολής ο οποίος ενίσχυσε την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Ελληνικού παραρτήματος. Ο Arnaud, επιπλέον, μαζί με τον γαλλόφιλο ιατρό Γεράσιμο Φωκά, δημιούργησαν το 1919 το Γαλλικό Νοσοκομείο της Αθήνας (Hôpital Français), που ήταν άλλη μια κίνηση προς την ενίσχυση της γαλλικής επιρροής, την προώθηση της γαλλικής επιστήμης μέσα από ένα σχήμα προάσπισης της δημόσιας υγείας.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες επιβεβαιώνονται ως κινήσεις προπαγάνδας από τα αρχεία του Γάλλου πρέσβη de Billy. Εκεί βρίσκονται οι σχετικές σημειώσεις του Fougères, που αναφέρουν ανάμεσα στα άλλα, την αντικατάσταση των γερμανόφιλων καθηγητών και ιατρών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από γαλλόφιλους (ο Φωκάς ήρθε από τη Γαλλία για αυτόν τον σκοπό), τη δημιουργία ενός παραρτήματος της Société de Biologie, και την ανεύρεση πόρων για την ίδρυση Γαλλικής Βιβλιοθήκης και Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα. Δυστυχώς το σχετικό έγγραφο δε φέρει κάποια χρονολογική ένδειξη, οπότε δεν μπορούμε να το τοποθετήσουμε ακριβώς σε σχέση με τις αντίστοιχες κινήσεις του Arnaud.
Είναι πάντως σχεδόν βέβαιο ότι έχει γραφτεί πριν το 1918, καθώς τότε γίνεται η σχετική πρόσκληση του Βενιζέλου προς τον Φωκά να έρθει στην Ελλάδα. Έτσι, βλέπουμε ότι το Ινστιτούτο Παστέρ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως ένα πολιτικό όργανο, με την προβολή της φημισμένης Γαλλικής επιστήμης. Οι Γάλλοι στην εξωτερική πολιτική που αφορούσε στην Ελλάδα, εφάρμοσαν την ίδια σχεδόν πολιτική με αυτήν των αποικιών. Προσπάθησαν δηλαδή, με τη δημιουργία μιας σειράς πολιτιστικών και επιστημονικών ιδρυμάτων, να προβάλλουν την ανωτερότητα του Γαλλικού πολιτισμού, να δημιουργήσουν μια ελίτ Γαλλόφιλων Ελλήνων διανοούμενων και επιστημόνων, και να κερδίσουν την εύνοια της Ελληνικής κοινωνίας.
Ήταν μια τακτική γνωστή και δοκιμασμένη στις αποικιακές κατακτήσεις της Γαλλίας, αλλά και αλλού (πχ. Ρουμανία, Ρωσία). Στην Ελλάδα μάλιστα, είχε και μια ιδιαίτερη χροιά, χάρις στο φημισμένο παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας, με το οποίο οι Γάλλοι διανοούμενοι αισθάνονταν τόσο κοντά.
Ο ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΣΕΡ ΜΠΑΖΙΛ ΖΑΧΑΡΩΦ (WHATEVER HAPPENS WE GOT THE MAXIM GUN AND THEY HAVE NOT)
Ως ιδρυτής και μεγάλος ευεργέτης του Ε.Ι.Π ο Μπαζίλ Ζαχάρωφ έχει το όνομά του στον τίτλο του ιδρύματος και τιμητική πλάκα στην είσοδο του κεντρικού κτηρίου. Ο Ζαχάρωφ ήταν περιβόητος σε διεθνές επίπεδο. Ήταν ο ''έμπορος του θανάτου'', ''αδίστακτος πωλητής όπλων'', ''μυστηριώδης άνθρωπος της Ευρώπης'', ''άπατρις'', ''μαστροπός του καλού κόσμου'', ''διαφθορέας των συνειδήσεων'', ''πατήρ της δωροδοκίας'', αλλά και ο ''φιλάνθρωπος'', ο ''ευεργέτης'', ο «Sir Basil Zaharoff» που παρασημοφορήθηκε πολλάκις για τις υπηρεσίες του από Άγγλους, Γάλλους και Έλληνες. Αποθανατίστηκε σε μυθιστορήματα, ταινίες, θεατρικά, έκανε την εμφάνισή του στο Tin Tin του Hergé, αλλά και στα Cantos του Πάουντ.
Ο Ζαχάρωφ ήταν η προσωποποίηση του «κακού» για αριστερούς και δεξιούς ιδεαλιστές, και η δράση του συνέπαιρνε τη λαϊκή φαντασία. Η Ευρώπη του Μεσοπολέμου έπρεπε να βρει τους αποδιοπομπαίους τράγους για τη συλλογική παράνοια του Α' Π.Π. Ένας από αυτούς ήταν ο Ζαχάρωφ, που αντιπροσώπευε τις αδίστακτες βιομηχανίες όπλων, οι οποίες, μέσα από μια απλοϊκή ανάλυση, κατηγορήθηκαν ως υποκινητές της μαζικής σφαγής στο βωμό του κέρδους. Γεννήθηκε στη Μούγλα της Μ. Ασίας ως Βασίλειος Ζαχαρίας στα 1849. Η οικογένειά του, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, υιοθέτησε το όνομα Ζαχάρωφ όταν βρέθηκε στη Ρωσία λόγω των Τουρκικών διώξεων.
Το 1877 γίνεται αντιπρόσωπος της εταιρείας κατασκευής όπλων του Σουηδού Nordenfelt για τα Βαλκάνια και ξεκινά μια λαμπρή καριέρα στο χώρο. Κατάφερε να πουλήσει τα αμφιβόλου λειτουργικότητας υποβρύχια του Nordenfelt σε Ελλάδα, Τουρκία και Ρωσία, πείθοντας κάθε μία, ότι η ύπαρξη του υποβρυχίου στο οπλοστάσιο της άλλης αποτελούσε ικανό παράγοντα ανατροπής της ναυτικής ισορροπίας. Ο Ζαχάρωφ είχε εμπορικό δαιμόνιο και σίγουρα δεν είχε ηθικές αναστολές ή εθνικιστικές προκαταλήψεις: μπορούσε να πουλάει όπλα σε Έλληνες και Τούρκους ταυτόχρονα, να κατασκευάζει απειλές ή ευκαιρίες, να χρησιμοποιεί τον Τύπο και τους πολιτικούς, τελικά να κερδίζει αυτό που ήθελε.
Φυσικά δεν ήταν ο μόνος, ειδικά στο εμπόριο των όπλων, προσωπικότητες σαν του Ζαχάρωφ ήταν μάλλον ο κανόνας, παρά η εξαίρεση. Όμως έμελλε το φτωχόπαιδο από τη Μ. Ασία να γίνει το αρχετυπικό παράδειγμα αυτών των ανήθικων τυχοδιωκτών στη συλλογική μνήμη της Ευρώπης του Μεσοπολέμου. Η πορεία λοιπόν του Ζαχάρωφ είναι πράγματι εντυπωσιακή: στα 1888 καταφέρνει να πείσει τον Nordenfelt να συνεργαστεί με τον αντίπαλό του Hiram Maxim, εφευρέτη του πρώτου αυτόματου μυδραλιοβόλου Maxim Gun, το οποίο έγινε θρύλος για την αποτελεσματικότητά του και την υπεροχή πυρός που χάριζε στον κάτοχό του.
Από εκεί προέρχεται και η φράση «Ό,τι κι αν συμβεί, του Μαξίμου το όπλο το έχουμε εμείς και όχι αυτοί» των Βρετανών στρατιωτών που ''εκπολίτιζαν'' τους ιθαγενείς της νότιας Αφρικής. Βέβαια με τον Ζαχάρωφ αντιπρόσωπο της εταιρείας, αυτή η σιγουριά ήταν μάλλον απατηλή: σε μια ειρωνική αποτύπωση της ιστορίας, ο επισκέπτης του Πολεμικού Μουσείου στην Αθήνα θαυμάζει ανάμεσα στα λάφυρα της Ελληνικής συμμετοχής στην Ουκρανική Εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων του Λένιν (1919), ένα από τα περίφημα μυδραλιοβόλα που είχε πουλήσει ο Ζαχάρωφ στον Τσάρο για να πολεμήσει τους Ιάπωνες το 1905. Τελικά ''του Μαξίμου το όπλο'' το είχαν όλοι.
Ο Ζαχάρωφ συνεχίζει την ανέλιξη του, μέτοχος πια στην Maxim Nordenfelt Guns and Ammunition Co Ltd, περιοδεύει την υφήλιο εις άγραν αγοραστών, καταφέρνει να πάρει μεγάλη μερίδα της αγοράς, κάτι που οδήγησε στο να απορροφηθεί η εταιρεία από τη μητρική της Vickers Ltd (1897), και ο Ζαχάρωφ να βρεθεί στο διοικητικό συμβούλιο στη θέση του Μαξίμ. Αργότερα, η Vickers συγχωνεύεται με την Armstrong, δημιουργώντας ένα βιομηχανικό κολοσσό με τον Ζαχάρωφ πρόεδρο. Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις επιδόθηκαν σε μια κούρσα ανταγωνιστικού εξοπλισμού, και ο Ζαχάρωφ ήταν εκεί για να ικανοποιήσει τη ζήτηση, ακόμα και να τη δημιουργήσει ορισμένες φορές.
Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο όπου κρυφό παράρτημα της Vickers στη Γερμανία, συμβουλεύει συνεργάτη της εταιρείας στο Παρίσι, να διοχετεύσει στον Τύπο ότι οι Γερμανοί έχουν προβεί σε μεγάλες παραγγελίες, και οι Γάλλοι έπρεπε να ανταποκριθούν ανάλογα. Τα δημοσιεύματα αυτά, διαβάστηκαν στη Γερμανική βουλή και αμέσως πέρασε ψήφισμα για περαιτέρω στρατιωτικές δαπάνες, και συνεπώς περισσότερες παραγγελίες για τη Vickers. Ο Ζαχάρωφ κατάλαβε ότι για να ελέγχει περισσότερο την αγορά, έπρεπε να δημιουργήσει ένα δίκτυο που θα υποστήριζε τις δραστηριότητές του.
Αγόρασε, λοιπόν, τράπεζες για να μπορεί να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις του και να επιτυγχάνει καλύτερες οικονομικές συμφωνίες, και εφημερίδες, ώστε να επηρεάζει τη κοινή γνώμη. Έπειτα έχτισε τη δημόσια εικόνα του με ανδραγαθίες, χρηματοδότησε έδρα αεροναυπηγικής στη Σορβόννη και στην Αγ. Πετρούπολη, ίδρυμα για τους βετεράνους και πολεμικό νοσοκομείο στη Γαλλία, έδρα Γαλλικής φιλολογίας στην Οξφόρδη και αντίστοιχα Αγγλικής στη Σορβόννη, και πολλά άλλα. Μέσα σε αυτές τις ευεργεσίες ξεχωρίζει η δωρεά για την ίδρυση του Ε.Ι.Π.
Η Δωρεά Ζαχάρωφ
Η πρώτη αναφορά που βρήκαμε, μετά από έρευνα στον Τύπο της εποχής, στην πρόθεση του Ζαχάρωφ να προβεί σε δωρεά για τη δημιουργία ενός Ελληνικού Ινστιτούτο Παστέρ, αφορά δημοσίευμα από την Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα ''Εμπρός'', στις 3 Μαρτίου του 1914. Μάλιστα ο Ζαχάρωφ κάνει την πρόταση στο πλαίσιο ακρόασης του από το βασιλικό ζεύγος, και προσφέρει στη Βασίλισσα το ποσό των 400.000 δρχ. για την ανέγερση του κτηρίου που θα στεγάσει το ινστιτούτο. Το ντοκουμέντο αυτό είναι άλλη μια απόδειξη της οργανωμένης προσπάθειας για τη δημιουργία του Ε.Ι.Π, καθώς φαίνεται ότι οι Γάλλοι έχουν πείσει ήδη από το 1914 τον Ζαχάρωφ να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα που ξεκίνησε με τις επιστολές Eydoux και Arnaud (1911 - 1912).
Το 1914 όμως ξεσπά ο Α' Π.Π και η όλη προσπάθεια αναβάλλεται, μέχρι το 1918, οπότε επέστρεψε ο Arnaud στην Ελλάδα με τη Γαλλική Αποστολή, και ανέλαβε πάλι τη μεθόδευση του εγχειρήματος. Ο Ζαχάρωφ ενημέρωσε τηλεγραφικά ότι θέτει το ποσό των 500.000 φράγκων στη διάθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη δημιουργία του ινστιτούτου και ο Τύπος της εποχής χαιρετίζει την ευεργεσία. Μάλιστα, από δημοσίευμα της εφημερίδας Εμπρός, συνδέεται για πρώτη φορά δημόσια το όνομα του Arnaud με την όλη προσπάθεια, καθώς αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η ιδέα της ίδρυσης είναι δικιά του. Έτσι ξεκινά και η κατασκευή της «επίσημης» ιστορίας του Ε.Ι.Π, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Arnaud.
Ο Ζαχάρωφ είναι ένα πρόσωπο κλειδί στη συμμαχική προπαγάνδα στην Ελλάδα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Α' Π.Π. Τα συμφέροντά του είναι παράλληλα με αυτά της Γαλλίας και της Βρετανίας στην περιοχή, και έτσι οι συμμαχικές κυβερνήσεις συνεργάζονται μαζί του, καθώς τους προσφέρει μια έμμεση κάλυψη των μεθοδεύσεών τους. Το 1915, οι τότε πρωθυπουργοί Βρετανίας και Γαλλίας, Lloyd George και Α. Briand, αναθέτουν στον Ζαχάρωφ την οργάνωση της φιλοσυμμαχικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, δίνοντας και την απαραίτητη χρηματοδότηση.
Ο Ζαχάρωφ πράγματι, τον Φεβρουάριο του 1916 ιδρύει στην Αθήνα το δημοσιογραφικό ''Πρακτορείο Ραδιό'' (Radio-Agence telegraphique, telegrammes et informations du monde entire), και παράλληλα εξαγοράζει τη συνεργασία μεγάλων Ελληνικών εφημερίδων (Ελεύθερος Τύπος, Εμπρός, Πατρίς, Κήρυξ). Η δωρεά για το Ε.Ι.Π όμως δείχνει ότι η εμπλοκή του Ζαχάρωφ στη συμμαχική προπαγάνδα είχε ξεκινήσει από πιο πριν. Ο Ζαχάρωφ, άλλωστε, ήταν από τους κύριους υποστηρικτές και χρηματοδότες του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων. Οι σχέσεις Βενιζέλου - Ζαχάρωφ ξεκινούν από την εποχή που ο Βενιζέλος ήταν -εκτός από Πρωθυπουργός- Υπουργός Στρατιωτικών, και συνεπώς είχε άμεση σχέση με τις παραγγελίες όπλων.
Από την άλλη μεριά, ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να συνδέσει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με τα συμμαχικά συμφέροντα, και έγινε ο κύριος εκφραστής αυτής της τάσης. Έτσι, η σύνδεση Βενιζέλου - Ζαχάρωφ - Συμμάχων ήταν μια εύλογη συμμαχία, λόγω των κοινών στόχων. Η σύνδεση αυτή αποκρυσταλλώνεται ξεκάθαρα και στην περίπτωση του Ε.Ι.Π. Ο Ζαχάρωφ είναι ο ιδρυτής ενός Γαλλικού ιδρύματος, που υποστηρίζεται από τη Βενιζελική εσωτερική πολιτική της αναδιοργάνωσης της δημόσιας υγείας.
Η ΠΑΣΤΕΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ - ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ)
Η περίοδος κατά την οποία ιδρύθηκε το Ε.Ι.Π, αρχές του 20ου αιώνα, ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη συγκρότηση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. καθώς στην ουσία αυτή την περίοδο διαμορφώθηκε όπως το ξέρουμε σήμερα. Η συγκρότηση αυτή, βέβαια, μόνο ομαλή δεν ήταν. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και οι πολιτικοί χειρισμοί που πραγματοποιήθηκαν συνετέλεσαν στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων/βασικών χαρακτηριστικών αυτής της χώρας. Η ίδρυση του Ε.Ι.Π αποτελεί σαφώς μέρος των πολιτικών αποφάσεων της εποχής, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια.
Αυτές όμως οι αποφάσεις βασίστηκαν σε ουσιαστικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η δημόσια υγεία, αλλά και στην αναγκαιότητα παρακολούθησης των νέων επιστημονικών κλάδων της βιοιατρικής και των εφαρμογών τους. Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε ποια ακριβώς προβλήματα / ζητήματα κλήθηκε να αντιμετωπίσει/να επιλύσει η ίδρυση ενός ινστιτούτου σαν το Ε.Ι.Π. Η Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι θεσμοί για τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα υστερούσαν δραματικά. Τα ζητήματα δημόσιας υγείας διαχειρίζονταν το Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ συμβουλευτικό ρόλο ασκούσε ένα συμβούλιο ιατρών, το Ιατροσυνέδριο. Όπως και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, δεν υπήρχε ξεχωριστό Υπουργείο Υγείας.
Η πρώτη κίνηση, λοιπόν, προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε από την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης το 1917, την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Τότε συγκροτήθηκε η Ανώτατη Διεύθυνση Περιθάλψεως, η οποία με την επικράτηση του κινήματος της Εθνικής Αμύνης, μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετατράπηκε σε Υπουργείο Περιθάλψεως, τον Ιούνιο του 1917. Από εκεί και ύστερα, το υπουργείο αυτό άλλαξε δεκάδες ονόματα όπως, Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, ή Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, κ.λ.π.), υποβαθμίστηκε σε Υφυπουργείο (1926 - 1929), και για μια περίοδο, μάλιστα, καταργείται (1926).
Τα ιδρύματα δημόσιας υγείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν περισσότερο φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Νοσοκομεία, σανατόρια, λεπροκομεία, κ.λπ. εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία του κράτους την ίδια περίπου εποχή, που ο Βενιζέλος επιχείρησε την αναδιοργάνωση της δημόσιας υγείας. Στην ουσία, μέχρι τότε, η κρατική μέριμνα για τα υγειονομικά προβλήματα αφορούσε κυρίως στην αντιμετώπισή τους και όχι στην πρόληψή τους. Οι πρώτες εφαρμογές προληπτικών μέτρων, όπως οι εμβολιασμοί, έγιναν στο στρατό, με χαρακτηριστική περίπτωση τον μαζικό αντιχολερικό εμβολιασμό του στρατεύματος στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο και είχαν σαν αποτέλεσμα την ένταξη της πρόληψης στην κρατική υγειονομική πολιτική.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, καθώς και αυτοί που ακολούθησαν -Α' Π.Π, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία- πρόσθεσαν ένα ακόμα σημαντικό υγειονομικό πρόβλημα, αυτό των προσφύγων. Το ελληνικό κράτος βρέθηκε τότε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς οι κακές συνθήκες διαβίωσης αυτών των ανθρώπων στις πρόχειρες κατοικίες που τους διέθεσαν, οδήγησαν στην έξαρση επιδημιών μεταξύ των οποίων και της φυματίωσης. Αυτοί ήταν οι κύριοι λόγοι που ανάγκασαν την πολιτεία να αναπτύξει ένα κράτος πρόνοιας. Ο Απόστολος Δοξιάδης, υφυπουργός υγείας στην κυβέρνηση Βενιζέλου, σε ομιλία στην Κοινωνία των Εθνών το 19283 σημειώνει:
«Αι Ελληνικαί υγειονομικαί αρχαί είχον ως κύριον έργον το να προφυλάξουν τον στρατόν και τους αστικούς πληθυσμούς από τη μάστιγα των μεγάλων επιδημιών». Η ανάπτυξη όμως αυτού του κράτους πρόνοιας την περίοδο εκείνη σχετίζεται και με τις εξελίξεις στο κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο, καθώς ο κίνδυνος της λαϊκής εξέγερσης, με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ως σημείο αναφοράς, ήταν σίγουρα ένας παράγοντας που επηρέασε αυτήν την πολιτική. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του υγειονομικού προβλήματος στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα, αρκεί να παραθέσουμε μερικά στατιστικά στοιχεία.
Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι ο μέσος όρος ζωής των Ελλήνων ήταν μικρότερος κατά δέκα έτη από των υπόλοιπων Ευρωπαίων, η βρεφική θνησιμότητα άγγιζε το 50% σε κάποιες χρονικές περιόδους, η φυματίωση έπληττε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ενώ ένας στους τέσσερις νοσηλευόμενους έπασχε από ελονοσία. Μάλιστα η Ελλάδα ήταν πρώτη στην Ευρώπη όσον αφορά στη σχετική ασθένεια, και είναι χαρακτηριστικό ότι το 1923 εισάγει το 25% της παγκόσμιας παραγωγής κινίνης. Επιπλέον η ελονοσία είναι η αιτία για το 70% της θνησιμότητας στους προσφυγικούς καταυλισμούς.
Με την εγκατάσταση των χιλιάδων προσφύγων από τους διάφορους πολέμους, εμφανίζονται οι λεγόμενες ''φυματιουπόλεις'', οι παραγκουπόλεις δηλαδή των προσφύγων στα προάστια των αστικών κέντρων, με τις ελάχιστες υγειονομικές υποδομές. Επιδημίες, όπως αυτή του Δάγκειου πυρετού (1927 - 1928), με κρούσματα που ανέρχονταν στα 1.320.000 εκ των οποίων τα 3.000 θανατηφόρα, επηρεάζουν τεράστια τμήματα του πληθυσμού, και κατά συνέπεια την οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αυτονόητο ότι η Μικροβιολογία και οι εφαρμογές τις έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πέρα από την παραγωγή εμβολίων και ορρών, οι μικροβιολόγοι ήταν πλέον απαραίτητο κομμάτι της ιατρικής και της υγιεινής, καθώς με τις αναλύσεις και τα πειράματα που διεξήγαγαν μπορούσαν να προσδιορίσουν τις μικροβιολογικές αιτίες των επιδημιών και να προτείνουν τρόπους αντιμετώπισης, όπως είδαμε να γίνεται στην περίπτωση της επιδημίας της ευλογιάς στο Μακεδονικό Μέτωπο. Σε αυτό το κοινωνικό κλίμα, το Ε.Ι.Π κλήθηκε να καλύψει ανάγκες για την προάσπιση της δημόσιας υγείας σε διάφορες περιπτώσεις, όπως στην αυτή της επιδημίας Δάγκειου πυρετού, στη μελέτη του βλατιδώδους πυρετού (εξανθηματικός πυρετός Μασσαλίας), ή στην παραγωγή του αντιφυματικού εμβολίου BCG.
Βέβαια το Ε.Ι.Π δεν ήταν το μόνο μικροβιολογικό κέντρο στην Ελλάδα. Είχε επομένως να αντιμετωπίσει ένα ήδη εδραιωμένο καθεστώς, όπως θα δούμε. Η Μικροβιολογία καταχωρήθηκε θεσμικά στην Ελλάδα ήδη από τον 19ο αιώνα, μέσα από τη δημιουργία του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1889, αλλά και από τα μικροβιολογικά εργαστήρια νοσοκομείων όπως για παράδειγμα του Ευαγγελισμού. Πολλά ήταν και τα ιδιωτικά μικροβιολογικά εργαστήρια που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα.
Όσον αφορά στην εισαγωγή της μικροβιολογίας στην υγειονομική πολιτική του κράτους, κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ο μικροβιολόγος Κ. Σάββας ως πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου και διευθυντής του Εργαστηρίου Υγιεινής και Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1900. Ο Σάββας ήταν αυτός που είχε προτείνει και τον αντιχολερικό εμβολιασμό του στρατεύματος στους Βαλκανικούς Πολέμους και με βιβλία και άρθρα του βοήθησε στην εισαγωγή της Υγιεινής και της Μικροβιολογίας στην Ελλάδα. Ο Σάββας, όμως, καθώς και οι περισσότεροι καθηγητές ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν Γερμανοτραφείς και εν γένει Γερμανόφιλοι.
Οι Γάλλοι και ο Βενιζέλος, όπως είδαμε, προσπάθησαν να αλλάξουν αυτήν την κατάσταση, με εκκαθαρίσεις και τοποθετήσεις Γαλλόφιλων ιατρών. Παρά τις πολλές αντιδράσεις που υπήρξαν σε αυτές τις τακτικές, τελικά η Ιατρική Σχολή δεν έπαψε να ''Γερμανοκρατείται''. Αν λάβουμε υπόψη μας και αυτό το δεδομένο, η ίδρυση ενός Ι.Π στην Ελλάδα εξηγείται και ως μια κίνηση αντιμετώπισης του Γερμανόφιλου ιατρικού κατεστημένου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μια ένδειξη προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι αντιδράσεις που προήλθαν από πανεπιστημιακούς κύκλους στην ανακοίνωση της δημιουργίας του Ε.Ι.Π το 1919, οι οποίες δείχνουν μια προσπάθεια υπαγωγής του ινστιτούτου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πέρα όμως από την προάσπιση της δημόσιας υγείας, το Ε.Ι.Π δημιουργείται με την προοπτική ότι θα ενισχύσει και άλλους τομείς όπου έχει εφαρμογή η μικροβιολογία. Η ιδέα αυτή στηρίχτηκε μάλλον στο φημισμένο παρελθόν του Λουί Παστέρ, και ειδικότερα στις επιτυχίες του που είχαν σχέση με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία (αποστείρωση κρασιού, καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων, εμβολιασμός προβάτων, κλπ). Η πεποίθηση αυτή είναι αρκετά ισχυρή, όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα του Τύπου, αλλά και από το πρώτο καταστατικό του Ε.Ι.Π, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ως ένας από τους σκοπούς του ιδρύματος:
«Η προαγωγή της γεωργίας και βιομηχανίας δια της ερεύνης των δια τα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα ζυμώσεων και εν γένει πάσα επιστημονική έρευνα βάσιν έχουσα τας υπό του Pasteur και των διαδόχων του τεθείσας αρχάς» Σε αυτή όμως τη ρητορική διαφαίνεται και ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο: πως η επιστήμη της μικροβιολογίας -και το Ινστιτούτο Παστέρ ειδικότερα- έφτασε να αντιμετωπίζεται ως πανάκεια για την αντιμετώπιση ζητημάτων δημόσιας υγείας, ακόμα και οικονομικής προόδου, σε μια χώρα που αναζητούσε απεγνωσμένα λύσεις σε σχετικά δομικά και λειτουργικά προβλήματα.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος άλλωστε, «παραπέμποντας στο εμβληματικό παράδειγμα του Παστέρ, παρότρυνε τους νέους να γίνουν τεχνίτες και επιστήμονες βοηθώντας με αυτό τον τρόπο τη χώρα και την ανθρωπότητα». Η πίστη στην πρόοδο μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας ήταν σίγουρα διάχυτη στους περισσότερους πολιτικούς και διανοούμενους της εποχής. Ακόμα και οι ριζοσπαστικοί σοσιαλιστές αναζητούσαν σε αυτή την προσέγγιση πολλές απαντήσεις στα προβλήματα της κοινωνίας.
Χάρις στη Μικροβιολογία και στα επιτεύγματα του Παστέρ, οι πρακτικές ανάγκες των βιομήχανων, των αγροτών και των ιατρών, αλλά και τα ιδεολογικά ερείσματα των πολιτικών, «μεταφράστηκαν» στη γλώσσα της επιστήμης και έγιναν «ανάγκες» και των επιστημόνων. Το Ε.Ι.Π, λοιπόν, σίγουρα ανταποκρινόταν σε σοβαρές υγειονομικές και άλλες ελλείψεις της Ελλάδας, και για αυτό αποτέλεσε και ισχυρό ιδεολογικό επιχείρημα στον πολιτικό λόγο του Βενιζέλου και των οπαδών του.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ (ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ)
Αφού εξετάσαμε τους παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία του Ε.Ι.Π το 1919, ας δούμε τώρα τα στοιχεία που το συγκροτούν, σε αυτά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, δηλαδή τους θεσμούς, το προσωπικό, την υποδομή του, τις σχέσεις του και εν γένει τη λειτουργία του. Το Ε.Ι.Π, όπως είδαμε δημιουργήθηκε το 1919, με ιδρυτικό κείμενο το πρώτο καταστατικό του, που εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα του Αλέξανδρου Α', στις 26 Απριλίου, και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 3 Μαϊου 1919.
Το καταστατικό αυτό περιείχε 23 άρθρα, τα οποία καθόριζαν τη νομική υπόσταση καθώς και το θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο του ιδρύματος και ο πλήρης τίτλος του ήταν: «Ελληνικό Ινστιτούτο Pasteur, ιδρυθέν υπό Β. Ζαχάρωφ». Σε αυτό το πρώτο καταστατικό, είναι ενδιαφέρον να δούμε το άρθρο 2, που αφορά στους σκοπούς του ιδρύματος, οι οποίοι ήταν:
1) Η παρασκευή ορρών και εμβολίων εν γένει και ιδία η κατά την μέθοδο του Pasteur θεραπεία της λύσσης.
2) Η μελέτη και έρευνα πασών των λοιμωδών και μεταδοτικών νόσων, και η καταπολέμησις αυτών.
3) Η προαγωγή της γεωργίας και βιομηχανίας δια της ερεύνης των δια τα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα ζυμώσεων και εν γένει πάσα επιστημονική έρευνα βάσιν έχουσα τας υπό του Pasteur και των διαδόχων του τεθείσας αρχάς.
Η θεραπεία της λύσσας, λοιπόν, βρίσκεται στους πρωταρχικούς σκοπούς του ινστιτούτου, αν και όπως είδαμε, στην Αθήνα εκείνη την εποχή λειτουργούν ήδη δύο ακόμα λυσσιατρεία, το Δημοτικό Λυσσιατρείο από το 1914 και το Λυσσιατρείο Παμπούκη από το 1894. Αλλά και ο τρίτος σκοπός παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς διαφαίνεται ότι η υβριδική εικόνα που προβάλλει το Ι.Π, ως ίδρυμα βασικής έρευνας με πολλές και ποικίλες εφαρμογές επιβάλλεται και στη λειτουργία του Ε.Ι.Π. Στο άρθρο 3, περιγράφονται οι τρόποι δράσεις του ινστιτούτου, και εκεί ξεχωρίζουμε την πρόβλεψη για επιστημονικές αποστολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά και την απονομή βραβείων ''προς ενθάρρυνση'' εργασιών που υπηρετούν τους σκοπούς του Ε.Ι.Π.
Στο άρθρο 4 σημειώνεται ότι, εκτός από την Αθήνα, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν παραρτήματα ανά την Ελλάδα, εάν κριθεί αναγκαίο. Όσον αφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) του Ε.Ι.Π, προβλέπεται 9μελής σύνθεση, χωρίς περαιτέρω ανάλυση αυτής. Το ΔΣ διορίζει τον διευθυντή, ύστερα από υπόδειξη ή την έγκριση του διευθυντή του Ι.Π.Π. Υπάρχει μάλιστα η ρήτρα ότι ο διευθυντής μπορεί να είναι και Γάλλος. Εδώ έχουμε τον ισχυρότερο ίσως δεσμό με το μητρικό ινστιτούτο, αφού στην ουσία αυτό καθορίζει τον διευθυντή του Ε.Ι.Π. Στο ζήτημα των οικονομικών πόρων, το καταστατικό προβλέπει διαχείριση των δωρεών, των κρατικών επιχορηγήσεων και των εσόδων από την παραγωγή ορρών και εμβολίων.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 21, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε δημοσίευση «επ’ ονόματι» του Ε.Ι.Π, χωρίς την έγκριση του διευθυντή του Ε.Ι.Π. Το καταστατικό αυτό συντάχθηκε κυρίως από τον Ιωάννη Αθανασάκη, υφυπουργό Στρατιωτικών επί των υγειονομικών θεμάτων και πρόεδρο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Ήταν όμως αποτέλεσμα μιας έντονης διαπραγμάτευσης μεταξύ του Αθανασάκη, ως εκπροσώπου της Ελληνικής κυβέρνησης, και των Γάλλων εμπλεκομένων, δηλαδή του διευθυντή του Ι.Π.Π, Emile Roux, του απεσταλμένου για τον σκοπό αυτόν στην Ελλάδα, Edmond Sergent, αλλά και του Arnaud και του de Billy.
Οι οποίοι στόχευαν σε ένα όσο το δυνατόν πιο ''Γαλλικά'' ελεγχόμενο ίδρυμα όπως φαίνεται από έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε πρωτογενείς πηγές. Ο Αθανασάκης προσπάθησε να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του Ε.Ι.Π από τη Γαλλική επιρροή, αλλά από την άλλη, έπρεπε να χειριστεί το θέμα αρκετά διπλωματικά, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έρθει σε ρήξη με το Ι.Π.Π και ο Ζαχάρωφ αποσύρει τη δωρεά. Το 1920, όμως όταν ουσιαστικά αρχίζει να λειτουργεί το Ε.Ι.Π με την αποστολή Calmette, Abt και Blanc στην Αθήνα, το ήδη υπάρχον καταστατικό τροποποιείται, και με νόμο καθορίζεται πλέον ετήσια επιχορήγηση 250.000 δρχ. από το Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ εκχωρείται πίστωση 500.000 δρχ. για την συμπλήρωση των εγκαταστάσεων.
Παράλληλα ανατίθεται στον Υπουργό Εξωτερικών να συνάψει σύμβαση με το Ι.Π.Π, «περί μετακλήσεως ειδικού επιστήμονα δια την διεύθυνσιν του εν Αθήναις Ελληνικού Ινστιτούτου Pasteur». Οι προσθήκες αυτές εξυπηρετούσαν τις άμεσες ανάγκες της λειτουργίας του Ε.Ι.Π, καθώς η δωρεά Ζαχάρωφ δεν επαρκούσε για να καλυφθούν τα ετήσια έξοδα του Ε.Ι.Π, αλλά ούτε και για τη δημιουργία απαραίτητων εγκαταστάσεων, δηλαδή την κατασκευή κτηρίου εργαστηρίων. Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Calmette συστήνει το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο, με πρόεδρο τον Ιωάννη Αθανασάκη.
Ο οποίος Αθανασάκης όπως είδαμε, πρωτοστάτησε στις διμερείς διαπραγματεύσεις, αντιπρόεδρο το δικηγόρο Ιωάννη Κουντουριώτη, αδελφό του Παύλου και παιδικό φίλο του Βενιζέλου, γραμματέα τον Αλέξανδρο Μυλωνά, δικηγόρο, πολιτικό και γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας, ταμία τον τραπεζικό Ιωάννη Ηλιάσκο, και μέλη, τον Γεώργιο Αβέρωφ, βουλευτή και συνεργάτη του Βενιζέλου, τον Δημήτριο Αιγινήτη, διάσημο φυσικό και διευθυντή του Αστεροσκοπείου, τον ιατρό Βλαδίμηρο Μπένση, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και από τη μεριά των Γάλλων, τον Charles Picard, διευθυντή της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, τον Arnaud και τον Abt ως διευθυντή του Ε.Ι.Π.
Η σύσταση αυτή άλλαξε πολύ γρήγορα, καθώς μετά από ένα έτος ο Abt παραιτήθηκε και ο Blanc τον αντικατέστησε, και το 1922 ο Arnaud αποχώρησε και, τη θέση του πήρε ο δρ. Eybert, επίσης μέλος της Γαλλικής Αποστολής. Από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην αλληλογραφία του Calmette, με τον Charles Nicolle φαίνεται ότι η αποχώρηση του Abt από τη θέση του γενικού διευθυντή, μόλις ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ήταν μάλλον αναμενόμενη για τους Γάλλους, και συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Calmette. Ο δυναμικός George Blanc, μαθητής του Νομπελίστα Nicolle, ανέλαβε τη διεύθυνση το 1921, και έμεινε σε αυτή τη θέση για δέκα χρόνια.
Σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της λειτουργίας του ιδρύματος με παροχή ουσιαστικού έργου αφήνοντας μια βαριά κληρονομιά για τους επόμενους διευθυντές. Αγαπητός σχεδόν σε όλους, φαίνεται να είναι ο μόνος διευθυντής στη μακρόχρονη πορεία του Ε.Ι.Π για τον οποίο δεν έχουν βρεθεί αρνητικά σχόλια ή συγκρούσεις. Κατάφερε να ισορροπήσει τις διάφορες εντάσεις που δημιουργούνταν από την υβριδική φύση του ινστιτούτου, αλλά και από τα διάφορα συγκρουόμενα συμφέροντα, ολοκλήρωσε την κατασκευή του νέου κτηρίου των εργαστηρίων διαθέτοντας μάλιστα μέρος του μισθού του, ενώ παράλληλα διεξήγαγε και σημαντική ερευνητική δραστηριότητα.
Ο διευθυντής του Ε.Ι.Π, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1980 περίπου, κατοικούσε με την οικογένειά του μέσα στο Ε.Ι.Π, και συγκεκριμένα στο αρχοντικό του Ρικάκη, ένα τριώροφο εξοχικό κτίσμα που αγοράσθηκε μαζί με το υπόλοιπο οικόπεδο το 1919. Ήταν μια πρακτική αρκετά διαδεδομένη για τους διευθυντές ερευνητικών ιδρυμάτων εκείνη της εποχή, που διατηρήθηκε στην περίπτωση του Ε.Ι.Π για αρκετό καιρό. Επειδή ο μεγάλος κήπος του Ε.Ι.Π απαιτούσε τη φροντίδα ενός μονίμου κηπουρού, έμενε και αυτός με την οικογένειά του στο Ε.Ι.Π. Γενικά, το Ε.Ι.Π για αρκετό διάστημα είχε μια ατμόσφαιρα «μεγάλης οικογένειας».
Άλλωστε, τα πρώτα αυτά χρόνια, το προσωπικό δεν ξεπερνούσε τα 20 άτομα, και οι σχέσεις ήταν σίγουρα πιο στενές. Διάφοροι Έλληνες ιατροί εργάστηκαν μόνιμα ή κατά διαστήματα στο Ε.Ι.Π αυτά τα πρώτα χρόνια, όπως ο Ι. Καμινόπετρος, ο Γ. Ιωαννίδης, ο Γ. Πάγκαλος, ο Μπ. Φωτάκης, ο Κ. Μελανίδης, η Α. Παπαϊωάννου, ο Μ. Πετζετάκης. Την επιστημονική ομάδα συμπλήρωνε η χημικός Ζωή Μελά-Ιωαννίδη. Παρασκευαστές ήταν οι Α. Γεωργαλάς, Π. Αγγελάτος, Γ. Γιουρούκος, Σ. Δανιηλίδης. Γραμματέας ήταν η Φ. Πασχάλη, και ταμίας η Μ. Πατρικίου. Τέλος, υπήρχε μια ομάδα τεχνικών, όπως οι συντηρητές ζώων Μαργαρίτης, Δ. Βλάχος, και Γ. Τατάνης, ένας υδραυλικός, ο Φιλιππακόπουλος, ένας σοφέρ, ο Ριζά Μεχμέτ, και ο κηπουρός Π. Καρόζης.
Όλοι αυτοί είχαν, λίγο ως πολύ, εντρυφήσει στην Παστεριανή κουλτούρα, ο καθένας στο δικό του χώρο, και μοιράζονταν ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας. Πέρα από το ανθρώπινο δυναμικό, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κτήρια και ο περιβάλλον χώρος του Ε.Ι.Π, καθώς πρόκειται για ένα ιδιόμορφο σύμπλεγμα παλαιών και νέων κτηρίων, σε έναν πλούσιο κήπο. Το οικόπεδο αυτό αγόρασε το Ε.Ι.Π το 1919 από τους κληρονόμους του πολιτικού Α. Ρικάκη, ο οποίος το χρησιμοποιούσε για εξοχικό. Για αυτό το λόγο είχαν κτιστεί προς τα τέλη του 19ου αιώνα, μία τριώροφη κατοικία και ένα περίπτερο πινγκ πονγκ.
Τα κτήρια αυτά, φυσικά, δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του ινστιτούτου και έτσι κτίστηκε το νέο κτήριο των εργαστηρίων το 1922, σύμφωνα με σχέδια του Calmette. Οι δραστηριότητες του Ε.Ι.Π στο ξεκίνημά του, επικεντρώνονταν στην παραγωγή εμβολίων και ορρών δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην παραγωγή του αντιφυματικού εμβολίου BCG, στη διενέργεια μικροβιολογικών αναλύσεων, στην μελέτη των ενδημικών ασθενειών, όπως η λεϊσμανίαση, η φυματίωση, η λέπρα, ο έρπις, καθώς και στην αντιμετώπιση επιδημιών, όπως αυτή του δάγκειου πυρετού. Ακόμα, το Ε.Ι.Π οργάνωνε αποστολές για να μελετήσει κατά τόπους επιδημιολογικά στοιχεία, όπως στη Μεσσηνία και τη Λακωνία το 1927 και στην Κρήτη το 1922.
Το 1928 η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων αποφάσισε την ίδρυση Μικροβιολογικού Εργαστηρίου στη Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με το Ε.Ι.Π και υπό την εποπτεία του Blanc. Τέλος, όπως και πολλά από τα παραρτήματα του Ι.Π ανά τον κόσμο, το Ε.Ι.Π εκδίδει το δικό του περιοδικό, το Archives de l’Institut Pasteur Hellénique, του οποίου η έκδοση ξεκινά το 1923. Γενικά, ο απολογισμός του Ε.Ι.Π την πρώτη περίοδο λειτουργίας του, δείχνει ότι οι δραστηριότητες του ινστιτούτου είναι αρκετά σημαντικές, παρά τις ελλείψεις προσωπικού και πόρων, κάτι που αναγνωρίστηκε και από τους σύγχρονούς του όπως φαίνεται από αναφορές σε βιβλία της εποχής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Από την ίδρυσή του (1920) μέχρι σήμερα, το Ε.Ι.Παστέρ παραμένει πιστό στην αποστολή του, που είναι η πρόληψη και η θεραπεία των μολυσματικών νόσων μέσω της Βασικής και Εφαρμοσμένης Έρευνας, Εκπαίδευσης και προσφοράς Υπηρεσιών στη Δημόσια Υγεία, ενώ παράλληλα έχει αναπτύξει αξιοσημείωτη ερευνητική δραστηριότητα και στους τομείς της Νευροβιολογίας και της Ανοσολογίας των αυτοάνοσων νοσημάτων. Το Ε.Ι.Παστέρ:
- Είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός ΝΠΙΔ που εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων και από το Υπουργείο Υγείας.
- Είναι οργανωτικά αυτοτελές Ινστιτούτο, που λειτουργεί με βάση την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, και τον Νόμο 3733/2009 (Σύμβαση ανάμεσα στο Ελληνικό κράτος, το Ε.Ι.Παστέρ και το Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι).
- Είναι μέλος του Διεθνούς Δικτύου Ινστιτούτων Παστέρ, και διατηρεί ισχυρούς δεσμούς συνεργασίας με το Ινστιτούτο Παστέρ(Παρισίων) και άλλα 33 Ινστιτούτα του Δικτύου ανά τον κόσμο (26 χώρες).
Αποτελεί ένα δυναμικό και σύγχρονο Ερευνητικό Ινστιτούτο που λειτουργεί με γνώμονα την Αριστεία στην Έρευνα, τη Δημόσια Υγεία και την Εκπαίδευση. Η ερευνητική δραστηριότητα του Ε.Ι.Παστέρ είναι εστιασμένη στα πεδία της Μικροβιολογίας, της Ανοσολογίας και της Νευροβιολογίας και αφορά την μελέτη ποικίλων μολυσματικών νόσων, αυτοάνοσων και νευροεκφυλιστικών νοσημάτων. Το Ινστιτούτο διαθέτει εξειδικευμένους επιστήμονες που έχουν επιτύχει αριστεία στους παραπάνω ερευνητικούς τομείς δραστηριότητας, ενώ οι ερευνητικές ομάδες του Ε.Ι.Παστέρ συνεργαζόμενες με ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς της χώρας και του εξωτερικού συμμετέχουν σε δίκτυα βασικής και μεταφραστικής έρευνας.
Επίσης προσελκύει σημαντικό αριθμό μεταδιδακτορικών συνεργατών, δεδομένου ότι η ερευνητική δραστηριότητα του Κέντρου είναι συνυφασμένη με την εκπαίδευση μεταπτυχιακών φοιτητών και την ανάδειξη νέων ερευνητών. Για την υποστήριξη της έρευνας το Ε.Ι.Παστέρ λειτουργούν σημαντικές τεχνολογικές υποδομές, όπως η Μονάδα Ζωικών Προτύπων και Διαγονιδιακής Τεχνολογίας, η Μονάδα Προηγμένης Οπτικής Μικροσκοπίας κ.ά. Το Ε.Ι.Παστέρ αποτελεί πυλώνα για την Δημόσια Υγεία με τη λειτουργία πέντε Εθνικών Εργαστηρίων Αναφοράς, σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, όπως η WHO και το ECDC, για τον έλεγχο και την αντιμετώπιση επιδημιών.
Έχει στρατηγική σχέση συνεργασίας με το Υπουργείο Υγείας και το Κέντρο Ελέγχου & Πρόληψης Νοσημάτων συμβάλλοντας στην ετοιμότητα της Χώρας για την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Στο πλαίσιο της συνεισφοράς του στην Δημόσια Υγεία, στο Ε.Ι.Παστέρ λειτουργεί Διαγνωστικό Τμήμα για την άμεση διάγνωση ποικίλων παθογόνων που προκαλούν νόσους στον άνθρωπο και στα ζώα. Το Τμήμα αυτό εξυπηρετεί το Υπουργείο Υγείας, Κρατικά Νοσοκομεία και Ιδιωτικές Κλινικές.Στις δραστηριότητες του Ινστιτούτου εντάσσεται επίσης η λειτουργία Μονάδας Εμβολίων. Βραχυπρόθεσμοι στόχοι του Ε.Ι.Παστέρ αποτελούν η ανάπτυξη και αξιοποίηση:
- ''Κέντρου Βιοϊατρικής Εκπαίδευσης και Καινοτομίας'' για την υποστήριξη της Βιοϊατρικής Έρευνας στην Ελλάδα σε σύμπραξη με το Ινστιτούτο Παστέρ (Παρισίων) και το Διεθνές Δίκτυο Ινστιτούτων Παστέρ.
- ''Εθνικού Κέντρου Επιτήρησης Εμβολιασμών'' για την υποστήριξη των προγραμμάτων εμβολιασμών των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού της χώρας.
- Της Μονάδας Εμβολίων του Ε.Ι.Παστέρ, ως μονάδα παραγωγής φαρμακευτικών ουσιών σε περιορισμένη κλίμακα προς χρήση σε κλινικές μελέτες.
- Του Διαγνωστικού Τμήματος του Ε.Ι.Παστέρ με την παροχή νέων υπηρεσιών.
- Της Μονάδας Βιοπληροφορικής του Ε.Ι.Παστέρ με την παροχή υψηλής ποιότητας εξειδικευμένων υπηρεσιών ανάλυσης δεδομένων γονιδιακής έκφρασης και ρύθμισης, τόσο για την Βιοϊατρική Έρευνα, όσο και για την υποστήριξη του Διαγνωστικού Τμήματος του Ε.Ι.Παστέρ.
- Εταιριών - τεχνοβλαστών (spin-off) που θα αξιοποιήσουν την τεχνογνωσία των Ερευνητών του Ινστιτούτου σε βιοτεχνολογίες - αιχμής.
Στους μεσοπρόθεσμους στόχους του Ινστιτούτου εντάσσονται:
- Η περαιτέρω ανάπτυξη των υπαρχουσών τεχνολογικών υποδομών.
- Η αναβάθμιση/δημιουργία κτηριακών υποδομών για την Βιοϊατρική Έρευνα (εργαστήρια, μονάδες core-facility) και για την Εκπαίδευση (αμφιθέατρο, χώροι σεμιναρίων).
Η ιστορία της γένεσης και λειτουργίας των ερευνητικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού καθένα από αυτά συγκροτείται κάτω από ιδιαίτερες κοινωνικές συγκυρίες. Οι άξονες διερεύνησης αυτών των συγκυριών στην κάθε περίπτωση μπορεί να προκύψουν από ερωτήματα όπως, ποιές πολιτικοικονομικές και επιστημονικές συγκυρίες δημιουργούν το έρεισμα για τη συγκρότηση ενός ερευνητικού ινστιτούτου/κέντρου κάθε φορά; Ποιός ο ρόλος του κράτους, ως κυρίως και σε πολλές περιπτώσεις μοναδικής πηγής χρηματοδότησης;
Ταυτίζεται η συγκρότηση των ερευνητικών ιδρυμάτων με τις προτεραιότητες του κράτους; Εμπλέκονται σε αυτή οι δραστηριότητες των επιχειρηματιών; Πώς κατορθώνουν να λειτουργούν και υπό ποιες συνθήκες; Ποιές κοινότητες εμπλέκονται στη δημιουργία, την οργάνωση, τη λειτουργία, και την στελέχωσή τους; Υπάρχει τελικά μια παγιωμένη πολιτική απέναντι σε αυτά τα ιδρύματα, και συνεπώς στη σημασία της επιστημονικής έρευνας για το κράτος και την κοινωνία; Ήδη ιστορικοί και ιστορικοί της επιστήμης στην Ελλάδα, έχουν αρχίσει να δίνουν βάρος σε αυτά τα ουσιώδη ερωτήματα, και να δημοσιεύουν πρωτότυπες εργασίες, αν και θα λέγαμε ότι το πεδίο αποτελεί ακόμα ανεξερεύνητη περιοχή.
Από τα πολλά ερευνητικά ιδρύματα που λειτουργούν στον Ελληνικό χώρο, ελάχιστες σχετικές μελέτες έχουν δημοσιευθεί. Στο πλαίσιο αυτό, το Ε.Ι.Π, ένα από τα πρώτα επιστημονικά ιδρύματα στην Ελλάδα, το οποίο λειτουργεί από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι ακόμα και σήμερα, συγκροτήθηκε για να αντιμετωπίσει ζωτικά προβλήματα που αφορούσαν στη δημόσια υγεία της χώρας, όπως αναφέρεται και στην επίσημη ιστορία. Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε μέσα από τη συγκρότηση του ιστορικού του αρχείου αναδύθηκε πλήθος νέων στοιχείων για τις σχέσεις επιστήμης, πολιτείας, υμμαχικών κρατών, πολιτικές προπαγάνδας, υπουργείων, αστικής τάξης, πολιτικών, στρατιωτικών, πανεπιστημιακών, ιδιωτών, προσφύγων, ασθενών κ.λ.π.
Τι λοιπόν οδήγησε στη δημιουργία του Ε.Ι.Π; Η απάντηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε μονοδιάστατη. Πολιτικοί και διπλωματικοί λόγοι, όπως είδαμε από την εξέταση της Γαλλικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, σοβαροί υγειονομικοί και κοινωνικοί λόγοι όπως οι ασθένειες και κυρίως, οι επιδημίες, το πρόβλημα των προσφύγων, το ζήτημα της αστικοποίησης, καθώς και προβλήματα υγείας των στρατευμάτων αποτέλεσαν κίνητρα αποφασιστικής σημασίας. Παράλληλα όμως, οι οικονομικές προεκτάσεις που είχαν να κάνουν τόσο με τη δημόσια υγεία, όσο και με την οικονομική ανάπτυξη μέσω της γεωργίας και της βιομηχανίας ενίσχυσαν στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης.
Όλα αυτά φυσικά στηρίζονταν και σε ένα ισχυρό ιδεολογικό πρόσταγμα της εποχής, την «ωφέλιμη επιστήμη». Στο Ε.Ι.Π λοιπόν θα διεξάγονταν επιστημονικό - ερευνητικό έργο ωφέλιμο σε πολλά επίπεδα στην κοινωνία της αναπτυσσόμενης Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα θα διεξάγονταν και εκπαιδευτικό έργο σε ένα πολλά υποσχόμενο επιστημονικό τομέα, τη μικροβιολογία. Η ιστορία της ίδρυσης του Ε.Ι.Π και των πρώτων χρόνων της λειτουργίας του έχει σχετικά σχηματοποιηθεί. Παρόλα αυτά, έχουν προκύψει πολλές ασυνέχειες που εγείρουν νέα ερωτήματα που στο μέλλον αξίζει να εξεταστούν.
Τα ερωτήματα αυτά είναι σχετικά με το ρόλο και τη σημασία των πρώτων μικροβιολόγων στην Ελλάδα, όπως ο Παμπούκης και ο Σάββας, την συσχέτιση του Eydoux και Γαλλικής προπαγάνδας, τον ρόλο του Arnaud, κά. Επιπλέον, αξίζει η συνέχιση της αφήγησης της 90χρονης ιστορίας του Ε.Ι.Π, διερευνώντας την σε μεγαλύτερο βάθος, καθώς ουσιαστικά θίξαμε μόνο τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του και φυσικά, θα πρέπει να εντάξουμε αυτήν την ιστορία στο γενικότερο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτών των χρόνων, και να διερευνήσουμε πως μετασχηματίστηκε δια μέσου των χρόνων, το ρόλο που έπαιξε σε διάφορες κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες καθώς και τους προβληματισμούς για το μέλλον του ινστιτούτου.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου