Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Για την Κατάκτηση της Ευδαιμονίας

Πρωταρχικός σκοπός του ανθρώπου είναι η κατάκτηση της Ευδαιμονίας.

Οτιδήποτε άλλο προκύπτει από την εφαρμογή της είναι καλοδεχούμενο εφόσον συνάδει με τον πρωταρχικό σκοπό.

Η Γνώση καθαυτή είναι η υπέρτατη πνευματική ηδονή.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι ούτε εντελώς δικό μας ούτε κι εντελώς ξένο μας, ώστε ούτε να περιμένουμε με βεβαιότητα ότι θα έρθει, ούτε να απελπιζόμαστε ότι σίγουρα δε θα έρθει.

Τι φέρνει την ευτυχία; Παραπλανητικό το ερώτημα, γι’ αυτό και αιώνια βασανιστικό. Αφού σημασία δεν έχει τι φέρνει την ευτυχία, αλλά τι είναι ευτυχία. Αυτό δε χρειάζεται και πολλή ανάλυση. Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη σταθερά καλή διάθεση, αυτήν που βιώνεις μόνιμα και όχι παροδικά. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα είναι η διάρκεια – το θέμα είναι να διατηρείς τη διάθεσή σου ακμαία κάθε μέρα. Γι' αυτό και το λάθε βιώσας , δηλαδή η αποχή από τη δημόσια ζωή (εξ αιτίας της αντιπαλότητας, της διαπλοκής και των υποκριτικών ανθρώπινων σχέσεων) και το να ζεις τη ζωή σου απαρατήρητα, να έχεις αθόρυβη ζωή, να διαφυλάξεις την ψυχική σου γαλήνη, είναι ίσως ο μόνος δρόμος στην εποχή μας να πλησιάσει κανείς την ευτυχία.

«Την ευτυχία και τη μακαριότητα δεν τις προκαλούν ούτε τα πολλά πλούτη. ούτε οι πολλές ασχολίες, ούτε το κυνήγι για την εξουσία, ούτε η πολιτική δύναμη, αλλά το να μην είσαι θλιμμένος, η πραότητα των συναισθημάτων και η ψυχική διάθεση που καθορίζει τα όρια της ύπαρξής μας σύμφωνα με την φύση.» Επίκουρος.

Επίκουρος: Μακαρίως Ζην - Ευδαιμονία και Ηδονή

“Μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν, μήτε γέρων ὑπάρχων κοπιάτω φιλοσοφῶν· οὔτε γὰρ ἄωρος οὐδείς ἐστιν οὔτε πάρωρος πρὸς τὸ κατὰ ψυχὴν ὑγιαῖνον”.
Επίκουρος, επιστολή στον Μενοικέα (Διογένης Λαέρτιος).

Απόδοση: “Ούτε όταν είναι κανείς νέος δεν πρέπει να αναβάλει να φιλοσοφεί, ούτε όταν είναι γέρος δεν πρέπει να θεωρεί κοπιαστικό να φιλοσοφεί. Διότι ποτέ δεν είναι ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά για να φροντίσει την υγεία της ψυχής του”.

Τα Κριτήρια της Αλήθειας.

Ποιά είναι η πραγματικότητα του κόσμου που μας περιβάλλει;

Υπάρχει αντικειμενική Αλήθεια;

Έχει ο άνθρωπος πρόσβαση σ’ αυτήν και κατά συνέπεια μπορεί να αποκτηθεί ασφαλής γνώση και με ποιόν τρόπο;

Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να απαντήσει η Γνωσιολογία ή Γνωσιοθεωρία, θεμελιώδης προϋπόθεση της παραπέρα φιλοσοφικής ανάλυσης. Ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί, η φιλοσοφία θα ακολουθήσει τον σχετικιστικό, τον δογματικό ή τον σκεπτικό δρόμο. Οι σοφιστές με ηγέτες τον Πρωταγόρα και τον Γοργία, απαντούν ότι Απόλυτη Αλήθεια δεν υπάρχει και αν υπάρχει είναι απροσπέλαστη στην ανθρώπινη γνώση, επομένως είναι χάσιμο χρόνου να ασχολείται κανείς με τέτοιους προβληματισμούς.

Γι’ αυτούς η Αλήθεια είναι σχετική και για όλα τα πράγματα το μέτρο είναι ο άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος, κάθε κοινωνία κάθε εποχή έχουν την δική τους αλήθεια.

Ο Παρμενίδης, πριν από τους σοφιστές, υποστήριξε πως η Αλήθεια είναι προσβάσιμη μόνο με την νόηση και ότι οι αισθήσεις είναι απατηλές. Ο Σωκράτης αντιδρώντας στους σοφιστές υποστηρίζει πως οι σωστοί ορισμοί των εννοιών μας οδηγούν σε αληθείς και γενικού κύρους γνώσεις, ακολουθώντας τον δρόμο του δογματικού ιδεαλισμού του Παρμενίδη, που ανέπτυξε πιο πέρα ο Πλάτωνας αλλά και ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί. Οι Σκεπτικοί με ηγέτη τον Πύρωνα τον Ηλείο δεν μπορούν να αποφασίσουν, γιατί σε κάθε κρίση μπορεί να αντιπαραβληθεί μία ίσου κύρους αντίθετη κρίση. Έτσι «επέχουν» δηλαδή αναστέλλουν επ΄ αόριστο την κρίση.

Η Γνωσιολογία του Επίκουρου δανείζεται στοιχεία τόσο από τον σχετικισμό των σοφιστών, όσο και από τον σκεπτικισμό, αλλά ακολουθεί τον δρόμο του δογματικού σενσουαλισμού, δεχόμενη σαν Αλήθεια ότι βασίζεται στις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Αυτά μας εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην Γνώση που μας χρειάζεται για να εξηγήσουμε ικανοποιητικά τον κόσμο γύρω μας, ώστε να απαλλαγούμε από τους φόβους που μας δυναστεύουν.

Ο κόσμος αυτός, ο κόσμος των φαινομένων, όπως τον αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων και των συναισθημάτων μας, είναι ο ίδιος κόσμος της υλικής πραγματικότητας. Αλλά είναι επίσης αληθές ότι το σύνολο της πραγματικότητας δεν είναι φαινόμενο, δηλ. ό,τι πραγματικά υπάρχει δεν είναι πάντα προσβάσιμο άμεσα στις αισθήσεις και τα συναισθήματα, αλλά είναι δυνάμει αποκαλύψιμο, είτε με την χρήση των σύγχρονων εποπτικών μέσων, είτε με την συνεργασία των αισθήσεων και του νου.

Ο λογισμός στην συνέχεια αναλαμβάνει να εναποθηκεύσει και να τακτοποιήσει τα μέσω των προαναφερθέντων διαδικασιών προσλαμβανόμενα μηνύματα της υλικής πραγματικότητας προς μελλοντική χρήση, δημιουργώντας έτσι την εμπειρία. O Επίκουρος την γνωσιολογία του την ονομάζει Κανόνα ή Στοιχειοτικόν και αντιστοιχεί στην «λογική» των Περιπατητικών και των Στωικών, αποτελεί δε το εισαγωγικό μέρος της φυσικής του. Δίνει έτσι την εντύπωση, πως η φιλοσοφία του αποτελείται από δύο μόνο μέρη, το Φυσικό και το Ηθικό.

Η Γνωσιολογία του Επίκουρου υπηρετεί την Φυσική και μέσω αυτής την Ηθική του, που αποβλέπει στην εξάλειψη των ανυπόστατων φόβων και την ευδαιμονία του ανθρώπου. Ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από το άχρηστο υλικό ο Επίκουρος περιόρισε την Διαλεκτική στους κανόνες που οδηγούν στον σχηματισμό σωστών κρίσεων, δηλαδή στο να ξεχωρίσει το φανταστικό από το πραγματικό. Το ξεκαθάρισμα αυτό ο ίδιος το είπε Κριτήριο της Αλήθειας και το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του το ονόμασε Κανονικόν ή Περί Κριτηρίου.

1.Οι Δύο Αρχές.

Ο Επίκουρος ενστερνίζεται μία από τις βασικές αρχές της φυσικής αλλά και γενικότερα της Ελληνικής φιλοσοφίας ότι δηλαδή τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα ούτε καταλήγει στο τίποτα. Ο Επίκουρος δέχεται επίσης τον νόμο της πλήρους αναλογίας. Εφ’ όσον όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε και τα άγνωστα στοιχεία τους θα είναι όμοια. Με την προϋπόθεση ότι η αναλογία δεν έχει βάσει της εμπειρίας γνωστές εξαιρέσεις. Παράδειγμα όλα τα γνωστά σώματα έχουν σχήμα, άρα και τα άτομα έχουν σχήμα. Όλα τα γνωστά σώματα έχουν βάρος, άρα και τα άτομα έχουν βάρος. Αντίθετα δεν έχουν όλα τα γνωστά σώματα χρώμα, οπότε δεν είναι απαραίτητο τα άτομα να έχουν χρώμα.

2.Τα τέσσερα Κριτήρια

Οι Αισθήσεις.

Είναι οι αντανακλάσεις στον άνθρωπο των αντικειμένων και των φαινομένων της υλικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Μέσον της πρόσληψης είναι τα αισθητήρια όργανα με τα οποία είναι εξοπλισμένο το ανθρώπινο σώμα. Αυτά προσλαμβάνουν τα υλικά ερεθίσματα μέσω νευρικών υποδοχέων και τα μετατρέπουν σε διακριτές νευρικές ώσεις που καταλήγουν στο Κ.Ν.Σ. και εγγράφονται στην συνείδηση. Κάθε αισθητηριακό συμβάν που μπορεί να εγγραφεί στην συνείδηση ο Επίκουρος το ονομάζει «φαντασία» στα καθ’ ημάς παράσταση ή εντύπωση.

Ο Αριστοτέλης είχε αναφέρει 5 αισθήσεις: Όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και αφή. Σήμερα όμως έχουν τεκμηριωθεί πολύ περισσότερες. Αυτές δεν είναι μόνον εξωτερικές όπως οι προαναφερθείσες αλλά και εσωτερικές όπως η αίσθηση της ισορροπίας, της πείνας, της δίψας, της κόπωσης, της ερωτικής διέγερσης, του πόνου. Άλλες αισθήσεις παρακάμπτουν την συνείδηση και δρουν μέσω του Α.Ν.Σ. όπως οι πιεσουποδοχείς των καρωτιδικών βολβών που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, οι υποδοχείς του παρασπειραματικού σωματίου, που ρυθμίζουν την πίεση στους νεφρούς, οι χημειουποδοχείς οι υποδοχείς του κέντρου της αναπνοής κ.λπ. Οι αισθήσεις είναι πάντοτε αληθείς.

Μιλώντας για την «αλήθεια των αισθήσεων», ο Επίκουρος αναφέρει ότι η αίσθηση καταγράφει μια πραγματική σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή-υποκείμενο και στο αντικείμενο της αίσθησης. Όχι ότι η αίσθηση είναι και άποψη περί της φύσης του αντικειμένου, αλλιώς δεν θα ήταν «άλογη», όπως την λέει. Οι αισθήσεις δεν μας απατούν ποτέ: δεν υπόκεινται στο λόγο, δεν χρησιμοποιούν την λογική, άρα δεν υπόκεινται σε διάψευση.

Σε διάψευση υπόκεινται οι κρίσεις και γνώμες που σχηματίζει το ανθρώπινο μυαλό, με τον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέχουν οι αισθήσεις. Κάθε αίσθηση στερείται εκτός από λογικής και μνήμης λέει ο Επίκουρος. Η αίσθηση δεν ενεργοποιείται ποτέ από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάποιο πράγμα δεν μπορεί να του προσθέσει ή να του αφαιρέσει τίποτα.

Τίποτα δεν μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις. Μία αίσθηση δεν μπορεί να ανασκευάσει μία ομοειδή της αφού και οι δύο είναι ισοσθενείς. Ούτε και μία διαφορετική αίσθηση μπορεί να την ανασκευάσει αφού αποτελεί κριτήριο διαφορετικού πράγματος από αυτήν. Ούτε όμως το λογικό μπορεί να ανασκευάσει μία αίσθηση, αφού το λογικό εξαρτάται από τις αισθήσεις. Ούτε μία αίσθηση μπορεί να ελέγξει κάποια άλλη, αφού σε όλες δίνουμε την ίδια προσοχή. Ίσως όμως θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, ότι η εντύπωση από μία αίσθηση, μπορεί να ελεγχθεί, όταν αυτή δεν συμφωνεί με την κοινή αντίληψη που προέρχεται από όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις, όταν δηλαδή δεν επιμαρτυρείται και αμφισβητείται από αυτές.

«Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα έχεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμη και εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι σε εξαπατούν».

Αλλά και στην περίπτωση αυτή το σφάλμα δεν βρίσκεται στην αίσθηση αλλά στην επεξεργασία των δεδομένων της από τον λογισμό, στην γνώμη δηλαδή που σχηματίζουμε βασιζόμενοι στην εντύπωση της συγκεκριμένης αίσθησης, και η γνώμη αυτή μπορεί να είναι σωστή η λαθεμένη και να επιμαρτυρείται είτε να αμφισβητείται από την γνώμη που σχηματίζουμε με βάση την αντίληψη από τις υπόλοιπες αισθήσεις ή την εμπειρία μας.

Έτσι αν ξαφνικά αισθανθώ το δωμάτιο να στριφογυρίζει γύρω από το κεφάλι μου και να χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, μπορεί να συμπεράνω ότι «έχω ίλιγγο» ή «γίνεται σεισμός» ή «παρασύρθηκε το σπίτι από ανεμοστρόβιλο». Αν όμως παρότι έπεσα στο έδαφος παρατηρήσω ότι όλα τα πράγματα στο δωμάτιο είναι στην θέση τους και κανένας περίεργος ήχος η θόρυβος δεν ακούγεται, καταλήγω στην πρώτη εκδοχή ότι δηλαδή έχω ίλιγγο.

Αν απέρριπτα την αίσθηση του στροβιλισμού ως ψευδή επειδή η αντίληψη από τις υπόλοιπες αισθήσεις δεν συμφωνεί με αυτήν τότε δεν θα μπορούσα να αντιληφθώ ότι έχω ίλιγγο. Αναπόφευκτα λοιπόν καταφεύγουμε στις αισθήσεις μας για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Μας πληροφορούν αληθινά πως κάτι συμβαίνει αλλά είναι δουλειά του νου να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς.

Θα ήταν εδώ χρήσιμο νομίζω να παραθέσουμε το κλασσικό αντεπιχείρημα των Σκεπτικών ότι ο ένας πότης βρίσκει το κρασί γλυκό ενώ ο άλλος στυφό, και ο ένας κολυμβητής το νερό κρύο και ο άλλος ζεστό. Οι Επικούρειοι ανταπαντούν ότι κατ’ αρχήν κανείς πότης δεν αμφισβήτησε ότι ήπιε κρασί και κανείς κολυμβητής ότι βούτηξε σε νερό.

Οι κρίσεις γλυκό-στυφό και κρύο-ζεστό αφορούν τις γνώμες που σχηματίζουν οι παρατηρητές με βάση την αίσθηση της γεύσης και της εξωτερικής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος αντίστοιχα. Κάθε γνώμη είναι έγκυρη για τον παρατηρητή που την σχηματίζει και επομένως η φαινομενική αντίφαση δεν στοιχειοθετεί το εσφαλμένο της αίσθησης, αλλά την υποκειμενική και άρα διαφορετική αξιολόγηση του κάθε παρατηρητή, των δεδομένων της συγκεκριμένης αίσθησης.

Η αίσθηση λοιπόν παρέχει κατά τους Επικούρειους μαρτυρία για την υπόσταση των αντικειμένων της, αλλά δεν αποτελεί εγγύηση για την διαμόρφωση αντικειμενικής ή ορθής γνώμης.

Η φαντασία (παράσταση) είναι το αισθητηριακό αποτύπωμα στην συνείδηση, των αντικειμένων και φαινομένων της υλικής πραγματικότητας. Ο Επίκουρος την χαρακτηρίζει και σαν «επαίσθημα» δηλαδή αίσθηση της αίσθησης που πιστώνεται την αλήθεια της αίσθησης. Της προσδίδει έτσι τον χαρακτήρα του πάθους όπως ο πόνος και η ηδονή και γι’ αυτό συνεχίζει λέγοντας ότι το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι τόσο πραγματικό όσο και το ότι νοιώθουμε πόνο. «…και το τα επαισθήματα δ’ υφεστάναι πιστούται την των αισθήσεων αλήθειαν. Υφέστηκε δε το οράν ημάς και ακούειν ώσπερ το αλγείν».

Ο Σέξτος ο Εμπειρικός μας πληροφορεί τα εξής πάνω σε αυτό το θέμα:

«Όπως τα πρωταρχικά πάθη, δηλ. η ηδονή και ο πόνος, προκαλούνται από κάποια ερεθίσματα και ανάλογα προς αυτά, δηλ. η ηδονή από ευχάριστα ερεθίσματα και ο πόνος από δυσάρεστα και όπως δεν μπορεί εκείνο που προκαλεί ηδονή να μην είναι ευχάριστο και αντίστοιχα εκείνο που προκαλεί πόνο να μην είναι το ίδιο δυσάρεστο, αλλά είναι απαραίτητο το ευχάριστο να έχει από την φύση του ευχάριστη ιδιότητα ενώ το δυσάρεστο από την φύση του δυσάρεστη ιδιότητα, έτσι και στις παραστάσεις που είναι συναισθηματικές μας καταστάσεις, πρέπει απαραίτητα εκείνο που τις προκαλεί να έχει παραστατική ιδιότητα.

Ότι δεν έχει τέτοια ιδιότητα δεν μπορεί να προκαλέσει την δημιουργία παράστασης. Επομένως το μη όν δεν μπορεί να δημιουργήσει παράσταση. Παράσταση δημιουργεί ότι κινεί τον νου δηλαδή το όν. Αυτό οδήγησε τον Επίκουρο να παραδεχτεί αντικειμενικότητα στα όνειρα, τα οράματα, ακόμα και στα πλάσματα αρρωστημένης φαντασίας των ψυχοπαθών, σε φανταστικές επιβουλές της διανοίας όπως τις ονόμασαν οι Επικούρειοι, που τις συμπεριέλαβαν στα κριτήρια της αλήθειας.

Το γενεσιουργό αίτιο κάθε παράστασης λέγεται παραστατό. Αυτό δεν συμπίπτει πάντοτε απόλυτα με το αντικείμενο της παρατήρησης. Όσο περισσότερο τείνει να συμπέσει με το αντικείμενο της παρατήρησης τόσο περισσότερο η παράσταση αντικατοπτρίζει την αντικειμενική πραγματικότητα είναι δηλαδή εναργέστερη. Π.χ.: Από μακριά ο πύργος φαίνεται στρογγυλός και χαμηλός ενώ από κοντά το σχήμα του ξεκαθαρίζει και συμπίπτει με το πραγματικό, είναι δηλαδή ψηλός και τετράγωνος.

Και οι δύο παραστάσεις είναι αληθινές, αποτυπώνουν δηλαδή δύο διαφορετικά παραστατά, που αντιστοιχούν στο ίδιο αντικείμενο της πραγματικότητας, σε διαφορετικές συνθήκες. Εναπόκειται στον νου να κρίνει βάσει της ενάργειας δηλαδή του προφανούς, πιο είναι το πραγματικό σχήμα του Πύργου. Ο νους θα σχηματίσει μια γνώμη, υπόληψη όπως την είπαν οι Επικούρειοι, που θα είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Αν επιμαρτυρείται από το προφανές και δεν αμφισβητείται είναι αληθής ενώ αν δεν επιμαρτυρείται ή αμφισβητείται είναι ψευδής.

Στο παράδειγμά μας οι δύο παρατάσεις αν και αληθινές και οι δύο, δεν έχουν εν τούτοις τον ίδιο βαθμό προφάνειας (ενάργειας). Γι αυτό εισήγαγαν και την έννοια του προσμένοντος. Αναστέλλουν δηλαδή την κρίση έως ότου έχουν επαρκή στοιχεία γι’ αυτήν. Περιμένει δηλαδή κανείς να πλησιάσει πρώτα κοντά στον πύργο για να δει πώς φαίνεται από κοντά ώστε να διατυπώσει ασφαλέστερη γνώμη.»

Ο Σέξτος ο Εμπειρικός μας πληροφορεί:

«Ο Επίκουρος έλεγε πως όλα τα αισθητά είναι αληθινά και υπαρκτά. Γιατί δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να λέγεται ότι κάτι είναι αληθές και στο να λέγεται ότι είναι υπαρκτό. Κι έτσι περιγράφοντας τι είναι αληθινό και τι ψευδές λέει ότι αληθές είναι αυτό που βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία λέγεται ότι βρίσκεται και ψευδές είναι αυτό που δεν βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία λέγεται ότι βρίσκεται.

Όλη η γνώση μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει βασίζεται στην εμπειρία που αποκτούμε μέσω της άμεσης μη αναγώγιμης και μη ανασκευάσιμης μαρτυρίας των αισθήσεων και των συναισθημάτων μας, όσον αφορά τα προφανή ενώ για τα μη προφανή συμπεραίνουμε κατ’ αναλογία με τα προφανή ή μέσω συσχετίσεων ή κατά ομοιότητα με αυτά, διαδικασίες στις οποίες συμβάλλει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και το λογικό. Έτσι μπορούμε να ανασυνθέσουμε έστω και ατελώς την εικόνα της υλικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει, όπως μας αποκαλύπτεται μέσω του κόσμου των φαινομένων.»

Τα Πάθη

Τα πάθη ή συναισθήματα αποτελούν κατά τον Επίκουρο το δεύτερο άμεσο σημαντικό κριτήριο της αλήθειας και μαζί με τις αισθήσεις συνιστούν την βάση της γνωσιολογίας του Δάσκαλου. Όλα τα συναισθήματα ανάγονται σε δύο πρωταρχικά πάθη. Την ηδονή και τον πόνο. Ο Επίκουρος λέει ότι η ηδονή είναι συγγενικό στον άνθρωπο αίσθημα, ενώ ο πόνος ξένο.

Αυτό σημαίνει ότι μία πράξη που γεννά ηδονικό αίσθημα είναι συμβατή με την επιβίωση, ενώ ο πόνος μας αποτρέπει από πράξεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας. Τα δύο αυτά συναισθήματα συνοδεύουν τον άνθρωπο καθ όλη την διάρκεια της ζωής του και καθορίζουν κάθε στιγμή την αντίδρασή του στον περιβάλλοντα κόσμο. Αποτελούν επομένως μαζί με τις αισθήσεις αδιάψευστη μαρτυρία για την υλική πραγματικότητα που μας περιβάλλει και καθορίζουν τα όρια της γνώσης μας και την θέση μας σε αυτήν.

Οι Προλήψεις

Αυτή είναι η γνωσιολογική υποδομή της Επικούρειας Φιλοσοφίας που βασίζεται στις αισθήσεις και τα συν-αισθήματα δηλαδή τον άμεσο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την υλική πραγματικότητα. Ας δούμε τώρα το γνωσιολογικό εποικοδόμημα την διαδικασία δηλαδή με την οποία παράγεται η συνείδηση από την ύλη.

Τα δύο επόμενα κριτήρια οι προλήψεις και οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτή την μετάβαση. Η πρόληψη είναι έννοια που προέκυψε από ομοειδείς παραστάσεις που παρέμειναν στον νου σαν αποταμίευμα. Προϋποθέτει την λειτουργία της μνήμης.

Είναι η μνήμη ενός εξωτερικού πράγματος που μας έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα όπως εξηγεί ο Διογένης ο Λαέρτιος. Προϋποθέτει επίσης την αφαιρετική διαδικασία ανάλυσης του νου. Ενώ λοιπόν η παράσταση είναι στιγμιαία αποτύπωση της πραγματικότητας, και δεν προϋποθέτει μνήμη και λογική επεξεργασία, η πρόληψη (έννοια), που αποτελεί συγκερασμό ομοειδών παραστάσεων, σχηματίζεται σε βάθος χρόνου με την συνεργασία της μνήμης και της αφαιρετικής λογικής επεξεργασίας αποθηκεύεται στο νου για περαιτέρω χρήση συμβάλλοντας στην δόμηση της εμπειρίας και εκφράζεται με ένα συγκεκριμένο λεκτικό σύμβολο, μία λέξη δηλαδή συγκεκριμένη που η σκέψη ή εκφορά της την ανασύρει αυτή και καμία άλλη από το αποταμίευμα των διαφόρων εννοιών στον νου.

Το αισθητικό ερέθισμα άγεται μέσω μιας νευρωνικής οδού στο Κ.Ν.Σ. Όσο περισσότερο ασκείται μια νευρωνική οδός τόσο πιο αγώγιμη γίνεται. Αυτό συνιστά το φαινόμενο της δυναμοποίησης. Η πρόσληψη ομοειδών θεμάτων, οπτικών, ακουστικών, γευστικών κ.λπ. προάγεται και ισχυροποιείται προοδευτικά μέσω της δυναμοποίησης των νευρωνικών οδών οδηγώντας στον σχηματισμό εννοιών. Με τον σχηματισμό των προλήψεων (εννοιών), ο αρχικά χαοτικός, ασυνάρτητος, ασύνδετος και αποσπασματικός κόσμος των φαινομένων αποκτά σε βάθος χρόνου συνοχή, νόημα και δομή και γίνεται κατανοητός και αναγνωρίσιμος.

Οι προλήψεις (έννοιες) είναι εναργείς. Αυτό σημαίνει ότι διατηρούν στο ακέραιο την προφάνεια και εγκυρότητα των αισθητηριακών παραστάσεων και των συναισθημάτων από τα οποία προήλθαν. Παραμένουν σταθερές και άμεσα ανακτήσιμες και αποτελούν κριτήριο επιβεβαίωσης ή μη επιβεβαίωσης ενός αντικειμένου ή φαινομένου με βάση την ενάργεια. Αποκτούν δε ανεξάρτητη υπόσταση μέσω της γλώσσας. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος οι λέξεις να αποκτήσουν ανεξάρτητη από τις έννοιες υπόσταση και να καταντήσουν κενές νοήματος.

Ο λόγος μας τότε καταντά κενός περιεχομένου, όπως ο σύγχρονος πολιτικός λόγος. Γι’ αυτό ο Επίκουρος τονίζει ότι πρέπει να έχουμε στο νου μας τις έννοιες τις οποίες έχουμε εκχωρήσει στις λέξεις μας (τα υποτεταγμένα τοις φθόγγοις) ώστε να αποφεύγουμε την χρήση κενών λέξεων. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τις λέξεις με τρόπο που ανταποκρίνεται στις προλήψεις μας, διότι αν αφήσουμε τις λέξεις αδέσποτες θα γίνουν άστοχες και ανεξέλεγκτες.

Για παράδειγμα ας δούμε πώς σχηματίζεται στον νου η έννοια «άνδρας». Για το νεογέννητο η πρώτη παράσταση του άνδρα ταυτίζεται με τον πατέρα. Στην συνέχεια θα προστεθεί η παράσταση του θείου, του γείτονα. Όσο μεγαλώνει το παιδί προστίθεται η παράσταση του δασκάλου, του αδελφού και απροσδιόριστου αριθμού αρρένων μελών του ευρύτερου περιβάλλοντος του. Όλες αυτές οι παραστάσεις εναποθηκεύονται στην μνήμη και με αφαιρετική νοητική διαδικασία συγχωνεύονται σε βάθος χρόνου και δομούν την έννοια του άνδρα.

Αν μας ζητήσουν να ορίσουμε την έννοια «άνδρας» θα διαπιστώσουμε ότι αυτό μας είναι εξαιρετικά δύσκολο και ότι μας είναι πολύ πιο εύκολο να περιγράψουμε την έννοια παραθέτοντας μερικά μόνο από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν άνδρα και έχουμε διαπιστώσει ότι είναι κοινώς αποδεκτά. Με την εκφορά λοιπόν της λέξης «άνδρας» ανακαλούμε τόσο στον δικό μας νου όσο και στον νου των άλλων την συγκεκριμένη έννοια και καμία άλλη. Γι’ αυτό ο Επίκουρος λέει πως οι ονομασίες των πραγμάτων είναι πιο ξεκάθαρες από τους ορισμούς.

Ας θεωρήσουμε τώρα μία αφηρημένη έννοια για παράδειγμα την έννοια «δίκαιο» Από την παιδική ηλικία ακούει κανείς εκφράσεις στο άμεσο περιβάλλον του όπως «δεν ήταν δίκαιο αυτό που έγινε», «δεν του φέρθηκαν δίκαια», «έχεις δίκιο», «δίκαια τιμωρήθηκε» κ.λπ. Οι εκφράσεις αυτές συνδυαζόμενες με τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται δημιουργούν παραστάσεις δικαίου που αποθηκεύονται στον νου συγχωνεύονται με την νοητική διαδικασία και καταλήγουν στην δημιουργία μιας πρώτης έννοιας δικαίου που είναι άμεσα εξαρτημένη από την αίσθηση δικαίου του άμεσου περιβάλλοντος.

Η πρώτη αυτή έννοια δικαίου μπορεί να ενισχυθεί στην συνέχεια ή να τροποποιηθεί μέσω της διδασκαλίας, της συμμετοχής στα κοινά, στους δικαστικούς αγώνες, την προσωπική εμπειρία. Έτσι το άτομο αποκτά με την πάροδο του χρόνου προσωπικό αίσθημα δικαίου που επηρεάζεται αποφασιστικά από το αίσθημα δικαίου του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου. Είναι σαφές ότι το περιεχόμενο της έννοιας δίκαιο μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα με την ιστορική εποχή, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές και πεποιθήσεις του κάθε κοινωνικού συνόλου, αλλά και ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός.

Το ασαφές περιεχόμενο της λέξης δίκαιο δεν έχει οδηγήσει μήπως σε τόσες παρεξηγήσεις, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις τους ανθρώπους στην διάρκεια της ιστορίας; Η απόδοση συγκεκριμένης λέξης σε συγκεκριμένη έννοια είναι πολύ σημαντική διαδικασία. Γιατί έτσι οι έννοιες (προλήψεις) αποκτούν υπόσταση. Με την χρήση της γλώσσας δεν επικοινωνούμε απλά με τους άλλους ανθρώπους και τους μεταφέρουμε ακριβώς τι έχουμε στο μυαλό μας και αντιστρόφως, αλλά κυρίως μπορούμε εμείς οι ίδιοι να σκεφτούμε, να κάνουμε συλλογισμούς, να προβούμε σε κρίσεις και να διατυπώσουμε θεωρίες.

Να αποκτήσουμε εν τέλει συνείδηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά, τα οποία αδυνατώντας να μιλήσουν, δεν μπορούν να σχηματίσουν από τις παραστάσεις σαφείς έννοιες, αφού δεν μπορούν να τις ονοματίσουν, ούτε να τις χρησιμοποιήσουν για να προβούν σε συλλογισμούς και κρίσεις. Η γλώσσα λοιπόν, αποδείχτηκε το εργαλείο εκείνο, που εκτίναξε την ανθρώπινη ευφυΐα και οδήγησε στην δημιουργία συνείδησης, ενώ υπήρξε ο καταλύτης που οδήγησε από την αγέλη, στην κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων. Από την άλλη, η μην ορθή χρήση της οδήγησε τον άνθρωπο στην σχιζοφρένεια.

Οι φανταστικές επιβολές της Διάνοιας.

Οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας αποτελούν το τέταρτο γνωσιολογικό κριτήριο του Επικούρειου Κανόνα, που κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο προστέθηκε από τους Επικούρειους αλλά όχι από τον ίδιο τον Επίκουρο. Είναι αλήθεια όμως ότι ο όρος, έστω και ελαφρά παραλλαγμένος αναφέρεται από τον ίδιο τον Δάσκαλο, στην προς Ηρόδοτο επιστολή.

«Θα πρέπει οπωσδήποτε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας και δίχως άλλο στην άμεση αντίληψη του νου είτε σε κάποιο άλλο κριτήριο καθώς και στα υπάρχοντα συναισθήματα ώστε να έχουμε μία βάση για να βγάζουμε ασφαλή συμπεράσματα και για τα προσμένοντα επιβεβαίωση και για τα μη προφανή. Η παράσταση λοιπόν που θα λάβουμε είτε με την διάνοια είτε με τις αισθήσεις σαν μορφή ή σαν βασικές ιδιότητες, είναι η ίδια η μορφή του στερεού σώματος που προκύπτει από την ακολουθία πυκνώσεων και αραιώσεων του ειδώλου, καθώς και από το απόθεμα των ειδώλων του σώματος.

Η ομοιότητα λοιπόν των παραστάσεων που βλέπουμε ή στον ύπνο μας ή μέσω άλλων επιβολών της διανοίας ή των λοιπών κριτηρίων με τα ονομαζόμενα όντα και αληθινά δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί εάν δεν υπήρχαν εκείνα με τα οποία θα μπορούσαμε να τις αντιπαραβάλουμε (τα είδωλα)».

Από τον Διογένη τον Οινοανδέα πληροφορούμαστε επίσης την προς την Μητέρα επιστολή του Επίκουρου, όπου προσπαθεί να διασκεδάσει τις ανησυχίες της από τους εφιάλτες που έχει σχετικά με τον γιό της:

«….εσύ πρέπει να κάνεις για τα ζητήματα αυτά προσεκτικές και βέβαιες σκέψεις. Γιατί πράγματι οι παραστάσεις όσων δεν είναι παρόντα στην όρασή μας, όταν φτάνουν στην ψυχή την γεμίζουν με τον μεγαλύτερο φόβο. Αν όμως ξανασκεφτείς ψύχραιμα το όλο ζήτημα, θα καταλάβεις ότι οι παραστάσεις αυτές είναι εντελώς ίδιες με τις παραστάσεις των παρόντων (των αισθητών). Γιατί αν και δεν συλλαμβάνονται με τις αισθήσεις αλλά από τον νου έχουν μέσα τους την ίδια δύναμη (αλήθεια) ως προς τα μη παρόντα, που έχουν και ως προς τα παρόντα».

Δεν είναι εύκολο δεδομένης της ανεπάρκειας των υπαρχουσών πηγών να γίνει εύκολα κατανοητός ο όρος «φανταστικές επιβουλές της διανοίας».

Οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί με επικρατούσες εκείνη του Bailey (ενορατική σύλληψη του νου) και του Sedley (Εστίαση της σκέψης σε μία εντύπωση) παραμένουν αρκετά ασαφείς και δυσνόητες. Για τον λόγο αυτό ας ακολουθήσουμε το ολισθηρό και επικίνδυνο μονοπάτι της εικασίας, έχοντας όμως σαν εφόδια την ίδια την «πλεόναχο» λογική του Επίκουρου και την επαγωγική του μέθοδο.

Μελετώντας προσεκτικά τα προαναφερθέντα εδάφια καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για παραστάσεις που εντυπώνονται στον νου, χωρίς την μεσολάβηση των γνωστών αισθήσεων. Είναι μέσα στα πλαίσια της «πλεόναχου» λογικής του Δάσκαλου να υποθέσουμε, ότι πιθανολογεί την ύπαρξη και άλλων αισθήσεων πλην των πέντε γνωστών, ή ότι θεωρεί την ίδια την διάνοια αισθητήριο όργανο. Και αυτό για να εξηγήσει φαινόμενα όπως τα όνειρα, τα οράματα, τις κοινές πεποιθήσεις των ανθρώπων σε έννοιες όπως οι θεοί, ακόμα και φαινόμενα όπως τα οράματα των παρανοϊκών.

Για τον Επίκουρο οι φανταστικές επιβολές της διανοίας ό,τι και να είναι προκαλούν κίνηση, δηλαδή δημιουργούν παραστάσεις στον νου επομένως είναι υπαρκτές, αφού το ανύπαρκτο δεν προκαλεί τίποτα. Αυτός που περιγράφει ένα όνειρο ή ένα όραμα προφανώς δεν ψεύδεται. Αν το όνειρο ή το όραμα αντανακλά την πραγματικότητα αυτό είναι άλλη ιστορία.

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε για να μην ακολουθήσουμε λάθος δρόμο, ότι ο Επίκουρος αγνοεί το υποσυνείδητο. Γι’ αυτόν όλα τα παραπάνω προκαλούνται από υλικά είδωλα που προέρχονται έξω από τον άνθρωπο και με τον α ή β τρόπο προσλαμβάνονται και εντυπώνονται στην διάνοια δημιουργώντας παράσταση. Δεν πρόκειται δηλαδή για ανάσυρση παραστάσεων από το απόθεμα των εννοιών στον νου, από το υποσυνείδητο όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι προσλήψεις αυτές είναι υλικές και όχι νοητές όπως γίνεται και με τις αισθήσεις και εδώ εδράζεται και η σημαντική διαφορά με την θέση του Αριστοτέλη ο οποίος υποστηρίζει ότι με τις αισθήσεις αντιλαμβανόμαστε τα αισθητά και με τον νου τα νοητά.

Κάνοντας χρήση της επαγωγικής μεθόδου του Δασκάλου εφ’ όσον οι γνωστές αισθήσεις δημιουργούν αληθείς παραστάσεις κατ’ αναλογία και οι ασαφείς αισθήσεις ή η διάνοια ως αισθητήριο, δημιουργούν και αυτές αληθείς παραστάσεις. Όμως ενώ υφίσταται παραστατό το αντικείμενο παραμένει συνήθως ασαφές. Η ενάργεια απουσιάζει και την σχέση της υποκειμενικής προς την αντικειμενική αλήθεια καλείται να ξεκαθαρίσει η εμπειρία.

Οι γνώμες που σχηματίζονται από τις παραστάσεις αυτές δηλαδή θα πρέπει να υποβάλλονται όπως άλλωστε και οι γνώμες που σχηματίζονται και από τα υπόλοιπα κριτήρια της αλήθειας στην δοκιμασία της επιμαρτύρησης και μη αμφισβήτησης ή αντιμαρτύρησης και αμφισβήτησης με βάση την εμπειρία.

Ίσως κάποτε νέα στοιχεία να καταστήσουν εναργέστερη την γνώση και να συμβάλλουν στην επιμαρτύρηση και μη αμφισβήτηση, ή την αντιμαρτύρηση και αμφισβήτηση των προαναφερθέντων. Έως τότε δεν μπορούμε παρά να αρκεστούμε στην κατάσταση του προσμένοντος. Όμως είναι φανερό πως οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας δεν έχουν σήμερα την σημασία που είχαν την εποχή του Επίκουρου και τους επόμενους λίγους αιώνες μιας και έχουμε πλέον κατανοήσει αρκετά την δομή και λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η αναφορά σε αυτές έχει περισσότερο ιστορική παρά ουσιαστική σημασία κυρίως γιατί το τέταρτο αυτό κριτήριο είχε θεωρηθεί σαν η κερκόπορτα εισόδου της μεταφυσικής στην φιλοσοφία του Επίκουρου.

3.Η Εμπειρική μεθοδολογία της επιμαρτύρισης και μη αμφισβήτησης και αντιμαρτύτησης κι αμφισβήτησης.

Ενώ ο κόσμος των φαινομένων αντανακλά την υλική πραγματικότητα, αυτή δεν είναι πάντα φαινόμενο. Στην ουσία μόνο ένα μικρό μέρος της μας αποκαλύπτεται με τις αισθήσεις και τα πάθη. Και όσο και αν διευρύνονται σήμερα οι δυνατότητες παρατήρησης με τα σύγχρονα εποπτικά μέσα και το πείραμα, το μεγαλύτερο κομμάτι της θα διαφεύγει της αντίληψής μας.

Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, για πράγματα που δεν μπορούμε να έχουμε άμεση αντίληψη, να διατυπώσουμε εικασίες. Οι εικασίες είναι νοητικά δημιουργήματα, δεν έχουν την ενάργεια των παραστάσεων και μπορεί να είναι σωστές η λαθεμένες. Σωστές είναι οι εικασίες που επιβεβαιώνονται και δεν αμφισβητούνται από το προφανές, ενώ λαθεμένες οι εικασίες που δεν επιβεβαιώνονται και αμφισβητούνται από το προφανές. Επιβεβαίωση σημαίνει ότι το αντικείμενο της εικασίας διαπιστώνεται μέσω του προφανούς ότι είναι αυτό που και πριν πιστευόταν ότι είναι. Π.χ. Εικάζω ότι αυτός που έρχεται από μακριά είναι ο Πλάτων. Όταν πλησιάσει αρκετά επιβεβαιώνω μέσω του προφανούς, ότι πράγματι είναι ο Πλάτων.

Μη αμφισβήτηση σημαίνει ότι η εικασία περί του μη προφανούς και το προφανές συμπίπτουν. Π.χ. Ο Επίκουρος πιστεύει ότι υπάρχει κενό κάτι το οποίο δεν είναι προφανές. Πράγμα όμως που επιβεβαιώνεται από το προφανές γεγονός της κίνησης. (Η κίνηση θα ήταν αδύνατη χωρίς ύπαρξη κενού). Μη επιβεβαίωση σημαίνει ότι το αντικείμενο της εικασίας διαπιστώνεται μέσω του προφανούς ότι δεν είναι αυτό που πριν πιστευόταν ότι είναι. Π.χ. Κάποιος έρχεται από μακριά και εικάζω ότι είναι ο Πλάτων. Όταν όμως πλησιάσει αρκετά διαπιστώνω μέσω του προφανούς ότι είναι ο Κρίτων.

Αμφισβήτηση σημαίνει αναίρεση του μη προφανούς που όμως θεωρείται δεδομένο από κάτι το προφανές. Π.χ. Ο Στωικός λέει πως κενό δεν υπάρχει, διατυπώνοντας μία κρίση σε κάτι μη προφανές. Αλλά τότε πρέπει να δεχτεί ότι δεν υπάρχει και κίνηση γεγονός που προφανώς δεν ισχύει. Συμπερασματικά η επιβεβαίωση και μη αμφισβήτηση είναι το κριτήριο της αλήθειας ενός πράγματος ή φαινομένου, ενώ αντίθετα η μη επιβεβαίωση και αμφισβήτηση το κριτήριο του ψεύδους. Βάση και θεμέλιο των πάντων είναι το ολοφάνερο και αυταπόδεικτο.

Η Επικούρεια Γνωσιοθεωρία με τα λόγια του Σατυρικού Επικούρειου συγγραφέα του 3ου μ.κ.ε αιώνα Λουκιανού:

«Αυτή και μόνο αυτή είναι η σίγουρη και σταθερή σου ελπίδα για την ανακάλυψη της αλήθειας, κι άλλη δεν υπάρχει, μόνη ελπίδα σου είναι η ικανότητα να κρίνεις και να ξεχωρίζεις το ψέμα από την αλήθεια, και σαν τους αργυραμοιβούς να καταλαβαίνεις ποια είναι τα άξια και τα ανόθευτα και ποια τα κίβδηλα. Κι αν τύχει να αποκτήσεις τέτοια ικανότητα κι επιδεξιότητα, τότε προχωράς στον έλεγχο των όσων λέγονται. Ειδεμή, να ξέρεις πως τίποτα δεν θα εμποδίσει, να σε σέρνει καθένας από τη μύτη η να τρέχεις σαν το πρόβατο πίσω από το βλαστάρι που θα σου τείνουν. Ή πιο σωστά, θα σαι σαν ένα υγρό χυμένο πάνω στο τραπέζι, κι όπου σε σπρώχνει καθένας με το δαχτυλάκι του, θα πηγαίνεις. Ή μα τον Δία, σαν καλαμιά που φυτρώνει στην ακροποταμιά και γέρνει σε κάθε φύσημα του αέρα και σαλεύει ακόμα κι όταν η αύρα είναι ανεπαίσθητη».

Ο Γάλλος φιλόσοφος του 19ου αιώνα Ζαν- Μαρί Γκυγιώ συνοψίζει ολόκληρο το σύστημα της επικούρειας φιλοσοφίας με εξαιρετική ευστοχία ως εξής:

«Οι Επικούρειοι διαιρούσαν την φιλοσοφία σε τρία μέρη: η ηθική δείχνει στον άνθρωπο τον τελικό σκοπό του. Η φυσική ή φυσιολογία χρησιμεύει για να επιβεβαιώσει την ηθική, και δείχνει ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στην εξωτερική φύση που εμποδίζει τον άνθρωπο να πετύχει αυτόν το σκοπό. Το τρίτο μέρος, το λογικό ή το κανονικό, συμπληρώνοντας την φυσική και την ηθική, διδάσκει να κρίνουμε όλη την αλήθεια με την αλάνθαστη μαρτυρία των αισθήσεων. Έτσι η ηθική δείχνει στον άνθρωπο που είναι η ευδαιμονία, η φυσική διώχνει κατά κάποιο τρόπο όλα τα εξωτερικά εμπόδια που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση αυτής της ευδαιμονίας, και τελικά, η λογική, ξεπερνά όλα τα εσωτερικά εμπόδια, ξεπερνώντας την πλάνη και κάνοντας γνωστή σε όλους την αλήθεια.»

Ο Επίκουρος στηρίζει την φυσική του θεωρία (φυσιολογία) στην ατομική φυσική του Λεύκιππου και του Δημόκριτου την οποία διόρθωσε και συμπλήρωσε, δημιουργώντας μια συνεκτική οντολογία. Σύμφωνα με την ατομική θεωρία τα αρχικά στοιχεία είναι τα ἂτομα και το κενόν. Τα άτομα είναι τα ελαχιστότατα κομμάτια της ύλης, αόρατα και άπιαστα, αντιληπτά μόνο με την νόηση, στερεά, χωρίς κενά μέσα τους.

Δεν μπορούν να τεμαχιστούν ή να διαλυθούν ούτε να καταστραφούν. Για το λόγο αυτό ονομάστηκαν άτομα. Είναι άναρχα και αιώνια και μένουν αναλλοίωτα στις ενώσεις και στους χωρισμούς. Κενόν είναι ο άδειος χώρος. Σ΄ αυτόν μέσα βρίσκονται τα άτομα, που κινούνται και ενώνονται σε άπειρους συνδυασμούς και δημιουργούν τον υλικό κόσμο. Οι βασικές αρχές της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

1. Τίποτα δεν δημιουργείται από το τίποτα.
2. Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από θεία παρέμβαση.
3. Ακόμα και αν υπάρχουν θεοί, αυτοί δεν επιδρούν στο φυσικό κόσμο.
4. Η ύλη δεν καταστρέφεται σε τίποτα.
5. Πρωταρχικά στοιχεία της ύλης είναι μικρά αδιαίρετα άφθαρτα σωματίδια (άτμητα σωμάτια = άτομα).
6. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει αισθητό αν δεν έχει υλική υπόσταση. Τίποτα δεν υπάρχει εκτός από τα άτομα και το κενό ανάμεσά τους.
7. Όλα τα σώματα, είτε είναι άτομα, είτε προέρχονται από ένωση ατόμων.
8. Το σύμπαν είναι άπειρο. Δεν βρισκόμαστε στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά είμαστε ένας από τους αναρίθμητους κόσμους του σύμπαντος.
9. Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα στο κενό. Μπορούν να συνεχίσουν σε ευθεία, να συγκρουστούν, να αλλάξουν κατεύθυνση (παρέκκλιση), να ενωθούν με άλλα άτομα στη δημιουργία σύνθετων σωμάτων.
10. Οι κόσμοι και τα έμβια όντα δημιουργούνται από τυχαία γεγονότα λόγω της χαοτικής κίνησης των ατόμων.
11. Αυτό που αποκαλούμε «ψυχή» είναι σωματική οντότητα με υλικά χαρακτηριστικά και δεν συνεχίζει να υπάρχει μετά τον θάνατο.
12. Η αίσθηση είναι αξιόπιστη, διότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κάτι άλλο πιο αξιόπιστο από αυτήν.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Κανών και η Φυσική είναι αναγκαίο να εξετάζονται μαζί, διότι είναι συμπληρωματικά και αποτελούν ενιαίο σύνολο. Θεωρούμενα ως μία ενότητα, τα κριτήρια της αληθείας και η περί φύσεως θεωρία εκφράζουν με απλό τρόπο την οντολογική και γνωσιολογική θεωρία του Επίκουρου.

Με τον Κανόνα ο Επίκουρος υιοθετεί τις απαραίτητες κατά βάση εμπειρικές αρχές ή κριτήρια (το τετραπλό κριτήριο της αληθείας), που αποτελούν αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε τα συμπεράσματα μας για την φύση του κόσμου και την θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν να είναι έγκυρα.

Το τετραπλό, λοιπόν, αυτό κριτήριο της αληθείας αποτελείται από τις αἰσθήσεις, τα πάθη (συναισθήματα, συγκινήσεις), τις προλήψεις (έννοιες των πραγμάτων που βρίσκονται εκ των προτέρων αποθηκευμένες στο νου) και τις φανταστικές ἐπιβολές τῆς διανοίας (διορατικές συλλήψεις του νου).

Το τετρακριτήριο υπαγορεύει τους κανόνες της επιστημονικής έρευνας της φύσης (της φυσιολογίας), και την μέθοδο που πρέπει να ακολουθείται για την έρευνα των φαινομένων. Όλα τα φαινόμενα καταδεικνύουν την πραγματικότητα. Και όλη η πραγματικότητα μπορεί να γίνει αντιληπτή. Η εμπειρική μεθοδολογία βασίζεται στην αρχή της επιμαρτύρησης και της αντιμαρτύρησης, και το αξίωμα της πλήρους αναλογίας. Κατά τον Επίκουρο, αληθείς γνώμες είναι εκείνες που επιβεβαιώνονται και δεν αμφισβητούνται από το ολοφάνερο, ενώ ψευδείς γνώμες είναι εκείνες που δεν επιβεβαιώνονται και αμφισβητούνται από το ολοφάνερο.

Το αξίωμα της πλήρους αναλογίας βασίζεται στην παραδοχή ότι για όλα τα σώματα στη φύση ισχύουν οι ίδιοι φυσικοί νόμοι και κατά συνέπεια «εφόσον όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε θα είναι όμοια και τα άγνωστα στοιχεία τους».

Ο Επίκουρος, σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους, ενδιαφέρεται για την κατανόηση της φύσης, σαν προϋπόθεση του κύριου μελήματος και ενδιαφέροντος της φιλοσοφίας του, που είναι η ηθική θεωρία, δηλαδή οι αρχές που καθοδηγούν την ανθρώπινη δράση με σκοπό την επιδίωξη του το εὖ ζῆν και της εὐδαιμονίας. Συνεπώς το Κανονικόν και η Φυσική υπηρετούν ένα ωφελιμιστικό σκοπό, την προετοιμασία και την εκπαίδευση του ατόμου για μια γαλήνια ζωή, που οδηγεί στην κατάκτηση της ευδαιμονίας.

Σ΄ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η χρήση της αρχής της επιμαρτύρησης και αντιμαρτύρησης δεν έχει σκοπό την επίτευξη μιας εξαντλητικής επιστημονικής θεωρίας που θα εξηγεί τη φύση και τα φαινόμενα, αλλά αντίθετα, επικεντρώνεται σε μια μέθοδο, που σκοπό έχει να εξαλείψει τη σύγχυση και την άγνοια σχετικά με τη φύση και τα φαινόμενα και τον φόβο και την ταραχή που φέρνουν στην ανθρώπινη ψυχή.

Επομένως, ακόμη και αντιφατικές θεωρίες για την φύση κάποιου συγκεκριμένου φαινομένου, μπορούν να συνυπάρχουν, εφ’ όσον δεν διαψεύδονται από την μαρτυρία των τεσσάρων κριτηρίων της αληθείας και κυρίως από την μαρτυρία που παρέχεται από τα δύο πρώτα (αἰσθήσεις και πάθη), αφού η εγκυρότητα τέτοιων μαρτυριών πάντα υπερέχει.

Εξ’ άλλου, θεωρίες που εξηγούν φαινόμενα, τα οποία βασίζονται σε πολλαπλές αιτίες, είναι συμβατές με την ίδια τη φύση της πραγματικότητας, αλλά το κυριότερο, είναι χρήσιμες και αναγκαίες για διώξουν τον φόβο και την ταραχή από την ψυχή του ανθρώπου. Η άγνοια και η σύγχυση ως προς τα αίτια των φυσικών φαινομένων και των συνεπειών τους στην ανθρώπινη ζωή, εμποδίζουν κάθε προσπάθεια επιδίωξης της ευδαιμονίας.

Η Επικούρεια φιλοσοφία άνθισε για περίπου 600 έτη έχοντας παράξει έναν πολύ μεγάλο αριθμό κειμένων. Ο ίδιος ο Επίκουρος χαρακτηρίζεται σε πηγές ως πολυγραφότατος1. Γνωρίζουμε ως τίτλους 41 κύρια έργα του φιλοσόφου. Μερικά από αυτά αναπτύσσονταν σε περισσότερα από ένα βιβλία, όπως το “Περί Φύσεως” που είχε 37 βιβλία. Οι συνφιλοσοφούντες του Επίκουρου όπως ο Μητρόδωρος και ο Έρμαρχος, αλλά και οι επόμενοι επικούρειοι όπως ο Ζήνων, ο Απολλόδωρος και ο Φιλόδημος, ήταν κι αυτοί πολυγραφότατοι και τα επικούρεια βιβλία αριθμούσαν συνολικά πολλές εκατοντάδες.

Ο ρους της ιστορίας όμως φάνηκε ιδιαίτερα σκληρός με την Επικούρεια Φιλοσοφία. Η παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας, από το τέλος του 3ου αιώνα της σύγχρονης χρονολόγησης και μετά, και στην συνέχεια η έλευση του χριστιανισμού στο μοντέλο εξουσίας, συντέλεσαν στην εξαφάνιση όχι μόνον της φιλοσοφικής σχολής των Επικούρειων, αλλά και των γραπτών της. Ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός στην επιστολή του στον Έλλην Αρχιερέα Θεόδωρο αναφέρει: “Μήτε Επικούρειος εισίτω λόγος μήτε Πυρρώνειος· ήδη μεν γαρ καλώς ποιούντες οι θεοί και ανηρήκασιν, ώστε επιλείπειν και τα πλείστα των βιβλίων”. (f89b 354).

Τα περισσότερα βιβλία είχαν χαθεί από την εποχή του Ιουλιανού. Ότι βιβλία απέμειναν, εξαφανίστηκαν τα επόμενα χρόνια. Πλην όμως από τύχη αγαθή, η Επικούρεια φιλοσοφία διεσώθη έως τις ημέρες μας με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν η ύπαρξη Επικούρειων έργων στα γραπτά τρίτων συγγραφέων και ο δεύτερος η αρχαιολογική σκαπάνη. Έως τον 12ο αιώνα δεν βρίσκουμε καμία αναφορά στον φιλόσοφο Επίκουρο πλην τριών λημμάτων “Επίκουρος” στο μεσαιωνικό λεξικό του Σουϊδα τον 10ο αιώνα, εκ των οποίων οι δυο είναι υβριστικές πολεμικές. Τον 12ο έως τον 14ο αιώνα υπάρχουν αναφορές στην Επικούρεια φιλοσοφία σε έργα της εποχής, πάντως μη κολακευτικές, στηριζόμενες σε πηγές του Κικέρωνα του Σενέκα και του Αυγουστίνου, μιας και οι καθαρά Επικούρειες πηγές δεν ήταν ακόμη προσβάσιμες (Αλεξανδρίδης 2013).

ΗΔΟΝΗ

Για τον Επίκουρο ΗΔΟΝΗ σημαίνει ΑΠΟΝΙΑ και ΑΤΑΡΑΞΙΑ της ψυχής.

Σκοπός της Ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου ήταν το Μακαρίως Ζην, δηλαδή η χαρά της ζωής. Ο φιλόσοφος έλεγε «Δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει με φρόνηση, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει με φρόνηση, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα».

Όπως γράφει ο καθηγητής Θεοδωρίδης: ο Επίκουρος είδε καθαρά και αντίκρισε θαρρετά και εξαντλητικά το πρόβλημα. Ο άνθρωπος είναι μοναδικό γέννημα της φύσης, προικισμένο με ικανότητες να υψωθεί σε προσωπικότητα και να γίνει χαρά του εαυτού του και των άλλων που ζουν μαζί του. Για να γίνει αυτό πρέπει να γλιτώσει από το αιώνιο μαρτύριο, από τις μικρές και μεγάλες ταραχές που ενοχλούν την ομαλή λειτουργία της ύπαρξής του. Αυτό πρέπει να το επιδιώξει με όλα τα μέσα, με την επιστήμη του, την φυσιολογία ιδιαίτερα, με το διαφωτισμό πάνω στα ουράνια και τα επίγεια, με την δύναμη της ψυχής του.

Όταν λείψουν τα εμπόδια, οι σωματικοί πόνοι από αρρώστιες ή από την στέρηση, ταραχές ψυχικές, ιδιαίτερα ο φόβος των θεών και του θανάτου, το μαρτύριο από την αχόρταγη φιλοδοξία, η ψυχή γαληνεύει κι ο άνθρωπος φτάνει στην μακαρισμένη «αταραξία», όπως είπε με μία λέξη που είχε πλατύτατο αντίλαλο. Όταν παραμεριστεί κάθε συναίσθημα που τον ερεθίζει, λύπη είτε χαρά, αναβλύζει από την βαθύτερη ουσία του ανθρώπου η καλή διάθεση, το δημιουργικό χάδι, κι αυτό του δίνει την ευκαιρία ν’ αξιοποιήσει τον άφθονο πλούτο που έχει μέσα του.

Το βασικό αυτό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, για την ευτυχία και τον υψωμό της, την καλή διάθεση την ευεξία, την ευθυμία, ο Επίκουρος την ονόμασε ηδονή, λέξη παρεξηγήσιμη για τους γνωστούς λόγους που παρανοήθηκε κι έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες ή κακόβουλες διαστροφές.

Κεντρώα θέση του ιδρυτή του Κήπου κατείχε η άποψη ότι η ηδονή αποτελεί ύψιστο αγαθό. Καθώς συντροφεύει τον άνθρωπο σε όλες του τις επιλογές.

Ως αρχή και σκοπό, την χαρακτηρίζει ο ίδιος στην επιστολή του προς Μενοικέα. Και την θέτει έτσι αξιωματικά ως αρχή και σκοπό του μακαρίως ζην. Με τον όρο λοιπόν ηδονή δεν εννοούσε τις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά την αποφυγή πόνου από την ψυχή και το σώμα. Απομακρυσμένος από τις δοξασίες των πολλών περί θείου και πεπρωμένου, και απαλλαγμένος από τις περιττές επιθυμίες που απορρέουν από την κενοδοξία, κατάφερε να προσδιορίσει τον σκοπό του ανθρώπου και χάραξε τον δρόμο προς την αταραξία της ψυχής.

Ο Επίκουρος, υποστήριξε ότι κατανόηση της ηθικής διδασκαλίας, προϋποθέτει την κατανόηση της φυσικής γνώσης. Αρχή και πηγή της ηδονής είναι η Φύση. Θεώρησε πως, αν ο άνθρωπος δεν κατανοήσει την ύπαρξη του ως φυσική ακολουθία, και αν δεν αποδεσμευτεί από την ιδέα ότι βρίσκεται υπό την εποπτεία των δημιουργών θεών, δεν θα καταφέρει να ζήσει ατάραχος και ευτυχισμένος, διότι οι σκέψεις, περί υπερβατικών και μεταφυσικών υπάρξεων θα του στερούν διαρκώς την ελεύθερη βούληση.

Η ζωή για τους επικούρειους ρυθμίζεται από τους νόμους του φυσικού κόσμου. Για τον λόγο αυτό διατύπωσε, ότι δεν πρέπει να παραβιάζουμε την φύση μας, αλλά να υποτασσόμαστε σ’ αυτή. Υπακούοντας σ’ αυτήν, (την φύση μας) ικανοποιούμε τις απαραίτητες και τις φυσιολογικές επιθυμίες, εφ’ όσον δεν είναι βλαβερές. Η φύση έχει προσφέρει απλόχερα όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζει ευχάριστα. Τα αναγκαία αγαθά τα έκανε να αποκτούνται εύκολα, σε αντίθεση με τα μη αναγκαία τα οποία για να αποκτηθούν χρειάζεται αγώνας και ταραχή ψυχής και σώματος.

Τι είναι λοιπόν η ηδονή;

Είναι η ευχάριστη αίσθηση που έχει ο άνθρωπος, όταν έχει απαλλαγεί από κάθε σωματικό και πνευματικό πόνο. Όριζε λοιπόν πως το ανώτατο όριο της ηδονής είναι η εξάλειψη όλων των πηγών του πόνου. Όπου υπάρχει ηδονή, και για όσο χρόνο διαρκεί δεν υπάρχει πόνος ή λύπη ή και τα δύο μαζί, έλεγε ο Δάσκαλος στην 3η Κύρια Δόξα του.

Προκειμένου να διακρίνει τις κατάλληλες ηδονές από τις ακατάλληλες, αλλά και να διαχωρίσει την θέση του από τον Αρίστιππο τον Κυριναίο, χώρισε τις ηδονές σε δύο κατηγορίες. Τις κινητικές ή εν κινήσει και τις καταστηματικές ηδονές. (Οι τελευταίες προέρχονται από το ρήμα Καθίσταμαι. Κατάστημα σημαίνει κατάσταση).

Οι πρώτες (κινητικές) ηδονές είναι εκείνες, οι οποίες βιώνοντάς τες, ξεπερνάμε τον πόνο που έχει προκληθεί από μία ανεκπλήρωτη επιθυμία, όπως η ικανοποίηση της πείνας ή της δίψας. Ενώ αναφερόμενος στις καταστηματικές ηδονές εννοούσε την αταραξία, την κατάσταση γαλήνης που βιώνει ο άνθρωπος μετά την ικανοποίηση της εκάστοτε επιθυμίας. Πρόκειται για μία κατάσταση ηρεμίας που οδηγεί τον άνθρωπο στην ευτυχία.

Ο Γιώργος Ζωγραφίδης στο βιβλίο του «Επίκουρος, Ηθική, η θεραπεία της ψυχής», αναφέρει ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η διαφορά των δύο μορφών της ηδονής. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, και της πείνας, νιώθω μία ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη του πόνου και της ανάγκης που βιώνω, όταν είμαι χορτάτος, είναι μία σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Καταστηματική ηδονή λοιπόν, είναι η σταθερή, μόνιμη ευχάριστη διάθεση.

Ο Επίκουρος θεωρούσε τις καταστηματικές ηδονές ποιοτικά πολύ ανώτερες από τις κινητικές ηδονές, αναφέροντας ότι στοχεύοντας σε καταστηματικές ηδονές ο άνθρωπος, αποφεύγει τις υπερβολές και πορεύεται προς την ευδαιμονία.

Για τον μεγάλο στοχαστή, καμία ηδονή δεν είναι κακή αυτή καθαυτή. Συμβαίνει, αν και η ηδονή συγγενεύει με την φύση του ανθρώπου, η απόκτησή της ορισμένες φορές να δημιουργεί προβλήματα και να γεννάει πόνο, είτε στην ψυχή είτε στο σώμα. Τότε πρέπει να αποφεύγονται. Αναφέρει χαρακτηριστικά σε μία από τις προσφωνήσεις του:

«Ακούω να μου λες πως οι ανησυχίες της σάρκας σ’ έχουν κάνει επιρρεπή στις αισθησιακές ηδονές. Εφ’ όσον δεν παραβαίνεις κανένα νόμο και δεν μετακινείς τα ήθη και τα καλώς κείμενα, εφ’ όσον δεν προκαλείς στεναχώρια σε κανένα άνθρωπο γύρω σου, εφ’ όσον δεν επιβαρύνεις το σώμα σου και δεν σπαταλάς οτιδήποτε σου είναι αναγκαίο, τότε χρησιμοποίησε όπως θέλεις αυτή σου την κλίση. Δεν γίνεται όμως να μη σε εμποδίζει κάποιο από τα παραπάνω. Διότι η κατάχρηση των αφροδισίων ποτέ δεν ωφέλησε. Ας είμαστε ευχαριστημένοι αν δεν σε βλάψει κιόλας.»

Εφαρμόζοντας την αρχή της ηδονής, το άτομο μαθαίνει πώς να βάζει σε τάξη την ζωή του και την δραστηριότητά του. Αρχίζοντας με έναν υπολογισμό των επιθυμιών η ικανοποίηση των οποίων είναι αναγκαία για την ίδια τη ζωή, προχωρούμε στην επιδίωξη των αγαθών που είναι απαραίτητα για την του σώματος υγεία και, τελικά για την γαλήνη του νου. Θα θυμόμαστε ότι τα δύο τελευταία στάδια αυτής της προοδευτικής πορείας αποτελούν το εποικοδόμημα της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου καθώς αφορούν κυρίως στην θεραπεία παρά στην πρόληψη.

Ο Επίκουρος αναφερόμενος στην ηδονή, ως ύψιστο αγαθό, εννοούσε την καθαρή ευχαρίστηση η οποία φέρνει αταραξία και γαλήνη. Όσον αφορά τις ηδονές των άσωτων καθώς και τις αδιάκοπες και αμέτρητες διασκεδάσεις, οι οποίες γεμίζουν το πνεύμα με πόνο και πάθη, τις απαρνήθηκε κατηγορηματικά διότι γνώριζε πως απέχουν κατά πολύ από την πραγματική ηδονή.

Η διδασκαλία του επίκουρου περί ηδονής, όντας πρωτόγνωρη για την εποχή της, δέχθηκε σκληρή κριτική και απόλυτη διαστρέβλωση. Ταυτίστηκε με την διδασκαλία των Κυρηναϊκών φιλοσόφων ή Ηδονιστών όπως αποκαλούντο. Οι Κυρηναϊκοί φιλόσοφοι είχαν αρχηγό τους τον Αρίστιππο. Ο Αρίστιππος εκατό περίπου χρόνια πριν την γέννηση του Επίκουρου διακήρυξε ότι το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά είναι η τέρψις.

Ισχυρίσθηκε ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει τους μακροπρόθεσμους στόχους, διότι τον αποπροσανατολίζουν και δεν του επιτρέπουν να απολαύσει τα αγαθά της ζωής. Η διαφορά των δύο φιλοσοφικών θεωριών είναι πραγματικά πολύ σημαντική. Ο Επίκουρος δέχεται ότι η ηδονή βρίσκεται σε όλες τις καταστάσεις, ακόμα και σ’ αυτήν της ακινησίας και επιδιώκει μέσω της ηδονής την αταραξία της ψυχής, όχι την παροδική απόλαυση, η οποία έπειτα ενδέχεται να προκαλέσει πόνο. Οι Κυρηναϊκοί, αντίθετα, υποστήριζαν ότι μόνο η σωματική ηδονή οδηγεί στην ευτυχία, αποκλείοντας έτσι την ψυχική και πνευματική. Αποδέχονταν μόνο την κινητική ηδονή.

Η συνωνυμία της Επικούρειας ηδονής για την ψυχική γαλήνη με αυτή για τις αισθησιακές απολαύσεις, έδωσε αφορμή σε ατέλειωτες αντιλογίες και ειρωνικά σχόλια. Την πληθωρική τους απήχηση την βρίσκουμε σε μερικά συγγράμματα του Κικέρωνα, ο οποίος στο έργο του «Ο δρόμος προς την ευτυχία» αποκαλεί τον Επίκουρο άνανδρο και ηδονιστή, αποδοκιμάζοντας τις απόψεις του λέγοντας, πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει συσχέτιση της ενάρετης, σοφής και δίκαιης ζωής με την ηδονική ζωή.

Και αυτό γιατί δεν μπόρεσε να κατανόησε ή δεν θέλησε να κατανοήσει ποτέ του, την καταστηματική ηδονή. Επίσης, και σε αντιεπικουρικά συγγράμματα του Πλούταρχου, ο οποίος στο έργο του «Ότι ουδέ ηδέως ζην εστίν κατ’ Επίκουρον» έκρινε την διδασκαλία των Επικουρείων για την ηδονή και αναφέρθηκε με ειρωνεία στην πεποίθηση τους, ότι ύψιστο αγαθό είναι η ηδονή της ψυχής.

Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής».

Ωστόσο, πρόσθετε, ότι δεν επιζητάμε μόνο τις χαρές. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες, ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Οι άνθρωποι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν την μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη. Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεπτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας, αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.

Η Επικούρεια ηδονή είναι ξεκάθαρη απλή και αδιαμφισβήτητη. Η Επικούρεια φιλοσοφία για την καταστηματική ηδονή είναι από τις ξάστερες εκείνες αλήθειες, που βρίσκονται μπρος στα μάτια μας και ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Για να φθάσουμε εκείνο που ορίζει η ανθρώπινη φύση, στην ευγένεια της ψυχής και το υψηλό φρόνημα, είναι ανάγκη πρώτα να γαληνέψουμε παραμερίζοντας καθετί που μας ενοχλεί, ανάγκες υλικές, ανθρώπους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο μας κάνουν κακό, στραβές ιδέες, και τις άπειρες μικρότητες που πολιορκούν την ζωή μας.

Επιγραμματικά.

Ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν υπήρξε τόσο αντιφατικός όσο στην εποχή μας. Ποτέ άλλοτε ο παγκόσμιος πλούτος δεν ήταν τόσο μεγάλος αλλά συγχρόνως και τόσο άνισα κατανεμημένος. Σήμερα το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 70% του παγκόσμιου πλούτου ενώ το παγκόσμιο χρέος υπερβαίνει κατά πολύ το παγκόσμιο ΑΕΠ.

Ποτέ άλλοτε ο πλανήτης μας δεν είχε την ικανότητα με την βοήθεια της Επιστήμης και της Τεχνολογίας να θρέψει ικανοποιητικά τον παγκόσμιο πληθυσμό, αλλά και ποτέ δεν είχε τόσους πεινασμένους ανθρώπους. Ποτέ οι δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μεγάλες, αλλά και ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο μόνοι. Ποτέ η πληροφορία δεν ήταν τόσο προσβάσιμη, αλλά και τόσο δύσκολη η αξιολόγησή της. Ποτέ οι δυνατότητες της ανθρωπότητας δεν ήταν τόσο μεγάλες και οι άνθρωποι τόσο αδύναμοι.

Η οικονομική κρίση, το ξέσπασμα της πανδημίας κι ο πόλεμος, που σημάδεψαν τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ήρθαν να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα και να θέσουν σε δοκιμασία την συνοχή των κοινωνιών, που βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν ξαφνικά προκλήσεις αδιανόητες στο πρόσφατο παρελθόν τόσο στην Δύση όσο και στον «αναπτυσσόμενο» Κόσμο. Η κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων, το μέγεθος της ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης και η αναβίωση του εφιάλτη του πυρηνικού ολοκαυτώματος, που εισέβαλαν τόσο βίαια στην ζωή των ανθρώπων, επιτείνουν την απογοήτευση και την ανασφάλεια και διαλύουν τις κοινωνίες και τα κράτη.

Σήμερα βρισκόμαστε κατά κοινή ομολογία στο κατώφλι μιας νέας Εποχής. Της Εποχής της τεχνητής νοημοσύνης που φαντάζει τόσο σαν υπόσχεση όσο και σαν απειλή. Τόσο σαν δυνατότητα επιβίωσης όσο και σαν δυνατότητα καταστροφής. Η ένωση ανθρώπου-μηχανής υπόσχεται και απειλεί να κάνει τον άνθρωπο θεό και δούλο ταυτόχρονα! Από τον Homo Sapiens στον Homo Deus. Αλήθεια πόση αλαζονεία δεν κρύβουν και οι δύο αυτοί όροι!

Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος όπως τον ξέρουμε σήμερα, ούτε σοφός μπορεί να γίνει, ούτε θεός. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τόσο τον σοφό όσο και τον θεό είναι το γεγονός ότι δεν φοβούνται τον θάνατο. Αλλά διαχρονικά οι πράξεις των ανθρώπων καθοδηγούνται από τον Φόβο του Θανάτου. Και οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να πεθαίνουν όσο και να προχωρήσει η Επιστήμη και η τεχνολογία.

Επιστρέφουμε λοιπόν, αναγκαστικά στον Επίκουρο και την διαχρονική αξία της Φιλοσοφίας του. Αφού μόνο αυτή αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το διαχρονικό πρόβλημα του ανθρώπου, τον Φόβο του θανάτου τον Κέρβερο που φυλάει την Πύλη της Ευδαιμονίας. Ο Επίκουρος αντιμετωπίζει το πρόβλημα στην ρίζα του. Και για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί ως μέσον την Γνώση, γιατί ο φόβος της Άγνοιας υποκρύπτει τον φόβο του Θανάτου.

Πρωταρχικός σκοπός του ανθρώπου είναι η κατάκτηση της Ευδαιμονίας.

Οτιδήποτε άλλο προκύπτει από την εφαρμογή της είναι καλοδεχούμενο εφόσον συνάδει με τον πρωταρχικό σκοπό.

Η Γνώση καθαυτή είναι η υπέρτατη πνευματική ηδονή.

Γιατί άραγε ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να δει την αξία της Γνώσης με την ίδια ματιά που την έβλεπαν οι Αρχαίοι Έλληνες; ‘Ίσως γιατί ο λαμπρός έναστρος ουρανός της Αρχαίας Αθήνας και της Ιωνίας, άφηνε την ματιά των προγόνων μας να ταξιδέψει ελεύθερη στα πέρατα του απείρου, ενώ η ματιά του σημερινού ανθρώπου, φθάνει μέχρι εκεί που του επιτρέπει η αιθαλομίχλη των σύγχρονων τσιμεντουπόλεων.

Έτσι στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης οι άνθρωποι θα ψάχνουν για τεχνητή Ευδαιμονία στον ψηφιακό κόσμο χωμένοι σε κάποιο άυλο matrix που θα αντανακλά κακέκτυπα και χονδροειδώς τον πραγματικό κόσμο έτσι για να δικαιωθεί κατά τραγική ειρωνεία ο Πλάτωνας και ο ιδεατός του κόσμος αλλά από την ανάποδη!

Επίκουρος: Όλα τα αισθητά είναι αληθινά.

«Κι όποιος νομίζει ότι τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ο­μολογεί ο ίδιος ότι δεν μπορεί να ισχυριστεί ούτε καν αυτό. Δεν αξίζει τώρα ν’ ανοίξω διάλογο μ’ έναν άνθρωπο που στην θέση των ποδιών έβαλε το κεφάλι. Μα ας το δεχτούμε πως ξέρει καλά, ότι, τίποτα δεν είναι γνω­στό. Θα τον ρωτούσα αφού δεν βλέπεις πουθενά την αλήθεια, πώς μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει γνωστό και τι όχι, και ποια είναι τα σημάδια του αληθινού και του ψεύτικου, και τι σου έδωσε την δυνατότητα να ξεχωρίζεις το αμφίβολο από το βέβαιο;

Θα βρεις ότι οι αισθήσεις μας είναι εκείνες που πρώτο-δημιούργησαν το κριτήριο της αλήθειας και πως οι αισθήσεις δεν γίνεται να βγουν ψεύτικες: θα πρέπει να θεωρούμε πιο αξιό­πιστο ό,τι από μόνο του μπορεί με το αληθινό να νικήσει το ψεύτικο. Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις αι­σθήσεις; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός βασισμένος σε ψευ­δείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις αισθήσεις; Αφού κι ο ίδιος απ’ αυτές πηγάζει’ οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής.

»Πρέπει να αναλογιζόμαστε τον αληθινό σκοπό της ζωής έχο­ντας κατά νου όλες εκείνες τις ολοφάνερες μαρτυρίες των αι­σθήσεων στις οποίες στηρίζουμε τις απόψεις μας ‘ειδάλλως, τα πάντα θα ’ναι γεμάτα αμφιβολία και σύγχυση.

»Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα ’χεις πλέον τί­ποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα κι εκείνες τις αισθή­σεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν.

»Αν απορρίψεις ολότελα μιαν αίσθηση, και δεν κάνεις διάκριση ανάμεσα στην δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση και σ’ αυτό που είναι ήδη δεδομένο στις αισθήσεις και στα αι­σθήματα κι είναι καταγραμμένο στο νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες αισθήσεις σου με την ανόητη γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν, πάλι, με τις υπο­κειμενικές σου ιδέες θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως, και εκεί­νο που περιμένει την επαλήθευση και εκείνο που δεν την χρειά­ζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι θα βρίσκεται πά­ντα υπό αμφισβήτηση. (Η σιγουριά της αμφιβολίας)

»Μερικούς ανθρώπους τους εξαπατούν οι διαφορές των εντυ­πώσεων που προέρχονται από το ίδιο αισθητό αντικείμενο, λ.χ. ένα ορατό αντικείμενο, το ίδιο αντικείμενο φαίνεται να ’χει άλλο χρώμα ή σχήμα, ή να μοιάζει κάπως διαφορετικό.

Γιατί υποθέτουν ότι όταν οι εντυπώσεις διαφέρουν και αντι­μάχονται μεταξύ τους, τότε μία απ’ αυτές θα πρέπει να είναι η αληθινή, σε αντίθεση με τις άλλες που θα ’ναι ψεύτικες. Πράγμα που είναι τελείως απλοϊκό, και χαρακτηριστικό αν­θρώπων που δεν βλέπουν την αληθινή φύση των όντων. Διό­τι αυτό που βλέπουμε (για να μιλήσουμε για τα ορατά), δεν είναι ολόκληρο το στερεό σώμα μα το χρώμα της επιφάνειας του.

Όσο για το χρώμα, άλλοτε βρίσκεται ακριβώς πάνω στο στερεό σώμα, όπως όταν βλέπουμε εκ του σύνεγγυς ή από μέ­τρια απόσταση” ένα μέρος του όμως βρίσκεται έξω από το σώ­μα και στον περιβάλλοντα χώρο, όπως όταν βλέπουμε από μακρινή απόσταση. Το χρώμα αυτό, καθώς διαφοροποιείται μέσα στο διάστημα που μεσολαβεί και αποκτά παράδοξη όψη, δίνει άλλην εντύπωση, η οποία όμως ανταποκρίνεται και αυ­τή σε ό,τι αποτελεί μια αληθινή αντικειμενική κατάσταση.

Κατά τον ίδιο τρόπο, αυτό που ακούμε δεν είναι ο ήχος μέσα σ’ ένα χάλκινο κύμβαλο ούτε η φωνή μέσα στο στόμα κάποιου που φωνάζει, αλλά ο ήχος που φτάνει στην αίσθησή μας και ακριβώς όπως κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ακούει ψεύτικα ό­ποιος ακούει μια φωνή αμυδρά από μεγάλη απόσταση, διότι φθάνοντας κατόπιν πιο κοντά την ακούει πιο δυνατή, έτσι δεν θα έλεγα πως ψεύδεται η όραση που από μακριά βλέπει τον πύργο μικρό και στρογγυλό, κι από κοντά τον βλέπει μεγάλο και τετράγωνο.

Θα ’λεγα μάλλον ότι η όραση λέει την αλή­θεια, διότι όταν το αισθητό αντικείμενο τής φαίνεται πως εί­ναι μικρό κι έχει τέτοιο σχήμα, όντως αυτό είναι μικρό κι έχει τέτοιο σχήμα, καθώς οι άκρες των ειδώλων, ταξιδεύοντας μες στον αέρα διαβρώνονται κι όταν, πάλι, της φαίνεται μεγάλο και διαφορετικού σχήματος, ομοίως, είναι μεγάλο και διαφορετικού σχήματος. Ήδη τα δύο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Εί­ναι διεστραμμένη αντίληψη το να πιστεύει κανείς ότι το αντι­κείμενο που του εντυπώθηκε όταν είδε από κοντά και εκείνο που εντυπώθηκε όταν είδε από μακριά είναι ένα και το αυτό.

Η παράδοξη λειτουργία της αίσθησης είναι να συλλαμβάνει μόνον ό,τι είναι γι’ αυτήν παρόν και την κινητοποιεί, λ.χ. το χρώμα, και όχι να κάνει διάκριση, ότι άλλο πράγμα είναι ε­τούτο εδώ και άλλο το παρακεί.

Επομένως, όλες οι εντυπώ­σεις είναι αληθινές, ενώ οι γνώμες δεν είναι όλες αληθινές πα­ρά επιδέχονται διαφοροποιήσεις. Άλλες είναι αληθινές, άλλες ψεύτικες, διότι αποτελούν κρίσεις που κάνουμε βασισμένοι στις εντυπώσεις μας, κι άλλες τις κρίνουμε με σωστό τρόπο κι άλλες με άσχημο -είτε προσθέτοντας και επισυνάπτοντας κάτι πάνω στις εντυπώσεις, είτε αφαιρώντας απ’ αυτές και πλα­στογραφώντας την άλογη αίσθηση.

Όλα τα αισθητά είναι αληθινά και κάθε εντύπωση είναι προϊ­όν υπαρκτού πράγματος, και ορίζεται από το αντικείμενο που κινεί την αίσθηση. Γελιούνται όσοι υποστηρίζουν ότι άλλες εντυπώσεις είναι αληθινές κι άλλες ψευδείς κι αυτό διότι δεν μπορούν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στην γνώμη και στο ο­λοφάνερο. Στην περίπτωση του Ορέστη, που του φάνηκε πως είδε τις Ερινύες, η μεν αίσθησή του, κινητοποιημένη από τα ο­μοιώματα (των Ερινύων) ήταν αληθινή, καθώς τα ομοιώμα­τα υπήρχαν. Ο νους του όμως, νομίζοντας πως οι Ερινύες ήσαν σώματα στερεά, έκανε λάθος.

Δεν το δεχόμαστε πως τα μάτια ξεγελιούνται- γιατί η δου­λειά τους είναι να βλέπουν πού βρίσκεται το φως και πού η σκιά. Το αν είναι το ίδιο φως ή όχι, και το αν είναι ίδια η σκιά που μόλις πριν λίγο ήταν εδώ και τώρα είναι εκεί, ή μάλλον, το αν συνέβη αυτό που μόλις είπαμε, αυτό είναι κάτι που θα το ξεκαθαρίσει ο λογισμός. Τα μάτια δεν μπορούν να γνωρί­σουν την φύση των πραγμάτων. Γι αυτό, μην θελήσεις να επιρρίψεις στα μάτια ένα σφάλμα του μυαλού.

Εμείς συμφωνούμε ότι τα πράγματα ρέουν όχι όμως και ότι ρέουν με τέτοια ταχύτητα ώστε σε καμία στιγμή να μη μπο­ρούν οι αισθήσεις μας να συλλάβουν την φύση του κάθε πράγ­ματος. Γιατί τότε, κι οι ίδιοι που το νομίζουν αυτό, δεν θα μπορούσαν να πουν ότι το τάδε πράγμα είναι άσπρο και το τάδε μαύρο, ή ότι ούτε το ένα είναι άσπρο ούτε το άλλο μαύ­ρο, αν δεν γνώριζαν από τα πριν ποια είναι η φύση του άσ­πρου και του μαύρου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου