Πως ορίζεται το ψυχικό τραύμα
Τραύμα, πληγή, πόνος. Η συνηθισμένη και λογική ακολουθία, όχι μόνο ενός σωματικού, αλλά και ενός ψυχικού τραύματος. Η ψυχή, όπως και το σώμα λαβώνεται, ματώνει, αλγεί. Αναζητά την ανακούφιση, την ίαση. Την επιδιώκει με πολλαπλούς τρόπους. Παράδοξους ή συνηθισμένους, περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικούς, ευκολότερους ή πιο απαιτητικούς.
Όμως το διαγενεακό τραύμα είναι ακόμη εκεί και μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές σαν μία άλλη οικογενειακή κληρονομιά.
Το ψυχικό τραύμα ορίζεται ως «κάθε ενοχλητική εμπειρία η οποία συνεπάγεται σημαντικό φόβο, αδυναμία, αποστασιοποίηση, σύγχυση ή άλλα συναισθήματα τα οποία επηρεάζουν αρνητικά τις στάσεις, τη συμπεριφορά και άλλες πτυχές της λειτουργικότητας του ατόμου» (Apa Dictionary of Psychology, n.d.).
Πιο συγκεκριμένα, το σχεσιακό τραύμα αναφέρεται στην τραυματική εμπειρία η οποία λαμβάνει χώρα συνήθως εντός του οικογενειακού πλαισίου και συχνά σχετίζεται με τη διαδικασία της προσκόλλησης (Schore, 2002).
Ενδέχεται να περιλαμβάνει κακοποίηση, κακομεταχείριση, παραμέληση, ως συνέπεια ενδεχομένως κάποιας ψυχικής ασθένειας των γονιών, της χρήσης ουσιών ή ενός ξαφνικού διαζυγίου (D'Andrea et al., 2012). Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε πρότυπα αλληλεπίδρασης και προσκόλλησης του γονέα προς το βρέφος, τα οποία ενδεχομένως να χαρακτηρίζονται από αντικρουόμενα σήματα ή παρεμβατικές συμπεριφορές (Amos et. al., 2011).
Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο το διαγενεακό τραύμα να συνδέεται με κάποιο καθοριστικό τραυματικό γεγονός. Η έκθεση σε κάποιο μοτίβο κακοποίησης ή η βίωση κάποιου εκτεταμένου σύνθετου τραύματος αρκεί για να επηρεαστούν οι επόμενες γενιές από το συγκεκριμένο βίωμα.
Το ψυχικό τραύμα συνήθως έχει ως αφετηρία την πρώιμη παιδική ηλικία και καθορίζει το ίδιο το άτομο και τις επιλογές του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του (Van der Kolk, 2005). Συχνά μάλιστα αρκετά προβλήματα υγείας σχετίζονται με μηχανισμούς και στρατηγικές αντιμετώπισης που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και είχαν ως σκοπό την αυτοπροστασία (Felitti et al., 2019).
Το σχεσιακό τραύμα μετουσιώνεται σε διαγενεακό όταν οι ψυχικά τραυματισμένοι ενήλικες μεταφέρουν τις τραυματικές επιπτώσεις του τραύματος τους στα δικά τους παιδιά, μέσω του στυλ προσκόλλησης και αλληλεπίδρασης που αναπτύσσουν με εκείνα (Fraiberg et. al., 1975).
Συνεπώς, τα παιδιά βιώνουν τις επιπτώσεις του τραύματος χωρίς την πρωταρχική τραυματική εμπειρία (Hesse & Main, 2000), κληρονομώντας ενός είδους ευαλωτότητα. Η αναγνώριση και η κατανόηση του τραύματος, όπως επίσης και η ανάλυση του τρόπου διαγενεακής μετάδοσης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπευτικής στοχοθεσίας και διαδικασίας.
Ο Kellerman (2001), ο οποίος εστίασε στο διαγενεακό τραύμα του Ολοκαυτώματος, πρότεινε τέσσερα θεωρητικά μοντέλα μεταβίβασης του τραύματος στις επόμενες γενιές.
Το ψυχικό τραύμα σύμφωνα με το ψυχοδυναμικό μοντέλο
Σύμφωνα με το ψυχοδυναμικό μοντέλο το τραύμα μεταβιβάζεται μέσω των ασυνείδητων, εκτοπισμένων συναισθημάτων και των διαπροσωπικών σχέσεων. Ουσιαστικά, το τραύμα διαμορφώνει τις εσωτερικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, δημιουργώντας μία ασυνείδητη αρχή που διαπερνά τους γονείς και εξωτερικεύεται από τα παιδιά μέσω της ταύτισης και της αδυναμίας διαφοροποίησης από τους γεννήτορες.
Έτσι, οι γονείς φαίνεται να μετατοπίζουν το δικό τους καταπιεσμένο συναίσθημα στους απογόνους τους.
Το ψυχικό τραύμα από την σκοπιά της θεωρίας της κοινωνικής μάθησης
Σε αντίθεση με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης εστιάζει στις συνειδητές συμπεριφορές και στην απευθείας άσκηση επιρροής των γονιών προς τα παιδιά. Οι επικρατέστερες συμπεριφορές αφορούν τη γονική απόρριψη, την υπερπροστασία, την υπερβολική ανεκτικότητα, την αυστηρή και ασυνεπή πειθαρχία.
Διαπιστώνεται λοιπόν πως η μεταβίβαση του τραύματος επιτυγχάνεται μέσω των όρων διαπαιδαγώγησης και ανατροφής, αλλά και μέσω της μίμησης και της παρατήρησης.
Συνεχίζοντας, το μοντέλο των οικογενειακών συστημάτων υποστηρίζει πως η μεταβίβαση διαγενεακού τραύματος πραγματοποιείται μέσω της παράδοξης μη λεκτικής διφορούμενης επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διάχυτης σιωπής.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, το οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα κλειστό και εσωστρεφές και οι γονείς τείνουν να θωρακίζουν απο τις επίπονες εμπειρίες τα παιδιά, αλλά και το αντίστροφο. Σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά υιοθετούν τα τραύματα των γονιών και γι’ αυτό το λόγο καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η ανεξαρτητοποίηση τους.
Ο ρόλος των γονιδίων
Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι τα γονίδια μεταφέρουν ιδιοσυστατικά στοιχεία από γενιά σε γενιά και πως κάποιες ψυχικές ασθένειες έχουν εκτός των άλλων και κληρονομική αιτιολογία. Συνεπώς, σύμφωνα με το βιολογικό μοντέλο, οι αναμνήσεις του φόβου μπορούν να μεταβιβαστούν διαγενεακά μέσω φυσιολογικών διεργασιών.
Η νευρωνική οργάνωση των συστημάτων μνήμης των γονιών συνεπάγεται παρόμοια νευρωνική οργάνωση και σύνθεση στα παιδιά, επιβεβαιώνοντας ως ένα βαθμό τη μεταβίβαση του διαγενεακού τραύματος μέσω εγκεφαλικών και νευρολογικών διεργασιών.
Η σύνδεση με τον εαυτό
Η επούλωση του τραύματος και η επίτευξη της μέγιστης λειτουργικότητας του ατόμου προϋποθέτει τη σύνδεση με τον εαυτό, η οποία απαιτεί αυτογνωσία, λεκτικοποίηση της εμπειρίας και επανασύνδεση με τους άλλους. (Walker, 2015). Συχνά ενδέχεται να αποτελεί μία περίπλοκη διαδικασία, ωστόσο ο αέναος κύκλος του διαγενεακού τραύματος είναι εφικτό να διαρραγεί με την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση και θεραπεία.
Υ.Γ. Τα τραύματα μας δεν οφείλονται σε δικά μας λάθη, αλλά η ίαση τους αποτελεί δική μας ευθύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου