Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

ΠΛ Θεαιτ 172a–174a

Παρέκβαση: οι διαφορές ανάμεσα στους φιλοσόφους και τους ανθρώπους που συχνάζουν και αγορεύουν στα δικαστήρια

[172a] ΣΩ. Οὐκοῦν καὶ περὶ πολιτικῶν, καλὰ μὲν καὶ αἰσχρὰ
καὶ δίκαια καὶ ἄδικα καὶ ὅσια καὶ μή, οἷα ἂν ἑκάστη πόλις
οἰηθεῖσα θῆται νόμιμα αὑτῇ, ταῦτα καὶ εἶναι τῇ ἀληθείᾳ
ἑκάστῃ, καὶ ἐν τούτοις μὲν οὐδὲν σοφώτερον οὔτε ἰδιώτην
ἰδιώτου οὔτε πόλιν πόλεως εἶναι· ἐν δὲ τῷ συμφέροντα
ἑαυτῇ ἢ μὴ συμφέροντα τίθεσθαι, ἐνταῦθ’, εἴπερ που, αὖ
ὁμολογήσει σύμβουλόν τε συμβούλου διαφέρειν καὶ πόλεως
δόξαν ἑτέραν ἑτέρας πρὸς ἀλήθειαν, καὶ οὐκ ἂν πάνυ τολμή-
[172b] σειε φῆσαι, ἃ ἂν θῆται πόλις συμφέροντα οἰηθεῖσα αὑτῇ,
παντὸς μᾶλλον ταῦτα καὶ συνοίσειν· ἀλλ’ ἐκεῖ οὗ λέγω, ἐν
τοῖς δικαίοις καὶ ἀδίκοις καὶ ὁσίοις καὶ ἀνοσίοις, ἐθέλουσιν
ἰσχυρίζεσθαι ὡς οὐκ ἔστι φύσει αὐτῶν οὐδὲν οὐσίαν ἑαυτοῦ
ἔχον, ἀλλὰ τὸ κοινῇ δόξαν τοῦτο γίγνεται ἀληθὲς τότε, ὅταν
δόξῃ καὶ ὅσον ἂν δοκῇ χρόνον. καὶ ὅσοι γε ἂν μὴ παντάπασι
τὸν Πρωταγόρου λόγον λέγωσιν, ὧδέ πως τὴν σοφίαν ἄγουσι.
λόγος δὲ ἡμᾶς, ὦ Θεόδωρε, ἐκ λόγου μείζων ἐξ ἐλάττονος
[172c] καταλαμβάνει.

ΘΕΟ. Οὐκοῦν σχολὴν ἄγομεν, ὦ Σώκρατες;

ΣΩ. Φαινόμεθα. καὶ πολλάκις μέν γε δή, ὦ δαιμόνιε,
καὶ ἄλλοτε κατενόησα, ἀτὰρ καὶ νῦν, ὡς εἰκότως οἱ ἐν ταῖς
φιλοσοφίαις πολὺν χρόνον διατρίψαντες εἰς τὰ δικαστήρια
ἰόντες γελοῖοι φαίνονται ῥήτορες.

ΘΕΟ. Πῶς δὴ οὖν λέγεις;

ΣΩ. Κινδυνεύουσιν οἱ ἐν δικαστηρίοις καὶ τοῖς τοιούτοις
ἐκ νέων κυλινδούμενοι πρὸς τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ
[172d] τοιᾷδε διατριβῇ τεθραμμένους ὡς οἰκέται πρὸς ἐλευθέρους
τεθράφθαι.

ΘΕΟ. Πῇ δή;

ΣΩ. Ἧι τοῖς μὲν τοῦτο ὃ σὺ εἶπες ἀεὶ πάρεστι, σχολή,
καὶ τοὺς λόγους ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ σχολῆς ποιοῦνται· ὥσπερ
ἡμεῖς νυνὶ τρίτον ἤδη λόγον ἐκ λόγου μεταλαμβάνομεν,
οὕτω κἀκεῖνοι, ἐὰν αὐτοὺς ὁ ἐπελθὼν τοῦ προκειμένου μᾶλλον
καθάπερ ἡμᾶς ἀρέσῃ· καὶ διὰ μακρῶν ἢ βραχέων μέλει
οὐδὲν λέγειν, ἂν μόνον τύχωσι τοῦ ὄντος· οἱ δὲ ἐν ἀσχολίᾳ
[172e] τε ἀεὶ λέγουσι ―κατεπείγει γὰρ ὕδωρ ῥέον― καὶ οὐκ ἐγχωρεῖ
περὶ οὗ ἂν ἐπιθυμήσωσι τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, ἀλλ’ ἀνάγ-
κην ἔχων ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκεν καὶ ὑπογραφὴν παρανα-
γιγνωσκομένην ὧν ἐκτὸς οὐ ῥητέον [ἣν ἀντωμοσίαν καλοῦσιν]·
οἱ δὲ λόγοι ἀεὶ περὶ ὁμοδούλου πρὸς δεσπότην καθήμενον,
ἐν χειρί τινα δίκην ἔχοντα, καὶ οἱ ἀγῶνες οὐδέποτε τὴν
ἄλλως ἀλλ’ ἀεὶ τὴν περὶ αὐτοῦ, πολλάκις δὲ καὶ περὶ ψυχῆς
[173a] ὁ δρόμος· ὥστ’ ἐξ ἁπάντων τούτων ἔντονοι καὶ δριμεῖς
γίγνονται, ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ τε θωπεῦσαι καὶ
ἔργῳ ὑπελθεῖν, σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς. τὴν
γὰρ αὔξην καὶ τὸ εὐθύ τε καὶ τὸ ἐλευθέριον ἡ ἐκ νέων δου-
λεία ἀφῄρηται, ἀναγκάζουσα πράττειν σκολιά, μεγάλους
κινδύνους καὶ φόβους ἔτι ἁπαλαῖς ψυχαῖς ἐπιβάλλουσα, οὓς
οὐ δυνάμενοι μετὰ τοῦ δικαίου καὶ ἀληθοῦς ὑποφέρειν, εὐθὺς
ἐπὶ τὸ ψεῦδός τε καὶ τὸ ἀλλήλους ἀνταδικεῖν τρεπόμενοι
[173b] πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, ὥσθ’ ὑγιὲς οὐδὲν ἔχοντες
τῆς διανοίας εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τελευτῶσι, δεινοί τε
καὶ σοφοὶ γεγονότες, ὡς οἴονται. καὶ οὗτοι μὲν δὴ τοιοῦτοι,
ὦ Θεόδωρε· τοὺς δὲ τοῦ ἡμετέρου χοροῦ πότερον βούλει
διελθόντες ἢ ἐάσαντες πάλιν ἐπὶ τὸν λόγον τρεπώμεθα, ἵνα
μὴ καί, ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν, λίαν πολὺ τῇ ἐλευθερίᾳ καὶ
μεταλήψει τῶν λόγων καταχρώμεθα;

ΘΕΟ. Μηδαμῶς, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ διελθόντες. πάνυ
[173c] γὰρ εὖ τοῦτο εἴρηκας, ὅτι οὐχ ἡμεῖς οἱ ἐν τῷ τοιῷδε χορεύ-
οντες τῶν λόγων ὑπηρέται, ἀλλ’ οἱ λόγοι ἡμέτεροι ὥσπερ
οἰκέται, καὶ ἕκαστος αὐτῶν περιμένει ἀποτελεσθῆναι ὅταν
ἡμῖν δοκῇ· οὔτε γὰρ δικαστὴς οὔτε θεατὴς ὥσπερ ποιηταῖς
ἐπιτιμήσων τε καὶ ἄρξων ἐπιστατεῖ παρ’ ἡμῖν.

ΣΩ. Λέγωμεν δή, ὡς ἔοικεν, ἐπεὶ σοί γε δοκεῖ, περὶ τῶν
κορυφαίων· τί γὰρ ἄν τις τούς γε φαύλως διατρίβοντας ἐν
φιλοσοφίᾳ λέγοι; οὗτοι δέ που ἐκ νέων πρῶτον μὲν εἰς
[173d] ἀγορὰν οὐκ ἴσασι τὴν ὁδόν, οὐδὲ ὅπου δικαστήριον ἢ βου-
λευτήριον ἤ τι κοινὸν ἄλλο τῆς πόλεως συνέδριον· νόμους
δὲ καὶ ψηφίσματα λεγόμενα ἢ γεγραμμένα οὔτε ὁρῶσιν οὔτε
ἀκούουσι· σπουδαὶ δὲ ἑταιριῶν ἐπ’ ἀρχὰς καὶ σύνοδοι καὶ δεῖπνα
καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι, οὐδὲ ὄναρ πράττειν προσίσταται
αὐτοῖς. εὖ δὲ ἢ κακῶς τις γέγονεν ἐν πόλει, ἤ τί τῳ
κακόν ἐστιν ἐκ προγόνων γεγονὸς ἢ πρὸς ἀνδρῶν ἢ γυναι-
κῶν, μᾶλλον αὐτὸν λέληθεν ἢ οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι
[173e] χόες. καὶ ταῦτα πάντ’ οὐδ’ ὅτι οὐκ οἶδεν, οἶδεν· οὐδὲ γὰρ
αὐτῶν ἀπέχεται τοῦ εὐδοκιμεῖν χάριν, ἀλλὰ τῷ ὄντι τὸ σῶμα
μόνον ἐν τῇ πόλει κεῖται αὐτοῦ καὶ ἐπιδημεῖ, ἡ δὲ διάνοια,
ταῦτα πάντα ἡγησαμένη σμικρὰ καὶ οὐδέν, ἀτιμάσασα παν-
ταχῇ πέτεται κατὰ Πίνδαρον «τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε» καὶ
τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσα, «οὐρανοῦ θ’ ὕπερ» ἀστρονομοῦσα,
[174a] καὶ πᾶσαν πάντῃ φύσιν ἐρευνωμένη τῶν ὄντων ἑκάστου ὅλου,
εἰς τῶν ἐγγὺς οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα.

***
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και στην πολιτική λοιπόν, καλά και άσχημα και δίκαια και άδικα και όσια και ανόσια είναι στ' αλήθεια για κάθε πόλη, όποια θεωρώντας τα σωστά τα βάλει νόμο στον εαυτό της, και σ' αυτά τα πράγματα δεν υπάρχει καθόλου διάκριση σοφίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, ούτε από πόλη σε πόλη. Στο να ορίση όμως τι την συμφέρει και τι δεν την συμφέρει, εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, θα ομολογήση κανείς ότι διαφέρει ο ένας σύμβουλος από τον άλλον και η γνώμη της μιας πόλεως από τη γνώμη της άλλης ως προς την αλήθεια, και δύσκολα θα τολμούσε να ειπή ότι, όσα νομοθετήση μια πόλη νομίζοντας πως την συμφέρουν, αυτά οπωσδήποτε και θα την ωφελήσουν. Αλλά σ' αυτά που είπα πριν, στα δίκαια και στα άδικα, στα όσια και στα ανόσια, χωρίς δισταγμό ισχυρίζονται ότι κανένα απ' αυτά δεν έχει εκ φύσεως δική του ουσία, αλλά ό,τι νομίση η κοινή γνώμη, τούτο γίνεται αλήθεια τότε που θα το νομίση και για όσον καιρό το νομίζει. Και όσοι δεν δέχονται εντελώς το λόγο του Πρωταγόρα, κάποια τέτοια γνώμη έχουν για τη σοφία. Όμως από μικρότερη σε μεγαλύτερη συζήτηση πηγαίνομε, Θεόδωρε.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Μήπως δεν έχομε σχόλη, Σωκράτη μου;

ΣΩΚΡΑΤΉΣ: Έχομε. Και άλλοτε πολλές φορές, δαιμόνιε φίλε μου, κατάλαβα, αλλά και τώρα, ότι όσοι κατάγιναν πολύν καιρό με τη φιλοσοφία, είναι φυσικό όταν πάνε στα δικαστήρια να φαίνωνται γελοίοι ρήτορες.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Πώς δηλαδή το εννοείς;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σχεδόν θά 'λεγα, πως όσοι κυλιούνται από νέοι μέσα στα δικαστήρια και τα παρόμοια, απέναντι σ' όσους ανατράφηκαν με φιλοσοφία και παρόμοια σπουδή, έχουν ανατραφή όπως δούλοι απέναντι σε ελεύθερους.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Πώς λοιπόν;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλήθεια, αυτοί εδώ έχουνε πάντα ό,τι είπες, σχόλη, και συνομιλούνε ειρηνικά και άνετα, όπως ακριβώς εμείς τώρα, για τρίτη φορά αφήνομε τον ένα λόγο και καταπιανόμαστε με άλλον, έτσι κάνουν κι αυτοί, αν ο λόγος που έρχεται τους αρέσει περισσότερο, όπως και σε μας, από τον προηγούμενο. Και δεν τους μέλλει καθόλου αν τα λένε με μάκρος ή σύντομα, αρκεί μονάχα να πετύχουν το αληθινό. Οι άλλοι όμως μιλάνε πάντα δίχως σχόλη ―γιατί τους βιάζει το νερό πού τρέχει― και δεν επιτρέπεται να μιλήσουν για ό,τι θελήσουν, αλλά ο αντίδικος πιεστικά στέκει πάνω απ' το κεφάλι τους και διαβάζει αγωγή, που λέγεται αντωμοσία, έξω απ' την οποία δεν επιτρέπεται να ειπούν τίποτ' άλλο. Και οι λόγοι αφορούν πάντοτε έναν ομόδουλο εμπρός σ' έναν δεσπότη, που καλοκάθεται στην έδρα του κι έχει κάποια δίκη στα χέρια του· και οι δικαστικοί αγώνες ποτέ δεν γίνονται για τίποτ' άλλο, αλλά πάντοτε για κάτι ατομικό, και πολλές φορές για την ίδια τη ζωή τους. Εξ αιτίας όλων αυτών λοιπόν γίνονται τραχείς και δριμείς, και ξέρουν να θωπεύσουν το δεσπότη με λόγια και να τον ευχαριστήσουν με έργα, και είναι μικρόψυχοι και στρεψόδικοι. Γιατί η δουλεία που από νέοι δουλεύουν δεν άφησε την ψυχή τους να μεγαλώση και να γίνη ίσια και ελεύθερη, τους αναγκάζει να πράττουν στραβά, επιβάλλει μεγάλους κινδύνους και φόβους σ' απαλές ακόμα ψυχές, πράγματα που, επειδή δεν μπορούν να τα αντιμετωπίσουν με δικαιοσύνη και αλήθεια, τους κάνουν αμέσως να τρέπωνται προς το ψέμμα και την αδικία, κι έτσι κάμπτονται και στρεβλώνονται, ώστε μη έχοντας τίποτα γερό μέσα στην ψυχή τους καταλήγουν από παιδιά να γίνουν άντρες δεινοί και σοφοί, όπως πιστεύουν. Και αυτοί μεν, καλέ μου Θεόδωρε, τέτοιοι είναι. Τους δικούς μας πάλι τι λες, θέλεις να τους περιγράψωμε ή να τους αφήσωμε και να γυρίσωμε πάλι στη συζήτησή μας για να μη καταχρασθούμε, όπως τώρα δα λέγαμε, πάρα πολύ την ελευθερία και τη μεταλλαγή των λόγων;

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Όχι, Σωκράτη. Να τους περιγράψωμε. Γιατί πολύ καλά το είπες, ότι εμείς που αποτελούμε αυτήν εδώ τη χορεία των φιλοσόφων, δεν είμαστε υπηρέτες των λόγων, αλλά οι λόγοι είναι δικοί μας υπηρέτες, και ο καθένας τους περιμένει να ολοκληρωθή όταν εμείς το νομίσωμε. Γιατί ούτε δικαστής ούτε θεατής επιστατεί εδώ σε μας, όπως στους ποιητές, για να προεξάρχη και να ψέγη.

ΣΩΚΡΑΤΉΣ: Ας μιλήσωμε λοιπόν, αφού το νομίζεις, για τους κορυφαίους· γιατί τι να ειπή κανείς γι' αυτούς που ανάξια καταγίνονται με τη φιλοσοφία; Αυτοί λοιπόν από νέοι κιόλας δεν ξέρανε το δρόμο για την αγορά, ούτε ξέρανε που είναι το δικαστήριο ή το βουλευτήριο ή κάποιο άλλο δημόσιο κατάστημα της πόλεως. Και τους νόμους και τα ψηφίσματα, τα προφορικά ή τα γραπτά, ούτε τα βλέπουν ούτε τα ακούνε. Και η σπουδή που έχουν οι πολιτικές συντροφιές για την εξουσία, και οι συνεδριάσεις, και τα τραπέζια, και τα νυχτερινά χαροκόπια με τις αυλητρίδες, ούτε στον ύπνο τους δεν τους έρχονται. Κι αν κανείς από τους πολίτες έχη καλή ή κακή καταγωγή, ή αν υπάρχη σε κάποιον ψεγάδι που προέρχεται από τους προγόνους του, είτε από τη μεριά του πατέρα είτε της μάνας, αυτό του είναι πιο άγνωστο κι από τα βάθη της θάλασσας, όπως λέει ο λόγος. Και όλ' αυτά ούτε που ξέρει πως δεν τα γνωρίζει· γιατί δεν κρατιέται μακριά απ' αυτά για να έχη καλή φήμη, αλλά στην πραγματικότητα μόνο με το σώμα του βρίσκεται στην πόλη και παρεπιδημεί· ο νους του όμως, που όλ' αυτά τα θεωρεί μικρά και μηδαμινά, τα περιφρονεί, και πετάει, όπως λέει ο Πίνδαρος, παντού «πάνω από τη γη» και με τα επίπεδά της κάνει γεωμετρία, και πετάει «πέρα από τον ουρανό» και κάνει αστρονομία, και ερευνά τη φύση του καθενός από τα όντα και δεν καταπιάνεται με κανένα απ' όσα είναι κοντά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου