Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Αριστοτέλης: «Αθηναίων Πολιτεία». Η νομοθεσία του Σόλωνος

Ενώ δε τοιαύτη ήτο η πολιτική οργάνωσις και οι πολλοί διετέλουν δούλοι των ολίγων έκαμεν επανάστασιν ο δήμος (ο λαός) εναντίον των επιφανών επειδή δε η επανάστασις ήχο ισχυρά και οι αντίπαλοι επί πολύν καιρόν ευρίσκοντο εις διάστασιν προς αλλήλους, εξέλεξαν από κοινού ως συνδιαλλακτήν και άρχοντα τον Σόλωνα και ανέθεσαν εις αυτόν να συντάξη την πολιτικήν οργάνωσιν, συνεπεία της ελεγείας (του ελεγειακού ποιήματος) την οποίαν αυτός είχε κάμει, και η οποία αρχίζει ως εξής:

Γνωρίζω εγώ κ’ εις την ψυχή μου μέσα φωλιάζει
η θλίψη που βλέπω έτσι την παλαιότερη χώρα της Ιωνίας
δυστυχισμένην.[1]

Εις αυτήν (την ελεγείαν) συνηγορεί και υπέρ των δύο αντιπάλων μερίδων και συζητεί τας αξιώσεις των και μετά ταύτα συμβουλεύει ομού και τους δύο να καταπαύσουν την υπάρχουσαν φιλονικίαν.

Ήτο δε ο Σόλων κατά μεν την καταγωγήν και την υπόληψιν μεταξύ των πρώτων, κατά δε την περιουσίαν και την κατάστασιν μεταξύ των της μεσαίως τάξεως, όπως και εκ των άλλων πραγμάτων είναι ομολογούμενον και όπως αυτός ο ίδιος εις τα ακόλουθα ποιήματά του βεβαιώνει, συμβουλεύων τους πλουσίους να μην είναι πλεονέκται:

Σεις δε πρααίνοντας στην ψυχή τον δυνατό πόθο
που απ’ τα πολλά αγαθά τον χορτασμό επιτύχατε,
σε μετριοπάθεια βάλετε την υψηλοφροσύνη σας· τι ούτε εμείς
(αλλοιώς) θα στέρξωμε, ούτε αυτά σε καλό θα σας βγουν,[2] και καθ’ ολοκληρίαν πάντοτε την αιτίαν της στάσεως (ο Σόλων εις την ελεγείαν του) επιρρίπτει εις τους πλουσίους· διό και εις την αρχήν της ελεγείας λέγει ότι φοβείται αυτός «και την φιλαργυρίαν και την υπερηφάνειαν», διότι εξ αιτίας αυτών προέκυψεν η έχθρα.

Κύριος δε γενόμενος των πολιτικών πραγμάτων ο Σόλων και τον λαόν αποκατέστησεν εις ελευθερίαν, και κατά το παρόν και κατά το μέλλον, απαγορεύσας να συνομολογούνται δάνεια με σωματικήν εγγύησιν (και νόμους συνέταξε)[3] και έκαμε κατάργησιν των χρεών και των ιδιωτικών και των δημοσίων, την οποίαν (κατάργησιν) ονομάζουν σε ισάχθειαν, διότι απέσεισαν τα βάρη. Και ως προς τούτο μερικοί προσπαθούν να επικρίνουν συκοφαντικώς αυτόν διότι συνέβη εις τον Σόλωνα ενώ επρόκειτο να εφαρμόση την σεισάχθειαν να προείπη τούτο εις μερικούς των γνωρίμων του· έπειτα, όπως μεν λέγουν οι δημοκρατικοί, (ένεκα της προανακοινώσεως) έγινε καταστρατήγησις του νόμου υπό των φίλων προς όφελός των, όπως δε λέγουν οι θέλοντες να υβρίσουν, από την καταστρατήγησιν και αυτός επορίσθη ωφέλειαν. Διότι ούτοι (οι καταστρατηγήσαντες τον νόμον) δανεισθέντες ηγόρασαν πολλήν έκτασιν γης και μετ’ ολίγον, ότε έγινεν η αποκοπή των χρεών, ευρέθησαν πλούσιοι· ως εκ τούτου λέγουν ότι έγιναν πλούσιοι οι κατόπιν παρουσιαζόμενοι ως ανέκαθεν πλούσιοι. Αλλ’ όμως πιθανώτερον παρ’ όλα ταύτα είναι το λεγόμενον υπό των δημοκρατικών. Διότι δεν είναι εύλογον ως προς μεν τα άλλα (να δειχθή ο Σόλων) τόσον μετριοπαθής και φιλόπατρις, ώστε, ενώ ήτο δυνατόν εις αυτόν εκτοπίζων τους άλλους να γίνη τύραννος της πόλεως, ν’ αποκρούση και τα δύο ταύτα και να προτιμήση το καλόν και την σωτηρίαν της πόλεως μάλλον παρά την ιδικήν του επικράτησιν, ως προς τόσον μικρά δε και ανάξια να κατακηλιδώση τον εαυτόν του. Ότι δε ευρέθη εις τοιαύτην (δικτατωρικήν) εξουσίαν, τούτο μαρτυρούσι και η άθλια πολιτική κατάστασις και τα ποιήματα αυτού του ιδίου του Σόλωνος, ο οποίος εις πολλά μέρη των ποιημάτων αναφέρει τούτο (ότι δηλαδή θα ηδύνατο να γίνη απόλυτος άρχων) και όλοι οι άλλοι το ανομολογούσιν. Αυτή μεν λοιπόν η κατηγορία πρέπει να νομίζωμεν ότι είναι συκοφαντική.

Πολιτικόν δε οργανισμόν εσύστησε και νόμους έκαμεν άλλους· τους δε πολιτικούς θεσμούς του Δράκοντος έπαυσαν να τους μεταχειρίζωνται εκτός των νόμων περί φόνου· χαράξαντες δε τους νόμους επάνω εις τους κύρβεις,[4] έστησαν τούτους εις την βασίλειον στοάν και ωρκίσθησαν να τους τηρούν όλοι. Οι δε εννέα άρχοντες ορκιζόμενοι προ του ιερού λίθου ωμολόγουν ότι, εάν ήθελον παραβή κανένα εκ των νόμων, θα προσέφερον (ως πρόστιμον της παραβάσεως) ένα ανδριάντα χρυσούν.[5] Ώρισε δε (ο Σόλων) να ισχύωσιν οι νόμοι αμετάτρεπτοι δι’ εκατόν έτη και ετακτοποίησε τον πολιτικόν οργανισμόν κατά τον εξής τρόπον. Κατά το τίμημα εχώρισε τον λαόν εις τέσσαρας τάξεις (τέλη)[6] όπως ακριβώς ήτο διηρημένος και πρότερον, ήτοι εις πολίτην πεντακοσιομέδιμνον, εις πολίτην ιππέα, εις πολίτην ζευγίτην και εις πολίτην θήτα.

Και τα μεν αξιώματα έδωκε προνόμιον να τα έχωσιν οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι ιππείς και οι ζευγίται, ήτοι τα των εννέα αρχόντων και των ταμιών και των πωλητών[7] (οικονομικών υπαλλήλων) και των ένδεκα[8] και των κωλακρετών[9] δώσας εις κάθε μίαν απ’ αυτάς τας τάξεις τα αξιώματα ταύτα αναλόγως της φορολογίας· εις δε την τάξιν των θητών έδωκε το δικαίωμα να μετέχουν μόνον της γενικής συνελεύσεως του λαού και των δικαστηρίων. Ωρίσθη δε να πληρώνη φόρους πεντακοσιομεδίμνου μεν εκείνος του οποίου η ιδική του περιουσία δίδει εισόδημα πεντακοσίους μεδίμνους[10] (μέτρα χωρητικότητος) καρπών ξηρών και υγρών[11] ομού, ιππέως δε φόρους ο έχων εισόδημα τριακοσίους μεδίμνους, ως δε μερικοί λέγουν, ο έχων τα μέσα να συντηρή ίππον· ούτοι δε ως απόδειξιν προβάλλουν και την ονομασίαν της πολιτικής αυτής τάξεως, ως προκύψασαν εκ του πραγματικού αυτού γεγονότος, και τα αφιερώματα των παλαιών· διότι υπάρχει εις την ακρόπολιν αναθηματική εικών ενός Διφίλου, επί της οποίας είναι γραμμένα τα εξής:

Ο υιός του Διφίλου Ανθεμίων αυτήν εδώ (την εικόνα), εις τους θεούς αφιέρωσεν ανελθών από της τάξεως των θητών εις την τάξιν των ιππέων.[12]

και ευρίσκεται πλησίον της επιγραφής ίππος εις ένδειξιν ότι τούτο (το σημείον) δηλοί την τάξιν των ιππέων. Αλλ’ εντούτοις ευλογώτερον είναι το ότι (η τάξις των ιππέων) εκανονίσθη εκ του εισοδήματος όπως ακριβώς η τάξις των πεντακοσιομεδίμνων· εις την τάξιν δε των ζευγιτών κατετάχθησαν οι εκ της περιουσίας των έχοντες εισόδημα διακοσίων μεδίμνων καρπών εξ αμφοτέρων των ειδών (ξηρών και υγρών). Οι δε άλλοι, η θητική δηλαδή τάξις, δεν είχον συμμετοχήν εις κανέν αξίωμα. Διά τούτο και τώρα ακόμη όταν ερωτώνται οι προσερχόμενοι ως κληρώσιμοι δι’ οποιονδήποτε αξίωμα, εις ποίαν τάξιν (φορολογικήν) ανήκουν, ουδείς εξ αυτών λέγει ποτέ ότι ανήκει εις την τάξιν των θητών.

Τας δε αρχάς[13] ώρισε να εκλέγωνται διά κλήρου από προηγουμένως κριθέντας[14] (ως εκλεξίμους), τους οποίους ήθελεν επί τούτω υποδείξει έκαστη φυλή. Εκάστη δε φυλή διά το αξίωμα των εννέα αρχόντων υπεδείκνυε δέκα και εκ τούτων εγίνετο η κλήρωσις· εκ τούτου ισχύει ακόμη το να κληρώνη εκάστη φυλή δέκα, εκ τούτων δε να γίνηται η εκλογή διά ψηφοφορίας (διά κυάμων). Του ότι δε τα αξιώματα διά του κλήρου ώρισεν (ο Σόλων) να παρέχωνται αναλόγως των τάξεων απόδειξις είναι ο νόμος περί ταμιών, ο ισχύων ακόμη και τώρα· διότι αυτός ο νόμος ορίζει να κληρώνονται οι ταμίαι εκ της τάξεως των πεντακοσιομεδίμνων.[15]

Ο Σόλων μεν λοιπόν τοιούτους νόμους έθεσε περί των εννέα αρχόντων. Διότι εις παλαιοτέραν εποχήν η εν Αρείω Πάγω βουλή ώριζε τους εκλεξίμους διά τα αξιώματα μεταξύ των μελών αυτής και απ’ αυτούς εξέλεγε τους μάλλον ικανούς δι’ έκαστον αξίωμα δι έν έτος ορίζουσα[16] τούτους.

Αι φυλαί δε διετηρήθησαν όπως πρότερον τέσσαρες και φυλοβασιλείς ήσαν τέσσαρες. Εκάστη δε φυλή υποδιηρείτο εις τριττύας μεν τρεις, εις ναυκραρίας[17] δε τέσσαρας. Αρχηγός δε εκάστης ναυκραρίας ήτο είς ναύκραρος ωρισμένος να εποπτεύη τας εισφοράς και τας δαπάνας τας γινομένας, διά τούτο και εις τους νόμους του Σόλωνος, τους μη εν χρήσει πλέον, υπάρχει πολλαχού η διάταξις ότι οι ναύκραροι εισπράττουν και δαπανούν εκ του ναυκραρικού χρήματος.

Ίδρυσε δε και βουλήν εκ τετρακοσίων, εκατόν από κάθε φυλήν.

Εις δε την βουλήν του Αρείου Πάγου αφήκε την εποπτείαν της τηρήσεως των νόμων, καθώς ήτο αυτή και πρότερον επόπτης του πολιτεύματος, έχουσα το μεγαλύτερον και πλέον σημαντικόν μέρος της πολιτικής διαχειρίσεως, και δικαιουμένη να τιμωρή τους σφάλλοντας και επιβάλλουσα πρόστιμον και χρηματικάς ποινάς και καταθέτουσα εις το ταμείον της πόλεως τα εισπραττόμενα πρόστιμα, χωρίς να είναι υπόχρεος να παρέχη αιτιολογίαν των αποφάσεων αυτής. Εις την δικαιοδοσίαν αυτήν ο Σόλων επρόσθεσε την κρίσιν επί των πολιτικών στάσεων. Βλέπων δε την μεν πόλιν να στασιάζη συχνά, μερικούς δε των πολιτών εκ ραθυμίας απέχοντας και πολιτικώς αχρωματίστους, έθεσεν ειδικόν περί αυτών νόμον, κατά τον οποίον όστις, ενώ η πόλις ευρίσκεται εις στάσιν, δεν επεμβαίνει ενόπλως υπέρ μιας των αντιπάλων μερίδων καταδικάζεται εις ατιμίαν και στερείται των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Κατ’ αυτόν μεν λοιπόν τον τρόπον εκανονίσθησαν αι περί αξιωμάτων διατάξεις.

Φαίνεται δε ότι το πολίτευμα του Σόλωνος περιείχε τρεις υπερβολικά ευνοϊκάς διατάξεις διά τον λαόν, τας εξής: Πρώτην μεν και μεγίστην το ότι απηγορεύθη η συνομολόγησις δανείων διά σωματικής εγγυήσεως. Δεύτερον το ότι απέκτησε το δικαίωμα έκαστος πολίτης (ο βουλόμενος) να υποβάλη μήνυσιν υπέρ των υφισταμένων αδίκημά τι (εναντίον του αδικούντος). Τρίτην δε (διάταξιν), διά της οποίας, ως λέγεται, ισχυροποιήθη πολύ ο λαός, (την ορίζουσαν) ότι έφεσις εναντίον των αποφάσεων των αρχών εθεσπίσθη να γίνεται ενώπιον του δήμου· διότι γινόμενος κύριος της διά ψηφοφορίας αποφάσεως ο δήμος αποβαίνει (ούτω) κύριος της πολιτείας. Τόσω μάλλον, όσω, επειδή οι νόμοι δεν έχουσι διατυπωθή με απλότητα και με σαφήνειαν (παραδείγματος χάριν όπως ο περί κλήρων και επικλήρων νόμος), προκύπτουσι κατ’ ανάγκην πολλαί αμφισβητήσεις και περί όλων (τούτων) και επί των δημοσίων και των ιδιωτικών υποθέσεων, οριστικώς αποφαίνεται το δικαστήριον[18] του δήμου. — Πιστεύουν μεν λοιπόν μερικοί ότι αυτός (ο Σόλων) επίτηδες έκαμεν ασαφείς τους νόμους, ίνα απομένη κύριος ο δήμος να τους ερμηνεύη. Τούτο όμως δεν είναι εύλογον, αλλ’ (εύλογον φαίνεται) το ότι ούτω συνέταξεν αυτούς, διότι δεν ηδύνατο ως προς όλα να περιλάβη την τελειοτέραν διάταξιν διότι δεν είναι δίκαιον να κρίνωμεν την θέλησιν εκείνου (του Σόλωνος) εκ των γινομένων τώρα, αλλ’ εκ της άλλης πολιτικής οργανώσεως (την οποίαν αυτός συνέταξεν).

Εις μεν τους νόμους λοιπόν αυτούς φαίνεται ότι ώρισεν υπέρ του λαού τας νέας διατάξεις, προ της εφαρμογής δε της νομοθεσίας επιβαλών την αποκοπήν των χρεών και μετά ταύτα ενεργήσας την διακανόνισιν των μέτρων και των βαρών και την αύξησιν του νομίσματος. Διότι επί της εποχής εκείνου (του Σόλωνος) έγιναν και τα μέτρα μεγαλύτερα των Φειδωνείων[19] και η μνα έχουσα βάρος (αξίζουσα) πρότερον εβδομήκοντα δραχμάς[20] συνεπληρώθη εις εκατόν (δραχμάς).

Ο παλαιός δε νομισματικός τύπος ήτο το δίδραχμον. Έκαμε δε και μέτρα βάρους (σταθμά) σχετικά με το νόμισμα με τάλαντον υποδιαιρεθέν εις εξήκοντα μνας και με στατήρα ως υποδιαίρεσιν της μνας και με άλλας ακόμη υποδιαιρέσεις. Κανονίσας δε το πολίτευμα κατά τον τρόπον, ο οποίος ανωτέρω διετυπώθη, ότε προσερχόμενοι εις αυτόν πολλοί τον ηνώχλουν, άλλοι μεν επικρίνοντες, άλλοι δε ζητούντες ερμηνείας και επειδή ήθελε να μη μεταβάλη τίποτε από τα νομοθετηθέντα και να μη γίνη μισητός μένων εις την πόλιν, έκαμε ταξίδι δι’ εμπορικόν άμα και περιηγητικόν σκοπόν εις την Αίγυπτον ειπών ότι δεν θα επανέλθη πριν (παρέλθουν) δέκα έτη. Διότι έκρινεν ότι δεν ήτο δίκαιον παραμένων (εις τας Αθήνας) να εξηγή τους νόμους, αλλ’ ότι έκαστος εχρεώστει να εκτελή όσα είχον αναγραφή εις τους νόμους. Συγχρόνως δε συνέβη εις αυτόν να διατεθούν εχθρικώς εναντίον του πολλοί των επιφανών πολιτών ένεκα της αποκοπής των χρεών και διότι είχε δυσαρεστήσει και τας δύο πολιτικάς μερίδας νομοθετήσας το πολίτευμα παρά τας προσδοκίας αυτών. Ο δήμος πράγματι είχε νομίσει ότι αυτός (ο Σόλων) θα προέβαινεν εις εκ νέου διανομήν όλων των περιουσιών· οι δε προύχοντες απ’ εναντίας ότι θα έφερε πάλιν εις ισχύν την παλαιάν πολιτικήν κατάστασιν ή ολίγον τι διαφορετικήν. Εκείνος όμως εδείχθη αντίθετος και προς τους δύο και ενώ ήτο δυνατόν εις αυτόν προσεταιριζόμενος οποιανδήποτε εκ των δύο μερίδων ήθελε να γίνη τύραννος, επροτίμησε να γίνη εχθρός προς αμφοτέρας, σώσας (τοιουτοτρόπως την πατρίδα και καταρτίσας νομοθεσίαν επί τη βάσει των αρίστων γνωμών).

Ταύτα δε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον συνέβησαν και οι άλλοι όλοι συμφωνούσι και αυτός ο ίδιος εις το ποίημά του αναφέρει κάμνων περί αυτών λόγον εις τους εξής στίχους:

Εις τον δήμον μεν έδωκα τόσον μερίδιον όσον του ήτο αρκετόν,
oύτε αφαιρέσας τίποτε από την τιμήν όσην είχεν ούτε επαυξήσας αυτήν πολύ·
και δι’ εκείνους δε, οι οποίοι είχον δύναμιν και υπερείχον εις πλούτον,
και δι’ αυτούς εσκέφθην να μη έχουν τίποτε περισσότερον του δικαίου,
εστάθηκα δε εις το μέσον προτάξας ισχυράν ασπίδα απέναντι και των δύο,
δεν επέτρεψα δε εις κανένα από τους δύο να επικρατήση αδίκως.[21]

Πάλιν δε ομιλών περί του λαού, πώς δηλαδή πρέπει να φέρεται τις προς αυτόν, (λέγει):

Ο λαός δε κατά τον εξής τρόπον θα είναι δυνατόν να υπακούη τους ηγεμόνας.
μήτε χαλαρόν έχων τον χαλινόν μήτε πολυτεντωμένον,
διότι γεννά η υπερβολή την ύβριν, όταν μεγάλη εξουσία υπάρχη
εις τους ανθρώπους εκείνους, όσοι δεν έχουν άρτιον τον νουν.[22]

Και πάλιν δε κάπου αλλού λέγει διά τους θέλοντας να γίνη διανομή περιουσίας:

Ούτοι δε ήλθαν με σκοπόν αρπαγών, είχαν δε πλουσίαν ελπίδα
κ’ ενόμιζαν ότι καθένας απ’ αυτούς θα εύρη πλούτον πολύν
κ’ εγώ που ωμιλούσα εις αυτούς με πραότητα τους εφάνην σκληρός,
ώστε δυσάρεστα μεν τότε περί εμού εσκέφθησαν, τώρα δε κατ’ εμού οργιζόμενοι
εχθρικόν με ατενίζουν όλοι, ωσάν αίτιον καταστροφής.
Τούτο δεν έπρεπε· διότι όσα μεν είπα με την βοήθειαν των θεών εξετέλεσα,
άλλα δε όχι ματαίως έπραξα· ουδ’ εις εμέ διά τυραννικής εξουσίας
γεννάται ο πόθος να επιβάλω τι διά της βίας· ουδέ την αγαθήν γην
της πατρίδος (αφήκα) να διανεμηθούν εξ ίσου οι ασήμαντοι και οι επιφανείς.[23]

Πάλιν δε και διά την αποκοπήν των χρεών και διά τους όντας δούλους μεν πρότερον, ελευθερωθέντας δε με την εφαρμογήν της σεισαχθείας (γράφει):

Εγώ δε απ’ εκείνα μεν, διά τα οποία συνήθροισα περί εμέ
τον λαόν, ποίον πριν να κατορθώσω απ’ αυτά, έπαυσα ενεργών;
Μάρτυς δε λαμπρά ως προς ταύτα εις την δίκην (κρίσιν) που ο χρόνος θα κάμη
θα μου είναι η μεγίστη μήτηρ των Ολυμπίων θεών,
η μαύρη δηλαδή γη, που αυτής εγώ κάποτε
αφήρεσα τα σύνορα[24] εκείνα, που εις πολλά μέρη ήσαν εμπηγμένα
και η οποία, υπάρχουσα δούλη πριν, τώρα είναι ελευθέρα.
Πολλούς δε εις τας Αθήνας την θεοκτισμένην[25] πατρίδα μας
ελευθέρωσα, αγορασθέντας πριν ως δούλους άλλους άδικα
κι’ άλλους νόμιμα, εκείνους δε που από αδυσώπητην
ανάγκην είχαν φύγει, και που την γλώσσαν την Αττικήν
δεν ωμιλούσαν, περιπλανημένοι εις πολλά μέρη.
κ’ εκείνους που εδώ εις τον τόπον ανάρμοστην δουλείαν
είχαν, φοβισμένοι από την αγριότητα των δεσποτών
τους έκαμα εγώ ελευθέρους. Αυτά μεν με ισχύν
εγώ, συναρμόσας μαζί την βίαν και τον νόμον,
τα εξετέλεσα και τα έφερα εις πέρας, όπως είχα υποσχεθή.
Ομοίως δε νόμους, και διά το κακόν και διά το αγαθόν
αρμονικώς προνοήσας διά καθένα απ’ αυτά,
συνέθεσα. Την μάστιγα δε άλλος κανένας ως εγώ λαβών,
κακομίλητος εάν ήτο και φιλοκερδής άνθρωπος,
δεν θα ημπορούσε να εξουσιάση επί του λαού· διότι, αν εγώ ήθελα
όσα εις τους αντιθέτους[26] ήσαν αρεστά τότε,
ή και απεναντίας αν εδεχόμην όσα οι άλλοι υπαγόρευαν,
αυτή εδώ η πόλις θα είχε στερηθή πολλών ανδρών τώρα.
Και εξ αιτίας όλων τούτων επιδεικνύων σθένος απέναντι όλων
εστράφηκα απέναντι των, όπως ο λύκος απέναντι πολλών σκύλων.[27]

Και πάλιν εξελέγχων ονειδιστικά τας ύστερον (μετά την θέσπισιν των νόμων) μεμψιμοιρίας των δύο μερίδων (λέγει):

Ίσως δε πρέπει τον λαόν τρανώς να επιτιμήσω,
(λέγων) ότι όσα έχει τώρα ποτέ εις τους οφθαλμούς του
δεν θα ‘μπορούσε να τα ίδη και εις τον ύπνον του ακόμη.
Εκείνοι δε που μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι είναι
(το ίδιο) πρέπει να μ’ επαινούν και φίλον να με κάμουν.[28]

Διότι, λέγει (περαιτέρω ο Σόλων), εάν κανείς άλλος ετύχαινε να λάβη αυτήν την εξουσίαν, δεν θ’ άφηνεν από την εξουσίαν του τον λαόν και δεν θα έπαυε πριν αναταράξας αυτόν ήθελεν αφαιρέσει το πάχος από το γάλα.
Εγώ δε τούτων (των αντιπάλων) καθώς εις το μεταίχμιον μένων
έγινα σύνορον μεταξύ των.[29]
---------------------------
Σημειώσεις και παραπομπές

[1] Γινώσκω, και μοι φρενός ένδοθεν άλγεα κείται, πρεσβυτάτην εσορών γαίαν Ιαονίας καινομένην.

[2] Υμείς δ’ ησυχάσαντες ενί φρεσί καρτερόν ήτορ
δι’ πολλών αγαθών εις κόρον ηλάσατε
εν μετρίοισι τίθεσθε μέγαν νόον· ούτε γαρ ημείς
πεισόμεθ’ ούθ’ υμίν άρτια ταύτ’ έσεται.

[3] Η εντός των αγκυλών φράσις εις το κείμενον «και νόμους έθηκε»· φαίνεται ότι έχει μετατοπισθή.

[4] Οι κύρβεις ήσαν από ξύλον τετράγωνοι ή πυραμιδοειδείς πίνακες στρεφόμενοι περί άξονα και έχοντες επί των τριών ή των τεσσάρων πλευρών επιγραφάς. Ο Αρποκρατίων εις την λέξιν κύρβεις γράφει: «τους κύρβεις λίθους ορθούς εστώτας ους από μεν της στάσεως στήλας, από δε της εις ύψος ανατάσεως διά το κεκορυφώσθαι κύρβεις εκάλουν, ώσπερ και κυρβασίαν την από της κεφαλής τιθεμένην».

[5] Την διάταξιν εξηγεί ο Πλούταρχος εις τον βίον Σόλωνος 25, ορίζων ότι ο ανδριάς έπρεπε να είναι ισομέτρητος, δηλαδή του αυτού βάρους με εκείνον, διά τον οποίον ανετίθετο.

[6] Η αρχαία λέξις τέλη, την οποίαν και έχει το κείμενον, περιλαμβάνει διπλήν την έννοιαν — φορολογικής υποχρεώσεως του πολίτου και τάξεως εις την οποίαν ούτος ανήκει.

[7] Οι πωληταί ήσαν 10 άρχοντες, ένας από κάθε φυλήν, είχαν δε εξουσίαν να δίνουν εις μίσθωσιν τα δημόσια κτήματα και να αναθέτουν εις αρμοδίους τα δημόσια επί πληρωμή έργα.

[8] Οι ένδεκα είχον την επιτήρησιν των φυλακών και την φροντίδα των θανατικών εκτελέσεων.

[9] Οι κωλακρέται ήσαν 12 γραμματείς της οικονομικής διαχειρίσεως και ταμίαι πληρωμής μισθών.

[10] Ο μέδιμνος ήτο μέτρον δημητριακών (όπως το κοιλόν)· υποδιηρείτο δε εις 48 χοίνικας.

[11] Η πρόσοδος ξηρών προϊόντων ήτο πολυτιμοτέρα από την πρόσοδον υγρών τοιούτων.

[12] Διφίλου Ανθεμίων τήνδ’ ανέθηχε θεοίς
θητικού αντί τέλους ιππάδ’ αμεοξάμενος.

[13] Η παράγραφος αυτή κρίνεται παρέμβλητος.

[14] Προκρίτους λέγει το κείμενον.

[15] Η τελευταία αυτή φράσις φαίνεται παρέμβλητος μεν, προκύψασα όμως εξ άλλης φράσεως του Αριστοτέλους.

[16] Λείπει από το κείμενον μία λέξις.

[17] Εκ του ναυς + κραίνω. Ο ναύκραρος συνέλεγε τας εισφοράς και επέβλεπε τας δαπάνας διά την κατασκευήν του πλοίου, το οποίον κάθε ναυκραρία υπεχρεούτο να συνεισφέρη. Οι φυλοβασιλείς είχον θρησκευτικήν δικαιοδοσίαν.

[18] Το χωρίον τούτο περίπλοκον εις το κείμενον εξηγείται διαφοροτρόπως υπό των ερμηνευτών, έγινε δε διά τας αμφισβητήσεις περιβόητον.

[19] Εις τον βασιλέα του Άργους Φείδωνα, ο οποίος εβασίλευσε το 895 π Χ. ή κατ’ άλλους ενάμισυ αιώνα αργότερον, απεδίδετο η εκκοπή του νομίσματος και ο καθορισμός των μέτρων και βαρών. (Ηροδ. VI 127).

[20] Η έκφρασις δεν είναι ακριβής. Η μνα έλαβε πράγματι μεγαλυτέραν αξίαν, όχι διότι ηύξησε το ποσόν των δραχμών, αλλά διότι μετά καλυτέρευσιν του μετάλλου ηύξανεν η πραγματική αξία των δραχμών.

[21] δήμω μεν γαρ έδωκα τόσον γέρος όσον απαρκεί
τιμής ούτ’ αφελών, ούτ’ επορεξάμενος
οι δ’ είχον δύναμιν και χρήμασιν ήσαν αγητοί,
και τοις εφρασάμην μηδέν αεικές έχειν.
Έστην δ’ αμφιβαλών κρατερόν σάκος αμφοτέροιοι
νικάν δ’ ουχ είασ’ ουδετέρους αδίκως.

[22] δήμος δ’ αν ώδ’ αν άριστα συν ηγεμόνεσσιν έποιτο
μήτε λίαν ανεθείς, μήτε βιαζόμενος·
τίκτει γαρ κόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπηται
ανθρώποισιν όσοις μη νόος άρτιος η.

[23] Οι δ’ εφ’ αρπαγαίσιν ήλθον, ελπίδ’ είχον αφνεάν
καδόκουν έκαστος αυτών όλβον ευρήσειν πολύν,
και με κωτίλλοντα λείως τραχύν εκφανείν νόον
χαύνα μεν τότ’ εφράσαντο, νυν δε μοι χολούμεναι
λοξόν οφθαλμοίσ’ ορώσι πάντες ώστε δήιον·
ου χρεών· α μεν γαρ είπα συν θεοίσιν ήνυσα,
άλλα δ’ ου μάτην έερδον, ουδέ μοι τυραννίδος
ανδάνει βία τι ρέζειν, ουδέ πιείρας χθονός
πατρίδος κακοίσιν εσθλοίς ισομοιρίαν έχειν.

[24] Διά να φανερώνουν ότι ένα κτήμα ήτο ενυπόθηκον ενέπηγον στήλας με επιγραφήν του χρέους.

[25] ως κτισθείσαν από την Αθηνάν και τον Ποσειδώνα.

[26] Δηλαδή τους δημοκρατικούς.

[27] Εγώ δε των μεν ούνεκα ξυνήγαγον
δήμον, τι τούτων πριν τυχείν επαυσάμην,
συμμαρτυροίη ταύτ’ αν εν δίκη χρόνου
μήτηρ μεγίστη δαιμόνων Ολυμπίων
άριστα, Γη μέλαινα, της εγώ ποτε
όρους ανείλον πολλαχή πεπηγότας,
πρόσθεν δε δουλεύουσα, νυν ελευθέρα
πολλούς δ’ Αθήνας, πατρίδ’ εις θεόκτιστον,
ανήγαγον πραθέντας, άλλον εκδίκως,
άλλον δικαίως, τους δ’ αναγκαίης υπό
χρειούς φυγόντας, γλώσσαν ουκέτ’ Αττικήν
ιέντας, ως αν πολλαχή πλανωμένους,
τους δ’ ενθάδ’ αυτού δουλίην αεικέα
έχοντας, ήθη δεσποτών τρομευμένους,
ελευθέρους έθηκα· ταύτα μεν κράτει,
ομού βίαν τε και δίκην συναρμόσας,
έρεξα και διήλθον ως υπεσχόμην,
θεσμούς δ’ ομοίως τω κακώ τε καγαθώ
ευθείαν εις έκαστον αρμόσας δίκην,
έγραψα· κέντρον δ’ άλλας ως εγώ λαβών,
κακοφραδής τε και φιλοκτήμων ανήρ,
ουκ αν κατέσχε δήμον· ει γαρ ήθελον
ά τοις εναντίοισιν ήνδανε τότε,
αύθις δ’ ά τοίσιν ούτεροι φρασαίατο,
πολλών αν ανδρών ήδ’ εχηρώθη πόλις·
των ούνεκ’ αλκήν πάντοθεν ποιούμενος
ως εν κυσίν πολλήσιν εστράφην λύκος

[28] Δήμω μένει χρη διαφάδην ονειδίσαι
ά νύν έχουσιν ούποτ’ οφθαλμοίσιν αν
εύδοντες είδον.
Όσοι δε μείζους και βίαν αμείνονες
αινοίεν αν με και φίλον ποιοίατο.

[29] Ουκ αν κατέσχε δήμον ουδ’ επαύσατο
πριν αναταράξας πίαρ εξείλε γάλα.
Εγώ δε τούτων, ώσπερ εν μεταιχμίω
όρος κατέστην.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου