ΠΛ Μεν 70a–71d
Είναι διδακτή η αρετή; – Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει καν τι είναι αρετή
Θέμα του διαλόγου, η αρχή του οποίου παρατίθεται παρακάτω, είναι το διδακτό της αρετής.
[70a] ΜΕΝ. Ἔχεις μοι εἰπεῖν, ὦ Σώκρατες, ἆρα διδακτὸν ἡ
ἀρετή; ἢ οὐ διδακτὸν ἀλλ’ ἀσκητόν; ἢ οὔτε ἀσκητὸν οὔτε
μαθητόν, ἀλλὰ φύσει παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις ἢ ἄλλῳ
τινὶ τρόπῳ;
ΣΩ. Ὦ Μένων, πρὸ τοῦ μὲν Θετταλοὶ εὐδόκιμοι ἦσαν
ἐν τοῖς Ἕλλησιν καὶ ἐθαυμάζοντο ἐφ’ ἱππικῇ τε καὶ πλούτῳ,
[70b] νῦν δέ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, καὶ ἐπὶ σοφίᾳ, καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ τοῦ
σοῦ ἑταίρου Ἀριστίππου πολῖται Λαρισαῖοι. τούτου δὲ ὑμῖν
αἴτιός ἐστι Γοργίας· ἀφικόμενος γὰρ εἰς τὴν πόλιν ἐραστὰς
ἐπὶ σοφίᾳ εἴληφεν Ἀλευαδῶν τε τοὺς πρώτους, ὧν ὁ σὸς
ἐραστής ἐστιν Ἀρίστιππος, καὶ τῶν ἄλλων Θετταλῶν. καὶ
δὴ καὶ τοῦτο τὸ ἔθος ὑμᾶς εἴθικεν, ἀφόβως τε καὶ μεγαλο-
πρεπῶς ἀποκρίνεσθαι ἐάν τίς τι ἔρηται, ὥσπερ εἰκὸς τοὺς
[70c] εἰδότας, ἅτε καὶ αὐτὸς παρέχων αὑτὸν ἐρωτᾶν τῶν Ἑλλήνων
τῷ βουλομένῳ ὅτι ἄν τις βούληται, καὶ οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ
ἀποκρινόμενος. ἐνθάδε δέ, ὦ φίλε Μένων, τὸ ἐναντίον
περιέστηκεν· ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας γέγονεν, καὶ κιν-
[71a] δυνεύει ἐκ τῶνδε τῶν τόπων παρ’ ὑμᾶς οἴχεσθαι ἡ σοφία. εἰ
γοῦν τινα ἐθέλεις οὕτως ἐρέσθαι τῶν ἐνθάδε, οὐδεὶς ὅστις οὐ
γελάσεται καὶ ἐρεῖ· «Ὦ ξένε, κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός
τις εἶναι ―ἀρετὴν γοῦν εἴτε διδακτὸν εἴθ’ ὅτῳ τρόπῳ παρα-
γίγνεται εἰδέναι― ἐγὼ δὲ τοσοῦτον δέω εἴτε διδακτὸν εἴτε
μὴ διδακτὸν εἰδέναι, ὥστ’ οὐδὲ αὐτὸ ὅτι ποτ’ ἐστὶ τὸ παράπαν
ἀρετὴ τυγχάνω εἰδώς».
[71b] Ἐγὼ οὖν καὶ αὐτός, ὦ Μένων, οὕτως ἔχω· συμπένομαι
τοῖς πολίταις τούτου τοῦ πράγματος, καὶ ἐμαυτὸν κατα-
μέμφομαι ὡς οὐκ εἰδὼς περὶ ἀρετῆς τὸ παράπαν· ὃ δὲ μὴ
οἶδα τί ἐστιν, πῶς ἂν ὁποῖόν γέ τι εἰδείην; ἢ δοκεῖ σοι
οἷόν τε εἶναι, ὅστις Μένωνα μὴ γιγνώσκει τὸ παράπαν ὅστις
ἐστίν, τοῦτον εἰδέναι εἴτε καλὸς εἴτε πλούσιος εἴτε καὶ
γενναῖός ἐστιν, εἴτε καὶ τἀναντία τούτων; δοκεῖ σοι οἷόν τ’
εἶναι;
ΜΕΝ. Οὐκ ἔμοιγε. ἀλλὰ σύ, ὦ Σώκρατες, ἀληθῶς
[71c] οὐδ’ ὅτι ἀρετή ἐστιν οἶσθα, ἀλλὰ ταῦτα περὶ σοῦ καὶ οἴκαδε
ἀπαγγέλλωμεν;
ΣΩ. Μὴ μόνον γε, ὦ ἑταῖρε, ἀλλὰ καὶ ὅτι οὐδ’ ἄλλῳ πω
ἐνέτυχον εἰδότι, ὡς ἐμοὶ δοκῶ.
ΜΕΝ. Τί δέ; Γοργίᾳ οὐκ ἐνέτυχες ὅτε ἐνθάδε ἦν;
ΣΩ. Ἔγωγε.
ΜΕΝ. Εἶτα οὐκ ἐδόκει σοι εἰδέναι;
ΣΩ. Οὐ πάνυ εἰμὶ μνήμων, ὦ Μένων, ὥστε οὐκ ἔχω
εἰπεῖν ἐν τῷ παρόντι πῶς μοι τότε ἔδοξεν. ἀλλ’ ἴσως
ἐκεῖνός τε οἶδε, καὶ σὺ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγε· ἀνάμνησον οὖν
[71d] με πῶς ἔλεγεν. εἰ δὲ βούλει, αὐτὸς εἰπέ· δοκεῖ γὰρ δήπου
σοὶ ἅπερ ἐκείνῳ.
ΜΕΝ. Ἔμοιγε.
ΣΩ. Ἐκεῖνον μὲν τοίνυν ἐῶμεν, ἐπειδὴ καὶ ἄπεστιν· σὺ
δὲ αὐτός, ὦ πρὸς θεῶν, Μένων, τί φῂς ἀρετὴν εἶναι; εἶπον
καὶ μὴ φθονήσῃς, ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ,
ἂν φανῇς σὺ μὲν εἰδὼς καὶ Γοργίας, ἐγὼ δὲ εἰρηκὼς μηδενὶ
πώποτε εἰδότι ἐντετυχηκέναι.
Θέμα του διαλόγου, η αρχή του οποίου παρατίθεται παρακάτω, είναι το διδακτό της αρετής.
[70a] ΜΕΝ. Ἔχεις μοι εἰπεῖν, ὦ Σώκρατες, ἆρα διδακτὸν ἡ
ἀρετή; ἢ οὐ διδακτὸν ἀλλ’ ἀσκητόν; ἢ οὔτε ἀσκητὸν οὔτε
μαθητόν, ἀλλὰ φύσει παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις ἢ ἄλλῳ
τινὶ τρόπῳ;
ΣΩ. Ὦ Μένων, πρὸ τοῦ μὲν Θετταλοὶ εὐδόκιμοι ἦσαν
ἐν τοῖς Ἕλλησιν καὶ ἐθαυμάζοντο ἐφ’ ἱππικῇ τε καὶ πλούτῳ,
[70b] νῦν δέ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, καὶ ἐπὶ σοφίᾳ, καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ τοῦ
σοῦ ἑταίρου Ἀριστίππου πολῖται Λαρισαῖοι. τούτου δὲ ὑμῖν
αἴτιός ἐστι Γοργίας· ἀφικόμενος γὰρ εἰς τὴν πόλιν ἐραστὰς
ἐπὶ σοφίᾳ εἴληφεν Ἀλευαδῶν τε τοὺς πρώτους, ὧν ὁ σὸς
ἐραστής ἐστιν Ἀρίστιππος, καὶ τῶν ἄλλων Θετταλῶν. καὶ
δὴ καὶ τοῦτο τὸ ἔθος ὑμᾶς εἴθικεν, ἀφόβως τε καὶ μεγαλο-
πρεπῶς ἀποκρίνεσθαι ἐάν τίς τι ἔρηται, ὥσπερ εἰκὸς τοὺς
[70c] εἰδότας, ἅτε καὶ αὐτὸς παρέχων αὑτὸν ἐρωτᾶν τῶν Ἑλλήνων
τῷ βουλομένῳ ὅτι ἄν τις βούληται, καὶ οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ
ἀποκρινόμενος. ἐνθάδε δέ, ὦ φίλε Μένων, τὸ ἐναντίον
περιέστηκεν· ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας γέγονεν, καὶ κιν-
[71a] δυνεύει ἐκ τῶνδε τῶν τόπων παρ’ ὑμᾶς οἴχεσθαι ἡ σοφία. εἰ
γοῦν τινα ἐθέλεις οὕτως ἐρέσθαι τῶν ἐνθάδε, οὐδεὶς ὅστις οὐ
γελάσεται καὶ ἐρεῖ· «Ὦ ξένε, κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός
τις εἶναι ―ἀρετὴν γοῦν εἴτε διδακτὸν εἴθ’ ὅτῳ τρόπῳ παρα-
γίγνεται εἰδέναι― ἐγὼ δὲ τοσοῦτον δέω εἴτε διδακτὸν εἴτε
μὴ διδακτὸν εἰδέναι, ὥστ’ οὐδὲ αὐτὸ ὅτι ποτ’ ἐστὶ τὸ παράπαν
ἀρετὴ τυγχάνω εἰδώς».
[71b] Ἐγὼ οὖν καὶ αὐτός, ὦ Μένων, οὕτως ἔχω· συμπένομαι
τοῖς πολίταις τούτου τοῦ πράγματος, καὶ ἐμαυτὸν κατα-
μέμφομαι ὡς οὐκ εἰδὼς περὶ ἀρετῆς τὸ παράπαν· ὃ δὲ μὴ
οἶδα τί ἐστιν, πῶς ἂν ὁποῖόν γέ τι εἰδείην; ἢ δοκεῖ σοι
οἷόν τε εἶναι, ὅστις Μένωνα μὴ γιγνώσκει τὸ παράπαν ὅστις
ἐστίν, τοῦτον εἰδέναι εἴτε καλὸς εἴτε πλούσιος εἴτε καὶ
γενναῖός ἐστιν, εἴτε καὶ τἀναντία τούτων; δοκεῖ σοι οἷόν τ’
εἶναι;
ΜΕΝ. Οὐκ ἔμοιγε. ἀλλὰ σύ, ὦ Σώκρατες, ἀληθῶς
[71c] οὐδ’ ὅτι ἀρετή ἐστιν οἶσθα, ἀλλὰ ταῦτα περὶ σοῦ καὶ οἴκαδε
ἀπαγγέλλωμεν;
ΣΩ. Μὴ μόνον γε, ὦ ἑταῖρε, ἀλλὰ καὶ ὅτι οὐδ’ ἄλλῳ πω
ἐνέτυχον εἰδότι, ὡς ἐμοὶ δοκῶ.
ΜΕΝ. Τί δέ; Γοργίᾳ οὐκ ἐνέτυχες ὅτε ἐνθάδε ἦν;
ΣΩ. Ἔγωγε.
ΜΕΝ. Εἶτα οὐκ ἐδόκει σοι εἰδέναι;
ΣΩ. Οὐ πάνυ εἰμὶ μνήμων, ὦ Μένων, ὥστε οὐκ ἔχω
εἰπεῖν ἐν τῷ παρόντι πῶς μοι τότε ἔδοξεν. ἀλλ’ ἴσως
ἐκεῖνός τε οἶδε, καὶ σὺ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγε· ἀνάμνησον οὖν
[71d] με πῶς ἔλεγεν. εἰ δὲ βούλει, αὐτὸς εἰπέ· δοκεῖ γὰρ δήπου
σοὶ ἅπερ ἐκείνῳ.
ΜΕΝ. Ἔμοιγε.
ΣΩ. Ἐκεῖνον μὲν τοίνυν ἐῶμεν, ἐπειδὴ καὶ ἄπεστιν· σὺ
δὲ αὐτός, ὦ πρὸς θεῶν, Μένων, τί φῂς ἀρετὴν εἶναι; εἶπον
καὶ μὴ φθονήσῃς, ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ,
ἂν φανῇς σὺ μὲν εἰδὼς καὶ Γοργίας, ἐγὼ δὲ εἰρηκὼς μηδενὶ
πώποτε εἰδότι ἐντετυχηκέναι.
***
ΜΕΝ. ― Ημπορείς να μου ειπής, Σωκράτη, αν η αρετή είναι δυνατόν να διδαχθή, ή μήπως δεν διδάσκεται μεν, αλλ' αποκτάται δια της ασκήσεως; Ή μη δεν είναι δυνατόν ούτε να την συνηθίση κανείς δια της ασκήσεως, ούτε να την διδαχθή, άλλα έρχεται εις τους ανθρώπους κατά φυσικόν ή κατά κάποιον άλλον τρόπον;
ΣΩ. ― Άλλοτε, Μένων, οι Θεσσαλοί είχαν καλήν φήμην μεταξύ των Ελλήνων και εθαυμάζοντο δια την ιππευτικήν των ικανότητα και δια τον πλούτον των· τώρα όμως μου φαίνεται ότι θα τους θαυμάζωμεν και δια την σοφίαν των, και περισσότερον από όλους τους συμπολίτας του φίλου σου του Αριστίππου, τους Λαρισαίους. Και αιτία αυτού σας είναι ο Γοργίας· διότι όταν ήλθεν εις την πόλιν σας κατέκτησε με την σοφίαν του την αγάπην των σπουδαιοτέρων από τους Αλευάδας, εις τους οποίους ανήκει και ο φίλος σου ο Αρίστιππος, και άλλων από τους Θεσσαλούς· και όχι μόνον αυτό, άλλα σας έδωσε και αυτήν την συνήθειαν, ν' αποκρίνεσθε χωρίς φόβον και με υψηλόφρονα πεποίθησιν εις ο,τιδήποτε σας ερωτήση κανείς, όπως είναι φυσικόν να κάμουν όσοι ξεύρουν, εφ' όσον και αυτός ο ίδιος προσεφέρετο ν' απαντήση εις όποιον από τους Έλληνας ήθελε να τον ερωτήση ο,τιδήποτε, και δεν έμενε κανείς χωρίς να πάρη απάντησιν εις το ερώτημά του.
Εδώ όμως, αγαπητέ μου Μένων, έχομεν καταντήσει εις το αντίθετον σημείον· έχει πέσει κάτι ωσάν ξηρασία εις την σοφίαν και κοντεύω να πιστεύσω ότι η σοφία έφυγεν από αυτά τα μέρη και επήγεν εις τα ιδικά σας. Αν θελήσης δηλαδή να ερωτήσης κατ' αυτόν τον τρόπον κανένα από τους εντοπίους, όλοι θα γελάσουν και θα σου ειπούν: Ω ξένε, θα με νομίζης, φαίνεται, πολύ ευτυχισμένον άνθρωπον, αφού πιστεύεις ότι γνωρίζω αν η αρετή διδάσκεται ή με ποιον τρόπον έρχεται εις τους ανθρώπους· εγώ όμως είμαι τόσον μακρυά από αυτήν την γνώσιν, ώστε δεν έχω καν ιδέαν τι πράγμα είναι αυτή ή αρετή.
Εις αυτήν λοιπόν την κατάστασιν ευρίσκομαι και εγώ ο ίδιος, αγαπητέ μου· στερούμαι εις το ζήτημα αυτό όπως και οι συμπολίται μου, και κατακρίνω τον εαυτόν μου, που δεν ξεύρω απολύτως τίποτε περί της αρετής. Δια το πράγμα δε που δεν ξεύρω τι είναι, πως να ξεύρω τι είδους είναι; Ή σου φαίνεται ότι είναι δυνατόν όποιος δεν έχει ιδέαν ποιος είναι ο Μένων, να γνωρίζη αν αυτός είναι ωραίος ή πλούσιος, ή από καλήν οικογένειαν, ή αν είναι το αντίθετον απ' αυτά; Σου φαίνεται πως αυτό είναι δυνατόν;
ΜΕΝ. ― Όχι βέβαια. Αλλά είναι αλήθεια ότι συ, ο Σωκράτης, δεν ξεύρεις καν τι είναι η αρετή, και μου επιτρέπεις να το ανακοινώσω αυτό και εις την πατρίδα μου;
ΣΩ. ― Όχι μόνον αυτό, φίλε μου, αλλά και ότι, καθώς μου φαίνεται, δεν έτυχε ως τώρα να συναντήσω και κανένα άλλον που να το ξεύρη.
ΜΕΝ. ― Μα πώς; Δεν συνήντησες τον Γοργίαν, όταν ήτο εδώ;
ΣΩ. ― Βέβαια, τον είδα.
ΜΕΝ. ― Και σου εφάνη ότι και αυτός δεν το ξεύρει;
ΣΩ. ― Δεν ενθυμούμαι και πολύ καλά, αγαπητέ μου Μένων, ώστε δεν μπορώ την στιγμήν αυτήν να βεβαιώσω ποίαν γνώμην εσχημάτισα τότε. Αλλά ίσως και εκείνος να το ξεύρη και συ να γνωρίζης τι έλεγεν εκείνος· υπενθύμισε μου λοιπόν πώς ωμιλούσεν. Ή, αν θέλης, ομίλησε συ ο ίδιος· διότι έχεις βεβαίως τας ιδίας ιδέας με εκείνον.
ΜΕΝ. ― Εγώ; εννοείται.
ΣΩ. ― Εκείνον λοιπόν ας τον αφήσωμεν, αφού μάλιστα λείπει· συ δε ο ίδιος, Μένων, εις το όνομα των θεών, τι πράγμα υποστηρίζεις ότι είναι η αρετή; Ειπέ μου το, μη μου αρνηθής αυτήν την χάριν, δια να είμαι ευτυχής ότι αυτό που είπα ήτο ψεύδος, αν αποδειχθή ότι συ μεν και ο Γοργίας το ξεύρετε, εγώ όμως έλεγα ότι δεν συνήντησα ως τώρα κανένα που να το γνωρίζη.
ΜΕΝ. ― Ημπορείς να μου ειπής, Σωκράτη, αν η αρετή είναι δυνατόν να διδαχθή, ή μήπως δεν διδάσκεται μεν, αλλ' αποκτάται δια της ασκήσεως; Ή μη δεν είναι δυνατόν ούτε να την συνηθίση κανείς δια της ασκήσεως, ούτε να την διδαχθή, άλλα έρχεται εις τους ανθρώπους κατά φυσικόν ή κατά κάποιον άλλον τρόπον;
ΣΩ. ― Άλλοτε, Μένων, οι Θεσσαλοί είχαν καλήν φήμην μεταξύ των Ελλήνων και εθαυμάζοντο δια την ιππευτικήν των ικανότητα και δια τον πλούτον των· τώρα όμως μου φαίνεται ότι θα τους θαυμάζωμεν και δια την σοφίαν των, και περισσότερον από όλους τους συμπολίτας του φίλου σου του Αριστίππου, τους Λαρισαίους. Και αιτία αυτού σας είναι ο Γοργίας· διότι όταν ήλθεν εις την πόλιν σας κατέκτησε με την σοφίαν του την αγάπην των σπουδαιοτέρων από τους Αλευάδας, εις τους οποίους ανήκει και ο φίλος σου ο Αρίστιππος, και άλλων από τους Θεσσαλούς· και όχι μόνον αυτό, άλλα σας έδωσε και αυτήν την συνήθειαν, ν' αποκρίνεσθε χωρίς φόβον και με υψηλόφρονα πεποίθησιν εις ο,τιδήποτε σας ερωτήση κανείς, όπως είναι φυσικόν να κάμουν όσοι ξεύρουν, εφ' όσον και αυτός ο ίδιος προσεφέρετο ν' απαντήση εις όποιον από τους Έλληνας ήθελε να τον ερωτήση ο,τιδήποτε, και δεν έμενε κανείς χωρίς να πάρη απάντησιν εις το ερώτημά του.
Εδώ όμως, αγαπητέ μου Μένων, έχομεν καταντήσει εις το αντίθετον σημείον· έχει πέσει κάτι ωσάν ξηρασία εις την σοφίαν και κοντεύω να πιστεύσω ότι η σοφία έφυγεν από αυτά τα μέρη και επήγεν εις τα ιδικά σας. Αν θελήσης δηλαδή να ερωτήσης κατ' αυτόν τον τρόπον κανένα από τους εντοπίους, όλοι θα γελάσουν και θα σου ειπούν: Ω ξένε, θα με νομίζης, φαίνεται, πολύ ευτυχισμένον άνθρωπον, αφού πιστεύεις ότι γνωρίζω αν η αρετή διδάσκεται ή με ποιον τρόπον έρχεται εις τους ανθρώπους· εγώ όμως είμαι τόσον μακρυά από αυτήν την γνώσιν, ώστε δεν έχω καν ιδέαν τι πράγμα είναι αυτή ή αρετή.
Εις αυτήν λοιπόν την κατάστασιν ευρίσκομαι και εγώ ο ίδιος, αγαπητέ μου· στερούμαι εις το ζήτημα αυτό όπως και οι συμπολίται μου, και κατακρίνω τον εαυτόν μου, που δεν ξεύρω απολύτως τίποτε περί της αρετής. Δια το πράγμα δε που δεν ξεύρω τι είναι, πως να ξεύρω τι είδους είναι; Ή σου φαίνεται ότι είναι δυνατόν όποιος δεν έχει ιδέαν ποιος είναι ο Μένων, να γνωρίζη αν αυτός είναι ωραίος ή πλούσιος, ή από καλήν οικογένειαν, ή αν είναι το αντίθετον απ' αυτά; Σου φαίνεται πως αυτό είναι δυνατόν;
ΜΕΝ. ― Όχι βέβαια. Αλλά είναι αλήθεια ότι συ, ο Σωκράτης, δεν ξεύρεις καν τι είναι η αρετή, και μου επιτρέπεις να το ανακοινώσω αυτό και εις την πατρίδα μου;
ΣΩ. ― Όχι μόνον αυτό, φίλε μου, αλλά και ότι, καθώς μου φαίνεται, δεν έτυχε ως τώρα να συναντήσω και κανένα άλλον που να το ξεύρη.
ΜΕΝ. ― Μα πώς; Δεν συνήντησες τον Γοργίαν, όταν ήτο εδώ;
ΣΩ. ― Βέβαια, τον είδα.
ΜΕΝ. ― Και σου εφάνη ότι και αυτός δεν το ξεύρει;
ΣΩ. ― Δεν ενθυμούμαι και πολύ καλά, αγαπητέ μου Μένων, ώστε δεν μπορώ την στιγμήν αυτήν να βεβαιώσω ποίαν γνώμην εσχημάτισα τότε. Αλλά ίσως και εκείνος να το ξεύρη και συ να γνωρίζης τι έλεγεν εκείνος· υπενθύμισε μου λοιπόν πώς ωμιλούσεν. Ή, αν θέλης, ομίλησε συ ο ίδιος· διότι έχεις βεβαίως τας ιδίας ιδέας με εκείνον.
ΜΕΝ. ― Εγώ; εννοείται.
ΣΩ. ― Εκείνον λοιπόν ας τον αφήσωμεν, αφού μάλιστα λείπει· συ δε ο ίδιος, Μένων, εις το όνομα των θεών, τι πράγμα υποστηρίζεις ότι είναι η αρετή; Ειπέ μου το, μη μου αρνηθής αυτήν την χάριν, δια να είμαι ευτυχής ότι αυτό που είπα ήτο ψεύδος, αν αποδειχθή ότι συ μεν και ο Γοργίας το ξεύρετε, εγώ όμως έλεγα ότι δεν συνήντησα ως τώρα κανένα που να το γνωρίζη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου