Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.1.7–2.1.20

Ο Αρταξέρξης απαιτεί την παράδοση των όπλων των Μυρίων

Μολονότι ο θάνατος του Κύρου κατά τη διάρκεια της μάχης στα Κούναξα (401 π.Χ), τρομοκράτησε τους ασιάτες στρατιώτες του, που τράπηκαν σε φυγή, οι Έλληνες μισθοφόροι κράτησαν τις θέσεις τους. Ωστόσο, αγνοούσαν το γεγονός της απώλειας του επικεφαλής τους μέχρι το επόμενο πρωί, οπότε το πληροφορήθηκαν από τους απεσταλμένους του Αριαίου, ενός από τους συμμάχους του Κύρου. Ο Κλέαρχος πρότεινε να κάνουν δεκτή την πρόταση του Αριαίου να τεθούν οι Μύριοι υπό τις διαταγές του. Αργότερα φτάνουν στο στρατόπεδο κήρυκες του Αρταξέρξη και του Τισσαφέρνη.


[2.1.7] καὶ ἤδη τε ἦν περὶ πλήθουσαν ἀγορὰν καὶ ἔρ-
χονται παρὰ βασιλέως καὶ Τισσαφέρνους κήρυκες οἱ μὲν
ἄλλοι βάρβαροι, ἦν δ’ αὐτῶν Φαλῖνος εἷς Ἕλλην, ὃς ἐτύγχανε
παρὰ Τισσαφέρνει ὢν καὶ ἐντίμως ἔχων· καὶ γὰρ προσε-
ποιεῖτο ἐπιστήμων εἶναι τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν.
[2.1.8] οὗτοι δὲ προσελθόντες καὶ καλέσαντες τοὺς τῶν Ἑλλήνων
ἄρχοντας λέγουσιν ὅτι βασιλεὺς κελεύει τοὺς Ἕλληνας,
ἐπεὶ νικῶν τυγχάνει καὶ Κῦρον ἀπέκτονε, παραδόντας τὰ
ὅπλα ἰόντας ἐπὶ βασιλέως θύρας εὑρίσκεσθαι ἄν τι δύνωνται
ἀγαθόν. [2.1.9] ταῦτα μὲν εἶπον οἱ βασιλέως κήρυκες· οἱ δὲ Ἕλ-
ληνες βαρέως μὲν ἤκουσαν, ὅμως δὲ Κλέαρχος τοσοῦτον
εἶπεν, ὅτι οὐ τῶν νικώντων εἴη τὰ ὅπλα παραδιδόναι· ἀλλ’,
ἔφη, ὑμεῖς μέν, ὦ ἄνδρες στρατηγοί, τούτοις ἀποκρίνασθε
ὅ τι κάλλιστόν τε καὶ ἄριστον ἔχετε· ἐγὼ δὲ αὐτίκα ἥξω.
ἐκάλεσε γάρ τις αὐτὸν τῶν ὑπηρετῶν, ὅπως ἴδοι τὰ ἱερὰ
ἐξῃρημένα· ἔτυχε γὰρ θυόμενος. [2.1.10] ἔνθα δὴ ἀπεκρίνατο
Κλεάνωρ ὁ Ἀρκάς, πρεσβύτατος ὤν, ὅτι πρόσθεν ἂν ἀπο-
θάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίησαν· Πρόξενος δὲ ὁ Θηβαῖος,
Ἀλλ’ ἐγώ, ἔφη, ὦ Φαλῖνε, θαυμάζω πότερα ὡς κρατῶν
βασιλεὺς αἰτεῖ τὰ ὅπλα ἢ ὡς διὰ φιλίαν δῶρα. εἰ μὲν
γὰρ ὡς κρατῶν, τί δεῖ αὐτὸν αἰτεῖν καὶ οὐ λαβεῖν ἐλθόντα;
εἰ δὲ πείσας βούλεται λαβεῖν, λεγέτω τί ἔσται τοῖς στρα-
τιώταις, ἐὰν αὐτῷ ταῦτα χαρίσωνται. [2.1.11] πρὸς ταῦτα Φαλῖνος
εἶπε· Βασιλεὺς νικᾶν ἡγεῖται, ἐπεὶ Κῦρον ἀπέκτεινε. τίς
γὰρ αὐτῷ ἔστιν ὅστις τῆς ἀρχῆς ἀντιποιεῖται; νομίζει δὲ
καὶ ὑμᾶς ἑαυτοῦ εἶναι, ἔχων ἐν μέσῃ τῇ ἑαυτοῦ χώρᾳ καὶ
ποταμῶν ἐντὸς ἀδιαβάτων καὶ πλῆθος ἀνθρώπων ἐφ’ ὑμᾶς
δυνάμενος ἀγαγεῖν, ὅσον οὐδ’ εἰ παρέχοι ὑμῖν δύναισθε ἂν
ἀποκτεῖναι. [2.1.12] μετὰ τοῦτον Θεόπομπος Ἀθηναῖος εἶπεν· Ὦ
Φαλῖνε, νῦν, ὡς σὺ ὁρᾷς, ἡμῖν οὐδὲν ἔστιν ἀγαθὸν ἄλλο εἰ
μὴ ὅπλα καὶ ἀρετή. ὅπλα μὲν οὖν ἔχοντες οἰόμεθα ἂν καὶ
τῇ ἀρετῇ χρῆσθαι, παραδόντες δ’ ἂν ταῦτα καὶ τῶν σωμάτων
στερηθῆναι. μὴ οὖν οἴου τὰ μόνα ἀγαθὰ ἡμῖν ὄντα ὑμῖν
παραδώσειν, ἀλλὰ σὺν τούτοις καὶ περὶ τῶν ὑμετέρων ἀγα-
θῶν μαχούμεθα. [2.1.13] ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φαλῖνος ἐγέλασε καὶ
εἶπεν· Ἀλλὰ φιλοσόφῳ μὲν ἔοικας, ὦ νεανίσκε, καὶ λέγεις
οὐκ ἀχάριστα· ἴσθι μέντοι ἀνόητος ὤν, εἰ οἴει τὴν ὑμετέραν
ἀρετὴν περιγενέσθαι ἂν τῆς βασιλέως δυνάμεως. [2.1.14] ἄλλους
δέ τινας ἔφασαν λέγειν ὑπομαλακιζομένους, ὡς καὶ Κύρῳ
πιστοὶ ἐγένοντο καὶ βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο, εἰ
βούλοιτο φίλος γενέσθαι· καὶ εἴτε ἄλλο τι θέλοι χρῆσθαι
εἴτ’ ἐπ’ Αἴγυπτον στρατεύειν, συγκαταστρέψαιντ’ ἂν αὐτῷ.
[2.1.15] ἐν τούτῳ Κλέαρχος ἧκε, καὶ ἠρώτησεν εἰ ἤδη ἀποκεκριμένοι
εἶεν. Φαλῖνος δὲ ὑπολαβὼν εἶπεν· Οὗτοι μέν, ὦ Κλέαρχε,
ἄλλος ἄλλα λέγει· σὺ δ’ ἡμῖν εἰπὲ τί λέγεις. [2.1.16] ὁ δ’ εἶπεν·
Ἐγώ σε, ὦ Φαλῖνε, ἄσμενος ἑόρακα, οἶμαι δὲ καὶ οἱ ἄλλοι
πάντες· σύ τε γὰρ Ἕλλην εἶ καὶ ἡμεῖς τοσοῦτοι ὄντες ὅσους
σὺ ὁρᾷς· ἐν τοιούτοις δὲ ὄντες πράγμασι συμβουλευόμεθά
σοι τί χρὴ ποιεῖν περὶ ὧν λέγεις. [2.1.17] σὺ οὖν πρὸς θεῶν συμ-
βούλευσον ἡμῖν ὅ τι σοι δοκεῖ κάλλιστον καὶ ἄριστον εἶναι,
καὶ ὅ σοι τιμὴν οἴσει εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον [ἀνα]λεγόμενον,
ὅτι Φαλῖνός ποτε πεμφθεὶς παρὰ βασιλέως κελεύσων τοὺς
Ἕλληνας τὰ ὅπλα παραδοῦναι συμβουλευομένοις συνεβού-
λευσεν αὐτοῖς τάδε. οἶσθα δὲ ὅτι ἀνάγκη λέγεσθαι ἐν τῇ
Ἑλλάδι ἃ ἂν συμβουλεύσῃς. [2.1.18] ὁ δὲ Κλέαρχος ταῦτα ὑπήγετο
βουλόμενος καὶ αὐτὸν τὸν παρὰ βασιλέως πρεσβεύοντα συμ-
βουλεῦσαι μὴ παραδοῦναι τὰ ὅπλα, ὅπως εὐέλπιδες μᾶλλον
εἶεν οἱ Ἕλληνες. Φαλῖνος δὲ ὑποστρέψας παρὰ τὴν δόξαν
αὐτοῦ εἶπεν· [2.1.19] Ἐγώ, εἰ μὲν τῶν μυρίων ἐλπίδων μία τις ὑμῖν
ἐστι σωθῆναι πολεμοῦντας βασιλεῖ, συμβουλεύω μὴ παρα-
διδόναι τὰ ὅπλα· εἰ δέ τοι μηδεμία σωτηρίας ἐστὶν ἐλπὶς
ἄκοντος βασιλέως, συμβουλεύω σῴζεσθαι ὑμῖν ὅπῃ δυνατόν.
[2.1.20] Κλέαρχος δὲ πρὸς ταῦτα εἶπεν· Ἀλλὰ ταῦτα μὲν δὴ σὺ
λέγεις· παρ’ ἡμῶν δὲ ἀπάγγελλε τάδε, ὅτι ἡμεῖς οἰόμεθα,
εἰ μὲν δέοι βασιλεῖ φίλους εἶναι, πλείονος ἂν ἄξιοι εἶναι
φίλοι ἔχοντες τὰ ὅπλα ἢ παραδόντες ἄλλῳ, εἰ δὲ δέοι πολε-
μεῖν, ἄμεινον ἂν πολεμεῖν ἔχοντες τὰ ὅπλα ἢ ἄλλῳ παρα-
δόντες.

***
Και ήτο πλέον ώρα, κατά την οποίαν η αγορά είναι γεμάτη και ιδού έρχονται εκ μέρους του βασιλέως και του Τισσαφέρνους κήρυκες, εκ των οποίων οι μεν άλλοι όλοι ήσαν βάρβαροι, εις όμως εξ αυτών Έλλην, ο Φαλίνος, ο οποίος ετύχαινε να ευρίσκεται πλησίον του Τισσαφέρνους και να έχη τιμητικήν θέσιν παρ' αυτώ, καθόσον μάλιστα ισχυρίζετο ότι εγίνωσκε καλώς τα αφορώντα εις την τακτικήν και την οπλομαχίαν. Ούτοι άμα επλησίασαν εις το στρατόπεδον, εκάλεσαν τους αρχηγούς των Ελλήνων και λέγουν εις αυτούς ότι ο βασιλεύς διατάσσει τους Έλληνας, επειδή συμβαίνει να είναι νικητής και έχει φονεύσει τον Κύρον, να του παραδώσουν τα όπλα, και κατόπιν να υπάγουν εις τας θύρας των ανακτόρων του, και εκεί να προσπαθήσουν να επιτύχουν, αν ημπορούν, εκ μέρους του κάποιο καλόν δια τον εαυτόν τους.

Αυτά είπαν οι κήρυκες του βασιλέως και οι Έλληνες με μεγάλην των δυσφορίαν τα ήκουσαν. Ο Κλέαρχος όμως τούτο μόνον ηρκέσθη να είπη, ότι δηλαδή δεν είναι ίδιον των νικητών το να παραδίδουν τα όπλα. «Αλλά, προσέθεσε, σεις στρατηγοί, δώσατε εις τούτους την αξιοπρεπεστέραν και καλυτέραν απάντησιν που έχετε να δώσετε, και εγώ αμέσως θα επιστρέψω». Διότι τον εκάλεσε κάποιος από τους υπηρέτας να υπάγη να ίδη τα σπλάχνα των θυμάτων εξηγμένα, επειδή έτυχε κατά την ώραν εκείνην να προσφέρη θυσίαν. Τότε λοιπόν πρώτος έδωσεν απάντησιν ο Κλεάνωρ ο Αρκάς, ο οποίος ήτο πολύ γέρων, και είπεν ότι πρωτύτερα θα εφονεύοντο και έπειτα θα παρέδιδον τα όπλα. Κατόπιν ο Πρόξενος ο Θηβαίος, «Μα εγώ, είπε, Φαλίνε, εκπλήσσομαι και επιθυμώ να μάθω, τι από τα δύο συμβαίνει; Ως νικητής δηλαδή ο βασιλεύς τα ζητεί τα όπλα, ή ως δώρα δι' ένδειξιν φιλίας; Διότι, αν μεν τα ζητεί ως νικητής, τότε τι ανάγκη είναι να τα ζητή και δεν έρχεται να τα λάβη μόνος του; Αν δε πάλιν θέλει να τα λάβη δια της πειθούς, τότε ας μας είπη τι θα έχουν οι στρατιώται, άμα του τα δώσουν δια να τον ευχαριστήσουν;». Απαντών εις αυτά ο Φαλίνος είπε∙ «Ο βασιλεύς έχει την γνώμην ότι είναι νικητής, αφού έχει φονεύσει τον Κύρον. Διότι τις πλέον του διαμφισβητεί την αρχήν; Νομίζει δε ότι και σεις ανήκετε εις αυτόν, αφού σας έχει εις το μέσον της χώρας του και εις το μεταξύ ποταμών αδιάβατων, και δύναται να οδηγήση εναντίον σας πλήθος ανθρώπων τόσον πολύ, που και αν ακόμη σας τους παρέδιδε, δεν θα ηδύνασθε να τους φονεύσετε». Ύστερα από αυτόν ο Θεόπομπος ο Αθηναίος είπε∙ «Φαλίνε, τώρα καθώς και συ το βλέπεις, ημείς κανέν άλλο καλόν δεν έχομεν, παρά μόνον όπλα και ανδρείαν. Όπλα λοιπόν άμα έχομεν, νομίζομεν ότι ημπορούμεν να κάμνωμεν χρήσιν και της ανδρείας μας, ενώ άμα τα παραδώσωμεν, ενδεχόμενον είναι να στερηθώμεν και της ζωής μας. Μη φαντάζεσαι λοιπόν ότι τα μόνα αγαθά που έχομεν θα τα παραδώσομεν εις σας, παρά με αυτά και δια τα ιδικά σας αγαθά θα αγωνισθώμεν». Άμα τα ήκουσεν αυτά ο Φαλίνος εγέλασε και είπε∙ «Φιλόσοφος φαίνεται να είσαι, παλληκάρι μου, και δι' αυτό τα λόγια σου είναι πολύ νόστιμα. Πρέπει να ηξεύρεις όμως ότι είσαι ανόητος, αν φαντάζεσαι πως η ιδική σας ανδρεία ημπορεί να υπερισχύση της δυνάμεως του βασιλέως». Άλλοι δε μερικοί, που ήρχισαν να δειλιάζουν, έλεγαν, καθώς ήκουσα, ότι όπως εις τον Κύρον εδείχθησαν πιστοί, ούτω και εις τον βασιλέα θα ημπορούσαν να φανούν χρήσιμοι, αν θα ήθελε να γίνη φίλος των∙ και ότι είτε εις άλλο τίποτε θα ήθελε να τους χρησιμοποιήση είτε δι' εκστρατείαν εναντίον της Αιγύπτου, θα τον εβοήθουν να την υποτάξη.

Εις το μεταξύ ο Κλέαρχος επέστρεψε και ηρώτησε, αν είχαν δώσει πλέον απάντησιν. Αλλά έλαβε τον λόγον ο Φαλίνος και είπε∙ «Ούτοι, Κλέαρχε, άλλα λέγει ο ένας και άλλα λέγει ο άλλος∙ συ λοιπόν ειπέ μας, τι λέγεις;» Και εκείνος είπεν∙ «Εγώ, Φαλίνε, με μεγάλην μου ευχαρίστησιν σε είδα, καθώς και οι άλλοι, πιστεύω, όλοι. Διότι και συ είσαι Έλλην και ημείς επίσης που είμεθα τόσοι όσους μας βλέπεις. Επειδή δε ευρισκόμεθα εις τοιαύτας περιστάσεις, ζητούμεν την συμβουλήν σου, τι πρέπει να κάμωμεν σχετικώς με αυτά που μας λέγεις. Συ λοιπόν, δι' όνομα των θεών, συμβούλευσέ μας και ειπέ μας ό,τι νομίζεις πως είναι εντιμότατον και ωφελιμώτατον, και κάτι που θα σου φέρη τιμήν εις το μέλλον, όπου πάντοτε θα λέγουν οι άνθρωποι ότι ο Φαλίνος μίαν φοράν που εστάλη από τον βασιλέα, δια να διαβιβάση εις τους Έλληνας διαταγήν του να του παραδώσουν τα όπλα, επειδή εζήτουν περί τούτου την συμβουλήν του, τους συνεβούλευσε τα εξής…. Ηξεύρεις δε ότι εξάπαντος θα μνημονεύωνται εις την Ελλάδα όσα θα μας είπης ως συμβουλήν σου».

Με αυτά προσεπάθει με τρόπον ο Κλέαρχος να δελεάση τον Φαλίνον,επειδή ήθελεν ώστε, και αυτός που ήτο απεσταλμένος εκ μέρους του βασιλέως, να τους συμβουλεύση να μη παραδώσουν τα όπλα, δια να είναι περισσότερον αισιόδοξοι οι ΈΛληνες δια το μέλλον. Αλλά ο Φαλίνος τεχνηέντως εξέφυγε, και παρά την προσδοκίαν του Κλεάρχου είπε τα εξής∙ «Εγώ, αν μεν από τας απείρους ελπίδας υπάρχει δια σας μία οιαδήποτε να σωθήτε πολεμούντες εναντίον του βασιλέως, σας συμβουλεύω να μη θελήσετε να παραδώσετε τα όπλα∙ αν όμως δεν υπάρχει καμία ελπίς να σωθήτε χωρίς την θέλησιν του βασιλέως, τότε σας συμβουλεύω να προσπαθήσετε να εύρητε σωτηρίαν, με όποιον τρόπον είναι δυνατόν». Απαντών εις αυτά ο Κλέαρχος είπε∙ «Τέλος πάντων αυτή είναι η γνώμη σου∙ εκ μέρους ημών όμως πήγαινε και ειπέ τα εξής, ότι δηλαδή ημείς νομίζομεν ότι αν μεν θα εχρειάζετο να είμεθα φίλοι με τον βασιλέα, θα ήμεθα περισσότερον χρήσιμοι φίλοι έχοντες τα όπλα μας παρά αν ηθέλομεν τα παραδώσει εις άλλον∙ και αν θα εχρειάζετο πάλιν να κάμνωμεν πόλεμον, ότι θα επολεμούμεν καλύτερον έχοντες τα όπλα μας παρά αν τα παρεδίδαμεν εις άλλον».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου