Ο Αριστοτέλης ξεκινά το δεύτερο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» τονίζοντας και πάλι ότι οι αρετές είναι δύο ειδών: «Δύο είναι, όπως είδαμε, τα είδη της αρετής, η διανοητική και η ηθική. Η διανοητική αρετή χρωστάει και τη γένεση και την αύξησή της κατά κύριο λόγο στη διδασκαλία (γι’ αυτό και εκείνο που χρειάζεται γι’ αυτήν είναι η πείρα και ο χρόνος), ενώ η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα του έθους (και το ίδιο της το όνομα, άλλωστε, μικρή μόνο διαφορά παρουσιάζει από τη λέξη έθος)». (1103a 1, 13-18).
Όπως ήδη έχει ξεκαθαρίσει (από το πρώτο βιβλίο), οι διανοητικές αρετές σχετίζονται με το λόγον έχον μέρος της ψυχής και αφορούν (κυρίως) την αντιληπτική δυνατότητα του ανθρώπου στις τέχνες, τη φιλοσοφία κι οτιδήποτε έχει να κάνει με διανοητικά – πνευματικά ερεθίσματα. Γι’ αυτό και χρειάζεται διδασκαλία και για τη «γένεση» και για την «αύξησή» της. Θα έλεγε κανείς ότι ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τη γνώση από τη συμπεριφορά. Οι διανοητικές αρετές απευθύνονται στο κομμάτι της επιστημονικής γνώσης, ενώ οι ηθικές στο κομμάτι της καθημερινής συμπεριφοράς.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ηθική αρετή στηρίζεται στο έθος. Με τον όρο έθος νοείται η συνήθεια, ο εθισμός σε ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς που εν πολλοίς διαμορφώνει τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Γι αυτό επικαλείται η ετυμολογική συγγένεια ήθος-έθος. Η ίδια γλωσσική ρίζα (προέρχονται από το μέλλοντα του ρήμα έχω – έξω – με την παραγωγική κατάληξη –σις) καταδεικνύει το συσχετισμό των εννοιών, καθώς από τις έξεις (συνήθειες) προέρχεται το ήθος (ηθική διάπλαση) του ανθρώπου.
Κι όταν στον αρχαίο λόγο αναφέρεται η λέξη έθος, δηλαδή εθισμός, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται επακριβώς με την τρέχουσα νεοελληνική απόδοση. Γιατί στα νέα ελληνικά η λέξη εθισμός έχει πάρει αρνητική σημασία και υποδηλώνει πρωτίστως την ψυχολογική εξάρτηση σε κάτι. (Εθισμός στα ναρκωτικά, εθισμός στον τζόγο κτλ). Στα αρχαία Ελληνικά το έθος έχει περισσότερο ουδέτερη σημασία, υποδηλώνοντας τις συνήθειες που μπορεί να έχει κάποιος είτε αυτές είναι θετικές είτε αρνητικές.
Η αναγνώριση ότι η ηθική αρετή έχει να κάνει με τις έξεις έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα της εποχής που την απέδιδε περισσότερο σε παράγοντες που δεν καθόριζε ο άνθρωπος, όπως η καταγωγή, η θεϊκή εύνοια ή η φύση, «κάποιος θεός του φύτεψε μέσα του κάθε λογής τραγούδια» (ραψωδία χ, στ. 347/8) ή τους στίχους του Πίνδαρου «πάνου απ’ όλα το προίκισμα στέκει που ‘ χει η φύση δοσμένο του ανθρώπου».
Όμως, και πέρα απ’ αυτά είναι γνωστή η αποθεωτική παρουσίαση του Αγησιλάου από τον Ξενοφώντα, όπου η αδιαπραγμάτευτη ακεραιότητά του αποδίδεται στην ευγενική του καταγωγή, όπως και τα λόγια της Αντιγόνης (στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή) προς την αδερφή της Ισμήνη «τώρα θα αποδείξεις αν έχεις γεννηθεί από ευγενική καταγωγή» (στ. 37 – 38) όταν την παροτρύνει να συμμετέχει στην ταφή του αδερφού.
Η τοποθέτηση του Αριστοτέλη ότι η φύση (ή η καταγωγή, ο θεός κλπ) δεν έχει καμία σχέση με την απόκτηση της ηθικής αρετής είναι η επιβεβαίωση ότι η ευτυχία που θα επέλθει μέσω αυτής είναι ενέργεια της ψυχής, αφού η ευδαιμονία δεν προέρχεται από κανένα δαίμονα. Ο Αριστοτέλης απελευθερώνει τον άνθρωπο από τη μοιρολατρική αντίληψη μιας τύχης που δεν εξαρτάται από αυτόν (ο άνθρωπος είναι ο δαίμονάς του εαυτού του), αλλά ταυτόχρονα τον οδηγεί προ των ευθυνών του. Αφού ο ίδιος πλάθει την τύχη του, φέρει και την ευθύνη των πράξεών του.
Προκειμένου να τεκμηριώσει την άποψη ότι η ηθική αρετή δεν προέρχεται από τη φύση στηρίζεται στην παρατήρηση. Παρατηρεί τις ιδιότητες που έχει η πέτρα και η φωτιά: «Παράδειγμα η πέτρα: καμωμένη από τη φύση να πηγαίνει προς τα κάτω, δεν είναι δυνατό να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, έστω κι αν χιλιάδες φορές προσπαθήσει κανείς να της το μάθει πετώντας την και ξαναπετώντας την προς τα πάνω· ούτε η φωτιά μπορεί να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω». (1103a 1, 20-23).
Και το συμπέρασμα γενικεύεται: «γενικά δεν υπάρχει πράγμα καμωμένο από τη φύση να συμπεριφέρεται με έναν ορισμένο τρόπο, που να μπορεί να συνηθίσει να συμπεριφέρεται με άλλον τρόπο». (1103a 1, 23-24). Κι αν πρέπει να διατυπωθεί κι αλλιώς, ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Πραγματικά, δεν υπάρχει πράγμα εφοδιασμένο από τη φύση με κάποιες ιδιότητες, που να μπορείς να το συνηθίσεις να αποκτήσει άλλες ιδιότητες». (1103a 1, 19-20).
Οι ιδιότητες, λοιπόν, που δίνονται από τη φύση είναι αμετάκλητες. Η πέτρα θα πηγαίνει πάντα προς τα κάτω (βαρύτητα) και κανείς δεν μπορεί να της μάθει το αντίθετο. Το ίδιο και ο καπνός προς τα πάνω. Τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, όμως, δεν τίθενται με τον ίδιο άκαμπτο τρόπο. Ο άνθρωπος – σε αντίθεση με την πέτρα – μπορεί να αλλάξει ή τουλάχιστον να διαμορφωθεί. Κι ο διαχωρισμός εδώ δεν αφορά τις διαφορετικότητα του ανθρώπου από την πέτρα, αλλά την αντίληψη των εκ φύσεως δοσμένων χαρακτηριστικών. Οτιδήποτε δίνεται από τη φύση δεν μπορεί να αλλάξει ή να διαμορφωθεί. Η ηθική αρετή μπορεί να αλλάξει και διαμορφώνεται. Άρα η ηθική αρετή δεν είναι από τη φύση. Από τη φύση είναι οι άκαμπτες ιδιότητες του ανθρώπου, όπως οι βιολογικές του ανάγκες, η γήρανση, ο θάνατος κλπ.
Όμως, εδώ ενέχει ένας κίνδυνος. Από τη στιγμή που η ηθική αρετή δεν είναι από τη φύση θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι αντίθετη με αυτή. Μια τέτοια άποψη όχι μόνο θα απενοχοποιούσε όποιον δεν την έχει (κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν έχει κάτι που είναι αντίθετο στη φύση του), αλλά θα την παρουσίαζε και ως κάτι αρνητικό, αφού το παρά φύσει είναι αρνητική έννοια. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης θα καταλήξει στο οριστικό συμπέρασμα: «οι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως – ούτε όμως και είναι αντίθετες προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας: η φύση μάς έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ’ αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους». (1103a 1, 20-23).
Με άλλα λόγια, η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά ούτε και παρά φύσει. Είναι σύμφυτη, αφού η φύση του ανθρώπου τον καθιστά ικανό να την αποκτήσει με τον εθισμό, αλλά δεν του δίνεται από θέση αρχής, όπως η όραση ή η ακοή. Η γνώση της φιλοσοφίας, η τέχνη του πολέμου ή οτιδήποτε μπορεί να μάθει κανείς είναι επίσης σύμφυτα, καθώς η φύση έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να τα κατανοεί, αλλά ταυτόχρονα δε συγκαταλέγονται στις φυσικές ιδιότητες. Κι αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, ο άνθρωπος είναι εφοδιασμένος από τη φύση ώστε να μπορεί να τα καταλάβει και να τα εφαρμόσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα τα έχει ως δεδομένα από τη γέννησή του. Η φύση δίνει τη δυνατότητα της αντίληψης· το κατά πόσο θα την αξιοποιήσει ο άνθρωπος είναι δικό του θέμα.
Και για να ενισχύσει την πεποίθηση ότι η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά σύμφυτη, ο Αριστοτέλης θα καταθέσει ακόμη ένα επιχείρημα: «Για καθετί που το έχουμε από τη φύση, πρώτα έχουμε τη δυνατότητα του να ενεργήσει· στην ενέργεια την ίδια φτάνουμε ύστερα (το πράγμα γίνεται φανερό στις αισθήσεις μας· πραγματικά, τις αισθήσεις της όρασης ή της ακοής δεν τις αποκτήσαμε έχοντας δει ή έχοντας ακούσει πολλές φορές, αλλά αντίθετα: έχοντας τες τις χρησιμοποιήσαμε· δεν τις αποκτήσαμε με τη χρήση), τις αρετές όμως τις αποκτούμε αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη». (1103a 1, 27-33).
Με δυο λόγια, για όσα δίνονται από τη φύση ο άνθρωπος πρώτα έχει τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει και στη συνέχεια τα χρησιμοποιεί. Για παράδειγμα, όταν κάποιος γεννηθεί, έχει τη δυνατότητα να βλέπει και ακολούθως, χωρίς καμία εξάσκηση, βλέπει. Η δυνατότητα της όρασης συγκαταλέγεται στις ιδιότητες που δίνονται από τη φύση. Για να γίνει όμως κάποιος δίκαιος δεν ακολουθείται η ίδια διαδικασία, αφού πρώτα πρέπει να μάθει να είναι δίκαιος. Αυτό σημαίνει ότι με τη βοήθεια του γονιού ή κάποιου δασκάλου ή οποιουδήποτε έχει την πείρα να τον κατευθύνει πρώτα θα κάνει δίκαιες πράξεις, ώστε να τις μάθει και να εθιστεί σ’ αυτές, και στη συνέχεια μπορούμε να πούμε ότι είναι δίκαιος.
Ακολουθείται, δηλαδή, η αντίστροφη πορεία, καθώς προηγείται το ενεργεία (η εφαρμογή) και ακολουθεί το δυνάμει (η δυνατότητα). Αφού πρώτα κάποιος κάνοντας και ξανακάνοντας δίκαιες πράξεις (ενεργεία) γίνει δίκαιος, στη συνέχεια έρχεται η δυνατότητα (δυνάμει) να πραγματώνει τη δικαιοσύνη, όποτε το φέρουν οι περιστάσεις.
Οι έννοιες δυνάμει κι ενεργεία είναι θεμελιώδεις στο έργο του Αριστοτέλη. Το δυνάμει απευθύνεται κυρίως στην ύλη, ενώ το ενεργεία στη μορφή. Το πιο κλασικό παράδειγμα έχει να κάνει με το μάρμαρο, το οποίο είναι δυνάμει άγαλμα, έχει δηλαδή τη δυνατότητα να γίνει άγαλμα, πράγμα, όμως, που δεν προεξοφλείται αυτονόητα. Πρέπει να πάρει και τη μορφή, δηλαδή, να το φιλοτεχνήσει κάποιος γλύπτης για να γίνει και ενεργεία. Αν δε συμβεί αυτό παραμένει δυνάμει άγαλμα κι αν από κάποιο ατύχημα το μάρμαρο σπάσει και δεν μπορεί να φιλοτεχνηθεί, δε θα γίνει ποτέ ενεργεία.
Ο Αριστοτέλης για να γίνει περισσότερο κατανοητός θέτει την ηθική αρετή κατ’ αναλογία με τις τέχνες: «τα πράγματα δηλαδή που πρέπει πρώτα να τα μάθουμε προτού αρχίσουμε να τα κάνουμε, τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα· π. χ. οι οικοδόμοι γίνονται χτίζοντας σπίτια, κιθαριστές παίζοντας κιθάρα· με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε: δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις». (1103a 1, 34-36 και 1103b 1, 1-3).
Κανένας κιθαρίστας δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στην τέχνη του μόνο θεωρητικά. Για να μάθει κιθάρα πρέπει να παίξει κιθάρα. Στην αρχή δε θα παίζει καλά, αλλά, αν δείξει επιμονή, θα βελτιώνεται. Το ενεργεία προηγείται από το δυνάμει, αφού παίζοντας αποκτά τη δυνατότητα. Το να παίζει, λοιπόν, κάποιος κιθάρα δεν είναι από τη φύση, καθώς στα από τη φύση χαρίσματα προηγείται το δυνάμει και ακολουθεί το ενεργεία. Είναι όμως σύμφυτη ιδιότητα, αφού η φύση έπλασε έτσι τον άνθρωπο, ώστε να κατανοεί τα ζητήματα της μουσικής. Με τον ίδιο τρόπο εκπληρώνεται και η ηθική αρετή, γεγονός που αποδεικνύει ξανά ότι δεν είναι από τη φύση (ούτε όμως και παρά φύσει).
Κι αφού τόσο στις τέχνες, όσο και στην ηθική αρετή προηγείται το ενεργεία κι ακολουθεί το δυνάμει, το ζήτημα έχει να κάνει με την ποιότητα που έχει αυτό το ενεργεία. Γιατί αν ο κιθαρίστας μαθαίνει να παίζει κιθάρα με άσχημο τρόπο, θα γίνει κακός κιθαρίστας. Με άλλα λόγια, αφού οι τέχνες (όπως και η ηθική αρετή) στηρίζονται στις έξεις (επαναλαμβανόμενες πράξεις που επιφέρουν εθισμό), αυτό που μένει είναι η εξασφάλιση των ποιοτικών έξεων, που θα επιφέρουν τα σωστά αποτελέσματα. Δε φτάνει να λέμε ότι η ηθική αρετή προκύπτει από τη συνήθεια, αλλά από την καλή συνήθεια.
Μόνο αν εθιστεί κανείς στο καλό, θα γίνει καλός· αν εθιστεί στο να κλέβει, θα γίνει κλέφτης: «χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια θα γίνουν καλοί οικοδόμοι, χτίζοντάς τα όμως με κακό τρόπο θα γίνουν κακοί· αν δεν ήταν έτσι, δε θα υπήρχε ανάγκη δασκάλου, και όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί εκ γενετής». (1103b 1, 12-15).
Η αναλογία με την αρετή είναι πρόδηλη: «Το ίδιο συμβαίνει και με τις αρετές: κάνοντας αυτά που κάνουμε στην καθημερινή μας συνάφεια με τους άλλους ανθρώπους άλλοι γινόμαστε δίκαιοι και άλλοι άδικοι· επίσης: κάνοντας αυτά που κάνουμε στις επικίνδυνες και φοβερές περιστάσεις της ζωής και αποκτώντας σιγά σιγά τη συνήθεια να αισθανόμαστε φόβο ή θάρρος, άλλοι γινόμαστε ανδρείοι και άλλοι δειλοί. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε σχέση με τις επιθυμίες και την οργή: άλλοι γίνονται σώφρονες και πράοι και άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, οι πρώτοι με το να συμπεριφέρονται έτσι στις περιστάσεις αυτές και οι άλλοι με τον αντίθετο τρόπο». (1103b 1, 16-24).
Το τελικό συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: «Με δυο λόγια: οι έξεις γεννιούνται από την επανάληψη όμοιων ενεργειών». (1103b 1, 24-25). Ο άνθρωπος πρέπει να πράξει ανάλογα: «Γι’ αυτό και πρέπει να φροντίζουμε οι ενέργειές μας να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αφού οι έξεις είναι τελικά αντίστοιχες προς τις διαφορές που οι ενέργειες αυτές παρουσιάζουν μεταξύ τους». (1103b 1, 25-28).
Οι καθημερινές συνήθειες του ανθρώπου για τον Αριστοτέλη έχουν τεράστια σημασία, αφού εν τέλει καθορίζουν την ποιότητά του. Αν κάποιος θέλει να μάθει ποιος είναι, δεν έχει παρά να δει τις συνηθισμένες του αντιδράσεις στα ερεθίσματα της καθημερινότητας. Αυτά που κάνει, αυτά είναι.
Από αυτή την άποψη, ο εθισμός ανάγεται σε ζήτημα υψίστης σημασίας: «Δεν έχει λοιπόν μικρή σημασία να αποκτά κανείς όσο γίνεται πιο νέος αυτές ή εκείνες τις συνήθειες· ίσα ίσα έχει πολύ μεγάλη σημασία, ή μάλλον σημαίνει το παν». (1103b 1, 28-30).
Η παιδεία, η οικογένεια, οι ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες, τα ήθη της εποχής, οι συνήθειες του τόπου παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ανθρώπου, αφού τελικά διαμορφώνουν τις έξεις που θα πλάσουν το χαρακτήρα του.
Αναγκαστικά το θέμα παίρνει πολιτικές διαστάσεις, αφού το να έχουν οι πολίτες ηθική αρετή αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα για την αρμονία και την ομαλότητα της συμβίωσης. Οι πολίτες που δεν έχουν αρετή, που καταπατούν τους νόμους, που αδικούν τους γύρω τους, που καταχρώνται το δημόσιο χρήμα είναι αδύνατο να συγκροτήσουν την ιδανική πόλη. Πολύ περισσότερο όταν μένουν ατιμώρητοι. Η ατιμωρησία δεν επιφέρει μόνο την αγανάκτηση που θα λειτουργήσει διασπαστικά, αλλά θα δημιουργήσει και στρεβλά πρότυπα μετατρέποντας την καταπάτηση του νόμου σε καθεστώς. Αλίμονο αν δεν τιμωρείται ο κλέφτης. Γίνεται είδωλο. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο για τη συνοχή της πόλης από αυτό.
Το έργο του νομοθέτη καλείται να δώσει τη λύση: «οι νομοθέτες κάνουν καλούς τους πολίτες τους ασκώντας τους να αποκτούν τις συγκεκριμένες συνήθειες – αυτή είναι η θέληση του κάθε νομοθέτη, και όσοι δεν τα καταφέρνουν σ’ αυτό, δεν πετυχαίνουν στο έργο τους· σ’ αυτό, άλλωστε, και διαφέρει τελικά το ένα πολίτευμα από το άλλο, το καλό από το λιγότερο καλό». (1103b 1, 4-8).
Ο νομοθέτης είναι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας. Είναι ο άνθρωπος που θα εθίσει τους πολίτες στην αρετή υποδεικνύοντας με τους νόμους του ποιο είναι το δίκαιο και ποιο το άδικο, ποια η ορθή συμπεριφορά και ποια όχι. Η συνοχή και η κοινωνική γαλήνη εξαρτώνται απόλυτα από αυτό. Από αυτή την άποψη, δε θα μπορούσε να υπάρξει τίποτε πιο επικίνδυνο από το διεφθαρμένο νομοθέτη.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου