Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΞΕΝ Απομν 2.1.21–2.1.29

Ο Ηρακλής στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας

Προσπαθώντας να πείσει τον Αρίστιππο να είναι εγκρατής, ο Σωκράτης, ανάμεσα στα υπόλοιπα επιχειρήματα και τεκμήρια, αξιοποιεί τη γνωστή αφήγηση του Πρόδικου για τη συνάντηση του Ηρακλή με την Αρετή και την Κακία, απόσπασμα της οποίας ακολουθεί
.

[2.1.21] καὶ Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράμματι τῷ περὶ Ἡρα-
κλέους, ὅπερ δὴ καὶ πλείστοις ἐπιδείκνυται, ὡσαύτως περὶ
τῆς ἀρετῆς ἀποφαίνεται, ὧδέ πως λέγων, ὅσα ἐγὼ μέμνημαι.
φησὶ γὰρ Ἡρακλέα, ἐπεὶ ἐκ παίδων εἰς ἥβην ὡρμᾶτο, ἐν ᾗ
οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν εἴτε τὴν δι’
ἀρετῆς ὁδὸν τρέψονται ἐπὶ τὸν βίον εἴτε τὴν διὰ κακίας,
ἐξελθόντα εἰς ἡσυχίαν καθῆσθαι ἀποροῦντα ποτέραν τῶν
ὁδῶν τράπηται· [2.1.22] καὶ φανῆναι αὐτῷ δύο γυναῖκας προσιέναι
μεγάλας, τὴν μὲν ἑτέραν εὐπρεπῆ τε ἰδεῖν καὶ ἐλευθέριον
φύσει, κεκοσμημένην τὸ μὲν σῶμα καθαρότητι, τὰ δὲ ὄμματα
αἰδοῖ, τὸ δὲ σχῆμα σωφροσύνῃ, ἐσθῆτι δὲ λευκῇ, τὴν δ’
ἑτέραν τεθραμμένην μὲν εἰς πολυσαρκίαν τε καὶ ἁπαλότητα,
κεκαλλωπισμένην δὲ τὸ μὲν χρῶμα ὥστε λευκοτέραν τε καὶ
ἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος δοκεῖν φαίνεσθαι, τὸ δὲ σχῆμα ὥστε
δοκεῖν ὀρθοτέραν τῆς φύσεως εἶναι, τὰ δὲ ὄμματα ἔχειν
ἀναπεπταμένα, ἐσθῆτα δὲ ἐξ ἧς ἂν μάλιστα ὥρα διαλάμποι·
κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν, ἐπισκοπεῖν δὲ καὶ εἴ τις
ἄλλος αὐτὴν θεᾶται, πολλάκις δὲ καὶ εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰν
ἀποβλέπειν. [2.1.23] ὡς δ’ ἐγένοντο πλησιαίτερον τοῦ Ἡρακλέους,
τὴν μὲν πρόσθεν ῥηθεῖσαν ἰέναι τὸν αὐτὸν τρόπον, τὴν δ’
ἑτέραν φθάσαι βουλομένην προσδραμεῖν τῷ Ἡρακλεῖ καὶ
εἰπεῖν· Ὁρῶ σε, ὦ Ἡράκλεις, ἀποροῦντα ποίαν ὁδὸν ἐπὶ
τὸν βίον τράπῃ. ἐὰν οὖν ἐμὲ φίλην ποιησάμενος, [ἐπὶ] τὴν
ἡδίστην τε καὶ ῥᾴστην ὁδὸν ἄξω σε, καὶ τῶν μὲν τερπνῶν
οὐδενὸς ἄγευστος ἔσει, τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃ.
[2.1.24] πρῶτον μὲν γὰρ οὐ πολέμων οὐδὲ πραγμάτων φροντιεῖς,
ἀλλὰ σκοπούμενος †διέσῃ τί ἂν κεχαρισμένον ἢ σιτίον ἢ
ποτὸν εὕροις, ἢ τί ἂν ἰδὼν ἢ ἀκούσας τερφθείης ἢ τίνων
ὀσφραινόμενος ἢ ἁπτόμενος, τίσι δὲ παιδικοῖς ὁμιλῶν μάλιστ’
ἂν εὐφρανθείης, καὶ πῶς ἂν μαλακώτατα καθεύδοις, καὶ πῶς
ἂν ἀπονώτατα τούτων πάντων τυγχάνοις. [2.1.25] ἐὰν δέ ποτε
γένηταί τις ὑποψία σπάνεως ἀφ’ ὧν ἔσται ταῦτα, οὐ φόβος
μή σε ἀγάγω ἐπὶ τὸ πονοῦντα καὶ ταλαιπωροῦντα τῷ σώματι
καὶ τῇ ψυχῇ ταῦτα πορίζεσθαι, ἀλλ’ οἷς ἂν οἱ ἄλλοι ἐργά-
ζωνται, τούτοις σὺ χρήσῃ, οὐδενὸς ἀπεχόμενος ὅθεν ἂν
δυνατὸν ᾖ τι κερδᾶναι. πανταχόθεν γὰρ ὠφελεῖσθαι τοῖς
ἐμοὶ συνοῦσιν ἐξουσίαν ἐγὼ παρέχω. [2.1.26] καὶ ὁ Ἡρακλῆς ἀκού-
σας ταῦτα, Ὦ γύναι, ἔφη, ὄνομα δέ σοι τί ἐστιν; ἡ δέ,
Οἱ μὲν ἐμοὶ φίλοι, ἔφη, καλοῦσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲ
μισοῦντές με ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσι Κακίαν. [2.1.27] καὶ ἐν
τούτῳ ἡ ἑτέρα γυνὴ προσελθοῦσα εἶπε· Καὶ ἐγὼ ἥκω πρὸς
σέ, ὦ Ἡράκλεις, εἰδυῖα τοὺς γεννήσαντάς σε καὶ τὴν φύσιν
τὴν σὴν ἐν τῇ παιδείᾳ καταμαθοῦσα, ἐξ ὧν ἐλπίζω, εἰ τὴν
πρὸς ἐμὲ ὁδὸν τράποιο, σφόδρ’ ἄν σε τῶν καλῶν καὶ σεμνῶν
ἀγαθὸν ἐργάτην γενέσθαι καὶ ἐμὲ ἔτι πολὺ ἐντιμοτέραν καὶ
ἐπ’ ἀγαθοῖς διαπρεπεστέραν φανῆναι. οὐκ ἐξαπατήσω δέ
σε προοιμίοις ἡδονῆς, ἀλλ’ ᾗπερ οἱ θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα
διηγήσομαι μετ’ ἀληθείας. [2.1.28] τῶν γὰρ ὄντων ἀγαθῶν καὶ καλῶν
οὐδὲν ἄνευ πόνου καὶ ἐπιμελείας θεοὶ διδόασιν ἀνθρώποις,
ἀλλ’ εἴτε τοὺς θεοὺς ἵλεως εἶναί σοι βούλει, θεραπευτέον
τοὺς θεούς, εἴτε ὑπὸ φίλων ἐθέλεις ἀγαπᾶσθαι, τοὺς φίλους
εὐεργετητέον, εἴτε ὑπό τινος πόλεως ἐπιθυμεῖς τιμᾶσθαι, τὴν
πόλιν ὠφελητέον, εἴτε ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος πάσης ἀξιοῖς ἐπ’
ἀρετῇ θαυμάζεσθαι, τὴν Ἑλλάδα πειρατέον εὖ ποιεῖν, εἴτε
γῆν βούλει σοι καρποὺς ἀφθόνους φέρειν, τὴν γῆν θεραπευ-
τέον, εἴτε ἀπὸ βοσκημάτων οἴει δεῖν πλουτίζεσθαι, τῶν
βοσκημάτων ἐπιμελητέον, εἴτε διὰ πολέμου ὁρμᾷς αὔξεσθαι
καὶ βούλει δύνασθαι τούς τε φίλους ἐλευθεροῦν καὶ τοὺς
ἐχθροὺς χειροῦσθαι, τὰς πολεμικὰς τέχνας αὐτάς τε παρὰ
τῶν ἐπισταμένων μαθητέον καὶ ὅπως αὐταῖς δεῖ χρῆσθαι
ἀσκητέον· εἰ δὲ καὶ τῷ σώματι βούλει δυνατὸς εἶναι, τῇ
γνώμῃ ὑπηρετεῖν ἐθιστέον τὸ σῶμα καὶ γυμναστέον σὺν
πόνοις καὶ ἱδρῶτι. [2.1.29] καὶ ἡ Κακία ὑπολαβοῦσα εἶπεν, ὥς
φησι Πρόδικος· Ἐννοεῖς, ὦ Ἡράκλεις, ὡς χαλεπὴν καὶ
μακρὰν ὁδὸν ἐπὶ τὰς εὐφροσύνας ἡ γυνή σοι αὕτη διηγεῖ-
ται; ἐγὼ δὲ ῥᾳδίαν καὶ βραχεῖαν ὁδὸν ἐπὶ τὴν εὐδαιμονίαν
ἄξω σε.

***
Και ο Πρόδικος δε ο σοφός εις το σύγγραμμά του το περί Ηρακλέους, το οποίον, ως γνωστόν, και εις πλείστους επιδεικτικώς αναγινώσκει, την ιδίαν και αυτός γνώμην περί της αρετής εκφράζει, ούτω πως λέγων, καθ' όσον εγώ ενθυμούμαι. Λέγει δηλαδή ότι ο Ηρακλής, όταν εκ της παιδικής ηλικίας μετέβαινεν εις την εφηβικήν, καθ' ην οι νέοι γινόμενοι αυτεξούσιοι φαίνονται εάν κατά τον βίον των θα βαδίσουν είτε την διά της αρετής οδόν, είτε την διά της κακίας, αφού εξήλθεν εις τόπον ήσυχον, εκάθισεν απορών ποίαν εκ των δύο οδών να ακολουθήση· και (λέγει) ότι εφάνησαν εις αυτόν πλησιάζουσαι δύο γυναίκες υψηλαί, η μεν μία και ευπρόσωπως και φυσικά ευγενής, κεκοσμημένη το μεν σώμα με καθαρότητα, τους οφθαλμούς δε με εντροπήν, το δε παράστημα με σωφροσύνην, με εσθήτα δε λευκήν, η δε ετέρα τεθραμμένη μεν μέχρι πολυσαρκίας και μαλθακότητος, κεκαλλωπισμένη δε εις μεν το χρώμα ώστε να θεωρήται ότι φαίνεται και λευκοτέρα και ερυθροτέρα της πραγματικότητος, εις δε το παράστημα ώστε να νομίζεται ότι είναι υψηλοτέρα παρ' ότι εκ φύσεως ήτο, ότι δε είχε τα όμματα αναπεπταμένα, ότι δ' εφόρει φόρεμα, εκ του οποίου τα μάλιστα ήθελε διαλάμπει το νεανικόν κάλλος της· ότι δε συχνά εαυτήν μετά προσοχής παρετήρει, παρετήρει δε και τριγύρω, αν άλλος τις την έβλεπεν, ότι δε πολλάκις έρριπτε το βλέμμα της και εις την σκιάν της.

Μόλις δε έφθασαν πλησιέστερον του Ηρακλέους, (λέγει ο Πρόδικος), η μεν πρώτη μνημονευθείσα εβάδιζε μετά του αυτού ως πρότερον ησύχου και σώφρονος βήματος, η δε άλλη, θέλουσα να την προφθάση, δρομαίως διηυθύνθη προς τον Ηρακλέα και είπε· Σε βλέπω, ω Ηράκλεις, να απορής ποίαν οδόν του βίου να ακολουθήσης. Εάν λοιπόν κάμης εμέ φίλην και με ακολουθήσης, εγώ θα σε οδηγήσω διά της ευχαριστοτάτης και ευκολωτάτης οδού και όλας μεν τας ηδονάς θα απολαύσης, θα διέλθης δε τον βίον χωρίς να δοκιμάσης κανέν δυσάρεστον.

Πρώτον μεν δηλαδή δεν θα φροντίζης περί πολέμων ουδέ περί ενοχλητικών πράξεων, αλλά θα διέλθης τον βίον εξετάζων τι ευχάριστον φαγητόν ή ποτόν δύνασαι να εύρης ή τι ιδών ή τι ακούσας ήθελες τερφθή ή πού οσφραινόμενος ή εγγίζων ή ποίας ερωτικάς σχέσεις συνάπτων μάλιστα ήθελες ευφρανθή και τίνι τρόπω ήθελες κοιμηθή ανετώτατα και πώς άνευ του ελαχίστου κόπου ήθελες απολαύει πάσας ταύτας τας απολαύσεις. Εάν δε ποτέ γεννηθή υπόνοια ελλείψεως των μέσων, διά των οποίων θα δύνασαι να πορίζεσαι αυτάς τας απολαύσεις, δεν πρέπει να φοβήσαι, μήπως σε οδηγήσω εις το να πορίζεσαι ταύτας καταπονών και ταλαιπωρών το σώμα σου και την ψυχήν, αλλά θα χρησιμοποιήσης συ ταύτα, τα οποία οι άλλοι εργαζόμενοι παράγουσιν, ουδενός απέχων, οπόθεν θα είναι δυνατόν να κερδίσης τι· διότι εγώ παρέχω εις τους οπαδούς μου το δικαίωμα να ωφελώνται από παντού. Και ο Ηρακλής ακούσας ταύτα, Ω γύναι, είπε, ποίον δε είναι το όνομά σου; Εκείνη δε είπεν· Οι μεν ιδικοί μου φίλοι με ονομάζουσιν Ευδαιμονίαν, οι δε εχθροί μου δυσφημούντες με ονομάζουν Κακίαν.

Και εν τούτω τω μεταξύ πλησιάσασα η ετέρα γυνή είπε· «Και εγώ έχω έλθει προς σε, ω Ηράκλεις, γνωρίζουσα τους γονείς σου και καλώς μαθούσα την αγαθήν φύσιν σου εκ της ανατροφής σου, εκ των οποίων ελπίζω ότι, αν ήθελες βαδίσει την προς εμέ άγουσαν οδόν, ήθελες γίνει πολύ καλός εργάτης των καλών και σπουδαίων έργων και εγώ ήθελον φανή ακόμη περισσότερον εντιμοτέρα και επιφανεστέρα διά τας αγαθάς πράξεις σου. Δεν θα σε εξαπατήσω δε με προοίμια ηδονής, αλλά θα σου διηγηθώ μετ' αληθείας αυτά τα πράγματα, όπως ακριβώς διέθεσαν ταύτα οι θεοί. Εκ των υπαρχόντων δηλαδή αγαθών πραγμάτων ουδέν άνευ κόπου και επιμελείας οι θεοί δίδουσιν εις τους ανθρώπους, αλλά είτε θέλεις να είναι προς σε ευμενείς οι θεοί, πρέπει να επιμελήσαι των θεών, είτε θέλεις να αγαπάσαι από τους φίλους σου, πρέπει να ευεργετής τους φίλους σου, είτε επιθυμείς υπό τινος πόλεως να τιμάσαι, πρέπει να ωφελής αυτήν την πόλιν, είτε υπό της Ελλάδος όλης απαιτείς να θαυμάζεσαι διά την αρετήν σου, πρέπει να προσπαθήσης να ευεργετής την Ελλάδα, είτε θέλεις η γη να σου παρέχη αφθόνους καρπούς, πρέπει να επιμελήσαι της γης, είτε νομίζεις ότι διά των ποιμνίων πρέπει να πλουτήσης, πρέπει να επιμελήσαι των ποιμνίων, είτε διά του πολέμου έχεις επιθυμίαν να μεγαλώσης και θέλεις και τους φίλους να ελευθερώνης και τους εχθρούς να νικάς, πρέπει τας πολεμικάς τέχνας και θεωρητικώς παρά των αρμοδίων διδασκάλων να μάθης και πρακτικώς να ασκηθής εις την χρήσιν αυτών· εάν δε και εις το σώμα θέλης να είσαι δυνατός, πρέπει να συνηθίσης το σώμα να υπακούη εις τον νουν σου και να το γυμνάζης με κόπους και με ιδρώτα».

Και η Κακία λαβούσα τον λόγον είπε, καθώς λέγει ο Πρόδικος· Εννοείς, ω Ηράκλεις, πόσον δύσκολος και μακρά είναι η οδός η άγουσα εις την ευδαιμονίαν, την οποίαν σου λέγει η γυνή αύτη, εγώ δε θα σε οδηγήσω εις την ευδαιμονίαν δι' οδού ευκόλου και βραχείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου