Υπάρχουν κάποιοι κανόνες, που δεν θεσπίζονται από τους ανθρώπους, αλλά ούτε και από τις κοινωνίες. Ένας από αυτούς ορίζει πως, εάν η παιδική ηλικία δεν είναι ανέφελη, πολύ δύσκολα η ευτυχία και η ισορροπία θα διανθίσουν το βίο κατά την ενήλικη ζωή.
Αν η αυτοεκτίμηση δεν κερδηθεί παράλληλα με το σεβασμό, την αυτονομία, τη στοργή και την άδολη αγάπη κατά τα πρώτα χρόνια, εις μάτην ακόμα και ο πιο επιτυχημένος πολίτης θα διασφαλίσει την εσωτερική γαλήνη.
Πάντοτε η χαρά θα χλευάζει από την αντίπερα όχθη και το σθένος θα αναλωθεί σε μία ακατάπαυστη προσπάθεια να αποδειχθεί η προσωπική αξία στους άλλους και στον εσωτερικό γονέα, που θα καιροφυλακτεί επικριτικός και βλοσυρός σε κάθε γωνιά της ψυχής.
Το απώτατο μέλημα κάθε πατέρα και μητέρας είναι η ευτυχία του παιδιού, όχι όπως την ορίζουν αυτοί, αλλά όπως προκύπτει από τη δοκιμή και πλάνη των επιλογών του. Οι γονείς είναι το στήριγμα σε κάθε πτώση και οι πασιχαρείς προσκεκλημένοι σε κάθε συμπόσιο θριάμβου του τέκνου τους.
Σκοπός τους να μεταδώσουν τον ακριβό πολιτισμό της ανθρωπότητας και να το καταστήσουν ενεργό και δυναμικό μέλος μιας κοινωνίας, καλλιεργώντας στο έπακρο τις δεξιότητες, που του δωρίστηκαν.
Μα κυρίως να του παρουσιάζουν όλα τα δεδομένα, ώστε οι αποφάσεις του να βασίζονται στη δική του αξιολογική κρίση και όχι στις σκοπιμότητες των μύθων και των στερεοτύπων. Εξάλλου, η παιδεία είναι μία μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά και όχι μία άτεγκτη κοινωνική αναγκαιότητα.
Μερικοί από τους μύθους, που αναιτιολόγητα διαπερνούν διαγενεακά την κοινωνία, χάνουν την ευκαμψία τους με την πάροδο του χρόνου και δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς, για τους οποίους κατασκευάστηκαν.
Το άτομο είναι πέρα και πάνω από θεσμούς και κανονιστικά πλαίσια, είναι ο δημιουργός της ιστορίας του, ο διαχειριστής των εξελίξεων και όχι το απρόσωπο όργανο, που πολλοί κοινωνιολόγοι πιστεύουν. Οποιοσδήποτε μετασχηματισμός στο συλλογικό, έχει τις ρίζες του στη μικρή στιγμή, που έφερε την αδιόρατη αλλαγή στις θελήσεις και στις ανάγκες του ατόμου.
Ένας από τους καλύτερα διαφυλαγμένους μύθους είναι αυτός της συντροφικότητας και της οικογένειας, ως μία εκ των ουκ άνευ συνθήκη για την προσωπική ευτυχία. Αποκύημα αυτών μπορεί να θεωρηθεί η εμμονή σε αξιώματα, όπως τα ακόλουθα:
-Ο γάμος είναι ο προορισμός κάθε ανθρώπου. Μέσα από αυτόν επιτυγχάνεται η ολοκλήρωση και η ευημερία του ανθρώπου.
-Ο γάμος αποτελεί αντίΔοτο στη μοναξιά.
-Οι συντροφικές σχέσεις αξίζουν, αν είναι διαχρονικές και αποκλειστικές.
-Ο πόθος και ο ρομαντισμός διαρκούν, έστω και με τεχνάσματα, για πάντα, εφόσον υπάρχει αληθινή αγάπη.
-Ο αφοσιωμένος σύντροφος κατανοεί και προβλέπει κάθε ανάγκη του άλλου. Σχεδόν μαντεύει τη σκέψη και τις επιθυμίες του.
-Η σύγκρουση προξενεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε μία σχέση.
-Όλοι όσοι δεν αποκτούν παιδιά, ενώ έχουν τη δυνατότητα, κάποτε το μετανιώνουν.
-Οι γονείς πρέπει να θυσιάζουν τα πάντα για το καλό των παιδιών τους.
-Η ευτυχία μπορεί να διασφαλιστεί από το σύντροφο, εάν τα συναισθήματά του είναι διηνεκή και ειλικρινή.
Οι πεποιθήσεις αυτές εμποτίζονται με μεγάλο οίστρο στις γυναίκες και στην προσφιλή τους λογοτεχνία. Εάν αναπαραχθούν υπό τις σημερινές συνθήκες, γίνονται όχι μονάχα επικίνδυνες, αλλά και προπομποί κατάθλιψης.
Σχεδόν όλες μεταθέτουν την προσωπική ακεραιότητα και ευθύνη σε τρίτα πρόσωπα, ο έλεγχος των οποίων είναι αδύνατος. Η γυναίκα επωμίζεται ως προσωπική ενοχή την αποτυχία πραγμάτωσής τους και οδηγείται με ακρίβεια στο συναισθηματικό ξεκλήρισμα.
Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, η ίδια η κοινωνία που με περισσή θέρμη διατρανώνει αυτές τις αρχές, προετοίμασε την ακύρωσή τους.
Ο μύθος της ευτυχισμένης πυρηνικής οικογένειας καλλιεργήθηκε συστηματικά, για να διατηρεί την κοινωνική συνοχή, να εγγυάται τη διαιώνιση του θεσμού και να διασφαλίζει την ποιότητα ζωής στα αδύναμα μέλη και κυρίως στα παιδιά και τις άλλοτε ανίσχυρες και καλόβολες μητέρες-συζύγους.
Η παρουσίαση ενός συναινετικού πλαισίου, μέσα στο οποίο λειτουργούσαν όλα εξιδανικευμένα, οι πάντες είχαν διακριτούς ρόλους και συγκεκριμένες προοπτικές καλλιεργήθηκε από την τηλεόραση, το εκπαιδευτικό σύστημα και την πολιτεία, που αποσιώπησαν τα σκοτεινά σημεία των διαπροσωπικών σχέσεων και τη δυστυχία, που κρύβεται πίσω από φαινομενικά τέλειες συνθήκες.
Στις παραδειγματικές εκείνες οικογένειες ποτέ δεν παρουσιάστηκε, παρά μόνο ως υπονοούμενο, η ανεργία, η φτώχια, η έλλειψη μορφωτικών ευκαιριών, τα ναρκωτικά, η μετανάστευση, η μοιχεία, ο αλκοολισμός, η σχολική αποτυχία, οι αδρανείς σεξουαλικές σχέσεις, το διαζύγιο, η συμπεριφορά των παιδιών, η κοινωνική ανισότητα.
Ακόμα και όταν «έρχονταν χρόνια δίσεκτα και μήνες οργισμένοι», η ομόνοια της οικογένειας παρέμενε άρρηκτη και αδιαπραγμάτευτη και τελικά σωτήρια για την άρση των δεινών.
Οι τηλεθεατές προτιμούσαν να παρακολουθούν τις καθημερινές επιφανειακές ασχολίες του αστικού αυτού μορφώματος στην ακίνδυνη παραλλαγή του, συναινώντας υποσυνείδητα στην υποκρισία, εξαιτίας της προσδοκίας τους να δημιουργήσουν και οι ίδιοι κάποτε μία εξίσου όλβια φαμίλια και διατηρώντας στις μνήμες τους τις μορφές των γονιών τους σε υπερκόσμια και αγιοποιημένη διάσταση.
Ξενόφερτες αμερικανικές σειρές αγαπήθηκαν γιατί υπενθύμιζαν την αμέριμνη αγροτική ζωή σε αυτούς, που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο, αναζητώντας νέες ευκαιρίες στην πόλη.
Η ίδια αυτή γενιά, των πατέρων μας, ανόρθωσε με το μόχθο της την μεταπολεμική Ελλάδα, χωρίς να γνωρίσει ποτέ πολέμους και καταστροφές, όπως οι δικοί τους γονείς, μεταλαμπάδευσε στα τέκνα τις παραδοσιακές αξίες, εισήγαγε, όμως, άλλοτε άθελα και άλλοτε εκούσια τα στοιχεία εκείνα, που αργότερα διέλυσαν το θεσμό της οικογένειας και υποδούλωσαν τη χώρα στους αργυραμοιβούς του ΔΝΤ.
Στη γενιά αυτή οφείλουμε το σημερινό ευ ζην και τις ενοχές σε κάθε επιλογή μας. Αν κάποιος αναζητά τα ιστορικά και ηθογραφικά δεδομένα, που ερμηνεύουν την τωρινή σύγχυση αξιών, την οικονομική δυσπραγία, αλλά και τον ευδαιμονισμό, δεν πρέπει να ψάξει σε αρχεία αριστερών κομμάτων, αλλά στις πολυαγαπημένες ελληνικές ταινίες του 60 και του 70.
Η αντιπαροχή, το ουίσκι που αντικατέστησε τον γλυκύ οίνο, η προίκα που τόσες ιστορίες ενέπνευσε, το ροκ που συμπορεύθηκε με το δημοτικό, τα λαϊκά που εισήλασαν στα σαλόνια, το κυνήγι της αποκατάστασης, οι γάμοι μεταξύ πλουσίων και φτωχών παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις, η καθολική αποδοχή του μίνι, οι αυστηροί γονείς, που πάντοτε κάμπτονταν, αλλά κυρίως η θεοποίηση του έρωτα ως της μόνης δικαιολογίας για ένα γάμο, όλα προμηνούσαν την αποκαθήλωση των ειδώλων και την απομυθοποίηση των πάντων στις μέρες μας.
Στη διαφαινόμενη κοινωνική αλλαγή συνηγόρησε η δεκαετία του 80 με την παλλαϊκή αποδοχή παραχαραγμένων σοσιαλιστικών ιδεωδών και φτηνής κατευθυνόμενης υποκουλτούρας, που εισήγαγε στη συνείδηση των πολιτών τον ηδονισμό ως πρωταρχικό μέλημα, τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τους ερωτύλους πρωθυπουργούς, τη διαφθορά, τη νομιμοποίηση των πελατειακών σχέσεων, το βόλεμα και την απαξίωση οιουδήποτε παραδοσιακού στοιχείου ως δεξιού, φασιστικού και εξοβελιστέου.
Η σημερινή γενιά, που δικαίως αν και λανθασμένα, αρνείται να ασχοληθεί με τις πλάνες εκείνων των καιρών, ακόμα αναρωτιέται στα αμφιθέατρα και στα μπαρ γιατί το πατρίς, θρησκεία, οικογένεια είναι βρισιά και γιατί το ψωμί, παιδεία, ελευθερία ξεπουλήθηκε μισοτιμής στα ράφια των σουπερμάρκετ της πολιτικής και της ανεντιμότητας.
Και ταυτόχρονα δεν κατανοεί γιατί το σεξ πρέπει να μπερδεύεται με τον έρωτα, γιατί τον μπαμπά τον έβλεπε κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο και για ποιο λόγο οι δικές της μνήμες από την οικογένεια δεν είναι ενδεδυμένες με θαλπωρή.
Δυστυχώς, η μεταπολίτευση και τα ιδανικά της αποτελούν πλέον τον πολιτιστικό και θεσμικό μεσαίωνα της ελληνικής ιστορίας, στον οποίο χρωστάμε τη μιζέρια και την κατάθλιψη του παρόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου