Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΛΑΤΑΪΚΟΣ

ΙΣΟΚΡ 14.42–50

Ο Ισοκράτης καλεί τους Αθηναίους να βοηθήσουν τους Πλαταιείς

Ο ομιλητής (βλ. ΙΣΟΚΡ 14.1–6) ανασκεύασε τα επιχειρήματα που είχαν επικαλεστεί οι Θηβαίοι, για να δικαιολογήσουν την επίθεσή τους εναντίον των Πλαταιών (374/3 π.Χ), τονίζοντας ότι αυτή ήταν προϊόν της αλαζονείας μιας πόλης, που, μόλις ένιωσε ισχυρή, καταστρατήγησε κάθε έννοια δικαίου. Το τελευταίο κατά τον ανώνυμο Πλαταιέα θα οδηγούσε τους Θηβαίους στην καταστροφή, όπως είχε συμβεί κατά το παρελθόν σε αντίστοιχες περιπτώσεις.


[42] Μηδεὶς οὖν ὑμῶν ὀρρωδείτω μετὰ τοῦ δικαίου ποιού-
μενος τοὺς κινδύνους, μηδ’ οἰέσθω συμμάχων ἀπορήσειν,
ἂν τοῖς ἀδικουμένοις ἐθέλητε βοηθεῖν ἀλλὰ μὴ Θηβαίοις
μόνοις· οἷς νῦν τἀναντία ψηφισάμενοι πολλοὺς ἐπιθυμεῖν
ποιήσετε τῆς ὑμετέρας φιλίας. ἢν γὰρ ἐνδείξησθ’ ὡς
ὁμοίως ἅπασιν ὑπὲρ τῶν συνθηκῶν παρεσκεύασθε πολε-
μεῖν, [43] τίνες εἰς τοῦτ’ ἀνοίας ἥξουσιν ὥστε βούλεσθαι
μετὰ τῶν καταδουλουμένων εἶναι μᾶλλον ἢ μεθ’ ὑμῶν τῶν
ὑπὲρ τῆς αὑτῶν ἐλευθερίας ἀγωνιζομένων; Εἰ δὲ μή, τί
λέγοντες, ἢν πάλιν γένηται πόλεμος, ἀξιώσετε προσάγε-
σθαι τοὺς Ἕλληνας, εἰ τὴν αὐτονομίαν προτείνοντες ἐκδώ-
σετε πορθεῖν Θηβαίοις ἥντιν’ ἂν βούλωνται τῶν πόλεων;
[44] πῶς δ’ οὐ τἀναντία φανήσεσθε πράττοντες ὑμῖν
αὐτοῖς, εἰ Θηβαίους μὲν μὴ διακωλύσετε παραβαίνοντας
τοὺς ὅρκους καὶ τὰς συνθήκας, πρὸς δὲ Λακεδαιμονίους
ὑπὲρ τῶν αὐτῶν τούτων προσποιήσεσθε πολεμεῖν; καὶ τῶν
μὲν κτημάτων τῶν ὑμετέρων αὐτῶν ἀπέστητε, βουλόμενοι
τὴν συμμαχίαν ὡς μεγίστην ποιῆσαι, τούτους δὲ τὴν
ἀλλοτρίαν ἔχειν ἐάσετε καὶ τοιαῦτα ποιεῖν ἐξ ὧν ἅπαντες
χείρους εἶναι νομιοῦσιν ὑμᾶς;

[45] Ὃ δὲ πάντων δεινότατον, εἰ τοῖς μὲν συνεχῶς
μετὰ Λακεδαιμονίων γεγενημένοις δεδογμένον ὑμῖν ἐστὶ
βοηθεῖν, ἤν τι παράσπονδον αὐτοῖς ἐκεῖνοι προστάττωσιν,
ἡμᾶς δ’ οἳ τὸν μὲν πλεῖστον χρόνον μεθ’ ὑμῶν ὄντες διατε-
τελέκαμεν, τὸν δὲ τελευταῖον μόνον πόλεμον ὑπὸ Λακεδαι-
μονίοις ἠναγκάσθημεν γενέσθαι, διὰ ταύτην τὴν πρόφασιν
ἀθλιώτατα πάντων ἀνθρώπων περιόψεσθε διακειμένους.
[46] τίνας γὰρ ἂν ἡμῶν εὕροι τις δυστυχεστέρους, οἵτινες καὶ
πόλεως καὶ χώρας καὶ χρημάτων ἐν μιᾷ στερηθέντες ἡμέρᾳ,
πάντων τῶν ἀναγκαίων ὁμοίως ἐνδεεῖς ὄντες ἀλῆται καὶ
πτωχοὶ καθέσταμεν, ἀποροῦντες ὅποι τραπώμεθα, καὶ
πάσας τὰς οἰκήσεις δυσχεραίνοντες. ἤν τε γὰρ δυστυχοῦ-
ντας καταλάβωμεν, ἀλγοῦμεν ἀναγκαζόμενοι πρὸς τοῖς
οἰκείοις κακοῖς καὶ τῶν ἀλλοτρίων κοινωνεῖν· [47] ἤν θ’ ὡς
εὖ πράττοντας ἔλθωμεν, ἔτι χαλεπώτερον ἔχομεν, οὐ ταῖς
ἐκείνων φθονοῦντες εὐπορίαις, ἀλλὰ μᾶλλον ἐν τοῖς τῶν
πέλας ἀγαθοῖς τὰς ἡμετέρας αὐτῶν συμφορὰς καθορῶντες,
ἐφ’ αἷς ἡμεῖς οὐδεμίαν ἡμέραν ἀδακρυτὶ διάγομεν ἀλλὰ πεν-
θοῦντες τὴν πατρίδα καὶ θρηνοῦντες τὴν μεταβολὴν τὴν
γεγενημένην ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν. [48] τίνα
γὰρ ἡμᾶς οἴεσθε γνώμην ἔχειν ὁρῶντας καὶ τοὺς γονέας
αὑτῶν ἀναξίως γηροτροφουμένους καὶ τοὺς παῖδας οὐκ
ἐπὶ ταῖς ἐλπίσιν αἷς ἐποιησάμεθα παιδευομένους, ἀλλὰ
πολλοὺς μὲν μικρῶν ἕνεκα συμβολαίων δουλεύοντας, ἄλ-
λους δ’ ἐπὶ θητείαν ἰόντας, τοὺς δ’ ὅπως ἕκαστοι δύνανται
τὰ καθ’ ἡμέραν ποριζομένους, ἀπρεπῶς καὶ τοῖς τῶν προγό-
νων ἔργοις καὶ ταῖς αὑτῶν ἡλικίαις καὶ τοῖς φρονήμασιν
τοῖς ἡμετέροις; [49] ὃ δὲ πάντων ἄλγιστον, ὅταν τις ἴδῃ
χωριζομένους ἀπ’ ἀλλήλων μὴ μόνον πολίτας ἀπὸ πολι-
τῶν, ἀλλὰ καὶ γυναῖκας ἀπ’ ἀνδρῶν καὶ θυγατέρας ἀπὸ
μητέρων καὶ πᾶσαν τὴν συγγένειαν διαλυομένην, ὃ πολ-
λοῖς τῶν ἡμετέρων πολιτῶν διὰ τὴν ἀπορίαν συμβέβηκεν·
ὁ γὰρ κοινὸς βίος ἀπολωλὼς ἰδίας τὰς ἐλπίδας ἕκαστον
ἡμῶν ἔχειν πεποίηκεν. [50] οἶμαι δ’ ὑμᾶς οὐδὲ τὰς ἄλλας
αἰσχύνας ἀγνοεῖν τὰς διὰ πενίαν καὶ φυγὴν γιγνομένας,
ἃς ἡμεῖς τῇ μὲν διανοίᾳ χαλεπώτερον τῶν ἄλλων φέρομεν,
τῷ δὲ λόγῳ παραλείπομεν, αἰσχυνόμενοι λίαν ἀκριβῶς τὰς
ἡμετέρας αὐτῶν ἀτυχίας ἐξετάζειν.

***
Κανείς λοιπόν από σας ας μη διστάση να διακινδυνεύση χάριν της δικαιοσύνης και κανείς ας μη νομίση ότι θα σας λείψουν οι σύμμαχοι, αν θέλετε να βοηθήτε τους αδικουμένους, και όχι μόνο τους Θηβαίους. Τούτων αν απορρίψετε τις προτάσεις και αποφασίσετε τα αντίθετα ακριβώς, θα κάνετε πολλούς να επιθυμήσουν τη φιλία σας. Διότι, όταν δείξετε καθαρά ότι χάριν των συνθηκών είστε έτοιμοι να πολεμήσετε για όλους με την ίδια προθυμία, ποιοι θα είναι τόσον ανόητοι, ώστε να προτιμήσουν να είναι μάλλον με τους υποδουλωτάς των παρά με σας που αγωνίζεσθε για την ελευθερία τους; Αν όμως δεν τηρήσετε αυτή τη στάση, τότε ―αν γίνη πάλι πόλεμος― με ποια επιχειρήματα θα θελήσετε να προσελκύσετε τους Έλληνες, εφ' όσον, ενώ υποστηρίζετε την αυτονομία, αφίνετε τους Θηβαίους να κυριεύουν όποια πόλη θέλουν; Και πώς δεν θα φανήτε ότι αντιφάσκετε προς τον εαυτό σας, εάν τους μεν Θηβαίους δεν τους εμποδίσετε να παραβαίνουν τους όρκους και τις συμφωνίες, ενώ προς τους Λακεδαιμονίους ―για την ίδια αιτία― θα δείξετε προθυμία να πολεμήσετε; Έπειτα, εσείς εγκαταλείψατε τα δικά σας κτήματα για να κάνετε τη συμμαχία όσο το δυνατόν ισχυροτάτη, και τώρα θα αφίσετε αυτούς να κατέχουν ξένη χώρα και να κάνουν πράγματα τέτοια που θ' αναγκάσουν όλο τον κόσμο να σας νομίση κακούς;

Το δε φοβερώτερο απ' όλα θα ήταν, εάν σας φαινόταν ότι πρέπει, εκείνους μεν που υπήρξαν συνεχώς με τους Λακεδαιμονίους, να τους βοηθήτε, όταν αυτοί τους επιβάλλουν κάτι αντίθετο προς τις συμφωνίες, εμάς όμως, που τον περισσότερο καιρό είμαστε διαρκώς μαζί σας και μόνο στον τελευταίο πόλεμο αναγκαστήκαμε να βρεθούμε με τους Λακεδαιμονίους, να μας αφίσετε ―γι' αυτόν μόνο το λόγο― να είμαστε στην πιο αξιολύπητη κατάσταση, στην οποία βρέθηκαν ποτέ άνθρωποι. Γιατί πράγματι, ποιους θα μπορούσε να βρη κανείς πιο δυστυχισμένους από μας που χάσαμε σε μια μέρα και την πατρίδα μας και τη γη μας και τα χρήματά μας, και τώρα, στερούμενοι και τα πιο αναγκαία πράγματα, γυρίζουμε σαν ζητιάνοι περιπλανώμενοι, μη ξέροντας πού να στραφούμε κι' υποφέροντας σ' όποιο μέρος κι' αν καταφύγουμε. Διότι, κι' όταν εύρωμε εκεί δυστυχισμένους ανθρώπους, πονούμε, αφού αναγκαζόμαστε, εκτός των δικών μας κακών, να συμμετέχωμε και στων άλλων τις θλίψεις· κι' όταν πάλι έλθωμε σ' ευτυχισμένους, υποφέρουμε ακόμη περισσότερο· όχι βέβαια γιατί φθονούμε τα αγαθά των άλλων, αλλά γιατί κοντά στις ευτυχίες των, αισθανόμεθα βαθύτατα τις συμφορές μας. Τις συμφορές αυτές που εξαιτίας των ούτε μια μέρα δεν περνούμε χωρίς δάκρυ, αλλά πενθούμε καθημερινά το χαμό της πατρίδας μας και θρηνούμε για την ανατροπή που μας ηύρε. <Αλήθεια>, ποια θαρρείτε πως είναι η ψυχική μας διάθεση, όταν βλέπωμε και τους γονείς μας να περνούν δυστυχισμένα γηρατειά, και τα παιδιά μας ν' ανατρέφονται όχι όπως ελπίσαμε κάποτε, παρά να γίνωνται δούλοι εξ αιτίας μικροδανείων, ή να πηγαίνουν υπηρέτες, κι' άλλα πάλι ν' αγωνίζωνται για το καθημερινό τους ψωμάκι μ' όποιο τρόπο μπορούν, με τρόπο δηλαδή που δεν ταιριάζει ούτε στα έργα των προγόνων τους, ούτε στην ηλικία τους ούτε στην ατομική μας υπερηφάνεια; Και το πιο σπαραχτικό απ' όλα, να βλέπη κανείς να χωρίζωνται όχι μόνο πολίτες από συμπολίτες, αλλά και γυναίκες απ' τους άνδρες τους και κορίτσια απ' τις μητέρες τους, κι' όλοι οι συγγενικοί δεσμοί να διαλύωνται, όπως συνέβη σε πολλούς απ' τους συμπολίτες μας λόγω της δυστυχίας. Γιατί αφού ο κοινός μας βίος χάθηκε, έκανε τον καθένα μας μονάχα στον εαυτό του να στηρίζη τις ελπίδες του. Πιστεύω δε ότι δεν αγνοείτε και τις άλλες ταπεινώσεις που φέρνει η φτώχεια κι' η εξορία, ταπεινώσεις που εμείς βέβαια μέσα στην ψυχή μας τις νιώθουμε βαρύτερ' απ' τους άλλους, αλλά στις συζητήσεις μας τις παραλείπομε, γιατί ντρεπόμαστε να εξετάζωμε τις ατυχίες μας σε όλες τους τις λεπτομέρειες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου