ΙΣΟΚΡ 14.1–6
Προοίμιον: επιζητώντας την εύνοια των Αθηναίων – Έκκληση για παροχή βοήθειας
Βρισκόμαστε στα 374/3 π.Χ., εποχή ακμής της Θήβας. Αν και σύμμαχοι με τους Αθηναίους, οι Θηβαίοι θέλησαν να προλάβουν τη συμμαχία των Πλαταιών με την Αθήνα. Έτσι, επιτέθηκαν εναντίον της γειτονικής τους πόλης, την κατέστρεψαν και ανάγκασαν τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν. Ομιλητής είναι ένας ανώνυμος κάτοικος των Πλαταιών, που ζητά την αρωγή των Αθηναίων προς την πατρίδα του.
[1] Εἰδότες ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ τοῖς ἀδικουμέ-
νοις προθύμως βοηθεῖν εἰθισμένους καὶ τοῖς εὐεργέταις
μεγίστην χάριν ἀποδιδόντας, ἥκομεν ἱκετεύσοντες μὴ
περιιδεῖν ἡμᾶς εἰρήνης οὔσης ἀναστάτους ὑπὸ Θηβαίων
γεγενημένους. πολλῶν δ’ ἤδη πρὸς ὑμᾶς καταφυγόντων
καὶ διαπραξαμένων ἅπανθ’ ὅσων ἐδεήθησαν, ἡγούμεθα
μάλισθ’ ὑμῖν προσήκειν περὶ τῆς ἡμετέρας πόλεως ποιήσα-
σθαι πρόνοιαν· [2] οὔτε γὰρ ἂν ἀδικώτερον οὐδένας
ἡμῶν εὕροιτε τηλικαύταις συμφοραῖς περιπεπτωκότας, οὔτ’
ἐκ πλείονος χρόνου πρὸς τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκειότερον
διακειμένους. ἔτι δὲ τοιούτων δεησόμενοι πάρεσμεν ἐν
οἷς κίνδυνος μὲν οὐδεὶς ἔνεστιν, ἅπαντες δ’ ἄνθρωποι
νομιοῦσιν ὑμᾶς πειθομένους ὁσιωτάτους καὶ δικαιοτάτους
εἶναι τῶν Ἑλλήνων.
[3] Εἰ μὲν οὖν μὴ Θηβαίους ἑωρῶμεν ἐκ παντὸς τρόπου
παρεσκευασμένους πείθειν ὑμᾶς, ὡς οὐδὲν εἰς ἡμᾶς ἐξη-
μαρτήκασι, διὰ βραχέων ἂν ἐποιησάμεθα τοὺς λόγους·
ἐπειδὴ δ’ εἰς τοῦθ’ ἥκομεν ἀτυχίας ὥστε μὴ μόνον ἡμῖν
εἶναι τὸν ἀγῶνα πρὸς τούτους, ἀλλὰ καὶ τῶν ῥητόρων πρὸς
τοὺς δυνατωτάτους, οὓς ἀπὸ τῶν ἡμετέρων αὑτοῖς οὗτοι
παρεσκευάσαντο συνηγόρους, ἀναγκαῖον διὰ μακροτέρων
δηλῶσαι περὶ αὐτῶν.
[4] Χαλεπὸν μὲν οὖν μηδὲν καταδεέστερον εἰπεῖν ὧν
πεπόνθαμεν· ποῖος γὰρ ἂν λόγος ἐξισωθείη ταῖς ἡμετέραις
δυσπραξίαις, ἢ τίς ἂν ῥήτωρ ἱκανὸς γένοιτο κατηγορῆσαι
τῶν Θηβαίοις ἡμαρτημένων; ὅμως δὲ πειρατέον οὕτως
ὅπως ἂν δυνώμεθα φανερὰν καταστῆσαι τὴν τούτων παρα-
νομίαν. [5] πολὺ δὲ μάλιστ’ ἀγανακτοῦμεν ὅτι τοσούτου
δέομεν τῶν ἴσων ἀξιοῦσθαι τοῖς ἄλλοις Ἕλλησιν, ὥστ’
εἰρήνης οὔσης καὶ συνθηκῶν γεγενημένων οὐχ ὅπως τῆς
κοινῆς ἐλευθερίας μετέχομεν, ἀλλ’ οὐδὲ δουλείας μετρίας
τυχεῖν ἠξιώθημεν.
[6] Δεόμεθ’ οὖν ὑμῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μετ’ εὐνοίας
ἀκροάσασθαι τῶν λεγομένων, ἐνθυμηθέντας ὅτι πάντων ἂν
ἡμῖν ἀλογώτατον εἴη συμβεβηκός, εἰ τοῖς μὲν ἅπαντα τὸν
χρόνον δυσμενῶς πρὸς τὴν πόλιν ὑμῶν διακειμένοις αἴτιοι
γεγένησθε τῆς ἐλευθερίας, ἡμεῖς δὲ μηδ’ ἱκετεύοντες ὑμᾶς
τῶν αὐτῶν τοῖς ἐχθίστοις τύχοιμεν.
***
Πολίτες των Αθηνών, επειδή ξέρομε ότι συνηθίζετε, και τους αδικουμένους πρόθυμα να βοηθάτε και στους ευεργέτες σας ν' ανταποδίδετε με το παραπάνω την ευεργεσία τους, ήλθαμε για να σας παρακαλέσωμε να μη μείνετε αδιάφοροι βλέποντας πως οι Θηβαίοι, αν και είναι ειρήνη, εν τούτοις κατέλαβαν την πατρίδα μας και μας έδιωξαν. Κι' αφού πολλοί ως τώρα κατέφυγαν σε σας και πέτυχαν ολ' αυτά για τα οποία σας παρεκάλεσαν, νομίζομε πως για τη δική μας την πόλη αξίζει να ενδιαφερθήτε πολύ περισσότερο. Γιατ' ειν' αδύνατο να βρήτε ανθρώπους που έχουν πάθει, πιο άδικα από μας, τόσο μεγάλες συμφορές ή που να έχουν προς την πόλη σας φιλικές διαθέσεις περισσότερο καιρό απ' όσο έχομ' εμείς. Κι' εκτός αυτού, έχουμ' έλθει για να σας ζητήσωμε πράγματα τέτοια, στα οποία δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος. Ίσα–ίσα μάλιστα, εάν τα δεχθήτε, ολ' οι άνθρωποι θα πιστέψουν πως εσείς είσθε οι πιο ευσεβείς και οι πιο δίκαιοι απ' όλους τους Έλληνας.
Αν λοιπόν τώρα δεν εβλέπαμε πως οι Θηβαίοι είναι με κάθε τρόπο προετοιμασμένοι για να σας πείσουν πως δε μας έκαμαν κανένα κακό, θα προσπαθούσαμε να σας πούμε λίγα μόνο λόγια. Επειδή όμως η ατυχία μας έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην αγωνιζώμεθα προς τούτους (τους Θηβαίους), αλλά και προς τους πιο δυνατούς ρήτορας, τους οποίους αυτοί με τα δικά μας χρήματα τους έκαμαν συνηγόρους των, ειν' ανάγκη να μιλήσωμε γι' αυτά διεξοδικώτερα.
Εν πρώτοις, είναι βέβαια δύσκολο να διηγηθούμε τα παθήματά μας κατά τρόπον όχι κατώτερο της πραγματικότητος. Διότι ποιος λόγος θα μπορούσε ν' αποδώση ακριβώς τις δυστυχίες μας ή ποιος ρήτορας θα ήταν ικανός να κατηγορήση <όσο αξίζει> τα εγκλήματα των Θηβαίων; Εν τούτοις πρέπει να προσπαθήσωμε, με όποια μέσα διαθέτομε, να φανερώσωμε την παρανομία αυτών των ανθρώπων. Εκείνο δε που μας κάνει ν' αγανακτούμε πάρα πολύ, είναι ότι τόσο πολύ απέχομε από το να 'χωμε ίσα δικαιώματα με τους άλλους Έλληνας, ώστε αν και είναι ειρήνη και μολονότι έχουν γίνει συνθήκες, εν τούτοις όχι μόνο δεν απολαμβάνομε κι' εμείς την κοινή ελευθερία, αλλά ούτε μια υποφερτή τουλάχιστον δουλεία αξιωθήκαμε να πάθωμε.
Σας παρακαλούμε λοιπόν, πολίτες Αθηναίοι, ν' ακούσετε τα λόγια μας με καλωσύνη, έχοντας υπ' όψη σας ότι για μας θα ήταν υπερβολικά παράλογο γεγονός, αν συνέβαινε σ' εκείνους μεν που ετήρησαν πάντοτ' εχθρική στάση προς την πόλη σας να έχετε γίνει αίτιοι της ελευθερίας των, εμείς δε ούτε παρακαλώντας να μην πετύχωμε από σας αυτά που πέτυχαν οι χειρότεροί σας εχθροί.
Πολίτες των Αθηνών, επειδή ξέρομε ότι συνηθίζετε, και τους αδικουμένους πρόθυμα να βοηθάτε και στους ευεργέτες σας ν' ανταποδίδετε με το παραπάνω την ευεργεσία τους, ήλθαμε για να σας παρακαλέσωμε να μη μείνετε αδιάφοροι βλέποντας πως οι Θηβαίοι, αν και είναι ειρήνη, εν τούτοις κατέλαβαν την πατρίδα μας και μας έδιωξαν. Κι' αφού πολλοί ως τώρα κατέφυγαν σε σας και πέτυχαν ολ' αυτά για τα οποία σας παρεκάλεσαν, νομίζομε πως για τη δική μας την πόλη αξίζει να ενδιαφερθήτε πολύ περισσότερο. Γιατ' ειν' αδύνατο να βρήτε ανθρώπους που έχουν πάθει, πιο άδικα από μας, τόσο μεγάλες συμφορές ή που να έχουν προς την πόλη σας φιλικές διαθέσεις περισσότερο καιρό απ' όσο έχομ' εμείς. Κι' εκτός αυτού, έχουμ' έλθει για να σας ζητήσωμε πράγματα τέτοια, στα οποία δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος. Ίσα–ίσα μάλιστα, εάν τα δεχθήτε, ολ' οι άνθρωποι θα πιστέψουν πως εσείς είσθε οι πιο ευσεβείς και οι πιο δίκαιοι απ' όλους τους Έλληνας.
Αν λοιπόν τώρα δεν εβλέπαμε πως οι Θηβαίοι είναι με κάθε τρόπο προετοιμασμένοι για να σας πείσουν πως δε μας έκαμαν κανένα κακό, θα προσπαθούσαμε να σας πούμε λίγα μόνο λόγια. Επειδή όμως η ατυχία μας έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην αγωνιζώμεθα προς τούτους (τους Θηβαίους), αλλά και προς τους πιο δυνατούς ρήτορας, τους οποίους αυτοί με τα δικά μας χρήματα τους έκαμαν συνηγόρους των, ειν' ανάγκη να μιλήσωμε γι' αυτά διεξοδικώτερα.
Εν πρώτοις, είναι βέβαια δύσκολο να διηγηθούμε τα παθήματά μας κατά τρόπον όχι κατώτερο της πραγματικότητος. Διότι ποιος λόγος θα μπορούσε ν' αποδώση ακριβώς τις δυστυχίες μας ή ποιος ρήτορας θα ήταν ικανός να κατηγορήση <όσο αξίζει> τα εγκλήματα των Θηβαίων; Εν τούτοις πρέπει να προσπαθήσωμε, με όποια μέσα διαθέτομε, να φανερώσωμε την παρανομία αυτών των ανθρώπων. Εκείνο δε που μας κάνει ν' αγανακτούμε πάρα πολύ, είναι ότι τόσο πολύ απέχομε από το να 'χωμε ίσα δικαιώματα με τους άλλους Έλληνας, ώστε αν και είναι ειρήνη και μολονότι έχουν γίνει συνθήκες, εν τούτοις όχι μόνο δεν απολαμβάνομε κι' εμείς την κοινή ελευθερία, αλλά ούτε μια υποφερτή τουλάχιστον δουλεία αξιωθήκαμε να πάθωμε.
Σας παρακαλούμε λοιπόν, πολίτες Αθηναίοι, ν' ακούσετε τα λόγια μας με καλωσύνη, έχοντας υπ' όψη σας ότι για μας θα ήταν υπερβολικά παράλογο γεγονός, αν συνέβαινε σ' εκείνους μεν που ετήρησαν πάντοτ' εχθρική στάση προς την πόλη σας να έχετε γίνει αίτιοι της ελευθερίας των, εμείς δε ούτε παρακαλώντας να μην πετύχωμε από σας αυτά που πέτυχαν οι χειρότεροί σας εχθροί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου