Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (20.1-20.53)

Ραψωδία υ' Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας


Αὐτὰρ ὁ ἐν προδόμῳ εὐνάζετο δῖος Ὀδυσσεύς·
κὰμ μὲν ἀδέψητον βοέην στόρεσ᾽, αὐτὰρ ὕπερθεν
κώεα πόλλ᾽ ὀΐων, τοὺς ἱρεύεσκον Ἀχαιοί·
Εὐρυνόμη δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι.
5 ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς μνηστῆρσι κακὰ φρονέων ἐνὶ θυμῷ
κεῖτ᾽ ἐγρηγορόων· ταὶ δ᾽ ἐκ μεγάροιο γυναῖκες
ἤϊσαν, αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ,
ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι.
τοῦ δ᾽ ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι·
10 πολλὰ δὲ μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ἠὲ μεταΐξας θάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ,
ἦ ἔτ᾽ ἐῷ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μιγῆναι
ὕστατα καὶ πύματα, κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει.
ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα
15 ἄνδρ᾽ ἀγνοιήσασ᾽ ὑλάει μέμονέν τε μάχεσθαι,
ὥς ῥα τοῦ ἔνδον ὑλάκτει ἀγαιομένου κακὰ ἔργα·
στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ·
«τέτλαθι δή, κραδίη· καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης,
ἤματι τῷ ὅτε μοι μένος ἄσχετος ἤσθιε Κύκλωψ
20 ἰφθίμους ἑτάρους· σὺ δ᾽ ἐτόλμας, ὄφρα σε μῆτις
ἐξάγαγ᾽ ἐξ ἄντροιο ὀϊόμενον θανέεσθαι.»
Ὣς ἔφατ᾽, ἐν στήθεσσι καθαπτόμενος φίλον ἦτορ·
τῷ δὲ μάλ᾽ ἐν πείσῃ κραδίη μένε τετληυῖα
νωλεμέως· ἀτὰρ αὐτὸς ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα.
25 ὡς δ᾽ ὅτε γαστέρ᾽ ἀνὴρ πολέος πυρὸς αἰθομένοιο,
ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος, ἔνθα καὶ ἔνθα
αἰόλλῃ, μάλα δ᾽ ὦκα λιλαίεται ὀπτηθῆναι,
ὣς ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα ἑλίσσετο μερμηρίζων,
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει
30 μοῦνος ἐὼν πολέσι. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη
οὐρανόθεν καταβᾶσα· δέμας δ᾽ ἤϊκτο γυναικί·
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«τίπτ᾽ αὖτ᾽ ἐγρήσσεις, πάντων περὶ κάμμορε φωτῶν;
οἶκος μέν τοι ὅδ᾽ ἐστί, γυνὴ δέ τοι ἥδ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
35 καὶ πάϊς, οἷόν πού τις ἐέλδεται ἔμμεναι υἷα.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες·
ἀλλά τί μοι τόδε θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει,
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω,
40 μοῦνος ἐών· οἱ δ᾽ αἰὲν ἀολλέες ἔνδον ἔασι.
πρὸς δ᾽ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζω·
εἴ περ γὰρ κτείναιμι Διός τε σέθεν τε ἕκητι,
πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; τά σε φράζεσθαι ἄνωγα.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
45 «σχέτλιε, καὶ μέν τίς τε χερείονι πείθεθ᾽ ἑταίρῳ,
ὅς περ θνητός τ᾽ ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν·
αὐτὰρ ἐγὼ θεός εἰμι, διαμπερὲς ἥ σε φυλάσσω
ἐν πάντεσσι πόνοις. ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν·
εἴ περ πεντήκοντα λόχοι μερόπων ἀνθρώπων
50 νῶϊ περισταῖεν, κτεῖναι μεμαῶτες Ἄρηϊ,
καί κεν τῶν ἐλάσαιο βόας καὶ ἴφια μῆλα.
ἀλλ᾽ ἑλέτω σε καὶ ὕπνος· ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν
πάννυχον ἐγρήσσοντα, κακῶν δ᾽ ὑποδύσεαι ἤδη.»

***
Τότε στον πρόδομο επήγε να πλαγιάσει ο θείος Οδυσσέας.
Έστρωσε κάτω αδούλευτο βοδίσιο δέρμα, πάνω του έριξε
πολλές προβιές — από τα πρόβατα που σφάζουν οι Αχαιοί στο γλέντι τους·
σαν έγειρε να κοιμηθεί, τον σκέπασε η Ευρυνόμη με μια κάπα.
Αλλά εκείνος πλαγιασμένος αγρυπνούσε, ο νους του μελετούσε
πώς θα χαλάσει τους μνηστήρες· οπότε βλέπει και τις δούλες να βγαίνουν
έξω απ᾽ το παλάτι, όσες συνήθιζαν και πριν με τους μνηστήρες
να κοιμούνται, όλο γελάκια και χαρούλες μεταξύ τους.
10 Πήγε να σπάσει στα στήθη η καρδιά του, μην ξέροντας τι να διαλέξει ο νους του:
να πεταχτεί ξοπίσω τους, μια μια να τις σκοτώσει;
να τις αφήσει να κυλιστούν στον έρωτα με τους ξετσίπωτους μνηστήρες,
για τελευταία κι ύστατη φορά; Σκύλιαζε μέσα του η καρδιά.
Πώς, γύρω στ᾽ άπλερά της κουταβάκια, γαβγίζει η σκύλα
τον ξένο που δεν ξέρει, έτοιμη να χυμήξει πάνω του,
όμοια κι εκείνος γάβγιζε, έβραζε ο θυμός με την ξεδιαντροπιά τους.
Μιλώντας τότε τα ᾽βαλε με την καρδιά του, τα στήθη του χτυπώντας:
«Καρδιά μου, κράτα! Κράτησες άλλοτε και πιο σκυλίσιο πόνο,
όταν ο Κύκλωπας, άγριος κι ασυγκράτητος, σου έφαγε
20 γενναίους συντρόφους· κι όμως εσύ δεν δείλιασες, ώσπου
το κοφτερό μυαλό σου σ᾽ έβγαλε έξω απ᾽ τη σπηλιά, κι ας βρέθηκες
στο χείλος του χαμού.»
Έτσι μιλώντας, μάλωνε με την καρδιά του, κι αυτή τον άκουσε
και συγκρατήθηκε, να μην ξεσπάσει η τόση οργή της.
Ο ίδιος όμως τώρα στριφογύριζε στο στρώμα του σαν σβούρα.
Πώς κάποιος, σε φωτιά αναμμένη που φουντώνει, βάζει
σπληνάντερο, ξίγκι γεμάτο κι αίμα, και σβέλτα το γυρίζει,
μια από δω μια από κει, καθώς ορέγεται το γρηγορότερο
ψημένο να το δει· έτσι κι αυτός, γυρίζοντας συνέχεια πλευρό, στριφογυρνούσε,
γιατί τον τυραννούσε η σκέψη πώς θα μπορέσει χέρι
να βάλει στους ξεδιάντροπους μνηστήρες, μόνος αυτός με τους πολλούς.
30 Φάνηκε τότε πλάι του η Αθηνά· τον ουρανό αφήνοντας,
την όψη παίρνοντας θνητής γυναίκας, στάθηκε
πάνω απ᾽ το κεφάλι του κι έτσι του μίλησε:
«Μου μένεις πάλι ξάγρυπνος, του κόσμου εσύ ο πιο δυστυχισμένος;
Μα να το σπίτι σου, να τη η γυναίκα σου μέσα στο σπίτι,
να τος κι ο γιος σου, τέτοιος που θα τον ζήλευε κάθε πατέρας.»
Της αποκρίθηκε με το πανέξυπνο μυαλό του ο Οδυσσέας:
«Το παραδέχομαι, θεά, όλα τα λόγια σου σωστά και μετρημένα.
Όμως εμένα ο νους μου ταλαντεύεται, η σκέψη μου απορεί
πώς θα μπορέσω να βάλω χέρι στους ξετσίπωτους μνηστήρες,
40 μόνος εγώ, κι αυτοί πολλοί και μαζωμένοι εδώ.
Αλλά και κάτι ακόμη, μεγάλο και βαρύ, τον νου μου βασανίζει·
αν κατορθώσω να σκοτώσω τους μνηστήρες, με του Διός
και τη δική σου θέληση, πού θα μπορούσα καταφύγιο να βρω;
Θέλω ν᾽ ακούσω τη δική σου σκέψη.»
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Κεφάλι αγύριστο, κάποιος στη θέση σου θα είχε εμπιστοσύνη
ακόμη και σε φίλο του κατώτερο, άντρα θνητό που το μυαλό του
δεν δουλεύει τόσο· όμως εγώ είμαι θεά, νύχτα και μέρα παραμένω
φύλακάς σου σε κάθε αγώνα κι αγωνία σου. Τώρα ωστόσο καθαρά
θα σου μιλήσω: πες πως μας ζώνουν, εμάς τους δύο, πενήντα φάρες
50 βροτών που φλέγονται να μας σκοτώσουν πολεμώντας,
λοιπόν θα το κατόρθωνες εσύ μαζί μου ν᾽ αρπάξεις και τα βόδια τους
και τα θρεμμένα αρνιά τους!
Αλλά καιρός ο ύπνος να σε πάρει· είναι ανυπόφορο να ξαγρυπνά
κάποιος όλη τη νύχτα· λέω πως σύντομα θα αναδυθείς
απ᾽ τον βυθό της συμφοράς σου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου