Ο όρος Ψυχολογία του Βάθους χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες εστιάζουν στις ασυνείδητες ψυχικές διεργασίες προκειμένου να εξηγήσουν τις συμπεριφορές και τα βιώματα των ανθρώπων.
Χρησιμοποιούν το ίδιο μοντέλο του ασυνείδητου νου ως πηγή θεραπείας και εξατομίκευσης.
Η κεντρική ιδέα της Ψυχολογίας του Βάθους έγκειται στην ισχυρή επίδραση των ασυνείδητων διεργασιών πάνω στα συνειδητά ψυχικά βιώματα, τα οποία και προκύπτουν ως αποτέλεσμα του ελέγχου των παρορμήσεων και της επίλυσης των εσωτερικών συγκρούσεων.
Οι ψυχοθεραπευτικές τεχνικές της κατεύθυνσης αυτής επιθυμούν να συμπεριλάβουν την εξερεύνηση βαθύτερων συγκρούσεων και συμπλεγμάτων, απωθημένων επιθυμιών και συναισθημάτων, τη μελέτη των ονείρων και των αρχέτυπων.
Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται μέσω της αναδρομής στο – φωτεινό ή σκοτεινό- παρελθόν, μέσα από την προσέγγιση της βιογραφίας του θεραπευόμενου.
Ο όρος Ψυχολογία του Βάθους χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Ελβετό ψυχίατρο Eugen Bleuler, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει μέσω των εννοιών του ασυνειδήτου και των απωθημένων συγκρούσεων, τη συμπτωματολογία της ψύχωσης.
Οι απαρχές της Ψυχολογίας του Βάθους τοποθετούνται ουσιαστικά στη δημιουργία της ψυχαναλυτικής σχολής από τον πατέρα της ψυχανάλυσης Sigmund Freud, ο οποίος και μελέτησε συστηματικά τις προαναφερόμενες έννοιες. Εκτός από την Ψυχανάλυση, στους κόλπους της Ψυχολογίας του Βάθους ανήκουν η Αναλυτική Ψυχολογία, που προέκυψε από τις ιδέες του Ελβετού ψυχιάτρου Carl Gustav Jung, καθώς και η Ατομική Ψυχολογία, που βασίζεται στη θεωρία του Αυστριακού Ψυχιάτερου Alfred Adler.
Η κινητήριος δύναμη των ασυνείδητων ψυχικών διεργασιών, η οποία εν τέλει θα οδηγήσει στο συνειδητό βίωμα είναι μία ειδοποιός διαφορά των τριών προαναφερόμενων σχολών: Ο Freud εστιάζει στα σεξουαλικά ένστικτα, ο Jung σε μία απροσδιόριστη ορμή ενώ ο Adler στην ανάγκη για εξουσία.
Ο Jung θεωρούσε πως το έργο του Freud πάνω στην Ερμηνεία των Ονείρων ήταν η πληρέστερη προσπάθεια που έγινε για να κατακτηθεί το αίνιγμα της ασυνείδητης ψυχής.
Η ρήξη των δύο επήλθε μέσα από τις διαφωνίες τους πάνω σε θέματα σεξουαλικότητας, ερμηνείας των ονείρων αλλά και πάνω ως προς το θέμα της θρησκείας. Ο Adler είχε επίσης διατελέσει μέλος του κύκλου του Freud αλλά ίδρυσε εντέλει τη δική του σχολή ατομικής ψυχολογίας, τονίζοντας τη θεμελιακή ανάγκη του ατόμου για σπουδαιότητα, η οποία ερμηνεύει σημαντικές όψεις της νεύρωσης.
Οι ουσιαστικές διαφορές αφορούν στην πρακτική πλευρά της θεραπευτικής διαδικασίας. Με εξαίρεση την κλασική ψυχανάλυση, η ψυχολογία του Βάθους στοχεύει σε κάποιο χρονικό όριο και προσπαθεί εξαιτίας αυτού να εστιάσει στο ψυχοθεραπευτικό αίτημα και στη συμπτωματολογία του ασθενή και όχι σε μία γενικότερη ενδοσκόπηση.
Χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές αναλόγως του προβλήματος και δεν υπάρχει το θεραπευτικό πλαίσιο απουσίας οπτικής επαφής προς το θεραπευτή, καθώς εκείνος κάθεται απέναντι από το θεραπευόμενο ενώ απουσιάζει και το στοιχείο “ντιβάνι”.
Υπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις έννοιες, οι οποίες είναι κοινές για τις θεραπευτικές κατευθύνσεις της Ψυχολογίας του Βάθους:
Το ασυνείδητο:
Η Ψυχολογία του Βάθους βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα δυναμικό ασυνείδητο κομμάτι του ψυχισμού, το οποίο επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τα ψυχικά μας βιώματα. Πρόκειται για την περιοχή του αγνώστου στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.
Πολλές νοητικές διεργασίες γίνονται υποσυνείδητα και υπόκεινται σε άλλους νόμους και κανόνες από ό,τι το συνειδητό κομμάτι του εαυτού μας, οι οποίοι και δεν έχουν καμία σχέση με τη “λογική”.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της επίδρασης των ασυνείδητων διεργασιών και της “εμφάνισής” τους στα ψυχικά μας βιώματα είναι τα όνειρα, η λανθάνουσα γλώσσα, οι ψυχικοί μηχανισμοί άμυνας όπως η προβολή.
Ο Freud θεωρούσε ότι τα όνειρα μεταμφιέζουν σκόπιμα τις έννοιές τους ενώ ο Jung ότι η φύση των ονείρων είναι να παρουσιάζουν αυθόρμητα, με συμβολική μορφή, την πραγματική κατάσταση του ασυνείδητου. Υποστήριξε ότι τα όνειρα μιλούν τη συμβολική γλώσσα των εικόνων και των μεταφορών, μια γλώσσα που συνιστά φυσική έκφραση του ασυνείδητου.
Στο ασυνείδητο εδρεύουν οι απωθημένες οδυνηρές σκέψεις, συγκρούσεις και οι κύριες ορμές ή τα ένστικτα του ατόμου. Ό,τι θεωρούμε ότι έχουμε ξεχάσει, ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις αλλά όχι με το συνειδητό νου, όσα παίρνουν σχήμα και αναδύονται κάποτε στη συνείδηση, αποτελούσαν ή αποτελούν περιεχόμενο του ασυνείδητου.
Απώθηση:
Ο Freud όρισε την απώθηση ως ένα μηχανισμό άμυνας του Εγώ, ο οποίος στοχεύει στην επίλυση ενδοψυχικών συγκρούσεων, διώχνοντας ουσιαστικά συναισθηματικά επώδυνες αναμνήσεις από το συνειδητό.
Μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση:
Ο όρος “μεταβίβαση” αφορά στην ανακατεύθυνση και προβολή σε κάποιο πρόσωπο προσδοκιών, επιθυμιών, φόβων ή γενικά αντιλήψεων που σχηματίστηκαν στα πλαίσια πρώιμων σημαντικών σχέσεων. Οι προσδοκίες και γενικά τα συναισθήματα αυτά σχηματίζουν ένα πρότυπο, το οποίο αναβιώνεται όταν το σχεσιακό μοτίβο έχει δομή παρόμοια με αυτή της πρώιμης σχέσης, π.χ. σχέση με τον πατέρα- με τον προϊστάμενο στη δουλειά.
Στην κλασική- φροϊδική ψυχαναλυτική θεραπεία, η ανάπτυξη μεταβιβαστικής σχέσης προς τον αναλυτή είναι επιθυμητή και απαραίτητο στοιχείο στη θεραπευτικής διαδικασίας.
Ο σκοπός είναι να αναβιώσει ο θεραπευόμενος στο πρόσωπο του θεραπευτή εσωτερικευμένα συναισθήματα που είχε για τους πρωταρχικούς φροντιστές και να καταφέρει να τα επεξεργαστεί μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία. Με τον όρο “αντιμεταβίβαση” περιγράφουμε στο πλαίσιο αυτό τη συναισθηματική αντίδραση του θεραπευτή.
Παρόλα αυτά, η μεταβίβαση παλαιών σχεσιακών προτύπων, τα οποία μας στιγμάτισαν, δε συμβαίνει μόνο στο πλαίσιο της αναλυτικής διαδικασίας αλλά λίγο- πολύ σε όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Η βαρύτητα της πρώιμης παιδικής ηλικίας:
Σε όλες τις θεραπευτικές κατευθύνσεις της ψυχολογίας του βάθους επικρατεί η αντίληψη ότι η πρώιμη παιδική ηλικία καθορίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας μας. Κατ΄επέκταση, οι αιτίες των ψυχικών διαταραχών αναζητούνται στην πρώιμη παιδική ηλικία και στην αλληλεπίδραση του τότε παιδιού με τους βασικούς φροντιστές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου