δάκρυ᾽ ἀναπρήσας· οἶκτος δ᾽ ἕλε λαὸν ἅπαντα.
ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν, οὐδέ τις ἔτλη
Τηλέμαχον μύθοισιν ἀμείψασθαι χαλεποῖσιν·
Ἀντίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπε·
85 «Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες
ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι.
σοὶ δ᾽ οὔ τι μνηστῆρες Ἀχαιῶν αἴτιοί εἰσιν,
ἀλλὰ φίλη μήτηρ, ἥ τοι περὶ κέρδεα οἶδεν.
ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ᾽ εἶσι τέταρτον,
90 ἐξ οὗ ἀτέμβει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν.
πάντας μέν ἔλπει, καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ,
ἀγγελίας προϊεῖσα· νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.
ἡ δὲ δόλον τόνδ᾽ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε·
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
95 λεπτὸν καὶ περίμετρον· ἄφαρ δ᾽ ἡμῖν μετέειπε·
κοῦροι, ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾽ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾽ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν
100 μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.
ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
105 νύκτας δ᾽ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο.
ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς·
ἀλλ᾽ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,
καὶ τήν γ᾽ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν.
110 ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾽, ὑπ᾽ ἀνάγκης·
σοὶ δ᾽ ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται, ἵν᾽ εἰδῇς
αὐτὸς σῷ θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί·
μητέρα σὴν ἀπόπεμψον, ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι
τῷ ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁνδάνει αὐτῇ.
115 εἰ δ᾽ ἔτ᾽ ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας Ἀχαιῶν,
τὰ φρονέουσ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη,
ἔργα τ᾽ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλὰς
κέρδεά θ᾽, οἷ᾽ οὔ πώ τιν᾽ ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν,
τάων αἳ πάρος ἦσαν ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
120 Τυρώ τ᾽ Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη·
τάων οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ
ᾔδη· ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ᾽ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε.
τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ᾽ ἔδονται,
ὄφρα κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον, ὅν τινά οἱ νῦν
125 ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί. μέγα μὲν κλέος αὐτῇ
ποιεῖτ᾽, αὐτὰρ σοί γε ποθὴν πολέος βιότοιο·
ἡμεῖς δ᾽ οὔτ᾽ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾽ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
πρίν γ᾽ αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
130 «Ἀντίνο᾽, οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι
ἥ μ᾽ ἔτεχ᾽, ἥ μ᾽ ἔθρεψε· πατὴρ δ᾽ ἐμὸς ἄλλοθι γαίης,
ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκε· κακὸν δέ με πόλλ᾽ ἀποτίνειν
Ἰκαρίῳ, αἴ κ᾽ αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω.
ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων
135 δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ᾽ ἐρινῦς
οἴκου ἀπερχομένη· νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων
ἔσσεται· ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.
ὑμέτερος δ᾽ εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν,
ἔξιτέ μοι μεγάρων, ἄλλας δ᾽ ἀλεγύνετε δαῖτας
140 ὑμὰ κτήματ᾽ ἔδοντες ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.
εἰ δ᾽ ὑμῖν δοκέει τόδε λωΐτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ᾽· ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι.
145 νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.»
***
80 Τον λόγο του έκλεισε με οργίλο πάθος, στο χώμα ρίχνοντας
το σκήπτρο, γέμισαν δάκρυα τα μάτια του· όλο το πλήθος τότε
τον συμπόνεσε, οι πάντες έμειναν βουβοί κι αμίλητοι, κανείς δεν πήρε
θάρρος να μιλήσει στον Τηλέμαχο, να τον πικράνει κι άλλο με τα λόγια του.
Μόνος ο Αντίνοος βγήκε μπροστά και του αντιμίλησε:
«Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα, ακατάσχετε, τι λόγος που ξεστόμισες
να μας ντροπιάσεις, θέλοντας πάνω μας να ρίξεις τη βαριά μομφή σου!
Όχι, δεν είναι από τους Αχαιούς ένοχοι οι μνηστήρες·
φταίει η καλή σου μάνα, ξύπνια πολύ, παμπόνηρη.
Πέρασαν κιόλας χρόνοι τρεις, σε λίγο πάμε για τον τέταρτο,
90 αφότου εκείνη ξεγελά κι εξάπτει την όρεξη στων Αχαιών τα στήθη.
Ελπίδες δίνει σ᾽ όλους και στον καθένα χωριστά υποσχέσεις,
στέλνοντας τα μηνύματά της, αλλ᾽ άλλα ο νους της μελετά και θέλει.
Και να ποιον άλλο δόλο το μυαλό της έκλωθε:
στην πάνω κάμαρη έστησε μεγάλον αργαλειό, πήρε να υφαίνει
λεπτό φαντό κι υπέρμετρο, ενώ συγχρόνως μας εφώναξε για ν᾽ αναγγείλει:
«Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού είναι πια νεκρός ο θείος Οδυσσεύς·
κάνετε λίγη υπομονή, μόλο που τρέχετε πίσω απ᾽ τον γάμο μου,
ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν
χαμένες οι κλωστές μου.
Το υφαίνω σάβανο του σεβαστού Λαέρτη, στην ώρα που
100 μαύρη θα πέσει η μοίρα του θανάτου, για να τον καταλύσει η άσπλαχνη.
Να μη βρεθεί στον κόσμο μας κάποια γυναίκα να με ψέξει,
που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν με τόσα πλούτη στον καιρό του.»
Αυτά μας είπε, κι εμείς εμπιστευτήκαμε στα λόγια της
με την περήφανη καρδιά μας.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την κάθε μέρα, ύφαινε το μεγάλο της φαντό,
όμως το ξήλωνε τη νύχτα πλάι της έχοντας τις δάδες αναμμένες.
Έτσι για τρία χρόνια με τον δόλο της έπεισε και ξεγέλασε
τους Αχαιούς ανύποπτους.
Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές,
τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το ᾽ξερε καλά·
κι εμείς την πιάσαμε επ᾽ αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό —
110 οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη.
Τώρα λοιπόν ιδού η απόκριση που δίνουν οι μνηστήρες —
να την κρατείς, Τηλέμαχε, κι εσύ στον νου σου,
αλλ᾽ ας τη μάθουν και οι λοιποί Αχαιοί: διώξε τη μάνα σου,
και να της πεις να βρει γαμπρό,
όποιον συστήσει τελικά ο πατέρας της, να της αρέσει ωστόσο και της ίδιας.
Αν όμως επιμένει να βασανίζει κι άλλο τους γιους των Αχαιών,
αν συνεχίσει έτσι να σκέφτεται, όπως η Αθηνά τη στόλισε χωρίς φειδώ·
ν᾽ ασκεί την τέχνη σε περίκαλλα έργα, το ξύπνιο της μυαλό
σε πανουργίες, κάτι που δεν ακούσαμε να το ᾽χει ως τώρα άλλη γυναίκα,
μήτε στα χρόνια τα παλιά που ζούσαν καλλιπλόκαμες οι αχαιίδες
120 Τυρώ και Αλκμήνη, η καλλιστέφανη Μυκήνη —
καμιά απ᾽ αυτές δεν είχε τα νοήματα της Πηνελόπης,
κι όμως σε τούτο το επινόημά της δεν ευτύχησε.
Λοιπόν, τόσον καιρό θα τρώνε κι οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά σου και τα πλούτη,
όσο κι εκείνη συντηρεί τη γνώμη που οι θεοί τής έβαλαν
στα στήθη· σίγουρα κερδίζει η ίδια δόξα κι όνομα,
όμως εσένα θα σου λείψουν έτσι τα πολλά καλά σου.
Εμείς πάντως να ξέρεις πως δεν ξαναγυρνούμε στις δουλειές μας μήτε και πάμε
αλλού, προτού κι αυτή να παντρευτεί όποιο Αχαιό διαλέξει.»
Σ᾽ αυτόν ο φρόνιμος Τηλέμαχος ευθύς ανταποκρίθηκε:
130 «Αντίνοε, δεν γίνεται, παρά τη θέλησή της, από το σπίτι να τη διώξω
εκείνη που με γέννησε, εκείνη που μ᾽ ανάθρεψε. Όσο για τον πατέρα μου,
κάπου στα ξένα μπορεί να ζει, μπορεί να πέθανε. Κι είναι κακό,
αν τώρα πλήρωνα του Ικαρίου πολλά, για την περίπτωση που θα ξαπόστελνα
τη μάνα μου σ᾽ εκείνον μόνος μου·
γιατί κι απ᾽ τον πατέρα της θα βρω κακή ανταπόδοση, αλλά κι ένας θεός
θα ρίξει πάνω μου διπλό κακό, όταν η μάνα μου, αφήνοντας το σπίτι,
τις Ερινύες φωνάζοντας θα με καταραστεί· τότε κι οι άνθρωποι
θα μου φορτώσουν βαριά μομφή.
Γι᾽ αυτό κι εγώ δεν πρόκειται να ξεστομίσω τέτοιον λόγο.
Όμως κι εσείς, αν σας απόμεινε λίγη ντροπή,
αδειάστε μου πια το παλάτι, αλλού γυρέψετε τα φαγοπότια σας,
140 αλλάζοντας το ᾽να με τ᾽ άλλο σπίτι μεταξύ σας, τρώγοντας τα δικά σας πλούτη.
Αν όμως κρίνετε πως είναι συμφερότερο αυτό και δίκαιο,
ενός ανθρώπου να ξοδεύετε το βιος με δίχως πληρωμή,
εμπρός λοιπόν, ολοκληρώστε την καταστροφή. Αλλά κι εγώ επικαλούμαι
τους αθάνατους θεούς, ανίσως δώσει ο Δίας κάποτε
να πληρωθούν τα ανόσια έργα σας. Τότε θα βρείτε μέσα εδώ
τον όλεθρο, χωρίς κανένα χρέος πια.»
80 Τον λόγο του έκλεισε με οργίλο πάθος, στο χώμα ρίχνοντας
το σκήπτρο, γέμισαν δάκρυα τα μάτια του· όλο το πλήθος τότε
τον συμπόνεσε, οι πάντες έμειναν βουβοί κι αμίλητοι, κανείς δεν πήρε
θάρρος να μιλήσει στον Τηλέμαχο, να τον πικράνει κι άλλο με τα λόγια του.
Μόνος ο Αντίνοος βγήκε μπροστά και του αντιμίλησε:
«Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα, ακατάσχετε, τι λόγος που ξεστόμισες
να μας ντροπιάσεις, θέλοντας πάνω μας να ρίξεις τη βαριά μομφή σου!
Όχι, δεν είναι από τους Αχαιούς ένοχοι οι μνηστήρες·
φταίει η καλή σου μάνα, ξύπνια πολύ, παμπόνηρη.
Πέρασαν κιόλας χρόνοι τρεις, σε λίγο πάμε για τον τέταρτο,
90 αφότου εκείνη ξεγελά κι εξάπτει την όρεξη στων Αχαιών τα στήθη.
Ελπίδες δίνει σ᾽ όλους και στον καθένα χωριστά υποσχέσεις,
στέλνοντας τα μηνύματά της, αλλ᾽ άλλα ο νους της μελετά και θέλει.
Και να ποιον άλλο δόλο το μυαλό της έκλωθε:
στην πάνω κάμαρη έστησε μεγάλον αργαλειό, πήρε να υφαίνει
λεπτό φαντό κι υπέρμετρο, ενώ συγχρόνως μας εφώναξε για ν᾽ αναγγείλει:
«Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού είναι πια νεκρός ο θείος Οδυσσεύς·
κάνετε λίγη υπομονή, μόλο που τρέχετε πίσω απ᾽ τον γάμο μου,
ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν
χαμένες οι κλωστές μου.
Το υφαίνω σάβανο του σεβαστού Λαέρτη, στην ώρα που
100 μαύρη θα πέσει η μοίρα του θανάτου, για να τον καταλύσει η άσπλαχνη.
Να μη βρεθεί στον κόσμο μας κάποια γυναίκα να με ψέξει,
που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν με τόσα πλούτη στον καιρό του.»
Αυτά μας είπε, κι εμείς εμπιστευτήκαμε στα λόγια της
με την περήφανη καρδιά μας.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την κάθε μέρα, ύφαινε το μεγάλο της φαντό,
όμως το ξήλωνε τη νύχτα πλάι της έχοντας τις δάδες αναμμένες.
Έτσι για τρία χρόνια με τον δόλο της έπεισε και ξεγέλασε
τους Αχαιούς ανύποπτους.
Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές,
τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το ᾽ξερε καλά·
κι εμείς την πιάσαμε επ᾽ αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό —
110 οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη.
Τώρα λοιπόν ιδού η απόκριση που δίνουν οι μνηστήρες —
να την κρατείς, Τηλέμαχε, κι εσύ στον νου σου,
αλλ᾽ ας τη μάθουν και οι λοιποί Αχαιοί: διώξε τη μάνα σου,
και να της πεις να βρει γαμπρό,
όποιον συστήσει τελικά ο πατέρας της, να της αρέσει ωστόσο και της ίδιας.
Αν όμως επιμένει να βασανίζει κι άλλο τους γιους των Αχαιών,
αν συνεχίσει έτσι να σκέφτεται, όπως η Αθηνά τη στόλισε χωρίς φειδώ·
ν᾽ ασκεί την τέχνη σε περίκαλλα έργα, το ξύπνιο της μυαλό
σε πανουργίες, κάτι που δεν ακούσαμε να το ᾽χει ως τώρα άλλη γυναίκα,
μήτε στα χρόνια τα παλιά που ζούσαν καλλιπλόκαμες οι αχαιίδες
120 Τυρώ και Αλκμήνη, η καλλιστέφανη Μυκήνη —
καμιά απ᾽ αυτές δεν είχε τα νοήματα της Πηνελόπης,
κι όμως σε τούτο το επινόημά της δεν ευτύχησε.
Λοιπόν, τόσον καιρό θα τρώνε κι οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά σου και τα πλούτη,
όσο κι εκείνη συντηρεί τη γνώμη που οι θεοί τής έβαλαν
στα στήθη· σίγουρα κερδίζει η ίδια δόξα κι όνομα,
όμως εσένα θα σου λείψουν έτσι τα πολλά καλά σου.
Εμείς πάντως να ξέρεις πως δεν ξαναγυρνούμε στις δουλειές μας μήτε και πάμε
αλλού, προτού κι αυτή να παντρευτεί όποιο Αχαιό διαλέξει.»
Σ᾽ αυτόν ο φρόνιμος Τηλέμαχος ευθύς ανταποκρίθηκε:
130 «Αντίνοε, δεν γίνεται, παρά τη θέλησή της, από το σπίτι να τη διώξω
εκείνη που με γέννησε, εκείνη που μ᾽ ανάθρεψε. Όσο για τον πατέρα μου,
κάπου στα ξένα μπορεί να ζει, μπορεί να πέθανε. Κι είναι κακό,
αν τώρα πλήρωνα του Ικαρίου πολλά, για την περίπτωση που θα ξαπόστελνα
τη μάνα μου σ᾽ εκείνον μόνος μου·
γιατί κι απ᾽ τον πατέρα της θα βρω κακή ανταπόδοση, αλλά κι ένας θεός
θα ρίξει πάνω μου διπλό κακό, όταν η μάνα μου, αφήνοντας το σπίτι,
τις Ερινύες φωνάζοντας θα με καταραστεί· τότε κι οι άνθρωποι
θα μου φορτώσουν βαριά μομφή.
Γι᾽ αυτό κι εγώ δεν πρόκειται να ξεστομίσω τέτοιον λόγο.
Όμως κι εσείς, αν σας απόμεινε λίγη ντροπή,
αδειάστε μου πια το παλάτι, αλλού γυρέψετε τα φαγοπότια σας,
140 αλλάζοντας το ᾽να με τ᾽ άλλο σπίτι μεταξύ σας, τρώγοντας τα δικά σας πλούτη.
Αν όμως κρίνετε πως είναι συμφερότερο αυτό και δίκαιο,
ενός ανθρώπου να ξοδεύετε το βιος με δίχως πληρωμή,
εμπρός λοιπόν, ολοκληρώστε την καταστροφή. Αλλά κι εγώ επικαλούμαι
τους αθάνατους θεούς, ανίσως δώσει ο Δίας κάποτε
να πληρωθούν τα ανόσια έργα σας. Τότε θα βρείτε μέσα εδώ
τον όλεθρο, χωρίς κανένα χρέος πια.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου