Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (639-665)

ΣΙΚ. εἰσὶν θεοί, μὰ τὸν Διόνυσον. οὐ δίδως
640 λεβήτιον θύουσιν, ἱερόσυλε σύ,
ἀλλὰ φθονεῖς· ἔκπιθι τὸ φρέαρ εἰσπεσών,
ἵνα μηδ᾽ ὕδατος ἔχῃς μεταδοῦναι μηδενί.
νυνὶ μὲν αἱ Νύμφαι τετιμωρημέναι
εἴσ᾽ αὐτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ δικαίως· οὐδὲ εἷς
645 μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν.
ἱεροπρεπής πως ἐστὶν ἡμῶν ἡ τέχνη.
ἀλλ᾽ εἰ]ς τραπεζοποιὸν ὅ τι βούλει πόει.
ἀλλ᾽ ἆ]ρα μὴ τέθνηκεν; πάππαν φίλτατον
649 κλάο]υσ᾽ ἀποιμώζει τις. οὐδὲν τοῦτό γε
(desunt uersus fere iv)
654 δηλονότι καθ[
655 οὕτως ἀνιμης[
τὴν ὄψιν αὐτοῦ τ̣ι̣ν̣[
οἴεσθ᾽ ἔσεσθαι, πρὸς θεῶν, βεβ[αμ]μένου,
τρέμοντος; ἀστείαν. ἐγὼ μὲν ἡδέως
ἴδοιμ᾽ ἄν, ἄνδρες, νὴ τὸν Ἀπόλλω τουτονί.
660 ὑμεῖς δ᾽ ὑπὲρ τούτων, γυναῖκες, σπένδετε.
εὔχεσθε τὸν γέροντα σωθῆναι—κακῶς,
ἀνάπηρον ὄντα, χωλόν· οὕτω γίνεται
ἀλυπότατος γὰρ τῷδε γείτων τῷ θεῷ
καὶ τοῖς ἀεὶ θύουσιν. ἐπιμελὲς δέ μοι
665 τοῦτ᾽ ἐστίν, ἄν τις ἆρα μισθώσητ᾽ ἐμέ.

***
ΣΙΚ. (μόνος) Υπάρχουν, μά το Διόνυσο, θεοί.
Άνθρωποι που θυσιάζουνε, θεομπαίχτη,
640 καζάνι σού ζητούν και τους τ᾽ αρνιέσαι ·
τώρα, μες στο πηγάδι, ρούφα το όλο,
να μην μπορείς ούτε νερό να δίνεις.
Τον τιμωρούν οι Νύμφες όπως πρέπει
για τον τρόπο που φέρθηκε σ᾽ εμένα.
Μάγερα αν αδικήσεις, δεν ξεφεύγεις·
η τέχνη μας εμάς ιερόπρεπη είναι.
Τον τραπεζιέρη κάν᾽ τον ό,τι θέλεις.
Μην πέθανε; «Πατέρα, πατερούλη»
φωνάζει μια και κλαίει· μα τί με μέλει;
655 Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία
πως τα δυο παλικάρια θα τον σώσουν.
Αστεία που θα ᾽ναι η όψη του στ᾽ αλήθεια,
στην πόρτα εδώ μπροστά σα θα τον φέρουν,
ολάκερος να στάζει και να τρέμει.
Μέλι θα πιω, σα θα τον δω αντικρύ μου.
Στις γυναίκες που, ακούοντας το θόρυβο,
πρόβαλαν στην μπασιά του ιερού.

Κι εσείς για τούτον το σκοπό, γυναίκες,
660 προσφέρνετε σπονδές· μια δέηση κάντε
ο γέρος να σωθεί… σακατεμένος·
έτσι, οχληρός πια γείτονας δε θα ᾽ναι
στον Πάνα το θεό, μα και στον κόσμο
που ᾽ρχεται κάθε τόσο για θυσία!
Θα μου πεις, τί με μέλει. Πώς; Με μέλει·
θα με παίρνουν κι εμένα μάγερά τους.
Μπαίνει στο ιερό· από του Κνήμωνα βγαίνει ο Σώστρατος.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς άλλαξε η αρχαία Ελληνική γλώσσα

10.3 Κοινή, γεωγραφική εξάπλωση, αλλόγλωσσοι


Η γεωγραφική εξάπλωση με την οποία συνδέεται η δημιουργία της κοινής σημαίνει, βέβαια, ότι τα Ελληνικά αρχίζουν να τα μιλούν, είτε ως δίγλωσσοι ομιλητές είτε και χάνοντας τελικά τη μητρική τους γλώσσα (βλ. προηγούμενο κεφάλαιο), μεγάλοι αριθμοί αλλόγλωσσων πληθυσμών: Αιγύπτιοι, Σύριοι, Άραβες, Εβραίοι και πολλοί άλλοι. 

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες έντονης γλωσσικής επαφής οι γλώσσες αλλάζουν - και αλλάζουν γρήγορα και σε μεγάλη έκταση.

Φόβος, ο αφέντης της ζωής μας

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το αντίθετο της αγάπης είναι το μίσος. Λάθος. Το αντίθετο της αγάπης είναι ο φόβος. Ο φόβος είναι «καλωδιωμένος» βαθιά στον ανθρώπινο εγκέφαλο και είναι συνδεδεμένος με την αντίδραση «πάλης ή φυγής», που είναι ένας από τους πρωταρχικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου μας.

Δυστυχώς είναι ένας απαρχαιωμένος μηχανισμός που έχει απλωθεί σαν ιός στη ζωή μας, ένας μηχανισμός που έχει «κλειδώσει» όλο το δυναμικό μας μέσα μας και αρνείται να μας δώσει πρόσβαση. Ένα δυναμικό που μπορεί να απελευθερωθεί και να κάνει τη ζωή μας ευκολότερη.

Ο φόβος είναι ένα εξαιρετικό όπλο! Ένα όπλο που χρησιμοποιείται εναντίον μας, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, από γονείς, δασκάλους, εργοδότες, αρχές, πολιτικούς και φυσικά τα μέσα ενημέρωσης… Ο ίδιος μας ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί το φόβο στην προσπάθειά του να μας εμποδίσει να δοκιμάσουμε οτιδήποτε καινούργιο και μη οικείο, κρατώντας μας έτσι παγιδευμένους στην ίδια, παλιά ιστορία που λέμε στον εαυτό μας και τους άλλους, κρατώντας μας μέσα στο «κουτί» όλους μαζί, κρατώντας μας μέσα στα όρια της ζώνης άνεσής μας. Φόβος για το άγνωστο, φόβος για την αλλαγή, φόβος να είμαστε ο εαυτό μας…

Φόβος, ο αφέντης της ζωής μας. Το προϊόν του φόβου είναι μία ζωή μετριότητας, χωρίς προκλήσεις και ρίσκα, χωρίς πάθος, χωρίς ενθουσιασμό…

Καλό θα είναι να καταλάβουμε ότι ο φόβος είναι απλά η αντίδραση του εγκεφάλου μας σε αυτά που αντιλαμβάνεται σαν άγνωστα και επικίνδυνα. Υπάρχουν εκατοντάδες φόβων που έχουν κτιστεί, ο ένας πάνω στον άλλο, κατά τη διάρκεια της ζωής μας (θα έχετε προσέξει, φαντάζομαι, πόσο ατρόμητα είναι τα μικρά παιδιά, ως τη στιγμή που θα τους συστήσουμε το φόβο) και όλα αυτά τα στρώματα έχουν καλύψει τον αληθινό και φυσικό εαυτό μας. Θα πρέπει να γνωρίζουμε πως όπου υπάρχει φόβος, υπάρχουν από κάτω υποβόσκουσες πεποιθήσεις.

Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στις οποίες ο φόβος μας βοηθά να επιβιώσουμε. Αλλά τους περισσότερους από εμάς δεν πρόκειται να τους κυνηγήσει πούμα τώρα σύντομα. Αυτό που θα γίνει, όμως, είναι πως θα χάσουμε ευκαιρίες και εμπειρίες που θα έκαναν τη ζωή μας περισσότερο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, επειδή ο φόβος θα μας κρατήσει μέσα στη ζώνη άνεσής μας, για τόσο πολύ καιρό, που θα ξεχάσουμε πως μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας και να μην είμαστε θύματα παρελθοντικών, επιζήμιων συνθηκών.

Ο φόβος είναι η χειρότερη μορφή δοκιμασίας και πόνου και καθορίζει όλες τις αποφάσεις και τις πράξεις μας.

Είναι ο φόβος που μας παραλύει και μας καθιστά ανίκανους να χρησιμοποιήσουμε την όποια αντίσταση μας έχει απομείνει. Μπορούμε να επιλέξουμε είτε να αφήσουμε το φόβο να μας σταματήσει ή να τον χρησιμοποιήσουμε σαν καύσιμο για την προώθησή μας μπροστά και την επίτευξη των ονείρων μας.

Πριν από πάρα πολλά χρόνια ο φόβος ήταν ένα απαραίτητο αίσθημα που μας καθοδηγούσε ώστε να επιβιώσουμε από τις περιπέτειες της ζωής, αλλά στην εποχή μας αυτό που κάνει είναι να μας κρατά μακριά από τα μεγαλύτερα ταλέντα μας και την προσωπική μας εξέλιξη.

Πρέπει λοιπόν να ρωτήσουμε τον εαυτό μας:

«Πώς θα ήταν η ζωή μου αν μπορούσα να απωθήσω τον μεγαλύτερο φόβο μου;»

«Ποιος/ποια θα ήμουν αν οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρω στη ζωή μου δεν υπαγορευόντουσαν από τους φόβους μου;»

Υπάρχουν μόνο δύο αλήθειες στο σύμπαν, η πρώτη είναι η αγάπη και η δεύτερη είναι ο φόβος, και είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Η επιλογή είναι δική μας.

«Όλα όσα θέλεις είναι από την άλλη πλευρά του φόβου» –Jack Canfield

Ποίηση slam: Λέξεις που χτυπούν κατευθείαν στην καρδιά

Είναι σπουδαίο το να κατανοείς τη σημασία των λέξεων. Τη σημασία, νοούμενη ως αξία κι όχι ως νόημα. Γιατί οι λέξεις εκτός από την επικοινωνία προάγουν μια πληθώρα καταστάσεων. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει και η ποίηση slam η οποία έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να αναδεικνύεται και στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα είδος τέχνης το οποίο δεν έχει ακόμη μεγάλο κοινό αφού η ύπαρξή της δεν είναι επαρκώς διαδεδομένη στην Ελλάδα. Ίσως την έχεις ακουστά, μπορεί και να έχεις ψάξει κάποια στοιχεία παραπάνω και στην περίπτωση που θα ήθελες να μάθεις επιπλέον πληροφορίες, έκανες το σωστό κλικ.

Εάν ενδιαφέρθηκες κάποια στιγμή για την ποίηση slam ίσως διάβασες πως αυτή γεννήθηκε τα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε ένα μπαρ του Σικάγο. Οι ρίζες της ωστόσο βρίσκονται πολύ βαθύτερα στο παρελθόν καθώς κάποιοι τις τοποθετούν στη δεκαετία του 1930 συνδέοντάς τη με το κίνημα Negritude ενώ άλλοι δεν αποκλείουν την ύπαρξή της ακόμη και κατά την εποχή του Ομήρου. Ωστόσο, η πρώτη επαφή των Ελλήνων με την ποίηση slam έγινε τον Απρίλιο του 2018 όταν πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διαγωνισμός.

Κι αν δεν έχεις ιδέα για το περί τίνος πρόκειται, άσε με να σου εξηγήσω. Η ποίηση slam είναι ένα είδος ποίησης το οποίο καμία σχέση δεν έχει με όσα έρχονται στο μυαλό σου ακούγοντας τη λέξη «ποίηση». Στη slam δεν ακολουθούνται κανόνες γραμματικοί και δεν υπάρχουν καλούπια. Δε θα τη βρεις σε βιβλία, μα θα την ακούσεις σε παραστάσεις, ζωντανά, από τους συγγραφείς της. Δε θα είναι μια στείρα αφήγηση μα μια συναισθηματικά φορτισμένη παράσταση η οποία σίγουρα έχει κάτι να σου πει. Οι στίχοι της δεν κρύβουν νοήματα, αυτά αποτυπώνονται ξεκάθαρα και ρεαλιστικά. Οι μεταφορές δε θα σε αφήσουν με ερωτηματικά μα με ανησυχίες και προβληματισμούς. Κάθε ποίημα είναι μια ιστορία με την οποία ο ίδιος ο αφηγητής- συγγραφέας ταυτίζεται απόλυτα και σε καλεί να βιώσεις όσα θα πει.

Η θεματολογία της συγκεκριμένης τέχνης -διότι περί τέχνης πρόκειται- επικεντρώνεται σε γεγονότα εφήμερα και διαχρονικά. Το κοινωνικό υπόβαθρο και ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας δεν εκλείπουν αφού συχνά τα ποιήματα slam είναι αφιερωμένα στα ιδανικά της δημοκρατίας, της ισότητας και της διαφορετικότητας. Εάν ακόμη περιμένεις να ακούσεις από έναν αφηγητή slam για ρομαντικά στοιχεία της φύσης που δένουν με την «ψυχολογία» των αντικειμένων, αυτό δε θα γίνει. Διότι οι αφηγήσεις έχουν πνεύμα παραστατικό, εικόνες ζωντανές οι οποίες οπτικοποιούνται μπροστά σου κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Πρόκειται για μια νέα κουλτούρα η οποία θα μπορούσε ίσως να ταυτιστεί με εκείνη του stand up, ωστόσο στόχος αυτής είναι η έκρηξη συναισθημάτων κι η απόδοση ενός βαθύτερου νοήματος που ξεπερνά τις λέξεις.

Ο τρόπος που παρουσιάζεται η ποίηση slam είναι μέσω των διαγωνισμών που πραγματοποιούνται και που ο καθένας μπορεί να παρακολουθήσει δωρεάν. Σε χώρες του εξωτερικού υπάρχουν ήδη αρκετοί ποιητές slam οι οποίοι έχουν διαπρέψει στο χώρο και έχουν δημιουργήσει το δικό τους κοινό. Στην Ελλάδα και καθώς είναι ελάχιστα τα χρόνια που η slam κουλτούρα άρχισε να γίνεται γνωστή, έχουν πραγματοποιηθεί κάποιοι διαγωνισμοί κι έχουν διακριθεί ταλαντούχοι ποιητές slam οι οποίοι κατάφεραν να επηρεάσουν τόσο το κοινό που τους παρακολούθησε ζωντανά όσο κι εκείνους που τους «έψαξαν» στο διαδίκτυο.

Για να γίνεις ποιητής slam, το μόνο που χρειάζεται να διαθέτεις είναι φαντασία και τη δυνατότητα να μεταδίδεις όσο πιο παραστατικά μπορείς όσα νιώθεις και βιώνεις. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες με σένα. Υπάρχουν κι εκείνοι που θα διαφωνήσουν, ωστόσο στην ποίηση slam σωστό και λάθος δεν υπάρχει. Άλλωστε γι’ αυτό ακριβώς το λόγο πραγματοποιούνται οι παραστάσεις, προκειμένου οι απόψεις να ακουστούν, να σχολιαστούν, να παρασύρουν, να ενθουσιάσουν ή και να εκνευρίσουν. Το θέμα είναι πως δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις απογοητευμένος ή συναισθηματικά ανέγγιχτος από μια τέτοια παράσταση. Κι αν αμφιβάλλεις για την αξία της, δοκίμασε να δεις κάποια βίντεο σχετικά καθώς διατίθενται στο διαδίκτυο κι είναι στο χέρι σου το να ακολουθήσεις ή όχι τη νέα αυτή μορφή τέχνης. Ένας νέος κόσμος λέξεων απλώνεται μπροστά σου. Στην τελική, τι έχεις να χάσεις;

Μπαλτάσαρ Γκρασιάν: Να ξέρεις να μεταφυτεύεσαι

Να μη ζεις βιαστικά. Το να ξέρεις να μοιράζεις τα πράγματα σημαίνει να ξέρεις να τ’ απολαμβάνεις.

Σε πολλούς περισσεύει η ζωή κι έχει ξοδευτεί η ευτυχία: χάνουν τις χαρές, αφού δεν τις απολαμβάνουν κι όταν έχουν προχωρήσει τόσο, θα ήθελαν μεμιάς να γυρίσουν πίσω.

Αμαξάδες της ζωής, που, στη συνηθισμένη τρεχάλα του χρόνου, προσθέτουν επιπλέον τη βιασύνη του νου τους· θα ήθελαν να καταβροχθίσουν σε μια μέρα ό,τι θα μπορούσαν μόλις να χωνέψουν σε μια ζωή. Ζουν τις ευ­τυχίες σαν άνθρωποι που θέλουν να τις γευτούν προκα­ταβολικά, τρώνε τα χρόνια που έρχονται' κι όπως πηγαί­νουν με τόση βιασύνη, σε λίγο τα έχουν ξοδέψει όλα.

Ακόμα και στην επιθυμία της μάθησης πρέπει να υπάρ­χει μέτρο, για να μη μάθεις στραβά τα πράγματα. Περισ­σότερες είναι οι μέρες από τις ηδονές. Στην απόλαυση, χρειάζεται άνεση χρόνου· στις ενέργειες, βιασύνη.

Τα κατορθώματα είναι καλά, όταν πια έχουν γίνει· κι οι χα­ρές κακές, όταν πια έχουν τελειώσει.

Να ξέρεις να μεταφυτεύεσαι.

Υπάρχουν άτομα που, για να εκτιμηθεί η αξία τους, πρέπει να μεταναστεύσουν, ιδιαίτερα αν θέλουν να καταλάβουν μεγάλα αξιώματα.

Οι πατρίδες είναι μητριές των δικών τους επιφανών αντρών: εκεί βασιλεύει ο φθόνος, λες και βρίσκεται στη γενέθλια γη του- κι οι άνθρωποι περισσότερο θυμούνται τις ατέλειες με τις οποίες κάποιος ξεκίνησε παρά το με­γαλείο όπου έφτασε. Μια βελόνα μπορεί ν’ αποκτήσει αξία περνώντας από τον ένα κόσμο στον άλλο και το γυαλί κατάστησε το διαμάντι άξιο περιφρόνησης, επειδή είχε έρθει από άλλη χώρα.

Κάθε τι ξένο είναι ανεκτίμη­το, είτε γιατί ήρθε από μακριά, είτε γιατί θεωρείται κα­λοκαμωμένο και τέλειο.

Είδαμε άτομα που άλλοτε ήταν η καταφρόνια της στενής τους χώρας και σήμερα είναι δό­ξα και η τιμή του κόσμου, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση των συμπατριωτών τους και των ξένων: οι συμπατριώτες τους τούς βλέπουν από μακριά κι οι ξένοι τους βλέπουν να έρχονται από μακριά.

Κανείς δεν πρόκειται ποτέ να σεβαστεί το άγαλμα πάνω στο βάθρο του αν το γνώρισε κούτσουρο σ’ ένα χωράφι μέσα.

Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, Χρησμολόγιο και η τέχνη της φρόνησης

Καθρέφτιζα στον καθρέφτη των ματιών του τη δική μου ο­μορφιά

Σαν πέθανε ο Νάρκισσος, μεταμορφώθηκε η λίμνη της χαράς του κι από κύπελλο γλυκού νερού άλλαξε και γιόμισε αρμυρά δάκρυα.

Και οι Δρυάδες ήρθανε κλαίγοντας απ' το δάσος για να της τραγουδήσουν και να την παρηγορήσουν.

Κι άμα είδανε πως η λίμνη από κύπελλο γλυκού νερού μεταμορφώθηκε σε κύπελλο γιομάτο αρμυρά δάκρυα, απόλυσαν τις πράσινες πλεξούδες των μαλλιών τους και φώνα­ξαν κλαίγοντας: «Δεν παραξενευόμαστε που θρηνείς με τέ­τοιον τρόπο για το Νάρκισσο, ήτανε τόσο όμορφος!»

«Ήτανε όμορφος ο Νάρκισσος;» ρώτησε η λίμνη.

«Αυτό ποιος μπορεί καλύτερα να το ξέρει από σένα;» απά­ντησαν οι Δρυάδες. «Από μας πάντα προσπερνούσε, μα σέ­να πάντα σε ζήταγε για να ξαπλώνει πλάι σου, να σε θαυμά­ζει και να καθρεφτίζει στον καθρέφτη των νερών σου την ομορφιά του».

Και η λίμνη απάντησε: «Εγώ όμως αγαπούσα το Νάρκισ­σο, γιατί όταν ξαπλωνόταν στην όχθη μου και με κοίταζε, καθρέφτιζα στον καθρέφτη των ματιών του τη δική μου ο­μορφιά».

Bruckner: Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση, αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους

Η υπερβολή της εποχής μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες.

Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι.

Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση, αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους.

Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα.

Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί.

Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.

Πιστεύω ακόμα στον μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα.

Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του.

Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες – η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του.

Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του.

Λένε ότι το πάθος είναι ακαταμάχητο: πράγματι, αντιστέκεται σε όλα εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αρχαία τραγωδία αντέτασσε μια αδύνατη ένωση στη σκληρή τάξη των πραγμάτων – η σύγχρονη τραγωδία είναι ο έρωτας που σκοτώνει τον εαυτό του, που πεθαίνει επειδή νικά.

Η ελευθερία του τού επιτρέπει να φθάνει στο απόγειό του και να παρακμάζει. Ποτέ οι ερωτικές μας ιστορίες δεν ήταν τόσο βραχύβιες, ποτέ δεν έφταναν τόσο νωρίς στο κρεβάτι και στη συμβίωση, εφόσον δεν υπάρχουν πια εμπόδια. Η δυστυχία μας δεν οφείλεται πια στην έλλειψη, οφείλεται στον κορεσμό.

Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα.

Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι – όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς».

Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.

Έτσι, φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι' αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές.

Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε.

Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης.

Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο.

Όλη η φιλολογία μάς διδάσκει, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε...

Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία – εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα...

Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος – ποιητικό, ευτυχισμένο – χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες.

Pascal Bruckner, Το παράδοξο του έρωτα

Στον δρόμο προς την αυτογνωσία και η ανακάλυψη του εαυτού

Είμαστε μπλεγμένοι σε ένα λαβύρινθο και ψάχνουμε να βρούμε διέξοδο, τον δρόμο για την ελευθερία μας. Τόσοι δρόμοι μπροστά μας και εμείς δεν ξέρουμε ποιον να ακολουθήσουμε, ποιος θα μας οδηγήσει στην αλήθεια της ζωής, σε αυτό που υπάρχει μέσα μας, σε αυτό που πραγματικά είμαστε. Κάθε δρόμος είναι ένα συναίσθημα, μία κατάσταση που μας βγάζει σε κάτι διαφορετικό.

Ψάχνουμε να βρούμε αυτόν που μας ταιριάζει και τελικά παίρνουμε αυτόν που ορίζει το ένστικτο μας και πιστεύουμε πως θα μας οδηγήσει εκεί που πραγματικά θέλουμε. Ένας όμως είναι ο δρόμος της ψυχής, ο δρόμος που μας ανήκει και αν θέλουμε να τον ακολουθήσουμε ας είμαστε προετοιμασμένοι για μία βουτιά στα βαθιά.

Αυτό είναι η ψυχή ένας δρόμος που καταλήγει στην θάλασσα που άλλες φορές είναι γαλήνια και άλλες άγρια, το ίδιο και η ψυχή μας. Έχει τα κύματα της, μα έχει και την ηρεμία της, παρασύρεται από τον άνεμο και από τον ήλιο και ανάλογα αλλάζει όψη. Είναι πάντα όμορφη, κρύβει μέσα της ένα τεράστιο θησαυρό που για τον ανακαλύψεις οφείλεις να αντέχεις και την άγρια μορφή της. Θα σταματήσεις να περπατάς και θα αρχίσεις να κολυμπάς και όσο συνεχίζεις θα φτάνεις πιο βαθιά με την ελπίδα να ανακαλύψεις στην ψυχή σου, τον θησαυρό που κρύβεις μέσα σου.

Να θυμάσαι πως είναι μοναδικός, ξεχωριστός σε κάθε ψυχή, δοσμένος σε εσένα για εσένα, σου ανήκει για αυτό να τον προσέχεις και αν έχεις σκοπό να τον χαρίσεις, να τον χαρίζεις σε αυτούς που τον αξίζουν. Είναι δύσκολο όμως αυτό, να αναγνωρίσεις ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, αυτούς που πραγματικά αξίζουν. Θα χαθείς ανάμεσα τους, θα βρεθείς με πολλούς και θα καταλάβεις πως αυτοί τελικά που θα μείνουν θα είναι πολύ λίγοι, λίγοι και κάλοι.

Αυτοί λοιπόν αξίζουν να τον ανακαλύψουν μαζί σου, να κολυμπήσετε μαζί σε αυτό το βυθό, να αντέξετε την κάθε γαλήνια στιγμή, την κάθε άγρια. Άλλωστε εκεί βλέπεις αν όντως άξιζαν να τους χαρίσεις τον θησαυρό σου, όταν αποδείξουν πως χαίρονται για εσένα και είναι μαζί σου, σε στηρίζουν στην κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε κύμα αυτής της θάλασσας.

Είναι διατεθειμένοι να αντέξουν και να σου χαρίσουν και αυτοί με την σειρά τους τον δικό τους θησαυρό που και εσύ για να τον ανακαλύψεις οφείλεις να κολυμπήσεις στο βυθό και να αντέξεις την κάθε όψη αυτή της θάλασσας και να ξέρεις ότι αξίζει. Άλλωστε έτσι διαμορφώνονται οι σχέσεις όταν είσαι διατεθειμένος να χαρίσεις στον άλλον αυτά που έχεις μέσα σου και αυτό να είναι αμοιβαίο, έτσι χτίζονται και στηρίζονται πάνω σε γερά θεμέλια.

Αξίζει να δενόμαστε με τους άλλους, να αγαπιόμαστε, να διανύουμε μαζί τον δρόμο της ζωής, να κολυμπάμε μαζί στην θάλασσα της και να θυμόμαστε πως ακόμη και να χαθούμε πάντα θα βρίσκουμε τον τρόπο για να επιστρέψουμε εκεί που ανήκουμε, η ψυχή μας πάντα θα ξέρει τον δρόμο. Είναι μέσα στη ζωή να γνωρίσουμε και ανθρώπους που τελικά θα ανακαλύψουμε πως δεν άξιζαν ότι τους δώσαμε και δεν φταίει κανείς μας για αυτό, απλά δεν γίνεται να ταιριάζουμε με όλους και ο καθένας αξίζει για αυτό που είναι και κρύβει μέσα του και δεν πειράζει αν κάποιοι δεν μπορούν να το δουν.

Δεν είμαστε ίδιοι σε αυτό τον κόσμο, είμαστε διαφορετικοί, ξεχωριστοί, μοναδικοί και ο καθένας έχει αντέξει τα δικά του κύματα για να φτάσει εκεί που τον συναντάς και αν δεν κολύμπησες μαζί του, ότι και να πεις για αυτόν πάει χαμένο, δεν έχουν αξία τα λόγια σου γιατί δεν έχουν υπόσταση, δεν στηρίζονται στην αλήθεια του ανθρώπου που γνωρίζεις. Μόνο αυτός και αυτοί που ήταν μαζί του ξέρουν πραγματικά τι άνθρωπος είναι, τι κουβαλάει μέσα στη ψυχή του.

Κανείς δεν είναι άξιος να τον κρίνει, ούτε καν αυτοί που νομίζουν ότι τον ξέρουν καλά, γιατί ο κάθε άνθρωπος πάντα κρύβει κάτι που δεν το γνωρίζει κανείς, κάτι που είναι μόνο για τον εαυτό του. Είναι αυτό που του θυμίζει ποιος είναι, από πού ξεκίνησε και τι αξίζει και μόνο αυτός μπορεί να αναγνωρίσει τα λάθη του και τα σωστά του, φτάνει να έχει αυτογνωσία.

Η αυτογνωσία είναι ο δρόμος της ψυχής, η ανακάλυψη του χαρακτήρα, το θάρρος να παραδέχεσαι ότι φταις ακόμη και στον εαυτό σου και να μπορείς να το παραδεχτείς και στους άλλους. Δύσκολος δρόμος, κακοτράχαλος, θα συναντήσεις πολλά εμπόδια μέχρι να φτάσεις εκεί που βρίσκεσαι πραγματικά εσύ και τότε θα αρχίσεις να αποδέχεσαι τον εαυτό σου, να τον αγαπάς. Έτσι θα αναγνωρίσεις την αξία σου, καθώς προσπερνάς το κάθε εμπόδιο, καθώς πέφτεις, χτυπάς, σηκώνεσαι, καθώς χαίρεσαι, καθώς πονάς.

Όλα αυτά θα σου χαρίσουν την ανακάλυψη του εαυτού σου, του θησαυρού που κρύβεται μέσα σου και δεν υπάρχει πουθενά άλλου, όπου και να ψάξεις. Η ανακάλυψη του εαυτού βρίσκεται στον δρόμο προς την αυτογνωσία, είναι το διέξοδο του λαβυρίνθου, ο δρόμος της αλήθειας και της ελευθερίας. Μόνο όταν φτάσουμε στο τέλος αυτής της διαδρομής θα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι και θα συνειδητοποιήσουμε πως μόνο μέσα από την αυτογνωσία μπορούμε να εξελιχθούμε.

Κάρλος Καστανέντα: Είδη συνείδησης και τεχνικές

Η μαθητεία του δίπλα στον Ινδιάνο Μάγο Χουάν Μάτους.

Έχω γράψει εκτεταμένες περιγραφές της μαθητείας μου δίπλα σε έναν Μεξικανό Ινδιάνο Μάγο τον δον Χουάν Μάτους. Επειδή οι έννοιες και οι πρακτικές που ήθελε να καταλάβω και να αφομοιώσω ο δον Χουάν ήταν τόσο ξένες για την καθημερινή ζωή, δεν είχα άλλη επιλογή από το να παρουσιάσω τη διδασκαλία του με την μορφή διήγησης, μιας διήγησης αυτού που έγινε, όπως έγινε.

Η δομή της διδασκαλίας του δον Χουάν στηριζόταν στην ιδέα ότι ο άνθρωπος έχει δύο είδη συνείδησης. Τις ονόμαζε δεξιά και αριστερή. Την πρώτη την περιέγραφε σαν την κανονική συνείδηση, απαραίτητη στην καθημερινή ζωή. Η δεύτερη, έλεγε, ήταν η μυστηριώδης πλευρά του ανθρώπου, η κατάσταση της συνείδησης που ήταν απαραίτητη για να λειτουργήσει κάποιος σαν μάγος και μάντης. Έτσι ο Δον Χουάν χώρισε τη διδασκαλία του σε μαθήματα για τη δεξιά συνείδηση και μαθήματα για την αριστερή.

Έκανε τα μαθήματα για τη δεξιά πλευρά όταν βρισκόμουν στην κατάσταση της κανονικής συνείδησης. Τα μαθήματα αυτά τα 'χω περιγράψει σε όλες μου τις διηγήσεις. Στην κατάσταση αυτή της κανονικής συνείδησης, ο δον Χουάν μου είπε ότι ήταν μάγος. Με σύστησε μάλιστα και σε έναν άλλο μάγο, τον δον Χενάρο Φλόρες και λόγω της φύσης της σχέσης μας κατέληξα στο λογικό συμπέρασμα ότι με είχαν πάρει σαν μαθητευόμενο.

Αυτή η μαθητεία έληξε με μια ακατανόητη πράξη στην οποία με οδήγησαν και οι δύο. Με έβαλαν να πηδήξω από την κορυφή ενός επίπεδου βουνού, σε μια άβυσσο.

Σε μία από τις διηγήσεις μου έχω περιγράψει αυτά που συνέβησαν σε εκείνη την βουνοκορφή. Η τελευταία πράξη της διδασκαλίας του δον Χουάν για τη δεξιά πλευρά παίχτηκε εκεί από τον ίδιο, τον δον Χενάρο, δύο μαθητευόμενους, τον Παμπλίτο και τον Νέστορ και εμένα. Ο Παμπλίτο, ο Νέστορ και εγώ πηδήξαμε από την κορυφή του βουνού στην άβυσσο. Για πολλά χρόνια μετά πίστευα ότι η απόλυτη εμπιστοσύνη μου στον δον Χουάν και τον δον Χενάρο ήταν αρκετή για να εξαφανίσει όλους τους φυσιολογικούς μου φόβους μπροστά στην ολοκληρωτική καταστροφή. Τώρα ξέρω ότι δεν ήταν έτσι. Ξέρω ότι το μυστικό βρισκόταν στη διδασκαλία του δον Χουάν για την αριστερή πλευρά και ότι είχε χρειαστεί τρομακτική πειθαρχία και επιμονή για τον δον Χουάν, τον δον Χενάρο και τους συντρόφους τους προκειμένου να γίνει η διδασκαλία αυτή.

Χρειάστηκα σχεδόν δέκα χρόνια για να θυμηθώ τι ακριβώς είχε γίνει στις διδασκαλίες για την αριστερή πλευρά ώστε να με οδηγήσει να κάνω πρόθυμα μια τέτοια ακατανόητη πράξη: να πηδήξω στην άβυσσο.

Στα πλαίσια αυτών των μαθημάτων για την αριστερή πλευρά ο δον Χουάν φανέρωσε αυτό που εκείνος, ο δον Χενάρο και οι σύντροφοί τους μου έκαναν και το ποιοι ήταν στην πραγματικότητα. Δε με δίδασκαν μαγεία αλλά πώς να κατέχω τρεις πλευρές της πανάρχαιας γνώσης τους: συνείδηση, παραφύλαξη και προσήλωση. Και δεν ήταν μάγοι. Ήταν μάντεις. Και ο δον Χουάν δεν ήταν μόνο μάντης, αλλά και ναγκουάλ.

Ο δον Χουάν μου είχε ήδη εξηγήσει κατά τη διάρκεια των μαθημάτων του για τη δεξιά πλευρά αρκετά για τους ναγκουάλ και τη μαντεία. Κατάλαβα ότι η μαντεία είναι η ικανότητα των ανθρώπων να μεγεθύνουν το εύρος της αντίληψής τους μέχρι που γίνονται ικανοί να αντιληφθούν όχι μόνο την εξωτερική εμφάνιση, αλλά την ίδια την ουσία των πάντων. Μου εξήγησε επίσης ότι οι μάντεις «βλέπουν» τον άνθρωπο σαν ένα ενεργειακό πεδίο που μοιάζει με φωτεινό αβγό. Οι περισσότεροι άνθρωποι, μου εξήγησε, έχουν ένα ενεργειακό πεδίο χωρισμένο σε δύο μέρη. Ελάχιστοι έχουν τρία ή τέσσερα μέρη. Επειδή αυτοί οι άνθρωποι είναι πιο ευπροσάρμοστοι από τους κανονικούς ανθρώπους, μπορούν να γίνουν ναγκουάλ, αφού πρώτα μάθουν να «βλέπουν».

Στα μαθήματά του για την αριστερή πλευρά ο δον Χουάν μου εξήγησε τις διαφορές του να είσαι ναγκουάλ από το να «βλέπεις». Το να είσαι ναγκουάλ, είπε, είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και ισχυρό από το να είσαι ένας άνθρωπος που έχει μάθει να «βλέπει». Το να είσαι ναγκουάλ σημαίνει ότι είσαι ηγέτης, δάσκαλος και οδηγός.

Σαν ναγκουάλ, ο δον Χουάν ήταν ηγέτης μιας ομάδας γνωστής σαν η ομάδα του ναγκουάλ. Την αποτελούσαν οκτώ γυναίκες μάντεις, η Σεσίλια, η Ντέλια, η Χερμελίντα, η Καρμέλα, η Νελίντα, η Φλορίντα, η Ζουλέικα και η Ζόιλα, τρεις άντρες μάντεις, ο Βτσέντε, ο Σίλβιο, ο Μανουέλ και ο Χενάρο και τέσσερις αγγελιοφόροι, ο Εμιλίτο, ο Τζων Τούμα, η Μάρτα και η Τερέζα.

Πέρα από τη θέση του σαν αρχηγού της ομάδας του ναγκουάλ, ο δον Χουάν δίδασκε και καθοδηγούσε μια ομάδα μαθητευομένων που ήταν γνωστοί σαν η νέα ομάδα του ναγκουάλ. Την αποτελούσαν τέσσερις νεαροί, ο Παμπλίτο, ο Νέστορ, ο Ελίτζιο και ο Μπενίνιο μαζί με πέντε κοπέλες, τη Σολεντάντ, τη Λα Γκόρντα, τη Λίντια, τη Ζοσεφίνα και τη Ρόζα. Εγώ ήμουν ο αρχηγός της νέας ομάδας του ναγκουάλ, μαζί με τη ναγκουάλ Κάρολ.

Πριν ο δον Χουάν αρχίσει να με διδάσκει για την αριστερή πλευρά, έπρεπε να φτάσω σε ένα μοναδικό στάδιο καθαρότητας της αντίληψης γνωστό σαν αυξημένη συνείδηση. Στα χρόνια που ήμουν μαζί του με είχε φέρει πολλές φορές σε αυτό το στάδιο με ένα χτύπημα της παλάμης του στο πάνω μέρος της πλάτης μου.

Ο δον Χουάν μου εξήγησε ότι στο στάδιο της αυξημένης συνείδησης, οι μαθητευόμενοι μπορούν να συμπεριφέρονται σχεδόν το ίδιο όπως στην καθημερινή τους ζωή αλλά μπορούν να συγκεντρωθούν σε οτιδήποτε με ασυνήθιστη δύναμη και σαφήνεια. Όμως, ένα χαρακτηριστικό της αυξημένης συνείδησης είναι ότι αυτά που αντιλαμβάνεται κανείς σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να τα θυμηθεί παρά μετά από τρομακτική προσπάθεια.

Η σχέση μου με την ομάδα του ναγκουάλ ήταν ένα παράδειγμα αυτής της δυσκολίας. Με εξαίρεση τον δον Χενάρο, ερχόμουν σε επαφή μαζί τους μόνο όταν βρισκόμουν σε κατάσταση αυξημένης συνείδησης. Έτσι στην καθημερινή μου ζωή δεν τους θυμόμουν, ούτε καν σαν ακαθόριστους ονειρικούς χαρακτήρες. Ο τρόπος με τον οποίο συναντιόμουν κάθε φορά μαζί τους, αποτελούσε ολόκληρη τελετή. Πήγαινα με το αυτοκίνητό μου στο σπίτι του δον Χενάρο σε μια μικρή πόλη στο νότιο τμήμα του Μεξικού.Αμέσως ερχόταν να μας συναντήσει ο δον Χουάν. Και οι τρεις μαζί ασχολούμασταν με τη διδασκαλία του δον Χουάν για την δεξιά πλευρά.

Μετά από αυτό, ο δον Χουάν με έκανε να αλλάζω επίπεδο συνείδησης και στη συνέχεια πηγαίναμε σε μια μεγαλύτερη γειτονική πόλη όπου έμενε μαζί με τους άλλους δεκαπέντε μάντεις.

Κάθε φορά που ερχόμουν στην κατάσταση της αυξημένης συνείδησης δεν μπορούσα να μη θαυμάζω τη διαφορά ανάμεσα στις δυο πλευρές μου. Αισθανόμουν σαν ένα πέπλο να είχε φύγει μπροστά από τα μάτια μου, σαν να ήμουν εν μέρει τυφλός και να είχα βρει ξαφνικά το φως μου. Η ελευθερία, η χαρά που αισθανόμουν σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα από όσα έχω αισθανθεί.

Όμως ταυτόχρονα υπήρχε μια τρομακτική αίσθηση λύπης και προσμονής που πήγαινε μαζί με την ελευθερία και την χαρά. Ο δον Χουάν μου είχε πει ότι δεν υπήρχε ολοκλήρωση χωρίς λύπη και προσμονή γιατί χωρίς αυτά δεν υπάρχει νηφαλιότητα, δεν υπάρχει καλοσύνη. Σοφία χωρίς καλοσύνη, είπε, και γνώση χωρίς νηφαλιότητα είναι άχρηστα.

Η διδασκαλία του για την αριστερή πλευρά προϋπέθετε ότι ο δον Χουάν μαζί με μερικούς από τους συντρόφους του, μου εξηγούσαν τις τρεις πλευρές της γνώσης τους. Την κυριαρχία της συνείδησης, την κυριαρχία της παραφύλαξης και την κυριαρχία της προσήλωσης.

Αυτό το έργο ασχολείται με την κυριαρχία της συνείδησης που αποτελεί μέρος των διδασκαλιών του για την αριστερή πλευρά, των διδασκαλιών που χρησιμοποίησε προκειμένου να με προετοιμάσει για την εκπληκτική εκείνη ενέργεια: να πηδήξω στην άβυσσο.

Επειδή όσα αναφέρω εδώ έγιναν στο στάδιο της αυξημένης συνείδησης, δεν μπορούν να έχουν την υφή της καθημερινής ζωής. Δεν αναφέρονται σε καθημερινό περιβάλλον, αν και προσπάθησα να το δημιουργήσω, χωρίς να παραποιήσω τα γεγονότα. Στην κατάσταση της αυξημένης συνείδησης έχεις ελάχιστη συνείδηση του περιβάλλοντος επειδή η απόλυτη συγκέντρωσή σου κατευθύνεται στις λεπτομέρειες αυτού που κάνεις.

Σε αυτή την περίπτωση, αυτό που έκανα ήταν φυσικά η ερμηνεία της κατάστασης της αυξημένης συνείδησης. Ο δον Χουάν θεωρούσε την κυριαρχία της συνείδησης σαν τη σύγχρονη μορφή μιας πανάρχαιας παράδοσης που την ονόμαζε παράδοση των αρχαίων Τολτέκων.

Αν και αισθανόταν ότι ήταν απόλυτα συνδεδεμένος με αυτή την παράδοση, θεωρούσε τον εαυτό του σαν έναν από τους μάντεις ενός νέου κύκλου. Όταν κάποτε τον ρώτησα ποιο ήταν το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των μαντών του νέου κύκλου, είπε ότι αποτελείται από τους πολεμιστές της απόλυτης ελευθερίας που είναι τέτοιοι γνώστες της συνείδησης, της παραφύλαξης και της προσήλωσης ώστε δεν μπορούν να παγιδευτούν από το θάνατο, αλλά επιλέγουν μόνοι τους τη στιγμή και τον τρόπο αναχώρησής τους από αυτόν τον κόσμο. Εκείνη τη στιγμή κατατρώγονται από μια εσωτερική φλόγα και εξαφανίζονται από το πρόσωπο της γης, ελεύθεροι, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.

Carlos Castaneda, Εσωτερική φλόγα

Υπάρχει ένας καθρέφτης στον οποίο μπορείτε να δείτε τον εαυτό σας. Όχι το πρόσωπό σας, αλλά όλα όσα σκέφτεστε

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ Πώς μπορείς εσύ να αλλάξεις τον άλλο; Έχει ποτέ κανείς αλλάξει τον άλλο;Πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας;

Το πρόσωπό σας το γνωρίζετε επειδή το βλέπετε συχνά στον καθρέφτη. Τώρα, υπάρχει και ένας καθρέφτης στον οποίο μπορείτε να δείτε τον εαυτό σας ολόκληρο- όχι το πρόσωπό σας, αλλά όλα όσα σκέφτεστε, όλα όσα νιώθετε, τα κίνητρά σας, τις επιθυμίες, τις παρορμήσεις και τους φόβους σας. Αυτός ο καθρέφτης είναι ο καθρέφτης των σχέσεων: της σχέσης ανάμεσα σε εσάς και τους γονείς σας, της σχέσης ανάμεσα σε εσάς και τους καθηγητές σας, ανάμεσα σε εσάς και το ποτάμι, τα δέντρα, τη γη, ανάμεσα σε εσάς και τις σκέψεις σας. Οι σχέσεις είναι ένας καθρέφτης στον οποίο μπορείτε να δείτε τον εαυτό σας, όχι όπως θα σας άρεσε να είναι, αλλά όπως πραγματικά είναι. Μπορεί να περιμένω, όταν κοιτάζομαι σ’ έναν οποιοδήποτε καθρέφτη, να με δείξει πιο όμορφο απ’ ό,τι είμαι, αλλά αυτό δεν συμβαίνει, γιατί ο καθρέφτης δείχνει το πρόσωπό μου ακριβώς όπως είναι και δεν μπορώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Με τον ίδιο τρόπο, μπορώ να δω τον εαυτό μου ακριβώς όπως είναι στον καθρέφτη των σχέσεών μου με τους άλλους. Μπορώ να παρατηρήσω τον τρόπο που μιλάω στους άλλους: πάρα πολύ ευγενικά σ’ εκείνους που θεωρώ ότι μπορούν να μου δώσουν κάτι και αδιάφορα ή απότομα σε όσους μου είναι αδιάφοροι. Προσέχω πώς φέρομαι σε όσους φοβάμαι. Δείχνω σεβασμό σε σημαντικά πρόσωπα, αλλά περιφρονώ τους ζητιάνους. Έτσι, παρατηρώντας τον εαυτό μου στις σχέσεις μου, κατανοώ κάποια στιγμή ότι δεν σέβομαι πραγματικά τους ανθρώπους, έτσι δεν είναι; Ομοίως, μπορώ ν’ ανακαλύψω πώς είμαι στις σχέσεις μου με τα δέντρα, με τα πουλιά, με τις ιδέες και τα βιβλία.

Μπορεί να αποκτήσετε όλα τα πανεπιστημιακά διπλώματα του κόσμου αλλά, αν δεν γνωρίζετε τον εαυτό σας, θα είστε από τους πιο ανόητους ανθρώπους. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της εκπαίδευσης: Να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του. Το να μαζεύεις απλώς πληροφορίες ή να κρατάς σημειώσεις και να διαβάζεις για να μπορείς να περνάς τις εξετάσεις χωρίς να μαθαίνεις για τον εαυτό σου είναι ένας ανόητος τρόπος να ζεις. Μπορεί να έχει μάθει απ’ έξω αποσπάσματα από την Ιλιάδα και να τα απαγγείλεις με την πρώτη ευκαιρία, αλλά αν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου είσαι σαν παπαγάλος που απλώς επαναλαμβάνει λέξεις. Αντιθέτως, από τη στιγμή που θα αρχίσεις να γνωρίζεις έστω και λίγα πράγματα για τον εαυτό σου, έχει ήδη ξεκινήσει μια εκπληκτική πορεία δημιουργικότητας. Είναι αληθινή ανακάλυψη να δεις ξαφνικά τον εαυτό σου έτσι όπως πραγματικά είναι: άπληστος, καυγατζής, οργισμένος, ζηλιάρης, ανόητος. Το να δεις το γεγονός χωρίς να προσπαθείς να αλλάξεις, απλώς να δεις αυτό ακριβώς που είσαι, είναι μια εκπληκτική αποκάλυψη. Από εκεί μπορείς να πας πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά, γιατί δεν υπάρχει τέλος στη μάθηση του εαυτού.

Καθώς μαθαίνεις τον εαυτό σου, αρχίζεις ν’ ανακαλύπτεις ότι είναι Θεός, τι είναι αλήθεια, ποια είναι εκείνη η κατάσταση που είναι πέρα από το χρόνο. Ο δάσκαλός σας μπορεί να σας μεταδώσει τις γνώσεις που πήρε από το δικό του δάσκαλο· και μπορεί να τα πάει καλά στις εξετάσεις σας, να πάρετε κάποιο δίπλωμα και όλα τα υπόλοιπα, αλλά χωρίς να ξέρετε τον εαυτό σας, όπως ξέρετε το πρόσωπό σας που το βλέπετε στον καθρέφτη, οποιαδήποτε άλλη γνώση έχει πολύ μικρή σημασία. Αυτοί που έχουν πολλές γνώσεις αλλά δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους δεν είναι πράγματι νοήμονες άνθρωποι· δεν ξέρουν τι σημαίνει σκέψη, τι σημαίνει ζωή. Να γιατί είναι σημαντικό ο δάσκαλος να έχει ο ίδιος εκπαιδευτεί με τη σωστή σημασία της λέξης, που σημαίνει ότι πρέπει να ξέρει τις λειτουργίες του νου και της καρδιάς του, να βλέπει τον εαυτό του ακριβώς όπως είναι στον καθρέφτη των σχέσεων. Η γνώση του εαυτού είναι η αρχή της σοφίας. Στη γνώση του εαυτού βρίσκεται όλο το σύμπαν, που αγκαλιάζει κάθε προσπάθεια της ανθρωπότητας.

ERICH FROMM: Αυτοί που έχουν το κουράγιο, προχωρούν

Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ότι έχουμε το γνωρίζουμε. Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του. Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο. Γιατί πραγματικά, αν το βήμα μπορεί να μη μας φανεί ριψοκίνδυνο αφού το κάνουμε, πριν το κάνουμε οι προοπτικές μας φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνες, και κατά συνέπεια τρομακτικές. Μόνο το παλιό, το δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Κάθε καινούργιο βήμα έχει μέσα του τον κίνδυνο της αποτυχίας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ την ελευθερία.

Βέβαια, σε κάθε στάδιο της ζωής μας το παλιό και το συνηθισμένο είναι διαφορετικά. Όταν είμαστε βρέφη, έχουμε μόνο το σώμα μας και το στήθος της μητέρας μας (αρχικά μη διαφοροποιημένα). Έπειτα αρχίζουμε να προσανατολιζόμαστε προς τον κόσμο, ξεκινώντας τη διαδικασία που χρειάζεται για να βρούμε μια θέση και για τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν. Αρχίζουμε να θέλουμε να έχουμε πράγματα· έχουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα, τ’ αδέρφια, τα παιχνίδια. Αργότερα, αποκτάμε γνώσεις, δουλειά, κοινωνική θέση, σύζυγο, παιδιά, και τότε έχουμε ένα είδος μετα-ζωής, όταν πια αποκτάμε ένα τάφο, μια ασφάλεια ζωής και κάνουμε τη «διαθήκη» μας.

Παρόλη όμως την ασφάλεια του έχειν, οι άνθρωποι συνήθως θαυμάζουν εκείνους που ανοίγουν καινούργια μονοπάτια, που έχουν το κουράγιο να προχωρούν. Στη μυθολογία, αυτός ο τρόπος ύπαρξης αντιπροσωπεύεται συμβολικά από τον ήρωα. Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ό,τι έχουν – τη γη τους, την οικογένειά τους, την περιουσία τους – και να φύγουν, όχι χωρίς φόβο αλλά και χωρίς να υποκύπτουν στο φόβο τους. Στη βουδιστική παράδοση, ο Βούδας είναι ο ήρωας που αφήνει όλη του την περιουσία, όλη τη σιγουριά που υπάρχει στην ινδουιστική θεολογία – τη θέση του, την οικογένειά του – και προχωράει σε μια ζωή πέρα από δεσμεύσεις.  Η δράση του όμως βγαίνει μέσα από την πληρότητα που του δίνει η αγάπη του για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Οι Έλληνες έχουν κοσμικούς ήρωες, που σκοπός τους είναι η ικανοποίηση της αλαζονείας τους, η κυριαρχία. Παρόλα αυτά, όμοια με τους πνευματικούς ήρωες, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας προχωρούν χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στους κινδύνους που τους περιμένουν. Οι ήρωες των παραμυθιών λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: φεύγουν, τραβάνε μπροστά και υπομένουν την ανασφάλεια.

Θαυμάζουμε αυτούς τους ήρωες, γιατί βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε ότι θα θέλαμε να είμαστε σαν κι αυτούς – αν βέβαια μπορούσαμε. Αλλά με το φόβο που έχουμε, πιστεύουμε ότι δε μπορούμε να γίνουμε έτσι, μόνο οι ήρωες μπορούν. Οι ήρωες γίνονται είδωλα. Προβάλλουμε σ’ αυτούς τη δική μας ικανότητα κίνησης, και μετά μένουμε εκεί που ήμασταν – «γιατί δεν είμαστε ήρωες».

Όλη αυτή η ανάλυση ίσως φαίνεται να υπονοεί ότι το να είσαι ήρωας είναι επιθυμητό, είναι όμως ταυτόχρονα ανόητο και ενάντια στο συμφέρον σου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα άτομα τα επιφυλακτικά, τα κτητικά άτομα απολαμβάνουν την ασφάλεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ανασφαλή. Εξαρτιόνται από αυτά που έχουν: χρήματα, κύρος, το εγώ τους – δηλαδή από πράγματα που είναι έξω απ’ αυτούς. Τι θα γίνουν όμως αν χάσουν ό,τι έχουν; Γιατί, πραγματικά, οτιδήποτε κι αν έχει κανείς μπορεί να χαθεί. Είναι πιθανό ότι η περιουσία μπορεί να χαθεί – και μαζί της τόσο η θέση όσο και οι φίλοι – και σε κάθε στιγμή ο καθένας μπορεί, και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί, να χάσει τη ζωή του.

Αν είμαι ό,τι έχω κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι; Τίποτ’ άλλο, από μια νικημένη, άδεια, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου τρόπου ζωής. Επειδή μπορεί να χάσω ό,τι έχω, είμαι αναγκαστικά συνεχώς ανήσυχος ότι θα χάσω αυτά που έχω. Φοβάμαι τους κλέφτες, τις οικονομικές αλλαγές, τις επαναστάσεις, τις αρρώστιες, το θάνατο· φοβάμαι ακόμα την αγάπη, την ελευθερία, την ανάπτυξη, την αλλαγή, το άγνωστο. Έτσι είμαι συνέχεια ανήσυχος, υποφέροντας από χρόνια υποχονδρία, που δε συνεπάγεται μόνο την απώλεια της υγείας μου αλλά και οποιουδήποτε άλλου αποκτήματός μου. Γίνομαι άνθρωπος αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός, που παρασύρομαι από την ανάγκη να έχω όλο και περισσότερα για να νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Ίψεν έχει δώσει μια ωραία περιγραφή αυτού του εγωκεντρικού ανθρώπου στον Πέερ Γκύντ. Ο ήρωας είναι γεμάτος μόνο από τον εαυτό του. Μέσα στον απέραντο εγωισμό του πιστεύει ότι αυτός είναι ο εαυτός του, γιατί αυτός είναι ένα «σύμπλεγμα από επιθυμίες». Στο τέλος της ζωής του αναγνωρίζει ότι, επειδή όλη του η ύπαρξη ήταν χτισμένη πάνω στην ιδιοκτησία του, δεν κατάφερε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Ένιωθε ότι ήταν ένα κρεμμύδι χωρίς ψίχα, ένας μισοτελειωμένος άνθρωπος που ποτέ δεν υπήρξε ο εαυτός του.

Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητάς μου. Το κέντρο μου είναι μέσα μου, η δυνατότητά μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από εμένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών.

Ενώ το έχειν βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση. Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασής τους. Ό,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ό,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, η μόνη απειλή για την ασφάλειά μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχειν.

ΕΡΙΧ ΦΡΟΜ, Να έχεις ή να Είσαι;

Ανταίος ηττημένος

Ο Ανταίος ήταν γίγαντας, ή ίσως ημι-γίγαντας, γιος της θεάς Γαίας, της Μητέρας Γης, και του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Ο Ανταίος είχε μια περίεργη ενασχόληση ανάγκαζε όποιον περνούσε από τη χώρα του, τη Λιβύη, να παλέψει μαζί του- ουσιαστικά ακινητοποιούσε τα θύματά του στο έδαφος και μετά τα συνέθλιβε. Αυτή η αποτρόπαιη συνήθεια ήταν προφανώς έκφραση αφοσίωσης προς τον πατέρα του- ο Ανταίος σκόπευε να κατασκευάσει έναν ναό προς τιμήν του πατέρα του, Ποσειδώνα, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τα κρανία των θυμάτων του.

Ο Ανταίος θεωρούνταν αήττητος, αλλά υπήρχε κόλπο. Η δύναμή του πήγαζε από την επαφή με τη μητέρα του, τη Γη. Όταν δεν άγγιζε κυριολεκτικά τη Γη, έχανε όλες τις δυνάμεις του. Ο Ηρακλής, στο πλαίσιο των δώδεκα άθλων του (σε μια παραλλαγή της ιστορίας), ανέλαβε να νικήσει τον Ανταίο. Ο Ηρακλής κατάφερε να τον σηκώσει από το έδαφος και τον αποτελείωσε συνθλίβοντάς τον, ενώ κρατούσε τα πόδια του μακριά από τη μάνα του.

Αυτό που κρατάμε από αυτή την ιστορία είναι ότι, όπως ο Ανταίος, ούτε εμείς μπορούμε να αποκόψουμε από την επαφή με τη βάση του. Και η επαφή με τον πραγματικό κόσμο πραγματοποιείται μέσω του προσωπικού διακυβεύματος -όταν εκτιθέμεθα στον πραγματικό κόσμο και πληρώνουμε το τίμημα για τις συνέπειες , καλές ή κακές. Τα σημάδια που αφήνουν οι συνέπειες μας καθοδηγούν να μάθουμε και να ανακαλύψουμε περισσότερα , σαν μηχανισμός φυσικής σηματοδότησης, παθήματα μαθήματα όπως έλεγαν οι Έλληνες (” η μάθηση καθοδηγείται μέσω πόνου” , κάτι που οι μητέρες μικρών παιδιών γνωρίζουν αρκετά καλά).

Διακύμανση του κενού γέννησε το σύμπαν μας

Η δημιουργία του κόσμου και η επιστήμη


Ο Γκουίντο Τονέλι, φυσικός στο CERN της Γενεύης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και ένας από τους πατέρες της ανακάλυψης του μποζονίου του Χιγκς, αφηγήθηκε με αφοπλιστική αμεσότητα στο «Γένεση. Η μεγάλη ιστορία της προέλευσης του κόσμου» (μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Διόπτρα) την απίθανη ιστορία του παντός. Το ότι επέλεξε ως τίτλο ενός εκλαϊκευτικού επιστημονικού έργου έναν όρο βιβλικό, το εξηγεί στο τέλος του θαυμάσιου αυτού βιβλίου και μαρτυρεί τη διανοητική ευελιξία του επιστήμονα να συμπεριλάβει στην προσέγγισή του μια ποιητική και φιλοσοφική διάσταση.

Επικοινωνήσαμε γραπτώς μαζί του, θέτοντάς του ορισμένα ερωτήματα πάνω σε ζητήματα και έννοιες κλειδιά στην ανάγνωση του βιβλίου.

• Μια πανέμορφη ιστορία. H Γένεση περιλαμβάνει την ιστορία της προέλευσής μας όπως την περιγράφει η σύγχρονη επιστήμη. Έγραψα το βιβλίο σε απλή, οικεία γλώσσα προκειμένου να δώσω την ευκαιρία σε όλους να την κατανοήσουν. Πρώτον και κυρίως, επειδή είναι μια πανέμορφη ιστορία. Οι έννοιες που ανέπτυξαν οι επιστήμονες για να εξηγήσουν την προέλευση του σύμπαντός μας απλώς κόβουν την ανάσα. Δευτερευόντως, νομίζω πως η ανθρωπότητα πάντοτε είχε την ανάγκη να γνωρίζει τις βαθύτερες ρίζες της. Αρχικά, ανέπτυξε τους ιδρυτικούς μύθους της κλασικής Ελλάδας, έπειτα προστέθηκαν οι φιλοσοφικές προεκτάσεις και οι μεγάλες θρησκείες. Σήμερα, η σύγχρονη επιστήμη μάς επιτρέπει να κατανοούμε με κάθε λεπτομέρεια τις θαυμαστές μεταμορφώσεις που επέφερε μια απειροελάχιστη διακύμανση στο πρωταρχικό κενό έτσι ώστε να γίνει ένα απέραντο υλικό σύμπαν, το οποίο περιλαμβάνει αναρίθμητους γαλαξίες και έναν απροσδιόριστο αριθμό ηλιακών συστημάτων, μεταξύ αυτών και το δικό μας, όπου γεννήθηκε η ζωή.

• Ένα υπέροχο κενό. Αποκαλούμε «ανωμαλία» ή «μοναδικότητα» (singularity) ένα σημείο ή μια ειδική περιοχή, οι συνθήκες της οποίας είναι τόσο ακραίες που οι νόμοι της Φυσικής παύουν να ισχύουν. Στην αρχή του χωροχρόνου, 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, πιστεύουμε ότι το σύμπαν μας προήλθε από μια τέτοια μοναδικότητα. Ωστόσο, πολλές είναι οι λεπτομέρειες που λείπουν, αλλά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αυτή την κρίσιμη στιγμή ως το αποτέλεσμα ενός μηχανισμού ύλης που επεκτάθηκε με θηριώδη τρόπο μέσα από μια μικροσκοπική φούσκα, μια αδιανόητα ελάχιστη διακύμανση του κενού. Νομίζω πως είναι εξόχως συναρπαστικό το ότι το σύμπαν μας γεννήθηκε μέσα απ’ το κενό, ή, για να είμαι πιο ακριβής, ότι το σύμπαν μας είναι ένας υπέροχος τύπος κενού το οποίο πέρασε μέσα από μια σειρά απίστευτων μεταμορφώσεων.

• Σωματίδια σαν φαντάσματα. Με τον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων του CERN, τον πιο ισχυρό επιταχυντή σωματιδίων στον κόσμο, παράγουμε υψηλής ενέργειας συγκρούσεις πρωτονίων. Αυτά τα μικροσωματίδια έρχονται σε ταχύτητες πολύ κοντά σε εκείνη του φωτός και στη συνέχεια οδηγούνται σε μία κατά μέτωπον σύγκρουση μεταξύ τους. Στον μικρόκοσμο στον οποίο πραγματοποιούνται αυτές οι συγκρούσεις, η συγκέντρωση ενέργειας είναι τόσο υψηλή που παρασύρει απ’ το κενό νέα σωματίδια. Χρησιμοποιούμε τεράστιες ποσότητες ενέργειας από τα συγκρουόμενα πρωτόνια προκειμένου να φέρουμε στη ζωή πανάρχαια, ιδιαίτερα συμπαγή σωματίδια που αποτελούσαν το σύμπαν-βρέφος και που έχουν εξαφανιστεί εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Ζούνε για ένα ελάχιστο θραύσμα του δευτερολέπτου και στη συνέχεια μεταμορφώνονται σε πιο ελαφρά σωματίδια. Αλλά μας αρκεί για να μελετήσουμε τις ιδιότητές τους. Ετσι καταφέραμε να δημιουργήσουμε και να αναγνωρίσουμε το σωματίδιο (μποζόνιο) Χιγκς.

• Η θεωρία των πάντων. Σέβομαι τους άλλους συναδέλφους, αλλά δεν πιστεύω ότι θα καταφέρουμε σύντομα να φτάσουμε στη λεγόμενη «θεωρία των πάντων». Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα και η ονομασία, αποτυπώνεται σε αυτή μια κάποια αλαζονεία. Δεν πιστεύω πως θα υπάρξει κάποια μαγική στιγμή μέσα από την οποία θα αποκαλυφθεί κάθε άγνωστη πτυχή της φύσης. Αργά ή γρήγορα, θα έχουμε μια κβαντική περιγραφή της βαρύτητας και αυτό θα αποτελέσει μεγάλο σταθμό στην προσπάθεια για την κατανόηση του σύμπαντος. Ωστόσο, είμαι αρκετά βέβαιος πως αυτό το νέο όραμα του κόσμου θα δώσει τη θέση του σε μια ολότελα νέα σειρά από ερωτήματα. Το μονοπάτι προς μία βαθύτερη κατανόηση της φύσης θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από αυτό.

• Το Μπιγκ Μπανγκ και το Βατικανό. Ο Πάπας Πίος ο Ζ΄, τη δεκαετία του ’50, έκανε τη δήλωση: «Στ’ αλήθεια, φαίνεται πως η σύγχρονη επιστήμη, η οποία επιστρέφει ξαφνικά εκατομμύρια αιώνες πίσω, κατάφερε να δει το πρωταρχικό “Γεννηθήτω φως”». Ηταν όμως ένας μεγάλος ρωμαιοκαθολικός επιστήμονας, ο Ζορζ Λεμέτρ, ένας από τους πατέρες της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης, ο οποίος ζήτησε ακρόαση από τον Πάπα, πείθοντάς τον πως «διέπραξε ένα τεράστιο σφάλμα: η ερμηνεία της Μεγάλης Έκρηξης ως απόδειξη της θείας δημιουργίας θα προσέδιδε στην Εκκλησία, προσωρινά έστω, ένα κάποιο πλεονέκτημα στην προπαγάνδα, το οποίο όμως θα χαθεί όταν η επιστήμη κάνει ένα βήμα παραπέρα». Από τότε, η Εκκλησία επέλεξε να διαχωρίσει τελείως τα δύο πεδία, νομίζω μια σοφή επιλογή. Η σύγχρονη ιδέα της Γένεσης δεν έχει καμία σχέση με τη βιβλική αφήγηση. Είναι μια υλική διεργασία που υπακούει στους νόμους της Φυσικής δίχως να χρειάζεται την παραμικρή υπερφυσική παρέμβαση.

• Το τέλος της Φυσικής. Υπάρχει ένα διάσημο ανέκδοτο σχετικά με τον νεαρό Μαξ Πλανκ. Όταν ο μαθητής που έμελλε να κάνει επανάσταση στον κόσμο θέτοντας τα θεμέλια της κβαντομηχανικής, τελείωσε το σχολείο, τον συμβούλευσαν να γίνει γιατρός, καθώς δεν υπήρχε τίποτε άλλο να ανακαλυφθεί στη Φυσική. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Κάτι ανάλογο συμβαίνει αρκετά συχνά. Θυμάμαι συζητήσεις όταν ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πίζας. Πολλοί έλεγαν ότι «η σωματιδιακή φυσική είναι τελειωμένη», όμως η ανακάλυψη των κουάρκ τον Νοέμβριο του 1974 άνοιξε νέους δρόμους σε έρευνες με θαυμαστά αποτελέσματα για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σήμερα. Είναι πολλά τα ανοιχτά ερωτήματα στη Φυσική: η προέλευση της σκοτεινής ενέργειας και της σκοτεινής ύλης, το σωματίδιο που είναι υπεύθυνο για τον κοσμικό πληθωρισμό, ο πραγματικός λόγος πίσω από την ασυμμετρία ύλης και αντιύλης κτλ. Ακόμη έχουμε ανάγκη από πολλές απαντήσεις. Νέα σωματίδια ή νέα πεδία που εξηγούν αυτά τα μυστήρια μπορεί να ανακαλυφθούν στον Μεγάλο Επιταχυντή ή, ίσως, μπορεί να χρειαστεί να κατασκευάσουμε μια νέα γενιά γιγαντιαίων επιταχυντών για να συνεχίσουμε αυτή την εξερεύνηση. Η αποστολή του CERN θα συνεχιστεί. Νέες γενιές επιστημόνων, μέσα από την ανάπτυξη νέων επιστημονικών υποδομών, θα μπορούν να μας δώσουν απαντήσεις σε μερικά από τα μυστήρια που ερευνά σήμερα η επιστήμη.

Εκκλησία και υποκρισία

Το κύριο χαρακτηριστικό του Χριστιανισμού είναι το ότι «...δεν υπήρξε ποτέ Χριστιανισμός». (Κ. Καστοριάδης «Η άνοδος της ασημαντότητας»)

Αφού οι χριστιανοί «γύρισαν την πλάτη» στην θεμελιώδη, για να είναι χριστιανοί, ηθική υποχρέωση που έθεσε ο Ιησούς, όπως αυτή περιγράφεται αυθεντικά στα Ευαγγέλια: να εγκαταλείψουν τον πατέρα τους, τη μητέρα τους, τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους και να τον ακολουθήσουν, άλλως είναι «ανάξιοι» του ονόματός του.

Μάλιστα, δεν πείστηκαν – γιατί προφανώς δεν πίστεψαν – ούτε από τις σαγηνευτικές ευαγγελικές υποσχέσεις, για την περίπτωση συμμόρφωσης: πλουσιοπάροχη αποζημίωση σ αυτήν τη ζωή και επί πλέον δώρο η αιωνιότητα στον άλλο κόσμο! (Λουκ. 18,30).

Αυτή ακριβώς η στάση, ως τυπική εκδήλωση διπροσωπίας, φαίνεται πως παράγει το καθεστώς της «ανεξάλειπτης υποκρισίας», που αποτυπώνεται παντού.

Και πρώτα απ' όλα μέσα στους ναούς. Όπου, στον χώρο που διδάσκεται η ισότητα ενώπιον του Θεού, έχει θεσμοθετηθεί και χωροταξικά η ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Αφού υπάρχουν περίβλεπτες θέσεις για τους άρχοντες, άνετες θέσεις καθημένων για τους επίλεκτους της κοινωνίας, πάγκοι για τους κατώτερους και θέσεις ορθίων για τους κοινωνικά έσχατους. Και βεβαίως, εξορία για τις γυναίκες στον γυναικωνίτη.

Αυτήν ακριβώς την υποκρισία ζήσαμε σε «ζωντανή μετάδοση», όταν η εκκλησία, προβάλλοντας πάντοτε την «αγάπη για τον άνθρωπο», περιφρόνησε τους ανθρώπους και – κατά παράβαση των υγειονομικών μέτρων – κάλεσε στον συνωστισμό των Θεοφανείων, αδιαφορώντας για τον θάνατο που θα σκορπούσε.

Πρόκειται για εκείνη την εκδήλωση υποκρισίας, που την δένει αμετάκλητα, ως κοινό βίωμα, με την ηθική του λεγόμενου «ποιμνίου» της. Το οποίο, στο μέτρο που είναι πραγματικά «πιστό», φέρθηκε και αυτό με τον ίδιο κυνισμό.

Διότι, εφ' όσον τα μέλη του πιστεύουν ότι ραντίζοντας το σπίτι τους με «αγίασμα» που έλαβαν από την εκκλησία, δημιουργούν ασπίδα προστασίας γι' αυτό, ένα αποδεικνύουν: ότι συμμετέχοντας στον συνωστισμό για την προμήθεια του «αγιάσματος», έθεσαν το σπίτι τους πάνω από τον κόσμο. Εν ονόματι βεβαίως του «Θεού της αγάπης».

Εκείνο όμως που θα παραμείνει μνημείο υποκρισίας, αλλά και κυνισμού, είναι οι λόγοι που προέβαλε η εκκλησία, για να δικαιολογήσει την παραβίαση των μέτρων. Οι οποίοι είναι εν τέλει πιο αποκρουστικοί και από την ίδια την παραβίαση.

Διότι είπαν ότι παραβίασαν τα μέτρα, όχι επειδή αυτά δεν προστάτευαν την κοινωνία αλλά ως ανταπόδοση, επειδή η πολιτεία δεν τους τηλεφώνησε προηγουμένως! Δείχνοντας έτσι ότι η ζωή των ανθρώπων ήταν απολύτως αδιάφορο ζήτημα, μπροστά στην υπεράσπιση της εξουσίας τους.

Και όταν αντιλήφθηκαν ότι η τρομακτική αυτή δικαιολόγηση της παραβίασης των μέτρων, τους εξέθετε περισσότερο από την ίδια την παραβίαση, επέστρεψαν στην «γνωστή οδό» της υποκρισίας: δήλωσαν ότι τήρησαν τα μέτρα! Όχι όμως τα μέτρα που ίσχυαν, αλλά εκείνα που δεν ίσχυαν, διότι είχαν αντικατασταθεί από αυτά που παραβίασαν!

Πράγμα που αποδεικνύει ότι έχουν αντικαταστήσει οριστικά το «εν αρχή ην ο Λόγος» με το «εν αρχή ην το Ψέμα».

Είναι αυτό που τους επέτρεψε εν τέλει να μιμηθούν τους δημαγωγούς, όταν οι τελευταίοι ονομάζουν «βάζουμε πλάτη», κάθε υπονόμευση των υγειονομικών μέτρων που μεθοδεύουν. Έτσι λοιπόν, την ώρα που η εκκλησία παραβίαζε τα υγειονομικά μέτρα, ο εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου δήλωνε: «Βάζουμε πλάτη»!

Θεός φυλάξοι!

Η «βοήθεια για τον λόγο» στους πλατωνικούς διαλόγους

Δεδομένου ότι οι διάλογοι είναι «ομοιώματα» του ζωντανού λόγου του χρήστη (πρβ. Φαίδρο 276a), μπορούν να απεικονίσουν και αυτό που χαρακτηρίζει την προφορική δραστηριότητα του διαλεκτικού, δηλαδή τη «βοήθεια» για τον λόγον του.

Στα εσκεμμένα κενά οι διάλογοι παραπέμπουν σε θεωρήματα που δεν γνωστοποιήθηκαν «εδώ και τώρα», τα οποία ωστόσο θα ήταν απαραίτητα για την τεκμηρίωση των διαλόγων, δηλαδή ως «βοήθεια». 

Μόνο τις υψηλότερες βαθμίδες της βοήθειας που οδηγούν στη γνώση της αρχής δεν θα μπορούσε ο Πλάτων να τις εμπιστευτεί, χωρίς να αντιφάσκει προς τον εαυτό του, στο γραπτό λόγο. Αλλά οι πλατωνικοί διάλογοι σαφέστατα δεν παραβαίνουν τη συνθήκη αυτή.

Η κατάσταση της βοηθείας -η κατάσταση δηλαδή κατά την οποία ένας λόγος δέχεται επίθεση, ώστε να απαιτείται από τον δημιουργό του να τον βοηθήσει- αποτελεί την κεντρική δομική αρχή των πλατωνικών διαλόγων. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η λέξη βοηθείν και άλλες στις οποίες αυτή αντικαθίστανται από μια συνώνυμη έκφραση: η βασική κατάσταση παραμένει όμως πάντα η ίδια. Το ερώτημα είναι σταθερά το ίδιο, αν δηλαδή ο δημιουργός του λόγου είναι σε θέση να βοηθήσει με καινούρια και ουσιαστικότερα νοητικά επιχειρήματα, με τιμιώτερα: αν είναι σε θέση, είναι φιλόσοφος. Αυτός που διευθύνει τη συζήτηση, ο οποίος εκπροσωπεί τη μορφή του διαλεκτικού, ανταποκρίνεται πάντα στο καθήκον αυτό∙ όλοι οι άλλοι δεν τα καταφέρνουν: γιατί μόνο ο στοχαστής των Ιδεών είναι πραγματικά φιλόσοφος. Ας δούμε τώρα τα σχετικά δεδομένα.

Τρία παραδείγματα πλατωνικής «βοηθείας»

(I) Στον Φαίδωνα αμέσως ύστερα από τις αντιρρήσεις του Σιμμία και του Κέβητος σχετικά με την αθανασία της ψυχής (84c-88b) ακολουθεί πρώτα μια διακοπή στον αφηγούμενο διάλογο. Ανάλογες καταστάσεις έχουν στον Πλάτωνα πάντοτε τη λειτουργία να δίνουν σε ότι ακολουθεί μια έντονη έμφαση. Ο Εχεκράτης, που είναι ο ακροατής στον διάλογο πλαισίου, θέλει να μάθει από τον αφηγητή Φαίδωνα πως αντέδρασε ο Σωκράτης στην κρίση που προκάλεσαν στη συζήτηση οι θηβαίοι φίλοι του: Θύμωσε ή «προσπάθησε ήρεμα να βοηθήσει τον λόγο; Και τον βοήθησε ικανοποιητικά ή με ελλείψεις;» (88d 9-e 3). Ο Εχεκράτης ρωτά επομένως για την αντίδραση του Σωκράτη ως προς την ανθρώπινη διάσταση και ως προς τη διάσταση της επιχειρηματολογίας. Ο Φαίδων λοιπόν συνεχίζει να αφηγείται πόσο αξιοθαύμαστος αποδείχτηκε ο Σωκράτης. Το βοηθείν τω λόγω που επιχείρησε είχε τη δύναμη να ικανοποιήσει αυτούς που επέκριναν τις θέσεις του – πράγμα που σχολιάζεται επιδοκιμαστικά σε μια δεύτερη διακοπή στην αφήγηση του διαλόγου, η οποία φυσικά έχει τον στόχο να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην πρώτη (102a). Για να ανασκευάσει την αντίρρηση του Κέβητος ο Σωκράτης εγκαταλείπει (από το 96a και εξής) προσωρινά το θέμα «ψυχή» για να εκθέσει μια ολοκληρωμένη θεωρία σχετικά με την αιτία της γένεσης και της φθοράς (95e 9-96a 1)∙ η θεωρία αυτή οδηγεί, όπως ξέρουμε, στην παρουσίαση της υπόθεσης των Ιδεών (99d κε.), με βάση την οποία το πρόβλημα της ψυχής μπορεί να συζητηθεί σαν μια κατά κάποιον τρόπο δευτερεύουσα ειδική περίπτωση (105b κε.).

Ως χαρακτηριστικά αυτής της ενότητας της συνομιλίας μπορούμε να κρατήσουμε τα ακόλουθα:
Το επιτυχημένο βοηθείν τω λόγω γίνεται από αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση (όχι φυσικά από τον Σιμμία ή τον Κέβητα).

Για να βοηθήσει τον πρώτο του λόγον (σχετικά με την ψυχή) ο Σωκράτης μιλά στην αρχή για άλλα πράγματα (για τις Ιδέες κτλ.).

Αυτό το άλλο θέμα σχετίζεται με μια θεωρία μεγαλύτερου εύρους, η οποία οδηγεί πιο κοντά στη γνώση των πρώτων αιτίων. Η διαδικασία των υποθέσεων προβλέπει μια διαδοχική άνοδο σε κάποιο ικανόν, το οποίο είναι προφανές ότι πρέπει να το καταλάβουμε ως αρχήν (101de, πρβ.107b). Στον βαθμό που ο λόγος ο οποίος βοηθά κάνει δυνατή μια περισσότερο ολοκληρωμένη και καλύτερα τεκμηριωμένη γνώση, δικαιούμαστε αντικειμενικά να μιλούμε για μια θεωρία «ανώτερης τάξης».

(II) Στην αρχή του δεύτερου βιβλίου της Πολιτείας ακούμε μια επίθεση από τον Γλαύκο και τον Αδείμαντο εναντίον της δικαιοσύνης, την οποία στο πρώτο βιβλίο ο Σωκράτης υπερασπίστηκε με επιτυχία έναντι του Θρασύμαχου. Ο Σωκράτης καλείται να βοηθήσει τη δικαιοσύνη (και επομένως και τον πρώτο του λόγον υπέρ της δικαιοσύνης), πράγμα που και ο ίδιος το αναγνωρίζει ως υποχρέωσή του. Η λέξη βοηθείν εμφανίζεται στα συμφραζόμενα αυτά όχι λιγότερες από πέντε φορές (Πολιτεία ΙΙ, 362d 9, 368b 4, b 7, c 1, c 5). Η «βοήθεια» που ο Σωκράτης παρέχει στη δικαιοσύνη περιλαμβάνει όλη τη σειρά των αποδείξεων ως το 10ο βιβλίο. Για να καταλήξει σε μια θεωρία για τη δικαιοσύνη αλλάζει το άμεσο αντικείμενο της συζήτησης και μιλά για το άριστο πολίτευμα και για την ψυχή∙ και πάλι, για να υπερασπιστεί την αντίληψή του για το πολίτευμα, μιλά για τη διαφορά μεταξύ Ιδέας και επιμέρους συγκεκριμένων πραγμάτων, για τη φύση και την παίδευση των φιλοσόφων και, στο πλαίσιο του τελευταίου θέματος, για το μέγιστο διδακτικό αντικείμενο (μέγιστον μάθημα) γενικά: την Ιδέα του Αγαθού, η οποία είναι η «αρχή των πάντων». Η «βοήθεια» για τη δικαιοσύνη είναι επομένως μια κλιμακωτή άνοδος (πρβ. 445c 5), αν όχι στην ίδια τη γνώση της αρχής (το τι έστι της οποίας ακριβώς παραλείπεται: 506de), πάντως πολύ κοντά σ’ αυτήν. Το ανώτατο όλων είναι τι ίδιο το Αγαθό (509a 4-5, πρβ. b 9), ώστε θα ταίριαζε να χαρακτηριστούν τιμιώτερα οι εξηγήσεις που οδηγούν σε αυτό σε σύγκριση με θεωρίες και επιχειρήματα που έχουν κατώτερους στόχους.

(ΙΙΙ) Μεγάλη ομοιότητα με τη βοήθεια που ο Σωκράτης παρέχει στη δικαιοσύνη στην Πολιτεία παρουσιάζει η βοήθεια του Αθηναίου για τον νόμο κατά της ασέβειας στους Νόμους. Το σχεδόν πανομοιότυπο αίτημα για τη βοήθεια[1] ως καθήκον -με τη θρησκευτική έννοια- δείχνει σαφώς ότι οι δύο διαδικασίες έχουν το ίδιο νόημα. Ο Αθηναίος προλαμβάνει μια κριτική από την αθεϊστική σκοπιά εναντίον του νόμου που μόλις διατυπώθηκε. Ο νόμος αυτός – όπως όλοι οι νόμοι- θα γνωστοποιηθεί γραπτώς στους πολίτες του Κρητικού κράτους που πρόκειται να ιδρυθεί (891a)∙ ο συντάκτης όμως έχει ήδη στην προφορική συζήτηση με τον Κλεινία και τον Μέγιλλο έτοιμα τα επιχειρήματα με τα οποία αργότερα θα πρέπει να υπερασπιστεί το γραπτό κείμενο.

Και οι Νόμοι λοιπόν (όπως και η Πολιτεία) επιβεβαιώνουν όλα τα χαρακτηριστικά της βοηθείας τα οποία διαπιστώσαμε με αφορμή τον Φαίδωνα. Επιπλέον, το κείμενο αυτό δηλώνει με παραδειγματική σαφήνεια ότι η πλατωνική βοήθεια δεν μπορεί να επιτευχθεί «με κανέναν άλλο τρόπο» (μηδαμή ετέρως) παρά μόνο με ένα εκτός βαίνειν, με την αλλαγή δηλαδή του θέματος (891d 7-e 1), και ότι η διαδικασία αυτή οδηγεί πιο κοντά στα πρώτα των πάντων (891c 2-3 μαζί με το e 5-6).

Η πλατωνική βοήθεια είναι επομένως η διαδικασία την οποία ακολουθεί αυτός που διευθύνει τη συζήτηση (που αντιπροσωπεύει τον τύπο του «διαλεκτικού»): υπερασπίζεται τον λόγον του, ο οποίος υφίσταται κριτική, εγκαταλείποντας προς το παρόν το θέμα και προχωρώντας στον δρόμο που οδηγεί στη γνώση των αρχών ώστε να παρουσιάσει με θεωρήματα «υψηλότερης τάξης» μια στέρεη βάση για τον αρχικό του λόγον.

Οι -πάντοτε όμοιες- καταστάσεις στις οποίες εμφανίζεται η «βοήθεια»

Εκτός από το βοηθείν οι πλατωνικοί όροι με τους οποίους δηλώνεται η βοήθεια είναι τα αμύνειν/αμύνεσθαι (πρβ. επαμύνοντες λόγοι) και επικουρείν ή επίκουρον γίγνεσθαι. Η γνωστή αντιπάθεια του Πλάτωνα για μια παγιωμένη ορολογία[2] μας επιτρέπει να περιμένουμε εκ των προτέρων ότι χρησιμοποίησε και άλλες γλωσσικές παραλλαγές γι’ αυτόν τον όρο-κλειδί της κριτικής του για τον γραπτό λόγο. Για να ανακαλύψει κανείς συνώνυμα, πρέπει να ξεκινήσει από τη βασική, πάντοτε όμοια, κατάσταση: Ένας λόγος διατυπώθηκε («η ψυχή είναι αθάνατη»∙ «η δικαιοσύνη είναι καλύτερη από την αδικία»), τα πρώτα επιχειρήματα εκτέθηκαν – ο πατήρ του λόγου όμως υφίσταται έλεγχον, δηλαδή απαιτούν από αυτόν να δείξει, ανάγοντας τον λόγον του στις βαθύτερες βάσεις του, ότι είναι φιλόσοφος.

Σημασία έχει ότι, όπως δείχνει ο Φαίδρος (278cd), οι φιλόσοφοι και οι μη φιλόσοφοι πρέπει να μετριούνται με βάση αυτό το είδος ελέγχου. Είναι λοιπόν αναμενόμενο ότι στους διαλόγους υφίσταται έλεγχον διάφοροι τύποι ανθρώπων, ότι όμως μόνο ένας τύπος, ο διαλεκτικός, περνά την εξέταση. Σημαντικό είναι επίσης ότι ο διαλεκτικός είναι σε θέση να μεταδώσει και σε άλλους την ικανότητα της βοήθειας (Φαίδρ. 276e κε.): έναν δάσκαλο ο οποίος δεν θα ήταν σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο δεν θα το αναγνωρίζουμε, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, ως φιλόσοφο.

Αυτή είναι η περίπτωση του Γοργία: Ο μαθητής του Πώλος θέλει να «αποκαταστήσει» τον λόγον του δασκάλου του ύστερα από την κριτική του Σωκράτη (Γοργίας 462a 2). Αποτυγχάνει, όπως άλλωστε και ο Καλλικλής ύστερα από αυτόν, επειδή ο δάσκαλός του δεν είναι φιλόσοφος με την πλατωνική έννοια, και επομένως δεν ήταν σε θέση να διδάξει το επανορθώσασθαι τον λόγον (= βοηθείν τω λόγω).[3]

Κάπως λιγότερο προφανής -επειδή επικαλύπτεται από ακραία ειρωνεία- είναι η κατάσταση στον Ιππία μείζονα. Ο Σωκράτης θέλει να βάλει τον Ιππία στη θέση ενός ανώτερου δασκάλου από τον οποίο δήθεν θέλει να μάθει, για να «ξαναπαλέψει ολόκληρη τη συζήτηση από την αρχή» (286d 7: αναμαχούμενος τον λόγον), ύστερα από την υποτιθέμενη ήττα του στη συνομιλία με έναν ανώνυμο τρίτο. Αυτό που προσφέρει ο Ιππίας για την καινούρια αρχή της συζήτησης αξιολογείται και από τον Σωκράτη (ειρωνικά) ως βοήθεια (ότι μοι δοκείς … βοηθείν, 291e 5). Στην πραγματικότητα ο ανώνυμος τρίτος είναι απλώς ένα διαφανές προσωπείο της εσωτερικής φωνής του Σωκράτη (βλ. ιδίως 304d), οποίος έτσι είναι εκείνος που και στη συζήτηση αυτή παραμένει νικητής, κυρίως επειδή θίγει ευρύτερα θέματα στην παρέκβαση ύστερα από την επίθεση του Ιππία στο 300b κε.

Οξύτατη ειρωνεία χαρακτηρίζει και τη συντομότερη συζήτηση με τον Ιππία. Σε έναν «παροξυσμό» (κατηβολή, Ιππίας ελάσσων 372e 1) ο Σωκράτης υποστηρίζει μια ηθικά αστήρικτη θέση, από την οποία όμως θα ήθελε να τον «γιατρέψει» ο Ιππίας. Το αίτημα «μην αρνηθείς να γιατρέψεις την ψυχή μου» (372e 6-7) δεν μπορεί παρά να σημαίνει -σε συσχετισμό με την κατάσταση στον διάλογο- «βοήθησον τω σαυτού λόγω», αφού ο Ιππίας ήταν εκείνος που υποστήριξε την ηθικά ορθή άποψη: αν μπορούσε και να την τεκμηριώσει βαθύτερα, θα μπορούσε να γιατρέψει και τον Σωκράτη από τον «παροξυσμό» του∙ ο Ιππίας όμως δεν είναι φιλόσοφος, και έτσι η «γιατρειά» όπως και οποιαδήποτε βοήθεια στον λόγον του δεν πραγματοποιούνται.

Η ειρωνική εξύψωση του αντιπάλου φτάνει στα άκρα στον Ευθύδημο. Οι δύο Εριστικοί καλούνται να βοηθήσουν «όπως οι Διόσκουροι» (293a 2). Η ευεργετική τους παρέμβαση θα μπορούσε οπωσδήποτε να συγκριθεί με τη γιατρειά της ψυχής» που ζητήθηκε από τον Ιππία. Δεδομένου ότι ο Σωκράτης εξύψωσε ήδη σαρκάζοντας τους Εριστικούς στο επίπεδο των αρωγών Κάστορα και Πολυδεύκη, δεν μιλά για «βοήθεια», αλλά από την αρχή για «σωτηρία» (293a 1-3). Οι Εριστικοί δέχονται λοιπόν την παράκληση να βοηθήσουν έναν ξένο λόγον: και αυτό άλλωστε ανήκει στην ικανότητα του διαλεκτικού (εφόσον, και στον βαθμό που το επιτρέπει ο λόγος που χρειάζεται βοήθεια), όπως δείχνουν οι διάλογοι Κρατύλος και Θεαίτητος: Εδώ ο Σωκράτης υπερασπίζεται ως ένα σημείο τη θέση του Κρατύλου (που είναι ο ίδιος παρών) ή του Πρωταγόρα (που εκπροσωπείται από τον μαθητή του Θεόδωρο)∙ χαρακτηριστικό είναι όμως ότι πρέπει να αναλάβει ο ίδιος τη βοήθεια για τους άλλους, η οποία τελικά δεν οδηγεί πολύ μακριά: μόνο μια στάση η οποία στηρίζεται στη φιλοσοφία των Ιδεών μπορεί να ανταπεξέλθει σε κάθε έλεγχον. Η βοήθεια, όπως την εννοεί ο Πλάτων, δεν είναι θέμα νοητικής ευστροφίας, αλλά θέμα ορθής οντολογικής οπτικής.

Στην ιδέα -που στον Ιππία μείζονα παίρνει κωμική τροποποίηση ο Σωκράτης, ο οποίος μειονεκτεί στη συζήτηση, επιδιώκει διδαχή από κάποιον «σοφότερο» ο Πλάτων έδωσε μια νέα μορφή στο Συμπόσιο, τη φορά αυτή χωρίς κωμική διάσταση. Ο Σωκράτης παγιδευμένος, υποτίθεται, στις ίδιες πλάνες με τον Αγάθωνα (Συμπ. 201e) ρώτησε τη σοφή Διοτίμα για να μάθει κάτι για τον Έρωτα. Η ελπίδα δεν ήταν μάταιη τη φορά αυτή. Απλώς η μάντισσα Διοτίμα από τη Μαντινεία είναι μια εξίσου φανταστική λογοτεχνική μορφή με τον ανώνυμο τρίτο στον Ιππία μείζονα. Επομένως ο Σωκράτης είναι και πάλι αυτός που συνεχίζει τη συζήτηση. Και είναι απόλυτα σαφές ότι στον λόγο του ως Διοτίμα υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της συζήτησης με τον Αγάθωνα σχετικά με τον Έρωτα, πραγματεύεται θέματα μεγάλης φιλοσοφικής σημασίας, τα οποία οδηγούν πιο κοντά στη γνώση της αρχής.

Πρέπει να έγινε τουλάχιστον σαφές ότι: η έννοια βοηθείν τω λόγω χαρακτηρίζει τη δομική αρχή του πλατωνικού διαλόγου, που συνίσταται στη σκόπιμη άνοδο του επιπέδου της επιχειρηματολογίας προς την κατεύθυνση μιας έσχατης επιχειρηματολογίας, η οποία προκύπτει από την αρχήν.
-----------------------
[1] Νόμοι 10, 891a 5-7 ~ Πολιτεία ΙΙ, 368b 7-c 1: «μου φαίνεται ότι είναι επίσης ασέβεια («μη ευσεβές») να μην βοηθήσουμε αυτούς τους λόγους» ~ «φοβάμαι ότι θα μπορούσε μάλιστα να είναι ασέβεια («μη ευσεβές»), ενώ είναι κανείς παρών όταν κακολογείται η δικαιοσύνη να μειοδοτεί και να μην τη βοηθά».
[2] Πρβ. Χαρμίδη 163d, Μένωνα 87bc, Πολιτεία 533e, Πολιτικό 261e.
[3] Και ο Πρωταγόρας -για μας ένας σημαντικός στοχαστής- δεν ήταν για τον Πλάτωνα φιλόσοφος: γιαυτό και η αποφασιστική ερώτηση που δέχεται, αν δηλαδή είναι σε θέση να βοηθήσει τον λόγον του (Πρωταγόρας 341d 8), παίρνει από το σύνολό της πορείας του διαλόγου αρνητική απάντηση.

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (215a-216c)

Σωκράτη δ᾽ ἐγὼ ἐπαινεῖν, ὦ ἄνδρες, οὕτως ἐπιχειρήσω, δι᾽ εἰκόνων. οὗτος μὲν οὖν ἴσως οἰήσεται ἐπὶ τὰ γελοιότερα, ἔσται δ᾽ ἡ εἰκὼν τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γελοίου. φημὶ γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σιληνοῖς τούτοις τοῖς [215b] ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις, οὕστινας ἐργάζονται οἱ δημιουργοὶ σύριγγας ἢ αὐλοὺς ἔχοντας, οἳ διχάδε διοιχθέντες φαίνονται ἔνδοθεν ἀγάλματα ἔχοντες θεῶν. καὶ φημὶ αὖ ἐοικέναι αὐτὸν τῷ σατύρῳ τῷ Μαρσύᾳ. ὅτι μὲν οὖν τό γε εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὐδ᾽ αὐτὸς ἄν που ἀμφισβητήσαις· ὡς δὲ καὶ τἆλλα ἔοικας, μετὰ τοῦτο ἄκουε. ὑβριστὴς εἶ· ἢ οὔ; ἐὰν γὰρ μὴ ὁμολογῇς, μάρτυρας παρέξομαι. ἀλλ᾽ οὐκ αὐλητής; πολύ γε θαυμασιώτερος ἐκείνου. [215c] ὁ μέν γε δι᾽ ὀργάνων ἐκήλει τοὺς ἀνθρώπους τῇ ἀπὸ τοῦ στόματος δυνάμει, καὶ ἔτι νυνὶ ὃς ἂν τὰ ἐκείνου αὐλῇ —ἃ γὰρ Ὄλυμπος ηὔλει, Μαρσύου λέγω, τούτου διδάξαντος— τὰ οὖν ἐκείνου ἐάντε ἀγαθὸς αὐλητὴς αὐλῇ ἐάντε φαύλη αὐλητρίς, μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ καὶ δηλοῖ τοὺς τῶν θεῶν τε καὶ τελετῶν δεομένους διὰ τὸ θεῖα εἶναι. σὺ δ᾽ ἐκείνου τοσοῦτον μόνον διαφέρεις, ὅτι ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ταὐτὸν [215d] τοῦτο ποιεῖς. ἡμεῖς γοῦν ὅταν μέν του ἄλλου ἀκούωμεν λέγοντος καὶ πάνυ ἀγαθοῦ ῥήτορος ἄλλους λόγους, οὐδὲν μέλει ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενί· ἐπειδὰν δὲ σοῦ τις ἀκούῃ ἢ τῶν σῶν λόγων ἄλλου λέγοντος, κἂν πάνυ φαῦλος ᾖ ὁ λέγων, ἐάντε γυνὴ ἀκούῃ ἐάντε ἀνὴρ ἐάντε μειράκιον, ἐκπεπληγμένοι ἐσμὲν καὶ κατεχόμεθα. ἐγὼ γοῦν, ὦ ἄνδρες, εἰ μὴ ἔμελλον κομιδῇ δόξειν μεθύειν, εἶπον ὀμόσας ἂν ὑμῖν οἷα δὴ πέπονθα αὐτὸς ὑπὸ τῶν τούτου λόγων καὶ πάσχω ἔτι καὶ [215e] νυνί. ὅταν γὰρ ἀκούω, πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ καὶ δάκρυα ἐκχεῖται ὑπὸ τῶν λόγων τῶν τούτου, ὁρῶ δὲ καὶ ἄλλους παμπόλλους τὰ αὐτὰ πάσχοντας· Περικλέους δὲ ἀκούων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν ῥητόρων εὖ μὲν ἡγούμην λέγειν, τοιοῦτον δ᾽ οὐδὲν ἔπασχον, οὐδ᾽ ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχὴ οὐδ᾽ ἠγανάκτει ὡς ἀνδραποδωδῶς διακειμένου, ἀλλ᾽ ὑπὸ τουτουῒ τοῦ Μαρσύου πολλάκις δὴ [216a] οὕτω διετέθην ὥστε μοι δόξαι μὴ βιωτὸν εἶναι ἔχοντι ὡς ἔχω. καὶ ταῦτα, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐρεῖς ὡς οὐκ ἀληθῆ. καὶ ἔτι γε νῦν σύνοιδ᾽ ἐμαυτῷ ὅτι εἰ ἐθέλοιμι παρέχειν τὰ ὦτα, οὐκ ἂν καρτερήσαιμι ἀλλὰ ταὐτὰ ἂν πάσχοιμι. ἀναγκάζει γάρ με ὁμολογεῖν ὅτι πολλοῦ ἐνδεὴς ὢν αὐτὸς ἔτι ἐμαυτοῦ μὲν ἀμελῶ, τὰ δ᾽ Ἀθηναίων πράττω. βίᾳ οὖν ὥσπερ ἀπὸ τῶν Σειρήνων ἐπισχόμενος τὰ ὦτα οἴχομαι φεύγων, ἵνα μὴ αὐτοῦ καθήμενος παρὰ τούτῳ καταγηράσω. πέπονθα δὲ [216b] πρὸς τοῦτον μόνον ἀνθρώπων, ὃ οὐκ ἄν τις οἴοιτο ἐν ἐμοὶ ἐνεῖναι, τὸ αἰσχύνεσθαι ὁντινοῦν· ἐγὼ δὲ τοῦτον μόνον αἰσχύνομαι. σύνοιδα γὰρ ἐμαυτῷ ἀντιλέγειν μὲν οὐ δυναμένῳ ὡς οὐ δεῖ ποιεῖν ἃ οὗτος κελεύει, ἐπειδὰν δὲ ἀπέλθω, ἡττημένῳ τῆς τιμῆς τῆς ὑπὸ τῶν πολλῶν. δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα. [216c] καὶ πολλάκις μὲν ἡδέως ἂν ἴδοιμι αὐτὸν μὴ ὄντα ἐν ἀνθρώποις· εἰ δ᾽ αὖ τοῦτο γένοιτο, εὖ οἶδα ὅτι πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην, ὥστε οὐκ ἔχω ὅτι χρήσωμαι τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ.

***
Του Σωκράτη, συμπότες μου, να πώς θα επιχειρήσω να πλέξω το εγκώμιο: με παρομοιώσεις. Λοιπόν, ίσως αυτός βέβαια νομίσει, για να τον διακωμωδήσω· όμως η παρομοίωση θα γίνει με σκοπό την προσέγγιση της αλήθειας, όχι τη διακωμώδηση. Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι νά, είναι όμοιος κι απαράλλαχτος μ᾽ ετούτους τους Σιληνούς [215b] που βλέπουμε στα εργαστήρια των γλυπτών, που τους φιλοτέχνησαν οι καλλιτέχνες καθισμένους, με σουραύλια ή φλογέρες στα χέρια· και που, αν τους ανοίξεις στα δυο, βλέπεις ότι στο εσωτερικό τους έχουν αγάλματα θεών. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι ετούτος είναι όμοιος με τον σάτυρο, τον Μαρσύα. Λοιπόν, Σωκράτη, ότι στην εξωτερική εμφάνιση είσαι όμοιος μ᾽ αυτούς, ούτε συ ο ίδιος, υποθέτω, θα το αμφισβητούσες· τώρα, ότι τους μοιάζεις και στ᾽ άλλα, άκουε τη συνέχεια: Έχεις υπεροψία· μήπως όχι; γιατί, αν δεν το παραδέχεσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρες. Αλλά μήπως δεν είσαι αυλητής; Σίγουρα, και πολύ πιο εντυπωσιακός απ᾽ εκείνον. [215c] Γιατί εκείνος μάγευε τους ανθρώπους με τα μουσικά όργανα, με τη δύναμη της ανάσας του (κι ακόμα και τώρα όποιος παίζει με φλογέρα τους σκοπούς του —γιατί λέω ότι είναι του Μαρσύα οι σκοποί που έπαιζε με τη φλογέρα του ο Όλυμπος, ετούτος είναι ο δάσκαλος— λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε τους παίζει με φλογέρα καλός αυλητής είτε αυλητρίδα του γλυκού νερού, από μόνοι τους φέρνουν τους ανθρώπους σε έκσταση και αποκαλύπτουν ποιοί νιώθουν μέσα τους την ανάγκη να καταφύγουν στους θεούς και τις μυσταγωγίες, επειδή οι σκοποί αυτοί είναι θεόσταλτοι). Εσύ όμως μόνο μια διαφορά έχεις απ᾽ εκείνον: χωρίς μουσικό όργανο, μόνο με σκέτες τις φράσεις σου προκαλείς το ίδιο [215d] ακριβώς αποτέλεσμα. Έξαφνα εμείς, όταν ακούμε κάποιον άλλο ν᾽ αγορεύει γι᾽ άλλα θέματα —κι ας είναι εξαιρετικά λαμπρός ρήτορας— όλοι μας σχεδόν μένουμε αδιάφοροι. Όμως, όταν κάποιος ακούει είτε εσένα είτε κι άλλον που λέει τα λόγια σου, ακόμα κι αν αυτός είναι τελείως τιποτένιος, ο ακροατής, θες γυναίκα, θες άντρας, θες παλικαράκι, εντυπωσιάζεται, κι εμείς το ίδιο, και εκστασιάζεται. Εγώ έξαφνα, συμπότες μου, αν δε κινδύνευα να δώσω την εντύπωση ότι είμαι τύφλα στο μεθύσι, θα ᾽παιρνα όρκο και θα σας έλεγα τί αναστάτωση έφεραν μέσα μου τα λόγια του και πόσο κι αυτή ακόμα [215e] τη στιγμή μ᾽ αναστατώνουν. Γιατί, οσάκις τον ακούω, πολύ πιο πολύ απ᾽ ό,τι των μυημένων στα μυστήρια των Κορυβάντων και η καρδιά μου χοροπηδά και τα δάκρυα κυλούν ποτάμι απ᾽ τα μάτια μου εξαιτίας των λόγων αυτουνού· μάλιστα βλέπω κι άλλους, πάμπολλους, να νιώθουν την ίδια αναστάτωση. Λοιπόν, όταν άκουα τον Περικλή κι άλλους λαμπρούς ρήτορες, έβρισκα βέβαια ότι μιλούν ωραία, αλλά δεν ένιωθα καμιά τέτοια αναστάτωση ούτε η ψυχή μου συνταραζόταν ούτε αγανακτούσε που είχα καταντήσει ανδράποδο, αλλά ετούτος ο Μαρσύας πολλές φορές [216a] μ᾽ έκανε να νιώθω έτσι, ώστε να πιστεύω πως δεν αξίζει να ζω στην κατάσταση που βρίσκομαι. Και δε θα μπορούσες να πεις, Σωκράτη, ότι αυτά είναι ψέματα. Νά, κι αυτή ακόμη τη στιγμή έχω τη συναίσθηση ότι, αν έσπευδα να γίνω ακροατής του, δε θ᾽ άντεχα, αλλά θ᾽ αναστατωνόμουνα στον ίδιο βαθμό. Γιατί μ᾽ αναγκάζει να παραδεχτώ ότι, ενώ ακόμη ο ίδιος έχω πάρα πολλές ελλείψεις, δε φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλά χειρίζομαι τις υποθέσεις των Αθηναίων. Λοιπόν το βάζω στα πόδια, στανικά, βουλώνοντας τ᾽ αυτιά μου σα να ᾽ταν να ξεφύγω από τις Σειρήνες, για να μη γεράσω πριν την ώρα μου με το να κάθομαι στο ίδιο μέρος, στο πλευρό του. Και μ᾽ έκανε να νιώθω [216b] ετούτος, και μόνο αυτός απ᾽ όλο τον κόσμο, κάτι που κανένας δε θα πίστευε ότι υπάρχει μέσα μου: ντροπή, μπροστά στον οποιονδήποτε. Ε λοιπόν, νιώθω κι εγώ ντροπή, αλλά μόνο μπροστά σ᾽ αυτόν· γιατί έχω την επίγνωση πως δεν είμαι σε θέση να φέρω αντίρρηση ότι δεν είμαι υποχρεωμένος να εκτελέσω τις εντολές που μου δίνει· όμως, όταν ξεμακρύνω απ᾽ αυτόν, υποκύπτω στη μεγάλη δημοτικότητά μου. Δραπετεύω λοιπόν και προσπαθώ να τον αποφύγω· κι όταν τον δω, ντρέπομαι για τα όσα είχαμε συνομολογήσει. [216c] Κι έρχονται στιγμές που με χαρά θα τον έβλεπα να ᾽χει χαθεί απ᾽ τον κόσμο των ανθρώπων· αλλά πάλι, αν συνέβαινε αυτό, το ξέρω πολύ καλά ότι θα ᾽νιωθα πολύ πιο δυστυχισμένος· συμπέρασμα: δεν ξέρω τί να κάνω μ᾽ αυτό τον άνθρωπο.