Όπως ξέρετε, το νέο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μετά την επιτυχημένη επανάσταση του 1821 ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους. Κάθε κράτος, για να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία του (σχολεία, εκπαίδευση, διοίκηση, νομοθεσία κλπ.), χρειάζεται ένα κοινό γλωσσικό όργανο. Και όταν ένα τέτοιο κοινό γλωσσικό όργανο δεν υπάρχει γιατί στο νέο κράτος μιλιούνται διαφορετικές γλώσσες ή διαφορετικές διάλεκτοι, ή και τα δύο, τότε πρέπει να δημιουργηθεί και να επιβληθεί. Έτσι, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στην πρώην Σοβιετική Ένωση μιλιούνταν πολλές διαφορετικές γλώσσες: ρωσικά, ουκρανικά, γεωργιανά (στη Δημοκρατία της Γεωργίας), αρμενικά (στη Δημοκρατία της Αρμενίας) και πολλές άλλες. Οι γλώσσες αυτές εξακολούθησαν να υπάρχουν, να μιλιούνται και να γράφονται. Ωστόσο, τον ρόλο του κοινού γλωσσικού οργάνου «ανέλαβε» μία από αυτές, η ρωσική. Και αυτό γιατί ήταν η γλώσσα της ισχυρότερης και πολυπληθέστερης δημοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης, της Ρωσίας. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπήκοοι της οποίας ήταν οι Έλληνες μέχρι να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους με την επανάσταση του 1821, μιλιούνταν επίσης πολλές γλώσσες: τουρκικά, περσικά, αραβικά, ελληνικά, αρμενικά, σέρβικα, βουλγάρικα, ρουμάνικα, αλβανικά και άλλες. Η γλώσσα όμως που κυριαρχούσε για τις ανάγκες της διοίκησης της Αυτοκρατορίας ήταν η γλώσσα του κυρίαρχου, η τουρκική. Έτσι «πέρασαν» στα ελληνικά (αλλά και στις άλλες γλώσσες των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) τουρκικές λέξεις που ανήκαν στο λεξιλόγιο της διοίκησης: ντοβλέτι 'εξουσία', φιρμάνι 'νόμος', φετφάς 'διαταγή θρησκευτικού περιεχομένου', αγάς/μπέης/πασάς (τούρκοι άρχοντες), βεζίρης κλπ. Κάποιες από αυτές εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα στα ελληνικά. Αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να δείξουν ότι οι τύχες των γλωσσών είναι συνδεδεμένες με τις ιστορικές συνθήκες.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην κοινή νέα ελληνική. Μέχρι την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα ήταν ένα «μωσαϊκό» διαλέκτων: πελοποννησιακά, αθηναϊκά, διάλεκτοι του Βορρά, κρητικά, κυπριακά, ποντιακά, καππαδοκικά (στην κεντρική Μικρά Ασία), κατωιταλικά (στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία), επτανησιακά κλπ. Αυτή η ποικιλία δεν δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας κυρίως ανάμεσα σε γειτονικές διαλέκτους. Σίγουρα όμως δημιουργούσε προβλήματα ανάμεσα σε ομιλητές διαλέκτων που χωρίζονταν από μεγάλη γεωγραφική απόσταση και διέφεραν πολύ. Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε με ένα σύγχρονο παράδειγμα. Αν προσπαθήσετε να επικοινωνήσετε με έναν ποντιακής καταγωγής μετανάστη από την πρώην Σοβιετική Ένωση που μιλάει μόνο την ποντιακή διάλεκτο, θα έχετε δυσκολίες.
Τέτοιου είδους δυσκολίες στην Ελλάδα του 1836 περιγράφονται με χαριτωμένο τρόπο σε ένα θεατρικό έργο την εποχής που ονομάζεται Βαβυλωνία, γραμμένο από τον Δ. Βυζάντιο. Πρωταγωνιστές στο έργο αυτό είναι ομιλητές διαφόρων διαλέκτων: Επτανήσιοι, Κρητικοί, Ρουμελιώτες, Κύπριοι, Ανατολίτες και άλλοι. Η απουσία κοινού γλωσσικού εργαλείου επικοινωνίας δημιουργεί χαριτωμένες και αστείες περιστάσεις ασυνεννοησίας και παρεξήγησης. Έτσι, όταν π.χ. ο Κρητικός χρησιμοποιεί τη λέξη κουράδια (που σημαίνει στη διάλεκτο του 'πρόβατα'), οι άλλοι το θεωρούν βρισιά ή αισχρολογία, γιατί στη δική τους διάλεκτο σημαίνει, όπως και σήμερα, τα 'κακά'!
Αλβανός: Ωρέ Κρητίκα, ωρέ, πρα… Εσύ, εσύ ωρέ Κρητίκα! Πώ το γουρουνίζεις εσύ εμένα, ωρέ, το πα-πα-πα- το παλουκάρι;
Κρής: Δεν κατέχω ετσά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, Θιος κι η ψυχή μου.
Αλβανοσ: Πώς, ωρέ, να το λες έτσι εσύ, ωρέ εσύ, που 'ρτες, ωρέ, εγώ στο- στο-στο Κρήτη, ωρέ, κι έριχνες εγώ, ωρέ εγώ, το-το-το τουφέκιες σα- σα-σαν το βροχάδες; Κρησ: Είπα σού το δα μαθές, δε σε κατέχω, δεδίμ, διάλε τα πάσπαλα που θα θέσω στον άδη!
Αλβανός: Πρα, πώς το κάνεις έτσι, ωρέ, που δεν το γουρουνίζεις; Πώ σε γουρουνίζω εγώ;
Κρης: Κατέχω δα σε, δεδίμ, τώρα που 'ρθες κι έφαγες τα κουράδια μας.
Αλβανός [με θυμόν]: Τφου, Αλλά μπελιά βερσίν! Ποιος, ωρέ, να τρως κουράδιες;
Ανατολίτης [καθ' εαυτόν]: Ε, καβγκά τώρα σα μόσκο τα μυρίσει.
Κρης: Και γιάντα δα, δεδίμ, ψόματα 'ναι δα που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;
Αλβανός: Άιδε να χάνεσαι, πίθε μούτι. [τρίζων τους οδόντας] Ποιος, ωρέ, το 'φαγες κουράδιες;
Κρης: Εσύ δα, μαθές, κι οι σύντροφοι σου, δεδίμ κια ολιάς…
Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, τεταχίνιε!
Κρης [Τον πτύει.]: Τφου!
Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, και συ μούτι! [ευγάζων την πιστόλαν] Να, ωρέ, ποιος να τρως κουράδιες… [Πυροβολεί και φεύγει.]
Κρης: Ω, ω, ω, διάλε τσ' αποθαμένοι σου και τσ' απομεινάροι σου… Με σκότωσες εδά…
Ανατολίτης: Δεν είπα εγώ; Ιστέ, Αρβανίτη χουνέρι τού έκαμε. [Τρέχει προς τον Κρήτα.] Πού χτύπησε; Ιστέκα, ιστέκα. [Βλέπει την πληγήν.] Ε, ζαράρι ντεν έχει τίποτα, μη φοβάσαι, σήκω, σήκω. [Τον σηκώνει ολίγον.]
πρα: βρε | γουρουνίζεις: γνωρίζεις | κατέχω: γνωρίζω | ετσά: τέτοιο | πούρι: καθόλου I δεδίμ: είπα | πάσπαλα: σκόνη | τφου: φτου | Αλλά μπελιά βερσίν: από τον Αλλάχ (= τον Θεό) να το βρεις, τον κακό σου τον καιρό | γιάντα: γιατί | ψόματα: ψέματα | άιδε να χάνεσαι: άιντε να χαθείς | πίθε μούτι: αισχρολογία | κια ολιάς: πριν από λίγο | τεταχίνιε: στο διάολο | απομεινάροι: ζωντανοί | ιστέ: να, ορίστε | ιστέκα: στάσου | ζαράρι: ζημιά
Στο θεατρικό αυτό έργο φαίνεται καθαρά η ανάγκη που αντιμετωπίζει το νεαρό ελληνικό κράτος του 1830 για μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα.
Πριν μιλήσουμε για το πώς δημιουργήθηκε αυτή η κοινή ομιλούμενη γλώσσα, θα πρέπει να πούμε ότι, ενώ δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, υπήρχε μια κοινή γραπτή γλώσσα. Αυτή ήταν μια μορφή γλώσσας που χρησιμοποιούσαν από πολύ παλιά (θα μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα) οι εγγράμματοι και μορφωμένοι (και αυτοί ήταν λίγοι), κυρίως για να γράψουν ή και να μιλήσουν σε επίσημες περιστάσεις. Αυτή η μορφή γλώσσας ήταν αρχαϊστική, δηλαδή δεν αντιστοιχούσε στις ομιλούμενες μορφές αλλά προσπαθούσε να μιμηθεί την αρχαία ελληνική γλώσσα· και αυτό γιατί η αρχαία ελληνική γλώσσα, και ιδιαίτερα η διάλεκτος της πιο σπουδαίας αρχαίας πόλης, της Αθήνας, θεωρούνταν ότι ήταν όχι μόνο ένδοξη αλλά και «καθαρή» (γι' αυτό η γραπτή αυτή γλωσσική ποικιλία ονομάστηκε καθαρεύουσα), δηλαδή «αμόλυντη» από επιδράσεις άλλων γλωσσών, οι οποίες, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, είχαν «χαλάσει» την ομιλούμενη ελληνική, όπως εμφανιζόταν στις διαλέκτους. Η άποψη αυτή δεν στέκεται επιστημονικά. Ήδη έχουμε πει, και θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό αργότερα, ότι οι γλώσσες δεν «χαλάνε», απλά αλλάζουν.
Η κοινή αυτή γραπτή μορφή γλώσσας, σε μια μορφή της που αργότερα ονομάστηκε καθαρεύουσα, ήταν η γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποίησε το ελληνικό κράτος, από τη δημιουργία του μέχρι το 1976, ως το επίσημο γλωσσικό εργαλείο στο οποίο γράφονταν οι νόμοι και με το οποίο λειτουργούσε η διοίκηση καθώς και η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επειδή όμως δεν ήταν ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο -δεν μιλιόταν-, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει η κοινή ομιλούμενη γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα). Κοινή ομιλούμενη γλώσσα έγινε αυτή που ονομάστηκε δημοτική, που σημαίνει η γλώσσα που μιλιέται από τον «δήμο», δηλαδή από τους πολλούς.
Αλλά πώς γεννήθηκε η δημοτική από το μωσαϊκό των διαλέκτων για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα; Καταρχήν, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια είχε διαμορφωθεί στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας (με πρώτο την Κωνσταντινούπολη) μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, με επιδράσεις από τις διαλέκτους της περιοχής αλλά και από την αρχαΐζουσα γλώσσα. Αυτή η κοινή μορφή θα συναντηθεί με την πελοποννησιακή διάλεκτο. Και από αυτή τη συνάντηση θα γεννηθεί η δημοτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου