Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1448-1499)

ΧΟ. νέα τάδε νεόθεν ἦλθέ μοι [στρ. α]
‹νέα› βαρύποτμα κακὰ παρ᾽ ἀλαοῦ ξένου,
1450 εἴ τι μοῖρα μὴ κιγχάνει.
ματᾶν γὰρ οὐδὲν ἀξίω-
μα δαιμόνων ἔχω φράσαι.
ὁρᾷ, ὁρᾷ πάντ᾽ ἀεὶ
χρόνος, †ἐπεὶ μὲν† ἕτερα,
1455 τὰ δὲ παρ᾽ ἦμαρ αὖθις αὔξων ἄνω.
ἔκτυπεν αἰθήρ, ὦ Ζεῦ.

ΟΙ. ὦ τέκνα τέκνα, πῶς ἄν, εἴ τις ἔντοπος,
τὸν πάντ᾽ ἄριστον δεῦρο Θησέα πόροι;
ΑΝ. πάτερ, τί δ᾽ ἐστὶ τἀξίωμ᾽ ἐφ᾽ ᾧ καλεῖς;
1460 ΟΙ. Διὸς πτερωτὸς ἥδε μ᾽ αὐτίκ᾽ ἄξεται
βροντὴ πρὸς Ἅιδην· ἀλλὰ πέμψαθ᾽ ὡς τάχος.

ΧΟ. ἴδε μάλα μέγας ἐρείπεται [αντ. α]
κτύπος ἄφατος ὅδε διόβολος· ἐς δ᾽ ἄκραν
1465 δεῖμ᾽ ὑπῆλθε κρατὸς φόβαν.
ἔπταξα θυμόν· οὐράνια
γὰρ ἀστραπὰ φλέγει πάλιν.
τί μὰν ἀφήσει βέλος;
δέδια τόδ᾽· οὐ γὰρ ἅλιον
1470 ἀφορμᾷ ποτ᾽, οὐδ᾽ ἄνευ ξυμφορᾶς.
ὦ μέγας αἰθήρ, ὦ Ζεῦ.

ΟΙ. ὦ παῖδες, ἥκει τῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ θέσφατος
βίου τελευτή, κοὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἀποστροφή.
ΑΝ. πῶς οἶσθα; τῷ δὲ τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις;
1475 ΟΙ. καλῶς κάτοιδ᾽· ἀλλ᾽ ὡς τάχιστά μοι μολὼν
ἄνακτα χώρας τῆσδέ τις πορευσάτω.

ΧΟ. ἔα ἔα, ἰδοὺ μάλ᾽ αὖ- [στρ. β]
θις ἀμφίσταται διαπρύσιος ὄτοβος.
1480 ἵλαος, ὦ δαίμων, ἵλαος, εἴ τι γᾷ
ματέρι τυγχάνεις ἀφεγγὲς φέρων.
ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοι-
μι, μηδ᾽ ἄλαστον ἄνδρ᾽ ἰδὼν
ἀκερδῆ χάριν μετάσχοιμί πως.
1485 Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ.

ΟΙ. ἆρ᾽ ἐγγὺς ἁνήρ; ἆρ᾽ ἔτ᾽ ἐμψύχου, τέκνα,
κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα;
ΑΝ. τί δ᾽ ἂν θέλοις τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί;
ΟΙ. ἀνθ᾽ ὧν ἔπασχον εὖ, τελεσφόρον χάριν
1490 δοῦναί σφιν ἥνπερ τυγχάνων ὑπεσχόμην.

ΧΟ. ἰὼ ἰώ, παῖ, βᾶθι βᾶθ᾽ [αντ. β]
†εἴτ᾽ ἄκραν ἐπὶ† γύαλον ἐναλίῳ
Ποσειδανίῳ θεῷ τυγχάνεις
1495 βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων, ἱκοῦ.
ὁ γὰρ ξένος σε καὶ πόλι-
σμα καὶ φίλους ἐπαξιοῖ
δικαίαν χάριν παρασχεῖν παθών.
σπεῦσον, ἄισσ᾽, ὦναξ.

***
ΧΟ. Νέο το κακό, νέες οι συμφορές,
βαριές με βρίσκουν πάλι, μ᾽ αυτόν
τον ξένο, τον αόμματο, εκτός και αν
η μοίρα μάς προλάβει με το δικό της
1450 τέλος.
Γιατί το ξέρω και το λέω·
βουλή θεών καμιά δεν έμεινε
ποτέ ατέλεστη.
Βλέπει τα πάντα ο χρόνος,
βλέπει παντού με τ᾽ άγρυπνό του μάτι,
κι άλλοτε αργά, κάποτε μες στην ίδια
1455 μέρα, φτάνουν τα έργα του στο τέρμα.
Ο ουρανός βροντά, ω Δία.
ΟΙ. Παιδιά, παιδιά μου, ποιός ντόπιος μπορεί
να φέρει τον Θησέα εδώ, τον άριστό σας βασιλιά;
ΑΝ. Όμως γιατί; τί θες και τον καλείς, πατέρα;
1460 ΟΙ. Του Δία η βροντή, αυτή με τα φτερά της
στον Άδη θα με κατεβάσει. Γι᾽ αυτό στείλετε
κάποιον γρήγορα.

ΧΟ. Άκου, του Δία ο κεραυνός,
μέγας και τρομερός, τώρα
γκρεμίζεται με βρόντο.
1465 Ανατριχιάζει ο φόβος τις ρίζες
των μαλλιών μου. Σφίχτηκε η ψυχή μου.
Γιατί ουράνια η αστραπή φλέγεται
πάλι. Το αστροπελέκι πού θα πέσει;
Μάταια ποτέ δεν πέφτει, χωρίς να φέρει
1470 κάποια συμφορά.
Αιθέρα απέραντε, ω Δία.
ΟΙ. Καλές μου θυγατέρες, εμένα που με βλέπετε,
φτάνει το τέλος τώρα της ζωής μου, και δεν υπάρχει
άλλος τρόπος να το αποτρέψει.
ΑΝ. Και πώς το ξέρεις; από τί το συμπεραίνεις;
1475 ΟΙ. Καλά το ξέρω. Αλλά κάποιος να πάει να φέρει
εδώ για χάρη μου τον βασιλιά της χώρας, το ταχύτερο.

ΧΟ. Έα, έα. Να ο τριγμός, μακρόσυρτος,
με περιζώνει της βροντής.
1480 Έλεος, θε μου, έλεος. Να μη μου τύχει 
ανταμοιβή ολέθρια, που αυτόν εδώ είδα
σημαδεμένο.
1485 Άκουσε, Δία, σ᾽ εσένα υψώνω την κραυγή μου.
ΟΙ. Είναι κοντά ο βασιλιάς, παιδιά μου; Θα με προφτάσει
ζωντανό, όσο κρατούν τα λογικά μου;
ΑΝ. Μα τί γυρεύεις; ποιό μυστικό θέλεις
να εμπιστευτείς στη μνήμη του;
ΟΙ. Θέλω καλό ν᾽ ανταποδώσω τελεσφόρο για το καλό
1490 που μου έκανε, όπως το έχω υποσχεθεί.

ΧΟ. Ιώ, ιώ. Πρόφτασε, γιε μου, έλα.
Ανίσως βρίσκεσαι κάπου αλλού,
αν όχι στην άλλην άκρη της κοιλάδας, θυσία
προσφέροντας στον Ποσειδώνα,
τον θαλασσινό θεό, σφάζοντας βόδια
1495 στον βωμό του.
Έλα, Θησέα, ο ξένος θέλει σ᾽ εσένα,
στην πόλη και στους φίλους ν᾽ αντιπροσφέρει
χάρη στη χάρη σου.
Πρόφτασε, άνακτα, και μην αργείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου