Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1249-1283)

ΑΝ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἡμῖν, ὡς ἔοικεν, ὁ ξένος
1250 ἀνδρῶν γὲ μοῦνος, ὦ πάτερ, δι᾽ ὄμματος
ἀστακτὶ λείβων δάκρυον ὧδ᾽ ὁδοιπορεῖ.
ΟΙ. τίς οὗτος; ΑΝ. ὅνπερ καὶ πάλαι κατείχομεν
γνώμῃ, πάρεστι δεῦρο Πολυνείκης ὅδε.
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
οἴμοι, τί δράσω; πότερα τἀμαυτοῦ κακὰ
1255 πρόσθεν δακρύσω, παῖδες, ἢ τὰ τοῦδ᾽ ὁρῶν
πατρὸς γέροντος; ὃν ξένης ἐπὶ χθονὸς
σὺν σφῷν ἐφηύρηκ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐκβεβλημένον,
ἐσθῆτι σὺν τοιᾷδε, τῆς ὁ δυσφιλὴς
γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος
1260 πλευρὰν μαραίνων, κρατὶ δ᾽ ὀμματοστερεῖ
κόμη δι᾽ αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται·
ἀδελφὰ δ᾽, ὡς ἔοικε, τούτοισιν φορεῖ
τὰ τῆς ταλαίνης νηδύος θρεπτήρια.
ἁγὼ πανώλης ὄψ᾽ ἄγαν ἐκμανθάνω·
1265 καὶ μαρτυρῶ κάκιστος ἀνθρώπων τροφαῖς
ταῖς σαῖσιν ἥκειν· τἀμὰ μὴ ᾽ξ ἄλλων πύθῃ.
ἀλλ᾽ ἔστι γὰρ καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων
Αἰδὼς ἐπ᾽ ἔργοις πᾶσι, καὶ πρὸς σοί, πάτερ,
παρασταθήτω· τῶν γὰρ ἡμαρτημένων
1270 ἄκη μέν ἐστι, προσφορὰ δ᾽ οὐκ ἔστ᾽ ἔτι.
τί σιγᾷς;
φώνησον, ὦ πάτερ, τι· μή μ᾽ ἀποστραφῇς.
οὐδ᾽ ἀνταμείβῃ μ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ ἀτιμάσας
πέμψεις ἄναυδος, οὐδ᾽ ἃ μηνίεις φράσας;
1275 ὦ σπέρματ᾽ ἀνδρὸς τοῦδ᾽, ἐμαὶ δ᾽ ὁμαίμονες,
πειράσατ᾽ ἀλλ᾽ ὑμεῖς γε κινῆσαι πατρὸς
τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα,
ὡς μή μ᾽ ἄτιμον, τοῦ θεοῦ γε προστάτην,
οὕτως ἀφῇ με μηδὲν ἀντειπὼν ἔπος.
1280 ΑΝ. λέγ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει.
τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ᾽ ἢ τέρψαντά τι
ἢ δυσχεράναντ᾽ ἢ κατοικτίσαντά πως
παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά.

***
ΑΝ. Νά τος, πατέρα, έρχεται ο ξένος κατά δω,
1250 μόνος του κι ασυνόδευτος, με μάτια βουρκωμένα,
βρύση τρέχει το δάκρυ του.
ΟΙ. Ποιός;
ΑΝ. Αυτός που ώρα τώρα μελετούσαμε, ο Πολυνείκης,
βρίσκεται εδώ, μπροστά μας.
ΠΟ. Πώς πρέπει αλήθεια να φερθώ; να κλάψω πρώτα
1255 τα δικά μου βάσανα, αδελφές μου, ή τα πάθη βλέποντας
του γέροντα πατέρα μου;
Που εδώ τον βρίσκω, μαζί μ᾽ εσάς, σε ξένη χώρα εξόριστο,
μ᾽ αυτό το απαίσιο ρούχο, που η λέρα του φριχτή
1260 γέρασε πάνω στο γέρικο κορμί του, και το μάρανε.
Πρόσωπο δίχως μάτια, και τα μαλλιά του αχτένιστα
τα παίρνει ο αγέρας. Παρόμοια φαίνεται και της ταλαίπωρης
κοιλιάς του η θρέψη.
Κι εγώ ο κατάρατος, που τα μαθαίνω όλα τόσο αργά,
1265 ομολογώ, άλλος κανείς χειρότερος δεν φάνηκε στον κόσμο
από μένα, αφού του φέρθηκα όπως του φέρθηκα,
αδιάφορος για τη συντήρησή του.
Ολέθρια τα σφάλματά μου, δεν θα τ᾽ ακούσεις
από ξένο στόμα.
Αλλά στον θρόνο του Διός μαζί του κάθεται πονετική
η Αιδώς, για κάθε πράξη ανθρώπινη. Η λύπηση, πατέρα,
1270 πλάι σου ας παρακαθήσει. Πολλά τα λάθη που έκανα,
δεν περισσεύουν άλλα. Όμως γιατί σωπαίνεις;
Μίλα, πατέρα, πες μου κάτι, μην αποστρέφεις
το πρόσωπό σου. Καμιά ανταπόκριση; έτσι αμίλητος
θα με περιφρονήσεις, θα με διώξεις; μήτε
τον λόγο της οργής σου δεν θα φανερώσεις;
1275 Ω, σεις βλαστάρια του, αδελφές από το ίδιο αίμα,
εσείς τουλάχιστον κάντε κάτι, το στόμα του ο πατέρας μου
ν᾽ ανοίξει, που σφραγισμένο τώρα το κρατεί κι άφωνος
μένει· να μη μ᾽ αφήσει ατιμασμένο, δίχως μια λέξη να μου
πει, ικέτης είμαι του θεού.
1280 ΑΝ. Καλύτερα να πεις εσύ, ταλαίπωρε, ποιά η ανάγκη
που σε φέρνει εδώ.
Γιατί ατσιγκούνευτα τα λόγια δίνουν τη μια φορά ευχαρίστηση,
δυσφορία την άλλη· άλλοτε συγκινούν, συχνά ωστόσο
βγάζουν κι απ᾽ τον αμίλητο φωνή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου