Ο λυρισμός ξανανθίζει στα ελληνιστικά χρόνια, όπου δίπλα στα γνωστά μας είδη ακμάζουν τρία ακόμα: το επύλλιο, το ειδύλλιο, που τώρα πρωτοεμφανίζεται, και ο παραμελημένος λογοτεχνικός μίμος, ο μιμίαμβος. Χαρακτηριστικό ότι οι ποιητές καλλιέργησαν καθένας περισσότερα από ένα ποιητικά, και όχι μόνο ποιητικά, είδη. Κοινή σε όλους η αγάπη για το κατεξοχήν αλεξανδρινό λυρικό είδος, το επίγραμμα.
Τα αλεξανδρινά επιγράμματα είναι ποικίλα: θρηνητικά, αναθηματικά, ερωτικά, πολεμικά, σατιρικά, συμποτικά[1] κλπ. - και μας έχουν σωθεί πολλά, γιατί γρήγορα βρέθηκαν ποιητές και λόγιοι να τα συγκεντρώσουν σε ανθολογίες, που η καθεμιά τους αντίγραφε και επαύξανε τις προηγούμενες.[2] Ένα βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου αιώνα μάς διασώζει την Ἑλληνική ἀνθολογία, όπως την ονομάζουμε, που περιέχει πάνω από 4000 δίστιχα, τετράστιχα ή και κάπως μεγαλύτερα επιγράμματα, τα περισσότερα αλεξανδρινά.
Από την Ελληνική ανθολογία μάς είναι γνωστοί πλήθος αξιόλογοι επιγραμματοποιοί, που γεωγραφικά καλύπτουν όλο τον ελληνικό χώρο και χρονολογικά ολόκληρη την Ελληνιστική εποχή. Ενδεικτικά μόνο σημειώνουμε τον Λεωνίδα από τον Τάραντα, τον Φάλαικο από τη Φωκίδα, τον Ποσείδιππο από την Πέλλα, τον Ηράκλειτο από την Αλικαρνασσό, τον Διοσκουρίδη από την Αλεξάνδρεια - και δύο ποιήτριες: την Ανύτη από την Τεγέα, που έγραψε επιτάφια επιγράμματα για το τριζόνι της και για τον πετεινό της, και τη Νόσση από την Κάτω Ιταλία, που σε ένα της επίγραμμα στέλνει χαιρετισμό στη Σαπφώ.
Ονομαστός για τα ερωτικά και συμποτικά του επιγράμματα ήταν ο Ασκληπιάδης από τη Σάμο (4ος/3ος π.Χ. αι.). Στα σαράντα πάνω κάτω έργα του που μας σώθηκαν απαντά συχνά ο μικρός τοξότης Έρωτας, γνωστός και από τις απεικονίσεις της εποχής. Δικό του είναι και το χαριτωμένο παρακλαυσίθυρο επίγραμμα (Ελληνική ανθολογία 5.188):
Μεγάλη νύχτα, χαλασμός, η πούλια πάει να δύσει,
κι εγώ μπροστά στην πόρτα της έρχομαι και μουσκεύω.
Ελάχιστα μόνο αποσπάσματα και δύο επιγράμματα σώθηκαν από το πλούσιο έργο του Φιλίτα, φιλόλογου και ποιητή από την Κω, που έζησε και δίδαξε στο γύρισμα του 4ου προς τον 3ο π.Χ. αιώνα· όμως η φήμη και η επίδρασή του, αν κρίνουμε από τις μαρτυρίες των διαδόχων του ποιητών, Ελλήνων και Ρωμαίων, ήταν μεγάλη. Τα ποιήματά του ήταν ποικίλα, άλλα ευτράπελα (Παίγνια), άλλα ερωτικά, άλλα αφηγηματικά, όπως η Δήμητρα σε ελεγειακούς και ο Ἑρμῆς σε εξάμετρους στίχους (το τελευταίο με θέμα τον κρυφό έρωτα της Πολυμήλης, κόρης του Αιόλου, με τον Οδυσσέα). Ως φιλόλογος ο Φιλίτας ασχολήθηκε με τον Όμηρο και ακόμα μάζεψε σπάνιες και διαλεκτικές λέξεις, κατάλληλες να αξιοποιηθούν στη λόγια ποίηση της εποχής του. Μαθητές του ήταν ο Πτολεμαίος Β', ο Ζηνόδοτος, ο Θεόκριτος, και ο Ερμησιάνακτας.
Ακολουθώντας τον δρόμο που είχαν ανοίξει ο Μίμνερμος και ο Αντίμαχος, ο Ερμησιάνακτας από την Κολοφώνα σύνθεσε ερωτικές ελεγείες, αφηγηματικές, και τους έδωσε το όνομα της αγαπημένης του Λεόντιον.[3] Μας σώθηκε ένα μεγάλο απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο, όπου παρουσιάζοντας τους έρωτες των προκατόχων του ποιητών έγραψε, κοντά σε άλλα παράδοξα, πως ο Όμηρος είχε αγαπήσει την Πηνελόπη, και πως γι᾽ αυτό και μόνο ύμνησε ένα νησί μικρό σαν την Ιθάκη.
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ (περ. 305-240 π.Χ.)
Μέγα βιβλίον μέγα κακόν.[4]
Ο διασημότερος ποιητής της Αλεξανδρινής εποχής γεννήθηκε στην Κυρήνη, αλλά νέος μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια, όπου για ένα διάστημα δούλεψε ως γραμματοδιδάσκαλος. Αργότερα εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη, χωρίς ποτέ να οριστεί προϊστάμενός της, ίσως γιατί οι πρωτοποριακές ιδέες του για την ποιητική τέχνη προκαλούσαν διαφωνίες.
Προεξοφλώντας τις τάσεις της εποχής του, ο Καλλίμαχος θέλησε όχι τόσο να ανατρέψει όσο να ανανεώσει την ποιητική παράδοση. «Το εχθρεύομαι το ποίημα το κυκλικό», έγραψε σε ένα του επίγραμμα (28), εννοώντας τα μακρόπνοα έπη που σαν τα ομηρικά εξακολουθούσαν με παχιά λόγια να υμνούν τις δόξες των ηρώων και συνέχισε: «δεν μ᾽ ευχαριστεί ο δρόμος που τον περπατούν πολλοί πάνω και κάτω» Ιδανικό του ήταν, όπως του είχε τάχα συστήσει ο Απόλλωνας (Αίτια 1.25-34), να αναζητά «δρόμους απάτητους, στενούς», να συνθέτει έργα ὀλιγόστιχα, πρωτότυπα, κομψά, διακριτικά - σαν «τον ήχο του τζίτζικα», όχι σαν «το θόρυβο του γαϊδάρου». Τέτοιες προκλητικές ιδέες και εκφράσεις φυσικό ήταν να προκαλέσουν αντιδράσεις από άλλους ποιητές, που τον κατηγόρησαν ότι δεν ήταν άξιος να γράψει μεγάλα έργα· και εκείνος συνέχισε την πολεμική ονομάζοντάς τους «Τελχίνες» (κακόβουλους δαίμονες) και «άσχετους, που δεν τους αγάπησαν οι Μούσες» (Αίτια 1.1-2).
Ο Καλλίμαχος έγραψε πολλά. Ως φιλόλογος κατάρτισε τους Πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδείᾳ διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν, τεράστιο έργο σε 120 βιβλία, μια πρώτη γραμματολογία που παρουσίαζε καταταγμένους κατά λογοτεχνικά είδη όλους τους προγενέστερους συγγραφείς, με τη βιογραφία και τους τίτλους των έργων τους.
Τα ποικίλα του επιστημονικά ενδιαφέροντα και το συλλεκτικό του πάθος μαρτυρούν πολλά ακόμα, χαμένα σήμερα, έργα του σε πεζό: διατριβές όπως οι Περὶ ἀνέμων, Περὶ νυμφῶν, Περὶ ὀρνίθων, Περὶ τῶν ἐν τῇ οἰκουμένῃ ποταμῶν, Περὶ ἀγώνων, και ακόμα έργα όπως το Βαρβαρικὰ νόμιμα, για τα έθιμα των ξένων λαών, και η Θαυμάτων τῶν εἰς ἅπασαν τὴν γῆν κατὰ τόπους συναγωγή, όπου είχε συγκεντρώσει όλα του κόσμου τα «παράδοξα»· παράδειγμα: «λέει ο Τίμαιος ότι από τα ποτάμια της Ιταλίας ο Κράθης ξανθίζει τις τρίχες» (απόσπ. 46 Pf.).
Τεράστια ήταν και η ποιητική του παραγωγή: ιαμβικά ποικίλα ποιήματα, ελεγείες, επύλλια, επίνικοι κλπ., και ένα δυσφημιστικό - καταραστικό για κάποιον εχθρό του, ο Ἶβις (αιγυπτιακό πουλί ρυπαροφάγον).
Σημαντικότερο έργο του θεωρούνται τα Αἴτια, μια σειρά από σύντομες αφηγηματικές ελεγείες, όπου ο ποιητής ρωτούσε τάχα τις Μούσες, και εκείνες του απαντούσαν εκθέτοντας τις αιτίες που προκάλεσαν ορισμένες ονομασίες, γιορτές, έθιμα, φαινόμενα κλπ.· παράδειγμα ο Πλόκαμος της Βερενίκης, που αιτιολογεί τον ομώνυμο αστερισμό.[5] Ονομαστό ήταν και το επύλλιο Ἑκάλη, όπου ο Θησέας, στον δρόμο του να εξοντώσει τον ταύρο του Μαραθώνα, νύχτα με κοσμοχαλασιά κατάφυγε στο φτωχικό μιας γριάς, της Εκάλης, που τον καλοσκάμνισε. Στον γυρισμό τη βρήκε νεκρή και την ετίμησε, δίνοντας το όνομα της σε ένα δήμο[6] και καθιερώνοντας ως αττική γιορτή τα Ἑκαλήσια (ἱερά). Έτσι, στο ηρωικό θέμα εισάγεται ως κεντρικό πρόσωπο μια γριούλα, περιγράφονται σκηνές λιτής φιλοξενίας με ψωμί κι ελιές - και αιτιολογούνται το όνομα ενός δήμου και μια γιορτή.
Τα παραπάνω έργα έχουν όλα χαθεί. Σώθηκαν όμως πολλά, μικρά ή μεγαλύτερα, αποσπάσματα, άλλα από την έμμεση παράδοση, άλλα από παπύρους, και κάποιες περιλήψεις, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιαν αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για τη μορφή και το περιεχόμενό τους.
Ολόκληροι μας σώθηκαν μόνο έξι Ὕμνοι σε διάφορους θεούς, που σε πολλά θυμίζουν τους Ομηρικούς ύμνους, σε πολλά όχι, καθώς ο Καλλίμαχος θέλησε και μπόρεσε να παραλλάξει το υμνητικό είδος επιλέγοντας μύθους μαρτυρημένους αλλά σπάνιους,[7] ποικίλλοντας τη λογιότητα με το χιούμορ και τη διήγηση με τη θεατρική παρουσίαση, παρεμβάλλοντας στοιχεία πολεμικής για τους αντιπάλους του και κολακείας για τους Πτολεμαίους. Στα χέρια μας έφτασαν και 58 μαστορικά επιγράμματα - ελάχιστα μπροστά στα πολλά που είχε συνθέσει.
Η υψηλή ποιητική γλώσσα του Καλλίμαχου είναι στη βάση της ομηρική· φανερή όμως είναι πάλι η προσπάθεια να αλλοιωθούν το ύφος και η γλώσσα του έπους τόσο ώστε ο αναγνώστης ή ακροατής να έχει την αίσθηση ότι γνωρίζει κάτι καινούργιο. Ο Καλλίμαχος κάνει παραχωρήσεις στη δωρική διάλεκτο, χρησιμοποιεί με απροσδόκητο τρόπο τις τυπικές ομηρικές εκφράσεις, προτιμά τις σπάνιες λέξεις και τους ασυνήθιστους γραμματικούς τύπους, ακόμα και όταν δεν απαντούν στον Όμηρο, προσθέτει νέους αυστηρούς κανόνες στη μετρική - δε χάνει ευκαιρία να επιδείξει τη βαθιά του γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης και τη δεξιότητά του να τη μετασχηματίζει.
Τυπικά και ουσιαστικά αλεξανδρινός, ο Καλλίμαχος αποτελεί λαμπρό παράδειγμα συγγραφέα όπου η λογιότητα συνυπάρχει και συνεργάζεται με την ποιητική έμπνευση και μαστοριά. Όσο ζούσε το ακροατήριό του περιοριζόταν στους λίγους και εκλεκτούς· όμως αυτό δεν εμπόδισε η επίδρασή του τόσο στους Έλληνες όσο και στους λατίνους ποιητές που ακολούθησαν να είναι τεράστια.
Αν εξαιρέσουμε τη Νέα κωμωδία, που αναπτύχτηκε στην Αθήνα και γρήγορα εξαντλήθηκε, η θεατρική παραγωγή της Αλεξανδρινής εποχής δεν είχε υψηλές αισθητικές απαιτήσεις, αλλά περιορίστηκε σε απλούστερες λαϊκές μορφές, που τους δώσαμε το γενικό όνομα μίμοι. Αυτή η απουσία του έντεχνου θεάτρου έδωσε, όπως φαίνεται, στη λυρική ποίηση την ευκαιρία να υιοθετήσει και να εκμεταλλευτεί θεατρικά στοιχεία όπως η τοποθέτηση της δράσης σε συγκεκριμένο σκηνικό, ο ζωηρός διάλογος, η μιμητική απαγγελία κ.ά. - στοιχεία που τα συναντούμε σε όλους λίγο πολύ τους αλεξανδρινούς ποιητές.
Ιδιαίτερα έντονα είναι τα θεατρικά στοιχεία στο έργο του Θεόκριτου και του Ηρώνδα, που καλλιέργησαν ένα παραμελημένο, παραθεατρικό ας το πούμε, είδος, τον λογοτεχνικό μίμο. Ο λογοτεχνικός μίμος πρωτοεμφανίστηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Σικελία, όπου ανθούσε η λαϊκή φάρσα, και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση, όταν το ίδιο είδος βλέπουμε να αναβιώνει σε εποχή όπου πάλι κυριαρχούσε το λαϊκό κωμικό θέατρο.
Σικελική προέλευση φαίνεται να έχει και ένα ακόμα λαϊκό στοιχείο που προβάλλεται εξευγενισμένο στην αλεξανδρινή ποίηση: ο βουκολιασμός, τα τραγούδια των βοσκών,[8] που ακούγονταν στις αγροτικές γιορτές της Σικελίας, ανεξάρτητα ή και στο πλαίσιο αυτοσχέδιων ή εθιμικών διαγωνισμών. Σε αυτά υποθέτουμε πως πρωταγωνιστούσε συχνά ο μυθικός βοσκός, ο Δάφνης, με τους συντρόφους του και τις ερωτικές τους ιστορίες.
Μέσα στη γενικότερη νοσταλγία για την απλή ζωή που χαρακτήριζε την αστική και πολυτάραχη αλεξανδρινή κοινωνία, ένας σημαντικός ποιητής, ο Θεόκριτος, που είχε ο ίδιος γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σικελία, μετουσίωσε σε υψηλή ποίηση τις συναναστροφές των απλών ανθρώπων και τα τραγούδια τους, εγκαινιάζοντας νέο λογοτεχνικό είδος, τη βουκολική ποίηση.
ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ (4ος/3ος π.Χ. αι.)
Γεννήθηκε από απλή οικογένεια στις Συρακούσες και νωρίς επιδόθηκε στην ποίηση. Απογοητευμένος γιατί ο ισχυρός τύραννος των Συρακουσών, ο Ιέρων, δε θέλησε να τον υποστηρίξει, ξενιτεύτηκε και έζησε πότε στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, όπου σχετίστηκε με τον Καλλίμαχο, πότε στην Κω, νησί με έντονη πνευματική κίνηση, που τα χρόνια εκείνα ανήκε στην επικράτεια των Πτολεμαίων.
Ακολουθώντας τη γραμμή του Καλλίμαχου, ο Θεόκριτος έγραψε σχετικά μικρά σε έκταση, ανεξάρτητα ποιήματα με ποικίλο περιεχόμενο. Αργότερα οι σχολιαστές έδωσαν στο καθένα έναν τίτλο, και όλα μαζί τα ονόμασαν ειδύλλια.[9]
Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα βουκολικά ειδύλλια, με πρωταγωνιστές βοσκούς και βοσκοπούλες: τα Θαλύσια, όπου οδεύοντας για μιαν αγροτική γιορτή ο Θεόκριτος, με το ψευδώνυμο Συμμιχίδας, και ένας γιδοβοσκός, ο Λυκίδας, που ίσως και αυτός να αντιπροσωπεύει κάποιον ποιητή, συνερίζονται στο τραγούδι· ο Θύρσις, όπου ένας βουκόλος τραγουδά σε ένα γιδοβοσκό τον άτυχο έρωτα και τον θάνατο του Δάφνη· ο Κῶμος, ιδιότυπο παρακλαυσίθυρο, όπου ένας γιδοβοσκός πολιορκεί την αγαπημένη του βοσκοπούλα, που μένει κλεισμένη στη σπηλιά της κ.ά. Συγγενικό είναι και το Θερισταί, όπου ένας ράθυμος δουλευτής τραγουδά τον έρωτά του για τη χαρίεσσαν Βομβύκα, ενώ ένας άλλος, εργατικός, προτιμά το παραδοσιακό τραγούδι των θεριστάδων.
Σε αστικό περιβάλλον κινούνται ειδύλλια όπως το Συρακόσιαι ἢ ἀδωνιάζουσαι, όπου δυο κυράδες από τις Συρακούσες σεργιανούν στην Αλεξάνδρεια την ημέρα της γιορτής του Άδωνη θαυμάζοντας την πολυκοσμία και την πολυτέλεια της γιορτής, και το Φαρμακεύτριαι, όπου νύχτα στο σπίτι της η Σιμαίθα κάνει μάγια για να ξαναφέρει κοντά της τον αγαπημένο της Δέλφη, και εξιστορεί τον έρωτά τους στη Σελήνη.
Αρκετά ειδύλλια έχουν μυθολογικό θέμα: ο Κύκλωψ παρουσιάζει τις μάταιες προσπάθειες του ερωτευμένου Πολύφημου να κατακτήσει τη Νηρηίδα Γαλάτεια·[10] ο Ὕλας εξιστορεί πώς χάθηκε, αρπαγμένος από τις Νύμφες, ο αγαπημένος του Ηρακλή· ο Ἡρακλίσκος πώς, μωρό ακόμα, ο ήρωας έπνιξε τα δύο φίδια που είχε στείλει η Ήρα να τον σκοτώσουν κ.ά. Εδώ ανήκουν και οι Διόσκουροι, αφηγηματικός ύμνος στους ομώνυμους θεούς, και ο Ἑλένης ἐπιθαλάμιος, νυφιάτικο τραγούδι για το γάμο της ηρωίδας με τον Μενέλαο.
Αυλικά μπορούν να χαρακτηριστούν τα ειδύλλια Ἱέρων ἢ Χάριτες και το Ἐγκώμιον εἰς Πτολεμαῖον τον Β', τον Φιλάδελφο, που ο ποιητής βρήκε και αλλού ευκαιρίες να τον μνημονεύσει επαινετικά.
Στα γνήσια έργα του Θεόκριτου ανήκουν ακόμα η Ἀλακάτα, έπαινος για τη σύζυγο ενός φίλου που ο ποιητής θέλησε να της χαρίσει μια φιλντισένια ρόκα (ἠλακάτη) κατασκευασμένη στις Συρακούσες, είκοσι τέσσερα επιγράμματα, ένα τεχνοπαίγνιο, η Σῦριγξ, ποίημα όπου κάθε στίχος είναι συντομότερος από τον προηγούμενο έτσι ώστε καταγραμμένο να μοιάζει με την καλαμένια σύριγγα των βοσκών, και μερικά ακόμα ποιητικά έργα, τα περισσότερα ερωτικά.
Με τη θεματική ποικιλία τους και τη λαμπρή τεχνική τους τα ειδύλλια του Θεόκριτου αντιπροσωπεύουν την αλεξανδρινή ποίηση στις καλύτερες στιγμές της. Ο Θεόκριτος συνδυάζει τον λογοτεχνικό μίμο με τα λαϊκά τραγούδια, τον διάλογο με την αφήγηση, τη μυθολογία με τον ρεαλισμό και την ηθογραφία. Αντίθετα όμως απ᾽ ό,τι θα περιμέναμε, η γλώσσα των ειδυλλίων απέχει πολύ από την καθημερινή ομιλία. Στα θέματα της γλωσσικής και μετρικής μορφής ο Θεόκριτος ακολούθησε τη γενικότερη λόγια τάση της εποχής: έγραψε έργα στη δωρική αλλά και στην ιωνική και στην αιολική διάλεκτο, και χειρίστηκε με άνεση τον επικό δακτυλικό εξάμετρο στίχο. Μπορεί οι βοσκοί του να φορούν προβιές και να μυρίζουν πυτιά, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να συνθέτουν περίτεχνα τραγούδια σε λόγιο ποιητικό ιδίωμα, να γνωρίζουν τα κλασικά έργα και να ασκούν εύστοχη λογοτεχνική κριτική.
Με όλα αυτά, και αν ακόμα τα ειδύλλια δεν προορίζονταν για απλή ανάγνωση αλλά και για να παρουσιαστούν απαγγελτικά, πάλι στο ακροατήριο δε θα βρίσκονταν παρά οι ελάχιστοι που μπορούσαν να καταλάβουν τις ποικίλες διαλέκτους, να εκτιμήσουν τη μετρική μαστοριά και να αποκρυπτογραφήσουν τους λόγιους υπαινιγμούς του κειμένου.
Μαζί με τα γνήσια έργα του Θεόκριτου τα χειρόγραφα παραδίδουν και άλλα βουκολικά έργα μεταγενέστερων ποιητών που ακολούθησαν τα χνάρια του γράφοντας ειδύλλια, βουκολικά σαν το Ὀαριστύς («Κουβεντούλα»), όπου ένας βοσκός ξελογιάζει μια βοσκοπούλα, μυθολογικά σαν το Ἡρακλῆς λεοντοφόνος και το Ἐπιθαλάμιος Ἀχιλλέως καὶ Δηιδαμείας κ.ά. - ανάμεσά τους και τα λίγα έργα που ανήκουν σε γνωστούς μας βουκολικούς ποιητές, τον Μόσχο και τον Βίωνα.
Συρακούσιος σαν τον Θεόκριτο ήταν και ο Μόσχος, που έζησε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Από τα έργα του μας σώθηκαν λίγα βουκολικά αποσπάσματα και το σύντομο ειδύλλιο Ἔρως δραπέτης, όπου μικρό παιδί ο Έρωτας έχει εξαφανιστεί, και η μητέρα του, η Αφροδίτη, τον παρουσιάζει ως επικίνδυνο και ορίζει αμοιβή για όποιον τον εντοπίσει ένα φιλί της, και όχι μόνο. Πιο γνωστό είναι το επύλλιο Εὐρώπη, όπου ο Μόσχος περιγράφει με πολλή χάρη την αρπαγή της θυγατέρας του βασιλιά της Φοινίκης από τον Δία και το γαμήλιο ταξίδι τους στην Κρήτη.
Ο Βίων (2ος/1ος π.Χ. αι.) γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά προτίμησε να ζήσει στη Σικελία. Τα βουκολικά του ειδύλλια έχουν, εκτός από λιγοστά αποσπάσματα, χαθεί· σώζεται όμως και του αποδίδεται ο Ἀδώνιδος ἐπιτάφιος, όπου με φλογερό πάθος η Αφροδίτη, πλαισιωμένη από τον Χορό των Ερώτων, μοιρολογά τον αγαπημένο της Άδωνη και γύρω της συμπάσχει η φύση. Μαζί του σώζεται και ένας Ἐπιτάφιος Βίωνος, όπου ένας μαθητής του ποιητή θρηνεί, με πολύ παρόμοιο τρόπο, τον «όμορφο τραγουδιστή, τον Δώριο Ορφέα».
ΗΡΩΝΔΑΣ (3ος π.Χ. αι.)
Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβοι οι χαριτωμένοι.
Οι στίχοι είναι του Κ. Καβάφη και αφορούν τους Μιμιάμβους του Ηρώνδα, που θα ήταν για πάντα χαμένοι, αν το 1889 δεν είχε ανασκαφεί στην Αίγυπτο ένας πάπυρος που τους περιέχει. Πρόκειται για οκτώ πολύστιχους λογοτεχνικούς μίμους που
οι ευτράπελοί των τόνοι
μας επανέφεραν τας ευθυμίας
Eλληνικών οδών και αγορών
κι εμβαίνομεν μαζί των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας.
Πραγματικά, σε αντίθεση με τα ειδύλλια του Θεόκριτου, που τα περισσότερα αφορούν την ύπαιθρο, οι μίμοι του Ηρώνδα προσφέρουν μια ζωντανή εικόνα της αστικής ζωής σε κοινές και συνηθισμένες την εποχή εκείνη καταστάσεις: η μεσίτρα που προσπαθεί να κάμψει την αρετή μιας παντρεμένης, ο πορνοβοσκός που κατηγορεί στο δικαστήριο έναν κακότροπο πελάτη, η μάνα που φέρνει με το ζόρι τον ατίθασο γιο της στον δάσκαλο να τον τσακίσει στο ξύλο, οι γυναίκες που θυσιάζουν πετεινό στον ναό του Ασκληπιού, οι φιλενάδες που συζητούν τα μυστικά τους, ο υποδηματοποιός που παρουσιάζει την πραμάτεια του στις πελάτισσες - όλοι συμπεριφέρονται με απόλυτη φυσικότητα: κατηγορούν τους δούλους και τις δούλες τους, παραπονιούνται, θυμώνουν, λοιδωρούν ή κολακεύουν, υπόσχονται ή απειλούν, και πάνω απ᾽ όλα φλυαρούν ακατάσχετα.
Για τον συγγραφέα δεν ξέρουμε ουσιαστικό τίποτα πέρα από το ότι έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη και γνώριζε καλά την Κω. Λόγιος ήταν οπωσδήποτε, καθώς στους μίμους του διάλεξε να χρησιμοποιήσει τον ιδιότυπο ιαμβικό στίχο και την ιωνική διάλεκτο του Ιππώνακτα. Έτσι, γελιούνται πάλι όσοι περίμεναν να δούμε επιτέλους τους απλούς ανθρώπους να μιλούν την Κοινή, γλώσσα της αγοράς: «η ιωνική διάλεκτος που ανακαλεί τον αρχαϊκό Ιππώνακτα του 6ου π.Χ. αιώνα φαίνεται να διαψεύδει τον "ταπεινό" ρεαλισμό των χαρακτήρων και των δραματικών καταστάσεων».
Ιδιότυπο ποιητικό είδος που καλλιεργήθηκε στα πρώιμα αλεξανδρινά χρόνια αποτελούν τα τεχνοπαίγνια, ποιήματα προορισμένα, όταν καταγραφούν, να παίρνουν το σχήμα ενός αντικειμένου. Εκτός από τη Σύριγγα του Θεόκριτου, μας σώζονται ο Πέλεκυς, οι Πτέρυγες και το Ὠιόν («Αβγό») του Σιμμία από τη Ρόδο, και ο Βωμός του Δωσιάδα. Με την πολύπλοκη μετρική τους και με το αινιγματικό, σχεδόν ακατάληπτο για μας, περιεχόμενό τους, τα τεχνοπαίγνια αποτελούν οριακά δείγματα της λόγιας, εξεζητημένης και επιδεικτικής αλεξανδρινής ποίησης, που πια στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι φανερό ότι δεν απευθυνόταν σε ακροατές αλλά μόνο σε επαρκείς αναγνώστες.
Λυρικοί ποιητές στα αλεξανδρινά χρόνια υπήρξαν ακόμα πολλοί, αλλά τα έργα τους, εκτός από λιγοστά αποσπάσματα, έχουν χαθεί:
Ο Σωτάδης από τη Μαρώνεια της Θράκης (3ος π.Χ. αι.) έγραψε τολμηρούς στίχους κακίζοντας διάφορους μεγαλουσιάνους, και βέβαια τιμωρήθηκε σκληρά όταν κατηγόρησε και τον Πτολεμαίο Β' τον Φιλάδελφο γιατί είχε παντρευτεί την αδελφή του Αρσινόη.
Ο Φοίνικας από την Κολοφώνα της Μικρασίας (3ος π.Χ. αι.) έγραψε ιάμβους. Από τα έργα του σώθηκε μόνο μια παραλλαγή του τραγουδιού των Κορωνιστών, που μιαν ορισμένη μέρα τριγύριζαν για καλοσημαδιά τα σπίτια κρατώντας ομοίωμα κουρούνας, τραγουδούσαν και μάζευαν δώρα.
Ο Ευφορίων από τη Χαλκίδα (3ος π.Χ. αι.) σπούδασε στην Αθήνα φιλοσοφία και για ένα διάστημα εργάστηκε ως προϊστάμενος της βιβλιοθήκης στην Αντιόχεια. Οι τίτλοι και τα ελάχιστα αποσπάσματα που σώθηκαν από τα έργα του δείχνουν ότι ακολούθησε τον Καλλίμαχο γράφοντας επύλλια με μυθολογικό και αιτιολογικό περιεχόμενο - δυσνόητα, φορτωμένα νεολογισμούς, σπάνιες λέξεις και σκοτεινούς υπαινιγμούς.
Ο Παρθένιος από τη Νίκαια της Μικρασίας (1ος π.Χ. αι.) έζησε στην Ιταλία, όπου με επιτυχία διάδωσε τους αλεξανδρινούς ποιητικούς τρόπους. Τα δικά του ποιητικά έργα έχουν χαθεί· σώθηκαν όμως τα Ἐρωτικὰ παθήματα, όπου ο Παρθένιος είχε καταγράψει σε πεζό διάφορες μυθολογικές διηγήσεις για να τις χρησιμοποιήσει ο ρωμαίος φίλος του ποιητής Κορνήλιος Γάλλος ως υλικό για τις ελεγείες του.
Από τα ελληνιστικά χρόνια μάς σώθηκαν και αρκετοί ύμνοι σε θεούς, όχι λογοτεχνικοί, όπως οι λεγόμενοι Ομηρικοί και οι ύμνοι του Καλλιμάχου, αλλά λατρευτικοί, προορισμένοι να τραγουδηθούν στις τελετουργίες. Οι ανασκαφές στην Επίδαυρο αποκάλυψαν χαραγμένο στην πέτρα έναν ύμνο στον Ασκληπιό, έργο του Ίσυλλου, που έζησε στο γύρισμα από τον 4ο στον 3ο π.Χ. αιώνα· παρόμοια, οι ανασκαφές στους Δελφούς αποκάλυψαν έναν ύμνο στον Πύθιο Απόλλωνα, έργο του Αριστόνοου, χρονολογημένο γύρω στο 222 π.Χ., και δύο ακόμα Παιάνες από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Οι τελευταίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, καθώς στην επιγραφή που τους διασώζει διακρίνονται και τα καθοριστικά για τη μελωδία τους μουσικά σημεία.
------------------------
1. Στα αλεξανδρινά συμπόσια τα επιγράμματα είχαν αντικαταστήσει τα σκόλια.
2. Σημαντική ήταν η ανθολογία που δημοσίευσε, με τον τίτλο Στέφανος («Στεφάνι»), ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα της Συρίας (2ος/1ος π.Χ. αι.). Επιγραμματοποιός και ο ίδιος, ο Μελέαγρος μνημονεύει στο ελεγειακό προοίμιο σαράντα επτά ονόματα ποιητών, συνδέοντας τον καθένα με ένα λουλούδι, δέντρο ή καρπό: την Ανύτη με τα κρίνα, τον Καλλίμαχο με τη μυρτιά, τον Λεωνίδα με τα τσαμπιά του κισσού, κλπ. (Ελληνική Ανθολογία 4.1).
3. Στην αρχαιότητα οι εταίρες έπαιρναν συχνά ως ψευδώνυμο το (ουδέτερο) υποκοριστικό ενός ζώου: Λεόντιον (Λιονταράκι), Κωνώπιον (Κουνουπάκι) κλπ.
4. (Ο Καλλίμαχος) τὸ μέγα βιβλίον ἴσον ἔλεγεν εἶναι τῷ μεγάλῳ κακῷ (απόσπ. 465 Pf.).
5. Βερενίκη ονομαζόταν η σύζυγος του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη. Όταν εκείνος έφυγε να πολεμήσει στη Συρία, η Βερενίκη αφιέρωσε στον ναό μια μπούκλα της (πλόκαμον), που όμως εξαφανίστηκε. Τότε οι αστρολόγοι της αυλής βεβαίωσαν πως το αφιέρωμα καταστερίστηκε, δηλαδή πως οι θεοί πήραν την μπούκλα και την τοποθέτησαν στον ουρανό ως αστερισμό. Η Βερενίκη και ο άντρας της θεοποιήθηκαν ήδη πριν από τον θάνατό τους.
6. Σήμερα η Εκάλη δεν αποτελεί δήμο, αλλά ανεξάρτητη κοινότητα.
7. Είναι γνωστός ο ισχυρισμός του ότι ἀμάρτυρον οὐδὲν ἀείδω (απόσπ. 612 Pf.).
8. Όχι μόνο των βουκόλων αλλά όλων των βοσκών, που οι μουσικές τους επιδόσεις μνημονεύονται ήδη στην Ιλιάδα, όπου ακολουθούν τα κοπάδια τερπόμενοι σύριγξι, «διασκεδάζοντας με τις φλογέρες τους» (Σ 526).
9. Ως όρος το εἰδύλλιον είναι υποκοριστικό του εἶδος (τύπος, μορφή), όπως και το ἐπύλλιον είναι υποκοριστικό του ἔπος. Σήμερα ονομάζουμε ειδύλλια τις ερωτικές σχέσεις, και χαρακτηρίζουμε ειδυλλιακό (τοπίο, ατμόσφαιρα, περιβάλλον κλπ.) κάθε τι που ξεχωρίζει για τη φυσική ομορφιά και την απλότητά του.
10. Για μυθολογικό παιχνίδι πρόκειται, όταν σε ένα βουκολικό ειδύλλιο, όχι του Θεόκριτου, δύο Βουκολιασταί παρουσιάζουν στα τραγούδια τους τη Γαλάτεια να προκαλεί ερωτικά τον Πολύφημο, και αυτός να κάνει τον δύσκολο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου