Παλαιότερα οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η σωματική κακοποίηση είναι χειρότερη από τη λεκτική, σα να μπορούσε η ίδια η κακομεταχείριση να μετρηθεί. Τέτοιες απόψεις μπορεί κανείς να συναντήσει ακόμα και σήμερα· οι λέξεις είναι απλώς λέξεις και η λεκτική κακοποίηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κάπως αβλαβής ή πολύ μακρινή ξαδέρφη της σωματικής κακοποίησης. Όλα αυτά όμως δεν ισχύουν.
Για την ακρίβεια, υπάρχουν έρευνες που υποδεικνύουν ότι, στην παιδική ηλικία, η λεκτική κακοποίηση μπορεί να αλλάξει κυριολεκτικά την αναπτυσσόμενη δομή του εγκεφάλου. Γνωρίζουμε επίσης από πολυάριθμες ψυχολογικές μελέτες ότι τα παιδιά εσωτερικεύουν τα μηνύματα που ακούνε μέσω της λεκτικής κακοποίησης – ότι είναι ανόητα, ανεπαρκή, κατώτερα· ότι δεν αξίζουν, δεν θα αγαπηθούν ποτέ επειδή είναι άσχημα – και καθώς οι λέξεις αυτές ακούγονται από τον παντογνώστη γονέα/ενήλικα, γίνονται η βάση για την πεποίθηση του παιδιού ότι αυτές είναι οι θεμελιώδεις «αλήθειες» για εκείνο.
Χωρίς παρέμβαση – χωρίς δηλαδή έναν ψυχοθεραπευτή που θα μπορέσει να αντιστρέψει αυτές τις πεποιθήσεις για τον εαυτό – το παιδί κουβαλά αυτές τις υποτιθέμενες αλήθειες στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή. Τα λεκτικώς κακοποιημένα παιδιά συχνά αντιμετωπίζουν ψυχικά προβλήματα στην ενήλικη ζωή τους.
Αναγνωρίζοντας την λεκτική κακοποίηση
Εκτός από τη σοβαρότητα του φαινομένου, επικρατεί σύγχυση και για το τι συνιστά τελικά λεκτική κακοποίηση. Επειδή όλοι λίγο πολύ κάποια στιγμή θα παραφερθούμε, σωστά; Εν βρασμώ ψυχής, ποιος ανάμεσά μας μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχει ξεφουρνίσει κάποια προσβολή ή δεν προσπάθησε να υποβιβάσει τον άλλο; Υπάρχουν όμως ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στη λεκτική κακοποίηση και στο θυμό της στιγμής. Τα παρακάτω στοιχεία ίσως καθαρίσουν λίγο το τοπίο:
– Η λεκτική κακοποίηση λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας σχέσης και ο βαθμός της ζημιάς που καταφέρνει είναι ανάλογος της σημασίας της σχέσης. Μπορεί να είναι ενοχλητικό ένας άγνωστος να μας πει κάτι υποτιμητικό, αλλά δεν προκαλέσει μόνιμη ζημιά. Οι κακοποιητές από τους οποίους εξαρτόμαστε, χρειαζόμαστε ή ακόμα και αγαπάμε πληγώνουν βαθιά.
– Η λεκτική κακοποίηση ευδοκιμεί σε μια σχέση με ανισορροπία εξουσίας. Αυτή υπάρχει ανάμεσα σε έναν γονέα ή δάσκαλο και ένα παιδί ή μαθητή, αλλά επίσης μπορεί να υφίσταται και ανάμεσα σε ενήλικες, όπου ο ένας έχει εξουσία πάνω στον άλλο οικονομικά, συναισθηματικά ή με συνδυασμό και των δύο. Η λεκτική κακοποίηση είναι ένας τρόπος διατήρησης του ελέγχου και της εξουσίας.
– Η λεκτική κακοποίηση συμβαίνει με κίνητρο και είναι συνεχής. Πρόθεσή του θύτη είναι η απομόνωση και αποδυνάμωση του άλλου. Δεν είναι μια συμπεριφορά της στιγμής.
– Η λεκτική κακοποίηση συχνά κανονικοποιείται ή δικαιολογείται από το θύμα, επειδή ο θύτης του είναι συναισθηματικά σημαντικός, και, στην περίπτωση των παιδιών, δεν γνωρίζουν πώς είναι τελικά μια φυσιολογική συμπεριφορά.
Αυτός ο μηχανισμός ενδυναμώνεται από τις δικαιολογίες του ίδιου του γονέα (Προσπαθώ απλώς να σε σκληρύνω επειδή η ζωή είναι δύσκολη ή Δεν θέλω να νομίζεις ότι είσαι σημαντικός γιατί θα γίνεις ψώνιο), από τις κατηγορίες του (Δεν θα σου φώναζα αν συμπεριφερόσουν καλύτερα ή Δεν μου αρέσει να σου φωνάζω αλλά με αναγκάζεις). Άλλες φορές ο θύτης επιμένει ότι είναι για το καλό του παιδιού (ονομάζεται αγάπη επειδή πρέπει να προσέχεις για να πετύχεις ή αν δεν σε πίεζα, ποτέ δεν θα έκανες κάτι σωστά).
– Υπάρχουν κι άλλοι ενήλικες με εξουσία στα παιδιά που μπορούν να χρησιμοποιούν τις λέξεις ως όπλα, όπως δάσκαλοι, μέντορες, ιερείς.
Πόσο δύσκολο είναι ακόμα στις μέρες μας η λεκτική κακοποίηση να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους ενήλικες και από το κοινωνικό σύστημα στο σύνολό του. Η λεκτική κακοποίηση είναι κακοποίηση. Τελεία. Τίποτα λιγότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου