Η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης έκανε την εμφάνισή της για πρώτη φορά το 19ο αιώνα και αποτέλεσε θέμα πολιτικής διαμάχης και κατά τη διάρκεια του 20ου.
Ο Αυστριακός οικονομολόγος Φρήντριχ Χάγιεκ ισχυρίζεται ότι διαπράχθηκε ένα σημαντικό σφάλμα κατά την αρχική συζήτηση περί κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς αυτή, κατά κύριο λόγο, αποτελεί ιδιότητα των ατομικών ενεργειών. Μια πράξη, λοιπόν, είναι άδικη όταν καταπατά έναν κανονισμό που όρισε η κοινωνία, προκειμένου να μπορούν τα μέλη της να συνάψουν συνεργασίες. Έτσι για παράδειγμα, η κλοπή είναι άδικη γιατί καταστρατηγεί τον κανονισμό προστασίας της περιουσίας. Αν ερευνήσουμε, όμως, τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται οι πόροι σε μια κοινωνία –τα χρήματα, η περιουσία, οι εργασιακές προοπτικές κ.α.– δεν είμαστε σε θέση να χαρακτηρίσουμε την κατανομή αυτή ως άνιση ή δίκαιη, καθώς δεν απορρέει από τις πράξεις ή τις αποφάσεις ενός αποκλειστικού φορέα, αλλά από τις ενέργειες και τις αποφάσεις εκατομμυρίων διαφορετικών ανθρώπων, κανείς από τους οποίους δεν αποσκοπούσε σε κάποια συγκεκριμένη έκβαση σχετικά με την εν λόγω κατανομή.
Ο Χάγιεκ δικαιολογημένα επισημαίνει ότι η «κοινωνική κατανομή» δεν μπορεί να ανατεθεί σε έναν και μόνο φορέα, δεδομένης της πολυπλοκότητας της σύγχρονης κοινωνίας. Παραβλέπει, όμως, το γεγονός ότι το υπάρχον σύστημα κατανομής βασίζεται, σε γενικές γραμμές, στα ιδρύματα και τους θεσμούς που εμείς οι ίδιοι συστήνουμε, συνειδητά ή μη. Όλοι αυτοί οι θεσμοί μπορούν να αλλάξουν μέσω πολιτικής απόφασης. Από τη στιγμή, λοιπόν που δεν αλλάζουμε τα πράγματα είναι σαν να αποφασίζουμε να δεχθούμε την υπάρχουσα κατανομή των πόρων. Η κατανομή, λοιπόν, των πόρων σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι συλλογικό ζήτημα. Αυτό που μας απασχολεί είναι ο τρόπος της δίκαιης κατανομής των κοινωνικών πόρων και οι απαιτήσεις της.
Δεν θεωρούμε ότι η κοινωνική δικαιοσύνη είναι κάτι που πρέπει να επιδιώξουμε. Ο δεύτερος ισχυρισμός του Χάγιεκ είναι ότι στην προσπάθεια μας να προσαρμόσουμε την κατανομή των πόρων στην αρχή της δικαιοσύνης του καταμερισμού, θα κατακερματίζαμε την οικονομική ελευθερία και θα σκοτώναμε την «κότα με τα χρυσά αυγά». Ας υποθέσουμε πως ο ισχυρισμός του Χάγιεκ περί της οικονομικής αγοράς ως του αποτελεσματικότερου μέσου οργάνωσης της παραγωγής και των συναλλαγών είναι βάσιμος, και ότι οποιαδήποτε εναλλακτική λύση θα οδηγούσε τις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες σε μαρασμό του βιοτικού τους επιπέδου. Το ερώτημα είναι αν η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης θα οδηγούσε σε απαξίωση της οικονομικής αγοράς, ή αν είναι πιθανό να επιδιώξει κανείς το στόχο αυτό μέσω μιας οικονομικής αγοράς, η οποία είναι σωστά διαμορφωνομένη και συνεργάζεται και με άλλα ιδρύματα.
Η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Η πιο ριζική εκδοχή, την οποία υποστηρίζουν οι οπαδοί του Μαρξισμού και ορισμένοι θεωρητικοί του κοινοτικού αναρχισμού ανάγει την κοινωνική δικαιοσύνη στις αρχές της ισότητας και της ανάγκης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δίκαιη κοινωνία είναι εκείνη τα μέλη της οποίας μετέχουν στην καλή λειτουργία της, όπου όμως οι πόροι κατανέμονται ανάλογα με τις ανάγκες, ενώ οποιοδήποτε πλεόνασμα μοιράζεται ισομερώς. Η ιδέα ότι τα άτομα χρειάζονται κίνητρα, ή αξίζουν υλική ανταμοιβή για τη συνεισφορά της, δεν έχει καμιά θέση εδώ. Θα μπορούσε μια τέτοια κοινωνία να επιβιώσει; Έχουμε πολλά παραδείγματα κοινοτήτων τα μέλη των οποίων ασκούσαν κοινωνική δικαιοσύνη ριζικής μορφής σε μικρή κλίμακα. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις κοινότητες είχαν θεολογική βάση και στηρίζονταν στη θρησκευτική εξουσία, προκειμένου να διατηρήσουν το ήθος βάσει του οποίου κάθε μέλος εργαζόταν για το κοινό καλό της κοινότητας χωρίς να περιμένει προσωπική ανταμοιβή, αν και υπάρχουν περιστατικά – το πιο χαρακτηριστικό είναι των Κιμπούτς στο Ισραήλ – κοσμικών κοινοτήτων που επιδίωκαν την επίτευξη του στόχου αυτού. Οι κοινωνίες αυτές θεωρούσαν την εγχώρια αγορά περιττή. Βασιζόταν σε αυτό που συχνά ονόμαζαν «ηθικά κίνητρα». Σύμφωνα με αυτό οι άνθρωποι συνεισέφεραν είτε επειδή πίστευαν ότι αυτό ήταν το σωστό είτε επειδή ένιωθαν τα μάτια των γειτόνων επάνω τους.
Το ερώτημα είναι αν η κοινωνία θα μπορούσε να ασκήσει την κοινωνική δικαιοσύνη αυτής της μορφής. Φαίνεται ότι ο ανεπίσημος συγχρονισμός της ανθρώπινης συμπεριφοράς που μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο μιας μικρής κοινότητας δεν θα ήταν βιώσιμος εδώ. Η οικονομία, ως γνωστόν, πρέπει ή να βασίζεται στην αγορά, προσφέροντας στα άτομα κίνητρα προκειμένου να παράγουν τους πόρους που θα καταναλώσουν τα υπόλοιπα μέλη, ή να στηρίζεται στην πολιτεία, όπου μια κεντρική εξουσία θα σχεδιάζει την παραγωγή και θα κατευθύνει τα μέλη της προς την πραγματοποίηση του σχεδιασμού αυτού. Αν και θεωρητικά μπορεί να φανταστεί κανείς οικονομίες που εξαρτώνται αφ’ ενός από την αγορά, και αφ’ ετέρου από κάποια κεντρική εξουσία χωρίς να βασίζονται στην ισχύ των υλικών κινήτρων, στην πραγματικότητα έχει αποδειχθεί ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο (έγιναν προσπάθειες στα μέσα του 20ου αιώνα από τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Κίνας και της Κούβας αλλά το πείραμα και στις δύο περιπτώσεις αποδείχθηκε ανεπιτυχές). Η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης στη ριζική μορφή απαιτεί τη κατάργηση της αγοράς και την αναδιοργάνωση της κοινωνίας σε μια διαφορετική κοινοτική βάση.
Πολλοί οπαδοί του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της σύγχρονης ελευθεροκρατίας τάχθηκαν υπέρ μιας πιο μετριοπαθούς άποψης περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, η κοινωνική δικαιοσύνη απαιτεί τη δίκαιη κατανομή κάποιου κοινωνικών παροχών, ειδικά των δικαιωμάτων του πολίτη, όπως η ψήφος και η ελευθερία του λόγου. Απαιτεί, επίσης, την κατανομή κάποιων παροχών με βασικό κριτήριο την ανάγκη, έτσι ώστε να υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα μπορούν όλοι οι πολίτες να έχουν ένα εισόδημα, πρόσβαση στη στέγαση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κ.α. Επιτρέπει, όμως, και την άνιση κατανομή άλλων πόρων, με την προϋπόθεση ότι θα έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες να επιχειρήσουν να αυξήσουν το μερίδιό τους. Οι ανισότητες αυτές μπορούν να δικαιολογηθούν σε περιπτώσεις κατ’ αξίαν αμοιβής, ή υπό τη μορφή υλικών κινήτρων, προκειμένου τα άτομα να είναι πιο παραγωγικά και να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες από τις οποίες θα ωφεληθεί το σύνολο.
Η σημαντικότερη ίσως ερμηνεία αυτής της μορφής της κοινωνικής δικαιοσύνης ανήκει στον Τζον Ρόουλς, ο οποίος στο βιβλίο του Θεωρία της Δικαιοσύνης ισχυρίζεται ότι η δίκαιη κοινωνία πρέπει να πληροί τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να προσφέρει σε όλους τους πολίτες βασικές ελευθερίες (συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής ελευθερίας όπως και το δικαίωμα ψήφου). Δεύτερον, όλοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταλαμβάνουν κοινωνικές θέσεις με πολλά πλεονεκτήματα –για παράδειγμα, εργασίες με υψηλότερη αμοιβή- βάση του δικαιώματος των ίσων ευκαιριών. Τρίτον, οι διαφορές στο εισόδημα και στην οικονομική κατάσταση δικαιολογούνται όταν αποδεδειγμένα ωφελούν τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας, με άλλα λόγια όταν προσφέρουν κίνητρα για την αύξηση, της συνολικής παραγωγικότητας της κοινωνίας, και επομένως επιτρέπουν τη διοχέτευση πόρων σε εκείνους που το έχουν ανάγκη.
Η θεωρία της κοινωνικής δικαιοσύνης του Ρόουλς δεν αποκλείει την οικονομία της αγοράς: η Τρίτη αρχή που προτείνει είναι με τέτοιο τρόπο διαμορφωμένη, ώστε να δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να καρπώνονται κάποιο μέρος των κερδών, και επομένως να προσφέρουν ανταγωνιστικά προϊόντα και καλύτερες υπηρεσίες, εφόσον έχουν κίνητρο για να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητες τους όσο το δυνατόν πιο παραγωγικά. Αυτό υπονομεύει το επιχείρημα του Χάγιεκ ότι η κοινωνική δικαιοσύνη και η ελεύθερη αγορά αποτελούν αντικρουόμενους στόχους. Από την άλλη πλευρά, η οικονομία της αγοράς, όπως αυτή ορίζεται από τις αρχές του Ρόουλς, διαφέρει από τα οικονομικά συστήματα που επικράτησαν στις πιο φιλελεύθερες κοινωνίες.
Η ιδέα του Ρόουλς περί των ίσων ευκαιριών είναι αρκετά ριζική. Δεν αρκεί να δοθούν καίριες θέσεις σε εκείνους που, τη στιγμή της επιλογής, δείχνουν να έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Όσοι υποβάλλουν αίτηση για την κατάληψη κάποιας θέσης είχαν τις ίδιες ευκαιρίες να αποκτήσουν τα προσόντα, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι τη στιγμή της γέννησής τους τα άτομα με τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια κίνητρα θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες εκπαίδευσης κ.α. Η προϋπόθεση αυτή, όμως, δεν είναι επιτεύξιμη σε καμιά σύγχρονη κοινωνία. Επιπλέον, η Τρίτη αρχή του Ρόουλς, η οποία καλείται και «αρχή της διαφορετικότητας» επιτρέπει την ύπαρξη ανισοτήτων μόνο όταν αυτές αποδεικνύονται ωφέλιμες στο σύνολο. Στην πράξη κάτι τέτοιο σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ρυθμίσουν τους φόρους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται διαρκής ανακατανομή των πόρων από τους εύπορους στους φτωχούς, μέχρι το σημείο που η παραγωγικότητα των πλουσίων θα μειωθεί και το ίδιο θα συμβεί και με τους φόρους. Παρόλο που οι περισσότερες δημοκρατικές πολιτείες έχουν φορολογικά συστήματα τα οποία στηρίζουν κατά κάποιον τρόπο την εν λόγω ανακατανομή, καμία δεν επιτυγχάνει το στόχο αυτό. Οι φόροι είναι ρυθμισμένοι κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσφέρονται σε όλους τους πολίτες ορισμένες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου