Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ: Επίνικοι (5.161-5.200)

μηδ᾽ ἀελίου προσιδεῖν [στρ. ε]
φέγγος· ἀλλ᾽ οὐ γάρ τίς ἐστιν
πρᾶξις τάδε μυρομένοις,
χρὴ κεῖνο λέγειν ὅ τι καὶ μέλλει τελεῖν.
165 ἦρά τις ἐν μεγάροις
Οἰνῆος ἀρηϊφίλου
ἔστιν ἀδμήτα θυγάτρων,
σοὶ φυὰν ἀλιγκία;
τάν κεν λιπαρὰν ‹ἐ›θέλων θείμαν ἄκοιτιν.»
170 τὸν δὲ μενεπτολέμου
ψυχὰ προσέφα Μελεά-
γρου· «λίπον χλωραύχενα
ἐν δώμασι Δαϊάνειραν,
νῆϊν ἔτι χρυσέας
175 Κύπριδος θελξιμβρώτου.»

λευκώλενε Καλλιώπα, [αντ. ε]
στᾶσον εὐποίητον ἅρμα
αὐτοῦ· Δία τε Κρονίδαν
ὕμνησον Ὀλύμπιον ἀρχαγὸν θεῶν,
180 τών τ᾽ ἀκαμαντορώαν
Ἀλφεών, Πέλοπώς τε βίαν,
καὶ Πίσαν, ἔνθ ὁ κλεεννὸς
πο]σσὶ νικάσας δρώμῳ
ἦλθ]εν Φερένικος ‹ἐς› εὐπύργους Συρακώσ-
185 σας Ἱέρωνι φέρων
εὐδ]αιμονίας πέταλον.
χρὴ] δ᾽ ἀληθείας χάριν
αἰνεῖν, φθώνον ἀμφ[οτέραισιν
χερσὶν ἀπωσάμενον,
190 εἴ τις εὖ πράσσοι βροτῶ[ν.

Βοιωτὸς ἀνὴρ τᾶδε φών[ησεν, γλυκειᾶν [επωδ. ε]
Ἡσίοδος πρώπολος
Μουσᾶν, ὃν ‹ἂν› ἀθάνατοι τι[μῶσι, τούτῳ
καὶ βροτῶν φήμαν ἕπ[εσθαι.]
195 πείθομαι εὐμαρέως
εὐκλέα κελεύθου γλῶσσαν οὐ[κ ἐκτὸς δίκας
πέμπειν Ἱέρωνι· τώθεν γὰ[ρ
πυθμένες θάλλουσιν ἐσθλ[ῶν,
τοὺς ὁ μεγιστοπάτωρ
200 Ζεὺς ἀκινήτους ἐν εἰρήν[ᾳ φυλάσσοι.

***
«Το πιο καλό, [στρ. ε]
καθόλου να μη γεννηθείς κι ούτε να δεις τον ήλιο.
Μα απ᾽ το να κλαις γι᾽ αυτά τί βγαίνει;
για κείνο να μιλούμε που είναι
και βολετό να εκτελεστεί.
Είναι καμιά σου ανύπαντρη αδερφή, που να σου μοιάζει,
στου Οινέα του πολεμόχαρου το σπίτι;
Μ᾽ όλη μου θέλω την καρδιά
γυναίκα μου λαχταριστή
170 να γίνει· πες μου.» Κι η ψυχή
του ατρόμητου στον πόλεμο
Μελέαγρου τότε απάντησε: «Ναι, σπίτι μου έχω αφήσει
δροσερολαίμα κοπελιά· Δηιάνειρα τη λένε·
κι απ᾽ τη μαγεύτρα τη θεά, την Κύπρη τη χρυσή,
ανήξερη είναι ακόμα.»

Χιονόκορφη [αντ. ε]
Καλλιόπη, το καλόφτιαχτο τ᾽ άρμα σου εδώ σταμάτα·
τον αρχηγό των θεών το Δία,
το γιο του Κρόνου τον Ολύμπιο,
180 ύμνησε τώρα, Μούσα εσύ·
και τον Αλφειό, που ακούραστα κυλάνε τα νερά του,
το δυνατό τον Πέλοπα, κι ακόμα
την Πίσα· δώθε ο ξακουστός
Φερένικος, αφού έτρεξε
και βγήκε πρώτος νικητής,
γύρισε στην ωριόπυργη
Συράκουσα, στον Ιέρωνα της ευτυχίας να φέρει
τον κλώνο. Αυτόν που πέτυχε —και με τα δυο μας χέρια
το φθόνο διώχνοντας μακριά— να τον παινούμε εμείς
190 για χάρη της αλήθειας.

Ένας άντρας, των γλυκών Μουσών εργάτης, [επωδ. ε]
ο Βοιωτός ο Ησίοδος, είπε αυτόν το λόγο:
«Όποιον οι θεοί τιμούν,
τούτον κι οι άνθρωποι δοξάζουνε κατόπι.»
Μου το λέει κι εμέ η καρδιά μου
στον Ιέρωνα να στείλω υμνητικό
λόγο, δίχως απ᾽ το δίκιο να λοξέψω·
γιατί κείθε οι θαλεροί κορμοί οι ακμαίοι
ξεπετιούνται. Ας τους φυλάει με ειρήνη πάντα
200 ο τρισμέγιστος πατέρας Δίας, χωρίς
να σαλεύουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου