ΦΥ. τοιοῦτον ἦν τὸ πρᾶγμ᾽. ὅπως γὰρ ἥκομεν,
πρὸς σοῦ τὰ δείν᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπηπειλημένοι,
πᾶσαν κόνιν σήραντες ἣ κατεῖχε τὸν
410 νέκυν, μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ,
καθήμεθ᾽ ἄκρων ἐκ πάγων ὑπήνεμοι,
ὀσμὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ μὴ βάλῃ πεφευγότες,
ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ᾽ ἀνὴρ ἐπιρρόθοις
κακοῖσιν, εἴ τις τοῦδ᾽ ἀκηδήσοι πόνου.
415 χρόνον τάδ᾽ ἦν τοσοῦτον, ἔστ᾽ ἐν αἰθέρι
μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος
καὶ καῦμ᾽ ἔθαλπε· καὶ τότ᾽ ἐξαίφνης χθονὸς
τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος,
πίμπλησι πεδίον, πᾶσαν αἰκίζων φόβην
420 ὕλης πεδιάδος, ἐν δ᾽ ἐμεστώθη μέγας
αἰθήρ· μύσαντες δ᾽ εἴχομεν θείαν νόσον.
καὶ τοῦδ᾽ ἀπαλλαγέντος ἐν χρόνῳ μακρῷ,
ἡ παῖς ὁρᾶται κἀνακωκύει πικρᾶς
ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, ὡς ὅταν κενῆς
425 εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος·
οὕτω δὲ χαὕτη, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν,
γόοισιν ἐξῴμωξεν, ἐκ δ᾽ ἀρὰς κακὰς
ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις.
καὶ χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν,
430 ἔκ τ᾽ εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου
χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει.
χἡμεῖς ἰδόντες ἱέμεσθα, σὺν δέ νιν
θηρώμεθ᾽ εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην,
καὶ τάς τε πρόσθεν τάς τε νῦν ἠλέγχομεν
435 πράξεις· ἄπαρνος δ᾽ οὐδενὸς καθίστατο,
ἅμ᾽ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα.
τὸ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐκ κακῶν πεφευγέναι
ἥδιστον, ἐς κακὸν δὲ τοὺς φίλους ἄγειν
ἀλγεινόν. ἀλλὰ τἄλλα πάνθ᾽ ἥσσω λαβεῖν
440 ἐμοὶ πέφυκε τῆς ἐμῆς σωτηρίας.
πρὸς σοῦ τὰ δείν᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπηπειλημένοι,
πᾶσαν κόνιν σήραντες ἣ κατεῖχε τὸν
410 νέκυν, μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ,
καθήμεθ᾽ ἄκρων ἐκ πάγων ὑπήνεμοι,
ὀσμὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ μὴ βάλῃ πεφευγότες,
ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ᾽ ἀνὴρ ἐπιρρόθοις
κακοῖσιν, εἴ τις τοῦδ᾽ ἀκηδήσοι πόνου.
415 χρόνον τάδ᾽ ἦν τοσοῦτον, ἔστ᾽ ἐν αἰθέρι
μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος
καὶ καῦμ᾽ ἔθαλπε· καὶ τότ᾽ ἐξαίφνης χθονὸς
τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος,
πίμπλησι πεδίον, πᾶσαν αἰκίζων φόβην
420 ὕλης πεδιάδος, ἐν δ᾽ ἐμεστώθη μέγας
αἰθήρ· μύσαντες δ᾽ εἴχομεν θείαν νόσον.
καὶ τοῦδ᾽ ἀπαλλαγέντος ἐν χρόνῳ μακρῷ,
ἡ παῖς ὁρᾶται κἀνακωκύει πικρᾶς
ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, ὡς ὅταν κενῆς
425 εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος·
οὕτω δὲ χαὕτη, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν,
γόοισιν ἐξῴμωξεν, ἐκ δ᾽ ἀρὰς κακὰς
ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις.
καὶ χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν,
430 ἔκ τ᾽ εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου
χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει.
χἡμεῖς ἰδόντες ἱέμεσθα, σὺν δέ νιν
θηρώμεθ᾽ εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην,
καὶ τάς τε πρόσθεν τάς τε νῦν ἠλέγχομεν
435 πράξεις· ἄπαρνος δ᾽ οὐδενὸς καθίστατο,
ἅμ᾽ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα.
τὸ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐκ κακῶν πεφευγέναι
ἥδιστον, ἐς κακὸν δὲ τοὺς φίλους ἄγειν
ἀλγεινόν. ἀλλὰ τἄλλα πάνθ᾽ ἥσσω λαβεῖν
440 ἐμοὶ πέφυκε τῆς ἐμῆς σωτηρίας.
***
ΚΡΕ. Και πώς την είδαν, πώς την πιάσανεπου το ᾽κανε;
ΦΥΛ. Έτσι γένηκε το πράμα:
όταν γυρίσαμε έπειτα από κείνες
τις τρομερές φοβέρες σου, αφού πρώτα
σαρώσαμε καλά καλά τη σκόνη
που σκέπαζε όλο το νεκρό και τέλεια
410 γυμνώσαμε το πτώμα που ᾽χε αρχίσει
να σαπίζει, καθίσαμε σε κάτι
βράχους ψηλά και που είχαμε από πίσω
τον άνεμο, έτσι που να μη μας φέρνει
τη βρώμ᾽ απ᾽ το νεκρό· κι ο ένας τον άλλο
κεντούσε με κακές φοβέρες να ᾽χει
τα μάτια του ανοιχτά, μην τύχει πάρει
στ᾽ αψήφιστα κανείς αυτό τον κόπο.
Έτσι το πράμα πήγαινε, ώσπου ο ήλιος
λαμπερός ήρθε στ᾽ ουρανού τη μέση
κι έκαψε λάβρα· μα νά ξάφνου τότε
μια ρουφαλιά απ᾽ τη γη σηκώνοντας
θεϊκό κακό, ένα σίφουνα, γιομίζει
τον κάμπο, αλύπητα σουρομαδώντας
τις φυλλωσιές των δέντρων μες στο λόγγο.
420 Ο ουρανός όλος φούντωσε απ᾽ τη σκόνη,
και μεις πια με τα μάτια μας κλεισμένα
τη θεϊκιά υπομέναμε κατάρα·
μα όταν μετά καιρό λούφαξε τέλος,
φάνηκε η κόρη εκεί. Βάζει τους θρήνους
σαν το πικρό πουλί τις στριγγιές κλάψες
που την άδεια φωλιά του ορφανεμένη
θα βρει από τα μικρά του· έτσι και τούτη
σαν είδε το νεκρό ξεγυμνωμένο,
να σκούζει αρχίζει και να καταριέται
μ᾽ άγριες κατάρες κείνους που το κάμαν·
και φέρνει μες στα χέρια της αμέσως
χώμα στεγνό και μ᾽ ένα ροδοκάνι
430 από κρουστό χαλκό χύνει αποπάνω
στο νεκρό τρίσπονδες χοές· μα ευτύς
κι εμείς μόλις την είδαμε όλοι ορμούμε
μαζί και την αρπάζουμε, χωρίς
καθόλου αυτή να δείξει ταραγμένη,
και για ό,τι έκαμε πριν και για αυτά τώρα
την ξετάζαμε· αυτή τίποτ᾽ απ᾽ όλα
δεν αρνιόντανε, πράμα που για μένα
μου ᾽φερνε και χαρά μαζί και θλίψη·
γιατ᾽ άλλο πιο γλυκό δεν είναι, ή να ᾽χεις
γλιτώσει ο ίδιος, μα είναι πάλι πόνος
τους φίλους να οδηγάς στη συφορά τους·
μα όπως και να ᾽χει, τίποτα δε βάζω
440 μπρος στη δικιά μου εγώ τη σωτηρία.
όταν γυρίσαμε έπειτα από κείνες
τις τρομερές φοβέρες σου, αφού πρώτα
σαρώσαμε καλά καλά τη σκόνη
που σκέπαζε όλο το νεκρό και τέλεια
410 γυμνώσαμε το πτώμα που ᾽χε αρχίσει
να σαπίζει, καθίσαμε σε κάτι
βράχους ψηλά και που είχαμε από πίσω
τον άνεμο, έτσι που να μη μας φέρνει
τη βρώμ᾽ απ᾽ το νεκρό· κι ο ένας τον άλλο
κεντούσε με κακές φοβέρες να ᾽χει
τα μάτια του ανοιχτά, μην τύχει πάρει
στ᾽ αψήφιστα κανείς αυτό τον κόπο.
Έτσι το πράμα πήγαινε, ώσπου ο ήλιος
λαμπερός ήρθε στ᾽ ουρανού τη μέση
κι έκαψε λάβρα· μα νά ξάφνου τότε
μια ρουφαλιά απ᾽ τη γη σηκώνοντας
θεϊκό κακό, ένα σίφουνα, γιομίζει
τον κάμπο, αλύπητα σουρομαδώντας
τις φυλλωσιές των δέντρων μες στο λόγγο.
420 Ο ουρανός όλος φούντωσε απ᾽ τη σκόνη,
και μεις πια με τα μάτια μας κλεισμένα
τη θεϊκιά υπομέναμε κατάρα·
μα όταν μετά καιρό λούφαξε τέλος,
φάνηκε η κόρη εκεί. Βάζει τους θρήνους
σαν το πικρό πουλί τις στριγγιές κλάψες
που την άδεια φωλιά του ορφανεμένη
θα βρει από τα μικρά του· έτσι και τούτη
σαν είδε το νεκρό ξεγυμνωμένο,
να σκούζει αρχίζει και να καταριέται
μ᾽ άγριες κατάρες κείνους που το κάμαν·
και φέρνει μες στα χέρια της αμέσως
χώμα στεγνό και μ᾽ ένα ροδοκάνι
430 από κρουστό χαλκό χύνει αποπάνω
στο νεκρό τρίσπονδες χοές· μα ευτύς
κι εμείς μόλις την είδαμε όλοι ορμούμε
μαζί και την αρπάζουμε, χωρίς
καθόλου αυτή να δείξει ταραγμένη,
και για ό,τι έκαμε πριν και για αυτά τώρα
την ξετάζαμε· αυτή τίποτ᾽ απ᾽ όλα
δεν αρνιόντανε, πράμα που για μένα
μου ᾽φερνε και χαρά μαζί και θλίψη·
γιατ᾽ άλλο πιο γλυκό δεν είναι, ή να ᾽χεις
γλιτώσει ο ίδιος, μα είναι πάλι πόνος
τους φίλους να οδηγάς στη συφορά τους·
μα όπως και να ᾽χει, τίποτα δε βάζω
440 μπρος στη δικιά μου εγώ τη σωτηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου