τὸ δὲ πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω
μὴ οὐ τήνδ᾽ εἶναι παῖδ᾽ Ἀντιγόνην;
ὦ δύστηνος
380 καὶ δυστήνου πατρὸς Οἰδιπόδα,
τί ποτ᾽; οὐ δή που σέ γ᾽ ἀπιστοῦσαν
τοῖς βασιλείοισιν ἄγουσι νόμοις
καὶ ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες;
ΦΥ. ἥδ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾽ξειργασμένη·
385 τήνδ᾽ εἵλομεν θάπτουσαν. ἀλλὰ ποῦ Κρέων;
ΧΟ. ὅδ᾽ ἐκ δόμων ἄψορρος εἰς δέον περᾷ.
ΚΡ. τί δ᾽ ἔστι; ποίᾳ ξύμμετρος προύβην τύχῃ;
ΦΥ. ἄναξ, βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ᾽ ἀπώμοτον.
ψεύδει γὰρ ἡ ᾽πίνοια τὴν γνώμην· ἐπεὶ
390 σχολῇ ποθ᾽ ἥξειν δεῦρ᾽ ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ
ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς, αἷς ἐχειμάσθην τότε.
ἀλλ᾽ ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ᾽ ἐλπίδας χαρὰ
ἔοικεν ἄλλῃ μῆκος οὐδὲν ἡδονῇ,
ἥκω, δι᾽ ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώμοτος,
395 κόρην ἄγων τήνδ᾽, ἣ καθῃρέθη τάφον
κοσμοῦσα. κλῆρος ἐνθάδ᾽ οὐκ ἐπάλλετο,
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἐμὸν θοὕρμαιον, οὐκ ἄλλου, τόδε.
καὶ νῦν, ἄναξ, τήνδ᾽ αὐτός, ὡς θέλεις, λαβὼν
καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἐλεύθερος
400 δίκαιός εἰμι τῶνδ᾽ ἀπηλλάχθαι κακῶν.
ΚΡ. ἄγεις δὲ τήνδε τῷ τρόπῳ πόθεν λαβών;
ΦΥ. αὕτη τὸν ἄνδρ᾽ ἔθαπτε· πάντ᾽ ἐπίστασαι.
ΚΡ. ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρθῶς ἃ φής;
ΦΥ. ταύτην γ᾽ ἰδὼν θάπτουσαν ὃν σὺ τὸν νεκρὸν
405 ἀπεῖπας. ἆρ᾽ ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω;
μὴ οὐ τήνδ᾽ εἶναι παῖδ᾽ Ἀντιγόνην;
ὦ δύστηνος
380 καὶ δυστήνου πατρὸς Οἰδιπόδα,
τί ποτ᾽; οὐ δή που σέ γ᾽ ἀπιστοῦσαν
τοῖς βασιλείοισιν ἄγουσι νόμοις
καὶ ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες;
ΦΥ. ἥδ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾽ξειργασμένη·
385 τήνδ᾽ εἵλομεν θάπτουσαν. ἀλλὰ ποῦ Κρέων;
ΧΟ. ὅδ᾽ ἐκ δόμων ἄψορρος εἰς δέον περᾷ.
ΚΡ. τί δ᾽ ἔστι; ποίᾳ ξύμμετρος προύβην τύχῃ;
ΦΥ. ἄναξ, βροτοῖσιν οὐδέν ἐστ᾽ ἀπώμοτον.
ψεύδει γὰρ ἡ ᾽πίνοια τὴν γνώμην· ἐπεὶ
390 σχολῇ ποθ᾽ ἥξειν δεῦρ᾽ ἂν ἐξηύχουν ἐγὼ
ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς, αἷς ἐχειμάσθην τότε.
ἀλλ᾽ ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ᾽ ἐλπίδας χαρὰ
ἔοικεν ἄλλῃ μῆκος οὐδὲν ἡδονῇ,
ἥκω, δι᾽ ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώμοτος,
395 κόρην ἄγων τήνδ᾽, ἣ καθῃρέθη τάφον
κοσμοῦσα. κλῆρος ἐνθάδ᾽ οὐκ ἐπάλλετο,
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἐμὸν θοὕρμαιον, οὐκ ἄλλου, τόδε.
καὶ νῦν, ἄναξ, τήνδ᾽ αὐτός, ὡς θέλεις, λαβὼν
καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἐλεύθερος
400 δίκαιός εἰμι τῶνδ᾽ ἀπηλλάχθαι κακῶν.
ΚΡ. ἄγεις δὲ τήνδε τῷ τρόπῳ πόθεν λαβών;
ΦΥ. αὕτη τὸν ἄνδρ᾽ ἔθαπτε· πάντ᾽ ἐπίστασαι.
ΚΡ. ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρθῶς ἃ φής;
ΦΥ. ταύτην γ᾽ ἰδὼν θάπτουσαν ὃν σὺ τὸν νεκρὸν
405 ἀπεῖπας. ἆρ᾽ ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω;
***
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΘάμ᾽ ακατανόητο, που εμπρός του
στέκεται στο ναι και στ᾽ όχι ο νους μου·
πώς να πω, αφού τηνε γνωρίζω,
πως αυτή δεν είναι η Αντιγόνη;
Ω δυστυχισμένη, του δυστυχισμένου
380 κόρη Οιδίποδα, μα τί ᾽ναι;
γιατί βέβαια δε σε φέρνουνε πως να ᾽χεις
τη βασιλικιά πατήσει προσταγή,
και να σ᾽ έπιασαν σε τέτοια τρέλ᾽ απάνω;
ΦΥΛ. Αυτή ᾽ναι εκείνη πὄκαμε την πράξη,
αυτή ᾽ναι που την πιάσαμε να θάφτει·
μα πού ᾽ναι ο βασιλιάς; ΧΟΡ. Νά τον που βαίνει
ξανά ᾽πό το παλάτι, και στην ώρα.
ΚΡΕ. Τί ᾽ναι; και για τί πράμα ήρθα στην ώρα;
ΦΥΛ. Βασιλιά μου, ποτέ κανείς δεν πρέπει
για τίποτα να ορκίζεται, γιατί άλλη
κατόπι ιδέα την πρώτη μας τη γνώμη
τη βγάζει ψεύτρα· έτσι κι εγώ εκαυχιόμουν
390 πως δύσκολα θα μ᾽ έβλεπες πιο μπρος σου
με κείνες τις φοβέρες σου, που πήγα
να ξεψυχήσω πριν· μα αφού καμιά άλλη
χαρά δεν είναι πιο γλυκιά από κείνη
που μήτ᾽ ελπίζεις, μηδέ βάζει ο νους σου,
έρχομαι, μ᾽ όλους πὄκαμα τους όρκους,
μαζί μ᾽ αυτή που πιάσαμε την κόρη
να θάφτει το νεκρό· δεν είχε κλήρο
και παρακλήρο εδώ, μα όλο δικό μου
είναι τούτο το τυχερό κι όχι άλλου.
Και τώρα, βασιλιά, πάρε την ο ίδιος
κι ανάκρινε κι εξέτασε όπως θέλεις·
όσο για μένα, δίκιο λέω πως είναι
400 λεύτερος πια απ᾽ αυτά να ᾽χω γλιτώσει.
ΚΡΕ. Κι αυτή που φέρνεις, πού και σε τί απάνω
την έπιασες; ΦΥΛ. Να θάφτει αυτή το πτώμα.
Τα έμαθες όλα. ΚΡΕ. Μα καταλαβαίνεις
τί λες; Κι αυτή ᾽ναι η ορθή η αλήθεια;
ΦΥΛ. Αφού την είδα ο ίδιος να τον θάφτει
το νεκρό που απαγόρεψες· δεν είναι
καθαρά και σταράτα όπως τα λέω;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου