Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.27.1-2.30.5)

[2.27.1] «Ὦ πάντων ἀνοσιώτατοι καὶ ἀσεβέστατοι, τί ταῦτα μαινομέναις φρεσὶν ἐτολμήσατε; Πολέμου μὲν τὴν ἀγροικίαν ἐνεπλήσατε τὴν ἐμοὶ φίλην, ἀγέλας δὲ βοῶν καὶ αἰγῶν καὶ ποιμνίων ἀπηλάσατε τὰς ἐμοὶ μελομένας· [2.27.2] ἀπεσπάσατε δὲ βωμῶν παρθένον, ἐξ ἧς Ἔρως μῦθον ποιῆσαι θέλει· καὶ οὔτε τὰς Νύμφας ᾐδέσθητε βλεπούσας οὔτε τὸν Πᾶνα ἐμέ. Οὔτ᾽ οὖν Μήθυμναν ὄψεσθε μετὰ τοιούτων λαφύρων πλέοντες, οὔτε τήνδε φεύξεσθε τὴν σύριγγα τὴν ὑμᾶς ταράττουσαν· [2.27.3] ἀλλὰ ὑμᾶς βορὰν ἰχθύων θήσω καταδύσας, εἰ μὴ τὴν ταχίστην καὶ Χλόην ταῖς Νύμφαις ἀποδώσεις καὶ τὰς ἀγέλας Χλόης καὶ τὰς αἶγας καὶ τὰ πρόβατα. Ἀνάστα δὴ καὶ ἐκβίβαζε τὴν κόρην μεθ᾽ ὧν εἶπον. Ἡγήσομαι δὲ ἐγὼ καὶ σοὶ τοῦ πλοῦ κἀκείνῃ τῆς ὁδοῦ.»
[2.28.1] Πάνυ οὖν τεθορυβημένος ὁ Βρύαξις —οὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ στρατηγὸς— ἀναπηδᾷ καὶ τῶν νεῶν καλέσας τοὺς ἡγεμόνας ἐκέλευσε τὴν ταχίστην ἐν τοῖς αἰχμαλώτοις ἀναζητεῖσθαι Χλόην. [2.28.2] Οἱ δὲ ταχέως καὶ ἀνεῦρον καὶ εἰς ὀφθαλμοὺς ἐκόμισαν· ἐκαθέζετο γὰρ τῆς πίτυος ἐστεφανωμένη. Σύμβολον δὴ καὶ τοῦτο τῆς ἐν τοῖς ὀνείροις ὄψεως ποιούμενος ἐπ᾽ αὐτῆς τῆς ναυαρχίδος εἰς τὴν γῆν αὐτὴν κομίζει. [2.28.3] Κἀκείνη ἄρτι ἀποβεβήκει καὶ σύριγγος ἦχος ἀκούεται πάλιν ἐκ τῆς πέτρας, οὐκέτι πολεμικὸς καὶ φοβερός, ἀλλὰ ποιμενικὸς καὶ οἷος εἰς νομὴν ἡγεῖται ποιμνίων. Καὶ τά τε πρόβατα κατὰ τῆς ἀποβάθρας ἐξέτρεχεν ἐξολισθαίνοντα τοῖς κέρασι τῶν χηλῶν, καὶ αἱ αἶγες πολὺ θρασύτερον, οἷα καὶ κρημνοβατεῖν εἰθισμέναι.
[2.29.1] Καὶ ταῦτα μὲν περιίσταται κύκλῳ τὴν Χλόην ὥσπερ χορός, σκιρτῶντα καὶ βληχώμενα καὶ ὅμοια χαίρουσιν· αἱ δὲ τῶν ἄλλων αἰπόλων αἶγες καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βουκόλια κατὰ χώραν ἔμενεν ἐν κοίλῃ νηΐ, καθάπερ αὐτὰ τοῦ μέλους μὴ καλοῦντος. [2.29.2] Θαύματι δὲ πάντων ἐχομένων καὶ τὸν Πᾶνα εὐφημούντων ὤφθη τούτων ἐν τοῖς στοιχείοις ἀμφοτέροις θαυμασιώτερα. [2.29.3] Τῶν μὲν Μηθυμναίων, πρὶν ἀνασπάσαι τὰς ἀγκύρας, ἔπλεον αἱ νῆες καὶ τῆς ναυαρχίδος ἡγεῖτο δελφὶν πηδῶν ἐξ ἁλός· τῶν δὲ αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων ἡγεῖτο σύριγγος ἦχος ἥδιστος, καὶ τὸν συρίττοντα ἔβλεπεν οὐδείς, ὥστε τὰ ποίμνια καὶ αἱ αἶγες προῄεσαν ἅμα καὶ ἐνέμοντο τερπόμεναι τῷ μέλει.
[2.30.1] Δευτέρας που νομῆς καιρὸς ἦν, καὶ ὁ Δάφνις ἀπὸ σκοπῆς τινος μετεώρου θεασάμενος τὰς ἀγέλας καὶ τὴν Χλόην, μέγα βοήσας «ὦ Νύμφαι καὶ Πὰν» κατέδραμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ καὶ λιποθυμήσας κατέπεσε. [2.30.2] Μόλις δὲ ἔμβιος ὑπὸ τῆς Χλόης φιλούσης καὶ ταῖς περιβολαῖς θαλπούσης γενόμενος ἐπὶ τὴν συνήθη φηγὸν ἔρχεται· καὶ ὑπὸ τῷ στελέχει καθίσας ἐπυνθάνετο πῶς ἀπέδρα τοσούτους πολεμίους. [2.30.3] Ἡ δὲ αὐτῷ κατέλεξε πάντα, τὸν τῶν αἰγῶν κιττόν, τὸν τῶν προβάτων ὠρυγμόν, τὴν ἐπανθήσασαν τῇ κεφαλῇ πίτυν, τὸ ἐν τῇ γῇ πῦρ, τὸν ἐν τῇ θαλάσσῃ κτύπον, τὰ συρίσματα ἀμφότερα, τὸ πολεμικὸν καὶ τὸ εἰρηνικόν, τὴν νύκτα τὴν φοβεράν, ὅπως αὐτῇ ὁδὸν ἀγνοούσῃ καθηγήσατο τῆς ὁδοῦ μουσική. [2.30.4] Γνωρίσας οὖν ὁ Δάφνις τὰ τῶν Νυμφῶν ὀνείρατα καὶ τὰ τοῦ Πανὸς ἔργα, διηγεῖται καὶ αὐτὸς ὅσα εἶδεν, ὅσα ἤκουσεν· ὅτι μέλλων ἀποθνῄσκειν διὰ τὰς Νύμφας ἔζησε. [2.30.5] Καὶ τὴν μὲν ἀποπέμπει κομίσουσαν τοὺς ἀμφὶ τὸν Δρύαντα καὶ Λάμωνα καὶ ὅσα πρέπει θυσίᾳ· αὐτὸς δὲ ἐν τούτῳ τῶν αἰγῶν τὴν ἀρίστην συλλαβὼν καὶ κιττῷ στεφανώσας, ὥσπερ ὤφθησαν τοῖς πολεμίοις, καὶ γάλα τῶν κεράτων κατασπείσας, ἔθυσέ τε ταῖς Νύμφαις καὶ κρεμάσας ἀπέδειρε καὶ τὸ δέρμα ἀνέθηκεν.

***
[2.27.1] «Άνθρωποι δίχως ιερό και όσιο! Τρελαθήκατε να τολμήσετε τέτοια πράματα; Φέρατε πόλεμο σε περιοχή που μου είναι αγαπητή, αρπάξατε κοπάδια από αγελάδες, γίδες και πρόβατα που προστάτευα. [2.27.2] Σύρατε από βωμό ένα κορίτσι, που ο Έρωτας θέλει να την κάνει θρύλο, δίχως να ντραπείτε μήτε τις Νύμφες που σας έβλεπαν μήτε εμένα τον Πάνα. Όσο λοιπόν ταξιδεύετε με τέτοια λάφυρα, ούτε τη Μήθυμνα θα ξαναδείτε, ούτε από τούτη τη φλογέρα θα γλιτώσετε που σας έβαλε σε τέτοια ταραχή· [2.27.3] θα σας βουλιάξω να σας φάνε τα ψάρια, αν δε δώσεις αμέσως πίσω στις Νύμφες και τη Χλόη και τα κοπάδια της, γίδες και πρόβατα. Σήκω λοιπόν και βγάλε στη στεριά το κορίτσι μαζί μ᾽ αυτά που είπα, και τότε θα σε οδηγήσω και σένα στο ταξίδι σου κι εκείνη στο δρόμο της».
[2.28.1] Ο Βρύαξις (έτσι λεγόταν ο στρατηγός) πετάχτηκε πολύ ταραγμένος, σύναξε τους κυβερνήτες των καραβιών και πρόσταξε ν᾽ αποζητήσουν αμέσως τη Χλόη ανάμεσα στους αιχμαλώτους. [2.28.2] Εκείνοι δεν άργησαν να τη βρουν και να του τη φέρουν, γιατί καθόταν στεφανωμένη με την κουκουναριά. Κρίνοντας πως και τούτο ήταν σημάδι, σχετικό μ᾽ αυτά που ᾽χε δει στ᾽ όνειρό του, την έβγαλε στη στεριά πάνω στην ίδια τη ναυαρχίδα του. [2.28.3] Ευθύς ως πάτησε η Χλόη τη γης, ακούστηκε και πάλι από το βράχο ήχος φλογέρας — όχι όμως πια πολεμόχαρος και τρομαχτικός, αλλά τσοπάνικος σαν εκείνον που οδηγεί τα κοπάδια στη βοσκή. Τότε τα πρόβατα βγήκαν τρεχάτα, δίχως να γλιστράνε τα πόδια τους πάνω στη σανίδα, κι οι γίδες μ᾽ ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά μιας κι ήταν συνηθισμένες να σκαρφαλώνουν στα κατσάβραχα.
[2.29.1] Τα ζώα περικύκλωσαν τη Χλόη σα χορός, πηδώντας και βελάζοντας, λες κι ήθελαν να δείξουν τη χαρά τους. Ωστόσο οι γίδες των άλλων βοσκών, καθώς και τα πρόβατα κι οι αγελάδες, έμεναν στις θέσεις τους στ᾽ αμπάρια των πλοίων, σα να μην τα φώναζεν εκείνα η μελωδία. [2.29.2] Την ώρα που όλοι ζητωκραύγαζαν τον Πάνα, κατάπληκτοι με το θαύμα, είδαν τα μάτια τους ακόμα πιο απίστευτα πράματα και στη στεριά και στη θάλασσα: [2.29.3] τα πλοία των Μηθυμνιωτών να ξεκινάνε πριν ακόμα σηκωθούν οι άγκυρες, και μπροστά στη ναυαρχίδα να προχωράει ένα δελφίνι πηδηχτό μέσ᾽ απ᾽ τα κύματα· ταυτόχρονα, μπροστά στις γίδες και τα πρόβατα πήγαινε γλυκύτατος σκοπός φλογέρας, δίχως κανένας να βλέπει ποιός έπαιζε — και τα γιδοπρόβατα, χαρούμενα με το τραγούδι, περπατούσαν κι έβοσκαν συνάμα.
[2.30.1] Ήταν πάνω-κάτω η ώρα για τη δεύτερη βοσκή όταν ο Δάφνης αντίκρισε, από ένα ψηλό παρατηρητήριο, τα κοπάδια και τη Χλόη. Βγάζοντας τότε μεγάλη φωνή «Ω Νύμφες! Ω Παν!» όρμησε κάτω στην πεδιάδα, αγκάλιασε τη Χλόη κι έπεσε λιπόθυμος· [2.30.2] χρειάστηκαν τα φιλιά της Χλόης κι η ζεστή αγκαλιά της για να τον συνεφέρουν. Κατόπι πήγε στη συνηθισμένη του βελανιδιά, κάθισε στον κορμό και τη ρώτησε πώς κατάφερε να ξεφύγει από τόσους εχθρούς. [2.30.3] Τότε εκείνη του τα διηγήθηκε όλα: πώς οι γίδες εμφανίστηκαν στεφανωμένες με κισσό, πώς τα πρόβατα ούρλιαξαν, πώς στο κεφάλι της άνθισε κουκουναριά· τί νύχτα τρόμου πέρασε με την πυρκαγιά στη στεριά, τον κρότο στη θάλασσα, τη φλογέρα με τους δυο ήχους — τον πολεμικό και τον ειρηνικό· και πώς, ενώ δεν ήξερε το δρόμο, την οδήγησε μουσική. [2.30.4] Ο Δάφνης κατάλαβε, χάρη στ᾽ όνειρο που του ᾽χαν στείλει οι Νύμφες, ότι στον Πάνα τα χρωστούσαν τούτα, και με τη σειρά του της διηγήθηκε κι αυτός όσα είχε δει κι ακούσει και πώς, ενώ κόντευε να πεθάνει, τον έσωσαν οι Νύμφες. [2.30.5] Έπειτα την έστειλε να φέρει τον Δρύα, το Λάμωνα και τους άλλους, καθώς κι ό,τι χρειάζεται για θυσία. Στο μεταξύ ο ίδιος έπιασε την καλύτερη απ᾽ όλες τις γίδες, τη στεφάνωσε με κισσό —έτσι όπως τις είχαν δει οι εχθροί— κι αφού έχυσε γάλα στα κέρατά της τη θυσίασε στις Νύμφες· κατόπι την κρέμασε, την έγδαρε και τους αφιέρωσε την προβιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου