[2.21.1] Ἔχοντες δὲ ἤδη τὰς ναῦς παντοδαπῆς ἁρπαγῆς μεστάς, οὐκέτ᾽ ἐγίνωσκον περαιτέρω πλεῖν, ἀλλὰ τὸν οἴκαδε πλοῦν ἐποιοῦντο καὶ τὸν χειμῶνα καὶ τοὺς πολεμίους δεδιότες. Οἱ μὲν οὖν ἀπέπλεον εἰρεσίᾳ προσταλαιπωροῦντες· ἄνεμος γὰρ οὐκ ἦν· [2.21.2] ὁ δὲ Δάφνις ἡσυχίας γενομένης ἐλθὼν εἰς τὸ πεδίον ἔνθα ἔνεμον, καὶ μήτε τὰς αἶγας ἰδὼν μήτε τὰ πρόβατα καταλαβὼν μήτε Χλόην εὑρὼν ἀλλὰ ἐρημίαν πολλὴν καὶ τὴν σύριγγα ἐρριμμένην, ᾗ συνήθως ἐτέρπετο ἡ Χλόη, [2.21.3] μέγα βοῶν καὶ ἐλεεινὸν κωκύων ποτὲ μὲν πρὸς τὴν φηγὸν ἔτρεχεν ἔνθα ἐκαθέζοντο, ποτὲ δὲ ἐπὶ τὴν θάλασσαν ὡς ὀψόμενος αὐτήν, ποτὲ δὲ ἐπὶ τὰς Νύμφας, ἐφ᾽ ἃς διωκομένη κατέφυγεν. Ἐνταῦθα καὶ ἔρριψεν ἑαυτὸν χαμαὶ καὶ ταῖς Νύμφαις ὡς προδούσαις κατεμέμφετο.
[2.22.1] «Ἀφ᾽ ὑμῶν ἡρπάσθη Χλόη, καὶ τοῦτο ὑμεῖς ἰδεῖν ὑπεμείνατε; ἡ τοὺς στεφάνους ὑμῖν πλέκουσα, ἡ σπένδουσα τοῦ πρώτου γάλακτος, ἧς καὶ ἡ σῦριγξ ἥδε ἀνάθημα; [2.22.2] Αἶγα μὲν οὐδὲ μίαν μοι λύκος ἥρπασε, πολέμιοι δὲ τὴν ἀγέλην ‹ὅλην› καὶ τὴν συννέμουσαν. Καὶ τὰς μὲν αἶγας ἀποδεροῦσι καὶ τὰ πρόβατα καταθύσουσι, Χλόη δὲ λοιπὸν πόλιν οἰκήσει. [2.22.3] Ποίοις ποσὶν ἄπειμι παρὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ἄνευ τῶν αἰγῶν, ἄνευ Χλόης, λιπεργάτης ἐσόμενος; ἔχω γὰρ νέμειν ἔτι οὐδέν. [2.22.4] Ἐνταῦθα περιμενῶ κείμενος ἢ θάνατον ἢ πόλεμον δεύτερον. Ἆρα καὶ σύ, Χλόη, τοιαῦτα πάσχεις; ἆρα μέμνησαι τοῦ πεδίου τοῦδε καὶ τῶν Νυμφῶν τῶνδε κἀμοῦ; ἢ παραμυθοῦνταί σε τὰ πρόβατα καὶ αἱ αἶγες αἰχμάλωτοι μετὰ σοῦ γενόμεναι;»
[2.23.1] Τοιαῦτα λέγοντα αὐτὸν ἐκ τῶν δακρύων καὶ τῆς λύπης ὕπνος βαθὺς καταλαμβάνει. Καὶ αὐτῷ αἱ τρεῖς ἐφίστανται Νύμφαι, μεγάλαι γυναῖκες καὶ καλαί, ἡμίγυμνοι καὶ ἀνυπόδετοι, τὰς κόμας λελυμέναι καὶ τοῖς ἀγάλμασιν ὅμοιαι. [2.23.2] Καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐῴκεσαν ἐλεοῦσαι τὸν Δάφνιν· ἔπειτα ἡ πρεσβυτάτη λέγει ἐπιρρωννύουσα· «Μηδὲν ἡμᾶς μέμφου, Δάφνι· Χλόης γὰρ ἡμῖν μᾶλλον ἢ σοὶ μέλει. Ἡμεῖς τοι καὶ παιδίον οὖσαν αὐτὴν ἠλεήσαμεν καὶ ἐν τῷδε τῷ ἄντρῳ κειμένην αὐτὴν ἀνεθρέψαμεν. [2.23.3] Ἐκείνῃ ‹καὶ› πεδίοις κοινὸν οὐδὲν καὶ τοῖς προβατίοις τοῦ Δρύαντος. Καὶ νῦν δὲ ἡμῖν πεφρόντισται τὸ κατ᾽ ἐκείνην, ὡς μήτε εἰς τὴν Μήθυμναν κομισθεῖσα δουλεύοι μὴτε μέρος γένοιτο λείας πολεμικῆς. [2.23.4] Καὶ τὸν Πᾶνα ἐκεῖνον τὸν ὑπὸ τῇ πίτυϊ ἱδρυμένον ὃν ὑμεῖς οὐδέποτε οὐδὲ ἄνθεσιν ἐτιμήσατε, τούτου ἐδεήθημεν ἐπίκουρον γενέσθαι Χλόης; συνήθης γὰρ στρατοπέδοις μᾶλλον ἡμῶν καὶ πολλοὺς ἤδη πολέμους ἐπολέμησε τὴν ἀγροικίαν καταλιπών· καὶ ἄπεισι τοῖς Μηθυμναίοις οὐκ ἀγαθὸς πολέμιος. [2.23.5] Κάμνε δὲ μηδέν, ἀλλ᾽ ἀναστὰς ὄφθητι Λάμωνι καὶ Μυρτάλῃ, οἳ καὶ αὐτοὶ κεῖνται χαμαί, νομίζοντες καὶ σὲ μέρος γεγονέναι τῆς ἁρπαγῆς· Χλόη γάρ σοι τῆς ἐπιούσης ἀφίξεται μετὰ τῶν αἰγῶν, μετὰ τῶν προβάτων, καὶ νεμήσετε κοινῇ καὶ συρίσετε κοινῇ· τὰ δὲ ἄλλα μελήσει περὶ ὑμῶν Ἔρωτι.»
[2.22.1] «Ἀφ᾽ ὑμῶν ἡρπάσθη Χλόη, καὶ τοῦτο ὑμεῖς ἰδεῖν ὑπεμείνατε; ἡ τοὺς στεφάνους ὑμῖν πλέκουσα, ἡ σπένδουσα τοῦ πρώτου γάλακτος, ἧς καὶ ἡ σῦριγξ ἥδε ἀνάθημα; [2.22.2] Αἶγα μὲν οὐδὲ μίαν μοι λύκος ἥρπασε, πολέμιοι δὲ τὴν ἀγέλην ‹ὅλην› καὶ τὴν συννέμουσαν. Καὶ τὰς μὲν αἶγας ἀποδεροῦσι καὶ τὰ πρόβατα καταθύσουσι, Χλόη δὲ λοιπὸν πόλιν οἰκήσει. [2.22.3] Ποίοις ποσὶν ἄπειμι παρὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ἄνευ τῶν αἰγῶν, ἄνευ Χλόης, λιπεργάτης ἐσόμενος; ἔχω γὰρ νέμειν ἔτι οὐδέν. [2.22.4] Ἐνταῦθα περιμενῶ κείμενος ἢ θάνατον ἢ πόλεμον δεύτερον. Ἆρα καὶ σύ, Χλόη, τοιαῦτα πάσχεις; ἆρα μέμνησαι τοῦ πεδίου τοῦδε καὶ τῶν Νυμφῶν τῶνδε κἀμοῦ; ἢ παραμυθοῦνταί σε τὰ πρόβατα καὶ αἱ αἶγες αἰχμάλωτοι μετὰ σοῦ γενόμεναι;»
[2.23.1] Τοιαῦτα λέγοντα αὐτὸν ἐκ τῶν δακρύων καὶ τῆς λύπης ὕπνος βαθὺς καταλαμβάνει. Καὶ αὐτῷ αἱ τρεῖς ἐφίστανται Νύμφαι, μεγάλαι γυναῖκες καὶ καλαί, ἡμίγυμνοι καὶ ἀνυπόδετοι, τὰς κόμας λελυμέναι καὶ τοῖς ἀγάλμασιν ὅμοιαι. [2.23.2] Καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐῴκεσαν ἐλεοῦσαι τὸν Δάφνιν· ἔπειτα ἡ πρεσβυτάτη λέγει ἐπιρρωννύουσα· «Μηδὲν ἡμᾶς μέμφου, Δάφνι· Χλόης γὰρ ἡμῖν μᾶλλον ἢ σοὶ μέλει. Ἡμεῖς τοι καὶ παιδίον οὖσαν αὐτὴν ἠλεήσαμεν καὶ ἐν τῷδε τῷ ἄντρῳ κειμένην αὐτὴν ἀνεθρέψαμεν. [2.23.3] Ἐκείνῃ ‹καὶ› πεδίοις κοινὸν οὐδὲν καὶ τοῖς προβατίοις τοῦ Δρύαντος. Καὶ νῦν δὲ ἡμῖν πεφρόντισται τὸ κατ᾽ ἐκείνην, ὡς μήτε εἰς τὴν Μήθυμναν κομισθεῖσα δουλεύοι μὴτε μέρος γένοιτο λείας πολεμικῆς. [2.23.4] Καὶ τὸν Πᾶνα ἐκεῖνον τὸν ὑπὸ τῇ πίτυϊ ἱδρυμένον ὃν ὑμεῖς οὐδέποτε οὐδὲ ἄνθεσιν ἐτιμήσατε, τούτου ἐδεήθημεν ἐπίκουρον γενέσθαι Χλόης; συνήθης γὰρ στρατοπέδοις μᾶλλον ἡμῶν καὶ πολλοὺς ἤδη πολέμους ἐπολέμησε τὴν ἀγροικίαν καταλιπών· καὶ ἄπεισι τοῖς Μηθυμναίοις οὐκ ἀγαθὸς πολέμιος. [2.23.5] Κάμνε δὲ μηδέν, ἀλλ᾽ ἀναστὰς ὄφθητι Λάμωνι καὶ Μυρτάλῃ, οἳ καὶ αὐτοὶ κεῖνται χαμαί, νομίζοντες καὶ σὲ μέρος γεγονέναι τῆς ἁρπαγῆς· Χλόη γάρ σοι τῆς ἐπιούσης ἀφίξεται μετὰ τῶν αἰγῶν, μετὰ τῶν προβάτων, καὶ νεμήσετε κοινῇ καὶ συρίσετε κοινῇ· τὰ δὲ ἄλλα μελήσει περὶ ὑμῶν Ἔρωτι.»
***
[2.20.1] Ο στρατηγός ξεκίνησεν ευθύς την άλλη μέρα, χρησιμοποιώντας τους ίδιους τους στρατιώτες του στα κουπιά, κι έβαλε πλώρη για τα παραθαλάσσια κτήματα των Μυτιληνιών. Εκεί άρχισαν ν᾽ αρπάζουν πλήθος κοπάδια και στάρι, καθώς και κρασί, μιας κι είχε μόλις τελειώσει ο τρύγος· έπιαναν και κάμποσους ανθρώπους που δούλευαν στα χωράφια. [2.20.2] Τράβηξαν και προς τα υποστατικά του Δάφνη και της Χλόης, αποβιβάστηκαν αιφνιδιαστικά και βάλθηκαν να κουρσεύουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Δάφνης δεν έβοσκε εκείνη την ώρα τις γίδες, παρά είχε ανεβεί στο δάσος να κόψει φρέσκες φυλλωσιές να τις έχει τροφή, το χειμώνα, για τα γίδια· έτσι είδε από ψηλά την επιδρομή και κρύφτηκε στον κούφιο κορμό μιας ξερής οξιάς. [2.20.3] Η Χλόη πάλι, που ήταν με τα κοπάδια, έτρεξε κυνηγημένη να ζητήσει καταφύγιο στις θεές της σπηλιάς, ικετεύοντας τους διώκτες της να λυπηθούν, για χάρη των Νυμφών, και κείνη και τα ζώα που έβοσκε. Του κάκου όμως: οι Μηθυμνιώτες κατακορόιδεψαν τ᾽ αγάλματα, πήραν τα κοπάδια κι έσυραν και την ίδια τη Χλόη σα να ᾽ταν γίδι ή πρόβατο, χτυπώντας τη με βέργες.[2.21.1] Καθώς είχαν πια γεμίσει τα καράβια με κάθε λογής πλιάτσικο, αποφάσισαν να μην προχωρήσουν πιο πέρα, παρά να γυρίσουν στον τόπο τους, γιατί φοβόνταν και την κακοκαιρία και τους εχθρούς. Έτσι ξεκίνησαν, λάμνοντας με κόπο μιας και δε φυσούσε αγέρας. [2.21.2] Ο Δάφνης ωστόσο, όταν έγινε ησυχία, κατέβηκε στον κάμπο όπου έβοσκαν, αλλά μήτε γίδες είδε, μήτε πρόβατα απάντησε, μήτε τη Χλόη βρήκε: παντού ερημιά, κι η φλογέρα που έπαιζε συνήθως η Χλόη ήταν ριγμένη καταγής. [2.21.3] Τότε έσυρε ο Δάφνης μεγάλη φωνή, και θρηνώντας αξιολύπητα άρχισε να τρέχει πότε στη βελανιδιά όπου κάθονταν, πότε προς τη θάλασσα μήπως και τη δει, πότε στις Νύμφες όπου εκείνη είχε καταφύγει όταν την τραβούσαν. Εκεί έπεσε κατάχαμα, κατηγορώντας τις Νύμφες ότι τον είχαν προδώσει:
[2.22.1] «Από σας άρπαξαν τη Χλόη, και δεχτήκατε να γίνει τέτοιο πράμα μπρος στα μάτια σας; Αυτήν που σας έπλεκε στεφάνια, που σας έφερνε σπονδή το πρώτο γάλα, που σας είχε αφιερώσει τούτη δω τη φλογέρα; [2.22.2] Οι λύκοι δε μου άρπαξαν ποτέ ούτε μια γίδα, κι οι εχθροί παίρνουν ολόκληρο το κοπάδι και τη βοσκοπούλα μαζί! Και καλά, τις γίδες θα τις γδάρουν και τα πρόβατα θα τα σφάξουν — η Χλόη όμως θα ζει από δω κι εμπρός σε πόλη. [2.22.3] Με τί μούτρα θα παρουσιαστώ στον πατέρα και στη μάνα δίχως γίδες, δίχως Χλόη, που θα ᾽μαι και χωρίς δουλειά; Γιατί τίποτα δεν έχω τώρα πια να βόσκω. [2.22.4] Κάλλιο να μείνω εδώ κατάχαμα προσμένοντας ή το θάνατο, ή άλλον πόλεμο. Άραγε και συ, Χλόη, να υποφέρεις το ίδιο; Θυμάσαι τούτο τον κάμπο, και τις Νύμφες, κι εμένα; Ή σε παρηγορούν τα γιδοπρόβατα που ᾽ναι μαζί σου στη σκλαβιά;»
[2.23.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια έπεσε, τσακισμένος από τη λύπη και το κλάμα, σ᾽ ύπνο βαθύ. Και στ᾽ όνειρό του είδε τις τρεις Νύμφες — ψηλές κι όμορφες γυναίκες, μισόγυμνες και ξυπόλητες, με λυμένα τα μαλλιά κι όμοιες με τ᾽ αγάλματα. [2.23.2] Στην αρχή φάνηκαν να συμπονάνε τον Δάφνη, και κατόπι η πιο μεγάλη του ᾽δωσε θάρρος: «Μη μας κατηγορείς, Δάφνη. Νοιαζόμαστε για τη Χλόη πιο πολύ κι από σένα. Εμείς τη λυπηθήκαμε κι όταν ήταν μωρό, παραριγμένο σε τούτη τη σπηλιά, και τη θρέψαμε — [2.23.3] γιατί καμιά σχέση δεν έχει αυτή με τους κάμπους και τα πρόβατα του Δρύα. Αλλά και τώρα έχουμε φροντίσει, ώστε μήτε στη Μήθυμνα να πάει σκλάβα μήτε σε κανενός το πλιάτσικο να λάχει μερδικό. [2.23.4] Παρακαλέσαμε εκείνον κει τον Πάνα, που είναι στημένος κάτω απ᾽ την κουκουναριά, να βοηθήσει τη Χλόη — κι ας μην τον έχετε τιμήσει ποτέ σας ούτε με λουλούδια. Και τούτο, γιατί εκείνος ξέρει από στρατιωτικά πράματα πιο πολύ από μας και πολλές φορές κιόλας έχει φύγει από την περιοχή να πάει να πολεμήσει. Θα πάει και τώρα, επίφοβος εχθρός για τους Μηθυμνιώτες. [2.23.5] Μην απελπίζεσαι λοιπόν, παρά σήκω και σύρε να σε δουν ο Λάμων και η Μυρτάλη που ᾽χουν πέσει κι αυτοί κατάχαμα νομίζοντας ότι σ᾽ άρπαξαν και σένα οι εχθροί. Αύριο θα σου ᾽ρθει η Χλόη, καθώς κι οι γίδες και τα πρόβατα, και μαζί θα βοσκήσετε και θα παίξετε φλογέρα. Για τα υπόλοιπα θα σας φροντίσει ο Έρωτας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου